ΑΠΟΦΑΣΗ
Tartamella κ.α. κατά Ιταλίας της 23.10.2025 (προσφ. αριθ. 26338/19, 1823/21 και 12868/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι πρώτες δύο προσφεύγουσες, κόρες του F.P.T., ήταν ιδιοκτήτριες διαφόρων ακινήτων στην Ιταλία. Ο πατέρας τους καταδικάστηκε για φοροδιαφυγή και απάτη, με τα έσοδα από εγκληματική δραστηριότητα να εκτιμώνται σε περίπου 705.000 ευρώ. Τα ιταλικά δικαστήρια διέταξαν τη δήμευση ορισμένων ακινήτων των προσφευγουσών, με την αιτιολογία ότι, παρά την τυπική ιδιοκτησία τους, τα περιουσιακά αυτά στοιχεία βρίσκονταν στη διάθεση (disponibilità) του πατέρα τους. Η διαπίστωση αυτή στηρίχθηκε κυρίως στην έλλειψη επαρκών οικονομικών πόρων των προσφευγουσών για την απόκτηση των ακινήτων και στους στενούς οικογενειακούς δεσμούς τους με τον καταδικασθέντα.
Η τρίτη προσφεύγουσα, σύντροφος του S.Z., ήταν ιδιοκτήτρια σκάφους αξίας 41.000 ευρώ. Ο S.Z. καταδικάστηκε για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα. Το σκάφος δημεύτηκε με την αιτιολογία ότι βρισκόταν στη διάθεση του S.Z., καθώς: μέρος της τιμής καταβλήθηκε απευθείας από αυτόν, η προσφεύγουσα δεν διέθετε επαρκείς πόρους, ο S.Z. συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις αγοράς και κατέβαλε μέρος των εξόδων συντήρησης και αγκυροβολίου.
Η τέταρτη προσφεύγουσα, σύζυγος του F.S., υπέστη την συνέπεια του μέτρου της προσωρινής κατάσχεσης διαφόρων περιουσιακών στοιχείων (διαμέρισμα, κοσμήματα, ρολόγια) στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά του συζύγου της για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και φοροδιαφυγή. Η κατάσχεση βασίστηκε σε στοιχεία που έδειχναν ότι η προσφεύγουσα είχε συμφωνήσει να εγγραφούν περιουσιακά στοιχεία εικονικά στο όνομά της, όπως προέκυπτε από υποκλοπές τηλεφωνικών συνομιλιών.
Το ΕΔΔΑ εξέτασε κατά πόσον οι δημεύσεις και κατασχέσεις συνιστούσαν «ποινή» υπό το άρθρο 7 της ΕΣΔΑ και κατά πόσον ήταν σύμφωνες με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Διαπίστωσε ότι τα μέτρα δεν αποτελούσαν «ποινή» για τους τρίτους που θεωρήθηκαν εικονικοί ιδιοκτήτες, καθώς απευθύνονταν κατά των δραστών και όχι κατά των τρίτων. Ωστόσο, ως προς τις πρώτες δύο προσφεύγουσες, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια απέτυχαν να αποδείξουν με εύλογο τρόπο και βάσει αντικειμενικών στοιχείων ότι τα περιουσιακά στοιχεία βρίσκονταν πράγματι στη διάθεση του πατέρα τους.
Αντίθετα, ως προς την τρίτη και τέταρτη προσφεύγουσα, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι εθνικές αρχές διερεύνησαν διεξοδικά την συμπεριφορά των δραστών και των προσφευγουσών σε σχέση με τα επίδικα περιουσιακά στοιχεία και επισήμαναν συγκεκριμένα στοιχεία που υποδείκνυαν ότι αυτά βρίσκονταν στη διάθεση των δραστών.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
- A) Προσφυγή με αριθ. 26338/19
Οι F. Tartamella και B. Tartamella (δύο πρώτες προσφεύγουσες) ήταν ιδιοκτήτριες πολλών κτιρίων και οικοπέδων στους δήμους Brescia, Perugia, Erice και Valderice. Το κτίριο (και το οικόπεδό του) που βρισκόταν στο Valderice είχε αγοραστεί το 2002 έναντι τιμήματος 150.000 ευρώ.
Το 2008 κινήθηκε ποινική έρευνα σε βάρος του πατέρα των προσφευγουσών, F.P.T., για μη υποβολή φορολογικής δήλωσης, απάτη και πτωχευτική απάτη.
