ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Πρώτο Τμήμα)
9 Οκτωβρίου 2025 ( * )
(Προδικαστική παραπομπή – Αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Άρθρο 4α(1) – Διαδικασία παράδοσης μεταξύ κρατών μελών – Ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως – Προϋποθέσεις εκτέλεσης – Λόγοι προαιρετικής μη εκτέλεσης – Υποχρεωτική εκτέλεση – Εξαιρέσεις – Έννοια της «δίκης που οδηγεί στην έκδοση της απόφασης» – Επιπλέον ποινή αστυνομικής επιτήρησης – Παραβίαση των όρων που επιβλήθηκαν σε σχέση με την εν λόγω επιτήρηση – Απόφαση μετατροπής της αστυνομικής επιτήρησης σε ποινή στερητική της ελευθερίας – Ποινή που επιβλήθηκε ερήμην)
Στην υπόθεση C‑798/23 [Abbottly], ( i )
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Ανώτατο Δικαστήριο (Ιρλανδία) με απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 21 Δεκεμβρίου 2023, στο πλαίσιο διαδικασίας σχετικά με την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε σε σχέση με
Σ.Χ.,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Πρώτο Τμήμα),
συγκείμενο από τους F. Biltgen (εισηγητή), πρόεδρο τμήματος, T. von Danwitz, αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του πρώτου τμήματος, I. Ziemele, A. Kumin και S. Gervasoni, δικαστές,
Γενικός Εισαγγελέας: J. Richard de la Tour,
Γραμματέας: R. Stefanova-Kamisheva, Διαχειριστής,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της ακροαματικής διαδικασίας της 9ης Ιανουαρίου 2025,
αφού έλαβε υπόψη τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν εκ μέρους:
– ο Υπουργός Δικαιοσύνης, εκπροσωπούμενος από την M. Browne, Chief State Solicitor, τους A. Burke, A. Joyce και C. McMahon, επικουρούμενους από τους G. Gibbons, Senior Counsel, και D. Perry, Barrister-at-Law,
– SH, εκπροσωπούμενοι από τους R. Barron, ανώτερο σύμβουλο, S. O’Mahony, δικηγόρο, και B. Storan, δικηγόρο,
– η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Chicu και E. Gane,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους H. Leupold και J. Vondung,
αφού άκουσε τις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα κατά τη συνεδρίαση της 10ης Απριλίου 2025,
δίνει τα εξής
Κρίση
1 Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002 L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009 L 81, σ. 24) («Απόφαση-πλαίσιο 2002/584»).
2 Το αίτημα υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαδικασίας που αφορά την εκτέλεση, στην Ιρλανδία, ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε κατά του SH με σκοπό την εκτέλεση, στη Λετονία, ποινής στερητικής της ελευθερίας.
Νομικό πλαίσιο
Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Απόφαση-Πλαίσιο 2002/584
3 Το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, με τίτλο «Ορισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και υποχρέωση εκτέλεσής του», ορίζει τα εξής:
«1. Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση που εκδίδεται από κράτος μέλος με σκοπό τη σύλληψη και την παράδοση από άλλο κράτος μέλος ενός καταζητούμενου, με σκοπό την άσκηση ποινικής δίωξης ή την εκτέλεση ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητική της ελευθερίας.»
2. Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου.
3. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 [ΣΕΕ].
4 Το άρθρο 4α της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, με τίτλο «Αποφάσεις που εκδίδονται μετά από δίκη στην οποία το πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως», έχει ως εξής:
«1. Η δικαστική αρχή εκτέλεσης μπορεί επίσης να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης που εκδόθηκε για τον σκοπό της εκτέλεσης στερητικής της ελευθερίας ποινής ή μέτρου κράτησης, εάν το πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης ορίζει ότι το πρόσωπο, σύμφωνα με περαιτέρω διαδικαστικές απαιτήσεις που ορίζονται στο εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης:
(α) σε εύθετο χρόνο:
(i) είτε κλητεύτηκε αυτοπροσώπως και ενημερώθηκε για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τόπο της δίκης που οδήγησε στην απόφαση, είτε με άλλα μέσα έλαβε πράγματι επίσημες πληροφορίες για την προγραμματισμένη ημερομηνία και τόπο της δίκης κατά τρόπο ώστε να διαπιστώνεται με σαφήνεια ότι γνώριζε την προγραμματισμένη δίκη·
και
(ii) ενημερώθηκε ότι μπορεί να εκδοθεί απόφαση εάν δεν εμφανιστεί στη δίκη·
ή
(β) γνωρίζοντας την προγραμματισμένη δίκη, είχε δώσει εντολή σε δικηγόρο, ο οποίος είτε διορίστηκε από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο είτε από το Κράτος, να τον/την υπερασπιστεί στη δίκη, και πράγματι υπερασπίστηκε τον εν λόγω δικηγόρο στη δίκη·
ή
(γ) αφού του επιδόθηκε η απόφαση και ενημερώθηκε ρητά για το δικαίωμα επανάληψης της δίκης ή άσκησης έφεσης, στην οποία το πρόσωπο έχει δικαίωμα συμμετοχής και η οποία επιτρέπει την επανεξέταση της ουσίας της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων νέων αποδεικτικών στοιχείων, και η οποία μπορεί να οδηγήσει στην ανατροπή της αρχικής απόφασης:
(i) δήλωσε ρητά ότι δεν αμφισβητεί την απόφαση·
ή
(ii) δεν ζήτησε επανάληψη της δίκης ή άσκησε έφεση εντός της ισχύουσας προθεσμίας·
ή
(δ) δεν του κοινοποιήθηκε προσωπικά η απόφαση, αλλά:
(i) θα του επιδοθεί αυτοπροσώπως χωρίς καθυστέρηση μετά την παράδοση και θα ενημερωθεί ρητά για το δικαίωμά του/της σε επανάληψη της δίκης ή άσκηση έφεσης, στην οποία το πρόσωπο έχει δικαίωμα συμμετοχής και η οποία επιτρέπει την επανεξέταση της ουσίας της υπόθεσης, συμπεριλαμβανομένων νέων αποδεικτικών στοιχείων, και η οποία μπορεί να οδηγήσει στην ανατροπή της αρχικής απόφασης·
και
(ii) θα ενημερωθεί για την προθεσμία εντός της οποίας έχει τη δυνατότητα να ζητήσει επανάληψη της δίκης ή άσκηση έφεσης, όπως αναφέρεται στο σχετικό ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.
2. Σε περίπτωση που το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδίδεται με σκοπό την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικής της ελευθερίας σύμφωνα με τους όρους της παραγράφου 1 στοιχείο δ) και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν έχει προηγουμένως λάβει καμία επίσημη ενημέρωση σχετικά με την ύπαρξη ποινικής διαδικασίας εναντίον του, μπορεί, όταν ενημερώνεται για το περιεχόμενο του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, να ζητήσει να λάβει αντίγραφο της απόφασης πριν από την παράδοσή του. Αμέσως μετά την ενημέρωση για το αίτημα, η αρχή έκδοσης παρέχει το αντίγραφο της απόφασης μέσω της αρχής εκτέλεσης στο καταζητούμενο πρόσωπο. Το αίτημα του καταζητούμενου προσώπου δεν καθυστερεί ούτε τη διαδικασία παράδοσης ούτε την απόφαση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Η παροχή της απόφασης στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο έχει μόνο ενημερωτικό χαρακτήρα· δεν θεωρείται επίσημη επίδοση της απόφασης ούτε ενεργοποιεί τυχόν προθεσμίες που ισχύουν για την αίτηση επανάληψης της δίκης ή έφεσης.
