ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (Δεύτερο Τμήμα)
4 Σεπτεμβρίου 2025 ( * )
«Αίτηση έκδοσης προδικαστικής αποφάσεως – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Μεταναστευτική πολιτική – Επιστροφή υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν παράνομα σε κράτος μέλος – Οδηγία 2008/115/ΕΚ – Εκτέλεση απόφασης επιστροφής που έχει καταστεί τελεσίδικη – Άρθρο 5 – Αρχή της μη επαναπροώθησης – Βέλτιστο συμφέρον του παιδιού – Οικογενειακή ζωή – Άρθρο 15 – Τοποθέτηση σε κράτηση με σκοπό την απομάκρυνση – Έλεγχος της τήρησης των προϋποθέσεων νομιμότητας – Υποχρέωση του εθνικού δικαστηρίου να ελέγξει την τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης και τα άλλα συμφέροντα που αναφέρονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115 – Αυτεπάγγελτος έλεγχος – Άρθρα 6 και 7, άρθρο 19(2), άρθρο 24(2) και άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»
Στην υπόθεση C‑313/25 PPU [Adrar] ( i ),
με αντικείμενο αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, η οποία κατατέθηκε από το Rechtbank Den Haag, Zittingsplaats Roermond (πρωτοδικείο Χάγης, με έδρα το Roermond, Κάτω Χώρες), η οποία υποβλήθηκε με απόφαση της 6ης Μαΐου 2025, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 6 Μαΐου 2025, στο πλαίσιο της δίκης
γιγαμπάιτ
κατά
Υπουργός van Asiel στη Migratia,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Δεύτερο Τμήμα),
συγκείμενο από την κα K. Jürimäe (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, τον κ. K. Lenaerts, πρόεδρο του Δικαστηρίου, ασκούντα καθήκοντα δικαστή του δεύτερου τμήματος, τους κ. M. Gavalec, κ. Z. Csehi και κ. F. Schalin, δικαστές,
Γενικός Εισαγγελέας: κ. D. Spielmann,
υπάλληλος: κα. A. Lamote, διοικητική υπάλληλος,
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και μετά την ακρόαση της 1ης Ιουλίου 2025,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν:
– για το GB, από την κα N. den Ouden και τον A. Hol, συνήγορο,
– για την Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. H. S. Gijzen και M. J. Langer,
– για την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους A. Baeckelmans, A. Katsimerou και F. van Schaik,
αφού άκουσε τις παρατηρήσεις του Γενικού Εισαγγελέα κατά την ακροαματική διαδικασία της 1ης Αυγούστου 2025,
κάνει το παρόν
Στάση
1 Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 5, του άρθρου 13 παράγραφοι 1 και 2 και του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών (ΕΕ 2008 L 348, σ. 98), σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 7, το άρθρο 19 παράγραφος 2, το άρθρο 24 παράγραφος 2 και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ο Χάρτης»).
2 Η παρούσα αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο διαφοράς μεταξύ του GB, Αλγερινού υπηκόου, και του Minister van Asiel en Migratie (Υπουργού Ασύλου και Μετανάστευσης, Κάτω Χώρες) (εφεξής ο «Υπουργός») σχετικά με την απόφαση του τελευταίου να θέσει τον GB υπό κράτηση ενόψει της απέλασής του στην Αλγερία.
Το νομικό πλαίσιο
Διεθνές δίκαιο
3 Σύμφωνα με το Άρθρο 33 της Σύμβασης περί του Καθεστώτος των Προσφύγων, που υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 [ Σειρά Συνθηκών των Ηνωμένων Εθνών , τόμος 189, σ. 150, αρ. 2545 (1954)], όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο περί του Καθεστώτος των Προσφύγων, που συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967:
«1. Κανένα Συμβαλλόμενο Κράτος δεν θα απελάσει ή θα επιστρέψει με οποιονδήποτε τρόπο πρόσφυγα στα σύνορα εδαφών όπου η ζωή ή η ελευθερία του θα απειλούνταν λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων.»
2. Ωστόσο, το ευεργέτημα της παρούσας διάταξης δεν μπορεί να επικαλεστεί πρόσφυγας τον οποίο υπάρχουν σοβαροί λόγοι να θεωρήσει ως κίνδυνο για την ασφάλεια της χώρας στην οποία βρίσκεται ή ο οποίος, έχοντας καταδικαστεί τελεσίδικα για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα ή αδίκημα, αποτελεί απειλή για την κοινότητα της εν λόγω χώρας.
δίκαιο της Ένωσης
4 Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 4, 8, 16, 22 και 24 της οδηγίας 2008/115 ορίζουν τα εξής:
«(2) Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο των Βρυξελλών της 4ης και 5ης Νοεμβρίου 2004 συνέστησε τη θέσπιση αποτελεσματικής πολιτικής απομάκρυνσης και επαναπατρισμού βασισμένης σε κοινά πρότυπα, έτσι ώστε τα ενδιαφερόμενα άτομα να επαναπατρίζονται με ανθρώπινο τρόπο και με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειάς τους.»
[…]
(4) Είναι απαραίτητο να θεσπιστούν σαφείς, διαφανείς και δίκαιοι κανόνες προκειμένου να καθοριστεί μια αποτελεσματική πολιτική επιστροφής, η οποία αποτελεί απαραίτητο στοιχείο μιας καλά διαχειριζόμενης μεταναστευτικής πολιτικής.