Στις 7 Νοεμβρίου 2011, ο δικαστής της Brescia διέταξε στην προδικασία την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων των πρώτων δύο προσφευγουσών, με σκοπό τη δήμευση ποσού ισοδύναμου με τα έσοδα του εγκλήματος. Η κατάσχεση βασίστηκε στη διαπίστωση ότι η εγγραφή των περιουσιακών στοιχείων στα ονόματα τους ήταν εικονική και ότι ο F.P.T. χρησιμοποίησε τις κόρες του ως ιδιοκτήτριεςπροκειμένου να αποτρέψει την κατάσχεση των στοιχείων αυτών από τους πιστωτές του.
Στις 18 Ιουλίου 2012, ο δικαστής καταδίκασε τον F.P.T. για όλες τις κατηγορίες και διέταξε τη δήμευση των περιουσιακών στοιχείων που βρίσκονταν στο Valderide και την Perugia. Στις 8 Μαρτίου 2013, το Εφετείο της Brescia επικύρωσε την καταδίκη και τη δήμευση, μειώνοντας όμως την αξία των περιουσιακών στοιχείων προς δήμευση.
Οι πρώτες δύο προσφεύγουσες υπέβαλαν αίτηση στο δικαστήριο εκτέλεσης ζητώντας την επιστροφή των δημευμένων περιουσιακών τους στοιχείων. Στις 22 Σεπτεμβρίου 2015 και 1 Ιουλίου 2016, το Εφετείο της Brescia απέρριψε τα αιτήματά τους ως προς τα περιουσιακά στοιχεία του Valderice, επιβεβαιώνοντας ότι βρίσκονταν στη διάθεση του F.P.T.
Στις 21 Νοεμβρίου 2018, το Ακυρωτικό Δικαστήριο επικύρωσε τη δήμευση, σημειώνοντας ότι εφόσον τα εθνικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών περί προέλευσης των κεφαλαίων ήταν αβάσιμα, ήταν λογικό να συναχθεί ότι η αγορά των περιουσιακών στοιχείων αποτελούσε συμφωνία μεταξύ του F.P.T. και των προσφευγουσών για εικονική κυριότητα.
- B) Προσφυγή με αριθ. 1823/21
Η κ. Koka (τρίτη προσφεύγουσα) ήταν ιδιοκτήτρια σκάφους, που αγοράστηκε στο όνομά της το 2016 έναντι 41.000 ευρώ. Ο σύντροφός της, S.Z., ερευνήθηκε για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα.
Στις 9 Οκτωβρίου 2017, ο εισαγγελέας διέταξε την κατάσχεση του σκάφους με σκοπό τη δήμευσή του ως ισοδύναμου μέτρου. Η κατάσχεση βασίστηκε στα εξής: μέρος της τιμής (11.000 ευρώ) καταβλήθηκε απευθείας από τον S.Z., η προσφεύγουσα δεν διέθετε επαρκείς πόρους, είχε λάβει άλλα ποσά από τον S.Z., κατέθεσε ανεξήγητα μετρητά στον τραπεζικό της λογαριασμό, ορισμένα τιμολόγια καταβλήθηκαν από τον S.Z. σε μετρητά, και σύμφωνα με μαρτυρίες, ο S.Z. φαινόταν να λαμβάνει τις αποφάσεις κατά την αγορά.
Στις 24 Ιουλίου 2018, ο δικαστής της προδικασίας του Μιλάνου, αποδεχόμενος συμφωνία ομολογίας, διέταξε τη δήμευση του σκάφους. Η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση επιστροφής, η οποία απορρίφθηκε στις 18 Ιανουαρίου 2019 και 19 Απριλίου 2019. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο, στις 7 Ιουλίου 2020, επικύρωσε τη δήμευση.
Γ) Προσφυγή με αριθ. 12868/22
Η κα Santorelli (τέταρτη προσφεύγουσα), σύζυγος του F.S., υπέστη κατάσχεση διαφόρων περιουσιακών στοιχείων (διαμέρισμα, ρολόγια, κοσμήματα, χρυσός) στο πλαίσιο έρευνας κατά του συζύγου της για συμμετοχή σε εγκληματική οργάνωση και φοροδιαφυγή.
Στις 22 Νοεμβρίου 2018, η αστυνομία εισήλθε στο διαμέρισμα (ιδιοκτησίας του F.S. αλλά που κατοικούσε η προσφεύγουσα) και κατάσχεσε διάφορα αντικείμενα. Στις 5 Δεκεμβρίου 2018, διατάχθηκε επίσης η κατάσχεση διαμερίσματος ιδιοκτησίας της ίδιας προσφεύγουσας.
