ΑΠΟΦΑΣΗ
Εθνική Ένωση Πλοιοκτητών Επαγγελματιών Αλιέων Η ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ και Φατούρος κατά Ελλάδας της 23.10.2025 (προσφ. αριθ. 11009/23)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες, η Εθνική Ένωση Πλοιοκτητών Επαγγελματιών Αλιέων Η Μεσόγειος (σωματείο ιδρυθέν το 2008) και ο Γεώργιος Φατούρος (γεννηθείς το 1951), κατέθεσαν προσφυγή στο ΕΔΔΑ στις 1 Μαρτίου 2023, παραπονούμενοι για την καθυστερημένη εκτέλεση της απόφασης αριθ. 2133/2022 του Συμβουλίου της Επικρατείας και για την έλλειψη αποτελεσματικής προσφυγής στο εσωτερικό δίκαιο.
Η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εκδόθηκε στις 2 Νοεμβρίου 2022 υπέρ των προσφευγόντων. Παρά την αμετάκλητη δικαστική απόφαση, οι ελληνικές αρχές καθυστέρησαν την πλήρη εκτέλεσή της για περισσότερο από ένα έτος χωρίς προφανή λόγο ή δικαιολογία. Η περίοδος μη εκτέλεσης ξεκίνησε στις 16 Νοεμβρίου 2022 και ολοκληρώθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2023, συνολικής διάρκειας ενός έτους, ενός μηνός και έξι ημερών.
Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες στερούνταν ιδιότητας θύματος καθώς η εγχώρια απόφαση είχε τελικά εκτελεστεί και ότι υπήρχε αποτελεσματική προσφυγή στο εσωτερικό δίκαιο μέσω του Νόμου 3068/2002 ενώπιον του Συμβουλίου Συμμόρφωσης. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η Κυβέρνηση είχε εκτελέσει την απόφαση μόνο εν μέρει.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι αν και οι αρχές τελικά εκτέλεσαν πλήρως την απόφαση, δεν κατέβαλαν όλες τις απαραίτητες προσπάθειες για να την εκτελέσουν έγκαιρα. Το Δικαστήριο επανέλαβε την πάγια νομολογία του ότι η εκτέλεση δικαστικής απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της «δίκαιης δίκης» για τους σκοπούς του άρθρου 6, αναφερόμενο στις ελληνικές υποθέσεις Hornsby, Κανελλόπουλος και Μπουσίου.
Όσον αφορά την αποτελεσματική προσφυγή, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφυγή του Νόμου 3068/2002 δεν συνιστά αποτελεσματικό ένδικο μέσο καθώς δεν είναι ικανή να επιταχύνει την εκτέλεση της εγχώριας απόφασης σε περίπτωση άρνησης ή καθυστέρησης των αρχών να συμμορφωθούν.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 και του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ.
Το Δικαστήριο επιδίκασε 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη σε κάθε προσφεύγοντα και 250 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι η Εθνική Ένωση Πλοιοκτητών Επαγγελματιών Αλιέων Η Μεσόγειος, σωματείο που ιδρύθηκε το 2008 με έδρα στην Αθήνα, και ο κ. Γεώργιος Φατούρος, Έλληνας υπήκοος γεννηθείς το 1951.
Στις 2 Νοεμβρίου 2022, το Συμβούλιο της Επικρατείας εξέδωσε την απόφαση αριθ. 2133/2022 υπέρ των προσφευγόντων. Η απόφαση αφορούσε ζήτημα που δεν διευκρινίζεται στα έγγραφα της υπόθεσης, αλλά δημιούργησε υποχρέωση συμμόρφωσης για τις ελληνικές αρχές.
Παρά τον αμετάκλητο χαρακτήρα της δικαστικής απόφασης και την υποχρέωση των αρχών για άμεση συμμόρφωση, η εκτέλεσή της καθυστέρησε σημαντικά. Η περίοδος μη εκτέλεσης ξεκίνησε στις 16 Νοεμβρίου 2022, δύο εβδομάδες μετά την έκδοση της απόφασης.
Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν προσφυγή στο ΕΔΔΑ στις 1 Μαρτίου 2023, ενώ η απόφαση δεν είχε ακόμη εκτελεστεί. Η πλήρης εκτέλεση της απόφασης πραγματοποιήθηκε τελικά στις 21 Δεκεμβρίου 2023, μετά την κατάθεση της προσφυγής στο Στρασβούργο.
Η συνολική περίοδος καθυστέρησης ανήλθε σε ένα έτος, έναν μήνα και έξι ημέρες, χωρίς οι αρχές να παρέχουν επαρκή αιτιολόγηση για αυτήν την καθυστέρηση.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 § 1,
Άρθρο 13
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1 – Δικαίωμα σε δίκαιη δίκη
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η εκτέλεση απόφασης που εκδίδεται από οποιοδήποτε δικαστήριο πρέπει να θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της «δίκης» για τους σκοπούς του άρθρου 6. Η αποτελεσματική πρόσβαση σε δικαστήριο θα ήταν ψευδαίσθηση εάν η εσωτερική έννομη τάξη ενός Συμβαλλόμενου Κράτους επέτρεπε να παραμένει ανενεργή μια αμετάκλητη, δεσμευτική δικαστική απόφαση προς βλάβη ενός διαδίκου.
Αναφερόμενο στην υπόθεση Hornsby κατά Ελλάδας, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι θα ήταν αδιανόητο το άρθρο 6 § 1 να περιγράφει λεπτομερώς τις διαδικαστικές εγγυήσεις που παρέχονται στους διαδίκους και να μην προστατεύει την εφαρμογή των δικαστικών αποφάσεων. Η ερμηνεία του άρθρου 6 ως αναφερόμενου αποκλειστικά στην πρόσβαση σε δικαστήριο και στη διεξαγωγή της διαδικασίας θα οδηγούσε πιθανώς σε καταστάσεις ασύμβατες με την αρχή του κράτους δικαίου.
