Διάκριση Φύλου και Αντίποινα: Η Απόλυση ως Νομικό Ζήτημα
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ortega Ortega κατά Ισπανίας της 04.12.2025 (προσφ. αριθ. 36325/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα εργαζόταν από το 1994 έως το 2017 σε εταιρεία παροχής διοικητικών υπηρεσιών σε τράπεζα. Κατείχε τη θέση της προϊσταμένης του οικονομικού τμήματος και, στο πλαίσιο των καθηκόντων της, διαχειριζόταν τις μισθοδοσίες του προσωπικού. Στις 6 Απριλίου 2017 κατέθεσε αίτηση συμβιβασμού κατά της εταιρείας, επικαλούμενη διάκριση λόγω φύλου, καθώς λάμβανε χαμηλότερες αποδοχές από τους άνδρες συναδέλφους της που κατείχαν αντίστοιχες θέσεις. Για την τεκμηρίωση της αίτησής της, συμπεριέλαβε αναλυτικά στοιχεία μισθοδοσίας των συναδέλφων της.
Στις 2 Μαΐου 2017, λιγότερο από ένα μήνα μετά την κατάθεση της αίτησης, η εταιρεία απέλυσε την προσφεύγουσα με πειθαρχική απόλυση, επικαλούμενη παραβίαση του καθήκοντος εμπιστευτικότητας και της νομοθεσίας περί προστασίας προσωπικών δεδομένων. Συγκεκριμένα, η εταιρεία της καταλόγισε ότι αποκάλυψε στοιχεία μισθοδοσίας συναδέλφων της τόσο στην αίτηση συμβιβασμού όσο και σε τρίτους μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.
Στις 10 Αυγούστου 2017 το Πρωτοδικείο Εργατικών Διαφορών της Μάλαγα έκανε δεκτή την αγωγή της προσφεύγουσας για διάκριση λόγω φύλου, αναγνωρίζοντας ότι υφίστατο αδικαιολόγητη μισθολογική διαφορά σε βάρος της ως μοναδικής γυναίκας μεταξύ των προϊσταμένων τμημάτων. Η απόφαση επικυρώθηκε από το Εφετείο Ανδαλουσίας και κατέστη τελεσίδικη.
Παράλληλα, η προσφεύγουσα προσέβαλε την απόλυσή της ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, υποστηρίζοντας ότι αποτελούσε αντίποινα για την καταγγελία της περί διάκρισης. Το Πρωτοδικείο Εργατικών Διαφορών της Μάλαγα έκρινε την απόλυση νόμιμη, διαπιστώνοντας ότι η προσφεύγουσα είχε παραβιάσει τις υποχρεώσεις της σχετικά με την προστασία προσωπικών δεδομένων. Το Εφετείο επικύρωσε την απόφαση, κρίνοντας ότι η βασιμότητα των πραγματικών περιστατικών που αναφέρονταν στην επιστολή απόλυσης αποδυνάμωνε τα ενδεικτικά στοιχεία περί αντιποίνων. Το Ανώτατο Δικαστήριο και το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψαν τις σχετικές προσφυγές της.
Το ΕΔΔΑ εξέτασε την υπόθεση υπό το πρίσμα του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της Σύμβασης. Υπενθύμισε ότι η προώθηση της ισότητας των φύλων αποτελεί σημαντικό στόχο στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και ότι οι θετικές υποχρεώσεις των Κρατών επιβάλλουν τη διασφάλιση πραγματικής και αποτελεσματικής προστασίας έναντι κάθε μορφής αντιποίνων από εργοδότες σε σχέση με καταγγελίες που αποσκοπούν στον σεβασμό του δικαιώματος μη διάκρισης λόγω φύλου.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσέγγιση των εθνικών δικαστηρίων υπήρξε ελαττωματική. Ειδικότερα, τα εθνικά δικαστήρια παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τη συνέπεια ότι η απόλυση ακύρωνε ουσιαστικά την προστασία της προσφεύγουσας κατά της διάκρισης που είχε αναγνωριστεί σε χωριστή διαδικασία. Επιπλέον, δεν αποδόθηκε επαρκής βαρύτητα στο πλαίσιο της επίμονης διάκρισης λόγω φύλου σε βάρος της προσφεύγουσας και στις ανεπιτυχείς προσπάθειές της να την τερματίσει με εσωτερικά μέσα, στον σκοπό της αποκάλυψης των πληροφοριών και τον περιορισμένο αντίκτυπό της, καθώς και στη σοβαρότητα του μέτρου, η οποία θα μπορούσε να υποδηλώνει κίνητρο αντεκδίκησης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε στην προσφεύγουσα 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1969 και εργαζόταν από το 1994 σε εταιρεία παροχής διοικητικών υπηρεσιών σε τράπεζα. Ήταν προϊσταμένη του οικονομικού τμήματος και διαχειριζόταν τις μισθοδοσίες του προσωπικού.