3. Σε περίπτωση που ένα πρόσωπο παραδοθεί σύμφωνα με τους όρους της παραγράφου (1)(δ) και έχει ζητήσει εκ νέου δίκη ή έφεση, η κράτηση του εν λόγω προσώπου εν αναμονή της εν λόγω εκ νέου δίκης ή έφεσης επανεξετάζεται, μέχρι την ολοκλήρωση των διαδικασιών αυτών, σύμφωνα με το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης, είτε σε τακτική βάση είτε κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου προσώπου. Η εν λόγω επανεξέταση περιλαμβάνει ιδίως τη δυνατότητα αναστολής ή διακοπής της κράτησης. Η εκ νέου δίκη ή η έφεση αρχίζει εντός εύλογου χρόνου μετά την παράδοση.
5 Το άρθρο 27 της απόφασης-πλαισίου 2002/584, με τίτλο «Πιθανή δίωξη για άλλα αδικήματα», ορίζει τα εξής:
«1. Κάθε κράτος μέλος μπορεί να γνωστοποιήσει στη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου ότι, στις σχέσεις του με άλλα κράτη μέλη που έχουν δώσει την ίδια γνωστοποίηση, τεκμαίρεται ότι έχει δοθεί συναίνεση για τη δίωξη, την επιβολή ποινής ή την κράτηση με σκοπό την εκτέλεση στερητικής της ελευθερίας ποινής ή μέτρου ασφαλείας για αδίκημα που διαπράχθηκε πριν από την παράδοσή του, διαφορετικό από εκείνο για το οποίο παραδόθηκε, εκτός εάν σε συγκεκριμένη περίπτωση η δικαστική αρχή εκτέλεσης ορίσει διαφορετικά στην απόφασή της περί παράδοσης.»
2. Με εξαίρεση τις περιπτώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 3, ένα πρόσωπο που παραδόθηκε δεν μπορεί να διωχθεί, να καταδικαστεί ή να στερηθεί με άλλο τρόπο την ελευθερία του για αδίκημα που διαπράχθηκε πριν από την παράδοσή του, διαφορετικό από εκείνο για το οποίο παραδόθηκε.
3. Η παράγραφος 2 δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) όταν το πρόσωπο, έχοντας την ευκαιρία να εγκαταλείψει το έδαφος του κράτους μέλους στο οποίο παραδόθηκε, δεν το έπραξε εντός 45 ημερών από την οριστική του απαλλαγή ή επέστρεψε στο εν λόγω έδαφος αφού το εγκατέλειψε·
(β) το αδίκημα δεν τιμωρείται με στερητική της ελευθερίας ποινή ή μέτρο κράτησης·
(γ) η ποινική διαδικασία δεν οδηγεί στην εφαρμογή μέτρου που περιορίζει την προσωπική ελευθερία·
(δ) όταν το πρόσωπο θα μπορούσε να υποστεί ποινή ή μέτρο που δεν συνεπάγεται στέρηση της ελευθερίας, ιδίως χρηματική ποινή ή μέτρο που υποκαθιστά αυτήν, ακόμη και αν η ποινή ή το μέτρο ενδέχεται να οδηγήσει σε περιορισμό της προσωπικής του ελευθερίας·
(ε) όταν το πρόσωπο συναίνεσε στην παράδοσή του, όπου κρίνεται σκόπιμο, ταυτόχρονα με την παραίτησή του από τον κανόνα της ειδικότητας, σύμφωνα με το άρθρο 13·
(στ) όταν το πρόσωπο, μετά την παράδοσή του/της, έχει παραιτηθεί ρητά από το δικαίωμα στον κανόνα της ειδικότητας όσον αφορά συγκεκριμένα αδικήματα που προηγούνται της παράδοσής του/της. Η παραίτηση δίδεται ενώπιον των αρμόδιων δικαστικών αρχών του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος και καταγράφεται σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο του εν λόγω κράτους. Η παραίτηση συντάσσεται κατά τρόπο ώστε να καθίσταται σαφές ότι το πρόσωπο την έχει δώσει οικειοθελώς και με πλήρη επίγνωση των συνεπειών. Για τον σκοπό αυτό, το πρόσωπο έχει το δικαίωμα σε δικηγόρο·
(ζ) όταν η δικαστική αρχή εκτέλεσης που παρέδωσε το πρόσωπο δώσει τη συγκατάθεσή της σύμφωνα με την παράγραφο 4.
4. Υποβάλλεται αίτηση συγκατάθεσης στην δικαστική αρχή εκτέλεσης, συνοδευόμενη από τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 8 παράγραφος 1 και μετάφραση όπως αναφέρεται στο άρθρο 8 παράγραφος 2. Η συγκατάθεση παρέχεται όταν το αδίκημα για το οποίο ζητείται υπόκειται το ίδιο σε παράδοση σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαισίου. Η συγκατάθεση απορρίπτεται για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 και, σε αντίθετη περίπτωση, μπορεί να απορριφθεί μόνο για τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 4. Η απόφαση λαμβάνεται το αργότερο 30 ημέρες μετά την παραλαβή της αίτησης.
Για τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 5, το κράτος μέλος έκδοσης πρέπει να παρέχει τις εγγυήσεις που προβλέπονται σε αυτό.
Απόφαση-Πλαίσιο 2009/299
6 Η απόφαση-πλαίσιο 2009/299 τροποποίησε την απόφαση-πλαίσιο 2002/584 ειδικά όσον αφορά τα άτομα των οποίων η παράδοση ζητήθηκε ως αποτέλεσμα καταδίκης που εκδόθηκε μετά από δίκη ερήμην .
7 Το άρθρο 1 της αποφάσεως-πλαισίου 2009/299, με τίτλο «Στόχοι και πεδίο εφαρμογής», έχει ως εξής:
«1. Οι στόχοι της παρούσας απόφασης-πλαισίου είναι η ενίσχυση των δικονομικών δικαιωμάτων των προσώπων που υπόκεινται σε ποινικές διαδικασίες, η διευκόλυνση της δικαστικής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις και, ιδίως, η βελτίωση της αμοιβαίας αναγνώρισης των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών.»
2. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της Συνθήκης, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος υπεράσπισης των προσώπων που υπόκεινται σε ποινικές διαδικασίες, και τυχόν υποχρεώσεις που βαρύνουν τις δικαστικές αρχές σχετικά παραμένουν ανεπηρέαστες.
3. Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο θεσπίζει κοινούς κανόνες για την αναγνώριση και/ή την εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων σε ένα κράτος μέλος (το κράτος μέλος εκτέλεσης) που εκδίδονται από άλλο κράτος μέλος (το κράτος μέλος έκδοσης) μετά από διαδικασίες στις οποίες το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν ήταν παρόν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5 παράγραφος 1 της απόφασης-πλαισίου [2002/584] …».
