ΑΠΟΦΑΣΗ
Makris κατά Ελλάδας της 25.11.2025 (προσφ. αριθ. 103/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, Έλληνας υπήκοος, που γεννήθηκε το 1971 και διαμένει στο Τέξας των ΗΠΑ, προσέφυγε στο ΕΔΔΑ καταγγέλλοντας ότι τα ελληνικά δικαστήρια παραβίασαν το δικαίωμά του στην οικογενειακή ζωή, καθώς απέρριψαν το αίτημά του για επιστροφή της κόρης του στις ΗΠΑ βάσει της Σύμβασης της Χάγης για τη Διεθνή Απαγωγή Παιδιών, και ότι οι σχετικές δικαστικές διαδικασίες διήρκεσαν υπερβολικά.
Ο προσφεύγων παντρεύτηκε την Β.K. στην Ελλάδα το 2007 και το 2010 γεννήθηκε η κόρη τους στην Αθήνα. Το 2017 ο προσφεύγων μετεγκαταστάθηκε στο Τέξας για επαγγελματικούς λόγους, και τον Ιούλιο του ίδιου έτους η σύζυγος και η κόρη του τον ακολούθησαν, με το παιδί να εγγράφεται σε τοπικό δημοτικό σχολείο. Τον Μάιο του 2019 η οικογένεια ταξίδεψε στην Ελλάδα για καλοκαιρινές διακοπές. Ο προσφεύγων επέστρεψε στο Τέξας τον Ιούλιο, αλλά η σύζυγος και η κόρη του δεν επέστρεψαν την προγραμματισμένη ημερομηνία της 11ης Αυγούστου 2019, με τη μητέρα να τον ενημερώνει ότι αποφάσισε να παραμείνει στην Ελλάδα με την κόρη τους.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 2019 ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζητώντας την επιστροφή της κόρης του στο Τέξας βάσει της Σύμβασης της Χάγης. Το δικαστήριο, με την απόφαση 5705/2019 της 1ης Νοεμβρίου 2019, αναγνώρισε μεν ότι η κατακράτηση ήταν παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 3 της Σύμβασης και ότι η συνήθης διαμονή του παιδιού ήταν στις ΗΠΑ, απέρριψε ωστόσο το αίτημα επιστροφής βασιζόμενο στην εξαίρεση του άρθρου 13 § 1 (β). Το δικαστήριο έλαβε υπόψη την κατ’ ιδίαν ακρόαση του παιδιού, η οποία εξέφρασε σαφή αντίρρηση στην επιστροφή, καθώς και τη διαπίστωση ότι το παιδί είχε περάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στην Ελλάδα αναπτύσσοντας ισχυρούς συναισθηματικούς, οικογενειακούς και εκπαιδευτικούς δεσμούς, ενώ αντιμετώπισε δυσκολίες προσαρμογής στο Τέξας.
Το Εφετείο Αθηνών επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την υπ’ αριθ. 3081/2020 απόφαση της 6ης Μαΐου 2020, και ο Άρειος Πάγος απέρριψε την αναίρεση με την υπ’ αριθ. 672/2021 απόφαση της 28ης Μαΐου 2021. Παράλληλα, τα δικαστήρια του Τέξας διέταξαν την επιστροφή του παιδιού, αλλά οι αποφάσεις αυτές δεν εκτελέστηκαν στην Ελλάδα.
Το ΕΔΔΑ, εξετάζοντας την ουσία της απόρριψης του αιτήματος επιστροφής, διαπίστωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια διενήργησαν επαρκώς διεξοδική και εξατομικευμένη αξιολόγηση, σύμφωνη με τις αρχές της Σύμβασης της Χάγης και τη νομολογία του Δικαστηρίου. Η απόρριψη της επιστροφής αντανακλούσε μια ευαίσθητη στο πλαίσιο και αναλογική εκτίμηση του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού. Το σκέλος αυτό της προσφυγής κρίθηκε ως απαράδεκτο (manifestly ill-founded) κατά το άρθρο 35 §§3(a) και 4 ΕΣΔΑ,.
