Αριθμός 383/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ε’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Βασδέκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Λεπενιώτη, Σοφία Οικονόμου-Εισηγήτρια, Κωστούλα Πρίγγουρη και Παρασκευή Τσούμαρη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 13 Ιανουαρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή, λόγω κωλύματος του τακτικού Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεωργίου Σκιαδαρέση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και του Γραμματέα Γεράσιμου Βάλσαμου, για να δικάσει την αίτηση της αναιρεσείουσας-κατηγορουμένης Α. Κ. του Χ., κατοίκου …, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Πανωραία Λύμουρα, για αναίρεση της 2129/2022 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα-κατηγορουμένη ζητεί την αναίρεσή της για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από …2022 και με αρ. Ε.Μ. …/2022 αίτηση αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό ….
Αφού άκουσε 1) Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να κηρυχθεί εν μέρει απαράδεκτη η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης όσον αφορά τους λόγους περί υπέρβασης εξουσίας και παραβίασης της εκκρεμοδικίας κατ’ άρθρο 510 παρ. 1 Θ’, ΣΤ’ ν. ΚΠΔ, καθώς επίσης να γίνει τυπικά δεκτή για τους λοιπούς λόγους και να απορριφθεί κατ’ ουσία, και 2) την πληρεξούσια δικηγόρο της αναιρεσείουσας, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από …2022 και με αρ. Ε.Μ. …/2022 αίτηση – δήλωση της Α. Κ. του Χ., κατοίκου … (οδός … αρ. …, περιοχή …), που υποβλήθηκε στη Γραμματέα του Εφετείου Αθηνών, για αναίρεση της με αριθ. 2129/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών, με την οποία καταδικάστηκε σε δεύτερο βαθμό, σε ποινή φυλακίσεως τεσσάρων (4) μηνών με τριετή αναστολή, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 462, 464, 466, 473 παρ.2 και 3, 474 παρ.1 και 4 και 504 παρ.1 ΚΠΔ) και περιέχει λόγους αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’, ΣΤ’και Θ’ΚΠΔ. Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Ι) Κατά τις διατάξεις του άρθρου 57 παρ/φοι 1, 2 εδ. β’και 3 (όπως η παρ.3 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 104 του ν. 4855/2021): “1. Αν κάποιος έχει καταδικαστεί αμετάκλητα ή αθωωθεί ή έχει παύσει ποινική δίωξη εναντίον του, δεν μπορεί να ασκηθεί και πάλι εις βάρος του ποινική δίωξη για την ίδια πράξη, ακόμη και αν δοθεί σε αυτή διαφορετικός χαρακτηρισμός. 2. (εδ.β’) Αν παρά την πιο πάνω απαγόρευση ασκηθεί ποινική δίωξη κηρύσσεται απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. 3. Αν σε βάρος του ίδιου προσώπου για την ίδια πράξη ασκήθηκαν περισσότερες διώξεις, κηρύσσονται απαράδεκτες λόγω εκκρεμοδικίας εκείνες οι οποίες ασκήθηκαν μεταγενέστερα”. Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει: 1) ότι για την ύπαρξη δεδικασμένου που έχει ως συνέπεια το απαράδεκτο της νέας δίωξης και ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. ΣΤ’ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθοι όροι: α) αμετάκλητη απόφαση (ή βούλευμα) που αποφαίνεται για τη βασιμότητα ή μη της κατηγορίας ή παύει οριστικά την ποινική δίωξη για μια αξιόποινη πράξη, β) ταυτότητα προσώπου και γ) ταυτότητα πράξης, ως ιστορικού γεγονότος στο σύνολό του, που περιλαμβάνει όχι μόνο την ενέργεια ή παράλειψη του δράστη, αλλά και το αξιόποινο αποτέλεσμα που προκλήθηκε από αυτή, αμέσως μετά την τέλεσή της ή σε μεταγενέστερο χρόνο (ΑΠ 445/2021, ΑΠ 1384/2020), 2) για την ύπαρξη εκκρεμοδικίας, που έχει την ίδια συνέπεια του απαραδέκτου της νέας δίωξης και ιδρύει τον ανωτέρω εκ του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. ΣΤ’ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως, πρέπει να προκύπτουν οι ίδιες προϋποθέσεις του δεδικασμένου, πλην του αμετάκλητου της απόφασης ή του βουλεύματος, καθώς και 3) ότι στην περίπτωση της εκκρεμοδικίας, κηρύσσεται απαράδεκτη η ποινική δίωξη που ασκήθηκε χρονικά μεταγενέστερα, ανεξάρτητα από το αν προηγείται ή όχι διαδικαστικά. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, ως πράξη νοείται το ιστορικό γεγονός, δηλαδή η υλική πράξη και πνευματική κίνηση, με όλα τα αποτελέσματα στον εξωτερικό κόσμο, καθ’όλη τη διαδρομή και καθ’όλες τις πραγματικές και νομικές όψεις της, τις οποίες ο δικαστής έχει δικαίωμα να ερευνήσει και να αξιολογήσει αυτεπάγγελτα. Ταυτότητα δε, της πράξης υπάρχει όταν η νέα κατηγορία συγκροτείται εξ αντικειμένου από τα αυτά πραγματικά περιστατικά, δηλαδή από τα ίδια κατά τόπο και χρόνο τέλεσης ιστορικά γεγονότα, από τα οποία απαρτίζεται κατά τα ουσιώδη αντικειμενικά στοιχεία της και η κατηγορία που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση ή που αποδόθηκε με την προηγούμενη ποινική δίωξη. Εν όψει αυτών, τόσο το δεδικασμένο, όσο και η εκκρεμοδικία, εξαντλούνται όχι στην ταυτότητα του εγκλήματος, αλλά στην ταυτότητα της αξιόποινης πράξης, για την οποία ασκήθηκε η ποινική δίωξη και δεν εμποδίζει νέα δίωξη για άλλη αξιόποινη πράξη που δεν κρίθηκε, ή που δεν αποδόθηκε γι’αυτή κατηγορία, έστω και αν στα στοιχεία της πράξης αυτής περιλαμβάνεται και εκείνο που επίσης αποτέλεσε στοιχείο του εγκλήματος, το οποίο έχει κριθεί ή αποδοθεί γι’αυτό κατηγορία. Δεν υφίσταται ταυτότητα πράξης και ως εκ τούτου δεδικασμένο ή εκκρεμοδικία, όταν τα περισσότερα εγκλήματα μιας φυσικής πράξης έχουν αυτοτελή υλική υπόσταση και αποτελούν εξωτερικά καθένα ιδιαίτερο έγκλημα, το οποίο δεν τέθηκε υπό την κρίση του δικαστηρίου (ΑΠ 445/2021, ΑΠ 872/2015). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 94 παρ. 1 και 2 του ΠΚ, πραγματική αληθινή συρροή εγκλημάτων υπάρχει όταν με περισσότερες υλικές πράξεις του υπαιτίου τελούνται ισάριθμα αυτοτελή εγκλήματα, για τα οποία επιβάλλονται αντίστοιχες αυτοτελείς ποινές και τελικά επιβάλλεται μία συνολική εκτιτέα ποινή, με τον προβλεπόμενο τρόπο επαύξησης της βαρύτερης από αυτές, ενώ κατ’ιδέαν αληθινή συρροή υπάρχει όταν με μία υλική πράξη του υπαιτίου τελούνται περισσότερα αυτοτελή εγκλήματα, για τα οποία επιβάλλονται αντίστοιχες ποινές και τελικά επαυξάνεται ελεύθερα η βαρύτερη από αυτές, μέχρι το ανώτατο όριο του είδους της ποινής βάσης. Τόσο η πραγματική, όσο και η κατ’ιδέαν αληθινή συρροή μπορεί να προσβάλλει το ίδιο έννομο αγαθό ή διαφορετικά έννομα αγαθά. Αντίθετα, φαινομενική συρροή ή συρροή νόμων, στην οποία δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις για τη συρροή εγκλημάτων του άρθρου 94 ΠΚ υπάρχει, όταν η εγκληματική δράση του υπαιτίου φαίνεται να εμπίπτει στην υπόσταση περισσότερων ποινικών νόμων, αλλά από τη λογική και αξιολογική συσχέτιση αυτών και με βάση τις αρχές της ειδικότητας, της επικουρικότητας και της απορρόφησης, συνάγεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση μόνο ένας εξ αυτών είναι εφαρμοστέος, αποκλείοντας τους λοιπούς που φαινομενικά μόνο συρρέουν, ώστε να τελείται μία μόνο αξιόποινη πράξη, για την οποία επιβάλλεται μια ποινή (ΟλΑΠ 179/1990). Εξάλλου, επί αληθούς κατ’ιδέαν συρροής αποκλείεται η επέκταση του δεδικασμένου (ή της εκκρεμοδικίας) στο σύνολο των τελεσθέντων εγκλημάτων, όταν έχει εκδικασθεί αμετακλήτως ένα από αυτά (ή έχει ασκηθεί προηγουμένως ποινική δίωξη για ένα από αυτά) επειδή -καίτοι συμπίπτει η ενέργεια- διαφέρει το επελθόν αποτέλεσμα, οπότε το δεδικασμένο (ή η εκκρεμοδικία) δεν εκτείνεται στο έτερο κατ’ιδέαν αληθώς συρρέον έγκλημα που δεν εκδικάσθηκε (ΑΠ 887/2020, ΑΠ 180/2018), ενώ τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο επί πραγματικής αληθινής συρροής (ΑΠ 285/2020). Τέλος, το δεδικασμένο ή η εκκρεμοδικία, ακόμη και αν δεν προτάθηκαν στο δικαστήριο της ουσίας, παραδεκτά προτείνονται ενώπιον του Αρείου Πάγου κατ’άρθρο 510 παρ.2 ΚΠΔ.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 29 παρ.6 εδάφια α’και β’του ν. 4251/2014 (“Κώδικας μετανάστευσης και κοινωνικής ένταξης”) “Οποιος διευκολύνει την παράνομη διαμονή πολίτη τρίτης χώρας ή δυσχεραίνει τις έρευνες των αστυνομικών αρχών για εντοπισμό, σύλληψη και απέλαση του, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός (1) έτους και με χρηματική ποινή τουλάχιστον πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ. Αν ο ανωτέρω ενήργησε εκ κερδοσκοπίας, επιβάλλεται φυλάκιση τουλάχιστον δύο (2) ετών και χρηματική ποινή τουλάχιστον δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ”. Το έννομο αγαθό που προστατεύεται από την ως άνω διάταξη είναι προεχόντως η πολιτειακή εξουσία που προσβάλλεται με βλάβη από την αυθαίρετη και κατά παράκαμψη των θεσμοθετημένων ελέγχων και διαδικασιών συμπεριφορά του αλλοδαπού και παρεπομένως η δημόσια τάξη και ασφάλεια, η εθνική οικονομία και η υγεία. Το έγκλημα είναι υπαλλακτικώς μικτό, τελούμενο με τους δύο ανωτέρω τρόπους και διαρκές, αφού η διατήρηση της παράνομης κατάστασης που προκαλείται από την τέλεσή του πληροί την ίδια αντικειμενική υπόσταση με εκείνη που προκάλεσε την παραγωγή της, με συνέπεια αν κατά τη διάρκεια