Αριθμός 455/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Λεπενιώτη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κωστούλα Πρίγγουρη, Παρασκευή Τσούμαρη, Σταυρούλα Κουσουλού και Αγαθή Δερέ-Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 7 Φεβρουαρίου 2025, με την παρουσία της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Ελένης Κοντακτσή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και του Γραμματέως Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Φ. Β. του Ε., κρατούμενου στο Σωφρονιστικό Κατάστημα Νιγρίτας, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αναστάσιο Κατσιάφα, για αναίρεση της υπ’αριθ. 269/2024 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης. Με υποστηρίζον την κατηγορία το ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΣΙΟ, το οποίο εκπροσωπείται νόμιμα και το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον Νομικό Σύμβουλο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Διονύσιο Κολοβό.
Το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 10.6.2024 και με αριθμ. εκθ. 15/10.6.2024 αίτηση αναιρέσεως και τους από 22.1.2025 πρόσθετους λόγους, που καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 819/2024.
Αφού άκουσε Την Αντεισαγγελέα, που πρότεινε: α) να γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως και οι πρόσθετοι λόγοι, β) να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση της α) από 29.3.2024 έφεσης και β) της από 4.4.2024 έφεσης κατά της υπ’ αρ. 1404/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Α’ Βαθμού) για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω δικαστήριο, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων, που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη από 10-06-2024 και με αριθμ. έκθ. 15/10-06-2024 αίτηση αναίρεσης του Φ. Β. του Ε., κατά της με αριθμ. 269/16-05-2024 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, το οποίο, δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό τον εκκαλούντα και ήδη αναιρεσείοντα, απέρριψε ως απαράδεκτες, λόγω εκπρόθεσμης άσκησης, τις με αριθμ. έκθ. 41/29-03-2024 και 44/04-04-2024 εφέσεις του ήδη αναιρεσείοντος κατά της με αριθμ. 1404/13-06-2023 (πρωτοβάθμιας) απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, με την οποία ο κατηγορούμενος – εκκαλών και ήδη αναιρεσείων καταδικάσθηκε ωσεί παρών για την (κακουργηματικής μορφής) πράξη της φοροδιαφυγής με τη μη απόδοση Φ.Π.Α. κατ’ εξακολούθηση, από την οποία το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου που δεν αποδόθηκε υπερβαίνει ανά φορολογικό έτος τις 100.000,00 ευρώ και επιβλήθηκε σ` αυτόν ποινή κάθειρξης οκτώ (8) ετών, ασκήθηκε νομότυπα, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου αυτού Α. Μ. (ΑΜΔΣΓ 71), έχοντος ειδική εξουσιοδότηση, με τη συνημμένη από 07-06-2024 εξουσιοδότηση του αναιρεσείοντος, στον Γραμματέα του εκδόσαντος την προσβαλλόμενη απόφαση, και εμπρόθεσμα, και πριν την προβλεπόμενη εικοσαήμερη προθεσμία από την καταχώρηση, στις 19-06-2024, της προσβαλλόμενης απόφασης στο ειδικό βιβλίο (άρθρο 473 παρ. 2 και 3 ΚΠΔ, 474 παρ. 1, 2 και 4, 168 παρ.1 εδ. δ’ του ίδιου Κώδικα) και περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους αναίρεσης, συνιστάμενοι στην έλλειψη από την απόφαση της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα, απόλυτη ακυρότητα στο ακροατήριο και την υπέρβαση εξουσίας (άρθρ. 510 παρ.1 στοιχ. Δ, Α, Ε, Θ ΚΠοινΔ), με τους οποίους πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, επικαλούμενος ότι το ως άνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο με το να δεχθεί ως έγκυρη την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης ενώ ήταν άκυρη, και, στη συνέχεια, να απορρίψει τις εφέσεις του ως εκπροθέσμως ασκηθείσες, απέρριψε αυτές παράνομα ως απαράδεκτες, παραβιάζοντας συγχρόνως τις αρχές της δίκαιης δίκης, όπως αυτές προδιαγράφονται στη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α.. Η αίτηση αναίρεσης πρέπει να συνεκδικαστεί με τους από 22-01-2025 πρόσθετους λόγους αναίρεσης, που κατατέθηκαν, στις 22-01-2025, νομότυπα και εμπρόθεσμα, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 509 εδ. α’ του ΚΠοινΔ), ενώ παρίσταται και το υποστηρίζον την κατηγορία Ελληνικό Δημόσιο.
ΙΙ. [1] Κατά τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 1 του ΚΠοινΔ, η προθεσμία για την άσκηση ενδίκων μέσων είναι δέκα ημέρες από τη δημοσίευση της απόφασης. Αν ο δικαιούμενος δεν είναι παρών κατά την απαγγελία της απόφασης η πιο πάνω προθεσμία είναι, επίσης, δέκα ημέρες εκτός αν αυτός διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του, οπότε η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες και αρχίζει, σε κάθε περίπτωση, από την επίδοση της απόφασης. Κατά τις διατάξεις του άρθρου 476 παρ. 1 του ΚΠΔ, όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε εκπρόθεσμα, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ή το δικαστήριο το απορρίπτει ως απαράδεκτο, κατά της σχετικής δε απόφασης επιτρέπεται αναίρεση (παρ. 2). Από τα παραπάνω, συνάγεται ότι προϋπόθεση της κρίσης ως εκπρόθεσμης της άσκησης του ένδικου μέσου της έφεσης κατά της απόφασης πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που έχει εκδοθεί με απόντα τον εκκαλούντα, είναι η έγκυρη επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, γιατί διαφορετικά, αν η επίδοση είναι άκυρη, κατ’ άρθρο 154 παρ. 2 ΚΠοινΔ, δεν αρχίζει η νόμιμη προθεσμία προς άσκηση και το ένδικο μέσο της έφεσης ασκείται εμπρόθεσμα. Η προϋπόθεση αυτή, ως διαδικαστική, εξετάζεται, και αυτεπαγγέλτως, από το δικαστήριο, επισκοπώντας το περιεχόμενο του σχετικού αποδεικτικού επίδοσης και των λοιπών σχετικών εγγράφων της δικογραφίας, προκειμένου να αξιολογήσει την εγκυρότητά της (επίδοσης) και, συνακόλουθα, το παραδεκτό (εμπρόθεσμο) της άσκησης του ένδικου μέσου (ΑΠ 1532/2023 ΑΠ 881/2023, ΑΠ 650/2022). [2] Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 474 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα, εκείνος που ασκεί εκπρόθεσμα το ένδικο μέσο, οφείλει να διαλάβει, υποχρεωτικά, στη σχετική έκθεση έφεσης και, αν δεν προβάλει λόγο ακυρότητας της προς αυτόν επίδοσης της ερήμην του εκδοθείσας πρωτοβάθμιας καταδικαστικής απόφασης, το λόγο ανώτερης βίας ή ανυπέρβλητου κωλύματος, ως εκ του οποίου παρακωλύθηκε στην εμπρόθεσμη άσκηση της έφεσης και ακόμη, να επικαλεσθεί τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία αυτά να προκύπτουν. Στην έννοια όμως της ανώτερης βίας δεν εμπίπτει και ο ισχυρισμός μη γνώσης, από μέρους του εκκαλούντος της εκκαλούμενης, ερήμην του, εκδοθείσας απόφασης, διότι στην περίπτωση αυτή ο τελευταίος μάχεται κατά του κύρους της επίδοσης και, εντεύθεν, μη έναρξης καν της προθεσμίας άσκησης της έφεσης και δεν επικαλείται λόγο ανώτερης βίας δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης άσκησης της έφεσής του (ΑΠ 218/2024, ΑΠ 596/2023). Αν δεν διαλαμβάνονται τα ανωτέρω και μάλιστα κατά τρόπο ορισμένο, στην έκθεση άσκησης του ενδίκου μέσου της έφεσης, το ένδικο αυτό μέσο απορρίπτεται ως εκπρόθεσμο και, συνεπώς, απαράδεκτο. (ΑΠ 1532/2023, ΑΠ 