Αντίθετα, το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 λόγω της διάρκειας των διαδικασιών, που διήρκεσαν περίπου 20 μήνες (από 30 Σεπτεμβρίου 2019 έως 28 Μαΐου 2021). Αν και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε εντός πέντε εβδομάδων, δεν δόθηκε πειστική εξήγηση για τις καθυστερήσεις στα δευτεροβάθμια στάδια. Το χρονικό αυτό διάστημα υπερέβη κατά πολύ τα χρονοδιαγράμματα που προβλέπει η Σύμβαση της Χάγης και δεν μπορεί να θεωρηθεί συμβατό με την απαίτηση ταχύτητας.
Το Δικαστήριο επιδίκασε 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 800 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1971 και διαμένει στο Τέξας των ΗΠΑ. Στις 8 Σεπτεμβρίου 2007 παντρεύτηκε την Β.K. στην Ελλάδα. Στις 18 Ιανουαρίου 2010 γεννήθηκε η κόρη τους M.-G.M. στην Αθήνα. Στις αρχές του 2017, ο προσφεύγων μετεγκαταστάθηκε στο Coppell του Τέξας, εξασφαλίζοντας εκεί εργασία. Η σύζυγος και το παιδί παρέμειναν προσωρινά στην Ελλάδα, με το παιδί να παρακολουθεί μαθήματα αγγλικών ενόψει της μετεγκατάστασης. Τον Ιούλιο του 2017 τον ακολούθησαν στο Τέξας και η κόρη του εγγράφηκε σε τοπικό δημοτικό σχολείο.
Τον Μάιο του 2019 η οικογένεια ταξίδεψε στην Ελλάδα για καλοκαιρινές διακοπές. Στις 18 Ιουλίου 2019 ο προσφεύγων επέστρεψε στο Τέξας. Η σύζυγος και η κόρη του έπρεπε να επιστρέψουν στις 11 Αυγούστου 2019, αλλά δεν το έπραξαν. Η μητέρα ενημέρωσε τον προσφεύγοντα ότι αποφάσισε να παραμείνει στην Ελλάδα με την κόρη τους.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 2019 ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Η συζήτηση έλαβε χώρα στις 22 Οκτωβρίου 2019 και περιελάμβανε κατ’ ιδίαν ακρόαση του παιδιού από τον δικαστή.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ο σκοπός του δεν είναι να υποκαταστήσει τα εθνικά δικαστήρια στην εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ή στην εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης, αλλά να διασφαλίσει ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων ήταν δίκαιη και ότι τα δικαστήρια έλαβαν δεόντως υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Τα εθνικά δικαστήρια αναγνώρισαν ότι η κατακράτηση ήταν παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 3 της Σύμβασης της Χάγης, αλλά απέρριψαν το αίτημα επιστροφής βάσει των εξαιρέσεων του άρθρου 13 §§ 1 (β) και 2.
Τα δικαστήρια διενήργησαν επαρκώς διεξοδική και εξατομικευμένη αξιολόγηση, εξετάζοντας έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία, ένορκες καταθέσεις και προφορικές μαρτυρίες. Το παιδί εξέφρασε σαφή και συνεπή αντίρρηση στην επιστροφή και κρίθηκε ότι είχε επαρκή ωριμότητα ώστε οι απόψεις της να ληφθούν υπόψη. Οι αντιρρήσεις του παιδιού αξιολογήθηκαν στο πλαίσιο της συναισθηματικής της ευημερίας, της ένταξής του στην Ελλάδα, της απροθυμίας της μητέρας να μετεγκατασταθεί και των πρακτικών δυσκολιών επιστροφής.
Το Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι η άρνηση διαταγής επιστροφής του παιδιού αντανακλούσε μια ευαίσθητη στο πλαίσιο και αναλογική εκτίμηση του βέλτιστου συμφέροντός του. Το σκέλος αυτό απορρίφθηκε ως απαράδεκτο (manifestly ill-founded) κατά το άρθρο 35 §§3(a) και 4 ΕΣΔΑ,.