Στις 12 Μαΐου 2020, το δικαστήριο της Modena καταδίκασε τον F.S. και διέταξε τη δήμευση. Η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση επιστροφής, η οποία απορρίφθηκε στις 12 Οκτωβρίου 2020 και 1 Δεκεμβρίου 2020. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την έφεσή της στις 6 Σεπτεμβρίου 2021.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου,
Άρθρο 6 § 1,
Άρθρο 7
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 7 – Έννοια της «ποινής»
Το Δικαστήριο εφάρμοσε τα κριτήρια που διατυπώθηκαν στην υπόθεση G.I.E.M. S.r.l. κ.α. κατά Ιταλίας [GC] για τον προσδιορισμό του κατά πόσον ένα μέτρο συνιστά «ποινή» υπό το άρθρο 7. Εξέτασε: (α) κατά πόσον η δήμευση επιβλήθηκε μετά από ποινική καταδίκη, (β) τον χαρακτηρισμό του μέτρου υπό το εσωτερικό δίκαιο, (γ) τη φύση και τον σκοπό του μέτρου, (δ) τις εφαρμοστέες διαδικασίες, και (ε) τη βαρύτητά του.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η δήμευση περιουσιακών στοιχείων τυπικά ιδιοκτησίας τρίτων, που θεωρήθηκαν εικονικοί ιδιοκτήτες, δεν συνιστούσε «ποινή» για τους τρίτους αυτούς. Η δήμευση απευθυνόταν κατά του δράστη και όχι κατά των τρίτων, οι οποίοι επηρεάζονταν μόνο έμμεσα. Η εσωτερική νομολογία διευκρίνιζε ότι το μέτρο στόχευε το δράστη και όχι τον τρίτο. Επιπλέον, δεν υπήρχε τιμωρητική πρόθεση έναντι των τρίτων: εάν αποδεικνυόταν ότι ήταν οι πραγματικοί ιδιοκτήτες, η δήμευση θα ανακαλούνταν.
Ομοίως, η προσωρινή κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων δεν συνιστούσε «ποινή», λόγω του προσωρινού της χαρακτήρα και του σκοπού της να διασφαλίσει την εκτελεστότητα μελλοντικής δήμευσης.
Κατά συνέπεια, οι σχετικές αιτιάσεις απορρίφθηκαν ως ασυμβίβαστες ratione materiae με το άρθρο 7.
Άρθρο 6 § 1 – Πρόσβαση σε δικαστήριο
Η τρίτη προσφεύγουσα παραπονέθηκε ότι δεν είχε πρόσβαση σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο για να αμφισβητήσει τη δήμευση.
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι, παρότι η προσφεύγουσα δεν μπορούσε να συμμετάσχει στην ποινική διαδικασία, διέθετε τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση στο δικαστή εκτέλεσης. Ο τελευταίος είχε πλήρη δικαιοδοσία να εξετάσει το ζήτημα της πραγματικής ιδιοκτησίας των περιουσιακών στοιχείων, χωρίς να δεσμεύεται από τις εκτιμήσεις που έγιναν κατά την ποινική διαδικασία.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο δικαστής εκτέλεσης εξέτασε διεξοδικά τα επιχειρήματα της και παρέθεσε λεπτομερείς αιτιολογίες για τις αποφάσεις του. Δεν υπήρχε ένδειξη αυθαιρεσίας ή προδήλως παράλογης εκτίμησης.
Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 ως προς την τρίτη προσφεύγουσα.
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου – Προστασία της περιουσίας
Το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον οι δημεύσεις και κατασχέσεις πληρούσαν τις προϋποθέσεις νομιμότητας, θεμιτού σκοπού και αναλογικότητας.
Νομιμότητα
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η νομική βάση για τις δημεύσεις υπήρχε στο εσωτερικό δίκαιο. Η εθνική νομολογία όριζε σαφώς την έννοια της «διάθεσης» ως άσκηση de facto εξουσιών που αντιστοιχούν στο δικαίωμα ιδιοκτησίας. Επιπλέον, η νομολογία απαιτούσε αυστηρή απόδειξη, βάσει συγκεκριμένων στοιχείων, ότι τα περιουσιακά στοιχεία βρίσκονταν στη διάθεση του δράστη, με το βάρος απόδειξης να φέρει η κατηγορούσα αρχή.
Οι πρώτες δύο προσφεύγουσες υποστήριξαν ότι η νομοθεσία ήταν ασαφής. Το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα, τονίζοντας ότι η νομολογία παρείχε σαφείς κατευθύνσεις.
