ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Από τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 2 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ν.π.δ.δ., συνάγεται ότι αν έχει παρέλθει η προβλεπόμενη στη διάταξη αυτή διετία, εντός της οποίας είναι δυνατή η ανάκληση του κατά παράβαση νόμου γενόμενου διορισμού, για να είναι νόμιμη η ανακλητική πράξη απαιτείται, επιπροσθέτως, να εκφέρει η Διοίκηση, κατά νόμιμη διαδικασία και με νόμιμη και επαρκή αιτιολογία, κρίση ότι ο διορισθείς προκάλεσε ή υποβοήθησε με δόλο την παρανομία (βλ. ΣτΕ 543/2020, 1094/2014, 2739-2742/2005). Σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου, δεν ισχύει ο χρονικός περιορισμός απαγόρευσης ανάκλησης της πράξης διορισμού μετά την πάροδο διετίας όταν η πράξη αυτή ακυρώνεται δικαστικά. Στην υπό κρίση περίπτωση, με την διαλαμβανόμενη στο ερώτημα απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, δεν ακυρώθηκε η πράξη του διορισμού της υπαλλήλου, αλλά ακυρώθηκε η απόφαση – πρακτικό της Α΄ Δευτεροβάθμιας Επιτροπής του άρθρου 10 του ν. 2643/1998, περί επιλογής της υπαλλήλου και αναπέμφθηκε η υπόθεση στη Διοίκηση για νέα νόμιμη κρίση. Συνεπώς, εφαρμοστέες είναι εν προκειμένω οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 20 του ν. 3528/2007 και όχι η διάταξη της παραγράφου 4 του ίδιου άρθρου. Ως εκ τούτου, η μη νόμιμη πράξη του διορισμού της υπαλλήλου ανακαλείται μετά την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευσή της, μόνο εάν αποδειχθεί ότι αυτή προκάλεσε δολίως ή υποβοήθησε την παρανομία ή εάν ο διορισμός της έγινε κατά παράβαση των άρθρων 4 και 8 του Υπαλληλικού Κώδικα. Οι προϋποθέσεις, όμως, αυτές, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου, δεν συντρέχουν στην εξεταζόμενη περίπτωση (κατά πλειοψηφία).
 
		
		
 
									 
					