ΑΠΟΦΑΣΗ
Sahiner κατά Αυστρίας της 03.06.2025 (προσφ. αριθ. 21669/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα, Αυστριακή υπήκοος, υπέβαλε αίτημα το 2019 για αλλαγή του μικρού της ονόματος από «Özlem» σε «Lemilia». Το «Lemilia» ήταν το όνομα με το οποίο την αποκαλούσε η μητέρα της από τη γέννησή της και με το οποίο ήταν γνωστή στους φίλους και συναδέλφους της. Το όνομα «Özlem» είχε επιλέξει ο πατέρας της, με τον οποίο δεν διατηρούσε σχέσεις και από τον οποίο επιθυμούσε να αποστασιοποιηθεί. Είχε ήδη αλλάξει το επώνυμό της σε αυτό της μητέρας της.
Οι αυστριακές αρχές απέρριψαν το αίτημά της με την αιτιολογία ότι το όνομα «Lemilia» δεν ήταν «κοινό» (gebräuchlich) όπως απαιτούσε ο Νόμος περί Αλλαγής Ονόματος. Οι αρχές διαπίστωσαν ότι το όνομα δεν καταγραφόταν στις αυστριακές βάσεις δεδομένων ονομάτων, δεν υπήρχε στην ιταλική ή ισπανική γλώσσα, και πιθανώς αποτελούσε συνδυασμό του άρθρου «la» ή «l’» με το όνομα «Emilia». Ένα ινστιτούτο γλωσσολογίας επιβεβαίωσε αυτή την αξιολόγηση. Τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα, συμπεριλαμβανομένων αντιγράφων προφίλ μέσων κοινωνικής δικτύωσης και μιας βραζιλιάνικης άδειας οδήγησης με το όνομα «Lemilia», δεν κρίθηκαν επαρκή για να αποδείξουν ότι το όνομα ήταν κοινό.
Το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι τα Κράτη απολαύουν ευρύ περιθώριο εκτίμησης στον τομέα της ρύθμισης των αλλαγών ονόματος, λόγω της έλλειψης ευρωπαϊκής συναίνεσης και των ισχυρών εθνικών ιδιαιτεροτήτων στον τομέα αυτό. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απαίτηση ένα όνομα να είναι «κοινό» εξυπηρετεί δημόσιο συμφέρον, δηλαδή τη διατήρηση μιας διακριτικής εθνικής πρακτικής ονοματοδοσίας σε δικαιοδοσία που δεν επιτρέπει την καταχώριση ελεύθερα επινοημένων ονομάτων.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι αρχές είχαν διεξαγάγει ενδελεχή έρευνα, συμβουλεύτηκαν βάσεις δεδομένων και γλωσσολόγους, και παρείχαν λεπτομερείς αιτιολογίες για την απόρριψη. Αν και η προσφεύγουσα είχε έννομο συμφέρον να φέρει το όνομα με το οποίο ταυτιζόταν, η επίτευξη αυτού του στόχου δεν περιοριζόταν στο συγκεκριμένο όνομα «Lemilia», καθώς θα μπορούσε να είχε επιλέξει οποιοδήποτε άλλο κοινό όνομα για να αποστασιοποιηθεί από τον πατέρα της.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι στις συγκεκριμένες συνθήκες της υπόθεσης, δεν προέκυψε θετική υποχρέωση για το αυστριακό κράτος να καταχωρίσει όνομα που δεν συμμορφωνόταν με την εθνική πρακτική ονοματοδοσίας βάσει μόνο της ανεπίσημης χρήσης του από την προσφεύγουσα. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι είχε επιτευχθεί δίκαιη ισορροπία μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων και κατέληξε ότι δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 και απέρριψε ως προδήλως αβάσιμη την καταγγελία περί διάκρισης κατά το άρθρο 14.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1996 και ζει στο Hall in Tyrol της Αυστρίας. Της δόθηκε το τουρκικό όνομα «Özlem» κατά τη γέννησή της, επιλογή του πατέρα της, ενώ η μητέρα της επιθυμούσε να την ονομάσει «Lemilia». Μετά το διαζύγιο των γονιών της, η προσφεύγουσα ανατράφηκε από τη μητέρα της και ισχυρίζεται ότι δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της εκτός από μία δύσκολη εμπειρία μαζί του στην παιδική της ηλικία. Από τη γέννησή της, η μητέρα της την αποκαλούσε πάντα «Lemilia», όνομα με το οποίο ήταν επίσης γνωστή στους φίλους και συναδέλφους της. Επιθυμώντας να μην έχει καμία επαφή ή σχέση με τον πατέρα της, η προσφεύγουσα άλλαξε το επώνυμό της σε αυτό της μητέρας της («Sahiner»).