Άρθρο 8 – Διάρκεια διαδικασιών
Οι διαδικασίες ξεκίνησαν στις 30 Σεπτεμβρίου 2019 και ολοκληρώθηκαν στις 28 Μαΐου 2021, διαρκώντας περίπου 20 μήνες. Αν και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε εντός πέντε εβδομάδων από την κατάθεση της αίτησης, δεν δόθηκε πειστική εξήγηση για τις καθυστερήσεις στο στάδιο της έφεσης.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε τη νομολογία του σε πλήθος υποθέσεων όπου διαπιστώθηκε παραβίαση του άρθρου 8 για παρόμοιες ή μικρότερες καθυστερήσεις: G.N. κατά Πολωνίας (17 μήνες και 2 εβδομάδες), Blaga κατά Ρουμανίας (άνω των 13 μηνών), Monory κατά Ρουμανίας και Ουγγαρίας (άνω των 12 μηνών), K.J. κατά Πολωνίας (12 μήνες), R.S. κατά Πολωνίας (άνω των 6 μηνών). Οι καθυστερήσεις στη διαδικασία από μόνες τους μπορούν να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι οι αρχές απέτυχαν να τηρήσουν τις θετικές τους υποχρεώσεις.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 λόγω της διάρκειας των διαδικασιών, επιδικάζοντας 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 800 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΣΧΟΛΙΟ και ΚΡΙΤΙΚΗ
Από Βασίλη Χειρδάρη
Η απόφαση Μακρής κατά Ελλάδας αποτελεί σημαντική επιβεβαίωση της πάγιας νομολογίας του ΕΔΔΑ σχετικά με την απαίτηση ταχύτητας στις διαδικασίες επιστροφής βάσει της Σύμβασης της Χάγης για τη Διεθνή Απαγωγή Παιδιών, ενώ παράλληλα αποδεικνύει τον σεβασμό του Δικαστηρίου προς την εκτίμηση των εθνικών δικαστηρίων όταν αυτή είναι επαρκώς τεκμηριωμένη και προσανατολισμένη στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού.
Η διάκριση που επιχειρεί το Δικαστήριο μεταξύ του ουσιαστικού και του διαδικαστικού σκέλους είναι υποδειγματική. Από τη μία πλευρά, αναγνωρίζει ότι τα ελληνικά δικαστήρια διενήργησαν μια «επαρκώς διεξοδική και εξατομικευμένη αξιολόγηση» κατά την εφαρμογή της εξαίρεσης του άρθρου 13 § 1 (β) της Σύμβασης της Χάγης, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις αντιρρήσεις του παιδιού όσο και το ευρύτερο πλαίσιο της ένταξής του στην Ελλάδα. Από την άλλη, καταδικάζει τις καθυστερήσεις στα δευτεροβάθμια στάδια χωρίς να επηρεάζεται από το γεγονός ότι η πρωτοβάθμια απόφαση εκδόθηκε εγκαίρως.
Η απαίτηση ταχύτητας στις υποθέσεις διεθνούς απαγωγής παιδιών πηγάζει από την αναγνώριση ότι η πάροδος του χρόνου λειτουργεί εναντίον του γονέα που ζητά την επιστροφή, καθώς το παιδί αναπτύσσει συνεχώς δεσμούς με το περιβάλλον παραμονής του. Αυτό δημιουργεί ένα φαινόμενο «τετελεσμένου γεγονότος» που μπορεί να καταστήσει άνευ αντικειμένου το αίτημα επιστροφής. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, η διάρκεια των 20 μηνών υπερέβη κατά πολύ την εξάμηνη προθεσμία που προβλέπει το άρθρο 11 της Σύμβασης της Χάγης.
Η νομολογία του ΕΔΔΑ σε υποθέσεις γονικής απαγωγής εμφανίζει σημαντικές συγκλίσεις με την προσέγγιση άλλων διεθνών οργάνων.
