ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας -Ανακοπή κατά ατομικής ειδοποίησης του άρθρ. 47 ΚΦΔ – Ο λόγος περί παραγραφής των απαιτήσεων που περιλαμβάνονται στην ατομική ειδοποίηση αποτελεί παραδεκτώς προβαλλόμενο λόγο ανακοπής κατ’ άρθρ. 224 παρ. 5 Κ.Δ.Δ. – Οι ενσωματωθείσες στην ατομική ειδοποίηση οφειλές στηρίχθηκαν στις οριστικές πράξεις προσδιορισμού Φ.Π.Α. αγροτών φορολογικών ετών 2004, 2005, 2006, 2007, 2008, 2009, 2010, 2011 – Η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει τον ένδικο φόρο για τις ανωτέρω χρήσεις άρχισε από το τέλος του επόμενου έτους κάθε χρήσης και έληγε με την πάροδο της πενταετίας (ήτοι στις 31-12-2017 για την τελευταία χρήση) κατ’ άρθρ. 57 παρ. 1 του Κ.Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000) – Η από 15/7/2015 καταγγελία αποτέλεσε τη βάση για την διενέργεια του ελέγχου, καθώς εισέφερε νέα στοιχεία, τα οποία δεν ήταν σε θέση να τα γνωρίζει η φορολογική αρχή – Η εν λόγω καταγγελία αποτελεί συμπληρωματικό στοιχείο που δικαιολογεί την παρέκταση της πενταετούς παραγραφής σε δεκαετή – Εν προκειμένω, η παραγραφή είναι δεκαετής και για τις χρήσεις 2006, 2007, 2008, 2009, 2010, 2011 δεν είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο έκδοσης και κοινοποίησης των καταλογιστικών πράξεων(2017) – Αντίθετα για τις χρήσεις 2004 και 2005 το δικαίωμα του Δημοσίου είχε παραγραφεί δεδομένου ότι οι καταλογιστικές πράξεις εκδόθηκαν και κοινοποιήθηκαν το έτος 2017, ήτοι μετά την συμπλήρωση της δεκαετίας – Δέχεται εν μέρει την ανακοπή
ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΤΜΗΜΑ Ι΄
ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24 Σεπτεμβρίου 2024, με δικαστή τη Μαρία Καραλιόλιου, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα την Ολυμπία Μαϊλιάνη, δικαστική υπάλληλο,
για να δικάσει την ανακοπή με αριθμό και ημερομηνία κατάθεσης ΑΚ…/16-10-2023
του … του …, κατοίκου … Θεσσαλονίκης, οδός …, ο οποίος παραστάθηκε με την από 23-9-2024 κατατεθείσα δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του Σωτηρίου Κυβέλου
κατά του Ελληνικού Δημοσίου που εκπροσωπείται από τον Διοικητή της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), και εν προκειμένω από τον Προϊστάμενο της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας (Δ.Ο.Υ.) Αμπελοκήπων Θεσσαλονίκης, που παραστάθηκε με την από 12-9-2024 δήλωση, του άρθρου 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, της Δικαστικής Πληρεξούσιας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Χριστίνας Κουστούδα.
Αφού μελέτησε τη δικογραφία.
Σκέφτηκε σύμφωνα με το νόμο.
Η κρίση του είναι η εξής:
1.Επειδή, με την υπό κρίση ανακοπή, για την άσκηση της οποίας έχει καταβληθεί το νόμιμο παράβολο (βλ. το … ηλεκτρονικό παράβολο), ζητείται η ακύρωση της …/10-12-2018 με αριθμό πρωτ…./2018 ατομικής ειδοποίησης καταβολής -υπερημερίας της Προϊσταμένης της Δ.Ο.Υ. Αμπελοκήπων, κατά το μέρος αυτής που περιλαμβάνει τις ταυτάριθμες …/27-6-2017 (υπό τις γραμμές χρηματικού καταλόγου 1 έως 8) πράξεις της ίδιας Δ.Ο.Υ, με την οποία κλήθηκε ο ανακόπτων να καταβάλλει φορολογικές οφειλές του προς το καθού συνολικού ποσού 69.340,67, πλέον προσαυξήσεων ποσού 8.627,51 ευρώ.
2.Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (ΦΕΚ Α΄ 97), ορίζει στο άρθρο 217 ότι: ««1. Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) της πράξης της ταμειακής βεβαίωσης του εσόδου, β) (…)», στο άρθρο 220 ότι «1. (…) η κατά το άρθρο 217 ανακοπή ασκείται μέσα σε προθεσμία τριάντα (30) ημερών, η οποία αρχίζει: α) στις περιπτώσεις α΄ (…) της παρ. 1, από την επίδοση, αλλιώς από την πλήρη γνώση της πράξης ταμειακής βεβαίωσης (…)», στο άρθρο 224 ότι «1. Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημά της. (…) 3. Κατά τον έλεγχο του κύρους των προσβαλλόμενων με την ανακοπή πράξεων της εκτέλεσης δεν επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας προηγούμενων πράξεων της εκτέλεσης. 4. Στην περίπτωση της ανακοπής κατά της ταμειακής βεβαίωσης, επιτρέπεται ο παρεμπίπτων έλεγχος, κατά το νόμο και τα πράγματα, του τίτλου βάσει του οποίου έγινε η βεβαίωση, εφόσον δεν προβλέπεται κατ’ αυτού ένδικο βοήθημα που επιτρέπει τον έλεγχό του κατά το νόμο και την ουσία ή δεν υφίσταται σχετικώς δεδικασμένο. 5. Ισχυρισμοί, που αφορούν την απόσβεση της απαίτησης για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση, μπορούν να προβάλλονται με την ευκαιρία άσκησης ανακοπής κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης ή οποιασδήποτε πράξης της εκτέλεσης, πρέπει δε να αποδεικνύονται αμέσως» και στο άρθρο 224 ότι: «Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή την τροποποίησή της. Σε διαφορετική περίπτωση, προβαίνει στην απόρριψη της ανακοπής». Κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 217 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), σε ανακοπή, υπόκειται κάθε πράξη που εκδίδεται υπό την ισχύ του Κ.Δ.Δ. και στα πλαίσια της διαδικασίας διοικητικής εκτέλεσης. Περαιτέρω, στο άρθρο 224 παρ. 3 του κώδικα αυτού καθιερώνεται η κατά στάδια προσβολή των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, απαγορεύεται δηλαδή ο παρεμπίπτων έλεγχος της νομιμότητας προηγούμενης πράξης, κατά τον έλεγχο που διενεργείται εξ αφορμής της προσβολής επόμενης πράξης της διαδικασίας εκτέλεσης. Επιτρέπεται μόνο ο έλεγχος της συγκεκριμένης πράξης της εκτέλεσης που προσβάλλεται, χωρίς ο έλεγχος αυτός να μπορεί να επεκταθεί στις προηγούμενες, ακόμη και εάν αυτές αποτελούν προϋπόθεση για την έκδοση της προσβαλλομένης. Κατ’ εξαίρεση όμως, σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 224 του ΚΔΔ, εξετάζεται, σε οποιοδήποτε στάδιο και αν προβληθεί, ισχυρισμός που αφορά την κάθε μορφής απόσβεση της οφειλής, στην οποία περιλαμβάνεται και η παραγραφή, εφόσον αποδεικνύεται αμέσως (ΣτΕ 2478, 2196-7/2023, 392/2017), υπό την επιφύλαξη, πάντως, ότι το καθ΄ ύλην αρμόδιο δικαστήριο δεν έχει ήδη κρίνει το κατ’ ουσία βάσιμο της οφειλής και την τυχόν παραγραφή αυτής (βλ. ΣτΕ 1980/2009 σκ. 4).