Ιρλανδικό δίκαιο
8 Το άρθρο 4α της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 μεταφέρθηκε στο ιρλανδικό δίκαιο με το άρθρο 45 του νόμου περί ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης του 2003. Το άρθρο 45 του νόμου αυτού, όπως ίσχυε στην κύρια δίκη, ορίζει τα εξής:
«Δεν παραδίδεται πρόσωπο βάσει του παρόντος νόμου εάν δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη διαδικασία που οδήγησε στην επιβολή της ποινής ή του εντάλματος κράτησης για το οποίο εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης […], εκτός εάν […] το ένταλμα αναφέρει τα στοιχεία που απαιτούνται από τα σημεία 2, 3 και 4 του στοιχείου δ) του εντύπου του εντάλματος στο Παράρτημα της [Απόφασης-Πλαισίου 2002/584] […] όπως ορίζεται στον πίνακα του παρόντος άρθρου.»
9 Ο πίνακας του άρθρου 45 του νόμου περί ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (ΕΕΣ) ορίζει, σε τέσσερα αριθμημένα σημεία, τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4α της απόφασης-πλαισίου 2002/584, βάσει των οποίων ένα πρόσωπο που δικάζεται ερήμην μπορεί να παραδοθεί. Τα ιρλανδικά δικαστήρια έχουν δηλώσει ότι το άρθρο 45 του νόμου περί ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (ΕΕΣ) αποτελεί εκτελεστικό μέτρο του δικαίου της ΕΕ, το οποίο πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο συμβατό με την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο. Για τον λόγο αυτό, ενώ το άρθρο 45 του νόμου περί ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αναφέρεται στη «διαδικασία που οδηγεί στην επιβολή της ποινής ή του μέτρου κράτησης», ο όρος αυτός εξομοιώνεται στο ιρλανδικό δίκαιο με τον όρο «η δίκη που οδηγεί στην απόφαση», όπως χρησιμοποιείται στην απόφαση-πλαίσιο.
Λετονικό δίκαιο
10 Το άρθρο 45 του Krimināllikums (Ποινικού Κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο που ίσχυε κατά την υπόθεση της κύριας δίκης (στο εξής: Λετονικός Ποινικός Κώδικας), με τίτλο «Αστυνομική εποπτεία», όριζε τα εξής:
«(1) Η αστυνομική επιτήρηση είναι μια πρόσθετη ποινή την οποία ένα δικαστήριο μπορεί να επιβάλει ως αναγκαστικό μέτρο, προκειμένου να επιβλέπει τη συμπεριφορά ενός ατόμου που αποφυλακίζεται από χώρο στέρησης της ελευθερίας και να το υποβάλλει στους περιορισμούς που ορίζει το αστυνομικό όργανο. Όταν σε ένα άτομο χορηγείται πρόωρη υπό όρους απόλυση, η εκτέλεση της πρόσθετης ποινής – αστυνομική επιτήρηση – αρχίζει μόλις η επιτήρηση του εν λόγω ατόμου μετά τη λήξη της υπό όρους πρόωρης απόλυσής του.»
(2) Η ποινή της αστυνομικής επιτήρησης επιβάλλεται μόνο κατά την επιβολή ποινής φυλάκισης, στις περιπτώσεις που ορίζονται στο ειδικό μέρος του παρόντος Κώδικα, για διάρκεια όχι μικρότερη του ενός έτους και όχι μεγαλύτερη των τριών ετών.
(3) Το δικαστήριο δύναται να μειώσει τη διάρκεια της αστυνομικής εποπτείας ή να την ανακαλέσει, κατόπιν αιτήματος του διοικητικού συμβουλίου του σωφρονιστικού ιδρύματος ή του αστυνομικού ιδρύματος.
(4) Εάν καταδικασθείς, κατά την έκτιση πρόσθετης ποινής, διαπράξει περαιτέρω ποινικό αδίκημα, το δικαστήριο αντικαθιστά την μη εκτιθείσα διάρκεια της πρόσθετης ποινής με στερητική της ελευθερίας ποινή και επιβάλλει την τελική ποινή σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 51 και 52 του παρόντος Κώδικα.
(5) Εάν ένα άτομο που έχει τεθεί υπό αστυνομική επιτήρηση δυνάμει δικαστικής απόφασης παραβιάσει τους όρους που διέπουν το εν λόγω μέτρο τοποθέτησης κακόπιστα, το δικαστήριο μπορεί, κατόπιν αιτήματος του αστυνομικού οργάνου, να αντικαταστήσει την μη εκτιθείσα ποινή της συμπληρωματικής ποινής με στερητική της ελευθερίας ποινή, σύμφωνα με την οποία δύο ημέρες αστυνομικής επιτήρησης θα υπολογίζονται ως μία ημέρα στέρησης της ελευθερίας.
(6) Η παραβίαση των όρων που διέπουν την τοποθέτηση υπό αστυνομική επιτήρηση διαπράττεται κακόπιστα εάν το εν λόγω πρόσωπο έχει αποτελέσει αντικείμενο δύο διοικητικών αποφάσεων που το/την διαπιστώνουν ότι έχει διαπράξει τέτοια παραβίαση κατά τη διάρκεια ενός έτους.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
11 Το 2014, ο SH καταδικάστηκε για δύο ποινικά αδικήματα. Η μία από αυτές τις καταδίκες εκδόθηκε από το Valmieras rajona tiesa (Πρωτοδικείο Βαλμιέρα, Λετονία) και η άλλη από το Jēkabpils rajona tiesa (Πρωτοδικείο Γέκαμππιλς, Λετονία). Στις 27 Οκτωβρίου 2015, οι ποινές που επισυνάπτονταν στις εν λόγω καταδίκες συνενώθηκαν σε μία ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών και εννέα μηνών, συνοδευόμενη από πρόσθετη ποινή αστυνομικής επιτήρησης για περίοδο τριών ετών. Σύμφωνα με το λετονικό ποινικό δίκαιο, η πρόσθετη αυτή ποινή θα άρχιζε να εκτίεται μόλις ο SH θα είχε εκτίσει την ποινή φυλάκισης.
12 Ο SH δεν συμμορφώθηκε με την υποχρέωση που του επιβλήθηκε σε σχέση με την θέσπισή του υπό αστυνομική επιτήρηση, να παρουσιαστεί σε αστυνομικό τμήμα εντός τριών εργάσιμων ημερών από την αποφυλάκισή του, παρά το γεγονός ότι είχε ενημερωθεί εκ των προτέρων ότι η μη εμφάνισή του θα μπορούσε να οδηγήσει σε διοικητική κύρωση. Ως εκ τούτου, ο SH κρίθηκε ένοχος για διάπραξη διοικητικού αδικήματος από το Zemgales rajona tiesa (Περιφερειακό Δικαστήριο Zemgale, Λετονία), στις 11 και 27 Μαΐου 2020 και, ως εκ τούτου, διατάχθηκε να καταβάλει δύο πρόστιμα.
