ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)
της 30ής Οκτωβρίου 2025 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Προστασία των καταναλωτών – Σύμβαση πίστωσης για την αγορά αυτοκινήτου – Οδηγία 2008/48/ΕΚ – Άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιβʹ – Απαιτήσεις σχετικές με τις πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση – Υποχρέωση προσδιορισμού του επιτοκίου υπερημερίας – Άρθρο 14, παράγραφος 1 – Δικαίωμα υπαναχώρησης – Έναρξη της προθεσμίας υπαναχώρησης σε περίπτωση μη αναγραφής του επιτοκίου υπερημερίας – Καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης – Συνέπειες της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης στο πλαίσιο σύμβασης πίστωσης συνδεδεμένης με σύμβαση πώλησης αυτοκινήτου – Υποχρεώσεις του καταναλωτή έναντι του πιστωτικού φορέα – Μέθοδος υπολογισμού της αντισταθμιστικής αποζημίωσης για απομείωση της αξίας του χρηματοδοτούμενου αγαθού – Άρθρο 14, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ – Καταβολή τόκων μετά την υπαναχώρηση από σύμβαση πίστωσης συνδεδεμένη με σύμβαση προμήθειας αγαθών »
Στην υπόθεση C‑143/23,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Landgericht Ravensburg (πρωτοδικείο Ravensburg, Γερμανία) με απόφαση της 1ης Μαρτίου 2023, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 9 Μαρτίου 2023 και συμπληρώθηκε με απόφαση της 9ης Απριλίου 2024, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 10 Απριλίου 2024, στο πλαίσιο της δίκης
KI,
FA
κατά
Mercedes-Benz Bank AG,
Volkswagen Bank GmbH,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),
συγκείμενο από τους I. Jarukaitis, πρόεδρο τμήματος, N. Jääskinen και R. Frendo (εισηγήτρια), δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: D. Spielmann
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– η Mercedes-Benz Bank AG, εκπροσωπούμενη από την L. Normann, Rechtsanwältin,
– η Volkswagen Bank GmbH, εκπροσωπούμενη από τις I. Heigl και L. Normann, Rechtsanwältinnen,
– η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την S. Šindelková, τον M. Smolek και τον J. Vláčil,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους B.‑R. Killmann και P. Ondrůšek,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 10ης Απριλίου 2025,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιβʹ, και του άρθρου 14, παράγραφος 1, και παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου (ΕΕ 2008, L 133, σ. 66).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο δύο ενδίκων διαφορών μεταξύ, αντιστοίχως, του KI και της Mercedes-Benz Bank AG και του FA και της Volkswagen Bank GmbH, σχετικά με το κύρος της υπαναχώρησης στην οποία προέβησαν οι KI και FA από τις συμβάσεις πίστωσης τις οποίες συνήψαν, ως καταναλωτές, με τις προαναφερθείσες τράπεζες.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
Η οδηγία 97/7/ΕΚ
3 Η αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 1997, για την προστασία των καταναλωτών κατά τις εξ αποστάσεως συμβάσεις (ΕΕ 1997, L 144, σ. 19), η οποία αντικαταστάθηκε από την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2011, σχετικά με τα δικαιώματα των καταναλωτών, την τροποποίηση της οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 1999/44/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και την κατάργηση της οδηγίας 85/577/ΕΟΚ του Συμβουλίου και της οδηγίας 97/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 304, σ. 64), είχε ως εξής:
«[…] εναπόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τις […] διατυπώσεις και όρους που διέπουν το δικαίωμα υπαναχώρησης.»
Η οδηγία 2008/48
4 Οι αιτιολογικές σκέψεις 7 έως 10, 31, 34 και 35 της οδηγίας 2008/48 έχουν ως εξής:
«(7) Για να διευκολυνθεί η δημιουργία εσωτερικής αγοράς στον τομέα της καταναλωτικής πίστης καθώς και η εύρυθμη λειτουργία της, απαιτείται να προβλεφθεί η θέσπιση εναρμονισμένου κοινοτικού πλαισίου σε ορισμένους βασικούς τομείς. Λαμβανομένων υπόψη της συνεχώς αναπτυσσόμενης αγοράς καταναλωτικής πίστης και της αυξανόμενης κινητικότητας των ευρωπαίων πολιτών, η θέσπιση διορατικής κοινοτικής νομοθεσίας που θα είναι σε θέση να προσαρμοσθεί στις μελλοντικές μορφές πίστωσης και που θα παρέχει στα κράτη μέλη τον κατάλληλο βαθμό ευελιξίας στην εφαρμογή της αναμένεται να συμβάλει στη διαμόρφωση σύγχρονου συνόλου κανόνων δικαίου για την καταναλωτική πίστη.
(8) Είναι σημαντικό η αγορά να προσφέρει επαρκή προστασία στους καταναλωτές, για να εξασφαλισθεί η καταναλωτική εμπιστοσύνη. Με τον τρόπο αυτό, η ελεύθερη κυκλοφορία των πιστωτικών προσφορών θα μπορεί να πραγματοποιείται με τις καλύτερες δυνατές συνθήκες τόσο γι’ αυτούς που προσφέρουν όσο και γι’ αυτούς που ζητούν πίστωση, λαμβανομένων δεόντως υπόψη των καταστάσεων που επικρατούν στα κατ’ ιδίαν κράτη μέλη.
(9) Για να εξασφαλισθεί υψηλό και ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των συμφερόντων όλων των καταναλωτών της Κοινότητας και για να δημιουργηθεί γνήσια εσωτερική αγορά, χρειάζεται πλήρης εναρμόνιση. Επομένως, δεν θα πρέπει να επιτρέπεται στα κράτη μέλη να διατηρούν ή να εισάγουν εθνικές διατάξεις διαφορετικές από αυτές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία. […] Όπου δεν υφίστανται τέτοιες εναρμονισμένες διατάξεις, τα κράτη μέλη θα πρέπει να παραμείνουν ελεύθερα να διατηρούν ή να εισάγουν εθνικές νομοθετικές ρυθμίσεις. Συνεπώς, […] [ά]λλο παράδειγμα αυτής της δυνατότητας των κρατών μελών θα μπορούσε να είναι η διατήρηση ή εισαγωγή εθνικών διατάξεων για την ακύρωση της σύμβασης πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, εάν ο καταναλωτής ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησής του από τη σύμβαση πίστωσης. […]
(10) Οι ορισμοί που περιέχονται στην παρούσα οδηγία καθορίζουν το εύρος της εναρμόνισης. Η υποχρέωση των κρατών μελών να εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας θα πρέπει, συνεπώς, να περιορίζεται στο πεδίο εφαρμογής της, όπως οριοθετείται από τους ορισμούς αυτούς. Ωστόσο, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν, σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, τις οικείες διατάξεις σε τομείς που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της. Με αυτό τον τρόπο, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να διατηρούν ή να θεσπίζουν νομοθετικές διατάξεις αντίστοιχες προς τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας ή προς ορισμένες από τις διατάξεις της σχετικά με συμβάσεις πίστωσης που δεν υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής της παρούσας οδηγίας […]. Επιπλέον, τα κράτη μέλη θα μπορούσαν να εφαρμόζουν τις διατάξεις της παρούσας οδηγίας και σε συνδεδεμένες πιστώσεις, οι οποίες δεν εμπίπτουν στον ορισμό περί συνδεδεμένης σύμβασης πίστωσης, όπως περιέχεται στην παρούσα οδηγία. Με τον τρόπο αυτό, οι διατάξεις περί συνδεδεμένων συμβάσεων πίστωσης θα μπορούσαν να εφαρμόζονται στις συμβάσεις πίστωσης που χρησιμεύουν μόνο εν μέρει για τη χρηματοδότηση σύμβασης για την προμήθεια αγαθών ή την παροχή υπηρεσίας.
[…]
(31) Για να είναι σε θέση ο καταναλωτής να γνωρίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο της σύμβασης πίστωσης, η σύμβαση θα πρέπει να περιέχει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο.
[…]
(34) Για την προσέγγιση των διαδικασιών άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης σε ορισμένους τομείς, είναι αναγκαίο να προβλεφθεί το δικαίωμα υπαναχώρησης άνευ ποινής και χωρίς υποχρέωση αιτιολόγησης, υπό συνθήκες παρεμφερείς με εκείνες που προβλέπονται από την οδηγία 2002/65/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές [και την τροποποίηση των οδηγιών 90/619/ΕΟΚ του Συμβουλίου, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ (ΕΕ 2002, L 271, σ. 16)].
(35) Εφόσον ο καταναλωτής υπαναχωρήσει από σύμβαση πίστωσης σε σχέση με την οποία έχει παραλάβει αγαθά, ιδίως από αγορά με δόσεις ή σύμβαση εκμίσθωσης ή χρηματοδοτικής μίσθωσης που προβλέπει υποχρέωση αγοράς, η παρούσα οδηγία δεν θα πρέπει να εμποδίζει τα κράτη μέλη να ρυθμίζουν ζητήματα που αφορούν την επιστροφή των αγαθών ή τα συναφή ζητήματα.»
5 Το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/48, το οποίο επιγράφεται «Αντικείμενο», ορίζει τα εξής:
«Η παρούσα οδηγία έχει ως σκοπό την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν τις συμβάσεις πίστωσης με τους καταναλωτές.»
6 Το άρθρο 3 της οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ορισμοί», προβλέπει τα εξής:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
[…]
ιδ) “συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης”: σύμβαση πίστωσης στην οποία:
i) η εν λόγω πίστωση χρησιμεύει αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση σύμβασης που αφορά την προμήθεια συγκεκριμένων αγαθών ή την παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας· και
ii) οι δύο αυτές συμβάσεις συνιστούν αντικειμενικά μία οικονομική ενότητα· θεωρείται ότι υπάρχει οικονομική ενότητα όταν ο προμηθευτής του αγαθού ή ο πάροχος της υπηρεσίας χρηματοδοτεί ο ίδιος την πίστωση του καταναλωτή ή, σε περίπτωση χρηματοδότησης της πίστωσης από τρίτο, εάν ο πιστωτικός φορέας χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες του προμηθευτή του αγαθού ή του παρόχου της υπηρεσίας για τη σύναψη ή την προετοιμασία της σύμβασης πίστωσης, ή εάν τα συγκεκριμένα αγαθά ή η παροχή συγκεκριμένης υπηρεσίας καθορίζονται ρητώς στη σύμβαση πίστωσης.
[…]»
7 Το άρθρο 10 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Πληροφορίες που πρέπει να περιλαμβάνονται στη σύμβαση πίστωσης», ορίζει στην παράγραφο 2 τα εξής:
«Η σύμβαση πίστωσης πρέπει να προσδιορίζει, με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο:
[…]
ιβ) το εφαρμοστέο επιτόκιο υπερημερίας όπως ισχύει τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης πίστωσης και τις ρυθμίσεις για την προσαρμογή του, και, κατά περίπτωση, τα έξοδα για αθέτηση καταβολής·
[…]».
8 Το άρθρο 14 της ίδιας οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα υπαναχώρησης», ορίζει τα εξής:
«1. Ο καταναλωτής διαθέτει προθεσμία δεκατεσσάρων ημερολογιακών ημερών για να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πίστωσης χωρίς να αναφέρει τους λόγους.
Η προθεσμία αυτή υπαναχώρησης αρχίζει:
α) είτε την ημέρα σύναψης της σύμβασης πίστωσης· είτε
β) την ημέρα κατά την οποία ο καταναλωτής παραλαμβάνει τους όρους της σύμβασης και τις πληροφορίες κατά το άρθρο 10, εάν η ημέρα αυτή είναι μεταγενέστερη από την ημερομηνία στην οποία αναφέρεται το στοιχείο α) του παρόντος εδαφίου.