3.Επειδή, ο Κώδικας Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε., ν.δ. 356/1974, Φ.Ε.Κ. Α΄ 90) ορίζει στο άρθρο 2, όπως ίσχυε αρχικώς, ότι: «1. Η είσπραξις των δημοσίων εσόδων ανατίθεται εις τα Δημόσια Ταμεία … ενεργείται δε δυνάμει νομίμου τίτλου. … 2. Νόμιμος τίτλος είναι: α) Η κατά τους κειμένους νόμους βεβαίωσις και ο υπό των αρμοδίων διοικητικών ή ετέρων αρμοδίων κατά νόμον αρχών προσδιορισμός του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας δι’ ην οφείλεται. β) … 3. …». Εξάλλου, ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ., ν. 4174/2013, Φ.Ε.Κ. Α΄ 170), με ισχύ από 1-1-2014 (άρθρο 73 του ίδιου νόμου), ορίζει στο άρθρο 30, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 46 παρ. 1 του ν. 4223/2013 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 287), ότι: «1. Πράξη προσδιορισμού φόρου είναι η πράξη, με την οποία καθορίζεται το ποσό της φορολογικής οφειλής ή απαίτησης του φορολογουμένου για μια ή περισσότερες φορολογικές περιόδους ή για ένα ή περισσότερα φορολογικά έτη ή διαχειριστικές περιόδους ή για μια ή περισσότερες φορολογικές υποθέσεις. Με την πράξη προσδιορισμού φόρου συνιστάται και βεβαιώνεται η φορολογική οφειλή ή απαίτηση του φορολογούμενου. Η πράξη αυτή καταχωρίζεται ως εισπρακτέο ή επιστρεπτέο ποσό στα βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης. … 2. …», στο άρθρο 47, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 47 παρ. 10-11 και 13 του ν. 4223/2013, ότι: «1. Σε περίπτωση μη καταβολής των ποσών που αναφέρονται στην πράξη προσδιορισμού του φόρου ή στην πράξη επιβολής προστίμων ή στην πράξη εκκαθάρισης του φόρου μετά την έκδοση οριστικής δικαστικής απόφασης μέχρι την προβλεπόμενη σε αυτά ημερομηνία πληρωμής η Φορολογική Διοίκηση κοινοποιεί στον φορολογούμενο ατομική ειδοποίηση καταβολής των οφειλών του που δεν έχουν καταβληθεί εντός των νομίμων προθεσμιών πριν τη διενέργεια οποιασδήποτε πράξης εκτέλεσης σύμφωνα με όσα ορίζονται στα επόμενα άρθρα του Κώδικα. 2. … 3. Στην ατομική ειδοποίηση αναφέρονται: α) το ονοματεπώνυμο ή επωνυμία και τα στοιχεία του φορολογουμένου, β) ο Α.Φ.Μ. του φορολογουμένου, εφόσον έχει εκδοθεί, γ) η ημερομηνία έκδοσης της ατομικής ειδοποίησης καθώς και παραπομπές στους αντίστοιχους εκτελεστούς τίτλους, συμπεριλαμβανομένων σχετικών προθεσμιών, ημερομηνιών καταβολής και αριθμού δόσεων, δ) το είδος και το ποσό των οφειλόμενων φόρων, των τόκων, των προστίμων και η φορολογική περίοδος ή περίοδοι ή οι φορολογικές υποθέσεις που αφορούν αυτά, με εξαίρεση αυτά για τα οποία ισχύει νόμιμη ή δικαστική αναστολή πληρωμής, ε) η εντολή καταβολής των ποσών αυτών, στ) ο τρόπος πληρωμής των ανωτέρω, ζ) ο όρος ότι οι τόκοι συνεχίζουν να υπολογίζονται μέχρι την τελική εξόφληση της οφειλής, η) ο όρος ότι εφόσον ο φορολογούμενος δεν προβεί σε εξόφληση εντός τριάντα (30) ημερών από την κοινοποίηση της ατομικής ειδοποίησης, η Φορολογική Διοίκηση μπορεί να προβεί σε διαδικασία αναγκαστικής είσπραξης των ποσών που αναφέρονται σε αυτή, εκτός εάν ο φορολογούμενος υπαχθεί σε πρόγραμμα ρύθμισης οφειλών εντός τριάντα (30) ημερών σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 43 του Κώδικα. 4. …» και στο άρθρο 48 ότι: «1. Εξαιρουμένων των θεμάτων που ρυθμίζονται διαφορετικά από τον παρόντα Κώδικα, η αναγκαστική είσπραξη των φόρων και λοιπών εσόδων του Δημοσίου που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα διενεργείται σύμφωνα με τα οριζόμενα στο ν.δ. 356/1974 περί Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων. 2. …».
