ΑΠΟΦΑΣΗ
Kosmatska κατά Ουκρανίας της 04.12.2025 (προσφ. αριθ. 9953/16)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα, Ουκρανή υπήκοος γεννηθείσα το 1977, αγόρασε τον Οκτώβριο του 2008 από 14 ιδιώτες αγροτεμάχια συνολικής εκτάσεως 28 εκταρίων πλησίον του χωριού Maidanivka, καταβάλλοντας περίπου 436.000 ευρώ. Τα εν λόγω αγροτεμάχια είχαν παραχωρηθεί σε ιδιώτες τον Απρίλιο του 2008 από την Περιφερειακή Κρατική Διοίκηση Borodyanka στο πλαίσιο διαδικασίας ιδιωτικοποιήσεως. Εισαγγελική έρευνα κατέδειξε ότι ορισμένοι από τους 109 δικαιούχους της αρχικής παραχώρησης δεν είχαν ποτέ υποβάλει σχετική αίτηση ή είχαν απωλέσει τα έγγραφα ταυτότητάς τους, γεγονός που υποδήλωνε πιθανή απατηλή ενέργεια τρίτων. Στις 21 Οκτωβρίου 2010 το Διοικητικό Εφετείο του Κιέβου ακύρωσε τις αποφάσεις παραχώρησης του 2008, χωρίς ωστόσο να προσδιορίσει επακριβώς ποιοι και πόσοι δικαιούχοι δεν είχαν υποβάλει αίτηση.
Το 2013 ο εισαγγελέας διενήργησε νέα έρευνα και κινήθηκε ποινική δίωξη για απάτη. Τον Απρίλιο του 2014 ο εισαγγελέας άσκησε αγωγή κατά της προσφεύγουσας ζητώντας την ακύρωση του τίτλου ιδιοκτησίας της και την επιστροφή της γης στο Δημόσιο, επικαλούμενος τα άρθρα 387 και 388 του Αστικού Κώδικα. Η προσφεύγουσα προέβαλε ότι ο εισαγγελέας είχε παρέλθει την τριετή προθεσμία παραγραφής, καθώς γνώριζε τις φερόμενες παραβάσεις τουλάχιστον από τον Οκτώβριο του 2010, και ότι ήταν καλόπιστη κτήτορας. Τα δικαστήρια έκαναν δεκτή την αγωγή του εισαγγελέα, με αμετάκλητη απόφαση της 12ης Αυγούστου 2015, κρίνοντας ότι η γη είχε εκχωρηθεί παρανόμως από την κατοχή του Δημοσίου και μπορούσε να διεκδικηθεί βάσει του άρθρου 388 § 3 του Αστικού Κώδικα. Απέρριψαν τον ισχυρισμό περί παραγραφής, δεχόμενα ότι ο εισαγγελέας έλαβε γνώση της παρανομίας μόλις το 2013.
Το ΕΔΔΑ εξέτασε την προσφυγή υπό το πρίσμα του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου. Διαπίστωσε σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητα της επέμβασης. Το άρθρο 388 § 3 του Αστικού Κώδικα αφορά περιπτώσεις κτήσης περιουσίας χωρίς αντάλλαγμα, ενώ η προσφεύγουσα είχε καταβάλει τίμημα. Το άρθρο 387 αφορούσε παράνομη κτήση, ωστόσο η προσφεύγουσα απέκτησε τη γη με νομίμως καταρτισθείσες συμβάσεις πώλησης και κανένα εθνικό δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι ενήργησε κακόπιστα ή ότι συμμετείχε σε παράνομες πράξεις. Το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι η προσφεύγουσα είχε προβάλει ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ότι κανένας από τους λόγους περατώσεως του δικαιώματος ιδιοκτησίας επί του ακινήτου, όπως προβλέπονται στο άρθρο 140 του Κώδικα περί Γαίας, δεν συνέτρεχε στην περίπτωσή της, επιχείρημα που αφέθηκε αναπάντητο. Ως προς την παραγραφή, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ του εισαγγελέα και της ιδίας προσφεύγουσας για άλλα αγροτεμάχια, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή του εισαγγελέα, κρίνοντας ότι η παραγραφή εκκινούσε από το 2008.
