ΑΠΟΦΑΣΗ
Κοκκινογέννης κατά Ελλάδας της 7.10.2025 (προσφ. αριθ. 55905/18)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, Έλληνας υπήκοος μόνιμος κάτοικος Βέρνης Ελβετίας, κατέθεσε αίτηση περί επιστροφής του ανήλικου υιού του στην Ελβετία βάσει της Σύμβασης της Χάγης του 1980, αφού η σύζυγός του τον Σεπτέμβριο 2014 μετέφερε το τέκνο τους, ηλικίας μόλις 14 ημερών, στην Ελλάδα και αρνήθηκε να το επιστρέψει. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε την αίτηση, ωστόσο το Εφετείο Θράκης τον Οκτώβριο 2016 διέταξε την άμεση επιστροφή του παιδιού στην Ελβετία.
Ο Άρειος Πάγος τον Ιούνιο 2017 έκρινε ότι το Εφετείο δεν εξέτασε επαρκώς τους ισχυρισμούς της μητέρας περί σοβαρού κινδύνου για το παιδί από την επιστροφή του, ειδικά την απώλεια επαφής με τη μητέρα και την ανάγκη προσαρμογής σε άγνωστο περιβάλλον. Μετά την παραπομπή, το Εφετείο τον Μάιο 2018 απέρριψε εκ νέου την αίτηση επιστροφής, κρίνοντας ότι η απομάκρυνση του 3,5 ετών παιδιού από το οικείο περιβάλλον της μητέρας και η μετεγκατάστασή του στην Ελβετία με τον πατέρα θα προκαλούσε τραυματικές συνέπειες στην ψυχική του ανάπτυξη.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα ελληνικά δικαστήρια εφάρμοσαν εσφαλμένα την εξαίρεση του άρθρου 13β της Σύμβασης της Χάγης. Το Δικαστήριο τόνισε ότι οι εξαιρέσεις της Σύμβασης πρέπει να ερμηνεύονται στενά και ότι ο κίνδυνος από τον χωρισμό με τον γονέα-απαγωγέα δεν συνιστά αυτόματα σοβαρό κίνδυνο. Τα εθνικά δικαστήρια δεν εξέτασαν βιώσιμες λύσεις που θα επέτρεπαν στη μητέρα να επιστρέψει με το παιδί στην Ελβετία, ούτε υπήρχαν ενδείξεις ότι θα αντιμετώπιζε νομικά εμπόδια ή ποινικές κυρώσεις εκεί.
Επιπλέον, η διαδικασία διήρκεσε 32 μήνες από την κατάθεση της αίτησης μέχρι την αμετάκλητη απόφαση, υπερβαίνοντας κατά 130 εβδομάδες την προθεσμία των έξι εβδομάδων που προβλέπει η Σύμβαση της Χάγης, χωρίς να υπάρχουν ιδιαίτερα πολύπλοκα ζητήματα που να δικαιολογούν τέτοια καθυστέρηση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8) και επιδίκασε 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1975 και κατοικεί στη Βέρνη. Στις 13 Σεπτεμβρίου 2014, η σύζυγός του K.Λ. μετέφερε τον υιό τους A.K., που γεννήθηκε στις 29 Αυγούστου 2014, στην Ελλάδα. Στις 16 Σεπτεμβρίου 2014, η K.Λ. ενημέρωσε τον προσφεύγοντα για την πρόθεσή της να παραμείνει μόνιμα στην Ελλάδα.
Στις 9 Δεκεμβρίου 2014, ο προσφεύγων υπέβαλε αίτημα στο Υπουργείο Δικαιοσύνης της Ελβετίας για την επιστροφή του παιδιού, το οποίο διαβιβάστηκε στο ελληνικό Υπουργείο Δικαιοσύνης ως κεντρική αρχή κατά τη Σύμβαση της Χάγης.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 2015, ο προσφεύγων προσέφυγε στο Πρωτοδικείο Αλεξανδρούπολης. Με την υπ’ αριθμ. 276/2015 απόφασή του στις 9 Δεκεμβρίου 2015, το Πρωτοδικείο απέρριψε την αίτηση κρίνοντας ότι δεν υπήρχε παράνομη κατακράτηση του παιδιού.