13 Όταν, κατά τη διάρκεια ενός έτους, διαπιστώνεται δύο φορές ότι ένα πρόσωπο δεν έχει συμμορφωθεί με τους όρους που διέπουν την αστυνομική εποπτεία, το λεττονικό ποινικό δίκαιο προβλέπει τη δυνατότητα για το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο να μετατρέψει την πρόσθετη ποινή αστυνομικής εποπτείας σε ποινή φυλάκισης για ορισμένο χρονικό διάστημα βάσει σταθερής αναλογίας, δηλαδή φυλάκισης μίας ημέρας για κάθε δύο ημέρες της μη εκτιθείσας περιόδου αστυνομικής εποπτείας.
14 Τον Ιούνιο του 2020, το αρμόδιο αστυνομικό τμήμα της Λετονίας υπέβαλε αίτηση στο Zemgales rajona tiesa (Πρωτοδικείο Zemgale) για τη μετατροπή της υπόλοιπης ποινής αστυνομικής επιτήρησης του SH σε ποινή φυλάκισης.
15 Στις 25 Ιουνίου 2020, δικαστική κλήτευση με την οποία ζητήθηκε η εμφάνιση του SH απεστάλη με συστημένη επιστολή στον επίσημο τόπο κατοικίας του στη Λετονία, αλλά δεν κατέστη δυνατή η επίδοση ή κοινοποίηση. Η κλήτευση επιστράφηκε στις 31 Ιουλίου 2020.
16 Στις 19 Αυγούστου 2020, πραγματοποιήθηκε ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Zemgales rajona tiesa (Πρωτοδικείου Zemgale) απουσία του SH. Την ίδια ημέρα, το δικαστήριο αυτό εξέδωσε απόφαση (στο εξής: επίδικη απόφαση) με την οποία διέταξε τη μετατροπή της μη εκτιθείσας ποινής αστυνομικής επιτήρησης του SH, δηλαδή δύο ετών και δύο ημερών, σε φυλάκιση ενός έτους και μιας ημέρας. Η απόφαση αυτή, η οποία κοινοποιήθηκε στον SH αλλά επιστράφηκε ακάλυπτη, δεν προσβλήθηκε κατόπιν έφεσης από τον SH.
17 Στις 26 Φεβρουαρίου 2021, το Zemgales rajona tiesa (πρωτοδικείο Zemgale) εξέδωσε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως (στο εξής: επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως) κατά του SH, με σκοπό την εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής που του επιβλήθηκε στις 19 Αυγούστου 2020.
18 Με απόφαση της 27ης Ιουλίου 2022, το Ανώτατο Δικαστήριο (Ιρλανδία) απέρριψε την αίτηση του Υπουργού Δικαιοσύνης και Ισότητας (Ιρλανδία) για την παράδοση του SH στη Δημοκρατία της Λετονίας βάσει του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, βάσει της διάταξης που μεταφέρει το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου 2002/584 στο ιρλανδικό δίκαιο.
19 Το Εφετείο (Ιρλανδία) απέρριψε την έφεση που άσκησε κατά της εν λόγω αποφάσεως ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Ισότητας, ο οποίος στη συνέχεια άσκησε κατ’ εξαίρεση έφεση ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Ιρλανδία), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο.
20 Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει ότι από το άρθρο 1, παράγραφος 2, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 προκύπτει ότι η εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως αποτελεί τον κανόνα, ενώ η άρνηση εκτελέσεως αποτελεί εξαίρεση που πρέπει να ερμηνεύεται στενά.
21 Θεωρεί ότι η επίμαχη απόφαση είναι παρόμοια με την ανάκληση αναστολής ποινής η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Πράγματι, το Δικαστήριο έκρινε, στη σκέψη 77 της απόφασής του της 22ας Δεκεμβρίου 2017, Ardic (C‑571/17 PPU, EU:C:2017:1026), ότι η έννοια της «απόφασης», κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, δεν καλύπτει απόφαση σχετικά με την εκτέλεση ή την εφαρμογή προηγουμένως επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής, όπως η ανάκληση της αναστολής εκτέλεσης, εκτός εάν ο σκοπός ή το αποτέλεσμα της εν λόγω αποφάσεως είναι η τροποποίηση είτε της φύσης είτε του ποσού της εν λόγω ποινής και η αρχή που την εξέδωσε διέθετε κάποια διακριτική ευχέρεια συναφώς.
22 Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι, εν προκειμένω, η περίοδος της αστυνομικής επιτήρησης άρχισε από τη στιγμή που ο SH είχε εκτίσει την ποινή φυλάκισης που του είχε επιβληθεί. Δεν ελήφθη καμία νέα δικαστική απόφαση που να τροποποιεί τη φύση και το ύψος της προηγουμένως επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής, δεδομένου ότι, σε περίπτωση παραβίασης των όρων που διέπουν την αστυνομική επιτήρηση, η διάρκεια της στέρησης της ελευθερίας που μπορεί να επιβληθεί καθορίζεται με αριθμητικό υπολογισμό που προβλέπεται από το λετονικό δίκαιο. Συνεπώς, εναπόκειται αποκλειστικά στο Zemgales rajona tiesa (Πρωτοδικείο Zemgale) να αποφασίσει εάν θα επιβάλει ή όχι πρόσθετη στερητική της ελευθερίας ποινή, η διάρκεια της οποίας καθορίζεται εκ του νόμου. Για τον λόγο αυτό, το αιτούν δικαστήριο έκρινε προσωρινά ότι η παράδοση του SH δεν έπρεπε να απορριφθεί, δεδομένου ότι η ποινή που του επιβλήθηκε στις 19 Αυγούστου 2020 δεν ισοδυναμούσε, κατά την άποψη του εν λόγω δικαστηρίου, με νέα ποινή και δεν τροποποίησε ούτε τη φύση ούτε το ύψος της προηγουμένως επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής.
23 Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει, ωστόσο, την ανησυχία του για το γεγονός ότι, παρόλο που η προοπτική περαιτέρω ποινής φυλάκισης ήταν εγγενής στις ποινές που επιβλήθηκαν προηγουμένως στον SH και ομαδοποιήθηκαν στις 27 Οκτωβρίου 2015, η ποινή που επιβλήθηκε στις 19 Αυγούστου 2020 δεν απαιτούσε απλώς από τον SH να εκτίσει, εν μέρει ή πλήρως, τις φυλάκισης που είχαν αρχικά επιβληθεί.