[…]
3. Εάν ο καταναλωτής ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης, πρέπει:
[…]
β) να καταβάλει στον πιστωτικό φορέα το κεφάλαιο και τους δεδουλευμένους τόκους επί του κεφαλαίου αυτού από την ημερομηνία ανάληψης της πίστωσης μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης του κεφαλαίου στον πιστωτικό φορέα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το αργότερο εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την αποστολή της κοινοποίησης της υπαναχώρησης στον πιστωτικό φορέα. Οι τόκοι υπολογίζονται βάσει του συμφωνηθέντος χρεωστικού επιτοκίου. Ο πιστωτικός φορέας δεν δικαιούται άλλης αποζημίωσης από τον καταναλωτή στην περίπτωση υπαναχώρησης, εκτός της αποζημίωσης για μη επιστρεφόμενα τέλη τα οποία κατέβαλε ο πιστωτικός φορέας σε οιαδήποτε δημόσια διοικητική υπηρεσία.
[…]»
9 Το άρθρο 15 της οδηγίας 2008/48, το οποίο επιγράφεται «Συνδεδεμένες συμβάσεις πίστωσης», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Εάν ο καταναλωτής έχει ασκήσει δικαίωμα υπαναχώρησης βάσει του κοινοτικού δικαίου από σύμβαση παροχής αγαθών ή υπηρεσιών, ο καταναλωτής δεν δεσμεύεται πλέον από τυχόν συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης.»
10 Το άρθρο 22 της οδηγίας αυτής, το οποίο επιγράφεται «Εναρμόνιση και αναγκαστικός χαρακτήρας της παρούσας οδηγίας», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:
«Καθόσον η παρούσα οδηγία περιέχει εναρμονισμένες διατάξεις, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να διατηρούν ή να εισάγουν στο εθνικό τους δίκαιο διατάξεις που παρεκκλίνουν από αυτές που καθορίζονται στην παρούσα οδηγία.»
Το γερμανικό δίκαιο
Ο BGB
11 Κατά το άρθρο 355 του Bürgerliches Gesetzbuch (Αστικού Κώδικα, στο εξής: BGB), το οποίο φέρει τον τίτλο «Δικαίωμα υπαναχώρησης στις συμβάσεις που συνάπτονται με τους καταναλωτές»:
«(1) Όταν ο νόμος παρέχει στον καταναλωτή δικαίωμα υπαναχώρησης σύμφωνα με την παρούσα διάταξη, ο καταναλωτής και ο έμπορος παύουν να δεσμεύονται από τις δηλώσεις βουλήσεώς τους για τη σύναψη της σύμβασης, αν ο καταναλωτής υπαναχωρήσει εμπροθέσμως από τη δήλωση βουλήσεώς του. […]
(2) Η προθεσμία υπαναχώρησης ανέρχεται σε 14 ημέρες. Εκτός αν προβλέπεται άλλως, άρχεται από την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης.
[…]»
12 Το άρθρο 356b του BGB, το οποίο επιγράφεται «Δικαίωμα υπαναχώρησης στις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης», προβλέπει στην παράγραφο 2 τα ακόλουθα:
«Αν, στο πλαίσιο σύμβασης γενικής καταναλωτικής πίστης, το έγγραφο που παραδίδεται στον δανειολήπτη δυνάμει της παραγράφου 1 δεν περιέχει τις κατά το άρθρο 492, παράγραφος 2, υποχρεωτικές πληροφορίες, η προθεσμία δεν άρχεται παρά μόνον αφού θεραπευτεί η παράλειψη αυτή σύμφωνα με το άρθρο 492, παράγραφος 6. […]»
13 Το άρθρο 357 του BGB, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έννομες συνέπειες της υπαναχώρησης από τις εκτός εμπορικού καταστήματος και τις εξ αποστάσεως συναπτόμενες συμβάσεις, εξαιρουμένων των συμβάσεων με αντικείμενο την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών», όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των κύριων δικών, προέβλεπε τα εξής:
«[…]
(7) Ο καταναλωτής υποχρεούται να καταβάλει αντισταθμιστική αποζημίωση για την απομείωση της αξίας του αγαθού όταν:
1. η απομείωση της αξίας προκύψει από χειρισμό του αγαθού ο οποίος δεν ήταν αναγκαίος για τη διαπίστωση της φύσης, των χαρακτηριστικών και της λειτουργίας του, και
2. ο έμπορος ενημέρωσε τον καταναλωτή για το δικαίωμά του υπαναχώρησης σύμφωνα με το άρθρο 246a, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, πρώτη περίοδος, σημείο 1, του Einführungsgesetz zum Bürgerlichen Gesetzbuch [(Εισαγωγικού νόμου του Αστικού Κώδικα) της 21ης Σεπτεμβρίου 1994 (BGBl. 1994 I, σ. 2494, και διορθωτικό BGBl. 1997 I, σ. 1061, στο εξής: EGBGB)].
[…]»
14 Το άρθρο 357a του BGB, το οποίο φέρει τον τίτλο «Έννομες συνέπειες της υπαναχώρησης από συμβάσεις με αντικείμενο την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών», όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των διαφορών των κύριων δικών, προέβλεπε τα εξής:
«(1) Οι ληφθείσες παροχές πρέπει να επιστρέφονται το αργότερο εντός 30 ημερών.
[…]
(3) Σε περίπτωση που ο δανειολήπτης υπαναχωρήσει από σύμβαση καταναλωτικής πίστης, καταβάλλει τους συμφωνηθέντες χρεωστικούς τόκους για το χρονικό διάστημα μεταξύ της εκταμίευσης και της αποπληρωμής του δανείου. […]»
15 Το άρθρο 358 του BGB, το οποίο επιγράφεται «Σύμβαση συνδεδεμένη με σύμβαση από την οποία υπαναχώρησε ο καταναλωτής», όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των κύριων δικών, είχε ως εξής:
«(1) Εάν ο καταναλωτής έχει εγκύρως υπαναχωρήσει από τη δήλωση βούλησης για τη σύναψη σύμβασης παράδοσης αγαθού ή παροχής άλλης υπηρεσίας από έμπορο, δεν δεσμεύεται πλέον ούτε από τη δήλωση βούλησής του για τη σύναψη σύμβασης πίστωσης συνδεδεμένης με την εν λόγω σύμβαση.
(2) Εάν ο καταναλωτής έχει εγκύρως υπαναχωρήσει από τη δήλωση βούλησης για τη σύναψη σύμβασης καταναλωτικής πίστης βάσει του άρθρου 495, παράγραφος 1, ή του άρθρου 514, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, δεν δεσμεύεται πλέον ούτε από τη δήλωση βούλησής του για τη σύναψη συνδεδεμένης με τη σύμβαση καταναλωτικής πίστης σύμβασης παράδοσης αγαθού ή παροχής άλλης υπηρεσίας.
(3) Σύμβαση για την παράδοση αγαθού ή την παροχή άλλης υπηρεσίας είναι συνδεδεμένη με σύμβαση πίστωσης κατά την έννοια των παραγράφων 1 και 2 εφόσον η πίστωση χρησιμεύει εν όλω ή εν μέρει για τη χρηματοδότηση της άλλης σύμβασης και εφόσον οι δύο συμβάσεις συνιστούν οικονομική ενότητα. Προκύπτει η ύπαρξη οικονομικής ενότητας ιδίως όταν ο έμπορος χρηματοδοτεί ο ίδιος την αντιπαροχή του καταναλωτή ή, σε περίπτωση χρηματοδότησης από τρίτο, όταν ο δανειοδότης συμπράττει με τον έμπορο κατά την προετοιμασία ή σύναψη της σύμβασης πίστωσης.
(4) Η επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση όσον αφορά τη συνδεδεμένη σύμβαση διέπεται, mutatis mutandis, από […] [τα άρθρα 357 έως 357b]. […] Ο δανειοδότης έχει στις σχέσεις με τον καταναλωτή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του εμπόρου που απορρέουν από τη συνδεδεμένη σύμβαση όσον αφορά τις έννομες συνέπειες της υπαναχώρησης ή της επιστροφής, εάν, κατά τον χρόνο που η υπαναχώρηση παράγει αποτελέσματα, το ποσό του δανείου έχει καταβληθεί στον έμπορο.»
16 Το άρθρο 492 του BGB, το οποίο επιγράφεται «Έγγραφος τύπος και περιεχόμενο της σύμβασης», προβλέπει τα ακόλουθα:
«[…]
(2) Η σύμβαση πρέπει να περιέχει τις προβλεπόμενες για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης πληροφορίες, βάσει του άρθρου 247, παράγραφοι 6 έως 13, του EGBGB.
[…]
(6) Εάν η σύμβαση δεν περιέχει τις πληροφορίες σύμφωνα με την παράγραφο 2 ή εάν δεν περιέχει όλες τις πληροφορίες, αυτές είναι δυνατό να παρασχεθούν εκ των υστέρων σε σταθερό μέσο κατόπιν της έγκυρης σύναψης της σύμβασης ή, στις περιπτώσεις του άρθρου 494, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, κατόπιν της ισχυροποίησης της σύμβασης.
[…]»
Ο EGBGB
17 Το άρθρο 247 του EGBGB, το οποίο επιγράφεται «Υποχρεώσεις ενημέρωσης που ισχύουν για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης, τις χρηματοδοτικές διευκολύνσεις έναντι ανταλλάγματος και τις συμβάσεις μεσιτείας πιστώσεων», προβλέπει τα εξής:
«[…]
§ 3 Περιεχόμενο των προσυμβατικών πληροφοριών στην περίπτωση συμβάσεων γενικής καταναλωτικής πίστης
(1) Οι πληροφορίες που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης πρέπει να περιλαμβάνουν:
[…]
11. το επιτόκιο υπερημερίας και τον τρόπο ενδεχόμενης αναπροσαρμογής του, καθώς και, κατά περίπτωση, τα έξοδα σε περίπτωση μη εκτέλεσης,
[…]
§ 6 Περιεχόμενο της σύμβασης
(1) Η σύμβαση καταναλωτικής πίστης περιέχει, κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, τις ακόλουθες πληροφορίες:
1. τις πληροφορίες που αναγράφονται στην παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, σημεία 1 έως 14, και τέταρτο εδάφιο.
[…]»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
18 Κατόπιν του από 1ης Μαρτίου 2019 αιτήματος του KI και κατόπιν του από 30ής Μαρτίου 2019 αιτήματος του FA, οι ΚΙ και FA υπέγραψαν συμβάσεις πίστωσης για την αγορά αυτοκινήτου για ιδιωτική χρήση με τη Mercedes-Benz Bank και τη Volkswagen Bank, αντιστοίχως. Τα ποσά των χορηγηθεισών πιστώσεων ανέρχονταν σε 29 500 ευρώ για τον KI και σε 35 300 ευρώ για τον FA.
19 Κατά τη σύναψη των συμβάσεων πίστωσης, οι έμποροι αυτοκινήτων από τους οποίους αγοράστηκαν τα οχήματα ενήργησαν ως μεσίτες πίστωσης για τη Mercedes-Benz Bank και για τη Volkswagen Bank, οπότε τα ποσά των πιστώσεων καταβλήθηκαν απευθείας στους εν λόγω εμπόρους.
20 Σε καμία από τις συμβάσεις πίστωσης δεν αναγραφόταν, υπό τη μορφή αριθμητικού ποσοστού, το επιτόκιο υπερημερίας που ίσχυε κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης.
21 Οι KΙ και FA κατέβαλαν προκαταβολές και μηνιαίες δόσεις της πίστωσης συνολικού ύψους, αντιστοίχως, 8 924,48 ευρώ και 24 800 ευρώ, βάσει των συμβάσεων που είχε συνάψει έκαστος αυτών.