Θεμιτός σκοπός
Τα μέτρα επιδίωκαν την τιμωρία των δραστών και την ανάκτηση των εσόδων του εγκλήματος, σκοποί που εξυπηρετούν το δημόσιο συμφέρον.
Αναλογικότητα – Δίκαιη ισορροπία
Το Δικαστήριο τόνισε ότι για να θεωρηθεί η δήμευση αναγκαία και κατάλληλη για την επίτευξη του τιμωρητικού σκοπού, πρέπει να επηρεάζει περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν πραγματικά στο δράστη. Διαφορετικά, το μέτρο θα ήταν ακατάλληλο ως μέσο τιμωρίας και θα επέβαλλε αδικαιολόγητο βάρος στον πραγματικό ιδιοκτήτη.
Το ΕΔΔΑ καθόρισε το πρότυπο απόδειξης: απαιτείται υπεροχή στοιχείων που υποδηλώνουν εικονική ιδιοκτησία, σε συνδυασμό με την αδυναμία του τρίτου να αποδείξει το αντίθετο. Η απλή έλλειψη επαρκών εισοδημάτων δεν επαρκεί, καθώς αυτό θα μπορούσε να αποδείξει μόνο την παράνομη προέλευση των περιουσιακών στοιχείων, όχι όμως την εικονική ιδιοκτησία.
Ως προς τις πρώτες δύο προσφεύγουσες:
Τα εθνικά δικαστήρια στήριξαν τη δήμευση στην έλλειψη πόρων των προσφευγουσών, στους στενούς οικογενειακούς δεσμούς με τον F.P.T., και στη συστηματική πρακτική του τελευταίου να εγγράφει εικονικά περιουσιακά στοιχεία σε τρίτους. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν συγκεκριμένα στοιχεία που να υποδεικνύουν ότι ο F.P.T. ασκούσε de facto εξουσίες ιδιοκτήτη επί των περιουσιακών στοιχείων. Η μαρτυρία αφορούσε άλλο ακίνητο, και η αναφορά σε συστηματικές πρακτικές ήταν γενική, χωρίς σύνδεση με τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ως προς τις πρώτες δύο προσφεύγουσες.
Ως προς την τρίτη προσφεύγουσα:
Τα εθνικά δικαστήρια διερεύνησαν τη συμπεριφορά του S.Z. και της προσφεύγουσας και επισήμαναν συγκεκριμένα στοιχεία: συμμετοχή του S.Z. στις διαπραγματεύσεις, παροχή μέρους του τιμήματος, αδυναμία της προσφεύγουσας να καλύψει τα έξοδα συντήρησης, και συμφωνία του S.Z. στη δήμευση.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ως προς την τρίτη προσφεύγουσα.
Ως προς την τέταρτη προσφεύγουσα:
Τα εθνικά δικαστήρια επισήμαναν: γνώση της προσφεύγουσας για την εικονική εγγραφή (από υποκλοπές), υπογραφή του προκαταρκτικού συμβολαίου από τον F.S., κατοχή των κλειδιών από συνεργάτη του F.S., και εύρεση των περιουσιακών στοιχείων στο οικογενειακό σπίτι όπου ο F.S. είχε πρόσβαση.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ως προς την τέταρτη προσφεύγουσα.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
«Η απλή έλλειψη επαρκών οικονομικών πόρων δεν επαρκεί για να στηρίξει τη διαπίστωση εικονικής ιδιοκτησίας, καθώς αυτό θα μπορούσε, κατ’ ανώτατο όριο, να αποδείξει μόνο την παράνομη προέλευση των περιουσιακών στοιχείων, όχι όμως την εικονική ιδιοκτησία τους» (Παράγραφος 195 της απόφασης).
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση Tartamella κ.α. κατά Ιταλίας παρουσιάζει σημαντική χρησιμότητα στο πεδίο της δήμευσης περιουσιακών στοιχείων τρίτων στο πλαίσιο της καταπολέμησης του εγκλήματος, ιδίως όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ τιμωρητικών μέτρων κατά των δραστών και προστατευτικών μέτρων των δικαιωμάτων τρίτων καλόπιστων ιδιοκτητών.
