Αριθμός 198/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βάρκα, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Ελευθέριο Σισμανίδη και Γεώργιο Παπαγεωργίου – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του την 1η Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αναστάσιου Σκάρα (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Κ. Τ. του Α., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Φίλιππου Λέντζα, για αναίρεση της υπ’αριθμ. Γ ΤΕΠ 4908/2022 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών. Με υποστηρίζουσα την κατηγορία την Ο. Κ. του Ν., κάτοικο … η οποίας εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Τσουμάνη.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 23.02.2023 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό …/2023.
Αφού άκουσε
Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Η κρινόμενη, από 23.2.2023, δήλωση (αίτηση) του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου, Τ. Κ. του Α. και της Κ., κατοίκου …, για αναίρεση της υπ’ αρ. Γ ΤΕΠ 4908/2022 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό και καταδίκασε αυτόν (αναιρεσείοντα-κατηγορούμενο), για την αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμηνύσεως σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών, ασκήθηκε νομότυπα, με κατάθεση της αιτήσεως αναιρέσεως στο Γραμματέα του εκδόντος την απόφαση Δικαστηρίου την 23.2.2023 με αρ. πρωτοκόλλου …/2023, και εμπρόθεσμα, εντός της προβλεπόμενης από τη διάταξη του άρθρου 473 παρ. 3 του ΚΠΔ εικοσαήμερης προθεσμίας από τότε που καταχωρίστηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του ποινικού τμήματος του ανωτέρω Δικαστηρίου, την 9.2.2023, είναι δε παραδεκτή (άρθρα 466 παρ. 1, 473 παρ. 2, 3 και 474 παρ. 2Α, 4 του ΚΠΔ), καθόσον περιέχει σαφείς και ορισμένους λόγους, συνιστάμενους σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης από το δικαστήριο που την εξέδωσε. Επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για την βασιμότητα των λόγων της.
ΙΙ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 του προϊσχύσαντος Π.Κ., που εφαρμόστηκε από το Δικαστήριο της ουσίας ως επιεικέστερη σε σχέση με αυτή του ισχύοντος από 1.7.2019 νέου Π.Κ., “όποιος εν γνώσει καταμηνύει άλλον ψευδώς ή αναφέρει γι’ αυτόν ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του για αυτήν τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση της υπ’ αυτής προβλεπόμενης ψευδούς καταμήνυσης, απαιτείται να έγινε μήνυση ή ανακοίνωση με οποιονδήποτε τρόπο σε αρχή, ότι τελέσθηκε από άλλον αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, το περιεχόμενο της μήνυσης ή ανακοίνωσης να είναι αντικειμενικώς ψευδές και να έκανε τη μήνυση ή ανακοίνωση με σκοπό να προκληθεί ποινική ή πειθαρχική δίωξη σε βάρος εκείνου που καταμηνύεται, χωρίς να απαιτείται και πραγμάτωση του σκοπού αυτού. Το έγκλημα είναι τελειωμένο μόλις περιέλθει η μήνυση ή η έγκληση στην αρχή ή γίνει ανακοίνωση σ` αυτήν, ανεξάρτητα, αν στη συνέχεια ασκήθηκε ή όχι ποινική δίωξη κατά του μηνυόμενου – εγκαλούμενου ή αν ο καταμηνυθείς τελικώς απαλλάχθηκε. Για τη θεμελίωση του εγκλήματος αυτού απαιτείται, εκτός από τα λοιπά στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση [ α) καταμήνυση ή ανακοίνωση ή αναφορά με κάθε τύπο προφορικής ή γραπτής καταγγελίας ενώπιον αρχής, β) η καταμήνυση να αναφέρεται στην τέλεση από άλλον αξιόποινης πράξης ή πειθαρχικής παράβασης, γ) να αφορά σε τρίτο που μπορεί να τιμωρηθεί από το ποινικό δικαστήριο ή να διωχθεί πειθαρχικά, δ) να είναι ψευδής, δηλαδή αντικειμενικά αναληθής] και άμεσος δόλος, που περιλαμβάνει αναγκαίως τη γνώση ότι η καταμήνυση είναι ψευδής. Επίσης, απαιτείται σκοπός να κινηθεί η ποινική ή πειθαρχική διαδικασία, είναι δε αδιάφορο αν ο σκοπός αυτός επιτεύχθηκε. Ενδεχόμενος δόλος δεν αρκεί σχετικά με το ψευδές της καταγγελίας. Για την πληρότητα της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης πρέπει να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει ο σκοπός καταδίωξης του μηνυθέντος και ακόμη περιστατικά από τα οποία να συνάγεται ειδικώς η γνώση του ψεύδους της καταμήνυσης. Η ως άνω διάταξη (άρθρο 229 παρ.1 Π.