Αριθμός 908/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α1′ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Ασημίνα Υφαντή, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βρυσηίδα Θωμάτου, Ευτύχιο Νικόπουλο, Βαρβάρα Πάπαρη και Μαρία Πετσάλη – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την 1η Απριλίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Γ. Φ., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Γ. Τ. του Β., 2) Κ. Κ. του Ι., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Βασιλεία Παπαδοπούλου με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και κατέθεσαν προτάσεις.
Της αναιρεσιβλήτου: Β. Β. του Α., κατοίκου …, ως ασκούσας την επιμέλεια της ανήλικης θυγατέρας της Άννας Μαρίας Τσιντσάρη, η οποία δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 28/2/2017 αγωγή της ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 9664/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 1122/2020 του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από 28/9/2022 αίτησή τους και τους από 29/2/2024 πρόσθετους λόγους αυτής.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις των άρθρων 108, 110 παρ. 2, 498 παρ.1, 568 παρ.1, 2, 4 και 576 παρ.1 έως 3ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, αν κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως δεν εμφανισθεί και δεν μετάσχει με τον προσήκοντα τρόπο σ` αυτήν κάποιος διάδικος, το Δικαστήριο ερευνά αυτεπαγγέλτως ποιος από τους διαδίκους επέσπευσε τη συζήτηση της αιτήσεως αναιρέσεως και, αν μεν τη συζήτησή της επέσπευσε εγκύρως ο απολειπόμενος διάδικος κλητεύοντας νόμιμα και εμπρόθεσμα τους λοιπούς ή κλητεύθηκε ο ίδιος νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον επισπεύδοντα τη συζήτηση άλλο διάδικο, η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, διαφορετικά, αν δηλαδή δεν προκύπτει έγκυρη επίσπευση της συζητήσεώς της ή δεν μπορεί να διαπιστωθεί ποιος διάδικος επέσπευσε τη συζήτησή της, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη και η υπόθεση επαναφέρεται για συζήτηση με νέα κλήση (ΑΠ 536/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση από την προσκομιζόμενη από τους επισπεύδοντες τη συζήτηση αναιρεσείοντες υπ` αριθμ. …-2023 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Θεσσαλονίκης Ι. Β. προκύπτει, ότι η αναιρεσίβλητη κλητεύθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα για να παραστεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας. Ωστόσο, η αναιρεσίβλητη δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο στην εν λόγω δικάσιμο στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την εκφώνηση της υποθέσεως στη σειρά της από το οικείο πινάκιο. Επομένως, σύμφωνα και με την προηγηθείσα νομική σκέψη, το δικαστήριο θα προχωρήσει στη συζήτηση της υποθέσεως σαν να ήταν και αυτή η διάδικος παρούσα.
Με την κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων εκδοθείσα κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση υπ’ αρ. 1122/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, με την οποία, αφού έγινε δεκτή η έφεση των εναγομένων και ήδη αναιρεσειόντων κατά της υπ’ αρ. 9664/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, εξαφανίστηκε η απόφαση αυτή και έγινε εν μέρει δεκτή η από 28-2-2017 αγωγή, που άσκησε η αναιρεσίβλητη, με την ιδιότητα της ασκούσας τη γονική μέριμνα του ανηλίκου τέκνου, που απέκτησε από το γάμο της με τον υιό των αναιρεσειόντων, Β. Τ. και υποχρεώθηκαν αυτοί να της καταβάλλουν συμμέτρως, ως συνεισφορά στη διατροφή της ανήλικης εγγονής τους, το ποσό των 280 ευρώ μηνιαίως για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής, πλέον τόκων από της καθυστερήσεως κάθε μηνιαίας παροχής. Η αίτηση αναιρέσεως έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3, 566 παρ. 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 74 του Ν. 4690/2020 και το άρθρο 83 του Ν. 4790/2021) και είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Συνεπώς, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 569 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., οι πρόσθετοι λόγοι αναιρέσεως ασκούνται μόνο με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του Αρείου Πάγου, τριάντα (30) τουλάχιστον πλήρεις ημέρες πριν από τη συζήτηση της αναιρέσεως, όπως αυτή ορίζεται στη διάταξη του άρθρου 281 του ιδίου Κώδικα, αντίγραφο δε του δικογράφου αυτού επιδίδεται πριν από την ίδια προθεσμία στον αναιρεσίβλητο και τους άλλους διαδίκους. Η παράλειψη της καταθέσεως του δικογράφου των πρόσθετων λόγων και της επιδόσεως τούτου προ της ως άνω προθεσμίας ή, στην περίπτωση της εμπρόθεσμης καταθέσεως, η παράλειψη της επιδόσεως του δικογράφου προ της αυτής προθεσμίας, επάγεται το απαράδεκτο των πρόσθετων λόγων, ελλείψει προδικασίας και, εντεύθεν, την απόρριψή τους και αυτεπαγγέλτως, κατ` άρθρο 577 παρ.1 και 2 του Κ.Πολ.Δ. Η προθεσμία αυτή είναι ενεργείας για τον αναιρεσείοντα και προπαρασκευαστική για τον αναιρεσίβλητο, υπολογίζεται δε, σύμφωνα με το άρθρο 144 παρ.1 του Κ.Πολ.Δ. Δεν λαμβάνονται, δηλαδή, υπόψη οι ημέρες επιδόσεως ούτε και οι αμέσως προηγούμενες της αρχικής δικασίμου αργίες και εξαιρετέες ημέρες. Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 12 εδ. α` του ν. 1157/12.5.1981,”η διαδρομή των υπό του νόμου ή των δικαστηρίων τεταγμένων προθεσμιών αρχίζει από την επόμενη της ημέρας της επίδοσης ή της ημέρας κατά την οποία συνέβη το αποτελούν την αφετηρία της προθεσμίας γεγονός και λήγει την 7 μ.μ. ώρα της τελευταίας ημέρας, εάν δε αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα ή Σάββατο, την ίδια ώρα της επόμενης εργάσιμης ημέρας”. Από την αναμφίβολη διατύπωση της εν λόγω διατάξεως, όπως και των όμοιων διατάξεων του άρθρου 144 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι αυτές, ως προς τη λήξη της προθεσμίας που καθιερώνουν, εφαρμόζονται τόσο επί των προθεσμιών ενεργείας όσο και επί των προπαρασκευαστικών προθεσμιών, δηλαδή εκείνων που τάσσονται και είναι απαραίτητο να παρέλθουν πριν από την ενέργεια ορισμένης πράξεως, έτσι ώστε, αν η τελευταία ημέρα των προθεσμιών αυτών συμπίπτει προς εξαιρετέα και μη εργάσιμη ημέρα, αυτή δεν υπολογίζεται και η προθεσμία λήγει την ίδια ώρα, 7 μ.μ., της επόμενης εργάσιμης ημέρας. Επομένως, στην περίπτωση των πρόσθετων λόγων αναιρέσεως, αν η τελευταία (30η) ημέρα πριν από τη δικάσιμο, με αφετηρία την επομένη της επιδόσεως του δικογράφου τούτου, συμπίπτει με εξαιρετέα ημέρα, δεν συντρέχει εμπρόθεσμη άσκηση των πρόσθετων λόγων, οι οποίοι απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι (Ολ. ΑΠ 33/1996, ΑΠ 670/2021, ΑΠ 956/2021, ΑΠ 476/2019 και ΑΠ 163/2018)
Στην προκειμένη περίπτωση, η Πρόεδρος του Α1 πολιτικού τμήματος του Αρείου Πάγου όρισε δικάσιμο για τη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως την 1η-4-2024 και ώρα 9.30. Στις 29-2-2024 οι αναιρεσείοντες κατέθεσαν στη γραμματεία του Αρείου Πάγου το από 29-2-2024 δικόγραφο προσθέτων λόγων αναιρέσεως, το οποίο επέδωσαν στην αναιρεσίβλητη αυθημερόν, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη από αυτούς υπ’ αρ. …-2024 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Θεσσαλονίκης, Α. Χ. Επομένως, η παραπάνω αναφερόμενη προθεσμία του άρθρου 569 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. άρχισε να τρέχει από την επομένη της επιδόσεως του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, ήτοι από τις 1-3-2024 και συμπληρώθηκε στις 30-3-2024, ημέρα Σάββατο, η οποία, όμως, ως εξαιρετέα ημέρα, δεν λαμβάνεται υπόψη, σύμφωνα με τα ανωτέρω λεχθέντα και συνεπώς, η τριακονθήμερη προθεσμία συμπληρώθηκε ώρα 19.00` της επόμενης εργάσιμης ημέρας (1-4-2024), ημέρα Δευτέρα, δηλαδή μετά τη συζήτηση της υπό κρίση αιτήσεως αναιρέσεως, η οποία είχε ορισθεί για τις 9.30` της ημέρας αυτής, κατά τα προεκτεθέντα.
