Η απόφαση στηρίχθηκε στην αρχή του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα, το οποίο προβλέπει ότι η άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος πρέπει να γίνεται με καλή πίστη και χωρίς να παραβιάζονται οι αρχές των χρηστών ηθών.
Μια σημαντική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Αριθμός Απόφασης 3993/2025) έρχεται να αναδείξει τη σημασία της προστασίας των δικαιωμάτων του νομέα σε περιπτώσεις αναγκαστικής εκτέλεσης.
Το Δικαστήριο ακύρωσε σειρά πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης κατά ακινήτου, κρίνοντας ότι η εκτέλεση αυτή πραγματοποιήθηκε καταχρηστικά και σε βάρος των αρχών της καλής πίστης και των χρηστών ηθών, προφυλάσσοντας τα δικαιώματα της ανακόπτουσας, η οποία ασκούσε τη νομή του ακινήτου για πάνω από 15 χρόνια.
Η ανακοπή αφορούσε το δικαίωμα τρίτου κατά αναγκαστικής εκτέλεσης που επισπεύδεται για την ικανοποίηση απαίτησης. Στην προκειμένη περίπτωση, η ανακόπτουσα είχε αποκτήσει τη νομή ενός ακινήτου, το οποίο αγόρασε με συμβόλαιο αγοραπωλησίας το 2009, καταβάλλοντας το πλήρες τίμημα. Παρά τη μη μεταγραφή του συμβολαίου, η ανακόπτουσα εγκαταστάθηκε στο ακίνητο και άσκησε πράξεις νομής, όπως η καταβολή φόρων, δαπανών συντήρησης και κοινόχρηστων, ενώ οι πρώην ιδιοκτήτες του ακινήτου δεν διαμαρτυρήθηκαν.
Η αναγκαστική εκτέλεση εις βάρος του ακινήτου ξεκίνησε το 2023 με την έκδοση της υπ’ αριθ. 09-11-2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης και συνέχισε με τον πλειστηριασμό του ακινήτου στις 19 Ιουνίου 2024. Η εκτέλεση επισπεύσθηκε από την 1η των καθ’ ων (εταιρεία ειδικού σκοπού), η οποία επικαλέστηκε το δικαίωμα κυριότητας του ακινήτου, επικυρώνοντας τη διαδικασία εκτέλεσης σύμφωνα με την υπ’ αριθ. 2011 διαταγή πληρωμής, που είχε εκδοθεί εις βάρος της 2ης των καθ’ ων (παλαιάς ιδιοκτήτριας).
Η ανακόπτουσα, ωστόσο, προσέβαλε τη διαδικασία εκτέλεσης επικαλούμενη την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος αναγκαστικής εκτέλεσης, καθώς αυτή είχε ήδη εγκατασταθεί και ασκούσε πράξεις νομής στο εν λόγω ακίνητο για πάνω από 15 χρόνια, ενόσω η πωλήτρια (2η των καθ’ ων) δεν είχε προχωρήσει σε καμία ενέργεια για την αποκατάσταση της κυριότητας της και δεν διαμαρτυρήθηκε για την κατάληψη του ακινήτου από την ανακόπτουσα.
Η ανακόπτουσα, σύμφωνα με το σκεπτικό της, υποστήριξε ότι το δικαίωμα κυριότητας της 2ης καθ’ ης η εκτέλεση, που επικαλέστηκε η 1η των καθ’ ων, είχε αποδυναμωθεί λόγω της μακροχρόνιας νομής της, και η εκτέλεση έπρεπε να θεωρηθεί άκυρη, καθώς η άσκησή της αποτελούσε καταχρηστική πράξη.
Το Δικαστήριο, εξετάζοντας τα δεδομένα της υπόθεσης, έκρινε ότι η αναγκαστική εκτέλεση ήταν καταχρηστική και ως εκ τούτου ακύρωσε τις σχετικές πράξεις. Η απόφαση στηρίχθηκε στην αρχή του άρθρου 281 του Αστικού Κώδικα, το οποίο προβλέπει ότι η άσκηση οποιουδήποτε δικαιώματος πρέπει να γίνεται με καλή πίστη και χωρίς να παραβιάζονται οι αρχές των χρηστών ηθών. Η εκτέλεση, με βάση το δικαίωμα κυριότητας της 2ης των καθ’ ων, κρίθηκε ως ασκούμενη καταχρηστικά, δεδομένου ότι η ανακόπτουσα είχε νομήσει το ακίνητο για πάνω από 15 χρόνια και η κυριότητα του ακινήτου είχε αποδυναμωθεί εξαιτίας της νομής αυτής.
Το Δικαστήριο επεσήμανε ότι η εκτέλεση, η οποία στηρίζεται σε τίτλο που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της νομής, ακυρώνεται ως καταχρηστική, καθώς η ανακόπτουσα, που είχε ασκήσει όλες τις ενέργειες νομής και είχε δημιουργήσει προσδοκίες καλής πίστης, επηρεάστηκε αρνητικά από την επίσπευση της εκτέλεσης χωρίς να ληφθούν υπόψη τα δικαιώματά της.