Κ.) υπό την ισχύ του νέου Π.Κ. από την 1-7-2019, κατά τους όρους θεμελίωσής της είναι ανάλογου περιεχομένου, πλην όμως υπέστη σημαντική αλλαγή με την κατάργηση του σκοπού του δράστη με την εξής έννοια: Η ψευδής καταμήνυση τιμωρείτο μόνο όταν ο δράστης την τελούσε με σκοπό καταδίωξης του καταγγελλόμενου προσώπου, καθώς, όμως, στο ελληνικό δίκαιο ισχύει ως προς τη δίωξη η αρχή της νομιμότητας, ήδη η καταγγελία της πράξης δημιουργεί άμεσα τον κίνδυνο άσκησης ποινική δίωξης, ώστε η αναφορά στον επιπρόσθετο σκοπό να εμφανίζεται περιττή (βλ. αιτιολογική έκθεση στο σχέδιο νόμου για την κύρωση του νέου Π.Κ.). Επομένως, ο σκοπός καταδίωξης, αν και δεν περιέχεται στο γράμμα της διάταξης, ενυπάρχει με την ενέργεια καταγγελίας στην αρχή. Επιπλέον, το ελάχιστο όριο της επιβαλλόμενης ποινής, είναι τώρα φυλάκιση τουλάχιστον δύο ετών και χρηματική ποινή, δηλαδή προβλέπεται για τον κατηγορούμενο βαρύτερη ποινή (ΑΠ 60/20223, ΑΠ 1582/2022, ΑΠ 1546/2022, ΑΠ 1493/2022, ΑΠ 966/2022, Α.Π. 77/2021, ΑΠ 105/2021).
ΙΙΙ. Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη, από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν αναφέρονται σε αυτήν με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, για το οποίο κηρύχθηκε ένοχος ο κατηγορούμενος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη που εφαρμόστηκε. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας, είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του σκεπτικού με το διατακτικό της αποφάσεως, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο για την καταδικαστική του κρίση, για την πληρότητα της αιτιολογίας, αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα, κ.λπ.), χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τί προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το Δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνον ορισμένα από αυτά, ενώ δεν είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσεως ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιο ή ποια αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε η κάθε παραδοχή. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναιρέσεως η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και, ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολογήσεως κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχετίσεως των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον, στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της ελλείψεως αιτιολογίας, πλήττεται η αναιρετικώς ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι, κατ’ αρχήν, αναγκαίο να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, διότι ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και εξυπακούεται ότι υπάρχει σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών, εκτός αν ο νόμος αξιώνει πρόσθετα στοιχεία για το αξιόποινο, όπως ο σκοπός επελεύσεως ορισμένου πρόσθετου αποτελέσματος (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση) ή η γνώση ορισμένου περιστατικού (άμεσος δόλος), πράγμα που, όπως προαναφέρθηκε συμβαίνει στο έγκλημα της ψευδούς καταμήνυσης. Τέλος, κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ του ΚΠΔ, λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διατάξεως υπάρχει όταν το Δικαστήριο αποδίδει σε αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, εσφαλμένη δε εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διατάξεως συντρέχει όταν το Δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διατάξεως, υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της αποφάσεως, που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ελλείψεις, ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (Ολ. ΑΠ 3/2008, ΑΠ 753/2023, ΑΠ 1662/2022).