22 Με έγγραφα της 31ης Οκτωβρίου 2019 και της 20ής Ιουλίου 2020, οι KI και FA δήλωσαν ότι ασκούν το δικαίωμά τους υπαναχώρησης από τις συμβάσεις πίστωσης. Εκτιμούν ότι η υπαναχώρησή τους είναι έγκυρη διότι η κατά το γερμανικό δίκαιο προθεσμία υπαναχώρησης των δεκατεσσάρων ημερών δεν είχε αρχίσει να τρέχει λόγω παρατυπιών σχετικών με τις υποχρεωτικές πληροφορίες που έπρεπε να περιληφθούν στις συμβάσεις τις οποίες είχαν συνάψει.
23 Οι καταναλωτές αυτοί, έκαστος κατά το μέρος που τον αφορά, άσκησαν ενώπιον του Landgericht Ravensburg (πρωτοδικείου Ravensburg, Γερμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, αγωγή κατά, αντιστοίχως, της Mercedes-Benz Bank και της Volkswagen Bank.
24 Ο KΙ ζητεί, κατ’ ουσίαν, την επιστροφή των μηνιαίων δόσεων του δανείου τις οποίες κατέβαλε μέχρι την υπαναχώρησή του και της καταβληθείσας στον έμπορο προκαταβολής, ήτοι ποσό 8 924,48 ευρώ, καθώς και να διαπιστωθεί ότι η Mercedes-Benz Bank δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να παραλάβει το όχημα. Ζητεί επίσης να διαπιστωθεί ότι δεν οφείλει καμία αποζημίωση για απομείωση της αξίας του οχήματος και ότι, λόγω της υπαναχώρησής του, δεν οφείλει πλέον κανένα ποσό βάσει της σύμβασης πίστωσης, είτε πρόκειται για το κεφάλαιο του δανείου είτε για τόκους.
25 Ο FA ζητεί, κατ’ ουσίαν, την επιστροφή των μηνιαίων δόσεων του δανείου τις οποίες κατέβαλε μέχρι την υπαναχώρησή του και της καταβληθείσας στον έμπορο προκαταβολής, ήτοι το ποσό των 24 800 ευρώ, αφαιρουμένης της αποζημίωσης ύψους 24 550 ευρώ για απομείωση της αξίας του οχήματος, πλέον τόκων. Ζητεί επίσης να διαπιστωθεί ότι, από την ημερομηνία υπαναχώρησής του, δεν οφείλει πλέον κανένα ποσό βάσει της σύμβασης πίστωσης, είτε πρόκειται για το κεφάλαιο του δανείου είτε για τόκους, και ότι η Volkswagen Bank δεν εκπλήρωσε την υποχρέωσή της να παραλάβει το όχημα.
26 Η Mercedes-Benz Bank ζητεί, κυρίως, την απόρριψη της αγωγής του KI και προβάλλει, μεταξύ άλλων, αποδυνάμωση του δικαιώματος υπαναχώρησης και ένσταση λόγω καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος αυτού. Επικουρικώς, σε περίπτωση που ο KI ασκεί εγκύρως το δικαίωμά υπαναχώρησης και, ως εκ τούτου, δικαιούται να του επιστραφούν τα καταβληθέντα ποσά, ζητεί να διαπιστωθεί ότι ο KI οφείλει αποζημίωση για απομείωση της αξίας του οχήματος. Επιπλέον, η τράπεζα αυτή ζητεί να υποχρεωθεί ο KI να της καταβάλει αποζημίωση χρήσης ύψους 3,92 % ετησίως επί του ανεξόφλητου υπολοίπου του δανείου για το χρονικό διάστημα από την καταβολή του κεφαλαίου του δανείου στον πωλητή έως την επιστροφή του οχήματος.
27 Η Volkswagen Bank ζητεί επίσης την απόρριψη της αγωγής του FA και επικαλείται ειδικότερα αποδυνάμωση του δικαιώματος υπαναχώρησης.
28 Υπό τις περιστάσεις αυτές, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, πρώτον, αν, σε περίπτωση άσκησης από τον δανειολήπτη του δικαιώματος υπαναχώρησης από σύμβαση πίστωσης συνδεδεμένη με σύμβαση πώλησης οχήματος, ο πιστωτικός φορέας μπορεί να αξιώσει αποζημίωση για απομείωση της αξίας του οχήματος και, σε μια τέτοια περίπτωση, μέχρι ποιου ποσού.
29 Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι, κατά τη νομολογία του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου, Γερμανία), ο δανειολήπτης, αφού ασκήσει το δικαίωμά υπαναχώρησης, υποχρεούται να καταβάλει αντισταθμιστική αποζημίωση η οποία αντιστοιχεί στην απομείωση της αξίας του οχήματος η οποία επήλθε κατά το χρονικό διάστημα κατά το οποίο είχε στην κατοχή του το όχημα, ακόμη και αν ο καταναλωτής δεν είχε ενημερωθεί πλήρως σχετικά με το δικαίωμά του υπαναχώρησης. Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) έχει επίσης κρίνει ότι το ποσό της εν λόγω αντισταθμιστικής αποζημίωσης υπολογίζεται κατόπιν αφαίρεσης από το τίμημα που έλαβε ο έμπορος από τον καταναλωτή κατά τον χρόνο της πώλησης του οχήματος της τιμής αγοράς που κατέβαλε ο έμπορος κατά τον χρόνο της επιστροφής του οχήματος.
30 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι αυτή η μέθοδος υπολογισμού, η οποία βασίζεται σε διαφορετικές αγοραίες αξίες, οι οποίες αποτελούν το προϊόν συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν σε διαφορετικές αγορές, ήτοι στην αγορά όπου πωλούν οι έμποροι και στην αγορά όπου αγοράζουν οι έμποροι, επιβαρύνει τον καταναλωτή όχι μόνο με την αντιστάθμιση της απομείωσης της αξίας που προκύπτει από τη χρήση του οχήματος, αλλά και με τα έξοδα μεταπώλησης, το περιθώριο κέρδους και τον φόρο προστιθεμένης αξίας. Πρόκειται, όμως, για παράγοντες αύξησης της τιμής οφειλόμενους αποκλειστικώς στην άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης, δεδομένου ότι οι επιβαρύνσεις αυτές είναι ανεξάρτητες από οποιαδήποτε χρήση του οχήματος από τον καταναλωτή. Επιπλέον, το ποσό της αποζημίωσης θα μπορούσε να αποδειχθεί υψηλό, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία το όχημα ουδέποτε ταξινομήθηκε ούτε χρησιμοποιήθηκε πριν από την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης. Επομένως, η μέθοδος αυτή παρέχει στον πιστωτικό φορέα τη δυνατότητα να αποκομίσει κέρδος μεταπωλώντας το όχημα σε τιμή υψηλότερη από την τιμή της αγοράς που εφαρμόζει ο έμπορος.
31 Ως εκ τούτου, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η εν λόγω εθνική νομολογία θα μπορούσε να θίξει την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος υπαναχώρησης που προβλέπει η οδηγία 2008/48 και την αρχή της απαγόρευσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
32 Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν, με το άρθρο 14, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, πρώτη περίοδος, η οδηγία 2008/48 προέβη σε πλήρη εναρμόνιση της υποχρέωσης που υπέχει ο δανειολήπτης να καταβάλει τους τόκους επί του κεφαλαίου, μεταξύ άλλων, όταν η χρηματοδοτούμενη πίστωση συνδέεται με σύμβαση πώλησης αγαθών.
33 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι η οδηγία 2008/48 δεν διευκρινίζει ούτε τις συνέπειες της άσκησης της υπαναχώρησης από συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης ούτε τις παροχές τις οποίες τα μέρη της χρηματοδοτούμενης σύμβασης, εν προκειμένω ο αγοραστής και ο πωλητής, οφείλουν να επιστρέψουν. Εναπόκειται αποκλειστικώς στον εθνικό νομοθέτη να εξειδικεύσει τις συνέπειες της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης από τέτοια σύμβαση πίστωσης. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν περιθώριο εκτιμήσεως προκειμένου να αποφασίσουν, ακόμη και κατά παρέκκλιση από το άρθρο 14, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/48, τον τρόπο επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση στην περίπτωση συνδεδεμένων συμβάσεων.
34 Εφόσον η οδηγία 2008/48 δεν προέβη σε πλήρη εναρμόνιση όσον αφορά τις συνδεδεμένες συμβάσεις πίστωσης με σύμβαση προμήθειας αγαθών ή παροχής υπηρεσιών, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, το να υποχρεούται ο δανειολήπτης, μετά την άσκηση του δικαιώματός υπαναχώρησης από σύμβαση καταναλωτικής πίστης συνδεδεμένη με σύμβαση πώλησης οχήματος, να καταβάλει τους χρεωστικούς τόκους που συμφωνήθηκαν με τη σύμβαση καταναλωτικής πίστης για το χρονικό διάστημα από την καταβολή του κεφαλαίου του δανείου στον πωλητή του οχήματος έως το χρονικό σημείο επιστροφής του οχήματος στον πιστωτικό φορέα ή στον πωλητή. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει περαιτέρω ότι υφίσταται αποκλίνουσα εθνική νομολογία ως προς το ζήτημα αυτό.
35 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι, καθόσον, αφενός, ο καταναλωτής δεν αποκομίζει κανέναν πλουτισμό από τη χρήση του ποσού της πίστωσης, διότι το ποσό αυτό καταβάλλεται απευθείας από τον πιστωτικό φορέα στον πωλητή προς εξόφληση του τιμήματος αγοράς του οχήματος και, αφετέρου, ο καταναλωτής δεν μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά υπαναχώρησης χωρίς τον φόβο ότι θα υποστεί χρηματοοικονομικές ζημίες, η υποχρέωση του καταναλωτή να καταβάλει χρεωστικούς τόκους ενδέχεται να παραβιάζει τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, ιδίως την απαίτηση περί πρακτικής αποτελεσματικότητας του δικαιώματος υπαναχώρησης, καθώς και την αρχή της απαγόρευσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
36 Τρίτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται ως προς το κύρος των επίμαχων στις διαφορές των κύριων δικών υπαναχωρήσεων.
37 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι από την απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Volkswagen Bank κ.λπ. (C‑33/20, C‑155/20 και C‑187/20, EU:C:2021:736), προκύπτει ότι η προθεσμία υπαναχώρησης αρχίζει να τρέχει μόνον αν το επιτόκιο υπερημερίας έχει αναγραφεί ως συγκεκριμένο ποσοστό και επισημαίνει ότι το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) συμμορφώθηκε με την απόφαση αυτή.
38 Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, επιπλέον, ότι η λύση που έγινε δεκτή με την απόφαση εκείνη δεν ανατράπηκε με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ. (C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014). Επισημαίνει, ωστόσο, ότι το Bundesgerichtshof (Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο) προέβη σε διαφορετική ερμηνεία, κρίνοντας πλέον ότι η μη αναγραφή του επιτοκίου υπερημερίας που ίσχυε κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης πίστωσης υπό τη μορφή συγκεκριμένου ποσοστού δεν εμποδίζει την έναρξη της προθεσμίας υπαναχώρησης. Η συγκεκριμένη ερμηνεία έχει δημιουργήσει αμφιβολίες στο αιτούν δικαστήριο ως προς το κύρος της υπαναχώρησης στις διαφορές των κύριων δικών.
39 Τέλος, τέταρτον, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται εάν είναι δυνατό να χαρακτηριστεί καταχρηστική η άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης που προβλέπει το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48.
40 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τη νομολογία του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου), η άσκηση από τον καταναλωτή του δικαιώματός υπαναχώρησης μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική όταν ο καταναλωτής εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το όχημα έως ότου τα εθνικά δικαστήρια αποφανθούν επί του κύρους της υπαναχώρησης και όταν ο καταναλωτής αρνείται να καταβάλει αποζημίωση για απομείωση της αξίας του οχήματος λόγω της χρήσης του.