[…]
(8) Αναγνωρίζεται η νομιμότητα της πρακτικής της επιστροφής από τα κράτη μέλη παράνομα διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχουν δίκαια και αποτελεσματικά συστήματα ασύλου που σέβονται πλήρως την αρχή της μη επαναπροώθησης.
[…]
(16) Η χρήση της κράτησης για τον σκοπό της απομάκρυνσης θα πρέπει να είναι περιορισμένη και να υπόκειται στην τήρηση της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα μέσα και τους επιδιωκόμενους στόχους. Η κράτηση δικαιολογείται μόνο για τον σκοπό της προετοιμασίας της επιστροφής ή της εκτέλεσης της απομάκρυνσης και εφόσον η εφαρμογή λιγότερο καταναγκαστικών μέτρων δεν θα ήταν επαρκής.
[…]
(22) Σύμφωνα με τη [Διεθνή Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, η οποία υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 20 Νοεμβρίου 1989], το «βέλτιστο συμφέρον του παιδιού» θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχική μέριμνα για τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, [η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950], ο σεβασμός της οικογενειακής ζωής θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχική μέριμνα για τα κράτη μέλη κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας.
[…]
(24) Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως, από τον [Χάρτη].
5 Το άρθρο 3 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Ορισμοί», ορίζει, στα σημεία 4 και 5:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας:
[…]
4) «απόφαση επιστροφής»: απόφαση ή πράξη διοικητικού ή δικαστικού χαρακτήρα που κηρύσσει παράνομη την παραμονή υπηκόου τρίτης χώρας και επιβάλλει ή δηλώνει υποχρέωση επιστροφής·
5) «απομάκρυνση»: η εκτέλεση της υποχρέωσης επιστροφής, δηλαδή η φυσική μεταφορά εκτός του κράτους μέλους.
6 Το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Μη επαναπροώθηση, συμφέρον του παιδιού, οικογενειακή ζωή και κατάσταση της υγείας», ορίζει τα εξής:
«Κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας, τα κράτη μέλη λαμβάνουν δεόντως υπόψη:
(α) το συμφέρον του παιδιού,
(β) οικογενειακή ζωή,
(γ) την κατάσταση της υγείας του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας,
και να σέβονται την αρχή της μη επαναπροώθησης.»
7 Το άρθρο 9 της ίδιας οδηγίας, με τίτλο «Αναβολή της απομάκρυνσης», ορίζει, στην παράγραφο 1, στοιχείο α’:
«Τα κράτη μέλη αναβάλλουν την απομάκρυνση:
(α) σε περίπτωση που εκτελείται κατά παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης […]»
8 Το άρθρο 12 της οδηγίας 2008/115, με τίτλο «Τύπος», ορίζει, στην παράγραφο 1, πρώτο εδάφιο:
«Οι αποφάσεις επιστροφής και, κατά περίπτωση, οι αποφάσεις απαγόρευσης εισόδου και οι αποφάσεις απομάκρυνσης εκδίδονται γραπτώς, αναφέρουν τους πραγματικούς και νομικούς λόγους τους και περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικά με τις διαθέσιμες προσφυγές.»
9 Το άρθρο 13 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Διορθωτικά μέτρα», ορίζει, στις παραγράφους 1 και 2:
1. Ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας διαθέτει αποτελεσματική προσφυγή για να προσβάλει τις αποφάσεις επιστροφής που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 ενώπιον αρμόδιας δικαστικής ή διοικητικής αρχής ή αρμόδιου οργάνου που αποτελείται από αμερόληπτα μέλη και απολαμβάνει εγγυήσεων ανεξαρτησίας.
2. Η αρχή ή ο φορέας που αναφέρεται στην παράγραφο 1 είναι αρμόδιος για την επανεξέταση των αποφάσεων επιστροφής που αναφέρονται στο άρθρο 12 παράγραφος 1 και δύναται, ιδίως, να αναστείλει προσωρινά την εκτέλεσή τους, εκτός εάν εφαρμόζεται ήδη προσωρινή αναστολή βάσει του εθνικού δικαίου.
10 Το άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Διατήρηση», έχει ως εξής:
«1. Εκτός εάν μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα επαρκή, αλλά λιγότερο αναγκαστικά, μέτρα σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, τα κράτη μέλη μπορούν να θέσουν υπό κράτηση υπήκοο τρίτης χώρας που υπόκειται σε διαδικασίες επιστροφής μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής ή/και την εκτέλεση της απομάκρυνσης, ιδίως όταν:
(α) υπάρχει κίνδυνος διαφυγής, ή
(β) ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή εμποδίζει την προετοιμασία των διαδικασιών επιστροφής ή απομάκρυνσης.
Οποιαδήποτε κράτηση θα είναι όσο το δυνατόν συντομότερη και θα διατηρείται μόνο για όσο διάστημα βρίσκεται σε εξέλιξη η διαδικασία απομάκρυνσης και εκτελείται με κάθε δέουσα επιμέλεια.
2. Η κράτηση διατάσσεται από διοικητικές ή δικαστικές αρχές.
Η διατήρηση διατάσσεται εγγράφως, αναφέροντας τους πραγματικούς και νομικούς λόγους.
Εάν η κράτηση έχει διαταχθεί από διοικητικές αρχές, τα κράτη μέλη:
(α) να προβλέπουν ότι ο ταχύς δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της κράτησης πρέπει να λαμβάνει χώρα το συντομότερο δυνατό μετά την έναρξη της κράτησης,
(β) να χορηγούν στον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας το δικαίωμα να κινήσει διαδικασία με την οποία η νομιμότητα της κράτησης υπόκειται σε ταχύ δικαστικό έλεγχο, ο οποίος πρέπει να λαμβάνει χώρα το συντομότερο δυνατό μετά την έναρξη της εν λόγω διαδικασίας. Σε τέτοιες περιπτώσεις, τα κράτη μέλη ενημερώνουν αμέσως τον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας για τη δυνατότητα κίνησης τέτοιας διαδικασίας.
Ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας απελευθερώνεται αμέσως εάν η κράτηση είναι παράνομη.
3. Σε κάθε περίπτωση, η κράτηση επανεξετάζεται σε εύλογα χρονικά διαστήματα είτε κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας είτε αυτεπαγγέλτως. Σε περίπτωση παρατεταμένων περιόδων κράτησης, οι επανεξετάσεις υπόκεινται σε επανεξέταση από δικαστική αρχή.
4. Όταν φαίνεται ότι δεν υπάρχει πλέον εύλογη προοπτική απομάκρυνσης για νομικούς ή άλλους λόγους ή ότι οι όροι που ορίζονται στην παράγραφο 1 δεν πληρούνται πλέον, η κράτηση δεν δικαιολογείται πλέον και το εν λόγω πρόσωπο αφέθηκε ελεύθερο αμέσως.
5. Η κράτηση συνεχίζεται για όσο διάστημα πληρούνται οι όροι που ορίζονται στην παράγραφο 1 και είναι απαραίτητο να διασφαλιστεί ότι η απομάκρυνση μπορεί να πραγματοποιηθεί με επιτυχία. Κάθε κράτος μέλος ορίζει συγκεκριμένη περίοδο κράτησης, η οποία δεν μπορεί να υπερβαίνει τους έξι μήνες.
6. Τα κράτη μέλη δεν μπορούν να παρατείνουν την περίοδο που αναφέρεται στην παράγραφο 5, εκτός από συγκεκριμένη περίοδο που δεν υπερβαίνει τους 12 επιπλέον μήνες, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, όταν, παρά τις εύλογες προσπάθειες, η επιχείρηση απομάκρυνσης είναι πιθανό να διαρκέσει περισσότερο λόγω:
(α) έλλειψη συνεργασίας από τον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας, ή
(β) καθυστερήσεις στην απόκτηση των απαραίτητων εγγράφων από τρίτες χώρες.
Ολλανδικό δίκαιο
11 Το άρθρο 59, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του wet tot algehele herziening van de Vreemdelingenwet (νόμος για τη γενική αναθεώρηση του νόμου περί αλλοδαπών), της 23ης Νοεμβρίου 2000 (Stb. 2000, αριθ. 495 ), όπως ισχύει για τη διαφορά της κύριας δίκης, προβλέπει:
«Εάν το απαιτούν συμφέροντα δημόσιας τάξης ή εθνικής ασφάλειας, [ο υπουργός] μπορεί να κρατήσει, με σκοπό την απέλασή του, αλλοδαπό υπήκοο που […] δεν διαμένει νόμιμα.»
Η κύρια διαφορά και τα προδικαστικά ερωτήματα
12 Στις 11 Σεπτεμβρίου 2024, ο GB, Αλγερινός υπήκοος, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις Κάτω Χώρες. Δεν εμφανίστηκε στην ακροαματική διαδικασία για να εξετάσει τους λόγους της αίτησης.
13 Με απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2024, ο Υπουργός απέρριψε, επομένως, την εν λόγω αίτηση χωρίς εξέταση της ουσίας. Η παρούσα απόφαση συνιστά επίσης απόφαση επιστροφής (εφεξής η «απόφαση επιστροφής»). Ελλείψει ασκήσεως έφεσης από την GB, η τελευταία κατέστη τελεσίδικη.
14 Στις 26 Μαρτίου 2025, η GB μεταφέρθηκε στις Κάτω Χώρες από τις γαλλικές αρχές κατ’ εφαρμογή του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και των μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε ένα από τα κράτη μέλη από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (ΕΕ 2013 L 180, σ. 31).
15 Την ίδια ημέρα, ο GB υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας στις Κάτω Χώρες, η οποία είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή της εκτέλεσης της απόφασης επιστροφής. Αφού άκουσε τον GB σχετικά με τους λόγους της εν λόγω αίτησης, ο Υπουργός τον ενημέρωσε στις 7 Απριλίου 2025 για την πρόθεσή του να απορρίψει την αίτηση ως προδήλως αβάσιμη. Στις 9 Απριλίου 2025, ο GB απέσυρε την ίδια αίτηση. Συνεπώς, η αναστολή της απόφασης επιστροφής έληξε αυτομάτως.
16 Στις 10 Απριλίου 2025, ο Υπουργός προέβη στην κράτηση του GB βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115, προκειμένου να προετοιμαστεί η επιστροφή του ή να πραγματοποιηθεί η απέλασή του στην Αλγερία, κατ’ εκτέλεση της απόφασης επιστροφής. Πριν από την κράτησή του, ο GB δήλωσε, πρώτον, ότι φοβόταν ότι θα υποβαλλόταν σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σε περίπτωση επιστροφής του στην Αλγερία και, δεύτερον, ότι ήταν πατέρας ενός παιδιού που γεννήθηκε στη Γαλλία στις 18 Σεπτεμβρίου 2024 και το οποίο επιθυμούσε να μπορεί να φροντίζει, παρόλο που δεν είχε πλέον σχέση με τη μητέρα του παιδιού αυτού, μια Αλγερινή υπήκοο που κατείχε άδεια διαμονής στη Γαλλία.