4.Επειδή κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων και σύμφωνα με τα παγίως νομολογηθέντα, η ατομική ειδοποίηση, είτε όταν ακολουθεί την εν στενή εννοία ταμειακή βεβαίωση που προβλεπόταν από τις προϊσχύσασες διατάξεις του Κ.Ε.Δ.Ε. (αρ. 4 του νδ. 356/1974, Α 90) για τις φορολογικές οφειλές, για τις οποίες ο εκτελεστός τίτλος αποκτήθηκε πριν την 1.1.2014, είτε έπεται της πράξης καταχώρισης του νομίμου τίτλου στα βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης (άρθρο 47 ΚΦΔ, άρθρο 2 παρ. 6 και άρθρο 7 του νέου Κ.Ε.Δ.Ε. ν. 4978/2022), προκειμένου για φορολογικές οφειλές, για τις οποίες ο εκτελεστός τίτλος αποκτήθηκε μετά την 1.1.2014, όταν και τέθηκε σε ισχύ ο νέος Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας, αποσκοπεί στο να γνωστοποιηθεί στον οφειλέτη το χρέος του και η αιτία του, ούτως ώστε αυτός να δυνηθεί να στραφεί με τα ένδικα βοηθήματα που προβλέπει ο Κ.Δ.Δ. (ανακοπή ή αναστολή εκτέλεσης), κατά περίπτωση, είτε κατά της πράξης ταμειακής βεβαίωσης, είτε κατά της ατομικής ειδοποίησης καταβολής – υπερημερίας ή να προβεί στη ρύθμιση του χρέους του (πρβλ. ΣτΕ ΕΑ 215/2016). Κατά την πάγια νομολογία, χωρίς την κοινοποίηση ατομικής ειδοποίησης στον οφειλέτη δεν μπορεί να χωρήσει έγκυρα η περαιτέρω διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, ήτοι η λήψη σε βάρος του αναγκαστικών μέτρων για την είσπραξη του χρέους, για το λόγο δε αυτό, η περιέλευση της αποσταλείσας ατομικής ειδοποίησης στον οφειλέτη πρέπει ν’ αποδεικνύεται από την Φορολογική Αρχή (πρβ. ΣτΕ 2080/2014, ΔΕφΑθ 4221/2020, 3852/2019, 898, 3038/2015, 5406/2014, 4070/2013). Ενόψει αυτού και του ότι οι διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 3 του Κ.Ε.Δ.Ε. και 47 παρ. 2 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας πρέπει να ερμηνεύονται σύμφωνα προς τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, που κατοχυρώνει το δικαίωμα παροχής αποτελεσματικής έννομης προστασίας, η τυχόν μη περιέλευση της ατομικής ειδοποίησης στον οφειλέτη ή καθυστερημένη τοιαύτη, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να απολέσει ο τελευταίος (οφειλέτης) στάδιο δικονομικής προστασίας προ της λήψης συγκεκριμένου μέτρου εκτέλεσης, όπως η κατάσχεση κινητών ή ακινήτων του, οδηγεί σε ακύρωση της πράξης αυτής εκτέλεσης, εφόσον ο οφειλέτης επικαλεσθεί το γεγονός αυτό (πρβ. ΣτΕ 1074/2017, 3325/2014, 29/2013,1705/2008κα). Ομοίως και η διάταξη του άρθρου 5 του Κ.Φ.Δ., με την οποία καθιερώνεται τεκμήριο κοινοποίησης της επιδοτέας πράξης μετά την παρέλευση δεκαπέντε (15) ημερών από την ημέρα αποστολής συστημένης εποστολής, εάν η ταχυδρομική διεύθυνση του παραλήπτη βρίσκεται στην Ελλάδα, πρέπει να ερμηνεύεται σύμφωνα προς τη διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, υπό την έννοια ότι ο φορολογούμενος δύναται να αμφισβητήσει ότι έλαβε χώρα η κοινοποίηση ενώ σε κάθε περίπτωση θα πρέπει, πάντως, αυτή να προκύπτει και να αποδεικνύεται, είτε από το σώμα της ατομικής ειδοποίησης είτε από τα στοιχεία του φακέλου. Ειδικότερα, κατά τα προσφάτως νομολογηθέντα (βλ. ΣτΕ 7μ. 1545/2024 επί προδικαστικού ερωτήματος καθώς και 7μ. 922-924/2024) το τεκμήριο νόμιμης κοινοποίησης, το οποίο θεσπίζεται από τις διατάξεις του άρθρου 5 παρ. 5 του ΚΦΔ, και το οποίο έχει μαχητό χαρακτήρα, δεν έχει έδαφος εφαρμογής στην περίπτωση κατά την οποία η επίδοση αμφισβητείται από τον προς ον, ήτοι εφ’ όσον αυτός αμφισβητεί ότι πράγματι παρέλαβε τη συστημένη επιστολή. Στην περίπτωση αυτή, κατά την αληθή έννοια της ως άνω διάταξης, ερμηνευόμενης υπό το φως των συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου, της φανερής δράσεως της Διοικήσεως, της ασφάλειας δικαίου και της παροχής αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, δεν εφαρμόζεται το προαναφερθέν τεκμήριο, αλλά η Φορολογική Διοίκηση οφείλει, πλέον, να αποδείξει, με κάθε πρόσφορο τρόπο, την πραγματική παραλαβή της πράξης από τον προς ον αυτή αφορά ή την πλήρη γνώση του περιεχομένου της από αυτόν. Συνεπώς, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 5 ΚΦΔ, ερμηνευομένων σε συμφωνία με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, για να είναι έγκυρη η με συστημένη επιστολή επίδοση της πράξης που εκδίδεται από τη φορολογική διοίκηση, πρέπει να συντάσσεται από τα όργανα των Ελληνικών Ταχυδρομείων (εφεξής ΕΛΤΑ) απόδειξη (αποδεικτικό) παραλαβής, το οποίο επιβάλλεται, επί ποινή ακυρότητας, να περιλαμβάνει ορισμένα ουσιώδη στοιχεία, όπως είναι ο αριθμός της επιδοθείσας πράξης, η ημέρα και ώρα επίδοσης, τα ονοματεπώνυμα και η υπογραφή του επιδίδοντος οργάνου και αυτού που την παρέλαβε (βλ. ΣτΕ 7μ. 1545/2024, 7μ. 922-924/2024, πρβ. 169/2015 7μ).
5. Επειδή, ο Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας (Κ.Φ.Δ., ν. 4174/2013, Α΄ 170) ορίζει στο άρθρο 72, πρώην άρθρο 66, το οποίο αναριθμήθηκε με το άρθρο 8 του ν. 4337/2015 (Α’ 129), όπως η παράγραφος 11 προστέθηκε με το άρθρο 50 παρ. 1 του ν. 4223/2013 (Α’ 287/31-12-2013) και συμπληρώθηκε με την περίπτωση 18β΄ της υποπαραγράφου Δ.2 του άρθρου πρώτου του ν. 4254/2014 (Α’ 85/7-4-2014), ότι: «Διατάξεις περί παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να κοινοποιεί φύλλα ελέγχου και πράξεις προσδιορισμού φόρου, τελών, εισφορών, προστίμων, προϊσχύουσες του άρθρου 36 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, εξακολουθούν να έχουν εφαρμογή για τις χρήσεις, τις περιόδους, τις υποθέσεις και τις φορολογικές υποχρεώσεις τις οποίες αφορούν. Κατ’ εξαίρεση, οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 36 εφαρμόζονται και για περιπτώσεις φοροδιαφυγής, η οποία διαπράχθηκε πριν την εφαρμογή του Κώδικα, εάν, κατά τη θέση αυτού σε ισχύ, το δικαίωμα του Δημοσίου δεν έχει παραγραφεί. Όπου σε κείμενες διατάξεις ουσιαστικού φορολογικού δικαίου, που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, προβλέπεται προθεσμία παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου να κοινοποιεί φύλλα ελέγχου, πράξεις προσδιορισμού φόρου, τελών, εισφορών, πράξεις επιβολής προστίμων και κάθε άλλη συναφή πράξη, η παραγραφή διακόπτεται με την έκδοσή τους. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζεται και σε εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, οι οποίες δεν έχουν συζητηθεί κατά τη δημοσίευση του παρόντος νόμου σε πρώτο βαθμό.».