Στις κύριες υποθέσεις Κανελλόπουλος κατά Ελλάδας της 21.02.2008 (αριθ. 11325/06) και Μπουσίου κατά Ελλάδας της 24.10.2013 (αριθ. 21455/10), το Δικαστήριο είχε ήδη διαπιστώσει παραβίαση σε σχέση με παρόμοια ζητήματα.
Εξετάζοντας όλο το υλικό που υποβλήθηκε, το Δικαστήριο δεν βρήκε κανένα γεγονός ή επιχείρημα ικανό να το πείσει να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα σχετικά με το παραδεκτό και την ουσία των αιτιάσεων. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αρχές είχαν εκτελέσει πλήρως την απόφαση με αριθ. 2133/2022 του Συμβουλίου της Επικρατείας υπέρ των προσφευγόντων. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία επί του θέματος και τις περιστάσεις της υπόθεσης, οι αρχές δεν κατέβαλαν όλες τις απαραίτητες προσπάθειες για την έγκαιρη εκτέλεσή της.
Χρειάστηκαν οι αρχές πάνω από ένα έτος, χωρίς προφανή λόγο και δικαιολογία, για να εκτελέσουν πλήρως την απόφαση. Αυτή η καθυστέρηση, ειδικά η απουσία οποιασδήποτε εξήγησης από το Κράτος, συνιστά παραβίαση του δικαιώματος των προσφευγόντων σε δίκαιη δίκη.
Άρθρο 13 – Δικαίωμα σε αποτελεσματική προσφυγή
Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν στη διάθεσή τους αποτελεσματική προσφυγή σχετικά με αυτήν την αιτίαση. Η προσφυγή που προβλέπεται από τον ν. 3068/2002 ενώπιον του Συμβουλίου Συμμόρφωσης δεν συνιστά αποτελεσματικό ένδικο μέσο.
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, ιδιαίτερα την υπόθεση Κανελλόπουλος, η προσφυγή αυτή δεν είναι ικανή να επιταχύνει την εκτέλεση της εγχώριας απόφασης σε περίπτωση άρνησης ή καθυστέρησης των αρχών να συμμορφωθούν με αυτήν. Το Συμβούλιο Συμμόρφωσης δεν διαθέτει τις απαραίτητες εξουσίες για να διασφαλίσει την άμεση εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων, καθιστώντας το ένδικο μέσο θεωρητικό και ψευδαίσθηση στην πράξη.
Επομένως, η έλλειψη αποτελεσματικής προσφυγής στο εσωτερικό δίκαιο για την αντιμετώπιση της καθυστερημένης εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 και του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ, επιδικάζοντας 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη σε κάθε προσφεύγοντα και 250 ευρώ για δικαστικά έξοδα για το σύνολο της προσφυγής.
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση αυτή εντάσσεται στη μακρά σειρά αποφάσεων του ΕΔΔΑ κατά της Ελλάδας για καθυστερήσεις στην εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων, αναδεικνύοντας ένα χρόνιο δομικό πρόβλημα του ελληνικού νομικού συστήματος. Η υπόθεση ακολουθεί τη σταθερή νομολογιακή γραμμή που εγκαινιάστηκε με την απόφαση Hornsby κατά Ελλάδας του 1997 και συνεχίστηκε με τις αποφάσεις Κανελλόπουλος του 2008 και Μπουσίου του 2013.
Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη θα ήταν ψευδαίσθηση εάν επιτρεπόταν στις κρατικές αρχές να αγνοούν ή να καθυστερούν αδικαιολόγητα την εκτέλεση οριστικών δικαστικών αποφάσεων. Η περίοδος καθυστέρησης άνω του έτους χωρίς επαρκή αιτιολογία θεωρείται υπερβολική και ασύμβατη με τις απαιτήσεις του άρθρου 6.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η επιβεβαίωση της αναποτελεσματικότητας του ν. 3068/2002 ως ενδίκου μέσου. Παρά τη θέσπισή του ως απάντηση στις επανειλημμένες καταδίκες της Ελλάδας, το Συμβούλιο Συμμόρφωσης δεν έχει καταφέρει να λειτουργήσει ως αποτελεσματικός μηχανισμός επιτάχυνσης της εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων. Αυτή η διαπίστωση υπογραμμίζει την ανάγκη για πιο ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στο ελληνικό σύστημα εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων.
Συγκριτική Ανάλυση με νομολογία διεθνών δικαστηρίων
Η προσέγγιση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση αυτή εναρμονίζεται με τη νομολογία του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο στην υπόθεση Baena Ricardo κ.ά. κατά Παναμά έχει επίσης τονίσει ότι η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη.
Παρομοίως, η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ στο πλαίσιο του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα έχει αναγνωρίσει ότι η μη εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων μπορεί να παραβιάζει το άρθρο 14 του Συμφώνου. Στην υπόθεση Polay Campos κατά Περού, η Επιτροπή έκρινε ότι η παρατεταμένη καθυστέρηση στην εκτέλεση δικαστικής απόφασης στερεί από το άτομο το δικαίωμα σε αποτελεσματική δικαστική προστασία.
Η απόφαση ενισχύει τη διεθνή συναίνεση ότι η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων εντός εύλογου χρόνου αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του δικαιώματος πρόσβασης στη δικαιοσύνη και ότι τα κράτη οφείλουν να διαθέτουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς για τη διασφάλιση της έγκαιρης συμμόρφωσης των δημόσιων αρχών με τις δικαστικές αποφάσεις.