Συνεπώς οι πρόσθετοι αυτοί λόγοι της αναιρέσεως, που συνεκδικάζονται με την αίτηση λόγω της μεταξύ τους συνάφειας (άρθρ. 246 ΚΠολΔ), είναι εκπρόθεσμοι και ως εκ τούτου απορριπτέοι, ως απαράδεκτοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται και αν το δικαστήριο της ουσίας παρά το νόμο κήρυξε ή δεν κήρυξε ακυρότητα, έκπτωση από δικαίωμα ή απαράδεκτο. Ο λόγος αυτός αναφέρεται σε ακυρότητες, εκπτώσεις από δικαίωμα και απαράδεκτα από το δικονομικό μόνο δίκαιο. Η μη κήρυξη προσωρινού απαραδέκτου, όπως είναι το απαράδεκτο της συζητήσεως, ιδρύει το λόγο αυτό αναιρέσεως, όταν η κήρυξη του απαραδέκτου επιβάλλεται από το νόμο προς κατοχύρωση της ακυρότητας άλλης διαδικαστικής πράξεως που προηγήθηκε, όπως είναι η ακυρότητα της κλητεύσεως ή και προς εξασφάλιση ασκήσεως δικονομικού δικαιώματος (ΟλΑΠ 2/2001, ΑΠ 2130/2007). Για το ορισμένο του λόγου πρέπει να αναφέρεται στο αναιρετήριο ότι το απαράδεκτο προτάθηκε νομίμως στο δικαστήριο της ουσίας ή ότι συντρέχει κάποια από τις εξαιρετικές περιπτώσεις του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ (ΑΠ 55/2023, ΑΠ 5/2020, ΑΠ 1165/2019, ΑΠ 2061/2007).
Εξάλλου, κατά το άρθρο 562 παρ.3 ΚΠολΔ, κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει λόγο αναιρέσεως από δικές του πράξεις ή από πράξεις προσώπων που ενεργούν στο όνομά του, εκτός αν πρόκειται για λόγους που αφορούν τη δημόσια τάξη.
Περαιτέρω, με το άρθρο 611 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται στις οικογενειακές διαφορές του άρθρου 592 αρ. 3 ΚΠολΔ, το δικαστήριο είναι υποχρεωμένο, κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο της αγωγής και πριν από κάθε συζήτηση να προσπαθήσει να επιλύσει συμβιβαστικά τη διαφορά, ύστερα από ακρόαση όσων από τους διαδίκους παρίστανται. Ο συμβιβασμός πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου, αλλιώς δεν δεσμεύει το δικαστήριο. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι η απόπειρα συμβιβαστικής επιλύσεως της διαφοράς απαιτείται να γίνεται κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο του δικάζοντος δικαστηρίου και είναι υποχρεωτική η αυτοπρόσωπη εμφάνιση των διαδίκων προκειμένου να ακουστούν, ενώ αν αυτοί δεν εμφανιστούν αυτοπροσώπως είναι απαράδεκτος ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ.14 ΚΠολΔ, επειδή κανείς δεν μπορεί να δημιουργήσει αναιρετικό λόγο από πράξεις του ιδίου ή των προσώπων που ενεργούν στο όνομά του (άρθρο 562 παρ.3 ΚΠολΔ – ΑΠ 2130/2007). Με τον πρώτο λόγο της αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι παρά το νόμο το Εφετείο δεν κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της ένδικης αγωγής για το λόγο ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο πριν τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο δεν προσπάθησε, ενώ ήταν υποχρεωμένο, να επιλύσει συμβιβαστικά τη διαφορά, ύστερα από ακρόαση των διαδίκων. Ο λόγος αυτός είναι, σύμφωνα με τ’ ανωτέρω λεχθέντα, απαράδεκτος, προεχόντως διότι δεν αναφέρεται στην αίτηση αναιρέσεως ότι ο σχετικός ισχυρισμός προτάθηκε νομίμως στο Εφετείο, ή ότι συντρέχει κάποια από τις εξαιρετικές περιπτώσεις του άρθρου 562 παρ.2 ΚΠολΔ.