Στις 16 Μαΐου 2016, ο προσφεύγων άσκησε έφεση. Με την υπ’ αριθμ. 146/2016 απόφασή του στις 11 Οκτωβρίου 2016, το Εφετείο Θράκης έκανε δεκτή την έφεση και διέταξε την άμεση επιστροφή του παιδιού στην Ελβετία, απορρίπτοντας την ένσταση του άρθρου 13β της Σύμβασης.
Στις 8 Νοεμβρίου 2016, η K.Λ. άσκησε αναίρεση. Με την υπ’ αριθμ. 1030/2017 απόφασή του στις 15 Ιουνίου 2017, ο Άρειος Πάγος έκανε εν μέρει δεκτή την αναίρεση, κρίνοντας ότι το Εφετείο δεν εξέτασε αν οι ισχυρισμοί της μητέρας ήταν βάσιμοι, ιδίως ότι το παιδί βρισκόταν στην Ελλάδα από 14 ημερών, γνώριζε μόνο τη μητέρα του και ο πατέρας του ήταν άγνωστος λόγω πλήρους απουσίας.
Μετά την παραπομπή, το Εφετείο με την με αριθμ. 158/2018 απόφασή του στις 8 Μαΐου 2018 απέρριψε την αίτηση επιστροφής, κρίνοντας ότι η απομάκρυνση του 3,5 ετών παιδιού από το οικείο περιβάλλον της μητέρας θα προκαλούσε τραυματικές συνέπειες.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8 – Ουσιαστικό και διαδικαστικό σκέλος
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι εξαιρέσεις της Σύμβασης της Χάγης πρέπει να ερμηνεύονται στενά και ο σκοπός του μέσου αυτού είναι να εμποδίσει τον γονέα -απαγωγέα να νομιμοποιήσει μονομερώς μια κατάσταση που δημιούργησε με την πάροδο του χρόνου. Ο γονέας – απαγωγέας δεν μπορεί να επωφεληθεί από το δικό του παράπτωμα.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι ο κίνδυνος του άρθρου 13β δεν μπορεί να προκύπτει αποκλειστικά από τον χωρισμό με τον γονέα που διέπραξε την απαγωγή. Αυτός ο χωρισμός, όσο δύσκολος και αν είναι για το παιδί, δεν πληροί αυτόματα το κριτήριο του σοβαρού κινδύνου.
Στην προκείμενη υπόθεση, το Εφετείο δεν εξέτασε αν υπήρχαν βιώσιμες λύσεις που θα επέτρεπαν στη μητέρα να επιστρέψει με το παιδί στην Ελβετία, ζώντας χωριστά από τον προσφεύγοντα. Τίποτα στις περιστάσεις δεν απέκλειε αντικειμενικά τη δυνατότητα επιστροφής της μητέρας στην Ελβετία. Δεν φαινόταν να μην έχει πρόσβαση στο ελβετικό έδαφος ή να αντιμετωπίζει ποινικές κυρώσεις κατά την επιστροφή. Επίσης, τίποτα δεν υποδείκνυε ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε να εμποδίσει τη μητέρα να βλέπει το παιδί της στην Ελβετία ή να τη στερήσει από τα γονικά της δικαιώματα.
Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι το να επιτρέπεται η αυτόματη απενεργοποίηση του μηχανισμού επιστροφής βάσει μόνο της άρνησης του γονέα-απαγωγέα να επιστρέψει θα υπέτασσε το σύστημα της Σύμβασης της Χάγης στη μονομερή βούληση αυτού του γονέα.
Σχετικά με τη διάρκεια της διαδικασίας, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η υπόθεση δεν έθετε πολύπλοκα ζητήματα αξιολόγησης των πραγματικών περιστατικών. Το Εφετείο, κρίνοντας μετά την παραπομπή, περιορίστηκε στη διαπίστωση αδιαμφισβήτητων γεγονότων για να συμπεράνει ότι η επιστροφή στην Ελβετία θα εξέθετε το παιδί σε σοβαρό κίνδυνο.
Η υπέρβαση της προθεσμίας των έξι εβδομάδων κατά 130 εβδομάδες, απουσία περιστάσεων που να δικαιολογούν τέτοια καθυστέρηση, δεν ανταποκρίθηκε στον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης και δεν ήταν σύμφωνη με τη θετική υποχρέωση επιμελούς ενέργειας στις διαδικασίες επιστροφής παιδιών.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8, επιδικάζοντας 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 1.800 ευρώ για έξοδα.