Στις 6 Απριλίου 2017 κατέθεσε αίτηση συμβιβασμού, επικαλούμενη διάκριση λόγω φύλου στις αποδοχές της σε σχέση με τους άνδρες συναδέλφους της που κατείχαν αντίστοιχες θέσεις. Η αίτηση περιελάμβανε αναλυτικά στοιχεία μισθοδοσίας.
Στις 2 Μαΐου 2017 η εταιρεία την απέλυσε με πειθαρχική απόλυση, επικαλούμενη παραβίαση του καθήκοντος εμπιστευτικότητας και της νομοθεσίας περί προσωπικών δεδομένων, λόγω της αποκάλυψης μισθολογικών στοιχείων συναδέλφων της.
Στις 10 Αυγούστου 2017 το Πρωτοδικείο Εργατικών Διαφορών της Μάλαγα έκανε δεκτή την αγωγή της για διάκριση λόγω φύλου, διαπιστώνοντας ότι μεταξύ 2010 και 2017 οι αποδοχές της είχαν μειωθεί κατά 3,83% ενώ οι αποδοχές των ανδρών συναδέλφων της είχαν αυξηθεί κατά 22% έως 34%. Η απόφαση επικυρώθηκε από το Εφετείο Ανδαλουσίας.
Παράλληλα, τα εθνικά δικαστήρια έκριναν νόμιμη την απόλυση της προσφεύγουσας, κρίνοντας ότι είχε παραβιάσει τις υποχρεώσεις της σχετικά με την προστασία προσωπικών δεδομένων. Το Συνταγματικό Δικαστήριο κήρυξε απαράδεκτη την προσφυγή amparo.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 – Θετικές υποχρεώσεις
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το άρθρο 14 μπορεί να επιβάλλει στα κράτη μέλη θετικές υποχρεώσεις για τη διασφάλιση της τήρησης της αρχής της μη διάκρισης στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών. Η προώθηση της ισότητας των φύλων αποτελεί σήμερα σημαντικό στόχο στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης και θα απαιτούνταν πολύ σοβαροί λόγοι για να θεωρηθεί μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση συμβατή με τη Σύμβαση.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι είναι ζωτικής σημασίας τα άτομα που θίγονται από διακριτική μεταχείριση να έχουν τη δυνατότητα να την αμφισβητήσουν και να δικαιούνται να προσφύγουν στη δικαιοσύνη για να λάβουν αποζημίωση. Ένα τέτοιο δικαίωμα δικαστικής προστασίας θα διακυβευόταν σοβαρά εάν δεν συνοδευόταν από πραγματική και αποτελεσματική προστασία σε περίπτωση αντιποίνων. Ως εκ τούτου, οι θετικές υποχρεώσεις των Κρατών απαιτούν τη διασφάλιση πραγματικής και αποτελεσματικής προστασίας έναντι κάθε μορφής αντεκδίκησης από εργοδότες σε σχέση με καταγγελίες που αποσκοπούν στον σεβασμό του δικαιώματος μη διάκρισης λόγω φύλου.
Στην προκειμένη υπόθεση, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η αιτιολογία των εθνικών δικαστηρίων παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η απουσία αντιποίνων διήρκεσε όσο η προσφεύγουσα έθετε το ζήτημα της διάκρισης μόνο εσωτερικά, εντός της εταιρείας, και ότι η αντίδραση της εταιρείας άλλαξε μετά την κατάθεση της αίτησης στις 6 Απριλίου 2017, η οποία ήταν η πρώτη φορά που η προσφεύγουσα έθεσε τις αξιώσεις της ενώπιον εξωτερικού, διοικητικού ή δικαστικού, οργάνου.