6. Επειδή, στον Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2859/2000 (ΦΕΚ Α’ 248), όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ορίζεται στο άρθρο 38 ότι: «1. Οι υπόχρεοι στο φόρο, που ενεργούν φορολογητέες πράξεις … οφείλουν να υποβάλλουν στη ΔΟΥ, που είναι αρμόδια για την επιβολή του φόρου εισοδήματός τους, τις πιο κάτω δηλώσεις: α) … β) Εκκαθαριστική δήλωση μέχρι την 25η ημέρα του δεύτερου μήνα που ακολουθεί τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, εφόσον κατά τη λήξη της περιόδου αυτής δεν τηρούσαν βιβλία ή τηρούσαν βιβλία πρώτης ή δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων ή μέχρι την 10η ημέρα του πέμπτου μήνα που ακολουθεί τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου, εφόσον κατά τη λήξη της διαχειριστικής περιόδου τηρούσαν βιβλία τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων. …», στο άρθρο 49 ότι: «1. Με βάση τα αποτελέσματα του ελέγχου ο Προϊστάμενος ΔΟΥ εκδίδει πράξη προσδιορισμού του φόρου για χρονική περίοδο που δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερη από μία διαχειριστική περίοδο. … 3. Πράξη προσδιορισμού του φόρου, και αν ακόμη έγινε οριστική, δεν αποκλείει την έκδοση και κοινοποίηση συμπληρωματικής πράξης, αν από συμπληρωματικά στοιχεία που περιήλθαν με οποιονδήποτε τρόπο σε γνώση του Προϊσταμένου ΔΟΥ, μετά την έκδοση της πράξης, εξακριβώνεται ότι ο φόρος που προκύπτει είναι μεγαλύτερος απ’ αυτόν που προσδιορίζεται με την αρχική πράξη ή αν η δήλωση ή τα έντυπα ή οι καταστάσεις που τη συνοδεύουν αποδεικνύονται ανακριβή. …» και στο άρθρο 57 ότι: «1. Η κοινοποίηση των πράξεων που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 49 του παρόντος δεν μπορεί να γίνει ύστερα από πάροδο πενταετίας από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο λήγει η προθεσμία για την επίδοση της εκκαθαριστικής δήλωσης ή η προθεσμία για την υποβολή των απαιτούμενων δικαιολογητικών για την εκκαθάριση και την απόδοση του επιστρεπτέου φόρου που προβλέπουν οι διατάξεις του άρθρου 41. Μετά την πάροδο της πενταετίας παραγράφεται το δικαίωμα του Δημοσίου για την επιβολή του φόρου. 2. Κατ’ εξαίρεση από τις διατάξεις της προηγουμένης παραγράφου, μπορεί να κοινοποιηθεί πράξη και μετά την πάροδο πενταετίας, όχι όμως και μετά την πάροδο δεκαετίας εφόσον: α) … γ) αφορά συμπληρωματική πράξη που προβλέπει η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 49. …».
7. Επειδή, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 49 του Κώδικα Φ.Π.Α., πράξη επιβολής Φ.Π.Α., ακόμη και αν έχει καταστεί οριστική, δεν αποκλείει την έκδοση και κοινοποίηση συμπληρωματικής πράξης, εάν από «συμπληρωματικά στοιχεία», τα οποία περιήλθαν εκ των υστέρων στον Προϊστάμενο της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. και τα οποία ο τελευταίος δεν είχε υπόψη του κατά την έκδοση της αρχικής πράξης, εξακριβώνεται ότι ο οφειλόμενος φόρος είναι ανώτερος από εκείνον που προσδιορίζεται στην αρχική πράξη ή εάν η δήλωση ή οι καταστάσεις που τη συνοδεύουν αποδεικνύονται ανακριβή. Τέτοια «συμπληρωματικά στοιχεία» δεν αποκλείεται να είναι επίσημα ή ανεπίσημα βιβλία ή στοιχεία που τηρούν τρίτες επιχειρήσεις ή και άλλα έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται, κατά την κρίση της φορολογικής αρχής ή των διοικητικών δικαστηρίων, η εικονικότητα των τιμολογίων που εξέδιδε ή λάμβανε και καταχώριζε ο φορολογούμενος και η ανακρίβεια των βιβλίων και στοιχείων που τηρούσε (ΣτΕ 62/2022 σκ. 5).
8. Επειδή, με την υπ’ αρ. 1738/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι η αρχή της ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α΄ του Συντάγματος [πρβλ. ΑΕΔ 14/2013, ΣτΕ 2034/2011 Ολομ., 4731/2014, 640/2015 κ.ά., βλ. και τον ν. 4048/2012 «Ρυθμιστική Διακυβέρνηση: Αρχές, Διαδικασίες και Μέσα Καλής Νομοθέτησης», Α΄ 34, στο άρθρο 2 παρ. 1 του οποίου προβλέπεται ότι μεταξύ των αρχών καλής νομοθέτησης περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η ασφάλεια δικαίου (περ. η)] και ειδικότερη εκδήλωση της οποίας αποτελεί η αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, επιβάλλει, ιδίως, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε θεσπιζομένων κανονιστικών ρυθμίσεων (πρβλ. ΣτΕ 2811/2012 επταμ., 1976/2015, 144/2015) και πρέπει να τηρείται με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερόμενους, όπως είναι οι διατάξεις που προβλέπουν την επιβολή επιβαρύνσεων υπό την μορφή φόρων, τελών, εισφορών και οποιασδήποτε φύσης κυρώσεων για παράβαση των σχετικών διατάξεων (πρβλ. ΣτΕ 1623/2016, 1976/2015, 144/2015). Από τις εν λόγω σκέψεις της Ολομέλειας του ΣτΕ προκύπτει ότι η επιταγή αναλογικότητας/εύλογης διάρκειας της παραγραφής που ορίζεται στο νόμο για τις φορολογικές ενοχές και παραβάσεις συνδέεται κυρίως (α) με την αποτελεσματικότητα αλλά και τη φερεγγυότητα των φορολογικών ελέγχων και, συνακόλουθα, με την εισπραξιμότητα των καταλογιζόμενων ποσών (η οποία τόσο περισσότερο μειώνεται όσο μεγαλύτερος χρόνος μεσολαβεί από την τέλεση φορολογικής παραβάσεως και αποκρύψεως φορολογητέας ύλης), ήτοι με τα συνταγματικώς προστατευόμενα έννομα αγαθά της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της διασφάλισης της τήρησης στην πράξη, και όχι θεωρητικώς, της κατοχυρωμένης με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος αρχής της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών, (β) με τη δυνατότητα προγραμματισμού και ανάπτυξης οικονομικών δραστηριοτήτων, προς όφελος και της εθνικής οικονομίας, ήτοι εννόμων αγαθών