Το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην απόφασή του Fornerón and daughter v. Argentina της 27.04.2012 (Series C No. 24, https://corteidh.or.cr/docs/casos/articulos/seriec_242_ing.pdf), έχει τονίσει ότι οι καθυστερήσεις στις διαδικασίες επιμέλειας μπορούν να συνιστούν αυτοτελή παραβίαση του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή, ανεξάρτητα από την τελική έκβαση της υπόθεσης.
Ωστόσο, η προσέγγιση του ΕΔΔΑ στην ερμηνεία της εξαίρεσης του άρθρου 13 § 1 (β) φαίνεται να διαφέρει από την αυστηρότερη στάση που έχουν υιοθετήσει δικαστήρια ορισμένων συμβαλλόμενων κρατών. Το Ανώτατο Δικαστήριο του Ηνωμένου Βασιλείου, στην υπόθεση Re E (Children) [2011] UKSC 27, έχει επισημάνει ότι η εξαίρεση πρέπει να ερμηνεύεται στενά και ότι ο «σοβαρός κίνδυνος» δεν μπορεί να συνάγεται απλώς από τη δυσφορία του παιδιού για την επιστροφή ή την απροθυμία του κατακρατούντος γονέα να συνοδεύσει το παιδί. Η απόφαση αυτή αποτελεί σταθμό στη νομολογία των υποθέσεων διεθνούς απαγωγής παιδιών και μπορεί να αναζητηθεί στο http://www.bailii.org/uk/cases/UKSC/2011/27.html.
Η σχέση μεταξύ ΕΣΔΑ και της Σύμβασης της Χάγης αποτέλεσε αντικείμενο εκτενούς ανάλυσης στην απόφαση του Τμήματος Ευρείας Σύνθεσης (Grand Chamber) X κατά Λετονίας της 26ης Νοεμβρίου 2013 (προσφ. αριθ. 27853/09), η οποία έθεσε τα πρότυπα για την «εναρμονισμένη και συνδυασμένη εφαρμογή» των δύο συμβάσεων. Η απόφαση έχει σχολιαστεί εκτενώς στο ECHR Blog (https://www.echrblog.com/2013/12/x-v-latvia-child-abduction-grand.html) καθώς και στο Conflict of Laws Blog (https://conflictoflaws.net/2013/ecthr-rules-on-return-of-a-child-to-her-country-of-origin-under-the-hague-abduction-convention/). Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού πρέπει να αξιολογείται διαφορετικά στις διαδικασίες επιστροφής βάσει της Σύμβασης της Χάγης σε σχέση με τις διαδικασίες επιμέλειας, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι η επιστροφή δεν μπορεί να διατάσσεται «αυτόματα ή μηχανικά» χωρίς εξέταση των εξαιρέσεων της Σύμβασης.
Η Επιτροπή Δικαιωμάτων του Παιδιού του ΟΗΕ, στο Γενικό Σχόλιο αριθ. 14 (2013) σχετικά με το δικαίωμα του παιδιού να λαμβάνεται υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του ως πρωταρχικό κριτήριο (CRC/C/GC/14, 29 Μαΐου 2013, https://www2.ohchr.org/english/bodies/crc/docs/gc/crc_c_gc_14_eng.pdf)). έχει υπογραμμίσει την ανάγκη εξισορρόπησης μεταξύ του σεβασμού των απόψεων του παιδιού και της προστασίας του από τις επιπτώσεις των συγκρούσεων μεταξύ των γονέων του. Αυτή η ισορροπία φαίνεται να αποτελεί διαρκή πρόκληση για τα δικαστήρια που εφαρμόζουν τη Σύμβαση της Χάγης.
Η απόφαση εγείρει ορισμένα ζητήματα που αξίζουν κριτικής θεώρησης.