Σε κάθε δε περίπτωση είναι απαράδεκτος, αφού, όπως προκύπτει από την επισκόπηση της υπ’ αρ. 9664/2018 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, οι αναιρεσείοντες δεν είχαν εμφανιστεί αυτοπροσώπως στη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αλλά είχαν εκπροσωπηθεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, όπως άλλωστε έπραξαν και στην κατ’ έφεση δίκη και δεν μπορούν να δημιουργήσουν λόγο αναιρέσεως από τις δικές τους πράξεις. Από τις διατάξεις των άρθρων 1485, 1486 παρ. 2, 1487 εδάφ. β’, 1488, 1489 και 1493 του ΑΚ συνάγεται ότι οι γονείς, είτε υπάρχει μεταξύ τους γάμος και συμβιώνουν, είτε έχει διακοπεί η συμβίωση, είτε έχει εκδοθεί διαζύγιο, έχουν κοινή και ανάλογη με τις δυνάμεις τους υποχρέωση να διατρέφουν το ανήλικο τέκνο τους, ακόμη και εάν αυτό έχει περιουσία, της οποίας όμως τα εισοδήματα ή το προϊόν της εργασίας του ή άλλα τυχόν εισοδήματά του δεν αρκούν για τη διατροφή του. Το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες ζωής του και περιλαμβάνει τα αναγκαία για τη συντήρηση και εν γένει εκπαίδευσή του έξοδα. Ως συνθήκες ζωής νοούνται οι συγκεκριμένοι όροι διαβιώσεως, που ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία, τον τόπο κατοικίας, την ανάγκη επιτηρήσεως και εκπαιδεύσεως και την κατάσταση της υγείας του δικαιούχου, σε συνδυασμό με την περιουσιακή κατάσταση του υπόχρεου. Για να καθοριστεί το ποσό της δικαιούμενης διατροφής αξιολογούνται κατ’ αρχήν τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται οι ανάγκες του τέκνου, καθοριστικό δε στοιχείο είναι οι συνθήκες της ζωής του, δηλαδή οι όροι διαβιώσεώς του, χωρίς όμως να ικανοποιούνται οι παράλογες αξιώσεις (ΑΠ 1612/2017, ΑΠ 174/2015). Αν το ανήλικο τέκνο, που δικαιούται διατροφή, στραφεί μόνο κατά του ενός γονέα, δικαιούται αυτός να επικαλεστεί κατ’ ένσταση, κατ’ άρθρα 1489 παρ. 2 του ΑΚ και 262 του ΚΠολΔ, ότι και ο άλλος γονέας έχει την οικονομική δυνατότητα, σε σχέση με τη δική του και σε συνδυασμό με τις λοιπές υποχρεώσεις του, να καλύψει μέρος της ανάλογης διατροφής του ανηλίκου, οπότε με την απόδειξη της ενστάσεως αυτής, περιορίζεται η υποχρέωση του εναγομένου – γονέα για τη διατροφή του τέκνου του κατά το ποσό που αντιστοιχεί στην οικονομική δυνατότητα και στη βάσει αυτής, υποχρέωση συνεισφοράς του άλλου γονέα (ΑΠ 36/2021, ΑΠ1175/2020), ενώ ο επιμερισμός αυτός της απαιτούμενης για το ανήλικο τέκνο διατροφής, μεταξύ των γονέων του, γίνεται χωρίς να απαιτείται η υποβολή ενστάσεως συνεισφοράς εκ μέρους του εναγομένου, όταν με την αγωγή ζητείται όχι ολόκληρο το ποσό της απαιτούμενης για το ανήλικο διατροφής, αλλά μόνο το ποσό που αντιστοιχεί στην υποχρέωση συμμετοχής του εναγομένου στη διατροφή αυτή, μετά την αφαίρεση της συμμετοχής του άλλου γονέα (ΑΠ 1434/2023).
Περαιτέρω, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων και αυτής του άρθρου 1490 εδ. 1 του AK, συνάγεται ότι κατά το μέρος που ο ένας γονέας δεν μπορεί να συμβάλει στη διατροφή του τέκνου ενέχεται ο άλλος, ο οποίος έτσι δεν αποκλείεται να οφείλει το σύνολο της απαιτούμενης για το τέκνο διατροφής εάν ο άλλος δεν υπάρχει ή δεν έχει καθόλου δυνατότητα να συμβάλει στη διατροφή του τέκνου ή η δικαστική επιδίωξη στην ημεδαπή εναντίον του είναι αδύνατη ή ιδιαίτερα δυσχερής. Ειδικότερα, η επιδίωξη θεωρείται ιδιαίτερα δυσχερής, όταν υφίσταται αδυναμία αναγκαστικής εκτελέσεως της αποφάσεως, ο υπόχρεος είναι αγνώστου διαμονής, μεταβάλλει συνεχώς τη διαμονή του, αποκρύπτει επιμελώς τα περιουσιακά του στοιχεία, δεν έχει περιουσία, αποφεύγει να εργαστεί ή μεταβάλλει συνεχώς εργασία ώστε να είναι αδύνατη η κατάσχεση των αποδοχών του.
Εξάλλου, αν οι δυνάμεις και του ενός, έστω, γονέα δεν επαρκούν για τη διατροφή του τέκνου, ανακύπτει η υποχρέωση των επόμενων ανιόντων, δηλαδή των παππούδων και των γιαγιάδων, οι οποίοι ενέχονται σε ίσα μέρη για διατροφή του εγγονού τους, στην έκταση (δηλαδή ολικά ή μερικά) που αυτή δεν μπορεί να καλυφθεί από τις δυνάμεις έστω και του ενός από τους γονείς του (ΑΠ 282/2012).
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 19 του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ.3 του Συντάγματος, προκύπτει ότι ο προβλεπόμενος από αυτή λόγος αναιρέσεως ιδρύεται όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου πραγματικά περιστατικά (έλλειψη αιτιολογίας), ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται, βάσει του πραγματικού του εφαρμοστέου κανόνα δικαίου, για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της (ανεπαρκής αιτιολογία) ή όταν αντιφάσκουν μεταξύ τους (αντιφατική αιτιολογία), δηλαδή όταν τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αποδεικτικό πόρισμά της για κρίσιμο ζήτημα συγκρούονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται, αποδυναμώνοντας έτσι την κρίση της αποφάσεως για την υπαγωγή ή μη της ατομικής περιπτώσεως στο πραγματικό συγκεκριμένου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που συνιστά και το νομικό χαρακτηρισμό της ατομικής περιπτώσεως. Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος προτάσεως προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της αποφάσεως στο αποδεικτικό της πόρισμα, και να μην καταλείπονται αμφιβολίες. Ελλείψεις αναγόμενες μόνο στην ανάλυση και στάθμιση των αποδεικτικών μέσων και γενικότερα ως προς την αιτιολόγηση του αποδεικτικού πορίσματος, αν αυτό διατυπώνεται σαφώς, δεν συνιστούν ανεπαρκείς αιτιολογίες. Δηλαδή, μόνο το τι αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε είναι ανάγκη να εκτίθεται στην απόφαση πλήρως και σαφώς και όχι γιατί αποδείχθηκε ή δεν αποδείχθηκε. Τα νομικά ή πραγματικά επιχειρήματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που συνέχονται με την ερμηνεία του νόμου ή την αξιολόγηση και στάθμιση των αποδείξεων, δεν συνιστούν παραδοχές διαμορφωτικές του αποδεικτικού πορίσματος του δικαστηρίου και, επομένως, αιτιολογία της αποφάσεως ικανή να ελεγχθεί αναιρετικά με τον παραπάνω λόγο για ανεπάρκεια ή αντιφατικότητα, ούτε ιδρύεται ο λόγος αυτός αναιρέσεως, αν το δικαστήριο της ουσίας δεν ανέλυσε ιδιαιτέρως ή διεξοδικά τα επιχειρήματα των διαδίκων που δεν συνιστούν αυτοτελείς ισχυρισμούς τους (ΑΠ 1434/2023, ΑΠ 50/2020, ΑΠ1075/2019). Με το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου της αναιρέσεως οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι, κατ’ εκτίμηση, ότι το Εφετείο παραβίασε εκ πλαγίου τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1485, 1486, 1487, 1488, 1489, 1490 ΑΚ: α) με το να δεχθεί αντιφατικά, αφενός ότι δεν καθίσταται δυνατή για το επίδικο διάστημα η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του υιού τους και πατέρα της ανήλικης εγγονής τους, Β. Τ., επειδή δεν υφίστανται περιουσιακά στοιχεία αυτού στην Ελλάδα και αφετέρου ότι ο Β. Τ. προσλήφθηκε στις 8-5-2017, μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής, στην επιχείρηση του Α. Ρ. με αποδοχές 394,66 ευρώ μηνιαίως και ότι μετά την αποχώρησή του από την επιχείρηση αυτή, στις 3-1-2018, προσελήφθη στην επιχείρηση “Ι. Κ. Α. Τ. ΟΕ” με μηνιαίες αποδοχές 520 ευρώ, που μπορούσαν να κατασχεθούν μέχρι το 1/2 κατά νόμο, β) με το να προσδιορίσει, με ελλιπείς αιτιολογίες, την πραγματική οικονομική τους κατάσταση και την περιουσία τους και γ) με το να δεχθεί, με ελλιπείς αιτιολογίες, ότι οι συνυπόχρεοι με αυτούς γονείς της αναιρεσίβλητης δεν μπορούν να συνεισφέρουν στη διατροφή της ανήλικης. Από την παραδεκτή, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκύπτει ότι το Εφετείο δέχθηκε τα ακόλουθα: “H ενάγουσα τέλεσε νόμιμο γάμο με τον υιό των εναγομένων, Β. Τ., στις 9-10-2005, από τον οποίο το ζεύγος απέκτησε ένα τέκνο, την Α.-Μ. για λογαριασμό της οποίας ασκεί την αγωγή η ενάγουσα, η οποία γεννήθηκε στις 08.12.2011 και ήταν ανήλικη κατά το χρόνο άσκησης και συζήτησης της αγωγής και συνεχίζει να είναι ανήλικη και σήμερα. Ο γάμος αυτός λύθηκε με την υπ’ αριθμ. 15594/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (εκούσια δικαιοδοσία), η οποία κατέστη αμετάκλητη. Με την απόφαση αυτή εκτός από την κήρυξη της λύσης του γάμου, επικυρώθηκε η από 11.03.2015 συμφωνία των πρώην συζύγων, ως προς την ανάθεση της επιμέλειας του ανήλικου τέκνου τους αποκλειστικά στην ενάγουσα μητέρα του και τη ρύθμιση της επικοινωνίας του πατέρα του με αυτό. Με το ίδιο ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό, οι πρώην σύζυγοι συμφώνησαν, να καταβάλλει ο πατέρας, ως συνεισφορά του στη διατροφή του ανήλικου τέκνου τους, το ποσό των 500,00 ευρώ μηνιαίως για το χρονικό διάστημα από 1-3-2015 έως 28-2-2017, το οποίο ο εναγόμενος υποχρεώθηκε να καταβάλλει ανά μήνα για ολόκληρη τη συμφωνηθείσα διετία. Ωστόσο ο τελευταίος στην αρχή μόνο κατέβαλε τα συμφωνηθέντα ποσά, αλλά μετά τον Φεβρουάριο του έτους 2016 σταμάτησε να εκπληρώνει την υποχρέωσή του και προέβαινε σε τμηματικές καταβολές 200,00 ευρώ μηνιαίως. Επειδή ο πρώην σύζυγος και πατέρας της ανήλικης Β. Τ. αρνήθηκε να καταβάλλει τη συμφωνημένη και επιδικασθείσα διατροφή επιδόθηκε σε αυτόν από την εφεσίβλητη, το με αριθμό …-2016 πρώτο εκτελεστό απόγραφο της με αριθμ. 15594/2015 αμετάκλητης απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου με την από 29.07.2016 επιταγή προς πληρωμή συνολικού ποσού 4.774,92 ευρώ, όμως δεν κατέστη δυνατό να προχωρήσει αναγκαστική εκτέλεση, διότι ο ανωτέρω (καθ’ ου) δεν διαθέτει εμφανή περιουσιακά στοιχεία στην Ελλάδα. Από το γεγονός εξ άλλου, ότι δεν κατέστη δυνατή η αναγκαστική εκτέλεση της προαναφερθείσας, με αριθμό 15594/2015, απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, που αφορούσε τη διετία μέχρι την 28-2-2017 και στο βαθμό που δεν προέκυψε, ότι η κατάσταση αυτή διαφοροποιήθηκε για κάποιο λόγο και σε κάποιο βαθμό μετά την ανωτέρω χρονολογία, προκύπτει ότι η αδυναμία αυτή συνεχίσθηκε και για το επόμενο χρονικό διάστημα. Όσον αφορά την επικαλούμενη από τους εναγόμενους σχέση εργασίας του υιού τους Β. Τ. με την επιχείρηση του Α. Ρ., προσκομίζεται εκ μέρους τους η από 06.05.2017 αναγγελία πρόσληψης του τελευταίου, από την οποία προκύπτει, ότι η πρόσληψή του έγινε την 08.05.2017, δηλαδή σε χρόνο μεταγενέστερο του χρόνου της άσκησης της κρινόμενης αγωγής.