41 Σύμφωνα, όμως, με το αιτούν δικαστήριο, η προεκτεθείσα εθνική νομολογία φαίνεται να έρχεται σε αντίθεση με τις αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Volkswagen Bank κ.λπ.. (C‑33/20, C‑155/20 και C‑187/20, EU:C:2021:736), και της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ.. (C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014), με τις οποίες το Δικαστήριο έκρινε ότι η άσκηση από τον καταναλωτή του δικαιώματός υπαναχώρησης που αντλεί από το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική όταν το επιτόκιο υπερημερίας δεν αναγράφεται στη σύμβαση πίστωσης υπό μορφή συγκεκριμένου ποσοστού.
42 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Landgericht Ravensburg (πρωτοδικείο Ravensburg) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Είναι συμβατός με το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας [2008/48], σε περίπτωση υπαναχώρησης από σύμβαση καταναλωτικής πίστης που συνδέεται με σύμβαση πώλησης οχήματος που συνήφθη σε φυσικό κατάστημα, ο υπολογισμός του ποσού της αντισταθμιστικής αποζημίωσης που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής στον πιστωτικό φορέα για την απομείωση της αξίας του χρηματοδοτούμενου οχήματος κατά την επιστροφή του με την αφαίρεση του τιμήματος που κατέβαλε ο έμπορος κατά τον χρόνο επιστροφής του οχήματος από το τίμημα το οποίο είχε λάβει ο έμπορος από τον καταναλωτή κατά τον χρόνο της πώλησης του οχήματος;
2) Προβαίνει η διάταξη του άρθρου 14, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, πρώτη περίοδος, της οδηγίας [2008/48] σε πλήρη εναρμόνιση όσον αφορά τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης που συνδέονται με σύμβαση πώλησης οχήματος και είναι, ως εκ τούτου, δεσμευτική για τα κράτη μέλη;
Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα:
3) Συνάδει με το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας [2008/48], το να υποχρεούται ο δανειολήπτης, μετά από υπαναχώρηση από σύμβαση καταναλωτικής πίστης που συνδέεται με σύμβαση πώλησης οχήματος, να καταβάλει τους συμβατικά συμφωνημένους χρεωστικούς τόκους για το χρονικό διάστημα μεταξύ της καταβολής του ποσού του δανείου στον πωλητή του χρηματοδοτούμενου οχήματος και του χρονικού σημείου της επιστροφής του οχήματος στον πιστωτικό φορέα (ή στον πωλητή);
4) α) Έχει το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας [2008/48], σε συνδυασμό με το άρθρο 14, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας [2008/48], την έννοια ότι η προθεσμία υπαναχώρησης δεν εκκινεί όταν το επιτόκιο υπερημερίας που ισχύει κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης πίστωσης δεν αναγράφεται στη σύμβαση αυτή υπό μορφή συγκεκριμένου ποσοστού;
Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης:
β) Δύναται η μη αναγραφή της πληροφορίας αυτής να επηρεάσει την ικανότητα του μέσου καταναλωτή να εκτιμήσει την έκταση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών του που απορρέουν από την οδηγία ή την απόφασή του να συνάψει τη σύμβαση και, ενδεχομένως, να του στερήσει τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά του υπό τους ίδιους, κατ’ ουσίαν, όρους με εκείνους που θα υπήρχαν εάν η πληροφόρηση ήταν πλήρης και ακριβής;
5) α) Αποκλείεται η προβολή της ένστασης του πιστωτικού φορέα ότι ο καταναλωτής άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμα αυτό λόγω της συμπεριφοράς του μεταξύ της σύναψης της σύμβασης και της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης ή μετά την άσκησή του, όταν το επιτόκιο υπερημερίας που ισχύει κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης πίστωσης δεν αναγράφεται στη σύμβαση αυτή υπό μορφή συγκεκριμένου ποσοστού;
Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης:
β) Μπορεί η εκτίμηση περί καταχρηστικότητας να στηριχθεί ιδίως στις ακόλουθες περιστάσεις:
– ο καταναλωτής εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το χρηματοδοτούμενο όχημα έως ότου κριθεί δικαστικώς το κύρος της υπαναχώρησης·
– ο καταναλωτής αρνείται να καταβάλει αποζημίωση για τη χρήση του οχήματος;»
Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
43 Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 18ης Απριλίου 2023, η διαδικασία στην υπό κρίση υπόθεση ανεστάλη εν αναμονή της αποφάσεως που θα περάτωνε τη δίκη στις τότε συνεκδικαζόμενες υποθέσεις BMW Bank κ.λπ. (C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21).
44 Σύμφωνα με την απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 17ης Δεκεμβρίου 2023, ο Γραμματέας διαβίβασε στο αιτούν δικαστήριο την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ. (C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014), και του ζήτησε να γνωρίσει στο Δικαστήριο αν, λαμβανομένης υπόψη της προαναφερθείσας απόφασης, ενέμενε στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία είχε υποβάλει.
45 Στις 10 Απριλίου 2024 το αιτούν δικαστήριο απάντησε ότι ενέμενε στην αίτησή προδικαστικής αποφάσεως και ότι έκρινε αναγκαίο να προσθέσει νέα ερωτήματα.
46 Κατόπιν συμπληρώσεως της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως την ίδια ημέρα, με την οποία το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε δύο πρόσθετα ερωτήματα, ήτοι το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, η διαδικασία επαναλήφθηκε, με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 16ης Απριλίου 2024.
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του παραδεκτού
47 Πρώτον, η Volkswagen Bank προβάλλει ένσταση απαραδέκτου του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος για τον λόγο ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν έχει εφαρμογή στις περιστάσεις των διαφορών των κύριων δικών. Συγκεκριμένα, υποστηρίζει ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2008/48 δεν ρυθμίζουν τις συνέπειες της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης από σύμβαση πίστωσης συνδεδεμένη με σύμβαση για την προμήθεια αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών. Οι συνέπειες αυτές, ιδίως όσον αφορά την υποχρέωση του αποκτώντος αγαθό το οποίο χρηματοδοτείται κατ’ αυτόν τον τρόπο να καταβάλει αντισταθμιστική αποζημίωση λόγω απομείωσης της αξίας του αγαθού, καθώς και τον τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης αυτής, εμπίπτουν αποκλειστικώς στο εθνικό δίκαιο.
48 Υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο της συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων την οποία καθιερώνει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, απόκειται αποκλειστικώς στο εθνικό δικαστήριο, το οποίο έχει επιληφθεί της διαφοράς και φέρει την ευθύνη για τη δικαστική απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί, να εκτιμήσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υπόθεσης, τόσο την αναγκαιότητα της προδικαστικής απόφασης για την έκδοση της δικής του απόφασης όσο και τη λυσιτέλεια των ερωτημάτων που υποβάλλει στο Δικαστήριο. Επομένως, εφόσον τα προδικαστικά ερωτήματα που έχουν υποβληθεί αφορούν την ερμηνεία κανόνα του δικαίου της Ένωσης, το Δικαστήριο υποχρεούται κατ’ αρχήν να αποφανθεί (βλ. αποφάσεις της 29ης Νοεμβρίου 1978, Redmond, 83/78, EU:C:1978:214, σκέψη 25, και της 11ης Ιανουαρίου 2024, Nárokuj, C‑755/22, EU:C:2024:10, σκέψη 17 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
49 Ως εκ τούτου, συντρέχει τεκμήριο λυσιτέλειας για τα ερωτήματα που αφορούν το δίκαιο της Ένωσης. Το Δικαστήριο μπορεί να αρνηθεί να αποφανθεί επί προδικαστικού ερωτήματος που έχει υποβάλει εθνικό δικαστήριο μόνον όταν είναι πρόδηλο ότι η ζητούμενη ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή με το αντικείμενο της διαφοράς της κύριας δίκης, όταν το πρόβλημα είναι υποθετικής φύσεως ή, ακόμη, όταν το Δικαστήριο δεν διαθέτει τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που είναι αναγκαία προκειμένου να δώσει χρήσιμη απάντηση στα ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί (βλ. αποφάσεις της 7ης Σεπτεμβρίου 1999, Beck και Bergdorf, C‑355/97, EU:C:1999:391, σκέψη 22, και της 11ης Ιανουαρίου 2024, Nárokuj, C‑755/22, EU:C:2024:10, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
50 Τούτο, ωστόσο, δεν ισχύει στην υπό κρίση υπόθεση.
51 Πράγματι, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι οι διαφορές των κύριων δικών, το υποστατό των οποίων δεν αμφισβητείται, αφορούν, αφενός, τον καθορισμό των εννόμων συνεπειών της άσκησης, από τους ενδιαφερόμενους καταναλωτές, του δικαιώματος υπαναχώρησης στο πλαίσιο συμβάσεων πίστωσης συνδεδεμένων με σύμβαση πώλησης οχήματος. Αφετέρου, οι διαφορές αυτές αφορούν τον τρόπο έναρξης της προθεσμίας υπαναχώρησης, όταν δεν έχει αναγραφεί στη σύμβαση πίστωσης, υπό μορφή συγκεκριμένου ποσοστού, το επιτόκιο υπερημερίας, καθώς και την ενδεχομένως καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης.
52 Στο πλαίσιο αυτό, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, κατ’ ουσίαν, ως προς τη συμβατότητα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 της κατά τη γερμανική νομολογία μεθόδου υπολογισμού της αντισταθμιστικής αποζημίωσης λόγω απομείωσης της αξίας αγαθού την οποία οφείλει ο καταναλωτής κατά την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης. Η διάταξη αυτή, την ερμηνεία της οποίας αφορά το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, διέπει το εν λόγω δικαίωμα υπαναχώρησης που παρέχεται στους καταναλωτές.
53 Επομένως, δεν προκύπτει προδήλως ότι η ζητούμενη με το υπό κρίση ερώτημα ερμηνεία της οδηγίας 2008/48 ουδεμία σχέση έχει με το υποστατό ή το αντικείμενο των διαφορών των κύριων δικών ή ότι το πρόβλημα που τίθεται είναι υποθετικής φύσεως. Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, ένσταση στηριζόμενη σε αδυναμία εφαρμογής της διάταξης αυτής στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν αφορά το παραδεκτό της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, αλλά την ουσία των ερωτημάτων [πρβλ. απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 2022, TGSS (Ανεργία οικιακών βοηθών), C‑389/20, EU:C:2022:120, σκέψη 31 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].
54 Συνεπώς, το πρώτο προδικαστικό ερώτημα είναι παραδεκτό.
55 Δεύτερον, η Mercedes-Benz Bank αμφισβητεί το παραδεκτό του τετάρτου και του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος. Υποστηρίζει, αφενός, ότι έχει ήδη δοθεί απάντηση επ’ αυτών με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ. (C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014) και, αφετέρου, ότι το αιτούν δικαστήριο επιδιώκει να θέσει υπό αμφισβήτηση τη νομολογία του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου) σχετικά με τις διατάξεις της οδηγίας 2008/48, όπως αυτές έχουν ερμηνευθεί με την προαναφερθείσα απόφαση. Ως προς το τελευταίο ζήτημα, η Mercedes-Benz Bank υποστηρίζει ότι το αιτούν δικαστήριο επιδιώκει με τον τρόπο αυτό να θέσει υπό αμφισβήτηση τις περιεχόμενες στην ως άνω απόφαση εκτιμήσεις του Δικαστηρίου στηριζόμενο στη δική του ερμηνεία των σχετικών διατάξεων.
56 Εν προκειμένω, με το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο ερμηνεία του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας 2008/48 όσον αφορά την απαίτηση αναγραφής του επιτοκίου υπερημερίας στη σύμβαση πίστωσης και του άρθρου 14, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας όσον αφορά τον καθορισμό του χρονικού σημείου έναρξης της προθεσμίας υπαναχώρησης των δεκατεσσάρων ημερών. Τα δύο αυτά ερωτήματα αφορούν, αντιστοίχως, τις λεπτομέρειες έναρξης της προθεσμίας υπαναχώρησης και τη δυνατότητα χαρακτηρισμού της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης ως καταχρηστικής.