Στις 5 Φεβρουαρίου 2019, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση στην Περιφερειακή Διοικητική Αρχή Innsbruck για αλλαγή του μικρού της ονόματος από «Özlem» σε «Lemilia».
Στις 7 Φεβρουαρίου 2019, η Περιφερειακή Διοικητική Αρχή την ενημέρωσε ότι το όνομα «Lemilia» δεν μπορούσε να βρεθεί στις αυστριακές βάσεις δεδομένων ονομάτων. Διαβούλευση με το Ινστιτούτο Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Innsbruck επιβεβαίωσε ότι το όνομα δεν υπήρχε ούτε στην ιταλική ούτε στην ισπανική γλώσσα, αλλά πιθανώς αποτελούσε συνδυασμό του ονόματος «Emilia» με οριστικό άρθρο («la» ή «l’»).
Η προσφεύγουσα υπέβαλε στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων αντιγράφων προφίλ μέσων κοινωνικής δικτύωσης ατόμων με το όνομα «Lemilia» και αντίγραφο βραζιλιάνικης άδειας οδήγησης, υποστηρίζοντας ότι το όνομα ήταν κοινό.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8,
Άρθρο 14
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8 – Θετικές υποχρεώσεις
Το Δικαστήριο επανεπιβεβαίωσε ότι, ενώ η υποχρέωση αλλαγής ονόματος θα θεωρούνταν επέμβαση στην άσκηση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής ατόμου, η άρνηση να επιτραπεί σε ένα άτομο να υιοθετήσει συγκεκριμένο νέο όνομα δεν μπορεί απαραίτητα να θεωρηθεί επέμβαση. Ωστόσο, μπορεί να υπάρχουν θετικές υποχρεώσεις που είναι εγγενείς στον αποτελεσματικό «σεβασμό» της ιδιωτικής ζωής. Το Δικαστήριο εξέτασε προσεκτικά κατά πόσον, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών μιας υπόθεσης, το Κράτος μπορούσε να υπέχει θετική υποχρέωση σχετικά με το αίτημα αλλαγής ονόματος.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι υπάρχει ελάχιστη κοινή βάση μεταξύ των εγχώριων συστημάτων των χωρών της Σύμβασης όσον αφορά τους όρους υπό τους οποίους μπορεί να πραγματοποιηθεί νομίμως αλλαγή ονόματος. Το περιθώριο εκτίμησης που απολαύουν οι κρατικές αρχές στον τομέα της ρύθμισης των αλλαγών ονόματος είναι επομένως ευρύ.
Στην προκειμένη υπόθεση, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απαίτηση ένα όνομα να είναι «κοινό» εξυπηρετεί δημόσιο συμφέρον, δηλαδή τη διατήρηση μιας διακριτικής εθνικής πρακτικής ονοματοδοσίας σε δικαιοδοσία που δεν επιτρέπει την καταχώριση ελεύθερα επινοημένων ονομάτων. Όπως είχε κρίνει το Συνταγματικό Δικαστήριο της Αυστρίας, ο Νόμος Αλλαγής Ονόματος απαιτεί τα ονόματα να έχουν πραγματικό σημείο αναφοράς στην ιστορία ή την κοινωνική εξέλιξη των ονομάτων στην Αυστρία, συμπεριλαμβανομένης της μετανάστευσης, και να μην είναι ελεύθερα επινοημένα.