Συνεπώς από το στοιχείο αυτό προκύπτει ότι τουλάχιστον κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής η αδυναμία εκτελέσεως κατά του πατέρα της ανήλικης υφίστατο. Προσκομίζεται ακόμη μία εξοφλητική απόδειξη μισθοδοσίας του Β. Τ., από την οποία προκύπτει ότι οι καθαρές μηνιαίες αποδοχές του ανέρχονταν στο ύψος των 394,66 ευρώ, καθώς και η από 03.01.2018 αναγγελία οικειοθελούς αποχώρησής του από την επιχείρηση του Α. Ρ. Αποδεικνύεται επίσης, ότι στη συνέχεια, αμέσως μετά την αποχώρηση από την επιχείρηση Α. Ρ., ο εναγόμενος προσλήφθηκε στην επιχείρηση I. Κ. – A. T. Ο.Ε. με καθαρές αποδοχές περίπου 520,00 ευρώ μηνιαίως, όπως προκύπτει από τις αποδείξεις μισθοδοσίας. Ο μισθός αυτός πράγματι μπορούσε να κατασχεθεί μέχρι το 1/2 σύμφωνα με το νόμο, όμως αυτή η σύμβαση εργασίας και η μισθοδοσία του υιού των εναγομένων από την εν λόγω επιχείρηση δεν υφίστατο ούτε κατά το χρόνο άσκησης, ούτε κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής. Σε κάθε περίπτωση με βάση το εν λόγω περιουσιακό στοιχείο η ενάγουσα είχε τη δυνατότητα να επιδιώξει την ικανοποίηση των απαιτήσει της από την υπ’ αριθ. 15594/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με βάση την οποία ωστόσο, δεν κατέστη δυνατόν να γίνει αναγκαστική εκτέλεση.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η Α.-Μ., ηλικίας περίπου … ετών κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, διαμένει με την ενάγουσα μητέρα της, που είναι η νόμιμη εκπρόσωπος αυτής ως ασκούσα την επιμέλεια του προσώπου της, σε κατοικία, όπου φιλοξενείται από τον πατέρα της μητέρας της και δεν πληρώνει μίσθωμα, ωστόσο η μητέρα της έχει αναλάβει τα έξοδα λειτουργίας της ως άνω οικίας. Έχει τις συνηθισμένες δαπάνες σίτισης, ένδυσης, ψυχαγωγίας κλπ., που έχουν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα παιδιά της ηλικίας της, των οποίων οι γονείς έχουν ανάλογες με τους γονείς της ανήλικης Α. Μ. οικονομικές δυνατότητες. Σχετικώς πρέπει να σημειωθεί, ότι κατά το χρόνο που οι γονείς της ανήλικης ζούσαν μαζί, πριν τη λύση του γάμου, η οικογένεια έκανε μάλλον πολυτελή ζωή και δαπανούσε σημαντικά χρηματικά ποσά σε διασκεδάσεις, διακοπές, ένδυση, διατροφή κ.λπ., σε αυτό δε το πλαίσιο οι γονείς σχεδίαζαν να εγγράψουν την θυγατέρα τους σε ιδιωτικό σχολείο, στοιχεία τα οποία πρέπει να ληφθούν υπ’ όψη για τον προσδιορισμό του ύψους της διατροφής που δικαιούται η ανήλικη. Ενδεικτικό στοιχείο είναι το γεγονός ότι ο ίδιος ο πρώην σύζυγος της ενάγουσας και υιός των εναγόμενων συμφώνησε σε μηνιαία διατροφή ύψους 500,00 ευρώ, ποσό που αποτελεί έμπρακτη αναγνώριση εκ μέρους του τελευταίου σχετικώς και πρέπει να ληφθεί αναλόγως υπ’ όψη για τον προσδιορισμό των αναγκών της ανήλικης από το δικαστήριο. Πάντως πέραν της άνετης και μάλλον πολυτελούς ζωής που διήγε η οικογένεια, από κανένα στοιχείο δεν αποδείχθηκε, ότι η ανήλικη υποβάλλεται σε κάποια ιδιαίτερη αυξημένη δαπάνη, εκτός ενός ορθοπεδικού προβλήματος που αντιμετωπίζει, για το οποίο παρακολουθείται ιατρικά και έχει ανάγκη θεραπείας με ορθοπεδικά όργανα (κηδεμόνας σκολίωσης – κύφωσης), το κόστος των οποίων όμως καλύπτεται κατά το μεγαλύτερο μέρος από τον ΕΟΠΥΥ.
Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στερείται εισοδημάτων, αδυνατεί δε λόγω της ανηλικότητάς της να εργασθεί και, επομένως, δικαιούται ανάλογης διατροφής από τους γονείς της, οι οποίοι ενέχονται ανάλογα με τις οικονομικές τους δυνάμεις, για το επίδικο χρονικό διάστημα. Ο πατέρας της ανήλικης και πρώην σύζυγος της ενάγουσας εργαζόταν κατά τη διάρκεια του γάμου στην οικογενειακή επιχείρηση-βιοτεχνία κατασκευής τοποθέτησης πορτών χώρων στάθμευσης και ρολών ασφαλείας, που λειτουργεί στο όνομα της μητέρας του, αλλά όπως προαναφέρθηκε δεν διαθέτει κανένα περιουσιακό στοιχείο στο όνομά του στην ημεδαπή, ενώ το έτος 2016 μετοίκησε στην Βουλγαρία, όπου με τον αδελφό του συνέστησαν επιχείρηση με συναφές αντικείμενο. Κατά το χρονικό διάστημα προ της λύσης του γάμου, όπως προαναφέρθηκε η οικογένεια ζούσε άνετη ζωή που χρηματοδοτείτο κατά κύριο λόγο από τα έσοδα που αποκόμιζε ο Β. Τ. από την απασχόλησή του στην οικογενειακή επιχείρηση. Μετά τη διάσπαση του γάμου και το διαζύγιο, ακόμη και κατά την περίοδο που είχε μετοικήσει στη Βουλγαρία ο ανωτέρω συνέχισε να ζει πολυτελώς, όπως προκύπτει από τον τρόπο διασκέδασής του, τα ταξίδια, την ενασχόληση με ακριβά αυτοκίνητα και δρόμους ταχύτητας αυτοκινήτων. Ειδικώς το τελευταίο είναι πολύ ακριβό χόμπι, το οποίο προϋποθέτει, όχι μόνο την ύπαρξη ακριβού και πολυδάπανου υψηλών επιδόσεων, του οποίου το κόστος συντήρησης που είναι ιδιαίτερα υψηλό. Αυτές οι δραστηριότητες, όπως είναι προφανές δεν μπορούν να καλυφθούν από ένα μισθό της τάξης των 500,00 έως 700,00 ευρώ, που όπως ισχυρίζονται οι εναγόμενοι είναι το ποσό που αποκερδαίνει ο γιος τους από την εργασία του και αποτελούν απόδειξη, ότι αυτός έχει πολύ μεγαλύτερα πραγματικά εισοδήματα. Τα εισοδήματα όμως αυτά φροντίζει να τα αποκρύπτει ή να μην τα εμφανίζει στο όνομά του, πράγμα που ενισχύει την κρίση ότι η αναγκαστική εκτέλεση επί της περιουσίας του, η οποία δεν ήταν δυνατή κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής δεν ήταν δυνατή ούτε και στη συνέχεια. Αποδείχθηκε ωστόσο ότι ο πατέρας της ανήλικης, όλο το χρονικό διάστημα της διετίας που αφορά η υπό κρίση αγωγή, και συγκεκριμένα από το Μάρτιο του 2017 μέχρι τον Φεβρουάριο του έτους 2019, κατέβαλλε μηνιαίως στην ενάγουσα για λογαριασμό της ανήλικης ως διατροφή το ποσό των 200 ευρώ. Πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί αν το ποσό αυτό μαζί με τη συνεισφορά της μητέρας της ανήλικης καλύπτει τις διατροφικές της ανάγκες. Αν όμως οι δυνάμεις των γονέων δεν επαρκούν έχουν υποχρέωση να συνεισφέρουν οι γονείς του πατέρα της ανήλικης εναγόμενοι κατά το άρθ. 1490 ΑΚ.