του εγκλήματος ο δράστης τελέσει άλλη αξιόποινη πράξη, να συντρέχει κατ’ιδέαν συρροή. Οι προϋποθέσεις της νόμιμης διαμονής προβλέπονται στα άρθρα 6 – 9 του ν. 4251/2014 και πάντως παράνομη δεν είναι η διαμονή του αλλοδαπού μόνο όταν έχει εισέλθει παράνομα στη χώρα, αλλά και σε περιπτώσεις που εισήλθε μεν νόμιμα, αλλά έπαυσαν πλέον να πληρούνται οι προϋποθέσεις νόμιμης διαμονής του. Υποκειμενικώς δε αρκεί οποιοδήποτε είδος δόλου, δηλαδή και ενδεχόμενος. Περαιτέρω, σύμφωνα με την περί υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης διάταξη του άρθρου 220 παρ.1 του ισχύοντος από …2019 ΠΚ (ν. 4619/2019), η οποία είναι ευμενέστερη μεν ως προς την απειλούμενη ποινή, αλλά όμοια ως προς την νομοτυπική της μορφή με την ταυτάριθμη προϊσχύσασα διάταξη: “Όποιος πετυχαίνει με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθές περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, καθώς και όποιος χρησιμοποιεί τέτοια ψευδή βεβαίωση για να εξαπατήσει άλλον σχετικά με το περιστατικό αυτό, τιμωρείται με φυλάκιση έως δύο έτη ή χρηματική ποινή, αν δεν τιμωρείται βαρύτερα κατά τις διατάξεις για την ηθική αυτουργία”. Η υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης αποτελεί ιδιώνυμο έγκλημα ηθικής αυτουργίας σε μη δόλια πράξη ψευδούς βεβαίωσης και τιμωρεί περιπτώσεις διανοητικής πλαστογραφίας (δηλαδή το δημόσιο έγγραφο είναι μεν τυπικά γνήσιο, αλλά το περιεχόμενό του “πλαστό” – αναληθές, αφού δεν εκφράζει αυτό που θέλησε ο εκδότης του υπάλληλος υπό συνθήκες ομαλού σχηματισμού της βούλησής του), ενώ ως έννομο αγαθό προστατεύει την αποδεικτική δύναμη των δημοσίων εγγράφων, την εσωτερική ορθότητα αυτών, δηλαδή την αλήθεια της βεβαίωσης (του περιεχομένου τους) και όχι την τυπική τους εγκυρότητα (γνησιότητα), ώστε να διασφαλίζεται η ομαλή διεξαγωγή των συναλλαγών που τελούνται με δημόσια έγγραφα και εντεύθεν η ασφάλεια της έγγραφης απόδειξης χάριν του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος και του κύρους της δημόσιας υπηρεσίας (ΑΠ 1852/2019, ΑΠ 1039/2019). Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, απαιτείται αντικειμενικώς: α) δημόσιο έγγραφο κατά την έννοια του άρθρου 438 ΚΠολΔ, που έχει εφαρμογή και στο Ποινικό Δίκαιο, δηλαδή έγγραφο που έχει συνταχθεί από τον καθ’ύλη και κατά τόπο αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο ή λειτουργό κρατικής υπηρεσίας, κατά τους νόμιμους τύπους και είναι προορισμένο για εξωτερική κυκλοφορία, προς πλήρη απόδειξη έναντι πάντων, του γεγονότος που βεβαιώνεται σ’αυτό, β) βεβαίωση στο έγγραφο αυτό αναληθούς περιστατικού που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, δηλαδή να επιφέρει τη γένεση, αλλοίωση, μεταβίβαση, κατάργηση ή απώλεια δικαιώματος ή έννομης σχέσης και γ) η βεβαίωση του αναληθούς περιστατικού να επιτυγχάνεται με εξαπάτηση ή ακριβέστερα με παραπλάνηση του δημοσίου υπαλλήλου, που μπορεί να παρασύρθηκε έστω και από αμέλεια ή ευπιστία με οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο προφορικά ή με έγγραφα. Υποκειμενικώς απαιτείται δόλος οποιουδήποτε βαθμού, ο οποίος περιλαμβάνει τη γνώση του δράστη, έστω και με την έννοια της αμφιβολίας, ότι το βεβαιούμενο γεγονός είναι αναληθές, ότι η βεβαίωση γίνεται σε δημόσιο έγγραφο και ότι το βεβαιούμενο γεγονός μπορεί να έχει έννομες συνέπειες, είτε για τον εαυτό του είτε για άλλον και περαιτέρω τη θέληση ή αποδοχή του δράστη να προβεί στην εξαπάτηση του δημοσίου υπαλλήλου με οποιονδήποτε τρόπο (ΑΠ 522/2020, ΑΠ 1471/2019 ΑΠ 1742/2017). Η χρήση δε της ψευδούς βεβαίωσης από τον αυτουργό ή συμμέτοχο αποτελεί διακριτό και αυτοτελώς τιμωρούμενο έγκλημα, εκτός αν εξαρχής ο δράστης είχε σκοπό χρησιμοποίησης της ψευδούς βεβαίωσης, οπότε πρόκειται για συντιμωρητή ύστερη πράξη (ΑΠ 1912/2009). Από τα προαναφερόμενα προκύπτει ότι τα εγκλήματα της διευκόλυνσης παράνομης διαμονής πολίτη τρίτης χώρας από κερδοσκοπία και της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης (καθώς και της χρήσης ψευδούς βεβαίωσης), είναι ανεξάρτητα μεταξύ τους και αυτοτελώς κολάσιμα, αφού συγκροτούνται από διαφορετικές αντικειμενικές υποστάσεις, που προσβάλλουν διαφορετικά έννομα αγαθά, τα οποία προστατεύονται από διαφορετικές νομικές διατάξεις. Κανένα από τα δύο δεν είναι ειδικό έναντι του άλλου, ούτε αποτελεί συστατικό στοιχείο ή επιβαρυντικής περίπτωση ή αναγκαίο μέσο ή συνέπεια του άλλου. Ετσι, συρρέουν αληθώς μεταξύ τους και μάλιστα κατ’ιδέαν, αν το δεύτερο τελέστηκε κατά τη διάρκεια του πρώτου.