Όσον αφορά τα ιδιωτικά συμφέροντα της προσφεύγουσας, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι υπήρχαν δύο διακριτές πτυχές στο αίτημά της: πρώτον, η επιθυμία να φέρει επίσημα το όνομα «Lemilia» με το οποίο ταυτιζόταν, και δεύτερον, η επιθυμία να μην φέρει πλέον το όνομα «Özlem» που είχε επιλέξει ο πατέρας της. Το Δικαστήριο συμφώνησε ότι το δεύτερο συμφέρον δεν περιορίστηκε από την άρνηση των αρχών, καθώς θα μπορούσε να επιτευχθεί επιλέγοντας οποιοδήποτε άλλο κοινό όνομα.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εθνικές αρχές είναι κατ’ αρχήν σε καλύτερη θέση να αξιολογήσουν αν ένα όνομα συμμορφώνεται με την εθνική πρακτική ονοματοδοσίας και δεν είχε λόγο να αποκλίνει από το συμπέρασμα των αυστριακών αρχών ότι τα προσκομισθέντα στοιχεία δεν ήταν επαρκή για να αποδείξουν ότι το όνομα ήταν κοινό. Οι αρχές διεξήγαγαν ενδελεχή έρευνα, συμβουλεύτηκαν βάσεις δεδομένων και γλωσσολόγους, και παρείχαν λεπτομερείς αιτιολογίες.
Το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι στην παρούσα υπόθεση το άρθρο 8 της Σύμβασης δημιούργησε θετική υποχρέωση για τις αυστριακές αρχές να καταχωρίσουν όνομα που δεν συμμορφωνόταν με την εθνική πρακτική ονοματοδοσίας βάσει μόνο της ανεπίσημης χρήσης του από την προσφεύγουσα. Οι ιδιαίτερες συνθήκες της υπόθεσης δεν ήταν συγκρίσιμες με εκείνες άλλων υποθέσεων όπου το Δικαστήριο διαπίστωσε θετικές υποχρεώσεις. Το επιλεγμένο όνομα δεν είχε αναγνωριστεί για την προσφεύγουσα σε άλλη δικαιοδοσία, ούτε αμφισβητήθηκε ξένη γλώσσα.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι σκέψεις δημοσίου συμφέροντος υπερτερούσαν των συμφερόντων της προσφεύγουσας και ότι είχε επιτευχθεί δίκαιη ισορροπία.
Άρθρο 14
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η προσφεύγουσα δεν τεκμηρίωσε επαρκώς γιατί άτομα που γεννήθηκαν στο εξωτερικό και είχαν καταχωρίσει το «Lemilia» ως όνομά τους θα ήταν σε ανάλογη ή σχετικά παρόμοια κατάσταση με τη δική της, καθώς αυτή γεννήθηκε στην Αυστρία και επιδίωκε να υιοθετήσει το όνομα «Lemilia» μέσω αιτήματος αλλαγής ονόματος στην Αυστρία. Η πολιτογράφηση και οι αλλαγές ονόματος είναι δύο διακριτές διαδικασίες που διέπονται από διαφορετικά σύνολα νόμων.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης και απέρριψε ως προδήλως αβάσιμη την καταγγελία βάσει του άρθρου 14.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
«Το Δικαστήριο δεν πείστηκε ότι στην παρούσα υπόθεση το άρθρο 8 της Σύμβασης δημιούργησε θετική υποχρέωση για τις αυστριακές αρχές να καταχωρίσουν όνομα που δεν συμμορφωνόταν με την εθνική πρακτική ονοματοδοσίας βάσει της ανεπίσημης χρήσης του από την προσφεύγουσα» (παράγραφος 45).