ΑΠΟΦΑΣΗ
Anna Maria Ciccone κατά Ιταλίας της 05.06.2025 (προσφ. αριθ. 21492/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα, Ιταλίδα ιατρός ακτινολόγος, κατηγορήθηκε για συνέργεια σε ανθρωποκτονία εξ αμελείας λόγω παράλειψης διάγνωσης κατάγματος μηριαίου οστού σε ασθενή που κατέληξε. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο την αθώωσε, βασιζόμενο κυρίως στις προφορικές καταθέσεις των πραγματογνωμόνων που όρισε η εισαγγελία, οι οποίοι εξέφρασαν αμφιβολίες για την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της διαγνωστικής παράλειψης και του θανάτου.
Κατόπιν άσκησης έφεσης από τον εισαγγελέα κατά της πρωτόδικης απόφασης το Εφετείο ανέτρεψε την αθωωτική απόφαση χωρίς να εξετάσει εκ νέου τους πραγματογνώμονες, ερμηνεύοντας διαφορετικά τις καταθέσεις τους και δίνοντας έμφαση στα σημεία που επιβεβαίωναν την ιατροδικαστική έκθεση. Καταδίκασε δε την προσφεύγουσα σε οκτώ μήνες φυλάκιση.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι προφορικές καταθέσεις των πραγματογνωμόνων είχαν καθοριστικό αντίκτυπο στην αθώωση και δεν αποτελούσαν απλές επαναλήψεις της γραπτής έκθεσής τους. Οι πραγματογνώμονες είχαν διατυπώσει εναλλακτικές εξηγήσεις για την πνευμονική επιπλοκή του θύματος (συνδεόμενη με την παρατεταμένη κατάκλιση λόγω του αδιάγνωστου κατάγματος) που απέκλειαν την αιτιώδη συνάφεια του θανάτου με το διαγνωστικό σφάλμα.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 §1) καθώς το δευτεροβάθμιο δικαστήριο όφειλε να εξετάσει εκ νέου τους πραγματογνώμονες πριν ερμηνεύσει τις καταθέσεις τους κατά τρόπο δυσμενή για την κατηγορούμενη και ανατρέψει την αθώωσή της. Επιδίκασε δε στην προσφεύγουσα 5.000 περίπου ευρώ για έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1959 και ασκούσε το επάγγελμα της ιατρού ακτινολόγου. Στις 9 Νοεμβρίου 2008, εξέτασε την ασθενή R.C. που είχε εισαχθεί στο νοσοκομείο μετά από επίθεση, χωρίς να διαγνώσει κάταγμα του μηριαίου οστού. Η ασθενής έλαβε εξιτήριο την ίδια ημέρα.
Στις 27 Νοεμβρίου 2008, η R.C. επανεισήχθη, διαγνώστηκε το κάταγμα και υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση. Απεβίωσε στις 28 Δεκεμβρίου 2008.
Στην πρωτόδικη δίκη, εξετάστηκαν δύο πραγματογνώμονες που είχε διορίσει η εισαγγελία (D.M.G. και G.O.) που είχαν συντάξει ιατροδικαστική έκθεση. Ο D.M.G. κατέθεσε ότι ο θάνατος προκλήθηκε από πνευμονικές επιπλοκές ή νευρολογική διαταραχή, με αμφότερες τις υποθέσεις να παραμένουν ανοιχτές. Κατέθεσε ότι η κατάκλιση είχε αρνητικές επιπτώσεις αλλά δεν μπορούσε να προσδιοριστεί επιστημονικά ο βαθμός συμβολής της στο θάνατο. Ο G.O. επιβεβαίωσε την απουσία αντικειμενικών στοιχείων που να συνδέουν αιτιωδώς την κατάκλιση με την πνευμονική επιπλοκή.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 §1
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι ο όρος «μάρτυρας» αποτελεί αυτόνομη έννοια στο σύστημα της Σύμβασης και περιλαμβάνει και τους πραγματογνώμονες. Το δικαίωμα του κατηγορουμένου να εξετάζει πραγματογνώμονες προστατεύεται από τις εγγυήσεις της «κατ΄αντιμωλία διαδικασίας» και της «ισότητας των όπλων».
Όταν δευτεροβάθμιο δικαστήριο καλείται να κρίνει επί της ενοχής ή αθωότητας εξετάζοντας το σύνολο της υπόθεσης, δεν μπορεί να αποφασίσει χωρίς άμεση εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων, συμπεριλαμβανομένων των καθοριστικών καταθέσεων που πρόκειται να ερμηνεύσει για πρώτη φορά δυσμενώς για τον κατηγορούμενο.