προστατευόμενων επίσης από το Σύνταγμα (άρθρα 5 παρ. 1 και 106 παρ. 1 και 2), αλλά και προς εξασφάλιση της αύξησης των φορολογικών εσόδων, χωρίς αύξηση φορολογικών συντελεστών ή θέσπιση νέων φόρων, και (γ) με τη δυνατότητα προσήκουσας άσκησης του συνταγματικώς κατοχυρωμένου δικαιώματος άμυνας του φορολογούμενου. Εξ άλλου, η άσκηση εκ μέρους της Διοίκησης επίκαιρων φορολογικών ελέγχων συμβάλλει αφ’ ενός στην εμπέδωση φορολογικής συνειδήσεως στους διοικουμένους για την εκπλήρωση των σχετικών με φόρους, τέλη και εισφορές υποχρεώσεών τους, που απορρέουν από ισχύουσες διατάξεις, σε χρόνο που θα έχουν τη δυνατότητα να συμμορφωθούν και να αποφύγουν την επανάληψη ενδεχομένων παραβάσεων, την επιβολή κυρώσεων και τη συσσώρευση φορολογικών επιβαρύνσεων πολλών ετών, αφ’ ετέρου στη δικαιότερη κατανομή των φορολογικών βαρών που επιτυγχάνεται με τη βεβαίωση οφειλομένου φόρου στο συντομότερο κατά το δυνατόν χρόνο. Επομένως, η εύλογη διάρκεια της προθεσμίας παραγραφής προκύπτει από δίκαιη στάθμιση και εξισορρόπηση των προαναφερόμενων, ερειδόμενων στο Σύνταγμα, συμφερόντων και δικαιωμάτων, στο πλαίσιο δε αυτό λαμβάνεται υπ’ όψιν και η ταχύτητα των εξελίξεων στην κοινωνική και οικονομική ζωή, που καθιστά αναγκαία την κατά το δυνατόν γρήγορη εκκαθάριση των οικονομικών υποχρεώσεων των φορολογούμενων, καθώς και η διευκόλυνση της διαδικασίας φορολογικού ελέγχου χάρη στις ηλεκτρονικές και λοιπές σύγχρονες ελεγκτικές μεθόδους (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1738/2017 σκ. 5, 6, ΣτΕ 2934-5/2017 7μ. σκ. 11, 172/2018 7μ. σκ. 11). Με βάση τα ανωτέρω, η διάρκεια της προθεσμίας παραγραφής πρέπει να είναι σχετικά σύντομη, ο δε κανόνας της πενταετούς παραγραφής που θεσπίζεται με το άρθρο 84 παρ. 1 του Κώδικα Φορολογία Εισοδήματος ανταποκρίνεται στην πιο πάνω συνταγματική απαίτηση (βλ. ΣτΕ Ολομ. 1738/2017 σκ. 10). Εξ άλλου, νομοθετικές διατάξεις που προβλέπουν (ήδη κατά το χρόνο τέλεσης της αποδιδόμενης φορολογικής παράβασης και όχι αναδρομικά) παρέκταση του κατ’ αρχήν οριζόμενου χρόνου παραγραφής πρέπει επίσης να ανταποκρίνονται στην αρχή της αναλογικότητας, τόσο σε σχέση με την προβλεπόμενη γενεσιουργό αιτία της επιμήκυνσης όσο και αναφορικά με το χρονικό διάστημά της, εν όψει του οικείου λόγου της παράτασης αλλά και του κατ’ αρχήν ισχύοντος χρόνου παραγραφής, οι διατάξεις δε αυτές πρέπει να ερμηνεύονται στενά, ως θεσπίζουσες απόκλιση από κανόνα, ο οποίος, μάλιστα, έχει τεθεί προς εξυπηρέτηση της θεμελιώδους αρχής της ασφάλειας δικαίου (ΣτΕ 2934-2935/2017 επταμ. και 172/2018 επταμ.), η οποία συμβάλλει στην εμπέδωση φορολογικής συνείδησης στους διοικουμένους και, συνακόλουθα, στην τήρηση στην πράξη της αρχής της ισότητας ενώπιον των δημοσίων βαρών (ΣτΕ 732/2019 σκέψη 9η). Με βάση τα ανωτέρω, με την πιο πάνω απόφαση της Ολομέλειας κρίθηκε ότι, μεταξύ άλλων, οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3790/2009 και του άρθρου 82 του ν. 3842/2010 (όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 92 παρ. 3 περ. β του ν. 3862/2010) αντίκεινται στις εξειδικεύουσες την (απορρέουσα από την αρχή του κράτους δικαίου) αρχή της ασφάλειας δικαίου διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 78 του Συντάγματος, διότι παρατείνουν την προθεσμία παραγραφής φορολογικών αξιώσεων του Δημοσίου αναγομένων σε ημερολογιακά έτη προγενέστερα του προηγουμένου της δημοσιεύσεως των σχετικών νόμων ετών. Εξ άλλου, με μεταγενέστερες αποφάσεις κρίθηκαν για τον ίδιο ως άνω λόγο ως αντισυνταγματικές και οι διατάξεις του άρθρου 12 παρ. 7 του ν. 3888/2010, του άρθρου 18 παρ. 2 του ν. 4002/2011, του άρθρου δεύτερου παρ. 1 του ν. 4098/2012, του άρθρου 37 παρ. 5 του ν. 4141/2013, του άρθρου 22 του ν. 4203/2013 (βλ. ΣτΕ 2932, 2934-5/2017 7μ., 172/2018 7μ.) και του άρθρου 22 του ν. 4337/2015 (βλ. ΣτΕ 1026/2022), ενώ, περαιτέρω, έχει γίνει δεκτό (ΣτΕ 2350 και 2354/2018) ότι η εικοσαετής παράταση των προθεσμιών παραγραφής που θεσπίζεται με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 11 και τη διάταξη του άρθρου 36 παρ. 3 του ν. 4174/2013, όπως ίσχυε, δεν είναι συνταγματικώς ανεκτή, κατά το μέρος που καταλαμβάνει και φορολογικές αξιώσεις που ανάγονται σε ημερολογιακά έτη προγενέστερα του προηγούμενου της δημοσίευσης του νόμου αυτού έτους (βλ. ΣτΕ 732/2019).
9.Επειδή, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Με την υπ’ αρ. …/10-12-2018 και υπ’ αρ. Πρωτ. …/2018 ατομική ειδοποίηση καταβολής – υπερημερίας της Προϊσταμένης της ΔΟΥ Αμπελοκήπων(κατά το μέρος που αυτή προσβάλλεται) κλήθηκε ο ανακόπτων, αγρότης ειδικού καθεστώτος -μυδοκαλλιεργητής, να καταβάλει ή να υπαγάγει σε πρόγραμμα ρύθμισης εντός τριάντα (30) ημερών το ποσό των 69.520,67, πλέον προσαυξήσεων ποσού 8.627,51 ευρώ, από βεβαιωμένες σε βάρος του οφειλές. Ειδικότερα σε βάρος του ανακόπτοντος είχαν εκδοθεί οι …, …, …, …, …, …, … και …/2017 οριστικές πράξεις προσδιορισμού Φ.Π.Α. αγροτών (άρθρου 41 του ν. 2859/2000) του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Αμπελοκήπων, φορολογικών ετών 2004, 2005, 2006, 2007, 2008, 2009, 2010, 2011 και ποσών 7.945,45 ευρώ, 6.067,62 ευρώ, 6.210,50 ευρώ, 5.600,16 ευρώ, 3.429,89 ευρώ, 15.289,21 ευρώ, 10.077,94 ευρώ, 14.900,97 ευρώ, αντίστοιχα, βάσει της από 31/8/2017 έκθεσης ελέγχου των αρμοδίων οργάνων της ίδιας υπηρεσίας, μετά την από 3/8/2015 εντολή ελέγχου της Δ.Ο.