57 Υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι, ακόμη και στην περίπτωση κατά την οποία υφίσταται νομολογία του Δικαστηρίου επιλύουσα το επίμαχο νομικό ζήτημα, τα εθνικά δικαστήρια διατηρούν πλήρως την ευχέρεια να υποβάλλουν αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο, εάν το κρίνουν σκόπιμο, το δε γεγονός ότι οι διατάξεις των οποίων ζητείται η ερμηνεία έχουν ήδη ερμηνευθεί από το Δικαστήριο δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να αποφανθεί εκ νέου (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Consorzio Italian Management και Catania Multiservizi, C‑561/19, EU:C:2021:799, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
58 Περαιτέρω, το τεκμήριο λυσιτέλειας περί του οποίου γίνεται λόγος στη σκέψη 49 της παρούσας απόφασης δεν μπορεί να ανατραπεί από το γεγονός και μόνον ότι ένας από τους διαδίκους της κύριας δίκης αμφισβητεί την ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης στην οποία προβαίνει το αιτούν δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που έχουν ήδη ερμηνευτεί από το Δικαστήριο (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, OTP Bank και OTP Faktoring, C‑51/17, EU:C:2018:750, σκέψη 41).
59 Τέλος, το εθνικό δικαστήριο το οποίο δεν αποφαίνεται σε τελευταίο βαθμό πρέπει να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ερωτήματα που το απασχολούν, εφόσον κρίνει ότι η νομική εκτίμηση στην οποία έχει προβεί ανώτερο δικαστήριο ενδέχεται να το υποχρεώσει να εκδώσει απόφαση αντίθετη προς το δίκαιο της Ένωσης (βλ. αποφάσεις της 16ης Ιανουαρίου 1974, Rheinmühlen-Düsseldorf, 166/73, EU:C:1974:3, σκέψη 4, και της 18ης Μαΐου 2021, Asociaţia «Forumul Judecătorilor din România» κ.λπ., C‑83/19, C‑127/19, C‑195/19, C‑291/19, C‑355/19 και C‑397/19, EU:C:2021:393, σκέψη 133 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
60 Κατά συνέπεια, το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα είναι επίσης παραδεκτά.
Επί της ουσίας
61 Επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, να εξεταστούν το τέταρτο και το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, καθόσον αφορούν, αντιστοίχως, το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας υπαναχώρησης στην περίπτωση συμβάσεων πίστωσης συνδεδεμένων με σύμβαση πώλησης οχήματος και τη δυνατότητα χαρακτηρισμού της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης ως καταχρηστικής. Το πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία αφορούν, κατ’ ουσίαν, τις συνέπειες της υπαναχώρησης, θα εξεταστούν σε δεύτερο στάδιο.
Επί του τετάρτου προδικαστικού ερωτήματος
62 Με το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιβʹ, και το άρθρο 14, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/48 έχουν την έννοια ότι η κατά το εν λόγω άρθρο 14, παράγραφος 1, προθεσμία υπαναχώρησης αρχίζει να τρέχει μόνον εφόσον αναγράφεται στη σύμβαση πίστωσης, υπό μορφή συγκεκριμένου ποσοστού, το επιτόκιο υπερημερίας που ίσχυε κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης αυτής. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η μη αναγραφή της πληροφορίας αυτής δύναται να επηρεάσει την ικανότητα του καταναλωτή να εκτιμήσει την έκταση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεών του που απορρέουν από την οδηγία ή την απόφασή του να συνάψει τη σύμβαση και να του στερήσει ενδεχομένως τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά του υπό τις ίδιες κατ’ ουσίαν συνθήκες με εκείνες που θα επικρατούσαν εάν η πληροφορία αυτή είχε παρασχεθεί κατά τρόπο πλήρη και ακριβή.
63 Από το άρθρο 14, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/48 προκύπτει ότι η προθεσμία υπαναχώρησης των δεκατεσσάρων ημερών αρχίζει να τρέχει το πρώτον από την ημέρα κατά την οποία ο καταναλωτής έλαβε, μεταξύ άλλων, τις πληροφορίες που προβλέπει το άρθρο 10 της οδηγίας, εάν η ημέρα αυτή είναι μεταγενέστερη από την ημερομηνία σύναψης της σύμβασης πίστωσης.
64 Σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας 2008/48, η σύμβαση πίστωσης πρέπει να προσδιορίζει, με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο, το εφαρμοστέο επιτόκιο υπερημερίας όπως ισχύει τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης και τις ρυθμίσεις για την προσαρμογή του, και, κατά περίπτωση, τα έξοδα για αθέτηση καταβολής.
65 Υπενθυμίζεται ότι το σύστημα προστασίας που θεσπίστηκε με την οδηγία 2008/48 στηρίζεται στην αντίληψη ότι ο καταναλωτής βρίσκεται σε ασθενέστερη θέση έναντι του επαγγελματία τόσο ως προς τη διαπραγματευτική του ισχύ όσο και ως προς το επίπεδο πληροφόρησης, κατάσταση που τον οδηγεί να προσχωρεί στους όρους που έχει εκ των προτέρων καταρτίσει ο επαγγελματίας, χωρίς να μπορεί να ασκήσει οποιαδήποτε επιρροή στο περιεχόμενο των όρων αυτών (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 259 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
66 Οι πληροφορίες που παρέχονται πριν από τη σύναψη αλλά και ταυτόχρονα με τη σύναψη μιας σύμβασης και οι οποίες αφορούν τους συμβατικούς όρους και τις έννομες συνέπειες της εν λόγω σύναψης είναι θεμελιώδους σημασίας για τον καταναλωτή. Βάσει ιδίως των πληροφοριών αυτών ο καταναλωτής αποφασίζει αν επιθυμεί να δεσμευτεί από τους όρους που έχει διατυπώσει εκ των προτέρων ο επαγγελματίας (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 260 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
67 Συναφώς, η υποχρέωση παροχής πληροφοριών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, συμβάλλει στην επίτευξη του επιδιωκόμενου με την οδηγία αυτή σκοπού, ο οποίος συνίσταται, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές της σκέψεις 7 και 9, στη θέσπιση, στον τομέα της καταναλωτικής πίστης, πλήρους και υποχρεωτικής εναρμόνισης σε ορισμένους βασικούς τομείς, η οποία κρίνεται αναγκαία προκειμένου να διασφαλιστεί υψηλό και ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των συμφερόντων όλων των καταναλωτών στην Ένωση και να διευκολυνθεί στον τομέα της καταναλωτικής πίστης η δημιουργία εσωτερικής αγοράς με εύρυθμη λειτουργία (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 262 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
68 Πράγματι, από το άρθρο 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψης 31 της οδηγίας, προκύπτει ότι η απαίτηση να αναγράφονται, σε σύμβαση πίστωσης που καταρτίζεται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, κατά τρόπο σαφή και συνοπτικό, τα στοιχεία που αναφέρονται στη διάταξη αυτή είναι αναγκαία προκειμένου ο καταναλωτής να είναι σε θέση να γνωρίζει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Η γνώση και η επαρκής κατανόηση από τον καταναλωτή των στοιχείων που πρέπει να περιλαμβάνει υποχρεωτικώς η σύμβαση πίστωσης είναι αναγκαίες για την ομαλή εκτέλεση της σύμβασης αυτής και, ιδίως, για την άσκηση των δικαιωμάτων του καταναλωτή (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 263 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
69 Στο πλαίσιο αυτό, όταν πληροφορία παρεχόμενη από τον πιστωτικό φορέα στον καταναλωτή δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 2, της οδηγίας 2008/48 αποδεικνύεται ελλιπής ή εσφαλμένη, η προθεσμία υπαναχώρησης αρχίζει μόνον εφόσον ο ελλιπής ή εσφαλμένος χαρακτήρας της πληροφορίας αυτής δεν δύναται να επηρεάσει την ικανότητα του καταναλωτή να εκτιμήσει την έκταση των δικαιωμάτων και υποχρεώσεών του δυνάμει της εν λόγω οδηγίας, ούτε την απόφασή του να συνάψει τη σύμβαση, και να του στερήσει ενδεχομένως τη δυνατότητα να ασκήσει τα δικαιώματά του υπό τις ίδιες κατ’ ουσίαν συνθήκες με εκείνες που θα επικρατούσαν εάν η πληροφορία αυτή είχε παρασχεθεί κατά τρόπο πλήρη και ακριβή (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 265 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
70 Πάντως, μια κατάσταση που χαρακτηρίζεται από την παροχή ελλιπών ή ανακριβών πληροφοριών πρέπει να διακρίνεται από την περίπτωση κατά την οποία δεν παρασχέθηκε η απαιτούμενη πληροφορία (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 264).
71 Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι σε καμία από τις επίμαχες στην κύρια δίκη συμβάσεις πίστωσης δεν αναγραφόταν, υπό τη μορφή συγκεκριμένου ποσοστού, το επιτόκιο υπερημερίας που ίσχυε κατά τον χρόνο σύναψης των συμβάσεων αυτών. Ούτε από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι η πληροφορία αυτή ανακοινώθηκε στους ενδιαφερόμενους καταναλωτές μετά τη σύναψη των συμβάσεων.
72 Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι η υποχρέωση προσδιορισμού στη σύμβαση πίστωσης του συγκεκριμένου επιτοκίου υπερημερίας, εκφραζόμενου σε ποσοστό, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας 2008/48, παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα να γνωρίζει τις συνέπειες της ενδεχόμενης καθυστέρησης πληρωμής του. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η σύμβαση πίστωσης πρέπει να προσδιορίζει, υπό μορφή συγκεκριμένου ποσοστού, το επιτόκιο υπερημερίας όπως ισχύει τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης και πρέπει να αναλύει επακριβώς τον μηχανισμό προσαρμογής του επιτοκίου αυτού (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Volkswagen Bank κ.λπ., C‑33/20, C‑155/20 και C‑187/20, EU:C:2021:736, σκέψεις 92 και 95).
73 Πράγματι, προκύπτει ότι η αναγραφή, στο πλαίσιο σύμβασης πίστωσης, του επιτοκίου υπερημερίας που ισχύει σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής, υπό μορφή συγκεκριμένου ποσοστού, είναι απαραίτητη προκειμένου ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει την έκταση των συμβατικών του δεσμεύσεων, ιδίως όσον αφορά τις χρηματοοικονομικές συνέπειες που ενδεχομένως απορρέουν από την αθέτηση της υποχρέωσης πληρωμής την οποία υπέχει ή από την καθυστερημένη εκτέλεση της υποχρέωσης αυτής. Η συγκεκριμένη πληροφορία είναι για τον λόγο αυτόν, ικανή να επηρεάσει όχι μόνον την απόφαση του καταναλωτή να συνάψει τη σύμβαση, αλλά και την ικανότητά του να οργανώσει τη διαχείριση της αποπληρωμής του συναφθέντος δανείου.
74 Κατά συνέπεια, όταν δεν αναγράφεται στη σύμβαση πίστωσης, υπό μορφή συγκεκριμένου ποσοστού, το επιτόκιο υπερημερίας το οποίο ισχύει κατά τον χρόνο που συνάπτεται η σύμβαση, η κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 προθεσμία υπαναχώρησης δεν αρχίζει να τρέχει πριν να ανακοινωθεί η πληροφορία αυτή στον καταναλωτή (πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Volkswagen Bank κ.λπ., C‑33/20, C‑155/20 και C‑187/20, EU:C:2021:736, σκέψη 117).
75 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιβʹ, και το άρθρο 14, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/48 έχουν την έννοια ότι η κατά το εν λόγω άρθρο 14, παράγραφος 1, προθεσμία υπαναχώρησης, δεν αρχίζει να τρέχει όταν δεν αναγράφεται στη σύμβαση πίστωσης, υπό μορφή συγκεκριμένου ποσοστού, το επιτόκιο υπερημερίας το οποίο ισχύει κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, και τούτο για όσο χρονικό διάστημα η πληροφορία αυτή δεν έχει γνωστοποιηθεί προσηκόντως στον καταναλωτή.