Συνεπώς, σε περίπτωση που έχει εκδικασθεί αμετακλήτως ή έχει ασκηθεί ποινική δίωξη για ένα από αυτά, αποκλείεται η επέκταση του δεδικασμένου ή της εκκρεμοδικίας, αντίστοιχα και στο έτερο.
Σύμφωνα με το άρθρο 31, περί νομικής πλάνης, του ισχύοντος από …2019 ΠΚ: “1. Μόνη η άγνοια του αξιοποίνου δεν αρκεί για να αποκλείσει τον καταλογισμό. 2. Η πράξη όμως δεν καταλογίζεται σε εκείνον που την τελεί αν αυτός δεν είχε συνείδηση του άδικου χαρακτήρα της, λόγω πλάνης που δεν μπορούσε να αποφύγει, μολονότι κατέβαλε την οφειλόμενη από τις περιστάσεις και δυνατή γι’αυτόν επιμέλεια (συγγνωστή νομική πλάνη). Αν ο υπαίτιος μπορούσε να αποφύγει την πλάνη, η πράξη καταλογίζεται σε αυτόν, αλλά το δικαστήριο μπορεί να του επιβάλει μειωμένη ποινή (άρθρο 83)”. Η νέα αυτή διάταξη είναι αναδρομικά εφαρμοστέα κατ’άρθρο 2 παρ.1 ΠΚ, ως ευμενέστερη της ταυτάριθμης του προϊσχύσαντος ΠΚ, αφού εξειδικεύει τις προϋποθέσεις του συγγνωστού της πλάνης και εισάγει δυνητικό λόγο μείωσης της ποινής. Από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι νομική πλάνη υπάρχει, όταν ο δράστης γνωρίζει μεν τί πράττει, αλλά είτε αγνοεί ότι η πράξη του είναι κατ’αρχήν άδικη, είτε πιστεύει πεπλανημένως ότι δικαιούται να προβεί σ’αυτή και η πλάνη συνίσταται σε εσφαλμένη αντίληψη κανόνα δικαίου και υπό τα ειδικώς αναφερόμενα πραγματικά περιστατικά, συντρέχει περίπτωση που αποκλείει τον καταλογισμό. Για τον μη καταλογισμό του αξιοποίνου, επιβάλλεται όμως να είναι συγγνωστή η πλάνη, με την έννοια ότι οποιαδήποτε επιμέλεια και αν κατέβαλε ο αυτουργός κάτω από τις in concreto συνθήκες και περιστάσεις, στις οποίες βρισκόταν, ενόψει και της ηλικίας του, των πνευματικών και επαγγελματικών του δυνατοτήτων και ικανοτήτων και εφόσον πίστευε εύλογα, ότι δικαιούται να προβεί στην πράξη που τέλεσε από δικαιολογημένα εσφαλμένη αντίληψη για την αληθή έννοια του νόμου ή από εσφαλμένη πληροφόρηση από ειδικούς – νομικούς παραστάτες ή άλλες, έγκυρες όμως, πηγές (ΑΠ 915/2019, ΑΠ 148/2019).
Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του Κ.Π.Δ., ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει λόγο αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του Κ.Π.Δ., όταν αναφέρονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Η κατά τα ανωτέρω επιβαλλόμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της δικαστικής απόφασης πρέπει να υπάρχει και ως προς τους αυτοτελείς ισχυρισμούς, δηλαδή τους ισχυρισμούς που προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορό του σύμφωνα με τα άρθρα 170 παρ.2 και 333 παρ.2 Κ.Π.Δ. και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στη μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή στη μείωση της ποινής, υπό την προϋπόθεση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί έχουν προβληθεί κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, δηλαδή με όλα τα πραγματικά περιστατικά που κατά το νόμο απαιτούνται για τη θεμελίωσή τους, έτσι ώστε να μπορούν να αξιολογηθούν και σε περίπτωση αποδοχής να οδηγούν στο ειδικότερα ευνοϊκό για τον κατηγορούμενο αποτέλεσμα, διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει ή να αιτιολογήσει ειδικά την σιωπηρή ή ρητή απόρριψή τους (ΑΠ 915/2021). Εξάλλου, ο περί παραβίασης του δεδικασμένου ή της εκκρεμοδικίας ισχυρισμός θεωρείται (μη γνήσιος) αυτοτελής ισχυρισμός και χρήζει – εφόσον προβλήθηκε σαφώς και ορισμένως, ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (ΑΠ 445/2021). Τέλος, υπέρβαση εξουσίας η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ του Κ.Π.Δ., λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν το Δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του δίνει ο νόμος. Η υπέρβαση εξουσίας απαντάται είτε ως θετική είτε ως αρνητική. Θετική υπέρβαση εξουσίας υπάρχει όταν το δικαστήριο αποφάσισε για ζήτημα που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του, ενώ αρνητική, όταν παρέλειψε να αποφασίσει για ζήτημα που είχε υποχρέωση στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του (ΑΠ 24/2020, 985/2019). Τοιαύτη όμως υπέρβαση εξουσίας (θετική ή αρνητική) δεν συνιστά η παραβίαση του δεδικασμένου και της εκκρεμοδικίας, καθόσον αυτή εντάσσεται στον ειδικό λόγο αναιρέσεως του άρθρου 510 παρ.1 στοιχ. ΣΤ’ΚΠΔ.