Εξάλλου, οι εναγόμενοι γονείς του Β. Τ., παππούς και γιαγιά της ανήλικης Α.-Μ. από την πατρική γραμμή, ο πρώτος είναι συνταξιούχος με μηνιαία σύνταξη περίπου 800,00 ευρώ και έσοδα 1.056,48 ευρώ ετησίως από μισθώματα. Σημειώνεται ότι το γεγονός ότι τα μισθώματα αυτά έχουν ως αιτία την παραχώρηση χρήσης του ακινήτου όπου στεγάζεται η επιχείρηση “κατασκευής γκαραζόπορτας” της δεύτερης εναγομένης και είναι τεκμαρτά δεν σημαίνει ότι δεν εισπράττονται από τον εναγόμενο, ακόμη όμως και αν δεν εισπράττονται αφαιρούνται λογιστικά από το έσοδο της επιχείρησης και δεν παύουν να παραμένουν ως οικογενειακό εισόδημα. Η δεύτερη εναγόμενη είναι ιδιοκτήτρια βιοτεχνίας κατασκευής γκαροζόπορτας και ρολών ασφαλείας από το έτος 2009, ή ίδια μάλιστα στην κοινή φορολογική δήλωση που υπέβαλε με τον πρώτο εναγόμενο το έτος 2015 δήλωσε ως ακαθάριστα έσοδα, επί των οποίων προφανώς υπολογίσθηκε ο φόρος της χρονιάς αυτής, τα οποία ανέρχονταν 206.007 ευρώ. Αποδείχθηκε ακόμη ότι οι εναγόμενοι έχουν ιδιαίτερα σημαντική ακίνητη περιουσία. Συγκεκριμένα ο πρώτος εναγόμενος έχει στην κυριότητά του τα παρακάτω ακίνητα: 1) ένα ισόγειο διαμέρισμα 58,03 τμ, σε οικόπεδο 141,47 τμ έτους κατασκευής 2003, στην οδό … στην …, ένα διαμέρισμα 74,73 τμ πρώτου ορόφου, έτους κατασκευής 2003 στην …, 2) ένα υπόγειο διαμέρισμα 65,75 τ.μ. στην οδό … στην …, 3) ένα διαμέρισμα 64,29 τ.μ., δεύτερου ορόφου, έτους κατασκευής 2003, στην οδό … στην …, 4) ένα διαμέρισμα 74,73 τ.μ., πρώτου ορόφου, έτους κατασκευής 2003, στην οδό … στην …, 5) ποσοστό 50% από ένα ακίνητο με κτίσμα 806 τμ έτους κατασκευής 1997 στο δημοτικό διαμέρισμά Λαγκαδά-Καβαλαρίου του Δήμου Λαγκαδά, 6) το 33,3% από ένα οικόπεδο 384 τμ στο Ροδολίβος Σερρών, 7) το 6,83% από μια οικία 62,26 τμ έτους κατασκευής 1982 στη θέση … στο δημοτικό διαμέρισμα Αγίου Γεωργίου Βρασνών, 8) το 50% από διαμέρισμα 50 τμ πρώτου ορόφου, και 26,96 τμ βοηθητικών χώρων στο Ποσείδι Καλάνδρας Χαλκιδικής και 9) δύο ισόγεια διαμερίσματα 77,76 και 75,91 τ.μ. στα Νέα Βρασνά Θεσσαλονίκης. Η δεύτερη εναγόμενη έχει στην κυριότητά της τα παρακάτω ακίνητα: 1) ποσοστό 50% από ένα ακίνητο με κτίσμα 806 τμ έτους κατασκευής 1997 στο δημοτικό διαμέρισμα Λαγκαδά- Καβαλαρίου του Δήμου Λαγκαδά, 2) ένα διαμέρισμα πρώτου ορόφου εμβαδού 135,49 τμ έτους κατασκευής 2003 στην οδό … στην …,3) ποσοστό 50% από διαμέρισμα 50 τμ πρώτου ορόφου, και 26,96 τμ βοηθητικών χώρων στο Ποσείδι Καλάνδρας Χαλκιδικής, 4) ένα διαμέρισμα 70,44 τμ, δεύτερου ορόφου, έτους κατασκευής 2003, στην οδό … στην …, Ο πρώτος εναγόμενος είναι κύριος του με αριθμ. κυκλοφ. … αυτοκινήτου, 3498 κ.ε. έτους κυκλοφορίας 2006 και η δεύτερη εναγόμενη του με αριθμ. Κυκλοφ … αυτοκινήτου, 1388 κ.ε. έτους κυκλοφορίας 2009. Δεν αποδείχθηκε ότι αυτοί διαθέτουν άλλους πόρους, περιουσία ή εισοδήματα, ούτε ότι βαρύνονται με την διατροφή άλλων προσώπων, ωστόσο αποδείχθηκε, ότι έχουν οικονομική άνεση και τα εισοδήματά τους υπερβαίνουν τις 2.000,00 ευρώ μηνιαίως. Τέλος όσον αφορά τους έτερους παππούδες, γονείς της ενάγουσας, ως προς τους οποίους οι εναγόμενοι ισχυρίζονται, ότι έχουν κάποιο εισόδημα (σύνταξη 500,00 ευρώ και 1000,00 ευρώ από καθαρισμό σπιτιών η μητέρα της ενάγουσας), με βάση το οποίο θα μπορούσαν συνεισφέρουν στη διατροφή της ανήλικης, δεν αποδείχθηκε ούτε αν το εισόδημα αυτό είναι πραγματικό, ούτε ποιο είναι το ύψος του εισοδήματος αυτού, ώστε να μπορεί να κριθεί σε ποιο βαθμό μπορούν να συνεισφέρουν στη διατροφή της εγγονής τους και για το λόγο αυτό πρέπει ο σχετικός ισχυρισμός να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, διαμένει με το ανήλικο τέκνο της, σε διαμέρισμα των γονέων της στην Πολίχνη Θεσσαλονίκης, όπου φιλοξενείται από τους γονείς της, και ως εκ τούτου δεν επιβαρύνεται με δαπάνες στέγασής της, επιβαρύνεται όμως με την αναλογία στα λειτουργικά έξοδα του διαμερίσματος και τις δαπάνες διαβίωσης της ίδιας και της κόρης της. Εργάζεται σε τουριστικό πρακτορείο με μηνιαίες αποδοχές (συνυπολογιζομένων των δώρων εορτών και επιδόματος αδείας) 630,00 ευρώ, ενώ κατά τη διάρκεια του γάμου της με τον υιό των εναγομένων και μέχρι τη γέννηση της κόρης της εργαζόταν στην οικογενειακή επιχείρηση γκαραζόπορτας. Για τις μετακινήσεις της ίδιας και του τέκνου της χρησιμοποιεί ένα ΙX επιβατικό αυτοκίνητο, εργοστασίου κατασκευής Volks Wagen, τύπου Golf, το οποίο χρησιμοποιούσε και πριν τη λύση του γάμου και κράτησε η ίδια όταν χώρισε με τον πρώην σύζυγό της. Δεν αποδείχθηκε ότι έχει περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή, ούτε επιβαρύνεται κατά νόμο με την υποχρέωση διατροφής τρίτων προσώπων, εκτός της παραπάνω ανήλικης κόρης της, της οποίας έχει αναλάβει τη φροντίδα και την ανατροφή της και στην οποία παρέχει τις προσωπικές της υπηρεσίες, οι οποίες είναι αποτιμητές σε χρήμα. Η ανήλικη κόρη της ενάγουσας και εγγονή των εναγομένων έχει τις ανάγκες που περιγράφηκαν ανωτέρω και δεν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, εκτός του ορθοπεδικού προβλήματος που αντιμετωπίζει. Σύμφωνα λοιπόν, με όσα ανωτέρω αποδείχθηκαν, η απαιτούμενη, ανάλογη με τις ανάγκες της και τις οικονομικές δυνάμεις των γονέων της, αλλά και των εναγόμενων ανιόντων της, διατροφή που δικαιούται αυτή, ανέρχεται στο ποσό των πεντακοσίων εξήντα (560,00) ευρώ μηνιαίως. Με το ποσό αυτό μπορούν