Υ. Αμπελοκήπων, η οποία έλαβε χώρα βάσει της από 15/7/2015 επώνυμης καταγγελίας σύμφωνα με την οποία ο ανακόπτων « από το 2003 έως και το 2013 πώλησε μύδια σε ποσότητες πολλαπλάσιες της δυναμικότητας του πλωτού μυδοτροφείου του. Οι επιπλέον ποσότητες προφανώς, προέρχονται από το πασσαλωτό μυδοτροφείο του που στερείται αδείας. Επίσης, μόλις το 2005 απέκτησε αλιευτικό σκάφος – φορτηγίδα για την μεταφορά τους. Τα τιμολόγια πώλησης των μυδιών είναι κατατεθειμένα στην Υπηρεσία σας και στον Αγροτικό συνεταιρισμό ….». Κατά των ως άνω καταλογιστικών πράξεων προσδιορισμού Φ.Π.Α. ο ανακόπτων άσκησε την υπ’ αρ. …/13-12-2017 ενδικοφανή προσφυγή ενώπιον της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών της ΓΓΔΕ του Υπουργείου Οικονομικών, η οποία απορρίφθηκε με την …/2-4-2018 απόφαση του Προϊσταμένου της ΔΕΔ. Οι παραπάνω οφειλές καταχωρίστηκαν στα βιβλία οφειλών της ως άνω Δ.Ο.Υ. ως εισπρακτέα έσοδα με τις ταυτάριθμες …/27-6-2017 (υπό τις γραμμές χρηματικού καταλόγου 1 έως 8) πράξεις ταμειακής καταχώρισης της ίδιας Δ.Ο.Υ. ως εξής: με την 1)…/27-6-2017 πράξη, βασική οφειλή 7.944,38 ευρώ και προσαυξήσεις 985,90 ευρώ, με την 2)…/27-6-2017 πράξη, βασική οφειλή 6.067,62 ευρώ και προσαυξήσεις 752,99 ευρώ, με την 3)…/27-6-2017 πράξη, βασική οφειλή 6.210,50 ευρώ και προσαυξήσεις 770,72 ευρώ, με την 4)…/27-6-2017 πράξη, βασική οφειλή 5.600,16 ευρώ και προσαυξήσεις 694,98 ευρώ, με την 5)…/27-6-2017 πράξη, βασική οφειλή 3.429,89 ευρώ και προσαυξήσεις 425,65 ευρώ, με την 6)…/27-6-2017 πράξη, βασική οφειλή 15.289,21 ευρώ και προσαυξήσεις 1.897,39 ευρώ, με την 7)…/27-6-2017 πράξη, βασική οφειλή 10.077,94 ευρώ και προσαυξήσεις 1.250,67 ευρώ, με την 8)…/27-6-2017 πράξη, βασική οφειλή 14.900,97 ευρώ και προσαυξήσεις 1.849,21 ευρώ.
10.Επειδή, με την υπό κρίση ανακοπή, όπως αυτή αναπτύσσεται με το από 23-9-2024 νομίμως κατατεθειμένο υπόμνημα, ο ανακόπτων υποστηρίζει πως η προσβαλλόμενη πράξη ουδέποτε του κοινοποιήθηκε, αλλά έλαβε το πρώτον γνώση αυτής στις 28-8-2023 με την …/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης. Αντίθετα, το καθού με τις από 24/5/2024 απόψεις του, υποστηρίζει πως η ανακοπή πρέπει να απορριφθεί ως εκπρόθεσμη, καθώς η προσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση έχει σταλεί με συστημένη επιστολή με αριθμό ΡΕ… στις 12/12/2018 στον ανακόπτοντα στην τελευταία δηλωθείσα στο Μητρώο της Υπηρεσίας ταχυδρομικής διεύθυνσης κατοικίας του (βλ. την …/10-12-2018 κατάσταση παράδοσης αλληλογραφίας στο Γραφείο ΕΛΤΑ σε συνδυασμό με την διπλότυπη κατάσταση επαναλαμβανόμενης παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών) και η οποία αναφέρεται ως διεύθυνσή του στο δικόγραφο, ενώ, διαβιβάστηκε με το με αριθμό πρωτ. …/6-6-2022 έγγραφο στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης (ΙΓ΄Μονομελές) σε εκτέλεση της …/2022 προδικαστικής απόφασης στα πλαίσια εκδίκασης της …/23-3-2018 ανακοπής. Επίσης, το καθού υποστηρίζει πως τεκμαίρεται ότι ανακόπτων έλαβε γνώση της προσβαλλόμενης 15 ημέρες από την πραγματοποίηση της εν λόγω αποστολής στις 27-12-2018, χωρίς να αποδεικνύει ο ίδιος ότι συνέτρεχαν λόγοι ανωτέρας βίας εξαιτίας των οποίων δεν παρέλαβε την ατομική ειδοποίηση, ούτε προσκομίζει οποιοδήποτε στοιχείο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί ότι η συγκεκριμένη αποστολή επεστράφη ως αζήτητη στα ΕΛΤΑ, ούτε αμφισβητεί με ειδικότερους ισχυρισμούς την τήρηση της διαδικασίας παράδοσης και αποστολής της επιστολής κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία, αμφισβητώντας την γνησιότητα του εγγράφου. Προσέτι, το καθού υποστηρίζει πως ο ανακόπτων είχε ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή κατά των πράξεων προσδιορισμού ΦΠΑ, και την από 23/8/2018 ανακοπή κατά των ταμειακών βεβαιώσεων …/27-6-2017 γραμ1-8, ενώ, είχε επιβληθεί σε βάρος του ήδη από το έτος 2017 κατάσχεση εις χείρας τρίτου. Σε κάθε περίπτωση σύμφωνα με το καθού η γνώση των ένδικων οφειλών τεκμαίρεται καθώς ο ανακόπτων έχει πρόσβαση μέσω του προσωπικού του λογαριασμού στην προσωποποιημένη πληροφόρηση της ιστοσελίδας taxisnet σε όλα τα στοιχεία των ληξιπρόθεσμων οφειλών του.
11. Επειδή, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην τέταρτη σκέψη, δύναται να αμφισβητηθεί, ότι η αποσταλείσα με συστημένη επιστολή ατομική ειδοποίηση περιήλθε, πράγματι, στον ενδιαφερόμενο, στην περίπτωση δε αυτή, προκειμένου να μπορεί να συναχθεί με βεβαιότητα ότι η ατομική ειδοποίηση επιδόθηκε νομίμως, πρέπει να συντάσσεται από τα όργανα των Ελληνικών Ταχυδρομείων (ΕΛ.ΤΑ.) αποδεικτικό παραλαβής της, το οποίο να περιλαμβάνει ορισμένα ουσιώδη στοιχεία, όπως ο αριθμός της επιδοθείσας πράξης, η ημέρα και ώρα επίδοσής της, καθώς και τα ονοματεπώνυμα και η υπογραφή του επιδίδοντος οργάνου και αυτού που την παρέλαβε (βλ. Δ.Εφ.Αθ. 14/2024, 2126/2023, 1559/2020, 4357/2017, Δ.Εφ.Πειρ. 2163/2023, 1391/2023), το αποδεικτικό δε αυτό θα πρέπει, σε περίπτωση αμφισβήτησης, να προσκομίζεται ενώπιον των δικαστηρίων από τη φέρουσα το σχετικό βάρος απόδειξης φορολογική αρχή (πρβλ. Δ.Εφ.Αθ. 14/2024, 1131/2021, 1284/2020, Δ.Εφ.Πειρ. 120/2017 σκ. 5). Εξάλλου, η προσκόμιση εκτυπωμένων σελίδων του ηλεκτρονικού αρχείου που τηρεί το καθού, πιστοποιεί τη σύνταξη, αλλά όχι και την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης (πρβλ ΔΕφΑθ 4070/2013). Ενόψει αυτών, λαμβάνοντας το Δικαστήριο υπόψη ότι δεν προσκομίστηκε σχετικό αποδεικτικό κοινοποίησης από το καθού ούτε προκύπτει πλήρης γνώση του συνολικού οφειλόμενου ποσού από τον ανακόπτοντα σε προγενέστερο χρονικό σημείο της από 28-8-2023 κοινοποίησης σε αυτόν της …/2023 απόφασης κρίνει ότι, η ανακοπή έχει ασκηθεί εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς.