ΙΙ) Στην προκειμένη περίπτωση, από την παραδεκτή επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης (με αριθ. 2129/2022) απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, με την οποία η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη για το αδίκημα της διευκόλυνσης παράνομης διαμονής πολίτη τρίτης χώρας, που τελέστηκε κατ’εξακολούθηση και από κερδοσκοπία (άρθρο 29 παρ.6 εδάφια α’και β’του ν. 4251/2014), καθώς και της με αριθ. Ε.Μ. …/2021 έκθεσης έφεσής της κατά της πρωτόδικης απόφασης, προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τον πρώτο λόγο της έφεσης η αναιρεσείουσα επικαλέστηκε την εσφαλμένη απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο “…της ένστασης εκκρεμοδικίας και ένστασης δεδικασμένου ως προς την γ’πράξη της διευκόλυνσης παράνομης διαμονής πολίτη τρίτης χώρας, γενομένης δεκτής μόνο ως προς τις δύο πρώτες πράξεις του κατηγορητηρίου, καθόσον για τα ίδια πραγματικά περιστατικά σχηματίσθηκαν σε βάρος μου τρεις δικογραφίες και ήδη έχω καταδικαστεί αμετάκλητα από το Μονομελές Πλημμελειοδικείο Πειραιά. Ασχέτως από το νομικό χαρακτηρισμό που αποδόθηκε, συντρέχει σωρευτικά και η ταυτότητα του δράστη και η ταυτότητα της πράξης και του χρόνου τέλεσης αυτής, δεδομένου ότι το βιοτικό συμβάν είναι ένα και το αυτό, η σύμπραξή μου σε δύο σύμφωνα συμβίωσης”. Προσκόμισε δε και αναγνώσθηκαν στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο τα από …2018 και …2018 κατηγορητήρια των Εισαγγελέων Πρωτοδικών Πειραιώς και Αθηνών, αντίστοιχα, καθώς και οι με αριθ. 2229/2019 και 2709/2019 αποφάσεις του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών και του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, αντίστοιχα. Ο κατά τα άνω αυτοτελής ισχυρισμός (ο οποίος κατά την ακροαματική διαδικασία στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν αναπτύχθηκε, ούτε εξειδικεύθηκε περαιτέρω, προφορικά ή εγγράφως) προβλήθηκε αορίστως, διότι, αφενός μεν γίνεται επίκληση γενικώς τριών δικογραφιών από τις οποίες απορρέει σωρευτικώς εκκρεμοδικία και δεδικασμένο, καθώς και μιας αμετάκλητης απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, χωρίς να εξειδικεύεται αυτή με τον αριθμό και τη χρονολογία εκδόσεώς της, αφετέρου δεν προσδιορίζονται οι εκκρεμείς κατηγορίες, κατά τον νομικό τους χαρακτηρισμό και τα ακριβή πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν εκάστη, ώστε να κριθεί αν υφίσταται πράγματι ταυτότητα αυτών με την επίδικη πράξη. Ως εκ τούτου το δικάσαν Δικαστήριο, δεν είχε υποχρέωση να απαντήσει με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ως προς την απόρριψη του ανωτέρω ισχυρισμού. Παρά ταύτα απάντησε, αναφερόμενο στο σκεπτικό του, στην απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ήτοι στην με αριθ. 871, 1098/2021 του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών), με την οποία η (και τότε) προβληθείσα ένσταση εκκρεμοδικίας, έγινε εν μέρει δεκτή ως προς τις α’ και β’ πράξεις του κατηγορητηρίου (υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης και χρήση ψευδούς βεβαίωσης κατ’εξακολούθηση) λόγω της καταδίκης της αναιρεσείουσας για τις ίδιες πράξεις, με την με αριθ. 2709/2019 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς.
Συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το α’σκέλος του, για έλλειψη της απαιτούμενης από το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης ως προς την απόρριψη του αυτοτελούς ισχυρισμού της – ένστασης εκκρεμοδικίας, απορρέουσας από την με αριθ. 2709/2019 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς είναι αβάσιμος. Συνακόλουθα, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως (κατά το α’σκέλος του) από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Δ’ΚΠΔ, είναι αβάσιμος.
Περαιτέρω, από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλόμενης απόφασης και της προαναφερόμενης με αριθ. Ε.Μ. …/2021 έκθεσης έφεσης της αναιρεσείουσας κατά της πρωτόδικης απόφασης, προκύπτουν επίσης και τα ακόλουθα: Με τον δεύτερο λόγο της έφεσης, η αναιρεσείουσα παραπονέθηκε για εσφαλμένη απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του αυτοτελούς ισχυρισμού της περί συγγνωστής νομικής πλάνης, ισχυριζόμενη επί λέξει ότι “… λόγω του νεαρού της ηλικίας μου, αλλά και των ειδικών συνθηκών στις οποίες ευρισκόμουν κατά την δεδομένη χρονική περίοδο, προέκυψε ότι πλανήθηκα και αγνοούσα τόσο το αξιόποινο της πράξης, όσο και τις προϋποθέσεις που το συνιστούν. Η πλάνη μου δε αυτή ήταν απολύτως δικαιολογημένη, καθώς παραπείστηκα και εγώ, όπως η συγκατηγορουμένη μου Κ. Μ., η οποία σημειωτέον αθωώθηκε, από τις διαβεβαιώσεις της κας Σ. ή Π., η οποία με πειθώ, μας διαβεβαίωσε ότι τα σύμφωνα αυτά λήγουν αυτόματα εντός μήνα και την οποία πιστέψαμε, καθόσον μας παρουσιάστηκε ως δικηγόρος και διέθετε και τις γνώσεις και την συμπεριφορά δικηγόρου”. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, με το σκεπτικό της περί ενοχής απόφασής του, στο οποίο αναφέρονται τα κατ’είδος αποδεικτικά μέσα που έλαβε υπόψη, απέρριψε τον ανωτέρω αυτοτελή ισχυρισμό (σελ. 61 της προσβαλλόμενης απόφασης), διαλαμβάνοντας επί λέξει τα ακόλουθα: “Οι περί … και συγγνωστής νομικής πλάνης λόγοι έφεσης, πρέπει να απορριφθούν ως νόμω και ουσία αβάσιμοι, γιατί …, η δε κατηγορουμένη κατά τον κρίσιμο χρόνο, διέθετε την αναγκαία νοημοσύνη και συναλλακτική εμπειρία να αντιληφθεί την εκ μέρους της παραβίαση απαγορευτικών νομικών διατάξεων, ήταν δε γνωστό, λόγω της ευρύτατης δημοσιότητας που είχε δοθεί στον θεσμό του συμφώνου συμβίωσης, ότι αυτό συνιστούσε εναλλακτική μορφή εγγάμου δέσμευσης και ότι παρήγαγε έννομες συνέπειες, γνώριζε δε τόσο την εικονικότητα των συμφώνων που είχε συνάψει, όσο και την περαιτέρω χρήση αυτών για την νομιμοποίηση των αλλοδαπών υποτιθέμενων συντρόφων της.