157/2022). [3] Κατά της σχετικής απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο της έφεσης ως απαράδεκτο, επιτρέπεται μόνο αναίρεση, για όλους τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στη διάταξη του άρθρου 510 του ΚΠοινΔ, μεταξύ των οποίων και η έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, η οποία συντρέχει και στην περίπτωση, κατά την οποία το δικαστήριο δεν διαλαμβάνει στην απόφασή του καθόλου αιτιολογία ή διαλαμβάνει ελλιπή τοιαύτη, αναφορικά με την ορθότητα της κρίσης για το απαράδεκτο, στην οποία και περιορίζεται ο έλεγχος του Αρείου Πάγου. Ειδικότερα, η απόφαση που απορρίπτει το ένδικο μέσο της έφεσης ως εκπρόθεσμη, για να έχει την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, πρέπει να διαλαμβάνει το χρόνο επίδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, αν απαγγέλθηκε απόντος του εκκαλούντος, το χρόνο άσκησης του ενδίκου μέσου, καθώς και το αποδεικτικό, από το οποίο προκύπτει η επίδοση, χωρίς ειδικότερο προσδιορισμό τούτου ή μνεία των κατά τα άρθρα 154 παρ. 1, 156 και 161 παρ. 1 ΚΠΔ στοιχείων εγκυρότητας της επίδοσης, εκτός εάν προβάλλεται με την έφεση λόγος ακυρότητας της επίδοσης ή ανώτερης βίας, εκ της οποίας απωλέσθηκε η προθεσμία, οπότε η αιτιολογία πρέπει να εκτείνεται και στην απορριπτική του λόγου τούτου κρίση του (ΑΠ 218/2024, ΑΠ 438/2022, ΑΠ 956/2021). [4] Η απόρριψη χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία παραδεκτής έφεσης, επειδή συνάπτεται άμεσα με το δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, προσβάλλει το δικαίωμα για δίκαιη δίκη, κατά τα άρθρα 6 παρ. 1, 2 και 3 περ. δ’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου [(Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε αρχικά με το Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το Ν.Δ. 53/1974, αποτελεί εγχώριο δίκαιο και, κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων] και 14 παρ. 2 του του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, που έχει κυρωθεί με το Ν. 2462/1997, περιεχόμενο της οποίας (αρχή δίκαιης δίκης) είναι, η διασφάλιση της ακώλυτης πρόσβασης στο δικαστήριο και της επαρκούς δικαστικής ακρόασης, επιφέρει δε, σε συνδυασμό με το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ του Κ.Ποιν.Δ., απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου κώδικα λόγο αναίρεσης, καθώς τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Ποιν.Δ. αναιρετικό λόγο της αρνητικής υπέρβασης εξουσίας, εφόσον, απορρίπτοντας την έφεση ως απαράδεκτη, στην περίπτωση κατά την οποία η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης είναι άκυρη, παραλείπει να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση, στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του (ΑΠ 218/2024, ΑΠ 1221/2023, ΑΠ 196/2021). [5] Ήδη, υπό την ισχύ, από 1-7-2019, του νέου ΚΠοινΔ, προστέθηκε στην παρ. 1 του άρθρου 510 (περ. Η’) ως αυτοτελής λόγος αναίρεσης “η παράνομη απόρριψη της έφεσης ως απαράδεκτης (άρθρο 476) ή ως ανυποστήρικτης (άρθρο 501 παρ. 1)”. Η παράνομη απόρριψη επέρχεται όταν το εφετείο παραβιάζει δικονομική διάταξη ή κάποιο δικονομικό τύπο, που έχει τεθεί για να καθορίσει την παραδεκτή άσκηση της έφεσης και τη δικονομική παρουσία του εκκαλούντος, διαταράσσοντας έτσι τον κανονιστικά προκαθορισμένο τρόπο εξέλιξης της ποινικής διαδικασίας από το ένα στάδιο στο επόμενο και επομένως, και τα δικαιώματα του εκκαλούντος για ακρόαση, παροχή έννομης προστασίας και δίκαιη δίκη. Μάλιστα, κατά το άρθρο 510 παρ. 2 ΚΠΔ, ο ως άνω λόγος αναίρεσης μπορεί να