IV. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα παραδεκτώς επισκοπούμενα πρακτικά της προσβαλλόμενης απόφασης, ο αναιρεσείων, αφού αναγνωρίστηκε σ’αυτόν η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ.2 α’ Π.Κ., καταδικάστηκε για την ως άνω ένδικη αξιόποινη πράξη της ψευδούς καταμήνυσης σε ποινή φυλάκισης τεσσάρων (4) μηνών που ανεστάλη επί τριετία. Για να καταλήξει στην κρίση του αυτή το Δικαστήριο της ουσίας έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε τα αναφερόμενα κατ’ είδος αποδεικτικά μέσα και με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα, όπως προκύπτει από το σκεπτικό σε συνδυασμό με το διατακτικό της, τα οποία ως ενιαίο σύνολο παραδεκτώς αλληλοσυμπληρώνονται: Ο δεύτερος εκκαλών Κ. Τ. ατομικά και ο πρώτος εκκαλών Ι. Τ. υπό την ιδιότητά του ως νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας με την επωνυμία “G. Α.Ε.”, υπέβαλαν από κοινού στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, την από 10-3-2015 έγκληση. Με την μήνυση τους αυτή, n οποία διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Πλημ/κών Καβάλας (ΑΒΜ …), κατήγγειλαν, μεταξύ άλλων, και τη νυν εγκαλούσα Ο. Π. για την διάπραξη σε βάρος του δευτέρου εκκαλούντος (Τ.) και της εταιρείας με την επωνυμία “G. A.E.” (πρώην “Ν. Α.Ε.”) του αδικήματος της απάτης. Ειδικότερα, στην παραπάνω μήνυση τους, οι εκκαλούντες ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, τα εξής: Ότι ανάμεσα στην εταιρεία, με την επωνυμία “G. Α.Ε.” και την εταιρεία με την επωνυμία “Ο. Ν. Π. Α. Κ. Ε. Α.Ε. (ή Ο. Α. Α.Ε.)”, με εκτελεστικό μέλος την εγκαλούσα Ο. -Π. Κ. και το σύζυγο της Γ. Κ. είχαν συναφθεί κατά τα έτη 2002-2005 συμβάσεις αγοραπωλησίας καπνών, το τίμημα των οποίων συμβάσεων η εταιρεία “G. Α.Ε.” εξοφλούσε άμεσα. Ότι στην συνέχεια, η “G. A.E.” προέβη στην πώληση των αντιστοίχων ποσοτήτων καπνών στην εταιρεία με την επωνυμία “Κ. Ε. Μ. E.I.” (της οποίας διαχειρίστρια ήταν η θυγατέρα της εγκαλούσας, Β. Κ.), προκειμένου να εξαχθούν στο εξωτερικό, έναντι του συνολικού τιμήματος των 21.426.000 ευρώ, εκ των οποίων καταβλήθηκε μόνο το ποσό των 13.350.000 ευρώ, ενώ οφείλεται το ποσό των 8.076.000 ευρώ. Oτι η εγκαλούσα Ο. Π. μαζί με τον σύζυγο της Γ. Κ. και την κόρη της Β. Κ., στην προσπάθειά τους να εξαπατήσουν και να ζημιώσουν παρανόμως τον δεύτερο εκκαλούντα και την εταιρεία “G. Α.Ε.”, προκάλεσαν “στημένους” φορολογικούς ελέγχους ζημιώνοντας την 0$ άνω εταιρεία από τον παράνομο καταλογισμό σε βάρος της υπέρογκων ποσών φόρου και εξύφαναν, προς απόκρουση της νόμιμης οφειλής τους, ένα σενάριο περί δήθεν εικονικότητας των μεταξύ τους συναλλαγών και δήθεν, υποκρυπτόμενου τοκογλυφικού δανεισμού, ισχυριζόμενοι ότι δήθεν η εταιρεία με την επωνυμία “Κ. Ε. Μ. Ε.Π.Ε.” λειτούργησε στην πραγματικότητα ως “αχυράνθρωπος”, χωρίς στην πραγματικότητα να ασκήσει καμία εμπορική δραστηριότητα. Μάλιστα η Ο. Π., σύμφωνα με την έγκληση, προέβη όψιμα και δη τον Σεπτέμβριο του έτους 2009, υπό την καθοδήγηση του δικηγόρου Ι. Π., στην ανάκληση των φορολογικών δηλώσεων, των εκκαθαριστικών δηλώσεων και των περιοδικών δηλώσεων ΦΠΑ των εταιρειών “Ο. Ν. Π. Α.