Συνεπώς, πρέπει να κηρυχθεί ένοχη…”. Με τις παραδοχές αυτές, το Δικαστήριο της ουσίας διέλαβε στην απόφασή του, την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αυτοτελούς ισχυρισμού – λόγου έφεσης, αφού αναφέρονται σ’αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία το Δικαστήριο επιστήριξε την κρίση του ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο της αναιρεσείουσας οι προϋποθέσεις της συγγνωστής νομικής πλάνης, κατ’άρθρο 31 Π.Κ., καθόσον δέχθηκε ότι: α) η κατηγορουμένη και ήδη αναιρεσείουσα, γνώριζε τον κανόνα δικαίου τον οποίο παραβίασε, αφού λόγω της ευρύτατης δημοσιότητας που είχε λάβει η θεσμοθέτηση του συμφώνου συμβίωσης, είχε γίνει σε όλους γνωστό και επομένως και στην ίδια, ότι τούτο αποτελεί μορφή εναλλακτικής έγγαμης δέσμευσης και ότι η κατάρτισή του παρήγαγε έννομες συνέπειες υπέρ των συμβαλλομένων και β) ότι λόγω των προσωπικών της περιστάσεων, ήτοι της νοημοσύνης της και της συναλλακτικής της εμπειρίας, είχε τη δυνατότητα να αντιληφθεί ότι η παραβίαση των σχετικών διατάξεων, ήτοι ότι η σύμπραξή της, έναντι οικονομικού ανταλλάγματος, σε δύο εικονικά σύμφωνα συμβίωσης, με αλλοδαπούς υπήκοους, με τη χρήση των οποίων εδικαιούντο αυτοί να διαμείνουν στη χώρα, συνιστούσε άδικη πράξη, στην οποία δεν εδικαιούτο να προβεί. Το γεγονός δε ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε δεχθεί ως βάσιμο τον ίδιο αυτοτελή ισχυρισμό στο πρόσωπο της συγκατηγορουμένης της αναιρεσείουσας, Μ. Κ., βάσει των (διαφορετικών) προσωπικών περιστάσεων της τελευταίας δεν επηρεάζει τη παρούσα υπόθεση. Επομένως, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως, κατά το β’σκέλος του, με τον οποίο η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση, για έλλειψη της απαιτούμενης από το νόμο ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την απόρριψη του ανωτέρω αυτοτελούς ισχυρισμού της περί συγγνωστής νομικής πλάνης και αποκλεισμού του καταλογισμού της για την πράξη για την οποία καταδικάστηκε, είναι αβάσιμος.
ΙΙΙ) Με τον δεύτερο λόγο αναιρέσεως η αναιρεσείουσα αιτιάται την προσβαλλόμενη απόφαση, για παραβίαση εκκρεμοδικίας, διότι την κήρυξε ένοχη για την ένδικη πράξη της διευκόλυνσης παράνομης διαμονής πολίτη τρίτης χώρας, κατ’εξακολούθηση και από κερδοσκοπία, αντί να κηρύξει απαράδεκτη την ασκηθείσα ποινική δίωξη, καθόσον εξ αφορμής του ίδιου ιστορικού γεγονότος, ήτοι της σύμπραξής της στα δύο προαναφερόμενα ψευδή συμβολαιογραφικά σύμφωνα συμβίωσης με αλλοδαπούς, της είχε ήδη ασκηθεί, ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς για υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης και χρήση ψευδούς βεβαίωσης, κατ’εξακολούθηση και καταδικάστηκε για τις πράξεις αυτές με την με αριθ. 2709/2019 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
Από την παραδεκτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης και των ταυτάριθμων πρακτικών της, καθώς και των εγγράφων της ποινικής δικογραφίας, προκύπτουν τα ακόλουθα: Σε βάρος της κατηγορουμένης και ήδη αναιρεσείουσας ασκήθηκε από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Αθηνών ποινική δίωξη, δυνάμει του από …2018 κατηγορητηρίου της ένδικης υπόθεσης, για τις αξιόποινες πράξεις: 1) της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, κατ’εξακολούθηση, συνιστάμενης στο ότι στην … την …2014 και στη … Αττικής την …2014, αντίστοιχα, πέτυχε με εξαπάτηση να βεβαιωθεί σε δημόσιο έγγραφο αναληθώς περιστατικό που μπορεί να έχει έννομες συνέπειες και συγκεκριμένα ότι κατά τους ως άνω τόπους και χρόνους, πέτυχε με τη χρήση των υπ’αριθμ. … και … ψευδών συμφώνων συμβίωσης, των Σ. Ν.