Επί του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος
76 Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται στη δυνατότητα του πιστωτικού φορέα να προβάλει εγκύρως καταχρηστική άσκηση, από τον καταναλωτή, του κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, δικαιώματος υπαναχώρησης, εξαιτίας της συμπεριφοράς που επέδειξε ο καταναλωτής κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της σύναψης της σύμβασης και της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης, ή ακόμη και μετά την υπαναχώρηση, όταν δεν αναγράφεται στη σύμβαση πίστωσης, κατά παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας, υπό μορφή συγκεκριμένου ποσοστού, το επιτόκιο υπερημερίας το οποίο ισχύει κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης. Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η εκτίμηση περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος μπορεί να στηριχθεί σε περιστάσεις κατά τις οποίες ο καταναλωτής εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το όχημα έως ότου τα εθνικά δικαστήρια αποφανθούν επί του κύρους της υπαναχώρησης και ο καταναλωτής αρνείται να καταβάλει αντισταθμιστική αποζημίωση λόγω απομείωσης της αξίας του εν λόγω οχήματος.
77 Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι η οδηγία 2008/48 δεν περιέχει διατάξεις οι οποίες να διέπουν το ζήτημα της καταχρηστικής άσκησης, από τον καταναλωτή, των δικαιωμάτων που του απονέμει η οδηγία αυτή (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 280 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
78 Ωστόσο, κατά πάγια νομολογία, στο πλαίσιο του δικαίου της Ένωσης υφίσταται γενική αρχή του δικαίου σύμφωνα με την οποία οι πολίτες δεν μπορούν να επικαλούνται δολίως ή καταχρηστικώς τους κανόνες του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 281 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
79 Η τήρηση της γενικής αυτής αρχής του δικαίου επιβάλλεται στους πολίτες. Πράγματι, η εφαρμογή της νομοθεσίας της Ένωσης δεν μπορεί να επεκτείνεται μέχρι σημείου που να καλύπτει τις πράξεις που διενεργούνται με σκοπό τη δόλια ή καταχρηστική εκμετάλλευση των πλεονεκτημάτων που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 282 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
80 Ως εκ τούτου, από την αρχή αυτή προκύπτει ότι κράτος μέλος οφείλει να αρνείται το ευεργέτημα των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης, ακόμη και ελλείψει εθνικών διατάξεων που να προβλέπουν τέτοια άρνηση, όταν αυτές δεν προβάλλονται προκειμένου να επιτευχθούν οι σκοποί των εν λόγω διατάξεων, αλλά προκειμένου να αντληθεί όφελος από το δίκαιο της Ένωσης, ενώ δεν πληρούνται παρά μόνον τυπικώς οι αντικειμενικές προϋποθέσεις που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης για την παροχή του οφέλους αυτού (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 283 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
81 Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να αποδειχθεί η ύπαρξη καταχρηστικής πρακτικής, απαιτείται αφενός μεν η συνδρομή ενός συνόλου αντικειμενικών περιστάσεων από τις οποίες να προκύπτει ότι, παρά την τυπική τήρηση των προϋποθέσεων που προβλέπει η νομοθεσία της Ένωσης, δεν επιτεύχθηκε ο επιδιωκόμενος με τη νομοθεσία αυτή σκοπός, αφετέρου δε η ύπαρξη ενός υποκειμενικού στοιχείου, το οποίο συνίσταται στη βούληση του ενδιαφερομένου να αποκομίσει όφελος από τη νομοθεσία της Ένωσης δημιουργώντας τεχνητά τις προϋποθέσεις που είναι αναγκαίες προκειμένου να αντλήσει το όφελος αυτό (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 285 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
82 Απόκειται, εν τέλει, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει την ύπαρξη καταχρηστικής πρακτικής στις διαφορές που εκκρεμούν ενώπιόν του, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις των συγκεκριμένων υποθέσεων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που είναι μεταγενέστερα της πράξης για την οποία προβάλλεται ο καταχρηστικός χαρακτήρας (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 286 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Ωστόσο, το Δικαστήριο μπορεί να καθοδηγήσει το εθνικό δικαστήριο στην εκτίμησή του.
83 Συναφώς, από τη νομολογία απορρέει ότι ο πιστωτικός φορέας δεν μπορεί εγκύρως να θεωρήσει ότι, λόγω της παρόδου σημαντικού χρονικού διαστήματος μεταξύ της σύναψης της σύμβασης και της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, ο καταναλωτής άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμά του υπαναχώρησης σε περίπτωση που κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας υποχρεωτικές πληροφορίες δεν περιλαμβανόταν στη σύμβαση πίστωσης ούτε γνωστοποιήθηκε προσηκόντως εκ των υστέρων, ανεξαρτήτως του αν ο καταναλωτής αγνοούσε την ύπαρξη του δικαιώματός του υπαναχώρησης (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2021, Volkswagen Bank κ.λπ., C‑33/20, C‑155/20 και C‑187/20, EU:C:2021:736, σκέψη 127).
84 Ως εκ τούτου, ο πιστωτικός φορέας δεν μπορεί να επικαλεστεί καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης σε περίπτωση που δεν αναγράφεται στη σύμβαση πίστωσης, υπό μορφή συγκεκριμένου ποσοστού, το επιτόκιο υπερημερίας το οποίο ισχύει κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, όπερ συγκαταλέγεται μεταξύ των υποχρεωτικών πληροφοριών. Πράγματι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 75 της παρούσας απόφασης, η προθεσμία υπαναχώρησης δεν αρχίζει να τρέχει σε μια τέτοια περίπτωση.
85 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο σκέλος του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι ο πιστωτικός φορέας δεν μπορεί να προβάλει εγκύρως καταχρηστική άσκηση, εκ μέρους του καταναλωτή, του κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, δικαιώματος υπαναχώρησης λόγω συμπεριφοράς που επέδειξε ο καταναλωτής κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της σύναψης της σύμβασης και της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης, ή ακόμη και μετά την υπαναχώρηση, όταν δεν αναγραφόταν στη σύμβαση πίστωσης κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας αυτής, υπό μορφή συγκεκριμένου ποσοστού, το επιτόκιο υπερημερίας που ίσχυε κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, ούτε γνωστοποιήθηκε προσηκόντως εκ των υστέρων.
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
86 Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία κατά την οποία, σε περίπτωση άσκησης από τον καταναλωτή του δικαιώματος υπαναχώρησης από σύμβαση πίστωσης συνδεδεμένη με σύμβαση πώλησης οχήματος, το ποσό της αντισταθμιστικής αποζημίωσης λόγω απομείωσης της αξίας που οφείλει ο καταναλωτής στον πιστωτικό φορέα κατά την επιστροφή του οχήματος υπολογίζεται κατόπιν αφαίρεσης από το τίμημα που έλαβε ο έμπορος από τον καταναλωτή κατά τον χρόνο πώλησης του οχήματος της τιμής αγοράς που καταβάλλει ο έμπορος κατά τον χρόνο επιστροφής του οχήματος.
87 Κατά το άρθρο 3, στοιχείο ιδʹ, της οδηγίας 2008/48, ως «συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης» ορίζεται η σύμβαση πίστωσης στην οποία η εν λόγω πίστωση χρησιμεύει αποκλειστικά για τη χρηματοδότηση σύμβασης που αφορά, μεταξύ άλλων, την προμήθεια αγαθών, υπό την προϋπόθεση ότι οι δύο αυτές συμβάσεις συνιστούν αντικειμενικά μία οικονομική ενότητα.
88 Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι οι επίμαχες στις υποθέσεις των κύριων δικών συμβάσεις πίστωσης χρησίμευσαν για την αγορά αυτοκινήτων οχημάτων για ιδιωτική χρήση. Προκύπτει επίσης ότι τα ποσά των πιστώσεων καταβλήθηκαν απευθείας στους εμπόρους αυτοκινήτων από τους οποίους αγοράστηκαν τα οχήματα. Κατά συνέπεια, οι συμβάσεις αυτές εμπίπτουν στην έννοια της «συνδεδεμένης σύμβασης πίστωσης» του άρθρου 3, στοιχείο ιδʹ, της οδηγίας 2008/48.
89 Όσον αφορά το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, το άρθρο αυτό προβλέπει ότι ο καταναλωτής διαθέτει προθεσμία δεκατεσσάρων ημερολογιακών ημερών για να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση πίστωσης χωρίς να αναφέρει τους λόγους. Ωστόσο, η οδηγία 2008/48 δεν περιέχει διατάξεις οι οποίες να ρυθμίζουν τις συνέπειες της άσκησης από τον καταναλωτή του δικαιώματος υπαναχώρησης από συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης επί της σύμβασης προμήθειας αγαθών. Εξάλλου, κατά την αιτιολογική σκέψη 35 της οδηγίας αυτής, η οδηγία εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων των κρατών μελών που ρυθμίζουν ζητήματα τα οποία αφορούν την επιστροφή του αγαθού που χρηματοδοτείται από την πίστωση ή τα συναφή ζητήματα (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 302).
90 Ελλείψει σχετικής ειδικής νομοθεσίας της Ένωσης, οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής της προστασίας των καταναλωτών την οποία προβλέπει η οδηγία 2008/48 εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας τους. Ωστόσο, οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις εσωτερικής φύσεως (αρχή της ισοδυναμίας) ούτε να διαμορφώνονται κατά τρόπο ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Paribas Personal Finance, C‑776/21 έως C‑782/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 303 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
91 Όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικότητας, μόνη αρχή που ασκεί επιρροή στην υπό κρίση υπόθεση, από τη νομολογία προκύπτει ότι κάθε περίπτωση στην οποία τίθεται το ζήτημα αν εθνική δικονομική διάταξη καθιστά αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης πρέπει να εξετάζεται λαμβανομένης υπόψη της θέσης της διάταξης αυτής στην όλη διαδικασία ενώπιον των διαφόρων εθνικών οργάνων, της εξέλιξης της διαδικασίας και των ιδιαιτεροτήτων της. Υπό το πρίσμα αυτό, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, εφόσον παρίσταται ανάγκη, οι αρχές που αποτελούν τη βάση του εθνικού δικαιοδοτικού συστήματος, όπως η προστασία των δικαιωμάτων άμυνας, η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η εύρυθμη διεξαγωγή της διαδικασίας (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 304 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
92 Επομένως, οι εθνικές διατάξεις και η εθνική νομολογία που τις θέτει ενδεχομένως σε εφαρμογή, με τις οποίες ρυθμίζονται οι συνέπειες της άσκησης από τον καταναλωτή του δικαιώματός υπαναχώρησης από συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης επί της σύμβασης προμήθειας αγαθών, δεν μπορούν να θίξουν τη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος υπαναχώρησης που προβλέπεται στο άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48.
93 Εν προκειμένω, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει, πρώτον, ότι, δυνάμει του άρθρου 357, παράγραφος 7, του BGB, ο καταναλωτής υποχρεούται να καταβάλει αντισταθμιστική αποζημίωση για την απομείωση της αξίας του αγαθού όταν αυτή οφείλεται σε χειρισμό του αγαθού ο οποίος δεν ήταν αναγκαίος για τη διαπίστωση της φύσης, των χαρακτηριστικών και της λειτουργίας του, υπό την προϋπόθεση ότι ο επαγγελματίας έχει ενημερώσει τον καταναλωτή για το δικαίωμά του υπαναχώρησης. Δεύτερον, κατά τη νομολογία του Bundesgerichtshof (Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου), το ποσό της εν λόγω αντισταθμιστικής αποζημίωσης υπολογίζεται, υπό περιστάσεις όπως αυτές των υποθέσεων των κύριων δικών, κατόπιν αφαίρεσης από το τίμημα που έλαβε ο έμπορος από τον καταναλωτή κατά τον χρόνο πώλησης του οχήματος της τιμής αγοράς που καταβάλλει ο έμπορος κατά τον χρόνο επιστροφής του οχήματος.