24 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«(1) Όταν ζητείται η παράδοση του εκζητούμενου προσώπου με σκοπό την έκτιση στερητικής της ελευθερίας ποινής που του επιβλήθηκε ως αποτέλεσμα παραβίασης των όρων [επιπλέον] ποινής αστυνομικής εποπτείας που του είχε επιβληθεί προηγουμένως, υπό τις συνθήκες που το δικαστήριο που επέβαλε την εν λόγω στερητική της ελευθερίας ποινή είχε διακριτική ευχέρεια ως προς την επιβολή στερητικής της ελευθερίας ποινής (αν και δεν είχε διακριτική ευχέρεια ως προς τη διάρκεια της ποινής σε περίπτωση επιβολής), αποτελούν οι διαδικασίες που οδηγούν στην επιβολή της εν λόγω στερητικής της ελευθερίας ποινής μέρος της «δίκης που καταλήγει στην απόφαση» για τους σκοπούς του άρθρου 4α(1) της [Απόφασης-Πλαισίου 2002/584];»
(2) Ήταν η απόφαση μετατροπής της [επιπλέον] ποινής αστυνομικής επιτήρησης σε ποινή στερητική της ελευθερίας, υπό τις περιστάσεις που αναφέρονται στο (1) ανωτέρω, απόφαση που είχε ως σκοπό ή αποτέλεσμα την τροποποίηση της φύσης και/ή του ύψους της ποινής που είχε επιβληθεί προηγουμένως στον εκζητούμενο και, ειδικότερα, της [επιπλέον] ποινής αστυνομικής επιτήρησης που αποτελούσε μέρος της προηγούμενης ποινής του, τέτοια ώστε να εμπίπτει στην εξαίρεση που αναφέρεται στην [παράγραφο] 77 της [απόφασης της 22ας Δεκεμβρίου 2017, Ardic (C‑571/17 PPU, EU:C:2017:1026)];
Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
25 Κατόπιν της ενημέρωσης της Γραμματείας του Δικαστηρίου από τον δικηγόρο του SH ότι ο πελάτης του βρισκόταν, κατά τον χρόνο της εν λόγω αλληλογραφίας, σε φυλακή στη Λετονία, το Δικαστήριο, με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 26ης Απριλίου 2024, απέστειλε αίτηση παροχής πληροφοριών στο αιτούν δικαστήριο, προκειμένου να κρίνει εάν θα ήταν ακόμη χρήσιμο για το Δικαστήριο να δώσει απάντηση στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.
26 Με απάντηση της 10ης Μαΐου 2024, το αιτούν δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι ο SH βρισκόταν, κατά τον χρόνο εκείνο, σε φυλακή στη Λετονία και ότι είχε παραδοθεί στις λετονικές αρχές δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως της 17ης Φεβρουαρίου 2021. Ωστόσο, δήλωσε ότι, δεδομένου ότι ο SH δεν είχε παραδοθεί δυνάμει του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο οι λετονικές αρχές να εφαρμόσουν τον μηχανισμό συναίνεσης που προβλέπεται στο άρθρο 27 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση της στερητικής της ελευθερίας ποινής που επιβλήθηκε στον SH με την επίμαχη απόφαση, η απάντηση στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως θα εξακολουθούσε να είναι χρήσιμη για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.
Εξέταση των υποβληθέντων ερωτημάτων
27 Με τα δύο ερωτήματά του, τα οποία είναι σκόπιμο να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, αν το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η έννοια της «δίκης που καταλήγει στην έκδοση της απόφασης», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, καλύπτει διαδικασίες στο τέλος των οποίων εθνικό δικαστήριο μπορεί να διατάξει, λόγω παραβίασης των όρων που συνδέονται με ποινή αστυνομικής επιτήρησης που έχει επιβληθεί προηγουμένως στον ενδιαφερόμενο, επιπλέον της στερητικής της ελευθερίας ποινής, τη μετατροπή της μη εκτιθείσας ποινής της συμπληρωματικής αυτής ποινής σε στερητική της ελευθερίας ποινή, σύμφωνα με την οποία δύο ημέρες αστυνομικής επιτήρησης υπολογίζονται ως μία ημέρα στέρησης της ελευθερίας.
28 Προκαταρκτικά, υπενθυμίζεται ότι η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 επιδιώκει, μέσω της θέσπισης ενός απλουστευμένου και αποτελεσματικού συστήματος για την παράδοση προσώπων που έχουν καταδικαστεί ή κατηγορηθεί για παραβάσεις του ποινικού δικαίου, να διευκολύνει και να επιταχύνει τη δικαστική συνεργασία, με σκοπό να συμβάλει στον στόχο που έχει τεθεί να καταστεί η Ευρωπαϊκή Ένωση ένας χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, βασισμένος στο υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης που θα πρέπει να υπάρχει μεταξύ των κρατών μελών σύμφωνα με την αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης (απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, PF (Γενικός Εισαγγελέας της Λιθουανίας) , C-509/18, EU:C:2019:457, σκέψη 36 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
29 Προς τούτο, η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 ορίζει, στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της, τον κανόνα ότι τα κράτη μέλη υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της εν λόγω απόφασης-πλαισίου. Επομένως, εκτός από εξαιρετικές περιστάσεις, οι δικαστικές αρχές εκτέλεσης μπορούν, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, να αρνηθούν την εκτέλεση ενός τέτοιου εντάλματος μόνο στις περιοριστικά απαριθμούμενες περιπτώσεις μη εκτέλεσης που προβλέπονται στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584 και η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως μπορεί να απορριφθεί μόνο σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με μία από τις προϋποθέσεις που απαριθμούνται περιοριστικά σε αυτήν. Συνεπώς, ενώ η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως αποτελεί τον κανόνα, η άρνηση εκτέλεσης αποτελεί εξαίρεση που πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Καταδίκη ερήμην) , C-396/22, EU:C:2023:1029, σκέψη 36 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
30 Ειδικότερα, το άρθρο 4α(1) της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 αποτελεί εξαίρεση από τον κανόνα που υποχρεώνει την δικαστική αρχή εκτέλεσης να παραδώσει τον εκζητούμενο στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος και, ως εκ τούτου, πρέπει να ερμηνεύεται στενά (βλ., συναφώς, απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, Υπουργός Δικαιοσύνης και Ισότητας (Άρση της αναστολής) , C‑514/21 και C‑515/21, EU:C:2023:235, σκέψη 55).