Ε.” και “Κ. Ε. Μ. Ε.Π.Ε.”, επικαλούμενη νομική πλάνη και εικονικότητα συναλλαγών. Στην ανωτέρω έγκληση εξετίθετο περαιτέρω ότι οι υπάλληλοι του Π. Ε. Κ. (Π.) Θ., του Δ. Ε. Κ. (…) Θεσσαλονίκης, του Δ. Ε. Κ. (…) Αθηνών και της Δ.Ο.Υ. Καβάλας με τις αναφερόμενες στην έγκληση ενέργειές τους, προκάλεσαν ζημία στην περιουσία της εταιρείας “G. Α.Ε.”, σε συνέργεια με την νυν εγκαλούσα, τον σύζυγο της και την κόρη της, αλλά και χρηματική απώλεια για τo Ελληνικό Δημόσιο ύφους τουλάχιστον 8.000.000 ευρώ. Ωστόσο, δεν ασκήθηκε τελικά σε βάρος της Ο. Π. ποινική δίωξη, δυνάμει της ως άνω μηνύσεως, καθόσον αυτή απορρίφθηκε με την 98/5-8-2017 διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Καβάλας, κατά της οποίας δεν ασκήθηκε προσφυγή. Ειδικότερα, με την ανωτέρω απορριπτική Εισαγγελική Διάταξη κρίθηκε, κατά το ουσιώδες μέρος της, ότι οι μεταξύ της “G. Α.Ε.” (πρώην “Ν. A.E.”) και της εγκαλούσας δεν υπήρξε καμία εμπορική συνεργασία, η δε οικονομική σχέση των μερών υπέκρυπτε σύμβαση δανείου, ανεξαρτήτως του πως χαρακτήρισαν νομικά οι αντισυμβαλλόμενοι τις σχετικές συμβάσεις, δεδομένου ότι αμφότερα τα μέρη απέβλεπαν να παραμείνουν τα εμπορεύματα εις χείρας της εταιρείας της νυν εγκαλούσας Ο. Π., η δε “G. Α.Ε.” απέβλεπε στον συμφωνηθέντα τόκο (βλ. σελ. 28 της ανωτέρω Εισαγγελικής Διάταξης), ότι η εταιρία “Κ. Ε. Μ. Ε.Π.E.” ήταν “αχυράνθρωπος” (βλ. σελ. 37 της Εισαγγελικής Διάταξης) και ότι οι συμβάσεις μεταξύ των τριών εταιρειών (ήτοι “G. Α.Ε., “Ο. Ν. Π. Α.Ε. και “Κ. Ε. Μ. Ε.Π.E.”) ήταν εικονικές και έγιναν κατόπιν απαίτησης της εταιρείας “Ν. Α.Ε.” (“G. Α.Ε.”) με σκοπό την χορήγηση δανείου και την ταυτόχρονη απόκρυψη της συμφωνίας πληρωμής παράνομων τόκων, ενώ ακόμα και η σύσταση της εταιρείας “Κ. Ε. Μ. Ε.Π.Ε.” έγινε μετά από πρόταση των δανειστών, τότε (βλ. σελ. 45 της Εισαγγελικής Διάταξης). Όπως απεδείχθη μεταξύ του β’ εκκαλούντος και της εταιρείας “G. Α.Ε.” από τη μία πλευρά και της νυν εγκαλούσας και των εταιρειών “Ο. Ν. Π. Α.Ε.” και “Κ. Ε. Μ. E.Π.E.” από την άλλη, υφίσταται χρόνια αντιδικία. Στα πλαίσια της αντιδικίας αυτής έχει κριθεί ήδη με την 84/2013 απόφαση ταυ Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας ότι οι συμβάσεις αγοραπωλησίας καπνών που είχαν συναφθεί κατά τα έτη 2002-2005, ήταν άκυρες και έγιναν κατά φαινόμενο και ότι η εταιρεία “G. Α.Ε.” (εναγόμενη) απαίτησε κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων, να συναφθούν ταυτόχρονα συμβάν πώλησης καπνού κατά τα φαινόμενα και να εκδοθούν τα προβλεπόμενα φορολογικά στοιχεία, με σκοπό να αποκρύψει την τοκογλυφική της δραστηριότητα, να λάβει εγγυήσεις και αξιόχρεες εμπράγματες εξασφαλίσεις και να διασφαλίσει την εξόφληση των κεφαλαίων και των τοκογλυφικών τόκων των δανείων με νομιμοφανείς διαδικασίες (βλ. σελ. 74 της 84/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας), καθώς και ότι η εταιρεία “Κ. Ε. Μ. EΠE.” συστάθηκε κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για τη σύναψη του πρώτου δανείου, μετά από σχετική απαίτηση και προτροπή της εταιρείας “G. Α.