Στην προκειμένη περίπτωση, οι πραγματογνώμονες, κατά την κατάθεσή τους στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν περιορίστηκαν στην επιβεβαίωση της έκθεσης πραγματογνωμοσύνης τους αλλά κατέθεσαν εναλλακτική εξήγηση για την πνευμονική παθολογία που απέκλειε την αιτιώδη συνάφεια του διαγνωστικού σφάλματος με τον θάνατο. Η αθώωση βασίστηκε ακριβώς στις αμφιβολίες που εξέφρασαν στην πρωτοβάθμια ακροαματική διαδικασία.
Το Εφετείο, μειώνοντας τη σημασία των αμφιβολιών αυτών και ερμηνεύοντας αυτές διαφορετικά, κατέληξε σε καταδικαστική απόφαση με διαφορετική ερμηνεία και ανασύνθεση των πραγματικών περιστατικών.
Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου το εγχώριο Εφετείο , όφειλε να εξετάσει εκ νέου τους πραγματογνώμονες πριν ανατρέψει την πρωτοβάθμια αθωωτική απόφαση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε 5.001,17 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
«Όταν ένα Εφετείο προχωρά σε διαφορετική ερμηνεία των καθοριστικών καταθέσεων των πραγματογνωμόνων που κατέθεσαν κατά την πρωτοβάθμια ακροαματική διαδικασία, είναι υποχρεωμένο να τις επανεξετάσει πριν ανατρέψει μια αθωωτική απόφαση, για να εξασφαλίσει δίκαιη δίκη».
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση αυτή ενισχύει τη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις κατά την ανατροπή πρωτόδικων αθωωτικών αποφάσεων σε δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Επεκτείνει τις αρχές που καθιερώθηκαν στις υποθέσεις Dan κατά Μολδαβίας της 05.07.2011 (προσφ. αριθ. 8999/07) και Lorefice κατά Ιταλίας της 29.06.2017 (προσφ. αριθ. 63446/13) στις καταθέσεις των πραγματογνωμόνων.
Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι οι προφορικές καταθέσεις στο ακροατήριο των πραγματογνωμόνων που συμπληρώνουν ή τροποποιούν τις γραπτές εκθέσεις τους αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία δηλωτικής φύσης. Όταν αυτές είναι καθοριστικές για την αθώωση και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προτίθεται να τις ερμηνεύσει διαφορετικά, απαιτείται από το δικαστήριο αυτό νέα εξέταση των πραγματογνωμόνων.
Το ΕΔΔΑ διέκρινε με σαφήνεια μεταξύ μιας υπόθεσης που βασίζεται αποκλειστικά σε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία (όπου η επανεξέταση μπορεί να μην είναι απαραίτητη) και μιας υπόθεσης όπου η προφορική, «δηλωτικού χαρακτήρα» απόδειξη διαδραματίζει κεντρικό ρόλο. Η απόφαση υπογράμμισε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας, της στάσης και των αποχρώσεων της κατάθεσης ενός πραγματογνώμονα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ορθής απονομής της δικαιοσύνης και δεν μπορεί να αντικατασταθεί από την απλή ανάγνωση των πρακτικών. Η απόφαση αναδεικνύει την κεντρική σημασία της αρχής της αμεσότητας στην ποινική δίκη, ακόμη και στο στάδιο της έφεσης.
Η απόφαση ευθυγραμμίζεται με τη νομολογία του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Norín Catrimán κ.ά. κατά Χιλής της 29.05.2014 (αρ. υποθ. 12.576, 12.611 και 12.612) σχετικά με την υποχρέωση άμεσης εκτίμησης των αποδείξεων.
Σημαντική είναι η αναφορά στην εξέλιξη του ιταλικού δικαίου μετά τα πραγματικά περιστατικά, με την Ολομέλεια του εγχώριου Ακυρωτικού να αναγνωρίζει στην απόφαση 14426/02.04.2019 ότι οι καταθέσεις πραγματογνωμόνων αποτελούν αποδείξεις δηλωτικής φύσης που απαιτούν νέα εξέταση σε περίπτωση ανατροπής της πρωτόδικης αθωωτικής απόφασης, παρέχοντας έτσι προστασία σύμφωνη με τα πρότυπα της ΕΣΔΑ.