Πρώτον, το Δικαστήριο φαίνεται να αποδέχεται αδιαμαρτύρητα την εφαρμογή της εξαίρεσης του άρθρου 13 § 1 (β) σε περιπτώσεις όπου ο «σοβαρός κίνδυνος ψυχολογικής βλάβης» συνάγεται κυρίως από τη δυσαρέσκεια του παιδιού και την απροθυμία του συμμετέχοντος γονέα να επιστρέψει. Αυτή η προσέγγιση ενέχει τον κίνδυνο να υπονομεύσει τον σκοπό της Σύμβασης της Χάγης, η οποία αποσκοπεί ακριβώς στην αποτροπή τέτοιων μονομερών ενεργειών.
Όπως έχει επισημανθεί στην απόφαση Re E (Children) [2011] UKSC 27 του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ηνωμένου Βασιλείου (διαθέσιμη στο: http://www.bailii.org/uk/cases/UKSC/2011/27.html και σχολιασμός στο UK Supreme Court Blog: https://ukscblog.com/case-comment-re-e-2011-uksc-27/), η εξαίρεση δεν πρέπει να καθίσταται «πύλη διαφυγής» για κάθε περίπτωση όπου το παιδί έχει προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον. Το Ανώτατο αυτό Δικαστήριο τόνισε ότι ο «σοβαρός κίνδυνος» πρέπει να ερμηνεύεται στενά και ότι δεν μπορεί να συνάγεται απλώς από τη δυσφορία του παιδιού για την επιστροφή ή την απροθυμία του κατακρατούντος γονέα να συνοδεύσει το παιδί.
Δεύτερον, η δυσαναλογία μεταξύ της χρηματικής ικανοποίησης που επιδικάστηκε (2.000 ευρώ για ηθική βλάβη) και της σοβαρότητας της παραβίασης είναι αξιοσημείωτη, αλλά όχι πρωτοφανής για το ΕΔΔΑ. Ο προσφεύγων στερήθηκε ουσιαστικά την οικογενειακή ζωή με την κόρη του για παρατεταμένο χρονικό διάστημα λόγω της αδράνειας των εθνικών αρχών, και το επιδικασθέν αυτό ποσό δύσκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι αποκαθιστά τη ζημία που υπέστη.
Τρίτον, η απόφαση δεν εξετάζει επαρκώς τη δυναμική που δημιουργείται όταν οι καθυστερήσεις στις διαδικασίες επιτρέπουν την εδραίωση του παιδιού στη χώρα κατακράτησης. Ενώ το Δικαστήριο διαπιστώνει παραβίαση λόγω της διάρκειας, δεν λαμβάνει υπόψη ότι αυτή ακριβώς η καθυστέρηση μπορεί να συνέβαλε στη δημιουργία των προϋποθέσεων για την εφαρμογή της εξαίρεσης του άρθρου 13.
Τέλος, αξίζει να επισημανθεί ότι η Ελλάδα έχει επανειλημμένα καταδικαστεί για υπερβολική διάρκεια δικαστικών διαδικασιών, γεγονός που καταδεικνύει συστημική ανεπάρκεια. Η πιλοτική απόφαση στην υπόθεση Μιχελουδάκης κατά Ελλάδας της 3ης Απριλίου 2012 (προσφ. αριθ. 54447/10) αλλά και σωρεία άλλων καταδικαστικών αποφάσεων καταδεικνύουν ότι το ΕΔΔΑ έχει εντοπίσει δομικά προβλήματα στο ελληνικό δικαστικό σύστημα σχετικά με τη διάρκεια των διαδικασιών και την έλλειψη αποτελεσματικής ένδικης προστασίας. Η απόφαση Μακρής προστίθεται σε αυτή τη μακρά σειρά καταδικών χωρίς να φαίνεται να επέρχεται ουσιαστική βελτίωση στην απονομή της δικαιοσύνης, παρά τη θέσπιση του Ν. 4239/2014 που εισήγαγε ένα απολύτως αποτυχημένο αποζημιωτικό ένδικο βοήθημα για υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης.
