ΑΠΟΦΑΣΗ
Δερβίσης κ.α. κατά Ελλάδας της 23.10.2025 (προσφ. αριθ. 55398/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες, εννέα Έλληνες υπήκοοι, προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ παραπονούμενοι για τη μακροχρόνια μη εκτέλεση από τις εθνικές αρχές της απόφασης υπ’ αριθμ. 3050/2011 του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, η οποία είχε εκδοθεί υπέρ τους. Κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης του ΕΔΔΑ, η εγχώρια απόφαση παρέμενε ανεκτέλεστη για περισσότερα από 13 έτη. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η αδράνεια των αρχών παραβίασε το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη, όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, καθώς και το δικαίωμά τους σε αποτελεσματική προσφυγή κατά το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ.
Η Κυβέρνηση αντέτεινε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν την ιδιότητα του θύματος, ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση δικαιολογείτο από την πολυπλοκότητα της διοικητικής διαδικασίας και ότι υφίστατο αποτελεσματικό ένδικο μέσο, ήτοι η προσφυγή στο Συμβούλιο Συμμόρφωσης βάσει του Ν. 3068/2002.
Το Δικαστήριο απέρριψε τα επιχειρήματα της Κυβέρνησης, επαναλαμβάνοντας την πάγια νομολογία του ότι η εκτέλεση μιας δικαστικής απόφασης αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της δίκαιης δίκης, κατά την έννοια του άρθρου 6. Αναφερόμενο σε προηγούμενες ομοίου περιεχομένου υποθέσεις κατά της Ελλάδας (όπως οι Κανελλόπουλος και Μπουσίου), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρχές δεν κατέβαλαν όλες τις αναγκαίες προσπάθειες για την πλήρη και έγκαιρη συμμόρφωση με την απόφαση. Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφυγή του Ν. 3068/2002 δεν συνιστά αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα, καθώς δεν μπορεί να επιταχύνει την εκτέλεση σε περίπτωση άρνησης συμμόρφωσης των αρχών.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση τόσο του άρθρου 6 § 1 όσο και του άρθρου 13 επιδικάζοντας από κοινού 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 250 ευρώ για δικαστικά έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι εννέα προσφεύγοντες είναι Έλληνες υπήκοοι. Στις 12 Οκτωβρίου 2011, το Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης εξέδωσε την με αριθμ. 3050/2011 απόφαση υπέρ τους. Η προθεσμία για την εκτέλεση της απόφασης από τις εθνικές αρχές άρχισε να τρέχει από τις 2 Φεβρουαρίου 2012.
Παρά το τελεσίδικο και εκτελεστό της απόφασης, οι ελληνικές αρχές δεν προέβησαν στις απαραίτητες ενέργειες για την εκτέλεσή της. Κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης, η εγχώρια απόφαση παρέμενε ανεκτέλεστη για περίοδο που υπερέβαινε τα 13 έτη και 7 μήνες. Οι προσφεύγοντες κατέθεσαν την προσφυγή τους στο ΕΔΔΑ στις 2 Δεκεμβρίου 2020.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 § 1,
Άρθρο 13
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρα 6 § 1 και 13
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η εκτέλεση μιας απόφασης που εκδίδεται από οποιοδήποτε δικαστήριο πρέπει να θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της δίκαιης δίκης για τους σκοπούς του Άρθρου 6 (βλ. Hornsby κατά Ελλάδας). Το Δικαστήριο παρέπεμψε στην πάγια νομολογία του σχετικά με τη μη εκτέλεση ή την καθυστερημένη εκτέλεση τελεσίδικων εγχώριων δικαστικών αποφάσεων.
Στην προκειμένη υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι έχει ήδη διαπιστώσει παραβιάσεις σε υποθέσεις που εγείρουν παρόμοια ζητήματα με την παρούσα (βλ. Kanellopoulos κατά Ελλάδας και Bousiou κατά Ελλάδας). Αφού εξέτασε όλο το υλικό που του υποβλήθηκε, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε κανένα γεγονός ή επιχείρημα ικανό να το πείσει να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα. Οι αρχές δεν κατέβαλαν όλες τις απαραίτητες προσπάθειες για την πλήρη και έγκαιρη εκτέλεση της απόφασης υπ’ αριθμ. 3050/2011.
Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι το ένδικο βοήθημα που προβλέπεται από τον Ν. 3068/2002 ενώπιον του Συμβουλίου Συμμόρφωσης δεν αποτελεί αποτελεσματική προσφυγή, καθώς δεν είναι ικανό να επιταχύνει την εκτέλεση μιας εγχώριας απόφασης σε περίπτωση άρνησης συμμόρφωσης των αρχών (βλ. Kanellopoulos, ό.π., § 21).
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση των άρθρων 6 § 1 και 13 της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο επιδίκασε στους προσφεύγοντες από κοινού 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 250 ευρώ για δικαστικά έξοδα, τονίζοντας ότι το εναγόμενο Κράτος εξακολουθεί να έχει την υποχρέωση να εκτελέσει την εγχώρια απόφαση.
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση επιβεβαιώνει τη σταθερή νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το διαρθρωτικό πρόβλημα της μη εκτέλεσης δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου στην Ελλάδα. Δεν πρωτοτυπεί, αλλά συνιστά εφαρμογή της πάγιας νομολογίας σε μια ακόμη υπόθεση της ίδιας κατηγορίας. Η απόφαση υπογραμμίζει ότι το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 § 1, θα ήταν απατηλό και θεωρητικό εάν το νομικό σύστημα ενός κράτους επέτρεπε μια αμετάκλητη και δεσμευτική δικαστική απόφαση να παραμένει μη εκτελεστή και ανενεργή σε βάρος ενός διαδίκου.
Η ρητή απόρριψη του ένδικου βοηθήματος του Ν. 3068/2002 ως «αναποτελεσματικού» για τους σκοπούς του άρθρου 13 είναι κρίσιμης σημασίας. Καταδεικνύει ότι η ύπαρξη ενός ένδικου μέσου στα χαρτιά δεν αρκεί. Το μέσο αυτό πρέπει να είναι πρακτικά ικανό να προσφέρει την επιδιωκόμενη έννομη προστασία, δηλαδή την επίσπευση της εκτέλεσης. Η προκειμένη υπόθεση αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα της συνεχιζόμενης εποπτείας του ΕΔΔΑ επί ενός συστημικού προβλήματος που το ελληνικό κράτος δεν έχει ακόμη επιλύσει οριστικά.