17 Στις 16 Απριλίου 2025, ο GB άσκησε έφεση κατά της κράτησής του ενώπιον του rechtbank Den Haag, zittingsplaats Roermond (Περιφερειακό Δικαστήριο, Χάγη, συνεδρίαση στο Roermond, Κάτω Χώρες), το οποίο είναι το αιτούν δικαστήριο.
18 Το εν λόγω δικαστήριο ερωτά αν, βάσει του δικαίου της Ένωσης, οφείλει, κατά τον έλεγχο της τηρήσεως των όρων νομιμότητας της κράτησης, να αξιολογήσει κατά πόσον η αρχή της μη επαναπροώθησης και τα άλλα συμφέροντα που αναφέρονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115, ιδίως η οικογενειακή ζωή και το συμφέρον του παιδιού, αποκλείουν την απομάκρυνση του GB στην Αλγερία κατ’ εκτέλεση της αποφάσεως επιστροφής. Σύμφωνα με το ολλανδικό δίκαιο, δεν θα είχε την εξουσία να διενεργήσει τέτοια αξιολόγηση.
19 Ωστόσο, καταρχάς, το εν λόγω δικαστήριο θεωρεί ότι είναι η μόνη δικαστική αρχή που μπορεί να εκτιμήσει εάν η απέλαση του GB στην Αλγερία είναι συμβατή με την αρχή της μη επαναπροώθησης και τα άλλα συμφέροντα που αναφέρονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115.
20 Πράγματι, σε κανένα σημείο της διαδικασίας δεν θα είχε αξιολογηθεί εάν αυτή η αρχή και τα εν λόγω συμφέροντα ήταν αντίθετα με την απομάκρυνση του GB.
21 Καταρχάς, τέτοια αξιολόγηση δεν πραγματοποιήθηκε κατά την έκδοση της απόφασης επιστροφής, δεδομένου ότι ο GB δεν εμφανίστηκε στην ακροαματική διαδικασία σχετικά με τους λόγους της αίτησής του για διεθνή προστασία. Ελλείψει έφεσης που άσκησε ο GB κατά της εν λόγω απόφασης, αυτή θα είχε καταστεί τελεσίδικη χωρίς καμία εξέταση της αρχής της μη επαναπροώθησης και των άλλων συμφερόντων που αναφέρονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115.
22 Δεύτερον, μια τέτοια αξιολόγηση δεν θα είχε διενεργηθεί όταν ο GB τέθηκε υπό κράτηση ενόψει της απέλασής του, ακόμη και αν ο ενδιαφερόμενος είχε, κατ’ ουσίαν, επικαλεστεί σημαντική μεταβολή των περιστάσεων αναφέροντας, αφενός, τους κινδύνους μεταχείρισης που απαγορεύεται από το άρθρο 4 του Χάρτη σε περίπτωση επιστροφής του στην Αλγερία και, αφετέρου, τη γέννηση του τέκνου του στη Γαλλία, το οποίο ισχυρίζεται ότι θέλει να φροντίσει.
23 Τέλος, η αξιολόγηση της αρχής της μη επαναπροώθησης και των άλλων συμφερόντων που αναφέρονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115 δεν θα μπορούσε να διενεργηθεί ούτε σε μεταγενέστερο στάδιο της διαδικασίας. Πρώτον, στην εθνική νομική πρακτική, η εκτέλεση μιας απόφασης επιστροφής δεν απαιτεί την έκδοση νέας πράξης, διοικητικής ή δικαστικής, με την ευκαιρία της οποίας θα μπορούσε να διενεργηθεί μια τέτοια αξιολόγηση. Δεύτερον, το ολλανδικό δίκαιο δεν προβλέπει αυτοτελές ένδικο βοήθημα κατά της εκτέλεσης μιας απόφασης επιστροφής. Η Μεγάλη Βρετανία μπορούσε να υποβάλει ένσταση κατά μιας πραγματικής προβλεπόμενης και σχεδιαζόμενης απομάκρυνσης μόνο αφού της είχε κοινοποιηθεί η ημερομηνία και η ώρα της απομάκρυνσης. Μια τέτοια ένσταση θα μπορούσε, ωστόσο, να αφορά μόνο τις ρυθμίσεις για την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής και δεν θα οδηγούσε σε αξιολόγηση της αρχής της μη επαναπροώθησης και των άλλων συμφερόντων που αναφέρονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115.
24 Δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι το δίκαιο της Ένωσης το υποχρεώνει να διενεργήσει επικαιροποιημένη αξιολόγηση της αρχής της μη επαναπροώθησης και των άλλων συμφερόντων που αναφέρονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115, προκειμένου να διασφαλίσει στη Μεγάλη Βρετανία ένα αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα, το δικαίωμα στην ελευθερία και τον σεβασμό της εν λόγω αρχής και των εν λόγω συμφερόντων.
25 Συναφώς, το εν λόγω δικαστήριο επισημαίνει, πρώτον, ότι το άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας υποχρεώνει την αρμόδια εθνική αρχή να σέβεται, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας επιστροφής, την αρχή της μη επαναπροώθησης. Ωστόσο, η κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας με σκοπό την απέλασή του θα συνιστούσε εφαρμογή της εν λόγω οδηγίας και, ως εκ τούτου, θα συνιστούσε τέτοιο στάδιο.