31 Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η δικαστική αρχή εκτέλεσης δικαιούται να αρνηθεί την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως που εκδόθηκε για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικής της ελευθερίας, εάν το πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης, εκτός εάν το ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως αναφέρει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που ορίζονται, αντίστοιχα, στα στοιχεία α) έως δ) της εν λόγω διάταξης (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Generalstaatsanwaltschaft Hamburg , C‑416/20 PPU, EU:C:2020:1042, σκέψη 38 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Συνεπώς, το άρθρο 4α περιορίζει τη δυνατότητα άρνησης εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, απαριθμώντας, με ακριβή και ομοιόμορφο τρόπο, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες δεν μπορεί να απορριφθεί η αναγνώριση και η εκτέλεση απόφασης που εκδόθηκε μετά από δίκη στην οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως (απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, Υπουργός Δικαιοσύνης και Ισότητας (Άρση της αναστολής) , C‑514/21 και C‑515/21, EU:C:2023:235, σκέψη 49 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
32 Σε καθεμία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχεία α) έως δ) της απόφασης-πλαισίου 2002/584, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δεν παραβιάζει το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προσφυγή και σε δίκαιη δίκη ούτε τα δικαιώματα υπεράσπισης του ενδιαφερομένου, όπως κατοχυρώνονται στα άρθρα 47 και 48 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ., μεταξύ άλλων, απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, Υπουργός Δικαιοσύνης και Ισότητας (Άρση της αναστολής) , C‑514/21 και C‑515/21, EU:C:2023:235, σκέψη 73 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
33 Το άρθρο 4α της απόφασης-πλαισίου 2002/584 επιδιώκει επομένως να εγγυηθεί υψηλό επίπεδο προστασίας και να επιτρέψει στην αρχή εκτέλεσης να παραδώσει το εν λόγω πρόσωπο παρά την απουσία του στη δίκη που οδήγησε στην καταδίκη του, σεβόμενο πλήρως τα δικαιώματα υπεράσπισής του (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Generalstaatsanwaltschaft Hamburg , C‑416/20 PPU, EU:C:2020:1042, σκέψη 39 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Πιο συγκεκριμένα, στο άρθρο 1 της απόφασης-πλαισίου 2009/299, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεών της 1 και 15, αναφέρεται ρητά ότι το άρθρο 4α προστέθηκε στην απόφαση-πλαίσιο 2002/584 προκειμένου να προστατευθεί το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εμφανιστεί αυτοπροσώπως στη δίκη, βελτιώνοντας παράλληλα την αμοιβαία αναγνώριση των δικαστικών αποφάσεων μεταξύ των κρατών μελών (απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, Υπουργός Δικαιοσύνης και Ισότητας (Άρση της αναστολής) , C‑514/21 και C‑515/21, EU:C:2023:235, σκέψη 50 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
34 Ωστόσο, πριν από την εξέταση του ζητήματος εάν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχεία α’ έως δ’, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, η δικαστική αρχή εκτέλεσης οφείλει να διαπιστώσει εάν αντιμετωπίζει κατάσταση στην οποία ο εκζητούμενος δεν εμφανίστηκε αυτοπροσώπως στη «δίκη που οδήγησε στην έκδοση της απόφασης», κατά την έννοια του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου.
35 Κατά πάγια νομολογία, η έκφραση «δίκη που καταλήγει στην έκδοση της απόφασης» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 πρέπει να θεωρείται ως αυτοτελής έννοια του δικαίου της Ένωσης και να ερμηνεύεται ομοιόμορφα σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση, ανεξαρτήτως των χαρακτηρισμών που χρησιμοποιούνται στα κράτη μέλη. Η έκφραση αυτή πρέπει να νοηθεί ως αναφερόμενη στη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της δικαστικής απόφασης με την οποία καταδικάστηκε οριστικά το πρόσωπο του οποίου η παράδοση ζητείται σε σχέση με την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης (βλ., συναφώς, απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, Generalstaatsanwaltschaft Berlin (Καταδίκη ερήμην) , C‑396/22, EU:C:2023:1029, σκέψεις 26 και 27 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
36 Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι απόφαση σχετικά με την εκτέλεση ή την εφαρμογή προηγουμένως επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής δεν συνιστά «απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, εκτός εάν επηρεάζει την κρίση περί ενοχής ή εάν ο σκοπός ή το αποτέλεσμά της είναι η τροποποίηση είτε της φύσης είτε του ποσού της εν λόγω ποινής και η αρχή που την εξέδωσε διέθετε κάποια διακριτική ευχέρεια συναφώς (αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2017, Ardic , C‑571/17 PPU, EU:C:2017:1026, σκέψεις 77 και 88, και της 23ης Μαρτίου 2023, Minister for Justice and Equality (Άρση της αναστολής) , C‑514/21 και C‑515/21, EU:C:2023:235, σκέψη 53).
37 Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε ότι απόφαση ανάκλησης της αναστολής ποινής στερητικής της ελευθερίας λόγω παραβίασης από τον ενδιαφερόμενο αντικειμενικής προϋπόθεσης που συνδέεται με την αναστολή αυτή, όπως η τέλεση νέου αδικήματος κατά την περίοδο αναστολής, δεν αποτελεί «απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, δεδομένου ότι αφήνει την ποινή αυτή αμετάβλητη τόσο ως προς τη φύση της όσο και ως προς το ποσοτικό της ύψος. Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει καταστήσει σαφές ότι, δεδομένου ότι η αρχή που είναι αρμόδια για τη λήψη απόφασης σχετικά με την εν λόγω ανάκληση δεν καλείται να επανεξετάσει την ουσία της υπόθεσης που οδήγησε στην ποινική καταδίκη, το γεγονός ότι η εν λόγω αρχή διαθέτει περιθώριο διακριτικής ευχέρειας δεν είναι κρίσιμο, εφόσον το εν λόγω περιθώριο διακριτικής ευχέρειας δεν της επιτρέπει να τροποποιήσει ούτε το ύψος ούτε τη φύση της στερητικής της ελευθερίας ποινής, όπως καθορίζεται από την απόφαση με την οποία καταδικάστηκε οριστικά ο εκζητούμενος (βλ., συναφώς, απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, Υπουργός Δικαιοσύνης και Ισότητας (Άρση της αναστολής) , C‑514/21 και C‑515/21, EU:C:2023:235, σκέψεις 53 και 54 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
38 Πρέπει να σημειωθεί ότι μια τέτοια ερμηνεία του άρθρου 4α(1) της απόφασης-πλαισίου 2002/584 είναι, επιπλέον, σύμφωνη με τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (βλ., μεταξύ άλλων, ΕΔΔΑ, 21 Οκτωβρίου 2013, Del Río Prada κατά Ισπανίας , CE:ECHR:2013:1021JUD004275009, § 89, και ΕΔΔΑ, 10 Νοεμβρίου 2022, Kupinskyy κατά Ουκρανίας , CE:ECHR:2022:1110JUD000508418, §§ 47 έως 52), σύμφωνα με την οποία, πρώτον, οι διαδικασίες που αφορούν τον τρόπο εκτέλεσης των ποινών δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, και, δεύτερον, τα μέτρα που λαμβάνονται από δικαστήριο μετά την επιβολή της οριστικής ποινής ή κατά την έκτισή της. μπορούν να θεωρηθούν ως «ποινές» για τους σκοπούς της εν λόγω σύμβασης μόνο εάν μπορούν να οδηγήσουν στον επαναπροσδιορισμό ή την τροποποίηση του πεδίου εφαρμογής της αρχικά επιβληθείσας ποινής (βλ., συναφώς, απόφαση της 23ης Μαρτίου 2023, Υπουργός Δικαιοσύνης και Ισότητας (Άρση της αναστολής) , C‑514/21 και C‑515/21, EU:C:2023:235, σκέψη 58).
39 Προκειμένου να προσδιοριστεί εάν ένα μέτρο που λαμβάνεται κατά την εκτέλεση μιας ποινής αφορά μόνο τον τρόπο εκτέλεσης της ποινής ή, αντιθέτως, επηρεάζει το πεδίο εφαρμογής της, είναι απαραίτητο να εξετάζεται σε κάθε περίπτωση τι συνεπαγόταν στην πραγματικότητα η επιβληθείσα «ποινή» βάσει του εσωτερικού δικαίου κατά τον κρίσιμο χρόνο ή, με άλλα λόγια, ποια ήταν η εγγενής φύση της (βλ., συναφώς, ΕΔΔΑ, 21 Οκτωβρίου 2013, Del Río Prada κατά Ισπανίας , CE:ECHR:2013:1021JUD004275009, §§ 85 και 90).