προβληθεί, έστω και αν τα πραγματικά περιστατικά, που τον θεμελιώνουν δεν προτάθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας (ΑΠ 393/2024,ΑΠ 703/2022). Η ανωτέρω παράνομη απόρριψη της έφεσης ιδρύεται και στην περίπτωση που το δικαστήριο δεν διαλαμβάνει καθόλου αιτιολογία ή διαλαμβάνει ελλιπή τοιαύτη, αναφορικά με την ορθότητα της κρίσης για το απαράδεκτο (ΑΠ 218/2024, ΑΠ 1532/2023, ΑΠ 596/2023, ΑΠ 881/2023). [6] Με τις διατάξεις του άρθρου 156 ΚΠοινΔ, όπως οι παρ. 1, 2 και 4 τροποποιήθηκαν με το άρθρο 3 Ν.4937/2022, ΦΕΚ Α 106/02.06.2022, όπως ίσχυε κατά τον ένδικο χρόνο, οπότε έλαβαν χώρα οι ερευνώμενες επιδόσεις (της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης), ορίζονται τα εξής : “1. Ωσότου η απόφαση γίνει αμετάκλητη, κάθε έγγραφο της προδικασίας και της διαδικασίας στο ακροατήριο, καθώς και κάθε άλλο ποινικό δικόγραφο, επιδίδεται εγκύρως στον κατηγορούμενο αν η επίδοση γίνει α) στην ψηφιακή θυρίδα του πολίτη στην Ενιαία Ψηφιακή Πύλη της Δημόσιας Διοίκησης (gov.gr- ΕΨΠ) ή σε διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που είναι καταχωρημένη σε φορείς του δημόσιου τομέα, ή στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, εφόσον έχει δηλωθεί κατά την εξέτασή του σύμφωνα με το άρθρο 273 και η γνωστοποίηση με μήνυμα αποστέλλεται ταυτόχρονα με την επίδοση σε δηλωθέντα αριθμό σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 155, β) με φυσικό τρόπο στη διεύθυνση της κατοικίας ή της διαμονής του που δηλώθηκε τελευταία από τον ίδιο ή τον συνήγορό του κατά την εξέτασή του στην προκαταρκτική εξέταση ή την προανάκριση ή την ανάκριση ή με προφορική δήλωση στη διαδικασία στο ακροατήριο ή που αναγράφεται στην έκθεση ή στο δικόγραφο άσκησης του ενδίκου ή οιονεί ενδίκου μέσου ή της προσφυγής κατά της απευθείας κλήσης ή στη δήλωση αναίρεσης της παρ. 2 του άρθρου 473, εκτός αν ο κατηγορούμενος είχε δηλώσει μεταβολή της διεύθυνσης κατοικίας ή διαμονής του ή της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή του αριθμού σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας του πριν από την επίδοση, κατά την επόμενη παράγραφο. … 2. Η μεταβολή της διεύθυνσης κατοικίας ή διαμονής του κατηγορουμένου ή της διεύθυνσης ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ή του αριθμού σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας μπορεί να γίνει είτε με νεότερη δήλωση του ιδίου ή του συνηγόρου του, με κάποιον από τους αναφερόμενους στην παρ. 1 τρόπους είτε με χωριστή δήλωση, που αναγράφει την τελευταία διεύθυνση, η οποία πρέπει να γίνεται εγγράφως στον εισαγγελέα που άσκησε την ποινική δίωξη ή, αν η υπόθεση έχει παραπεμφθεί στο ακροατήριο, στον εισαγγελέα του δικαστηρίου στο οποίο εκκρεμεί, μετά δε την έκδοση της απόφασης στον εισαγγελέα του δικαστηρίου που εξέδωσε την απόφαση. Επάνω στη δήλωση μεταβολής της διεύθυνσης κατοικίας ή διαμονής, συντάσσεται έκθεση για την παράδοσή της, η οποία καταχωρίζεται σε ειδικό αλφαβητικό ευρετήριο που τηρείται στο γραφείο του εισαγγελέα. Αντίγραφο της δήλωσης μαζί με τη σχετική έκθεση για την παράδοσή της εντάσσεται χωρίς χρονοτριβή στην οικεία δικογραφία. 