26 Δεύτερον, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε, στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, της οδηγίας 2008/115, ότι η απομάκρυνση πρέπει να αναβάλλεται όταν αντίκειται στην αρχή της μη επαναπροώθησης. Επομένως, μια προηγούμενη απόφαση επιστροφής και μια αναβολή απομάκρυνσης θα μπορούσαν να συνυπάρχουν, με αποτέλεσμα η ύπαρξη απόφασης επιστροφής, έστω και οριστικής, να μην εμποδίζει τον έλεγχο της συμβατότητας της απομάκρυνσης, κατ’ εκτέλεση της εν λόγω απόφασης, με την αρχή της μη επαναπροώθησης. Επιπλέον, η απαγόρευση της επαναπροώθησης είναι απόλυτη.
27 Από την άλλη πλευρά, τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στο άρθρο 7 και στο άρθρο 24(2) του Χάρτη δεν είναι απόλυτα δικαιώματα. Ωστόσο, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι τα δικαιώματα αυτά θα μπορούσαν επίσης να αποκλείσουν την έκδοση απόφασης επιστροφής. Ομοίως, κατά την άποψη του αιτούντος δικαστηρίου, θα μπορούσαν να αποκλείσουν την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας κατ’ εκτέλεση τέτοιας απόφασης.
28 Τρίτον, το δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής για τον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας θα απαιτούσε επίσης ο δικαστής που καλείται να ελέγξει την τήρηση των όρων νομιμότητας της κράτησης ενόψει της απομάκρυνσης, κατ’ εκτέλεση απόφασης επιστροφής, να είναι σε θέση να επαληθεύσει εάν η αρχή της μη επαναπροώθησης και τα άλλα συμφέροντα που αναφέρονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115 αποκλείουν την απομάκρυνση.
29 Τέταρτον, η κράτηση με σκοπό την απομάκρυνση δεν θα δικαιολογούνταν και δεν θα εξυπηρετούσε πλέον τον σκοπό της εάν η απομάκρυνση δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί λόγω της αρχής της μη επαναπροώθησης ή των άλλων συμφερόντων που αναφέρονται στο άρθρο 5 της εν λόγω οδηγίας. Σε μια τέτοια περίπτωση, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο θα πρέπει να αφεθεί ελεύθερο αμέσως. Συνεπώς, πριν από την κράτηση του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας με σκοπό την απομάκρυνση, θα ήταν απαραίτητο να ελεγχθεί εάν η απομάκρυνση είναι επιτρεπτή.
30 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Rechtbank Den Haag, Zittingsplaats Roermond (πρωτοδικείο της Χάγης, με έδρα το Roermond) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«(1) Πρέπει το άρθρο 5, το άρθρο 13 παράγραφοι 1 και 2 και το άρθρο 15 της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, το άρθρο 19 παράγραφος 2 και το άρθρο 47 του [Χάρτη], να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι μια δικαστική αρχή, κατά τον έλεγχο της τήρησης των προϋποθέσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης σχετικά με τη νομιμότητα της κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας, υποχρεούται να διασφαλίζει, όπου ενδείκνυται αυτεπαγγέλτως, ότι η αρχή της μη επαναπροώθησης δεν αποκλείει την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής που είχε εκδοθεί προηγουμένως και για τους σκοπούς της εκτέλεσης της οποίας κρατήθηκε ο υπήκοος τρίτης χώρας;
2) Πρέπει το άρθρο 5, το άρθρο 13 παράγραφοι 1 και 2 και το άρθρο 15 της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με τα [άρθρα 6 και 7], το άρθρο 24 παράγραφος 2 και το άρθρο 47 του [Χάρτη], να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι μια δικαστική αρχή, κατά τον έλεγχο της τήρησης των προϋποθέσεων που απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης σχετικά με τη νομιμότητα της κράτησης υπηκόου τρίτης χώρας, υποχρεούται να διασφαλίζει, όπου ενδείκνυται αυτεπαγγέλτως, ότι τα συμφέροντα που αναφέρονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115 δεν εμποδίζουν την εκτέλεση της απόφασης επιστροφής που είχε εκδοθεί προηγουμένως και για τους σκοπούς της εκτέλεσης της οποίας κρατήθηκε ο υπήκοος τρίτης χώρας;
Επί του αιτήματος εφαρμογής της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας
31 Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε την εφαρμογή της επείγουσας προδικαστικής διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.
32 Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η εφαρμογή της εν λόγω διαδικασίας υπόκειται σε δύο σωρευτικές προϋποθέσεις. Πρώτον, η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να εγείρει ζητήματα ερμηνείας σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, τον οποίο αφορά ο Τίτλος V του Τρίτου Μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ. Δεύτερον, οι περιστάσεις της διαφοράς της κύριας δίκης, όπως περιγράφονται από το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη κατάστασης έκτακτης ανάγκης.
33 Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, πρέπει να σημειωθεί ότι η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2008/115, η οποία εμπίπτει στους τομείς που αναφέρονται στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Συνεπώς, η αίτηση αυτή μπορεί να υπαχθεί στην επείγουσα προδικαστική διαδικασία.
34 Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, σχετικά με το επείγον, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η προϋπόθεση αυτή πληρούται ιδίως όταν το πρόσωπο που αφορά η κύρια δίκη στερείται της ελευθερίας του και η συνέχιση της κράτησής του εξαρτάται από την έκβαση της διαφοράς της κύριας δίκης, διευκρινίζοντας ότι η κατάσταση του εν λόγω προσώπου πρέπει να εκτιμηθεί όπως υφίσταται κατά την ημερομηνία εξέτασης του αιτήματος υπαγωγής της προδικαστικής παραπομπής στην επείγουσα διαδικασία (αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2024, Bouskoura , C‑387/24 PPU, EU:C:2024:868, σκέψη 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και της 19ης Ιουνίου 2025, Kamekris , C‑219/25 PPU, EU:C:2025:456, σκέψη 26 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
35 Εν προκειμένω, πρώτον, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι ο GB τέθηκε υπό κράτηση στις 10 Απριλίου 2025 ενόψει της απέλασής του στην Αλγερία, επομένως επί του παρόντος στερείται της ελευθερίας του.