12.Επειδή, περαιτέρω,ο ανακόπτων υποστηρίζει πως η ατομική ειδοποίηση δεν περιέχει τα αναφερόμενα στο άρθρο 47 του νόμου 4174/2013 στοιχεία και, ειδικότερα, ότι δεν αναφέρονται η αιτία της κύριας οφειλής και των επιμέρους κονδυλίων, ο αριθμός και η ακριβής χρονολογία βεβαίωσής τους καθώς και οι κατ’ έτος χρεώσεις του ως άνω συνολικού ποσού και των υπέρογκων προσαυξήσεων αυτού. Επιπλέον, σύμφωνα με τον ανακόπτοντα καθίσταται δυσχερής ο έλεγχος της προέλευσης της συνολικής οφειλής και της ορθότητας του τρόπου υπολογισμού της, ενώ, λείπει ο χρόνος και ο τρόπος καταβολής του ποσού αλλά και η μνεία ότι από την επόμενη ημέρα της λήξης της νόμιμης προθεσμίας καταβολής του χρέους και μέχρι την τελική εξόφληση αυτού υπολογίζονται οι τόκοι. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί τούτοι είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι, καθόσον από την επισκόπηση του περιεχόμενου, στην ένδικη ατομική ειδοποίηση, πίνακα χρεών, προκύπτει ότι αναγράφονται κατά τρόπο ορισμένο όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα προσδιοριστικά στοιχεία των ληξιπρόθεσμων οφειλών, ήτοι το είδος των οφειλών, ο αριθμός νομίμου τίτλου και η ημερομηνία βεβαίωσης, το οικονομικό έτος στο οποίο ανάγεται έκαστη εγγραφή, το ποσό του βασικού χρέους και των προσθέτων τελών, ήτοι όλα τα απαραίτητα, κατά το άρθρο 47 παρ. 3 του ΚΦΔ και το άρθρο 4 του ν.δ/τος 356/1974 (ΚΕΔΕ, Α΄ 90) στοιχεία των οφειλών, βάσει των οποίων καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος της ορθότητας των σχετικών εγγραφών και η δικαστική προστασία του ανακόπτοντος (πρβλ. ΣτΕ 1864/2018, 1367/2016, 2104/2014, βλ. ΔΕφΑθ. 2582/2020).
13.Επειδή, επιπρόσθετα, ο ανακόπτων υποστηρίζει πως οι νόμιμοι τίτλοι βάσει των οποίων έλαβαν χώρα οι ταμειακές βεβαιώσεις είναι πλημμελείς, καθώς το δικαίωμα του Δημοσίου για κοινοποίηση καταλογιστικών πράξεων για τις χρήσεις 2004-2011 είχε παραγραφεί κατά τον χρόνο έκδοσης των πράξεων. Ειδικότερα, ο ανακόπτων υποστηρίζει πως βάσει της 1738/2017 απόφασης του Συμβουλίου της Επικρατείας η συνεχής παράταση της παραγραφής των φορολογικών αξιώσεων για τα επίμαχα φορολογικά έτη είναι αντισυνταγματική ενώ, παράλληλα, ισχυρίζεται πως δεν συντρέχει η εξαίρεση της δεκαετούς παραγραφής καθόσον δεν υφίστανται συμπληρωματικά στοιχεία κατά την έννοια του νόμου. Περαιτέρω, ο ανακόπτων υποστηρίζει πως για να θεωρηθεί η καταγγελία συμπληρωματικό στοιχείο πρέπει να γνωστοποιεί στις φορολογικές αρχές πληροφορίες που δεν θα μπορούσαν να γνωρίζουν οι αρχές στα πλαίσια του έργου τους, και πως το καθού ουδόλως επικαλείται νέες πληροφορίες που τέθηκαν σε γνώση της φορολογικής αρχής παρά μόνο διατυπώνει αορίστως την ύπαρξη μια καταγγελίας ως συμπληρωματικού στοιχείου. Αντίθετα, το καθού υποστηρίζει ότι ο χρόνος παραγραφής του δικαιώματος του Δημοσίου προς έκδοση και κοινοποίηση καταλογιστικών πράξεων για τις χρήσεις 2004 και 2005 κατέστη αρχικά δεκαετής, λόγω ύπαρξης συμπληρωματικών στοιχείων, ήτοι της με αριθμό …/15-7-2015 επώνυμης καταγγελίας και παρατάθηκε κατά δύο έτη, λόγω έκδοσης της υπ΄αριθμ. …/3-8-2015 εντολής ελέγχου(εντός της δεκαετίας) μέχρι τα τέλη των ετών 2017 και 2018 αντίστοιχα, βάσει του άρθρου 37 παρ.5 του νόμου 4141/2013. Εξάλλου, σύμφωνα με το καθού, για τη χρήση 2005 ο αρχικός προβλεπόμενος χρόνος δεκαετούς παραγραφής, λόγω ύπαρξης των ίδιων ως άνω συμπληρωματικών στοιχείων παρατάθηκε, βάσει του άρθρου 22 του νόμου 4337/2015 κατά ένα έτος, λόγω περιέλευσης των στοιχείων αυτών στις 15/7/2015, ήτοι κατά το τελευταίο έτος της δεκαετούς παραγραφής, μέχρι τις 31/12/2017, ενώ, για τις χρήσεις 2006-2011 οι καταλογιστικές πράξεις εκδόθηκαν εντός της αρχικώς προβλεπόμενης δεκαετούς-λόγω συμπληρωματικών στοιχείων-παραγραφής .