Τα εθνικά δικαστήρια δεν αποδόθηκαν επαρκή βαρύτητα στο γεγονός ότι υπήρχε μακροχρόνια σύγκρουση μεταξύ της προσφεύγουσας και της εταιρείας σχετικά με τη διάκριση λόγω φύλου, ότι είχε υποστεί διακριτική μεταχείριση επί σειρά ετών, και ότι είχε διαμαρτυρηθεί επανειλημμένως στη διοίκηση της εταιρείας χωρίς αποτέλεσμα.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια επικύρωσαν την απόλυση της προσφεύγουσας εφαρμόζοντας μια ελαττωματική προσέγγιση, μη συμβατή με τις θετικές υποχρεώσεις σχετικά με την προστασία κατά της διάκρισης. Η απόλυση είχε ως αποτέλεσμα την ακύρωση της προστασίας κατά της διάκρισης που είχε παρασχεθεί στη χωριστή διαδικασία κατά της διάκρισης. Τα εθνικά δικαστήρια παρέλειψαν να αποδώσουν επαρκή βαρύτητα στο πλαίσιο της επίμονης διάκρισης λόγω φύλου, στον σκοπό της αποκάλυψης των ιδιωτικών πληροφοριών, στον περιορισμένο αντίκτυπο της αποκάλυψης αυτής και στη σοβαρότητα του μέτρου που ελήφθη κατά της προσφεύγουσας, η οποία θα μπορούσε να υποδηλώνει κίνητρο αντεκδίκησης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε στην προσφεύγουσα 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
«Ένα τέτοιο δικαίωμα δικαστικής προστασίας θα διακυβευόταν σοβαρά εάν δεν συνοδευόταν από πραγματική και αποτελεσματική προστασία σε περίπτωση αντιποίνων για τη δικαστική αυτή ενέργεια. Το Δικαστήριο υπενθυμίζει συναφώς ότι η Σύμβαση αποσκοπεί στην προστασία πραγματικών δικαιωμάτων, όχι απατηλών» (παρ. 79).
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση αφορά τις θετικές υποχρεώσεις των Κρατών να προστατεύουν τους εργαζομένους από αντίποινα μετά από καταγγελία διάκρισης λόγω φύλου στο πλαίσιο της εργασίας, ιδίως όσον αφορά την ισότητα των αμοιβών.
Η απόφαση επιβεβαιώνει ότι το δικαίωμα δικαστικής προστασίας κατά της διάκρισης λόγω φύλου θα καθίστατο άνευ αντικειμένου εάν δεν συνοδευόταν από αποτελεσματική προστασία έναντι αντιποίνων. Η προσέγγιση του Δικαστηρίου αναπτύσσεται στη βάση της νομολογίας Danilenkov κ.α. κατά Ρωσίας της 30.07.2009 με αριθ. προσφ. 67336/01, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι τα Κράτη υποχρεούνται να διαμορφώσουν δικαστικό σύστημα που διασφαλίζει πραγματική και αποτελεσματική προστασία κατά της διάκρισης.
Η απόφαση διακρίνεται από υποθέσεις όπως Palomo Sánchez κ.α. κατά Ισπανίας [Τμήμα Ευρείας Σύνθεσης] της 12.09.2011 με αριθ. προσφ. 28955/06 κ.α., όπου το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή εργαζομένων που είχαν απολυθεί λόγω δημοσίευσης προσβλητικού περιεχομένου κατά της εργοδοσίας. Στην προκειμένη υπόθεση, η αποκάλυψη πληροφοριών εξυπηρετούσε τον θεμιτό σκοπό της τεκμηρίωσης καταγγελίας διάκρισης και δεν είχε σκοπό τη δημόσια διασπορά.