36 Δεύτερον, τα ερωτήματα που έθεσε το αιτούν δικαστήριο αποσκοπούν στο να καθοριστεί εάν το δίκαιο της Ένωσης το υποχρεώνει να αξιολογήσει, υπό τις προϋποθέσεις νομιμότητας της κράτησης, εάν η αρχή της μη επαναπροώθησης και τα άλλα συμφέροντα που αναφέρονται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115 αποκλείουν την απέλαση του GB στην Αλγερία, οπότε θα πρέπει να τερματίσει την κράτησή του.
37 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δεύτερο Τμήμα του Δικαστηρίου, κατόπιν προτάσεως του Εισηγητή Δικαστή, αφού άκουσε τον Γενικό Εισαγγελέα, αποφάσισε στις 21 Μαΐου 2025 να κάνει δεκτό το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου να υποβληθεί η παρούσα προδικαστική παραπομπή στην επείγουσα προδικαστική διαδικασία.
Επί των προκαταρκτικών ερωτημάτων
Εναρκτήριες παρατηρήσεις
38 Κατά πάγια νομολογία, η διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 267 ΣΛΕΕ αποτελεί μέσο συνεργασίας μεταξύ του Δικαστηρίου και των εθνικών δικαστηρίων, μέσω της οποίας το πρώτο παρέχει στα δεύτερα τα στοιχεία ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης που χρειάζονται για την επίλυση των διαφορών τις οποίες καλούνται να επιλύσουν (βλ. διάταξη της 26ης Ιανουαρίου 1990, Falciola , C‑286/88, EU:C:1990:33, σκέψη 7, και απόφαση της 15ης Απριλίου 2021, État belge (Στοιχεία μεταγενέστερα της απόφασης μεταφοράς) , C‑194/19, EU:C:2021:270, σκέψη 21).
39 Κατά εξίσου πάγια νομολογία, στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας συνεργασίας, εναπόκειται στο Δικαστήριο να δώσει στο αιτούν δικαστήριο μια χρήσιμη απάντηση που θα του επιτρέψει να επιλύσει τη διαφορά που έχει εκκρεμήσει ενώπιόν του (βλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 1997, Krüger , C‑334/95, EU:C:1997:378, σκέψεις 22 και 23). Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται στο Δικαστήριο, εφόσον κρίνεται σκόπιμο, να αναδιατυπώσει το ερώτημα που έχει υποβληθεί ενώπιόν του (βλ. αποφάσεις της 28ης Νοεμβρίου 2000, Roquette Frères , C‑88/99, EU:C:2000:652, σκέψη 18, και της 3ης Ιουνίου 2025, Kinsa , C‑460/23, EU:C:2025:392, σκέψη 34).
40 Με τα ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ερμηνεία του άρθρου 5, του άρθρου 13, παράγραφοι 1 και 2, και του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με διάφορες διατάξεις του Χάρτη.
41 Το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/115 ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας διαθέτει αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα για να προσβάλει τις αποφάσεις επιστροφής που αναφέρονται στο άρθρο 12, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, δηλαδή τις αποφάσεις επιστροφής και, κατά περίπτωση, τις αποφάσεις απαγόρευσης εισόδου και τις αποφάσεις απομάκρυνσης.
42 Στην υπό κρίση υπόθεση, ωστόσο, από τις εξηγήσεις που παρέσχε το αιτούν δικαστήριο προκύπτει σαφώς ότι η διαφορά της κύριας δίκης δεν αφορά τη νομιμότητα απόφασης επιστροφής ή άλλης απόφασης που συνδέεται με την επιστροφή, κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/115, αλλά την κράτηση παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας με σκοπό την απέλασή του κατ’ εκτέλεση απόφασης επιστροφής που έχει καταστεί τελεσίδικη.
43 Ωστόσο, όσον αφορά την κράτηση παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας βάσει του άρθρου 15 παράγραφοι 1 και 2 της οδηγίας 2008/115, τα κοινά πρότυπα δικαστικής προστασίας της ΕΕ ορίζονται στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 15 παράγραφος 2 (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αυτεπάγγελτη επανεξέταση της κράτησης) , C‑704/20 και C‑39/21, EU:C:2022:858, σκέψη 82).
44 Συνεπώς, το άρθρο 13, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2008/115 δεν είναι κρίσιμο για την έκβαση της διαφοράς της κύριας δίκης, επομένως δεν είναι απαραίτητο να ερμηνευθεί.
Στο πρώτο ερώτημα
45 Με το πρώτο του ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν τα άρθρα 5 και 15 της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, το άρθρο 19, παράγραφος 2, και το άρθρο 47 του Χάρτη, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ένα εθνικό δικαστήριο, το οποίο καλείται να ελέγξει τη νομιμότητα της κράτησης παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας, ενόψει της απέλασής του κατ’ εκτέλεση οριστικής απόφασης επιστροφής, υποχρεούται να εξετάσει, όπου κρίνεται σκόπιμο αυτεπαγγέλτως, εάν η αρχή της μη επαναπροώθησης αποκλείει την εν λόγω απομάκρυνση.