Ε.” (βλ. σελ. 79 της 84/2013 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Καβάλας). Σημειωτέον ότι επί της ανωτέρω απόφασης έχει εκδοθεί η 140/2017 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με την οποία έχει απορριφθεί η έφεση της εταιρείας “G. A.E.”. Επίσης έχει εκδοθεί η 2015/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών επί ανακοπής της εταιρίας “Κ. Ε. Μ. Ε.Π.Ε.”. με την οποία διώκετο η ακύρωση της υπ’ αρ. 305/2007 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και αφορούσε το ως άνω υπόλοιπο ποσό οφειλής των 8.076.000 ευρώ από τις παραπάνω συμβάσεις, που επίσης έκρινε ότι οι συμβάσεις αυτές έγιναν κατά τα φαινόμενα και υπέκρυπταν συμβάσεις τόκων δανείων, με τοκογλυφικούς τόκους (βλ. σελ. 15 της 2015/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών). Η εγκαλούσα Ο. Π. τον Σεπτέμβριο του 2009 προέβη στην ανάκληση των φορολογικών δηλώσεων, των εκκαθαριστικών δηλώσεων και των περιοδικών δηλώσεων ΦΠΑ των εταιρειών “Ο. Ν. Π. Α.Ε.” και “Κ. Ε. Μ. Ε.Π.Ε.”, επικαλούμενη εικονικότητα των συναλλαγών, με αποτέλεσμα έκτοτε να αρχίσουν έλεγχοι από την αρμόδια φορολογική αρχή τόσο στις ανωτέρω εταιρείες, όσο και στην αντισυμβαλλόμενη εταιρεία “G. A.E.”, στα πλαίσια των οποίων επιβλήθηκαν πρόστιμα.
Συνεπώς δεν πρόκειται για “στημένους” φορολογικούς ελέγχους, όπως ισχυρίστηκαν στην έγκληση τους οι νυν εκκαλούντες, καθώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως “στημένος” ο φορολογικός έλεγχος που γίνεται από την αρμόδια φορολογική αρχή του οποίου τα πορίσματα βρίσκουν έρεισμα σε πραγματικά στοιχεία, δικαστικές αποφάσεις και διατάξεις, ενώ ουδόλως η νυν εγκαλούσα είχε συμφέρον να προκαλέσει με την ενέργεια της αυτή, που ουσιαστικά ήταν καταγγελία και σε βάρος και της εταιρείας της. Σημειωτέον ότι, δυνάμει της υπ’αρ.396/2012 αποφάσεως του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας, η εγκαλούσα και ο σύζυγός της κηρύχθηκαν αθώοι για την αποδιδόμενη σε αυτούς αξιόποινη πράξη της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, ποσού 248.215,25 ευρώ και ποσού 597.161.96 ευρώ, προερχομένων από ΦΠΑ οικονομικού έτους 2005, από τιμολόγια παροχής υπηρεσιών προς την “G. A.E.”, καθώς κρίθηκε ότι τα εν λόγω τιμολόγια, που φαινομενικά αφορούσαν την πώληση καπνών, ήταν εικονικά, όπως εδέχθη και το πόρισμα της 152/2012 έκθεσης ελέγχου βιβλίων και στοιχείων της εταιρείας “Ο. Ν. Π. Α.Ε.” από το Π. Ε. Κ. Θεσσαλονίκης, εκδόθηκαν δε στα πλαίσια τοκογλυφικού δανείου που είχε συναφθεί μεταξύ των δύο εταιρειών, προκειμένου να ικανοποιήσει τις χρηματοδοτικές της ανάγκες η τελευταία εταιρεία (βλ. σελ…. της 396/8-3-2012 απόφασης του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Καβάλας). Επίσης πρέπει να σημειωθεί ότι δυνάμει της 1331/2021 απόφασης του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών ο κατηγορούμενος εκρίθη ένοχος για το αδίκημα της παρανόμου νομιμοποιήσεως παρανόμων εσόδων (με βασικό υποκείμενο αδίκημα την τοκογλυφία), σε ποινή φυλακίσεως 3 ετών και αφορά την επίμαχη εικονική σύμβαση αγοραπωλησίας.
Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω τυγχάνουν απορριπτέοι οι κατατεθέντες στην αρχή της παρούσης ισχυρισμοί, οι οποίοι συνιστούν άρνηση της σε βάρος του κατηγορίας και όχι αυτοτελείς ισχυρισμοί ως ο ίδιος διατείνεται (με πλεοναστική μάλιστα επισύναψη δικογράφων και διαδικαστικών εγγράφων). Επομένως πληρούται στο πρόσωπό του τόσο η αντικειμενική όσο και η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος για το οποίο κατηγορείται. Σημειώνεται δε για τη πληρότητα της αποφάσεως ότι όλες οι ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις, αμετάκλητες ή μη, αποτελούν αναγνωστέα της εκκαλουμένης αποφάσεως (πλήν της αποφάσεως του Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών, που προσκομίστηκε από τους ίδιους τους κατηγορουμένους) και σε κάθε περίπτωση αναγιγνώσθηκαν συναινούντων των κατηγορουμένων”. Ακολούθως, το δικαστήριο απάλλαξε τον πρώτο κατηγορούμενο Τ. Ι. και κήρυξε ένοχο τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο του ότι : “Στην Αθήνα, στις 10/03/2015. Ο Κ. Τ. του Α. ατομικά (καθώς και ο Ι. Τ. του Κ. με την ιδιότητά του νομίμου εκπροσώπου της εταιρείας με την επωνυμία : “G. A.E.”) εν γνώσει του καταμήνυσε άλλον ψευδώς ενώπιον της Αρχής ότι τέλεσε αξιόποινη πράξη με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξη του γι’ αυτήν. Συγκεκριμένα, στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών υπέβαλαν από κοινού την από 10/03/2015 έγκληση τους η οποία διαβιβάστηκε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Καβάλας και έλαβε εκεί ΑΒΜ … η οποία στρεφόταν μεταξύ άλλων και κατά της εγκαλούσας Ο. Π. με την οποία την κατήγγειλαν για την σε βάρος του Τ. και της εταιρείας με την επωνυμία “G. A.E.”, (πρώην “Ν. Α.Ε”) διάπραξη του αδικήματος της απάτης. Στην παραπάνω μήνυσή τους οι κατηγορούμενοι εκθέτουν μεταξύ άλλων : ότι στην εταιρεία με την επωνυμία “G. A.E.” και στην εταιρεία με την επωνυμία “Ο. Ν. Π. Α. Κ. Ε. Α.Ε. (ή Ο. Α. Α.Ε.) με εκτελεστικό μέλος την εγκαλούσα Ο. – Π. Κ. και το σύζυγο αυτής είχαν συναφθεί κατά τα έτη 2002 – 2005 σύμβασης αγοραπωλησίας καπνών, ότι η “G. A.E.” εξοφλούσε άμεσα το τίμημα, ότι στη συνέχεια η “G. A.E.” πώλησε αντίστοιχες ποσότητες καπνών προς την εταιρεία με την επωνυμία “Κ. Ε. Μ. Ε.Π.Ε.” (της οποίας διαχειρίστρια ήταν η θυγατέρα της εγκαλούσας Β. Κ.) προκειμένου να εξαχθούν στο εξωτερικό, ότι η τελευταία εταιρεία εξακολουθεί να της οφείλει το ποσό των 8.076.000 ευρώ, ότι η εγκαλούσα Ο. Π. μαζί με τον σύζυγό της Γ. Κ. και τη κόρη της Β. Κ. στην προσπάθειά τους να εξαπατήσουν και να ζημιώσουν παρανόμως τους κατηγορούμενους προκάλεσαν “στημένους” φορολογικούς ελέγχους ζημιώνοντας την εταιρεία “G. A.E.”, από τον παράνομο καταλογισμό σε βάρος της υπέρογκων ποσών φόρου και εξύφαναν προς απόκρουση της νόμιμης οφειλής τους ένα σενάριο περί δήθεν εικονικότητας των μεταξύ τους συναλλαγών και δήθεν υποκρυπτόμενου τοκογλυφικού δανεισμού ισχυριζόμενοι ότι δήθεν η “Κ. Ε. Μ. Ε.Π.