- Σ., Συμβ/φου … και Ι. Μ., Συμβολαιογράφου …, αντίστοιχα, να εξαπατήσει τους Ληξιάρχους … και …, αντίστοιχα, ότι, στην πρώτη περίπτωση, η κατηγορουμένη συμβιώνει με τον συγκατηγορούμενό της … υπήκοο, I. R. E. και ότι, στην δεύτερη περίπτωση, συμβιώνει με τον συγκατηγορούμενό της … υπήκοο A. A. και έτσι να εκδοθούν τα υπό στοιχεία … και …, αποσπάσματα ληξιαρχικών πράξεων συμφώνου συμβίωσης, αντίστοιχα, με τα οποία βεβαιώνονταν αναληθώς τα ως άνω περιστατικά, δυνάμει των οποίων οι ανωτέρω αλλοδαποί, μπορούσαν να αιτηθούν την έκδοση άδειας διαμονής στη χώρα, ως σύντροφοι ελληνίδας πολίτη, 2) της χρήσης ψευδούς βεβαίωσης κατ’εξακολούθηση, συνιστάμενης στο ότι κατά τους ίδιους ως άνω τόπους και χρόνους, η κατηγορουμένη έκανε εν γνώσει της χρήση, ενώπιον των προαναφερομένων Ληξιάρχων, των ανωτέρω ψευδών συμφώνων συμβίωσης, προκειμένου να εκδοθούν σχετικές ληξιαρχικές πράξεις και 3) της διευκόλυνσης παράνομης διαμονής πολίτη τρίτης χώρας, κατ’εξακολούθηση και από κερδοσκοπία, συνιστάμενης στο ότι: α) στην Αθήνα την …2014 συνέπραξε με τον αλλοδαπό συγκατηγορούμενό της I. R. E. και την συγκατηγορουμένη της, Συμβ/φο … Σ. Ν.- Σ., στη σύνταξη του υπ’αριθμ. …/…2014 ψευδούς συμφώνου συμβίωσης, στο οποίο δήλωσε αναληθώς ότι συμβιώνει με τον ως άνω αλλοδαπό υπήκοο και στη συνέχεια, κατά τον ίδιο τόπο και ημεροχρονολογία, κατέθεσε το ανωτέρω ψευδές σύμφωνο συμβίωσης στο Ληξίαρχο …, προκειμένου να εκδοθεί το υπό στοιχείο … απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης συμφώνου συμβίωσης. Οτι στις ως άνω πράξεις προέβη η κατηγορουμένη προκειμένου να διευκολύνει την παράνομη διαμονή του ανωτέρω συγκατηγορουμένου της, υπηκόου …, ο οποίος μπορούσε δυνάμει του ανωτέρω αποσπάσματος να αιτηθεί την έκδοση άδειας διαμονής στη χώρα, ως σύντροφος ελληνίδας πολίτη, ενώ ενήργησε αυτές από κερδοσκοπία, καθώς έλαβε ως αντάλλαγμα το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ και β) ότι στην … Αττικής, την …2014, συνέπραξε με τον ανωτέρω αλλοδαπό συγκατηγορούμενό της A. A. και τον συγκατηγορούμενό της, Συμβ/φο …ς Ι. Μ., στη σύνταξη του υπ’αριθμ. …/…2014 ψευδούς συμφώνου συμβίωσης, στο οποίο δήλωσε αναληθώς ότι συμβιώνει με τον ως άνω αλλοδαπό υπήκοο και στη συνέχεια κατά τον ίδιο τόπο και στις …2014, κατέθεσε το ανωτέρω ψευδές σύμφωνο συμβίωσης στο Ληξίαρχο …, προκειμένου να εκδοθεί το υπό στοιχείο … απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης συμφώνου συμβίωσης. Ότι στις ως άνω πράξεις προέβη η κατηγορουμένη προκειμένου να διευκολύνει την παράνομη διαμονή του ανωτέρω συγκατηγορουμένου της, υπηκόου …, ο οποίος μπορούσε δυνάμει του ανωτέρω αποσπάσματος να αιτηθεί την έκδοση άδειας διαμονής στη χώρα, ως σύντροφος ελληνίδας πολίτη, ενώ ενήργησε αυτές από κερδοσκοπία, καθώς έλαβε ως αντάλλαγμα το ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ. Εξάλλου, για τις ίδιες με τις ανωτέρω αναφερόμενες με αριθμούς 1 και 2 αξιόποινες πράξεις (υφαρπαγή ψευδούς βεβαίωσης και χρήση ψευδούς βεβαίωσης κατ’εξακολούθηση), θεμελιούμενες στα ίδια ακριβώς με αυτές πραγματικά περιστατικά, είχε ασκηθεί, προγενέστερα σε βάρος της αναιρεσείουσας ποινική δίωξη από τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, δυνάμει του από …2018 κατηγορητηρίου, και κηρύχθηκε γι’αυτές ένοχη με την με αριθ. 2709/2019 απόφαση του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Περαιτέρω, με την με αριθ. 871, 1098/2021 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Αθηνών, που δίκασε την ένδικη υπόθεση σε πρώτο βαθμό, έγινε εν μέρει δεκτή η προταθείσα από την αναιρεσείουσα ένσταση εκκρεμοδικίας, που απέρρεε από την παραπάνω απόφαση (με αριθ. 2709/2019) του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και κηρύχθηκε απαράδεκτη η ασκηθείσα ποινική δίωξη για τις δύο πρώτες πράξεις του από …2018 κατηγορητηρίου, ενώ για την τρίτη (ένδικη) αξιόποινη πράξη, διάφορη από τις δύο προηγούμενες, ως προς τα πραγματικά περιστατικά που την στοιχειοθετούν, κηρύχθηκε ένοχη. Ακολούθως, με την με αριθ. 597/2021 απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς (η οποία εκδόθηκε επί της με αριθ. …/2019 εφέσεως της αναιρεσείουσας, κατά της με αριθ. 2709/2019 απόφασης του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς και κατέστη αμετάκλητη), έπαυσε υφ’ όρον η εκτέλεση της επιβληθείσας για τις πράξεις αυτές ποινής, κατ’άρθρο 64 του ν. 4689/2020 και παρεπομένως έληξε η εκκρεμοδικία που απέρρεε από την ποινική δίωξη, δυνάμει του από …2018 κατηγορητηρίου του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Από τα ανωτέρω εκτιθέμενα, προκύπτει ότι δεν υφίσταται ταυτότητα πράξης