3. Αν η διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής που δηλώθηκε τελευταία από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του είναι ανύπαρκτη ή ελλιπής, οι επιδόσεις γίνονται στην τελευταία υπαρκτή και πλήρη διεύθυνση που δηλώθηκε από αυτόν. Αν ο κατηγορούμενος δεν δήλωσε κατά τις προηγούμενες παραγράφους τη διεύθυνση της κατοικίας του ή της διαμονής του ή αν καμία από τις σχετικές δηλώσεις του δεν αφορά σε υπαρκτή και πλήρη διεύθυνση και παράλληλα συντρέχει άρνηση του κατηγορουμένου να δηλώσει τη διεύθυνσή του κατά την εξέτασή του στην προκαταρκτική εξέταση ή την ανάκριση ή στη διαδικασία στο ακροατήριο, οι επιδόσεις γίνονται στον γραμματέα της εισαγγελίας πλημμελειοδικών όπου ασκήθηκε η ποινική δίωξη ή στον εισαγγελέα του δικαστηρίου όπου εκκρεμεί η υπόθεση. Αν έχει διοριστεί αντίκλητος, οι επιδόσεις γίνονται μόνο σε αυτόν. 4. Αν ο κατηγορούμενος δηλώσει αρχικά ή μεταγενέστερα διεύθυνση κατοικίας ή διαμονής στην αλλοδαπή, οι επιδόσεις που αναφέρονται στην περ. β` της παρ. 1, γίνονται μόνο στον συνήγορο που διορίστηκε κατά το άρθρο 89 παρ. 2, και αν οι συνήγοροι είναι περισσότεροι, σε έναν από αυτούς. Αν ο κατηγορούμενος δεν έχει διορίσει συνήγορο, οφείλει στις περιπτώσεις του προηγούμενου εδαφίου να διορίσει αντίκλητο έναν από τους δικηγόρους της έδρας του οικείου πλημμελειοδικείου, στον οποίο και μόνον γίνονται όλες οι παραπάνω επιδόσεις. Η επίδοση στον συνήγορο ή αντίκλητο μπορεί να γίνει και με ηλεκτρονικά μέσα σύμφωνα με τις παρ. 1 και 4 του άρθρου 155. Αν ο κατηγορούμενος παραλείψει το διορισμό αντικλήτου ή η επίδοση στον αντίκλητο είναι αδύνατη ή έπαυσε η ιδιότητά του ως αντικλήτου, οι επιδόσεις αυτές γίνονται στον γραμματέα της εισαγγελίας του πλημμελειοδικείου, στην περιφέρεια του οποίου ενεργείται ή έχει ενεργηθεί η ανάκριση ή η αυτεπάγγελτη προανάκριση. Ο γραμματέας της εισαγγελίας φυλάσσει τα επιδιδόμενα έγγραφα σε ιδιαίτερο για κάθε κατηγορούμενο φάκελο, το περιεχόμενο του οποίου μπορούν οποτεδήποτε να πληροφορηθούν ο κατηγορούμενος και ο συνήγορός του. Ο αντίκλητος δικηγόρος διατηρεί την ιδιότητά του αυτή, εκτός αν δηλώσει στον προαναφερόμενο γραμματέα ότι έληξε η σχέση εντολής με τον κατηγορούμενο.” [7] Κατά τη διάταξη του άρθρου 466 παρ.3 του Κ.Π.Δ., “εναντίον του ιδίου βουλεύματος ή της ίδιας απόφασης δεν μπορεί ποτέ να ασκηθεί για δεύτερη φορά το ίδιο ένδικο μέσο που έχει κριθεί”. Κατά την αληθή έννοια της διάταξης αυτής προϋπόθεση για την απαγόρευση άσκησης για δεύτερη φορά του ενδίκου μέσου της αίτησης αναίρεσης κατά της ίδιας απόφασης είναι να έχει προηγηθεί κρίση επί της πρώτης. Αν τέτοια κρίση δεν έχει προηγηθεί, παραδεκτά ασκείται μέσα στη νόμιμη προθεσμία δεύτερη αίτηση αναίρεσης, η οποία είναι συμπληρωματική της πρώτης και συνεξετάζεται με αυτήν (ΑΠ 1277/2024, ΑΠ 611/2023).
ΙΙΙ. [1] Στην προκείμενη περίπτωση, το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, με την προσβαλλόμενη με αριθμ. 269/16-05-2024 απόφασή του απέρριψε ως απαράδεκτες, λόγω εκπροθέσμου άσκησης τις με αριθμ. 41/29-03-2024 και 44/04-04-2024 εφέσεις του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, κατά της με αριθμ. 1404/13-06-2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, με την οποία αυτός είχε καταδικαστεί, ερήμην, σε ποινή κάθειρξης οκτώ (8) ετών, για την αξιόποινη πράξη της φοροδιαφυγής με τη μη απόδοση Φ.Π.Α. κατ’ εξακολούθηση, από την οποία το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου που δεν αποδόθηκε υπερβαίνει ανά φορολογικό έτος τις 100.000,00 ευρώ. Από την προσβαλλόμενη απόφαση, τις ανωτέρω εφέσεις, που παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, προκύπτει ότι ο εκκαλών, ήδη αναιρεσείων – κατηγορούμενος, με την πρώτη ανωτέρω έφεση δεν επικαλέστηκε λόγο ακυρότητας της επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης ούτε λόγο ανωτέρας βίας εξαιτίας της οποίας εμποδίστηκε να ασκήσει εμπρόθεσμη έφεση και με την δεύτερη ανωτέρω έφεση επικαλέστηκε ότι δεν γνώριζε