Ε.” λειτούργησε στην πραγματικότητα ως “αχυράνθρωπος”. Όμως το περιεχόμενο της πιο πάνω έγκλησης τους ήταν ψευδές και ο κατηγορούμενος καίτοι τελούσε εν γνώσει του ψεύδους της υπέβαλε αυτήν με σκοπό να προκαλέσει την κίνηση ποινικής δίωξης σε βάρος της ως άνω εγκαλούσας Ο. Π. για την καταγγελλόμενη στο κείμενο της αξιόποινη πράξη, ενώ το αληθές ήταν ότι η εγκαλούσα ουδέποτε προκάλεσε στημένους φορολογικούς ελέγχους ότι δεν τέλεσε την αξιόποινη πράξη της απάτης σε βάρος τους και ότι όλες οι συναφθείσες μεταξύ των μερών συμβάσεις μεταξύ των εταιρειών “Ν. Α.Ε”, (νυν “G. A.E.”) “ΟΝΠ Α.Ε.” και “Κ. Ε. Μ. Α.Ε.”) ήταν όντως εικονικές και έγιναν κατόπιν απαίτησης της “Ν. Α.Ε.” , με σκοπό τη χορήγηση δανείου και την ταυτόχρονη απόκρυψη πληρωμής παράνομων τόκων, ενώ η εταιρεία “Κ. Ε. Μ. Α.Ε.” εκτελούσε απλά χρέη παρέμβαση του νομικού προσώπου δια του οποίου η εταιρεία συμφερόντων της Ο. Π. (“ΟΝΠ ΑΚΕ Α.Ε.”) εξυπηρετούσε αποκλειστικά δικά της συμφέροντα. Τελικώς, όμως, η ποινική δίωξη δυνάμει της μηνύσεως των κατηγορουμένων δεν ασκήθηκε σε βάρος της εγκαλούσας, καθόσον αυτή απορρίφθηκε με την 9Β/ 05/08/2017 διάταξη της Εισαγγελέως Πρωτοδικών Καβάλας κατά της οποίας δεν ασκήθηκε προσφυγή.” V. Με αυτά που δέχθηκε το Δικαστήριο της ουσίας, σε συνδυασμό σκεπτικού και διατακτικού, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του την από τις άνω διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠΔ απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, αφού εκθέτει σε αυτή με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά τα οποία αποδείχθηκαν από την αποδεικτική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, τα αποδεικτικά μέσα από τα οποία συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, τα οποία προσδιορίζει κατ’ είδος και τους συλλογισμούς με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή των περιστατικών αυτών στην ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 229 παρ.1 Π.Κ., όπως η διάταξη αυτή ίσχυε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης αυτής, πριν από την αντικατάστασή της από το ν.4619/2019 (νέο Π.Κ.), την οποία (διάταξη) ορθά εφάρμοσε και δεν παραβίασε ευθέως ή εκ πλαγίου, δηλαδή με ασαφείς, ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες. Συγκεκριμένα, με σαφήνεια αναφέρεται ότι τα όσα ο αναιρεσείων διέλαβε στην επίμαχη έγκληση του κατά της εγκαλούσας ήταν ψευδή, παρατίθενται τα ανταποκρινόμενα στην αλήθεια περιστατικά, αιτιολογείται επαρκώς ο αναγκαίος προς τούτο άμεσος δόλος του αναιρεσείοντος, για τον οποίο σημειώνεται ότι είχε επίγνωση της αναλήθειάς των δυσφημιστικών για την εγκαλούσα ισχυρισμών, ερειδόμενωv, σύμφωνα με την συλλογιστική του αιτιολογικού, αλλά και το πραγματικό της κρισιολογούμενης ένδικης περίπτωσης, σε προσωπική αντίληψη του ίδιου, ενώ σημειώνονται τα αποδεικτικά μέσα κατά το είδος τους- κατάθεση της υποστηρίζουσας την κατηγορία, πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης, έγγραφα που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, απολογία του κατηγορουμένου- από τα οποία το δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά που εκτέθηκαν και κατέληξε στην καταδικαστική του κρίση, χωρίς να παρίσταται αναγκαία, κατά νόμο, η αναλυτική παράθεση τους, η αναφορά του τι προκύπτει ξεχωριστά από το καθένα, όπως και η συγκριτική στάθμιση και αξιολογική συσχέτιση του περιεχομένου τους και ανάλογη δικαιοδοτική εκτίμησή τους, αφού εκ τούτου δεν συνάγεται ότι το δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης του, περιορίστηκε επιλεκτικά σε ορισμένα αποδεικτικά μέσα και μάλιστα μόνο στο περιεχόμενο των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας και αγνόησε τα υπόλοιπα, όπως αβάσιμα διατείνεται ο αναιρεσείων. Στην προσβαλλόμενη παρατίθενται, χωρίς να υπόκεινται αοριστίες ή ασάφειες, τα πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν από την δημόσια στο ακροατήριο αποδεικτική διαδικασία και στα οποία στηρίχθηκε, με την προσήκουσα νομική υπαγωγή, η κρίση του δικάσαντος δικαστηρίου για τη νομοτυπική υπόσταση της ψευδούς καταμηνύσεως καθώς επίσης αιτιολογείται η κρίση του Δικαστηρίου για την εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν τον νόμο 4619/2019 ως ευνοϊκότερης ( σελίδα 68) . VI.
Συνεπώς, είναι αβάσιμοι οι σχετικοί εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ Α’, Δ’ και Ε’ του ΚΠΔ πρώτος και δεύτερος λόγοι αναιρέσεως, για εσφαλμένη εφαρμογή, έλλειψη αιτιολογίας και εκ πλαγίου παράβαση των ουσιαστικών ποινικών διατάξεων του άρθρου 229 π.ΠΚ – έλλειψη νομίμου βάσεως, καθώς και την έλλειψη αιτιολογίας σχετικά με την επιλεκτική αξιολόγηση των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων. Περαιτέρω, οι επί μέρους αιτιάσεις στους λόγους αναιρέσεως, με τις οποίες, κατ’ εκτίμηση, προβάλλεται η αντίθεση των αποδεικτικών μέσων προς τις ουσιαστικές παραδοχές και το πόρισμα της αναιρεσιβαλλομένης αποφάσεως, με τον ισχυρισμό ότι, στην πραγματικότητα, παρά την περί του αντιθέτου αναφορά στην απόφαση, δεν ελήφθησαν υπόψη τα συναφή επισημαινόμενα αποδεικτικά μέσα, διότι, διαφορετικά, δεν δικαιολογείται το πόρισμα της αποφάσεως, πλήττουν την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου και είναι απαράδεκτες. Ειδικότερα, η εκτίμηση και αξιολόγηση των αποδείξεων, την οποία πλήττουν ως εσφαλμένη οι αυτές αιτιάσεις στους ως άνω λόγους αναιρέσεως, υπό την επίφαση της ελλείψεως ειδικής αιτιολογίας της αποφάσεως, δεν ελέγχεται αναιρετικώς. Μετά από αυτά, μη υπάρχοντος άλλου λόγου, πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους οι δηλώσεις αναίρεσης του αναιρεσειόντος και να επιβληθούν σε βάρος του τα δικαστικά έξοδα (άρθρο 578 παρ.1 Κ.Π.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 23.2.2023 δήλωση αναίρεσης του Τ. Κ. του Α. για αναίρεση της υπ’ αριθμ. Γ ΤΕΠ 4908/2022 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Αθηνών.
Καταδικάζει τον αναιρεσείοντα στα δικαστικά έξοδα, που ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 20 Δεκεμβρίου 2023.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 31 Ιανουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
									 
					