μεταξύ αφενός της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης, καθώς και της χρήσης ψευδούς βεβαίωσης που περιλαμβάνονται στο από …2018 κατηγορητήριο και αφετέρου της διευκόλυνσης διαμονής πολίτη τρίτης χώρας από κερδοσκοπία, που περιλαμβάνεται στο από …2018 (ένδικο) κατηγορητήριο, για την οποία η αναιρεσείουσα κηρύχθηκε ένοχη με την προσβαλλόμενη απόφαση. Και τούτο διότι σύμφωνα με τις προηγηθείσες νομικές σκέψεις, οι πράξεις αυτές συρρέουν μεταξύ τους κατ’ιδέαν αληθώς. Συγκεκριμένα, τα πραγματικά περιστατικά της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης κατ’εξακολούθηση, αφορούν στις σχετικές ληξιαρχικές πράξεις που βεβαίωναν την κατάρτιση συμφώνου συμβίωσης της αναιρεσείουσας, με τους προαναφερόμενους αλλοδαπούς πολίτες και που εκδόθηκαν με εξαπάτηση -παραπλάνηση των αντίστοιχων Ληξιάρχων, συνεπεία της χρήσης των καταρτισθέντων ψευδών συμβολαιογραφικών συμφώνων συμβίωσης, ενώ τα πραγματικά περιστατικά της διευκόλυνσης παράνομης διαμονής πολίτη τρίτης χώρας κ.λπ. αναφέρονται στη σύμπραξη της αναιρεσείουσας (με τις ψευδείς δηλώσεις της περί συμβίωσης με τους αλλοδαπούς), στην κατάρτιση των δύο ψευδών συμβολαιογραφικών συμφώνων συμβίωσης, προκειμένου να εκδοθούν στη συνέχεια οι αντίστοιχες ληξιαρχικές πράξεις και ακολούθως, βάσει αυτών, οι άδειες διαμονής στην Ελλάδα, των αλλοδαπών. Ως εκ τούτου το δεδικασμένο που προέκυψε από την παραπάνω αμετάκλητη καταδίκη της αναιρεσείουσας για τις πράξεις της υφαρπαγής ψευδούς βεβαίωσης και της χρήσης ψευδούς βεβαίωσης (με παραγραφή υφ’όρον της εκτέλεσης της ποινής της), δεν επεκτείνεται και στην πράξη της διευκόλυνσης παράνομης διαμονής πολίτη τρίτης χώρας, καθόσον πρόκειται για ανεξάρτητα μεταξύ τους και αυτοτελώς κολάσιμα αδικήματα, συγκροτούμενα από διαφορετικές αντικειμενικές υποστάσεις, που προσβάλλουν διαφορετικά έννομα αγαθά και τιμωρούνται με διαφορετικές νομικές διατάξεις.
Συνεπώς, το Δικαστήριο της ουσίας, με την κατάφαση της ενοχής της αναιρεσείουσας για την ένδικη αξιόποινη πράξη, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια της παραβίασης δεδικασμένου και, κατά μείζονα λόγο, της παραβίασης εκκρεμοδικίας (αφού αυτή έληξε κατά τα προαναφερόμενα με την έκδοση της με αριθ. 597/2021 αμετάκλητης απόφασης) και συνακόλουθα, ο ανωτέρω λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ΣΤ’ΚΠΔ, είναι αβάσιμος. Εξάλλου, η προβαλλόμενη με τον τρίτο λόγο αναιρέσεως αιτίαση, για υπέρβαση της εξουσίας του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, λόγω παραβίασης της κατά τα άνω εκκρεμοδικίας της ένδικης πράξεως, αλυσιτελώς προτείνεται, καθόσον με την παραβίαση της εκκρεμοδικίας ιδρύεται αποκλειστικά ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. ΣΤ’Κ.Π.Δ., ο οποίος κρίθηκε αβάσιμος, κατά τα αμέσως προηγουμένως εκτεθέντα και όχι ο λόγος αναιρέσεως από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’Κ.Π.Δ.
Συνεπώς, ο παραπάνω τρίτος λόγος αναιρέσεως, από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Θ’Κ.Π.Δ., είναι απαράδεκτος. Κατόπιν των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναιρέσεως προς έρευνα, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί, στο σύνολό της, ως αβάσιμη και να καταδικαστεί η αναιρεσείουσα στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας (άρθρο 578 παρ.1 ΚΠΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.-
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από …2022 και με αρ. Ε.Μ. …/2022 αίτηση – δήλωση της Α. Κ. του Χ., κατοίκου …, για αναίρεση της με αριθ. 2129/2022 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Αθηνών.
Καταδικάζει την αναιρεσείουσα, στα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας τα οποία ανέρχονται σε διακόσια πενήντα (250) ευρώ.-
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουνίου 2023.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 21 Φεβρουαρίου 2024.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :
Προηγούμενο άρθροΜερική λύση για τα δάνεια σε ελβετικό φράγκο: Οι παρεμβάσεις αφήνουν χιλιάδες εκτός
Επόμενο άρθρο ΣτΕ 603/2025 Απαλλαγή φόρου πρώτης κατοικίας