14.Επειδή, καταρχάς, κατά τα γενόμενα δεκτά στην δεύτερη σκέψη, ο λόγος περί παραγραφής των απαιτήσεων, οι οποίες περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη ατομική ειδοποίηση, συνδέεται με την απόσβεση των οφειλών και αποτελεί παραδεκτώς, καταρχήν, προβαλλόμενο λόγο ανακοπής και κατά το άρθρο 224 παρ. 5 του Κ.Δ.Δ. Περαιτέρω, αναφορικά με τις οφειλές οι οποίες ενσωματώθηκαν στην ανωτέρω ατομική ειδοποίηση με τις συνολικά οχτώ ταυτάριθμες με αριθμό …/27-6-2017 πράξεις καταχώρισης και αφορούν σε «Φ.Π.Α. τακτικός έλεγχος λόγω οριστικοποίησης» κατά τα αναγραφόμενα στην οικεία έκθεση απόψεων του καθ’ ου, στηρίχθηκαν στις …, …, …, …, …, …, … και …/2017 οριστικές πράξεις προσδιορισμού Φ.Π.Α. αγροτών (άρθρου 41 του ν. 2859/2000) του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ Αμπελοκήπων, φορολογικών ετών 2004, 2005, 2006, 2007, 2008, 2009, 2010, 2011. Περαιτέρω, η παραγραφή του δικαιώματος του Δημοσίου να επιβάλει τον ένδικο φόρο για τις χρήσεις 2004, 2005, 2006, 2007, 2008, 2009, 2010 και 2011 άρχισε από το τέλος του επόμενου έτους κάθε χρήσης (ήτοι στις 31-12-2005, 31-12-2006, 31-12-2007, 31-12-2008, 31-12-2009, 31-12-2010 31-12-2011 και 31-12-2012 αντίστοιχα) και έληγε με την πάροδο της πενταετίας (ήτοι στις 31-12-2017 για την τελευταία χρήση), σύμφωνα με την εφαρμοζόμενη διάταξη του άρθρου 57 παρ. 1 του Κ.Φ.Π.Α. (ν. 2859/2000). Επιπλέον, όπως έγινε ερμηνευτικώς δεκτό στην έκτη σκέψη, «συμπληρωματικά στοιχεία», κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 49 παρ.3 του ίδιου Κώδικα, είναι στοιχεία νέα, τα οποία δεν είχε εξαρχής στη διάθεσή της η φορολογική Αρχή, κατά την οριζόμενη, στο ως άνω άρθρο 57 του Κ.Φ.Π.Α., πενταετία. Η από 15/7/2015 καταγγελία αφορά την επίδικη παράβαση και αποτέλεσε τη βάση για την διενέργεια του ελέγχου στoν ανακόπτοντα, καθώς εισέφερε νέα στοιχεία, τα οποία δεν ήταν σε θέση να τα γνωρίζει η φορολογική αρχή, και την σύνταξη της σχετικής έκθεσης, βάσει της οποίας εκδόθηκαν οι προσβαλλόμενες καταλογιστικές πράξεις. Η ανωτέρω καταγγελία, που περιήλθε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. αφότου παρήλθε η πενταετής παραγραφή, αποτελεί συμπληρωματικό στοιχείο που δικαιολογεί την παρέκταση της πενταετούς παραγραφής σε δεκαετή, αφού σε αυτό πέρα από την επώνυμη καταγγελία, περιέχονται ουσιώδεις πληροφορίες για την υπόθεση του ανακόπτοντος. Ενόψει τούτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι, εν προκειμένω, η παραγραφή είναι δεκαετής και για τις χρήσεις 2006, 2007,2008,2009,2010, 2011 δεν είχε συμπληρωθεί κατά το χρόνο έκδοσης και κοινοποίησης των αντίστοιχων καταλογιστικών πράξεων(2017) απορριπτομένου του αντίθετου ισχυρισμού του ανακόπτοντος. Περαιτέρω, ενόψει του ότι η εν προκειμένω δεκαετής παραγραφή του Δημοσίου να επιβάλλει τους ένδικους φόρους για τις χρήσεις 2004 και 2005 έληγε στις 31-12-2015 και 31-12-2016, αντίστοιχα, ενώ, οι …/2017 και …/2017 πράξεις προσδιορισμού Φ.Π.Α., εκδόθηκαν και κοινοποιήθηκαν μετά την συμπλήρωση της δεκαετίας, το Δικαστήριο κρίνει ότι ήδη κατά τον χρόνο έκδοσης (άρα και κοινοποίησης), το έτος 2017, των εν λόγω καταλογιστικών πράξεων επιβολής φόρου, είχε παραγραφεί το δικαίωμα του Δημοσίου για επιβολή τους. Εξάλλου, οι παρατάσεις των προθεσμιών παραγραφής, την εφαρμογή των οποίων επικαλείται η φορολογική αρχή (άρθρο 37 του ν.4141/2013 και άρθρο 22 του ν. 4337/2015), δεν μπορούν να στηρίξουν νομίμως την έκδοση των ως άνω καταλογιστικών πράξεων, διότι είναι ανίσχυρες ως αντισυνταγματικές, καθόσον οι εν λόγω φορολογικές αξιώσεις ανάγονται σε χρήσεις που είναι προγενέστερες του προηγούμενου της δημοσίευσης των εν λόγω νόμων ημερολογιακού έτους. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι μη νομίμως επισπεύδεται σε βάρος του ανακόπτοντος, η ένδικη διοικητική εκτέλεση κατά το μέρος που αφορά την είσπραξη των εν λόγω παραγεγραμμένων οφειλών και για τον λόγο αυτό, ακυρώνει την …/10-12-2018 με αριθμό πρωτ…./2018 ατομική ειδοποίηση καταβολής -υπερημερίας της Δ.Ο.Υ. Αμπελοκήπων, κατά το μέρος αυτής με το οποίο ο ανακόπτων κλήθηκε να καταβάλει τις οφειλές που καταχωρήθηκαν ως δημόσια έσοδα στα βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης, υπό τις γραμμές χρηματικού καταλόγου 1 και 2, ταυτάριθμες με αριθμό …/27-6-2017 πράξεις καταχώρισης, πλέον των προσαυξήσεών τους, κατά μερική αποδοχή ως βασίμου του σχετικού λόγου της ανακοπής.
15.Επειδή, κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη ανακοπή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, και να ακυρωθεί η …/10-12-2018 με αριθμό πρωτ…./2018 ατομική ειδοποίηση καταβολής -υπερημερίας της Δ.Ο.Υ. Αμπελοκήπων, κατά το μέρος που ο ανακόπτων κλήθηκε να καταβάλει τις οφειλές που καταχωρήθηκαν ως δημόσια έσοδα στα βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης, υπό τις γραμμές χρηματικού καταλόγου 1 και 2, ταυτάριθμες με αριθμό …/27-6-2017 πράξεις καταχώρισης, πλέον των προσαυξήσεών τους. Περαιτέρω, πρέπει να αποδοθεί στον ανακόπτοντα μέρος του καταβληθέντος παραβόλου, ποσού 20,00 ευρώ, και να καταπέσει το λοιπό παράβολο, ποσού 80,00 ευρώ, υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 277 παρ. 9 εδ. γ΄ του Κ.Δ.Δ. Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ΄ του ίδιου Κώδικα.
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
Δέχεται εν μέρει την ανακοπή.
Ακυρώνει την …/10-12-2018 με αριθμό πρωτ…./2018 ατομική ειδοποίηση καταβολής -υπερημερίας της Δ.Ο.Υ. Αμπελοκήπων, κατά το μέρος που ο ανακόπτων κλήθηκε να καταβάλει τις οφειλές που καταχωρήθηκαν ως δημόσια έσοδα στα βιβλία της Φορολογικής Διοίκησης, υπό τις γραμμές χρηματικού καταλόγου 1 και 2, ταυτάριθμες με αριθμό …/27-6-2017 πράξεις καταχώρισης, πλέον των προσαυξήσεών τους.
Απορρίπτει την ανακοπή κατά τα λοιπά.
Διατάσσει την απόδοση στον ανακόπτοντα μέρος του καταβληθέντος παραβόλου, ποσού 20,00 ευρώ, και την κατάπτωση του υπολοίπου υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στη Θεσσαλονίκη στις 27.02.2025.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΜΑΡΙΑ ΚΑΡΑΛΙΟΛΙΟΥ