94 Σύμφωνα όμως με τα στοιχεία που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο, η ως άνω μέθοδος υπολογισμού στηρίζεται σε διαφορετικές αγοραίες αξίες, οι οποίες αποτελούν το προϊόν συναλλαγών που πραγματοποιούνται σε διαφορετικές αγορές, ήτοι, αφενός, στην αγορά όπου οι έμποροι πωλούν και, αφετέρου, στην αγορά όπου οι έμποροι αγοράζουν. Σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, η εν λόγω μέθοδος επιβαρύνει τον καταναλωτή όχι μόνο με την αντιστάθμιση της απομείωσης της αξίας που προκύπτει από τη χρήση του οχήματος, αλλά και με τα έξοδα μεταπώλησης, το περιθώριο κέρδους, καθώς και τον φόρο προστιθεμένης αξίας. Στην πραγματικότητα πρόκειται για επιβαρύνσεις συμφυείς με την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης, ανεξάρτητες από την οποιαδήποτε χρήση του οχήματος από τον καταναλωτή. Κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με επιβολή στον καταναλωτή υποχρέωσης καταβολής αποζημίωσης απλώς και μόνον επειδή άσκησε το δικαίωμα υπαναχώρησης. Εντεύθεν συνάγεται ότι το ποσό της εν λόγω αποζημίωσης μπορεί να αποδειχθεί υψηλό, ακόμη και στην περίπτωση που το όχημα ουδέποτε ταξινομήθηκε, ούτε χρησιμοποιήθηκε πριν από την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης.
95 Συναφώς, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έκρινε, όσον αφορά το δικαίωμα υπαναχώρησης που προβλέπει η οδηγία 97/7 σε περίπτωση σύναψης εξ αποστάσεως σύμβασης, ότι η αρμοδιότητα που αναγνωρίζεται στα κράτη μέλη για τον καθορισμό των διατυπώσεων και όρων που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος αυτού πρέπει να ασκείται τηρουμένου του σκοπού της οδηγίας αυτής και δεν πρέπει να θίγει τη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος αυτού. Αυτό θα συνέβαινε, όμως, αν το ύψος μίας αποζημίωσης λόγω απομείωσης της αξίας του αγαθού, η οποία οφείλεται από τον καταναλωτή στον πιστωτικό φορέα κατά την επιστροφή του αγαθού, ήταν δυσανάλογο σε σχέση με την τιμή αγοράς του εν λόγω αγαθού (πρβλ. απόφαση της 3ης Σεπτεμβρίου 2009, Messner, C‑489/07, EU:C:2009:502, σκέψη 27).
96 Ίδια ερμηνεία προσήκει και στην περίπτωση της οδηγίας 2008/48. Πράγματι, όπως προέβλεπε η οδηγία 97/7, της οποίας η δέκατη τέταρτη αιτιολογική σκέψη όριζε ότι απόκειται στα κράτη μέλη να καθορίσουν τις λοιπές διατυπώσεις και όρους που διέπουν την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης, η οδηγία 2008/48 παρέχει στα κράτη μέλη περιθώριο χειρισμών, δεδομένου ότι, όπως ήδη επισημάνθηκε στη σκέψη 89 της παρούσας απόφασης, τους ανέθεσε τη μέριμνα να ρυθμίσουν τα ζητήματα που αφορούν την επιστροφή του χρηματοδοτούμενου με την πίστωση αγαθού ή κάθε άλλο συναφές ζήτημα. Επιπλέον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 92 της παρούσας απόφασης, η αρχή της αποτελεσματικότητας επιτάσσει οι εθνικές διατάξεις με τις οποίες ρυθμίζονται οι συνέπειες της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης να μη θίγουν τη χρησιμότητα και την αποτελεσματικότητα του δικαιώματος αυτού, σε σημείο που να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκησή του.
97 Η εκτίμηση του αναλογικού χαρακτήρα της αντισταθμιστικής αποζημίωσης που ενδέχεται να απαιτηθεί από τον καταναλωτή κατόπιν της άσκησης του δικαιώματός υπαναχώρησης πρέπει να πραγματοποιείται έπειτα από εμπεριστατωμένη ανάλυση, λαμβανομένων υπόψη των λεπτομερειών που προσιδιάζουν στη χρήση του οικείου αγαθού και της κατάστασης του οχήματος κατά τον χρόνο της επιστροφής του, ιδίως όσον αφορά ενδεχόμενη μηχανική φθορά ή αισθητική αλλοίωση που προκύπτει από τη χρήση αυτή. Το γεγονός και μόνον ότι η κατ’ αυτόν τον τρόπο καθοριζόμενη αντισταθμιστική αποζημίωση μπορεί να είναι υψηλή σε σχέση με την τιμή αγοράς του οχήματος από τον καταναλωτή δεν μπορεί, αυτό καθεαυτό, να αποδείξει ότι η αποζημίωση είναι δυσανάλογη και ότι η μέθοδος υπολογισμού της καθιστά πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης, υπό την προϋπόθεση ότι το ποσό της εν λόγω αποζημίωσης αντανακλά αντικειμενικά την πραγματική απομείωση της αξίας του οχήματος, η οποία προκύπτει από τη χρήση του από τον καταναλωτή και από την κατάστασή του κατά τον χρόνο της επιστροφής του.
98 Αντιθέτως, υπό την επιφύλαξη των εξακριβώσεων στις οποίες οφείλει να προβεί το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι μέθοδος υπολογισμού στηριζόμενη αποκλειστικώς στη διαπιστούμενη διαφορά μεταξύ της τιμής αγοράς και της τιμής μεταπώλησης του οχήματος, η οποία περιλαμβάνει στοιχεία εξωγενή προς τη χρήση του οχήματος, όπως τα εμπορικά περιθώρια κέρδους και τα έξοδα μεταπώλησης –τα οποία καθορίζονται μονομερώς από τον έμπορο αυτοκινήτων– καθώς και τον φόρο προστιθέμενης αξίας, δεν καθιστά δυνατή την εκτίμηση της απομείωσης της αξίας του οχήματος εξαιτίας της χρήσης του από τον καταναλωτή. Επιπλέον, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, τα στοιχεία αυτά αφορούν ακόμη και την περίπτωση κατά την οποία το όχημα δεν ταξινομήθηκε ούτε χρησιμοποιήθηκε πριν από την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης. Επομένως, η συγκεκριμένη μέθοδος φαίνεται να επιβάλλει στον καταναλωτή επιβάρυνση η οποία απορρέει αποκλειστικά από την άσκηση του δικαιώματός του υπαναχώρησης.
99 Υπό τις συνθήκες αυτές, μέθοδος υπολογισμού αντισταθμιστικής αποζημίωσης λόγω απομείωσης της αξίας αγαθού όπως η επίμαχη στις διαφορές των κύριων δικών μπορεί να οδηγήσει σε ποσό αποζημίωσης δυσανάλογο σε σχέση με την τιμή αγοράς του αγαθού αυτού και να καταστήσει πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης.
100 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική νομολογία κατά την οποία, σε περίπτωση άσκησης από τον καταναλωτή του δικαιώματος υπαναχώρησης από σύμβαση πίστωσης συνδεδεμένη με σύμβαση πώλησης οχήματος, το ποσό της αντισταθμιστικής αποζημίωσης λόγω απομείωσης της αξίας την οποία οφείλει ο καταναλωτής στον πιστωτικό φορέα κατά την επιστροφή του οχήματος υπολογίζεται κατόπιν αφαίρεσης από το τίμημα που έλαβε ο έμπορος από τον καταναλωτή κατά τον χρόνο πώλησης του οχήματος της τιμής αγοράς που καταβάλλει ο έμπορος κατά τον χρόνο επιστροφής του οχήματος, στο μέτρο που αυτή η μέθοδος υπολογισμού περιλαμβάνει στοιχεία εξωγενή προς τη χρήση του οχήματος από τον καταναλωτή.
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
101 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν, λαμβανομένου υπόψη του άρθρου 14, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/48, η οδηγία αυτή έχει την έννοια ότι προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με τις συνέπειες της άσκησης, από τον καταναλωτή, του δικαιώματός υπαναχώρησης από σύμβαση πίστωσης συνδεδεμένη με σύμβαση πώλησης οχήματος.
102 Συναφώς, επισημαίνεται, πρώτον, ότι από το άρθρο 22, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των αιτιολογικών σκέψεων 9 και 10 αυτής, προκύπτει ότι, όσον αφορά τις συμβάσεις πίστωσης που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, η οδηγία αυτή προβλέπει πλήρη εναρμόνιση και, όπως προκύπτει από τον τίτλο του άρθρου 22, είναι αναγκαστικού χαρακτήρα. Επομένως, στους τομείς που καλύπτονται ειδικώς από την εν λόγω εναρμόνιση τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να διατηρούν ή να θεσπίζουν εθνικές διατάξεις διαφορετικές από εκείνες που προβλέπει η οδηγία 2008/48 (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 295 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
103 Το άρθρο 2, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 προβλέπει ότι η οδηγία αυτή εφαρμόζεται στις συμβάσεις πίστωσης και, όπως προκύπτει από το άρθρο 3, στοιχείο ιδʹ, της ίδιας οδηγίας, του οποίου το γράμμα υπενθυμίζεται στη σκέψη 87 της παρούσας απόφασης, εμπίπτουν στην κατηγορία των «συμβάσεων πίστωσης» οι «συνδεδεμένες συμβάσεις πίστωσης». Εντεύθεν απορρέει ότι οι συνδεδεμένες συμβάσεις πίστωσης, κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 3, στοιχείο ιδʹ, δεν εξαιρούνται, εκ του αντικειμένου τους και μόνον, από το πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/48.
104 Ωστόσο, το άρθρο 14, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/48 απλώς προβλέπει ότι, εάν ο καταναλωτής ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης, πρέπει να καταβάλει στον πιστωτικό φορέα το κεφάλαιο και τους δεδουλευμένους τόκους επί του κεφαλαίου αυτού από την ημερομηνία ανάληψης της πίστωσης μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης του κεφαλαίου στον πιστωτικό φορέα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το αργότερο εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την αποστολή της κοινοποίησης της υπαναχώρησης στον πιστωτικό φορέα. Οι τόκοι υπολογίζονται βάσει του συμφωνηθέντος χρεωστικού επιτοκίου.
105 Δεύτερον, υπογραμμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 89 της παρούσας απόφασης, η οδηγία 2008/48 δεν περιέχει διατάξεις οι οποίες να ρυθμίζουν τις συνέπειες της άσκησης από τον καταναλωτή του δικαιώματος υπαναχώρησης από συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης επί της σύμβασης προμήθειας αγαθών. Εξάλλου, η οδηγία αυτή, κατά την αιτιολογική σκέψη 35 αυτής, εφαρμόζεται με την επιφύλαξη των διατάξεων των κρατών μελών που ρυθμίζουν ζητήματα τα οποία αφορούν την επιστροφή του αγαθού που χρηματοδοτείται από την πίστωση ή τα συναφή ζητήματα (απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2023, BMW Bank κ.λπ., C‑38/21, C‑47/21 και C‑232/21, EU:C:2023:1014, σκέψη 302).