να καλυφθούν όλα όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση, την ανατροφή και εκπαίδευσή της, όπως εκτέθηκαν ανωτέρω και να εξασφαλισθεί επίπεδο διαβίωσής της ανταποκρινόμενο προς αυτό που αρμόζει στην ηλικία της, στις συνθήκες υπό τις οποίες ζούσε πριν από το χωρισμό των γονέων και προς το επίπεδο ζωής τους, καλύπτοντας τα έξοδα τροφής, ένδυσης, ψυχαγωγίας, παραθερισμού, εκπαίδευσης, συμμετοχής στα έξοδα στέγασης και συντήρησης του διαμερίσματος των γονέων της μητέρας της, όπου φιλοξενείται τους και διαμένει μαζί της (……….). Τα εν λόγω έξοδα συντήρησης του κοινού οίκου, καλύπτει όπως είναι αυτονόητο, η μητέρα της ανήλικης λόγω της συνοίκησης μαζί της, ενώ ακόμη για την εξεύρεση του ύψους της διατροφής συνυπολογίζονται και οι αποτιμώμενες σε χρήμα, συναφείς με την περιποίηση και φροντίδα του προσώπου αυτής υπηρεσίες, που της προσφέρει η ίδια και των οποίων έχει άμεση ανάγκη για την ανάπτυξη της προσωπικότητας και την ανατροφή της. Η αξία των υπηρεσιών της αυτών αποτιμώνται στο ύψος των 80,00 ευρώ μηνιαίως, με βάση δε τα έσοδα και την περιουσιακή της κατάσταση, κρίνεται ότι αυτή δεν είναι σε θέση να συνεισφέρει με μεγαλύτερο ποσό για την κάλυψη της διατροφής της κόρης της, γενομένου εν μέρει δεκτού και του σχετικού, προβαλλομένου από τους εναγόμενους, ισχυρισμού περί συνεισφοράς της μητέρας στη διατροφή της ανήλικης. Μέρος τέλος της αναγκαίας διατροφής της ανήλικης για τη διετία, για την οποία ασκήθηκε η αγωγή, κάλυψε ο πατέρας της ανήλικης, ο οποίος, όπως προαναφέρθηκε κατέβαλλε σταθερά το ποσό των 200,00 ευρώ μηνιαίως ως διατροφή της.
Συνεπώς το υπόλοιπο ποσό της δικαιούμενης διατροφής της ανήλικης ύψους 280,00 ευρώ (560,00 – 80,00 – 200,00) μηνιαίως πρέπει να υποχρεωθούν να το καταβάλλουν οι εναγόμενοι, συμμέτρως, ως συνεισφορά στην τακτική σε χρήμα διατροφή της ανήλικης εγγονής τους και μάλιστα με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής της κάθε δόσης μέχρι την εξόφληση, καθώς αποδείχθηκε ότι το ποσό αυτό μπορούν να το καταβάλλουν ευχερώς, χωρίς να διακινδυνεύει η ιδία αυτών διατροφή, απορριπτομένου συνεπώς και του συναφούς ισχυρισμού τους, τον οποίον επαναφέρουν με σχετικό λόγο της εφέσεώς τους, ως αβασίμου. 4. Συνακόλουθα, μετά τις ανωτέρω παραδοχές, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του, δέχτηκε κατά ένα μέρος την ένδικη αγωγή της ενάγουσας και υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν, ως συνεισφορά στη τακτική μηνιαία διατροφή, για λογαριασμό της ανήλικης Α. – Μ. Τ. το ποσό των τριακοσίων πενήντα (350,00) ευρώ, αντί να επιδικάσει σε αυτήν το προαναφερόμενο ποσό των διακοσίων ογδόντα (280.00) ευρώ, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο και πλημμελώς εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και για τούτο πρέπει κατά παραδοχή ως βάσιμου του συναφούς λόγου της κρινόμενης έφεσης των εναγομένων, να γίνει αυτή δεκτή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη. Ακολούθως, πρέπει, αφού εξαφανιστεί (……), η εκκαλούμενη απόφαση να κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο και να δικασθεί στην ουσία της η παραπάνω αγωγή, και στη συνέχεια, να γίνει δεκτή αυτή, κατά ένα μέρος της και να υποχρεωθούν εναγόμενοι, να προκαταβάλλουν, την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός, συμμέτρως, ως συνεισφορά στη τακτική σε χρήμα, μηνιαία, διατροφή της ανήλικης εγγονής τους και για το χρονικό διάστημα δύο (2) ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, στην ενάγουσα, ως ασκούσα την επιμέλεια αυτού και για λογαριασμό της ανήλικης, το ποσό των διακοσίων ογδόντα (280,00) ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης μέχρι την ολοσχερή εξόφληση……….”.Με αυτά που δέχθηκε και έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν στέρησε την προσβαλλόμενη απόφασή του από νόμιμη βάση, καθόσον διέλαβε σ` αυτήν τις αναγκαίες αιτιολογίες, οι οποίες είναι σαφείς, πλήρεις και δεν αντιφάσκουν μεταξύ τους, καθιστούν δε εφικτό τον αναιρετικό έλεγχο περί της ορθής εφαρμογής των ουσιαστικού δικαίου διατάξεων των άρθρων 1485, 1486, 1487, 1488, 1489, 1490 ΑΚ, τις οποίες έτσι δεν παραβίασε εκ πλαγίου. Τούτο ειδικότερα διότι, σύμφωνα με τα ανωτέρω λεχθέντα και τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα από το Εφετείο, οι αναιρεσείοντες, παππούς και γιαγιά από την πατρική γραμμή, ευθύνονται συμμέτρως για την κάλυψη μέρους της αναγκαίας διατροφής της, στερούμενης εισοδημάτων και περιουσίας, ανήλικης εγγονής τους και συγκεκριμένα, από το συνολικό ποσό των 560 ευρώ, που απαιτείται μηνιαίως για τη διατροφή της, ενέχονται για το ποσό των 280 ευρώ, επειδή το ποσό αυτό δεν μπορεί να καταβληθεί από τους υπόχρεους γονείς της, αφού η μητέρα δεν είναι σε θέση με βάση τα έσοδα και την περιουσιακή της κατάσταση να συνεισφέρει με μεγαλύτερο ποσό από το ποσό των 80 ευρώ μηνιαίως, στο οποίο αποτιμώνται οι συναφείς με την περιποίηση και φροντίδα του τέκνου της υπηρεσίες της και ο πατέρας, Β. Τ. σταμάτησε να εκπληρώνει την υποχρέωσή του για τη διατροφή του τέκνου του και προέβαινε κατά το επίδικο διάστημα σε τμηματικές καταβολές 200 ευρώ μηνιαίως, για δε το υπόλοιπο ποσό των 280 ευρώ μηνιαίως που απαιτείται για την αναγκαία διατροφή της ανήλικης δεν μπορεί να γίνει σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση, παρά