46 Προκαταρκτικά, είναι σημαντικό να υπενθυμιστεί ότι ο κύριος στόχος της οδηγίας 2008/115 είναι, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 4 αυτής, η θέσπιση αποτελεσματικής πολιτικής απομάκρυνσης και επαναπατρισμού με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ενδιαφερομένων (αποφάσεις της 19ης Ιουνίου 2018, Gnandi , C‑181/16, EU:C:2018:465, σκέψη 48· της 22ας Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Απομάκρυνση – Ιατρική Κάνναβη) , C‑69/21, EU:C:2022:913, σκέψη 88· και της 17ης Οκτωβρίου 2024, Ararat , C‑156/23, EU:C:2024:892, σκέψη 30).
47 Συνεπώς, κατά την εφαρμογή της οδηγίας 2008/115, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης μέτρων κράτησης στο πλαίσιο της προετοιμασίας για την απομάκρυνση παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που αναγνωρίζονται στον εν λόγω υπήκοο από τον Χάρτη (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Απομάκρυνση – Ιατρική κάνναβη) , C‑69/21, EU:C:2022:913, σκέψη 89).
48 Προς όφελος αυτών των προκαταρκτικών υπενθυμίσεων, θα πρέπει, καταρχάς, να τονιστεί ότι οποιαδήποτε κράτηση υπηκόου τρίτης χώρας βάσει της οδηγίας 2008/115 στο πλαίσιο διαδικασίας επιστροφής μετά από παράνομη διαμονή συνιστά σοβαρή παρέμβαση στο δικαίωμα στην ελευθερία του ενδιαφερόμενου προσώπου, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αυτεπάγγελτη επανεξέταση της κράτησης) , C‑704/20 και C‑39/21, EU:C:2022:858, σκέψη 72 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
49 Πράγματι, ένα μέτρο κράτησης συνίσταται στον περιορισμό ενός ατόμου σε συγκεκριμένο χώρο, στην επιβολή της μόνιμης παραμονής του εντός περιορισμένης και κλειστής περιμέτρου, στην απομόνωσή του από τον υπόλοιπο πληθυσμό και στη στέρησή του από την ελευθερία κινήσεών του (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αυτεπάγγελτη αναθεώρηση της κράτησης) , C‑704/20 και C‑39/21, EU:C:2022:858, σκέψη 73 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
50 Ωστόσο, ο σκοπός των μέτρων κράτησης, κατά την έννοια της οδηγίας 2008/115, δεν είναι η δίωξη ή η τιμωρία ποινικών αδικημάτων, αλλά η επίτευξη των στόχων που επιδιώκει η εν λόγω οδηγία σε θέματα επιστροφής (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αυτεπάγγελτη επανεξέταση της κράτησης) , C‑704/20 και C‑39/21, EU:C:2022:858, σκέψη 74). Επομένως, όταν διατάσσεται με σκοπό την απομάκρυνση, η κράτηση παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας αποσκοπεί μόνο στη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας της διαδικασίας επιστροφής και δεν επιδιώκει κανέναν τιμωρητικό σκοπό (βλ., συναφώς, απόφαση της 10ης Μαρτίου 2022, Landkreis Gifhorn , C‑519/20, EU:C:2022:178, σκέψη 38).
51 Δεδομένης της σοβαρότητας αυτής της επέμβασης στο δικαίωμα στην ελευθερία που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη και λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του δικαιώματος αυτού, η εξουσία που παρέχεται στις αρμόδιες εθνικές αρχές να κρατούν υπηκόους τρίτων χωρών είναι αυστηρά περιορισμένη. Ένα μέτρο κράτησης μπορεί επομένως να διαταχθεί ή να παραταθεί μόνο τηρουμένων των γενικών και αφηρημένων κανόνων που καθορίζουν τις προϋποθέσεις και τις λεπτομέρειες εφαρμογής του (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 2022, Landkreis Gifhorn , C‑519/20, EU:C:2022:178, σκέψη 62, και της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (αυτεπάγγελτη επανεξέταση της κράτησης) , C‑704/20 και C‑39/21, EU:C:2022:858, σκέψη 75).
52 Οι γενικοί και αφηρημένοι κανόνες που καθορίζουν, ως κοινά πρότυπα της Ένωσης, τις προϋποθέσεις νομιμότητας της κράτησης παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας υπό το πρίσμα της οδηγίας 2008/115, μεταξύ άλλων υπό το πρίσμα του άρθρου 6 του Χάρτη, ορίζονται στο άρθρο 15 της εν λόγω οδηγίας (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αυτεπάγγελτη επανεξέταση της κράτησης) , C‑704/20 και C‑39/21, EU:C:2022:858, σκέψεις 76 και 77).
53 Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι, εκτός εάν άλλα επαρκή αλλά λιγότερο καταναγκαστικά μέτρα μπορούν να εφαρμοστούν αποτελεσματικά σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, τα κράτη μέλη μπορούν να κρατούν υπήκοο τρίτης χώρας που υπόκειται σε διαδικασίες επιστροφής μόνο για την προετοιμασία της επιστροφής ή/και την εκτέλεση της απομάκρυνσης, ιδίως όταν υπάρχει κίνδυνος διαφυγής ή όταν ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας αποφεύγει ή εμποδίζει την προετοιμασία της επιστροφής ή τη διαδικασία απομάκρυνσης. Η κράτηση πρέπει να είναι όσο το δυνατόν συντομότερη και να διατηρείται μόνο για όσο διάστημα οι διαδικασίες απομάκρυνσης βρίσκονται σε εξέλιξη και εκτελούνται με κάθε δέουσα επιμέλεια.