Αξιοσημείωτη είναι η αναφορά στην Οδηγία (ΕΕ) 2023/970 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 10ης Μαΐου 2023 για την ενίσχυση της εφαρμογής της αρχής της ισότητας των αμοιβών μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή για εργασία ίσης αξίας μέσω της μισθολογικής διαφάνειας και των μηχανισμών επιβολής (ΕΕ L 132 της 17.5.2023, σ. 21), η οποία απαγορεύει ρητά τα αντίποινα κατά των εργαζομένων που ασκούν τα δικαιώματά τους σχετικά με την ισότητα αμοιβών.
Συγκριτική ανάλυση με τη νομολογία διεθνών δικαστηρίων
Η προσέγγιση του ΕΔΔΑ στην παρούσα υπόθεση παρουσιάζει ομοιότητες με τη νομολογία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη. Η Επιτροπή έχει τονίσει ότι οι εργαζόμενοι που επιχειρούν να ασκήσουν το δικαίωμά τους στην ισότητα πρέπει να προστατεύονται νομικά από κάθε μορφή αντιποίνων εκ μέρους των εργοδοτών τους, συμπεριλαμβανομένων όχι μόνο της απόλυσης αλλά και του υποβιβασμού και των μεταβολών στις συνθήκες εργασίας. Ειδικότερα, βλ. τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Κοινωνικών Δικαιωμάτων στις υποθέσεις University Women of Europe (UWE) κατά 15 Κρατών (Συλλογικές Προσφυγές αριθ. 124/2016 έως 138/2016), αποφάσεις επί της ουσίας που υιοθετήθηκαν στις 5-6 Δεκεμβρίου 2019 και δημοσιεύθηκαν στις 29 Ιουνίου 2020, όπου η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα εμπόδια στην πρόσβαση σε αποτελεσματικά ένδικα μέσα και οι απολύσεις ως αντίποινα εξακολουθούν να υφίστανται και παρεμποδίζουν την πλήρη υλοποίηση της αρχής της ισότητας αμοιβών βάσει των άρθρων 4§3 και 20 του Αναθεωρημένου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη.
Η Επιτροπή για την Εξάλειψη των Διακρίσεων κατά των Γυναικών (CEDAW) του ΟΗΕ, στο πλαίσιο της Σύμβασης για την Εξάλειψη Κάθε Μορφής Διάκρισης κατά των Γυναικών, έχει επίσης τονίσει τη σημασία της προστασίας των γυναικών από αντίποινα στον χώρο εργασίας. Στις Γενικές Συστάσεις της, ιδίως στη Γενική Σύσταση αριθ. 28 της 16.12.2010 σχετικά με τις θεμελιώδεις υποχρεώσεις των Συμβαλλόμενων Κρατών δυνάμει του άρθρου 2 της Σύμβασης (CEDAW/C/GC/28), η Επιτροπή έχει υπογραμμίσει ότι τα Κράτη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι οι γυναίκες που καταγγέλλουν διακρίσεις δεν υφίστανται δυσμενή μεταχείριση. Βλ. επίσης Γενική Σύσταση αριθ. 33 της 03.08.20215 σχετικά με την πρόσβαση των γυναικών στη δικαιοσύνη (CEDAW/C/GC/33).
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έχει αναπτύξει εκτενή νομολογία σχετικά με την προστασία κατά των αντιποίνων στο πλαίσιο της ίσης μεταχείρισης. Η υπόθεση Coote κατά Granada Hospitality Ltd (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Σεπτεμβρίου 1998, C-185/97, ECLI:EU:C:1998:424) επιβεβαίωσε ότι η προστασία κατά των αντιποίνων εκτείνεται και μετά τη λήξη της εργασιακής σχέσης.
Σχετική νομολογία ανωτάτων εθνικών δικαστηρίων
Στην Ισπανία, το Συνταγματικό Δικαστήριο (Tribunal Constitucional) έχει αναπτύξει το δόγμα της garantía de indemnidad (εγγύηση αποζημίωσης/προστασίας από αντίποινα) ως έκφανση του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (άρθρο 24.1 του Ισπανικού Συντάγματος). Οι αποφάσεις-σταθμοί SSTC 7/1993 και 14/1993, αμφότερες της 18ης Ιανουαρίου 1993, αναγνώρισαν πρώτες αυτή την εγγύηση, θεσπίζοντας ότι οι εργαζόμενοι δεν πρέπει να υφίστανται δυσμενείς συνέπειες για την άσκηση ή την προετοιμασία άσκησης ένδικων βοηθημάτων. Το δόγμα αυτό αναπτύχθηκε περαιτέρω με τις αποφάσεις STC 55/2004 της 19ης Απριλίου 2004 (επεκτείνοντας την προστασία σε εξωδικαστικές ενέργειες), STC 120/2006 της 24ης Απριλίου 2006, και πλέον πρόσφατα STC 148/2025 της 9ης Σεπτεμβρίου 2025, ECLI:ES:TC:2025:148.