την ύπαρξη της εκκαλούμενης απόφασης και ούτε έλαβε γνώση αυτής παρά μόνο στις 28-03-2024, οπότε επ’ ευκαιρία έκδοσης νέου δελτίου ταυτότητας πληροφορήθηκε αυτήν, διότι ακύρως έλαβε χώρα η επίδοση αυτής, στις 31-01-2024, στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης αντί να γίνει η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης στον Γραμματέα της Εισαγγελείας Πρωτοδικών Γιαννιτσών, ως πρόσωπο που έχει γνωστή διαμονή στην αλλοδαπή, δεν είχε συνήγορο υπεράσπισης ούτε αντίκλητο δικηγόρο στην έδρα του πλημμελειοδικείου που διενεργήθηκε η ανάκριση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 156 παρ. 4 ΚΠοινΔ. Από τα πρακτικά της δίκης κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος εκπροσωπήθηκε από τον συνήγορο υπεράσπισής του Α. Μ., δικηγόρο Γιαννιτσών (Α.Μ. 71), ο οποίος ζήτησε να γίνουν τυπικά δεκτές οι ανωτέρω εφέσεις των εντολέων του, διότι έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα, και δήλωσε τα εξής : “Ο κατηγορούμενος είχε απολογηθεί στην ανάκριση και δεν του είχε ορισθεί αντίκλητος δικηγόρος. Μετά την απολογία του δεν του είχαν επιβληθεί περιοριστικοί όροι και δήλωσε διεύθυνση κατοικίας του στην Τσεχία. Ποτέ δεν του επιδόθηκε κλήση για το Δικαστήριο. Όταν ασκήθηκε η πρώτη έφεση είχαμε μόνο το απόσπασμα της απόφασης και κάναμε την έφεση για να μην χάσουμε το εμπρόθεσμο. Όταν πήγα να λάβω αντίγραφο της δικογραφίας είδα την απόφαση στο σύνολό της και τότε την 4-4-2024 άσκησα την δεύτερη έφεση”, ήτοι αμφισβήτησε, εκ νέου, την εγκυρότητα επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης. Το Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, για την απόρριψη των ανωτέρω εφέσεων ως απαράδεκτων, δέχθηκε, μετά την παράθεση νομικών συλλογισμών, επί λέξει τα εξής : ” Όπως διαπιστώνεται από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, με την υπ’ αριθμ. 1404/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης (Α’ Βαθμού) ο εκκαλών – κατηγορούμενος, Φ. Β. του Ε., καταδικάστηκε ερήμην, για την πράξη της φοροδιαφυγής με τη μη απόδοση Φ.Π.Α. κατ’ εξακολούθηση, από την οποία το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου που δεν αποδόθηκε υπερβαίνει ανά φορολογικό έτος τις 100.000,00 ευρώ, σε ποινή κάθειρξης οκτώ (8) ετών. Ο κατηγορούμενος είναι γνωστής διαμονής στην αλλοδαπή και δη, κάτοικος KARVINA Τσεχίας, οδός …, απολογούμενος δε ενώπιον της Ανακρίτριας Γιαννιτσών στις 21.4.2022, ενώ δήλωσε την άνω διεύθυνση κατοικίας στην αλλοδαπή, δεν διόρισε αντίκλητο δικηγόρο και, ως εκ τούτου, η κλήση για εμφάνιση ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου επιδόθηκε νόμιμα στον Γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Γιαννιτσών κατά τη διάταξη του άρθρου 156 παρ. 3, 4 ΚΠΔ. Επίσης, νόμιμα η προαναφερόμενη απόφαση επιδόθηκε στον Γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης Ν. Μ. (…). Κατά της εν λόγω απόφασης ο κατηγορούμενος άσκησε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του Α. Μ. δύο εφέσεις και δη :α) την από 29-3-2023 έφεσή του και β) την από 4.4.2024 έφεση, εκπρόθεσμες, και οι δύο, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του 473 παρ. 1 ΚΠΔ, αφού ασκήθηκαν μετά την πάροδο των 30 ημερών από την επίδοση της απόφασης. Στην πρώτη από 29.3.2024 έφεση, ο εκκαλών δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, ουδόλως επικαλείται οποιοδήποτε λόγο ανώτερης βίας, ή κάποιο ανυπέρβλητο κώλυμα, εξαιτίας των οποίων παρεμποδίστηκε να ασκήσει την έφεσή του εμπρόθεσμα, ούτε επικαλείται και τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία να προκύπτει η ύπαρξη τέτοιων λόγων, ώστε το παρόν Δικαστήριο να ερευνήσει τη βασιμότητά τους και να συγχωρέσει το εκπρόθεσμο. Την έλλειψη τούτη της 1ης έφεσης, επιχειρεί ο κατηγορούμενος απαραδέκτως, κατά τη μείζονα σκέψη που προεκτέθηκε, να την καλύψει με την 2η από 4.4.2024 έφεση, στην οποία για να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο αυτής, επικαλείται ότι δεν γνώριζε την ύπαρξη της εκκαλουμένης απόφασης, την οποία πληροφορήθηκε τυχαία την 28.3.2024 και αμέσως άσκησε την επόμενη ημέρα την πρώτη έφεση. Συνακόλουθα, εφόσον ο εκκαλών κατηγορούμενος δεν διαλαμβάνει στην έκθεση της πρώτης έφεσης τα περιστατικά της ανωτέρας βίας ή του ανυπέρβλητου κωλύματος, εξαιτίας των οποίων δεν την άσκησε εμπρόθεσμα, όπως απαιτείται σύμφωνα με τις προηγούμενες νομικές σκέψεις, αυτή τυγχάνει απαράδεκτη. Απαράδεκτη όμως τυγχάνει και η δεύτερη έφεση, καθόσον η επίκληση από τον εκκαλούντα – κατηγορούμενο ότι ο λόγος που άσκησε εκπρόθεσμα την έφεσή του, συνίσταται στη μη γνώση της προσβαλλόμενης απόφασης, η οποία λόγω του ότι δεν είχε ορίσει αντίκλητο και είχε δηλώσει διεύθυνση κατοικίας στην αλλοδαπή επιδόθηκε στο Γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης, δεν συνιστά ανώτερη βία ή ανυπέρβλητο κώλυμα που να δικαιολογεί την εκπρόθεσμη άσκησή της, καθόσον στην περίπτωση τούτη ο κατηγορούμενος μάχεται κατά του κύρους της επίδοσης και της εντεύθεν μη έναρξης καν της προθεσμίας ασκήσεως της εφέσεώς και ως εκ τούτου δεν επικαλείται λόγο ανώτερης βίας, δικαιολογητικό της εκπρόθεσμης ασκήσεως τη έφεσης του (…….), όπως και δεν επικαλείται και αποδεικτικά μέσα που να στηρίξουν τον λόγο αυτό. Να σημειωθεί στο σημείο τούτο, ότι επειδή και τα δύο ένδικα μέσα ασκήθηκαν εκπρόθεσμα δεν μπορεί να γίνει λόγος ότι αυτά συνερευνώνται, με τη δεύτερη έφεση να θεωρείται συμπληρωματική της πρώτης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθούν αμφότερες οι κρινόμενες εφέσεις ως απαράδεκτες (άρθρ. 476 παρ. 1 ΚΠΔ)…” [2] Με τις παραδοχές αυτές όμως, το δικαστήριο της ουσίας (Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης), δεχόμενο ότι η με αριθμ. έκθ. 44/04-04-2024 δεύτερη έφεση του αναιρεσείοντος – εκκαλούντος – κατηγορουμένου δεν είναι συμπληρωματική της προηγηθείσας με αριθμ. έκθ. 41/29-03-2024 έφεσης του ιδίου αναιρεσείοντος – εκκαλούντος – κατηγορουμένου κατά της αυτής εκκαλούμενης απόφασης, και συνεξεταζόμενες, και στη συνέχεια απορρίπτοντας αυτές ως απαράδεκτες, λόγω εκπρόθεσμης άσκησής τους, διέλαβε ελλιπείς και αντιφατικές αιτιολογίες ως προς την διαδικαστική προϋπόθεση της εγκυρότητας επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης και ακολούθως υπερέβη την εξουσία του καθόσον, ενώ σύμφωνα και με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης όπως άλλωστε προκύπτει και από τα στοιχεία της δικογραφίας ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων απολογούμενος στις 21/4/2022 ενώπιον της Ανακρίτριας Γιαννιτσών δήλωσε την αναφερόμενη διεύθυνση του στην αλλοδαπή και δεν διόρισε αντίκλητο δικηγόρο και ως εκ τούτου η κλήση του προς εμφάνιση ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επιδόθηκε νόμιμα στον Γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Γιαννιτσών (άρθρ. 156 παρ. 4 ΚΠΔ), εν τούτοις η ερήμην αυτού εκδοθείσα απόφαση του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επιδόθηκε στον Γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης στις 31/1/2024 και όχι στον Γραμματέα της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Γιαννιτσών, με