106 Εν συνεχεία, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 34 και 37 των προτάσεών του, το άρθρο 14, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/48 δεν παρέχει διευκρινίσεις σχετικά με την τύχη του χρηματοδοτούμενου αγαθού ή σχετικά με τις ενδεχόμενες αλληλεπιδράσεις μεταξύ της συνδεδεμένης σύμβασης πίστωσης και της σύμβασης πώλησης του οχήματος. Η μόνη διάταξη της οδηγίας αυτής η οποία αναφέρεται στις συνέπειες της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης σε περίπτωση συνδεδεμένης πίστωσης, ήτοι το άρθρο 15, παράγραφος 1, αφορά την περίπτωση κατά την οποία ο καταναλωτής ασκεί το δικαίωμα αυτό, το οποίο προβλέπεται από το δίκαιο της Ένωσης, στο πλαίσιο σύμβασης για την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών. Αντιθέτως, καμία διάταξη της οδηγίας 2008/48 δεν ρυθμίζει την περίπτωση κατά την οποία το ασκηθέν από τον καταναλωτή δικαίωμα υπαναχώρησης αφορά την ίδια τη συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης.
107 Τέλος, όπως ήδη υπομνήσθηκε στη σκέψη 90 της παρούσας απόφασης, ελλείψει σχετικής ειδικής νομοθεσίας της Ένωσης, οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής της προστασίας των καταναλωτών την οποία προβλέπει η οδηγία 2008/48 εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών δυνάμει της αρχής της δικονομικής αυτονομίας τους. Ωστόσο, οι κανόνες αυτοί δεν μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που διέπουν παρόμοιες καταστάσεις εσωτερικής φύσης (αρχή της ισοδυναμίας), ούτε να διαμορφώνονται κατά τρόπο ώστε να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που απονέμει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας).
108 Επομένως, ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να διασφαλίσει ότι η άσκηση του δικαιώματος υπαναχώρησης είναι αποτελεσματική, παρέχοντας παράλληλα στα κράτη μέλη περιθώριο εκτιμήσεως όσον αφορά την εφαρμογή της υπαναχώρησης στο ειδικό πλαίσιο της συνδεδεμένης σύμβασης πίστωσης. Επομένως, η οδηγία 2008/48 δεν προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση του συνόλου των εννόμων συνεπειών που ενδέχεται να απορρέουν από την υπαναχώρηση από μια τέτοια σύμβαση.
109 Ως εκ τούτου, απόκειται στα κράτη μέλη, τηρουμένων των αρχών της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας, να προσδιορίσουν τις συνέπειες της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης στο πλαίσιο σύμβασης πίστωσης συνδεδεμένης με σύμβαση προμήθειας αγαθών, συμπεριλαμβανομένων, κατά περίπτωση, της υποχρέωσης διακανονισμού των δεδουλευμένων τόκων επί του κεφαλαίου του δανείου, καθώς και των λεπτομερών κανόνων που διέπουν την εν λόγω υποχρέωση.
110 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι η οδηγία 2008/48 έχει την έννοια ότι δεν προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με τις συνέπειες της άσκησης, από τον καταναλωτή, του δικαιώματός υπαναχώρησης από σύμβαση πίστωσης συνδεδεμένη με σύμβαση πώλησης οχήματος.
Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος
111 Με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ο καταναλωτής, αφού υπαναχωρήσει από σύμβαση καταναλωτικής πίστης συνδεδεμένη με σύμβαση πώλησης οχήματος, υποχρεούται να καταβάλει τους χρεωστικούς τόκους που προβλέπει αυτή η σύμβαση καταναλωτικής πίστης για το χρονικό διάστημα μεταξύ της καταβολής των κεφαλαίων που προέρχονται από το δάνειο στον πωλητή του χρηματοδοτούμενου οχήματος και της ημερομηνίας επιστροφής του οχήματος στον πιστωτικό φορέα ή στον πωλητή.
112 Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 προβλέπει δικαίωμα υπαναχώρησης υπέρ του καταναλωτή χωρίς αυτός να χρειάζεται να αιτιολογήσει την απόφασή του. Επιπλέον, από το άρθρο 14, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, πρώτη περίοδος, της οδηγίας αυτής προκύπτει ότι, αν ο καταναλωτής ασκήσει το δικαίωμά του υπαναχώρησης, υποχρεούται να επιστρέψει το κεφάλαιο καθώς και τους χρεωστικούς τόκους με το συμφωνηθέν επιτόκιο για το χρονικό διάστημα μεταξύ της διάθεσης των κεφαλαίων και της πλήρους εξόφλησής τους.
113 Από την απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα προκύπτει ότι το άρθρο 14, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2008/48 δεν προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με τις συνέπειες της άσκησης, από τον καταναλωτή, του δικαιώματος υπαναχώρησης από σύμβαση πίστωσης συνδεδεμένη με σύμβαση προμήθειας αγαθών, όπως η πώληση οχήματος.
114 Παρά ταύτα, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 8 της οδηγίας 2008/48, η διάταξη αυτή αποσκοπεί στη διασφάλιση ισορροπίας μεταξύ της προστασίας των καταναλωτών και της ελεύθερης κυκλοφορίας των πιστωτικών προσφορών. Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία προβλέπει ότι οι καταναλωτές, όταν υπαναχωρούν από σύμβαση πίστωσης συνδεδεμένη με σύμβαση πώλησης οχήματος, υποχρεούνται να καταβάλουν τους χρεωστικούς τόκους για το χρονικό διάστημα από την πραγματική διάθεση των κεφαλαίων μέχρι την επιστροφή του αγαθού.
115 Η εκτίμηση αυτή επιρρωννύεται, αφενός, από το γεγονός ότι ο πιστωτικός φορέας απώλεσε προσωρινώς το ποσό της πίστωσης που καταβλήθηκε στον πωλητή του οχήματος υπέρ του καταναλωτή, όπερ συνιστά γι’ αυτόν δέσμευση κεφαλαίων και ανάληψη χρηματοοικονομικού κινδύνου. Αφετέρου, οι δεδουλευμένοι τόκοι επί του κεφαλαίου του δανείου δεν συνιστούν ποινή, αλλά το αντάλλαγμα για την πρόσβαση στην πίστωση, η οποία συνιστά, κατ’ αρχήν, τοκοφόρο συναλλαγή, ανεξαρτήτως της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης.
116 Περαιτέρω, όπως παρατήρησε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 49 των προτάσεών του, η υποχρέωση που ενδεχομένως επιβάλλεται στον καταναλωτή να καταβάλει χρεωστικούς τόκους υπολογιζόμενους βάσει του πραγματικού χρονικού διαστήματος κατά το οποίο είχε στη διάθεσή του το ποσό του δανείου καθιστά δυνατή τη διατήρηση της συμβατικής ισορροπίας. Η υποχρέωση αυτή εμποδίζει τον ένα συμβαλλόμενο, όταν ασκεί το δικαίωμά του υπαναχώρησης, να αποκομίζει αδικαιολόγητο κέρδος εις βάρος του άλλου και διασφαλίζει τον δίκαιο επιμερισμό των επιβαρύνσεων και των κερδών που απορρέουν από την, έστω μερική και προσωρινή, εκτέλεση της σύμβασης πίστωσης.
117 Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όπως υπογραμμίστηκε στις σκέψεις 90 και 91 της παρούσας απόφασης, ελλείψει σχετικής ειδικής ρύθμισης της Ένωσης, οι λεπτομερείς κανόνες εφαρμογής της προστασίας των καταναλωτών την οποία προβλέπει η οδηγία 2008/48 εμπίπτουν στην εσωτερική έννομη τάξη των κρατών μελών και ότι οι κανόνες αυτοί πρέπει να τηρούν τις αρχές της ισοδυναμίας και της αποτελεσματικότητας.
118 Εξάλλου, οι απαντήσεις του Δικαστηρίου στο πρώτο και στο υπό κρίση προδικαστικό ερώτημα είναι ικανές να διαφωτίσουν το αιτούν δικαστήριο ως προς τους προβληματισμούς του σχετικά με την ενδεχόμενη ύπαρξη αδικαιολόγητου πλουτισμού, είτε του καταναλωτή είτε του πιστωτικού φορέα.
119 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο τρίτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48 έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ο καταναλωτής, αφού υπαναχωρήσει από σύμβαση καταναλωτικής πίστης συνδεδεμένη με σύμβαση πώλησης οχήματος, υποχρεούται να καταβάλει τους χρεωστικούς τόκους που προβλέπει αυτή η σύμβαση καταναλωτικής πίστης για το χρονικό διάστημα μεταξύ της καταβολής των κεφαλαίων που προέρχονται από το δάνειο στον πωλητή του χρηματοδοτούμενου οχήματος και της ημερομηνίας επιστροφής του οχήματος στον πιστωτικό φορέα ή στον πωλητή.
Επί των δικαστικών εξόδων
120 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιβʹ, και το άρθρο 14, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του Συμβουλίου,
έχουν την έννοια ότι:
η κατά το εν λόγω άρθρο 14, παράγραφος 1, προθεσμία υπαναχώρησης, δεν αρχίζει να τρέχει όταν δεν αναγράφεται στη σύμβαση πίστωσης, υπό μορφή συγκεκριμένου ποσοστού, το επιτόκιο υπερημερίας το οποίο ισχύει κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, και τούτο για όσο χρονικό διάστημα η πληροφορία αυτή δεν έχει γνωστοποιηθεί προσηκόντως στον καταναλωτή.
2) Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48
έχει την έννοια ότι:
ότι ο πιστωτικός φορέας δεν μπορεί να προβάλει εγκύρως καταχρηστική άσκηση, εκ μέρους του καταναλωτή, του κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, δικαιώματος υπαναχώρησης λόγω συμπεριφοράς που επέδειξε ο καταναλωτής κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της σύναψης της σύμβασης και της άσκησης του δικαιώματος υπαναχώρησης, ή ακόμη και μετά την υπαναχώρηση, όταν δεν αναγραφόταν στη σύμβαση πίστωσης κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 10, παράγραφος 2, στοιχείο ιβʹ, της οδηγίας αυτής, υπό μορφή συγκεκριμένου ποσοστού, το επιτόκιο υπερημερίας που ίσχυε κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, ούτε γνωστοποιήθηκε προσηκόντως εκ των υστέρων.
3) Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα της αρχής της αποτελεσματικότητας,
έχει την έννοια ότι:
αντιτίθεται σε εθνική νομολογία κατά την οποία, σε περίπτωση άσκησης από τον καταναλωτή του δικαιώματος υπαναχώρησης από σύμβαση πίστωσης συνδεδεμένη με σύμβαση πώλησης οχήματος, το ποσό της αντισταθμιστικής αποζημίωσης λόγω απομείωσης της αξίας την οποία οφείλει ο καταναλωτής στον πιστωτικό φορέα κατά την επιστροφή του οχήματος υπολογίζεται κατόπιν αφαίρεσης από το τίμημα που έλαβε ο έμπορος από τον καταναλωτή κατά τον χρόνο πώλησης του οχήματος της τιμής αγοράς που καταβάλλει ο έμπορος κατά τον χρόνο επιστροφής του οχήματος, στο μέτρο που αυτή η μέθοδος υπολογισμού περιλαμβάνει στοιχεία εξωγενή προς τη χρήση του οχήματος από τον καταναλωτή.
4) Η οδηγία 2008/48
έχει την έννοια ότι:
δεν προβαίνει σε πλήρη εναρμόνιση των κανόνων σχετικά με τις συνέπειες της άσκησης, από τον καταναλωτή, του δικαιώματός υπαναχώρησης από σύμβαση πίστωσης συνδεδεμένη με σύμβαση πώλησης οχήματος.
5) Το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2008/48
έχει την έννοια ότι:
δεν αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση δυνάμει της οποίας ο καταναλωτής, αφού υπαναχωρήσει από σύμβαση καταναλωτικής πίστης συνδεδεμένη με σύμβαση πώλησης οχήματος, υποχρεούται να καταβάλει τους χρεωστικούς τόκους που προβλέπει αυτή η σύμβαση καταναλωτικής πίστης για το χρονικό διάστημα μεταξύ της καταβολής των κεφαλαίων που προέρχονται από το δάνειο στον πωλητή του χρηματοδοτούμενου οχήματος και της ημερομηνίας επιστροφής του οχήματος στον πιστωτικό φορέα ή στον πωλητή.
(υπογραφές)