40 Εν προκειμένω, φαίνεται ότι η βάση για την έκδοση του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως ήταν η επίμαχη απόφαση με την οποία μετατράπηκε η πρόσθετη ποινή αστυνομικής επιτήρησης σε ποινή στερητική της ελευθερίας. Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκκινεί από την υπόθεση ότι η επίμαχη απόφαση θα μπορούσε να είναι παρόμοια με απόφαση σχετικά με την εκτέλεση ή την εφαρμογή προηγουμένως επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής, όπως η ανάκληση της αναστολής μιας ποινής. Μια τέτοια απόφαση θα μπορούσε να μην εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, στο μέτρο που δεν έχει ως σκοπό ή ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της φύσης και/ή του ύψους της ποινής που είχε επιβληθεί προηγουμένως στον εκζητούμενο και η αρχή που την εξέδωσε δεν διέθετε κάποια διακριτική ευχέρεια συναφώς.
41 Συνεπώς, είναι απαραίτητο να καθοριστεί εάν η επίμαχη απόφαση μπορεί να χαρακτηριστεί ως «απόφαση σχετικά με την εκτέλεση ή την εφαρμογή προηγουμένως επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής», κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στις σκέψεις 36 και 37 ανωτέρω, οπότε δεν θα συνιστούσε «απόφαση» κατά την έννοια του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.
42 Συναφώς, από τα στοιχεία που περιέχονται στην απόφαση περί παραπομπής και από τα έγγραφα που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο προκύπτει ότι, βάσει του άρθρου 45, παράγραφος 1, του Λεττονικού Ποινικού Κώδικα, η αστυνομική επιτήρηση είναι μια πρόσθετη ποινή που μπορεί να επιβάλει δικαστήριο σε πρόσωπο που έχει καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης με σκοπό να παραμείνει υπό επιτήρηση μετά την αποφυλάκισή του, το οποίο υποχρεούται στη συνέχεια να συμμορφωθεί με τους όρους που ορίζει το αστυνομικό όργανο. Σύμφωνα με το άρθρο 45, παράγραφος 2, του εν λόγω κώδικα, η πρόσθετη αυτή ποινή μπορεί να επιβληθεί μόνο σε πρόσωπο που έχει καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός έτους και όχι μεγαλύτερη των τριών ετών. Το άρθρο 45, παράγραφος 3, του Λεττονικού Ποινικού Κώδικα ορίζει ότι η διάρκεια της αστυνομικής επιτήρησης μπορεί να μειωθεί ή η εν λόγω επιτήρηση μπορεί να ανακληθεί κατόπιν αιτήματος του διοικητικού συμβουλίου του σωφρονιστικού ιδρύματος ή του αστυνομικού οργάνου. Το άρθρο 45(4) του εν λόγω κώδικα ορίζει ότι εάν ο καταδικασθείς, κατά την έκτιση συμπληρωματικής ποινής, διαπράξει ποινικό αδίκημα, το δικαστήριο αντικαθιστά την μη εκτιθείσα διάρκεια της συμπληρωματικής ποινής με στερητική της ελευθερίας ποινή και επιβάλλει την οριστική ποινή σύμφωνα με τις διατάξεις του κώδικα.
43 Δυνάμει του άρθρου 45, παράγραφοι 5 και 6, του Λεττονικού Ποινικού Κώδικα, κατ’ ουσίαν, εάν ένα πρόσωπο που εκτίει πρόσθετη ποινή αστυνομικής επιτήρησης έχει παραβιάσει τους όρους που διέπουν την επιτήρηση «κακή τη πίστει» – δηλαδή, εάν έχει αποτελέσει αντικείμενο δύο διοικητικών αποφάσεων που το διαπιστώνουν ότι έχει διαπράξει τέτοια παράβαση εντός ενός έτους – ένα δικαστήριο μπορεί, εκτός από την επιβολή διοικητικού προστίμου, να διατάξει, κατόπιν αιτήματος του αστυνομικού οργάνου, τη μετατροπή της υπολειπόμενης ποινής αστυνομικής επιτήρησης σε στερητική της ελευθερίας ποινή, η διάρκεια της οποίας θα είναι ίση με το ήμισυ του αριθμού των ημερών που απομένουν να εκτιστούν υπό αστυνομική επιτήρηση. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι οι διατάξεις αυτές εφαρμόστηκαν στην κύρια δίκη.
44 Συνεπώς, το λετονικό δίκαιο φαίνεται να κάνει διάκριση –αν και αυτό αποτελεί ζήτημα που πρέπει να επαληθεύσει το αιτούν δικαστήριο– μεταξύ απόφασης που επιβάλλει στερητική της ελευθερίας ποινή και απόφασης που επιβάλλει αστυνομική επιτήρηση, η οποία, εκ φύσεως, αποτελεί πάντα ποινή πρόσθετη σε στερητική της ελευθερίας ποινή. Έτσι, στην υπό κρίση υπόθεση, ο SH είχε προηγουμένως λάβει στερητική της ελευθερίας ποινή, συνοδευόμενη από πρόσθετη ποινή αστυνομικής επιτήρησης, με αποτέλεσμα να τεθεί υπό αστυνομική επιτήρηση μετά την έκτιση της στερητικής της ελευθερίας ποινής που του επιβλήθηκε. Κατά συνέπεια, η επίμαχη απόφαση –η οποία επιβάλλει στερητική της ελευθερίας ποινή στον SH υπολογιζόμενη με τον υπολογισμό δύο ημερών από την μη εκτισμένη διάρκεια της αστυνομικής επιτήρησης ως μία ημέρα στέρησης της ελευθερίας– δεν αφορά την εκτέλεση ή την εφαρμογή στερητικής της ελευθερίας ποινής που είχε επιβληθεί προηγουμένως, κατά την έννοια της νομολογίας που αναφέρεται στις παραγράφους 35 και 36 ανωτέρω, αλλά στην πραγματικότητα συνιστά νέα απόφαση που επιβάλλει στερητική της ελευθερίας ποινή η οποία δεν είχε προηγουμένως επιβληθεί κατά του SH.
45 Συνεπώς, η επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση διακρίνεται από την ανάκληση της αναστολής μιας στερητικής της ελευθερίας ποινής, καθόσον, στη δεύτερη περίπτωση, η στερητική της ελευθερίας ποινή αναστέλλεται αμέσως, οπότε η ανάκληση της αναστολής αυτής απλώς καθιστά δυνατή την εκτέλεση της προηγουμένως επιβληθείσας στερητικής της ελευθερίας ποινής.