Το Ανώτατο Δικαστήριο της Ισπανίας (Tribunal Supremo), Τμήμα Εργατικών Διαφορών, έχει παγιώσει τη νομολογία αυτή με τις αποφάσεις STS 214/2022 της 9ης Μαρτίου 2022, ECLI:ES:TS:2022:907, και STS 179/2022 της 23ης Φεβρουαρίου 2022, αναγνωρίζοντας δικαίωμα πρόσθετης αποζημίωσης για ηθική βλάβη σε περιπτώσεις όπου η απόλυση κηρύσσεται άκυρη λόγω παραβίασης της garantía de indemnidad.
Στη Γερμανία, ο Γενικός Νόμος για την Ίση Μεταχείριση (Allgemeines Gleichbehandlungsgesetz – AGG, σε ισχύ από 18 Αυγούστου 2006) απαγορεύει τα αντίποινα κατά εργαζομένων που επικαλούνται τα δικαιώματά τους βάσει του πλαισίου κατά των διακρίσεων. Το άρθρο 16 AGG προβλέπει ειδικά προστασία έναντι θυματοποίησης. Το Ομοσπονδιακό Εργατικό Δικαστήριο (Bundesarbeitsgericht – BAG) έχει εφαρμόσει συνεχώς αυτές τις προστασίες, αναγνωρίζοντας ότι οι απολύσεις που βασίζονται σε προστατευόμενα χαρακτηριστικά είναι ανίσχυρες βάσει του άρθρου 15 AGG.
ΚΡΙΤΙΚΗ
Η απόφαση αποτελεί σημαντική συμβολή στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την προστασία κατά των αντιποίνων σε υποθέσεις διάκρισης λόγω φύλου. Αποτελεί την νομολογιακή συνέχεια με τις προγενέστερες αποφάσεις του ΕΔΔΑ Danilenkov και I.B. κατά Ελλάδος της 03.10.2013 με αριθ. προσφ. 552/10, και ενισχύει την αντίληψη ότι η πραγματική προστασία κατά της διάκρισης απαιτεί και προστασία από αντεκδικητικά μέτρα.
Παράλληλα, η απόφαση αφήνει ορισμένα ζητήματα ανοιχτά. Το Δικαστήριο δεν διευκρίνισε αν η προσφεύγουσα ήταν υποχρεωμένη να χρησιμοποιήσει δικαστικές οδούς για να λάβει τα μισθολογικά στοιχεία ή αν δικαιούτο να χρησιμοποιήσει πληροφορίες στις οποίες είχε ήδη πρόσβαση λόγω της θέσης της. Επιπλέον, η απόφαση δεν οριοθέτησε ρητά τα όρια μεταξύ της θεμιτής χρήσης εμπιστευτικών πληροφοριών για την τεκμηρίωση διάκρισης και της παράνομης αποκάλυψής τους.
Συμπερασματικά, η απόφαση του ΕΔΔΑ Ortega Ortega λειτουργεί ως οδηγός για τα κριτήρια που οφείλουν να εφαρμόζουν τα εθνικά δικαστήρια κατά την εξέταση υποθέσεων απόλυσης που φέρονται να συνιστούν αντίποινα για καταγγελίες διακρίσεων. Καθιστά σαφές ότι τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν να εξετάζουν προσεκτικά το πλαίσιο της διάκρισης, τον σκοπό κάθε αποκάλυψης πληροφοριών, τον αντίκτυπό της και τη σοβαρότητα του πειθαρχικού μέτρου πριν επικυρώσουν μια απόλυση.
Β. Χειρδάρης