συνέπεια οι εφέσεις να έχουν ασκηθεί εμπρόθεσμα προ πάσης επιδόσεως αφού η απόφαση του Πρωτοβαθμίου 4 Δικαστηρίου ακύρως επιδόθηκε. Εξάλλου με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν αντικρούονται αιτιολογημένα οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο αναιρεσείων με την δεύτερη των ως άνω εφέσεών του για να δικαιολογήσει το εκπρόθεσμο της ασκήσεως των εφέσεών του και συγκεκριμένα ότι δεν γνώριζε την ύπαρξη της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ τέλος παραβιάστηκε το από τα άρθ. 6 παρ.1 εδ. α’ της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) δικαίωμά του (αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου) ελεύθερης και ανεμπόδιστης πρόσβασης στο δικαστήριο και δικαστικής ακρόασης αυτού, με συνέπεια την από το άρθ. 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ του ΚΠοινΔ απόλυτη ακυρότητα, που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο. Επομένως, οι προβαλλόμενοι από τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο, με την κρινόμενη αίτηση αναίρεσης και τους πρόσθετους λόγους αυτής, λόγοι της απόλυτης ακυρότητας που συνέβη κατά τη διαδικασία στο ακροατήριο, της έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την απόρριψη των εφέσεων ως εκπρόθεσμων, της παράνομης απόρριψης των ανωτέρω εφέσεων ως απαράδεκτων, καθώς και της υπέρβασης εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Δ’, Η’ και Θ’ αντιστοίχως του ΚΠοινΔ), με τους πλήττει την προσβαλλόμενη απόφαση, είναι βάσιμοι. IV. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερομένων, κατά παραδοχή των λόγων της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής, από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Δ’, Η’ και Θ’ του ΚΠοινΔ, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ακολούθως δε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 519 και 522 του ΚΠοινΔ, να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο Δικαστήριο που την εξέδωσε, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως, προκειμένου να κρίνει για το παραδεκτό των αναφερόμενων στο σκεπτικό της απόφασης εφέσεων του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, κατά της με αριθμ. 269/2024 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης, λαμβανομένου υπόψη ότι ο Άρειος Πάγος δεν έχει τη δικαιοδοσία να κρίνει επί του παραδεκτού ή όχι αυτών (εφέσεων), αναλόγως δε προς τη σχετική κρίση του, είτε να απορρίψει και πάλι τις εφέσεις ως εκπρόθεσμες, είτε να τις κρίνει παραδεκτές και να προχωρήσει στην εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 829/2024, ΑΠ 1532/2023). Σημειώνεται ότι μετά την κατάργηση με τον ν. 5090/2024, του πενταμελούς εφετείου, ως δικαστήριο της παραπομπής για την εκδίκαση της παρούσης υπόθεσης, θα πρέπει να οριστεί, κατά την διάταξη του άρθρου 137 του ιδίου νόμου, το τριμελές εφετείο της παρ. 8 του άρθρου 111 του ΚΠοινΔ, στο οποίο και θα παραπεμφθεί αυτή προς εκδίκαση.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθμό 269/2024 απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Θεσσαλονίκης.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο Τριμελές Εφετείο Θεσσαλονίκης της παρ. 8 του άρθρου 111 του ΚΠΔ, το οποίο θα συγκροτηθεί κατά τα οριζόμενα στην ως άνω διάταξη και από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους, που δίκασαν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 21 Φεβρουαρίου 2025.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 14 Μαρτίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