Ως προς την αρχή της αναλογικότητας, το Δικαστήριο υπενθύμισε την αρχή της χρηστής διοίκησης, σύμφωνα με την οποία η ανάγκη διόρθωσης παλαιού σφάλματος δεν πρέπει να παρεμβαίνει δυσανάλογα σε νέο δικαίωμα κτηθέν καλοπίστως από ιδιώτη. Ο κίνδυνος σφάλματος της Κρατικής Διοίκησης πρέπει να βαρύνει το Κράτος και όχι τα θιγόμενα άτομα. Το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση της προσφεύγουσας να στραφεί κατά των πωλητών για αποζημίωση δεν δικαιολογείται υπό το πρίσμα της απαιτούμενης αναλογικότητας, δεδομένου ότι θα ισοδυναμούσε με μετάθεση του υπέρμετρου βάρους σε άλλον καλόπιστο ιδιώτη. Σημειώθηκε ότι οι τροποποιήσεις του 2025 στον Αστικό Κώδικα, οι οποίες προβλέπουν κρατική αποζημίωση στον καλόπιστο κτήτορα κατά τη διεκδίκηση περιουσίας από το Δημόσιο, δεν εφαρμόζονται στην υπόθεση της προσφεύγουσας λόγω μη αναδρομικής ισχύος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και διέταξε το καθ’ ου Κράτος να εξασφαλίσει την πλήρη αποκατάσταση του τίτλου ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας ή την παροχή χρηματικής αποζημιώσεως ή τίτλου επί συγκρίσιμου ακινήτου.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 1 Π1Π – Ειρηνική απόλαυση περιουσίας
Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε επέμβαση στην περιουσία της προσφεύγουσας, καθώς ο τίτλος ιδιοκτησίας της ακυρώθηκε με αμετάκλητη δικαστική απόφαση.
Ως προς τη νομιμότητα, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι τα εθνικά δικαστήρια επικαλέστηκαν το άρθρο 388 § 3 του Αστικού Κώδικα, το οποίο αφορά διεκδίκηση περιουσίας από καλόπιστο κτήτορα που την απέκτησε χωρίς αντάλλαγμα. Η προσφεύγουσα όμως απέκτησε το ακίνητο δυνάμει συμβάσεων πωλήσεως, καταβάλλοντας τίμημα. Το άρθρο 387, που αφορά παράνομη κτήση, ήταν επίσης προδήλως ανεφάρμοστο, καθώς η προσφεύγουσα απέκτησε το ακίνητο νομίμως και κανένα δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι ενήργησε κακόπιστα. Το Ανώτατο Δικαστήριο σε μεταγενέστερη δίκη για άλλα αγροτεμάχιά της έκρινε ρητώς ότι δεν είχε καμία ανάμειξη στην παρανομία της αρχικής παραχώρησης. Το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι κανένας λόγος του άρθρου 140 του Κώδικα περί Γαίας δεν συνέτρεχε αφέθηκε αναπάντητο. Ως προς την παραγραφή, η προσέγγιση των δικαστηρίων εγείρει αμφιβολίες ως προς την ευλογοφάνειά της και τη συμβατότητά της με την αρχή της ασφάλειας δικαίου.
Ως προς την αναλογικότητα, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το άρθρο 1 ΠΠΠ απαιτεί εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται και του επιδιωκόμενου σκοπού. Η δίκαιη ισορροπία διαταράσσεται όταν το θιγόμενο πρόσωπο επωμίζεται ατομικό και υπέρμετρο βάρος. Η αρχή της χρηστής διοίκησης επιτάσσει όπως η ανάγκη διόρθωσης παλαιού σφάλματος δεν παρεμβαίνει δυσανάλογα σε νέο δικαίωμα κτηθέν καλοπίστως. Ο κίνδυνος σφάλματος της Κρατικής Διοίκησης πρέπει να βαρύνει το Κράτος και τα σφάλματα δεν πρέπει να αποκαθίστανται εις βάρος των θιγομένων ατόμων.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η υποχρέωση της προσφεύγουσας να στραφεί κατά των πωλητών για αποζημίωση δεν δικαιολογείται, καθώς θα ισοδυναμούσε με μετάθεση του υπέρμετρου βάρους σε άλλον καλόπιστο ιδιώτη. Η Κυβέρνηση δεν απέδειξε ότι το Κράτος ανέλαβε αποτελεσματικά μέτρα για τον εντοπισμό και την αναζήτηση ευθύνης των πράγματι υπευθύνων για την παράνομη παραχώρηση. Επισημάνθηκε ότι οι τροποποιήσεις του 2025 στον Αστικό Κώδικα, οι οποίες προβλέπουν κρατική αποζημίωση στους καλόπιστους κτήτορες, δεν εφαρμόζονται στην υπόθεση της προσφεύγουσας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.
Υπό το πρίσμα του άρθρου 46, το Δικαστήριο διέταξε το καθ’ ου Κράτος να εξασφαλίσει, με τα κατάλληλα μέσα και εντός ευλόγου χρόνου, την πλήρη αποκατάσταση του τίτλου ιδιοκτησίας της προσφεύγουσας επί της διεκδικηθείσας γης, ή την παροχή χρηματικής αποζημιώσεως ή τίτλου επί συγκρίσιμου ακινήτου.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
«Η ανάγκη διορθώσεως παλαιού “σφάλματος” δεν πρέπει να παρεμβαίνει δυσανάλογα σε νέο δικαίωμα το οποίο έχει αποκτηθεί από ιδιώτη ο οποίος καλόπιστα στηρίχθηκε στη νομιμότητα της πράξεως της δημόσιας αρχής. Ο κίνδυνος οιουδήποτε σφάλματος της Κρατικής Διοικήσεως πρέπει να βαρύνει το ίδιο το Κράτος και τα σφάλματα δεν πρέπει να αποκαθίστανται εις βάρος των θιγομένων ατόμων» (παρ. 43).