Η απόφαση δεν εισάγει ριζικά νέες αρχές, αλλά εξειδικεύει και αποσαφηνίζει την εφαρμογή υφιστάμενων αρχών σε ένα συγκεκριμένο πλαίσιο. Συγκεκριμένα: επιβεβαιώνει την απόφαση G.I.E.M. S.r.l. κατά Ιταλίας σχετικά με την έννοια της «ποινής» κατά το άρθρο 7, εφαρμόζοντάς την σε περιπτώσεις δήμευσης ισοδύναμου ποσού (confiscation by equivalent means), καθορίζει σαφές πρότυπο απόδειξης για την εικονική ιδιοκτησία κρίνοντας ότι δεν αρκεί η έλλειψη πόρων αλλά απαιτούνται συγκεκριμένα και αντικειμενικά στοιχεία που δείχνουν ότι ο δράστης ασκεί de facto εξουσίες ιδιοκτήτη και διαχωρίζει την προσωρινή κατάσχεση από την οριστική δήμευση ως προς την εφαρμογή του άρθρου 7.
Κριτική
Α) Θετικά στοιχεία της απόφασης:
α) Εξισορροπεί την ανάγκη καταπολέμησης της εγκληματικότητας με την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων καλόπιστων ιδιοκτητών, θέτοντας αυστηρές αποδεικτικές απαιτήσεις.
β) Παρέχει σαφείς κατευθύνσεις στα κράτη μέρη ως προς τα στοιχεία που πρέπει να αποδεικνύονται για τη δήμευση περιουσίας τρίτων και
γ) Δίνει έμφαση στις διαδικαστικές εγγυήσεις. Το Δικαστήριο τονίζει ότι οι τρίτοι πρέπει να έχουν ουσιαστική δυνατότητα να αμφισβητήσουν τη δήμευση ενώπιον ανεξάρτητης αρχής, η οποία πρέπει να διενεργεί πλήρη εξέταση των αξιώσεών τους, χωρίς να δεσμεύεται από τις εκτιμήσεις της ποινικής διαδικασίας.
Β) Προβληματικά σημεία της απόφασης:
α) Εμφανίζει ασυνέπεια στην εφαρμογή των κριτηρίων μεταξύ των προσφευγουσών. Ενώ για τις δύο πρώτες η έλλειψη συγκεκριμένων στοιχείων οδήγησε σε διαπίστωση παραβίασης, για τις τρίτη και τέταρτη προσφεύγουσες στοιχεία παρόμοιας φύσης (οικονομική συμβολή του συντρόφου/συζύγου, συμμετοχή σε διαπραγματεύσεις) κρίθηκαν επαρκή.
β) Η διάκριση που κάνει μεταξύ «πατέρα-κόρες» και «σύντροφοι/σύζυγοι» δεν αιτιολογείται επαρκώς. Στην πράξη, η οικονομική συνδρομή μεταξύ συντρόφων ή συζύγων είναι συνηθισμένη και δεν υποδηλώνει απαραίτητα εικονική ιδιοκτησία.
γ) Δεν εξετάζει επαρκώς το ζήτημα της καλής πίστης των τρίτων. Στην υπόθεση της τρίτης προσφεύγουσας, το σκάφος αγοράστηκε το 2016, μετά την έναρξη των εγκληματικών δραστηριοτήτων (έως 2015), αλλά δεν διερευνάται εάν η προσφεύγουσα γνώριζε την προέλευση των χρημάτων και
δ) Αναπτύσσει υποκειμενική ερμηνεία των υποκλοπών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων στην περίπτωση της τέταρτης προσφεύγουσας εγείροντας ερωτήματα ως προς την επάρκεια των αποδείξεων.
Εν κατακλείδι η απόφαση συμβάλλει στην αποσαφήνιση των προϋποθέσεων δήμευσης περιουσίας τρίτων, αλλά η ασυνεπής εφαρμογή των κριτηρίων μεταξύ των προσφευγουσών δημιουργεί ερωτήματα ως προς την προβλεψιμότητα και την ασφάλεια δικαίου. Η απόφαση θα ήταν περισσότερο πειστική εάν το Δικαστήριο διατύπωνε σαφέστερα κριτήρια διάκρισης μεταξύ νόμιμης οικονομικής συνδρομής εντός οικογένειας/σχέσης και εικονικής ιδιοκτησίας. Συνολικά, η απόφαση αποτελεί χρήσιμο εργαλείο για την ερμηνεία των υποχρεώσεων των κρατών υπό το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου σε περιπτώσεις δήμευσης, αλλά η ασυνεπής εφαρμογή των κριτηρίων υπονομεύει την προβλεψιμότητα και θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανομοιόμορφη νομολογία στο μέλλον.
 
		
		
 
									 
					