46 Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του λετονικού δικαίου που αναφέρονται στις σκέψεις 42 και 43 ανωτέρω, ο νόμος αυτός δεν φαίνεται να προβλέπει μηχανισμό για την αυτόματη μετατροπή ποινής αστυνομικής επιτήρησης σε στερητική της ελευθερίας ποινή, εάν το ενδιαφερόμενο πρόσωπο παραβιάσει τους όρους που διέπουν την εν λόγω επιτήρηση. Τα δικαστήρια διαθέτουν διακριτική ευχέρεια να αποφασίζουν εάν, κατόπιν αιτήματος του αστυνομικού οργάνου, θα μετατρέψουν την μη εκτιθείσα ποινή της πρόσθετης ποινής αστυνομικής επιτήρησης σε στερητική της ελευθερίας ποινή· επομένως, η μετατροπή αυτή δεν είναι αυτόματη.
47 Επιπλέον, όπως ανέφερε ο Γενικός Εισαγγελέας στο σημείο 65 των προτάσεών του, ο σκοπός της στερητικής της ελευθερίας ποινής που μπορεί να επιβληθεί κατόπιν παραβίασης των όρων που διέπουν την επιπρόσθετη ποινή είναι η τιμωρία όχι του αρχικού ποινικού αδικήματος που οδήγησε στην επιβολή της ποινής αστυνομικής επιτήρησης ως επιπρόσθετης ποινής, αλλά των συγκεκριμένων παραβιάσεων των όρων που συνοδεύουν την ποινή αυτή. Τα δικαστήρια πρέπει επομένως να αποφασίσουν, αφού εξετάσουν την κατάσταση του ατόμου, εάν οι παραβιάσεις αυτές δικαιολογούν τη μετατροπή του μέτρου αστυνομικής επιτήρησης σε στερητική της ελευθερίας ποινή.
48 Κατά συνέπεια, η απόφαση επιβολής στερητικής της ελευθερίας ποινής αντί της πρόσθετης ποινής αστυνομικής επιτήρησης δεν αποτελεί απόφαση σχετικά με την εκτέλεση ή την εφαρμογή στερητικής της ελευθερίας ποινής που είχε επιβληθεί προηγουμένως, αλλά πρέπει να θεωρηθεί ως απόφαση επιβολής νέας στερητικής της ελευθερίας ποινής, η οποία είναι διαφορετικής φύσης από την αρχικά επιβληθείσα στερητική της ελευθερίας ποινή.
49 Μια τέτοια απόφαση πρέπει να χαρακτηριστεί ως «απόφαση», κατά την έννοια του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, και η διαδικασία μετά το πέρας της οποίας εκδόθηκε πρέπει, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου που παρατίθεται στην παράγραφο 35 ανωτέρω, να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στην έννοια της «δίκης που κατέληξε στην απόφαση», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως.
50 Όπως παρατήρησε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 82 και 83 των προτάσεών του, αυτό που έχει σημασία για τον χαρακτηρισμό ως «δίκης που καταλήγει στην έκδοση απόφασης», κατά την έννοια του άρθρου 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, είναι η διαδικασία που αφορά τη μετατροπή της ποινής να είναι ικανή να οδηγήσει σε στέρηση της ελευθερίας η οποία, αν και προβλέψιμη σε περίπτωση παραβίασης των όρων που συνδέονται με την ποινή της αστυνομικής επιτήρησης, δεν αποτελούσε, αυτή καθαυτή, μέρος της αρχικής καταδίκης και, ως εκ τούτου, απαιτούσε την έκδοση νέας καταδίκης που να αντικαθιστά την πρώτη.
51 Πρέπει να προστεθεί ότι, όπως διευκρίνισε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 81 των προτάσεών του, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει, στο στάδιο της διαδικασίας που αποσκοπεί στην απόφαση σχετικά με την πιθανή μετατροπή μιας πρόσθετης ποινής αστυνομικής επιτήρησης σε ποινή στερητική της ελευθερίας, να είναι σε θέση να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματα υπεράσπισής του, προκειμένου να υποστηρίξει αποτελεσματικά την άποψή του και, με τον τρόπο αυτό, να επηρεάσει την τελική απόφαση που θα μπορούσε να οδηγήσει στην απώλεια της προσωπικής του ελευθερίας. Το εν λόγω πρόσωπο πρέπει, ειδικότερα, να είναι σε θέση να επικαλεστεί όλα τα νομικά ή πραγματικά στοιχεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το αρμόδιο δικαστήριο να αποφασίσει να μην προβεί σε τέτοια μετατροπή ποινής.
52 Εναπόκειται επίσης στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει εάν η επίμαχη στην κύρια δίκη περίπτωση αντιστοιχεί σε ένα από τα σενάρια που αναφέρονται στο άρθρο 4α, παράγραφος 1, στοιχεία α’ έως δ’, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584. Εάν ναι, η ιρλανδική δικαστική αρχή εκτέλεσης θα πρέπει να συμφωνήσει με την παράδοση του SH στις λετονικές αρχές.
53 Ωστόσο, δεδομένου ότι ο SH έχει ήδη παραδοθεί στις λεττονικές αρχές δυνάμει ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως διαφορετικού από το επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα συλλήψεως, θα είναι απαραίτητο, όπως επισήμανε το ίδιο το αιτούν δικαστήριο στην απάντησή του στο αίτημα παροχής πληροφοριών που του απηύθυνε το Δικαστήριο, να γίνει προσφυγή, για τους σκοπούς της εκτέλεσης της στερητικής της ελευθερίας ποινής που επιβλήθηκε στον SH με την επίμαχη απόφαση, στον μηχανισμό συναίνεσης που προβλέπεται στο άρθρο 27 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.
54 Λαμβανομένων υπόψη όλων των προεκτεθέντων, η απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα είναι ότι το άρθρο 4α, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η έννοια της «δίκης που καταλήγει στην έκδοση της απόφασης», κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, καλύπτει διαδικασίες στο τέλος των οποίων εθνικό δικαστήριο μπορεί να διατάξει, λόγω παραβίασης των όρων που συνδέονται με ποινή αστυνομικής επιτήρησης που έχει επιβληθεί προηγουμένως στον ενδιαφερόμενο, επιπλέον της στερητικής της ελευθερίας ποινής, τη μετατροπή της μη εκτιθείσας ποινής της συμπληρωματικής αυτής ποινής σε στερητική της ελευθερίας ποινή, σύμφωνα με την οποία δύο ημέρες αστυνομικής επιτήρησης υπολογίζονται ως μία ημέρα στέρησης της ελευθερίας.
Δικαστικά έξοδα
55 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των εξόδων των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (Πρώτο Τμήμα) αποφαίνεται:
Άρθρο 4α(1) της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009,
πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι η έννοια της «δίκης που καταλήγει στην έκδοση της απόφασης», κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, καλύπτει διαδικασίες στο τέλος των οποίων εθνικό δικαστήριο μπορεί να διατάξει, λόγω παραβίασης των όρων που συνδέονται με ποινή αστυνομικής επιτήρησης που έχει επιβληθεί προηγουμένως στον ενδιαφερόμενο, επιπλέον της στερητικής της ελευθερίας ποινής, τη μετατροπή της μη εκτιθείσας ποινής της συμπληρωματικής αυτής ποινής σε στερητική της ελευθερίας ποινή, σύμφωνα με την οποία δύο ημέρες αστυνομικής επιτήρησης υπολογίζονται ως μία ημέρα στέρησης της ελευθερίας.
[Υπογραφές]