το ότι μετά την άσκηση της ένδικης αγωγής απασχολήθηκε από 8-5-2017 έως 3-1-2018 στην επιχείρηση του Α. Ρ. με καθαρές μηνιαίες αποδοχές 394,66 ευρώ και στη συνέχεια στην επιχείρηση “Ι. Κ. – Α. Τ. ΟΕ” με καθαρές μηνιαίες αποδοχές 520 ευρώ και ζει πολυτελώς με διασκέδαση, ταξίδια και ενασχόληση με ακριβά αυτοκίνητα που αποτελούν απόδειξη ότι έχει μεγαλύτερα πραγματικά εισοδήματα, διότι αυτός φροντίζει να τα αποκρύπτει και να μην τα εμφανίζει στο όνομά του, το παραπάνω δε ποσό των 280 ευρώ μηνιαίως οι αναιρεσείοντες μπορούν να το καταβάλλουν από κοινού χωρίς να διακινδυνεύσει η δική τους διατροφή, καθόσον ο πρώτος αυτών είναι συνταξιούχος με μηνιαία σύνταξη 800 ευρώ, η δεύτερη ιδιοκτήτρια βιοτεχνίας κατασκευής γκαραζόπορτας και ρολών ασφαλείας, που στεγάζεται σε ακίνητο του συζύγου της, από τη χρήση του οποίου ο τελευταίος έχει έσοδα 1.056,48 ευρώ ετησίως από μισθώματα, τα οποία ακόμη και αν δεν εισπράττονται αφαιρούνται λογιστικά από τα έσοδα της άνω επιχείρησης και παραμένουν ως οικογενειακό εισόδημα, έχουν οικονομική άνεση, διαθέτοντας ιδιαίτερα σημαντική ακίνητη περιουσία και τα εισοδήματά τους συνολικά υπερβαίνουν τις 2.000 ευρώ μηνιαίως, ενώ οι έτεροι παππούς και γιαγιά από την μητρική γραμμή δεν μπορούν με τα πραγματικά τους εισοδήματα να συνεισφέρουν στη διατροφή της εγγονής τους. Επομένως, ο δεύτερος λόγος της αναιρέσεως κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες υποστηρίζουν τα αντίθετα, είναι αβάσιμος. Με τις λοιπές δε, περιεχόμενες στο πρώτο σκέλος του ιδίου ως άνω λόγου, αιτιάσεις των αναιρεσειόντων ότι το Εφετείο με ανεπαρκή αιτιολογία δέχθηκε ότι ο Β. Τ. διάγει πολυτελή βίο εκ του γεγονότος ότι τρέχει σε αγώνες αυτοκινήτων, υπό την επίφαση της πλημμέλειας του άρθρου 559 αρ.19 ΚΠολΔ, πλήττεται στην πραγματικότητα, απαραδέκτως, η αναιρετικά ανέλεγκτη, κατ’ άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, εκτίμηση των αποδείξεων από το δικαστήριο.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 10 ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το δικαστήριο, παρά το νόμο, δέχθηκε πράγματα που έχουν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης ως αληθινά χωρίς απόδειξη. Η περίπτωση αυτή, η οποία στηρίζεται στην παράβαση του συστήματος συζητήσεως, κατά την οποία ο δικαστής αποφασίζει με βάση εκείνα που έχουν προταθεί και αποδειχθεί, υπάρχει όταν, για τα “πράγματα” που έγιναν δεκτά από το δικαστήριο, δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε απόδειξη ή όταν το δικαστήριο δεν εκθέτει στην απόφασή του, έστω και γενικά, από ποια αποδεικτικά μέσα έχει αντλήσει την απόδειξη για “πράγματα” που δέχθηκε ως αληθινά. Ο όρος “πράγματα” και στην παρούσα περίπτωση του αριθμού 10 του άρθρου 559, είναι ταυτόσημος με τον αντίστοιχο όρο του αριθμού 8 του ίδιου άρθρου (ΑΠ 1559/2022, ΑΠ 146/2022). ‘Ετσι “πράγματα” κατά την έννοια της διάατάξεως αυτής είναι οι νόμιμοι, παραδεκτοί, ορισμένοι και λυσιτελείς αυτοτελείς ισχυρισμοί των διαδίκων, που συγκροτούν την ιστορική βάση και, επομένως, θεμελιώνουν το αίτημα της αγωγής, ανταγωγής, ένστασης ή αντένστασης ουσιαστικού ή δικονομικού δικαιώματος, που ασκήθηκε είτε ως επιθετικό είτε ως αμυντικό μέσο (ΟλΑΠ 25/2003) και όχι οι μη νόμιμοι, απαράδεκτοι, αόριστοι και αλυσιτελείς ισχυρισμοί, οι οποίοι δεν ασκούν επίδραση στην έκβαση της δίκης και το δικαστήριο δεν υποχρεούται να απαντήσει σ’ αυτούς (ΟλΑΠ 14/2004), ούτε οι αρνητικοί ισχυρισμοί, που συνέχονται με την ιστορική βάση της αγωγής, ένστασης ή αντέστανσης και αποτελούν αιτιολογημένη άρνηση καθεμιάς εξ αυτών, ούτε οι νομικές αναλύσεις, καθώς και τα επιχειρήματα ή τα συμπεράσματα των διαδίκων ή του δικαστηρίου, που αντλούνται από το νόμο ή από την εκτίμηση των αποδείξεων και το περιεχόμενο αυτών (ΑΠ 16/2023, ΑΠ 1285/2021, ΑΠ 279/2019).
Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου αναιρετικού λόγου οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια από τον αριθμό 10 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, ισχυριζόμενοι ότι το Εφετείο δέχθηκε, ως αληθινό χωρίς απόδειξη ότι το οικογενειακό τους εισόδημα ξεπερνάει το ποσό των 2.000 ευρώ μηνιαίως. Ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος, διότι το επικαλούμενο ως άνω από τους αναιρεσείοντες δεν συνιστά αυτοτελή ισχυρισμό και συνεπώς “πράγμα”, όπως η έννοια αυτή παρατίθεται ανωτέρω στη μείζονα σκέψη.
Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας των αναιρεσειόντων (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Διάταξη περί δικαστικών εξόδων δεν τίθεται, αφού η αναιρεσίβλητη δεν παρέστη στο δικαστήριο και συνεπώς, δεν υποβλήθηκε σε έξοδα ούτε και υπέβαλε σχετικό αίτημα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 28-9-2022 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 1122/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης και τους από 29-2-2024 πρόσθετους λόγους αυτής.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, που έχουν καταθέσει οι αναιρεσείοντες.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 4 Φεβρουαρίου 2025.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 29 Μαΐου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :
Προηγούμενο άρθροΚαταδικάστηκε ιδιοκτήτρια περιπτέρου για πώληση καπνού σε ανήλικους