54 Όταν προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις νομιμότητας της κράτησης που ορίζονται στο άρθρο 15 της οδηγίας 2008/115 δεν έχουν ή δεν πληρούνται πλέον, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο πρέπει, όπως ρητώς ορίζει ο νομοθέτης της Ένωσης στο τέταρτο εδάφιο του άρθρου 15, παράγραφοι 2 και 4, της εν λόγω οδηγίας, να αφεθεί αμέσως ελεύθερο (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αυτεπάγγελτη αναθεώρηση της κράτησης) , C‑704/20 και C‑39/21, EU:C:2022:858, σκέψη 79, και της 4ης Οκτωβρίου 2024, Bouskoura , C‑387/24 PPU, EU:C:2024:868, σκέψη 44).
55 Έτσι, αφενός, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115, ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας πρέπει να αφεθεί αμέσως ελεύθερος εάν η κράτηση είναι παράνομη. Αφετέρου, το ίδιο ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, όταν προκύπτει ότι δεν υπάρχει πλέον εύλογη προοπτική απομάκρυνσης για νομικούς ή άλλους λόγους ή ότι δεν πληρούνται πλέον οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.
56 Για να θεωρηθεί ότι εξακολουθεί να υπάρχει «εύλογη προοπτική απομάκρυνσης», κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, είναι απαραίτητο, κατά τον χρόνο εξέτασης της νομιμότητας της κράτησης, να υπάρχει πραγματική πιθανότητα η απομάκρυνση να πραγματοποιηθεί με επιτυχία, λαμβανομένων υπόψη των προθεσμιών που ορίζονται στο άρθρο 15, παράγραφοι 5 και 6, της εν λόγω οδηγίας (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 30ής Νοεμβρίου 2009, Kadzoev , C‑357/09 PPU, EU:C:2009:741, σκέψη 65, και της 5ης Ιουνίου 2014, Mahdi , C‑146/14 PPU, EU:C:2014:1320, σκέψη 60) και χωρίς να αποκλείονται «νομικές σκέψεις», κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης.
57 Συνεπώς, η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει ιδίως να επαληθεύσει, υπό τους όρους νομιμότητας της κράτησης που ορίζονται στο άρθρο 15 της οδηγίας 2008/115, εάν υπάρχει εύλογη προοπτική απομάκρυνσης του παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας ή εάν τέτοιες νομικές εκτιμήσεις αποκλείουν την απέλασή του.
58 Συναφώς, η έννοια των «νομικών σκέψεων» δεν ορίζεται στην οδηγία 2008/115. Λαμβάνοντας υπόψη τη συνήθη σημασία της, πρέπει να θεωρηθεί ότι καλύπτει κάθε κανόνα δικαίου με τον οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να συμμορφώνονται κατά την απομάκρυνση παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας.
59 Αυτό συμβαίνει, όπως συμφωνούν όλα τα μέρη και τα ενδιαφερόμενα μέρη που υπέβαλαν παρατηρήσεις στην υπό κρίση υπόθεση, με το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115, το οποίο αποτελεί γενικό κανόνα δεσμευτικό για τα κράτη μέλη από τη στιγμή που εφαρμόζουν την εν λόγω οδηγία.
60 Ειδικότερα, το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115 υποχρεώνει την αρμόδια εθνική αρχή να σέβεται, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας επιστροφής, την αρχή της μη επαναπροώθησης, η οποία κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα στο άρθρο 18 του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 33 της Σύμβασης για το Καθεστώς των Προσφύγων, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο για το Καθεστώς των Προσφύγων, και στο άρθρο 19(2) του Χάρτη [αποφάσεις της 22ας Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Απομάκρυνση – Ιατρική Κάνναβη) , C‑69/21, EU:C:2022:913, σκέψη 55, και της 17ης Οκτωβρίου 2024, Ararat , C‑156/23, EU:C:2024:892, σκέψη 35].
61 Κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 4 αυτού, απαγορεύει απόλυτα, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του ενδιαφερομένου, την απομάκρυνση, την απέλαση ή την έκδοση σε κράτος όπου υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποβληθεί το εν λόγω πρόσωπο σε θανατική ποινή, βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Συνεπώς, τα κράτη μέλη δεν μπορούν να απομακρύνουν, να απελάσουν ή να εκδώσουν αλλοδαπό υπήκοο όταν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι στη χώρα προορισμού αυτός/αυτή θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποβληθεί σε μεταχείριση απαγορευμένη από τις δύο αυτές διατάξεις του Χάρτη (απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2024, Ararat , C‑156/23, EU:C:2024:892, σκέψη 36 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
62 Επομένως, όταν υπάρχουν βάσιμοι και αποδεδειγμένοι λόγοι να πιστεύεται ότι ένας παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας θα διατρέχει πραγματικό κίνδυνο στη χώρα προορισμού να υποστεί μεταχείριση απαγορευμένη από τις εν λόγω διατάξεις του Χάρτη, ο εν λόγω υπήκοος δεν μπορεί να υπόκειται σε μέτρο απομάκρυνσης όσο υφίσταται ο εν λόγω κίνδυνος, όπως προβλέπεται ρητά στο άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της οδηγίας 2008/115 (βλ., συναφώς, απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Απομάκρυνση – Ιατρική Κάνναβη) , C‑69/21, EU:C:2022:913, σκέψεις 58 και 59).
63 Αυτό ισχύει ακόμη και όταν ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας αποτελεί αντικείμενο απόφασης επιστροφής την οποία δεν έχει προσβάλει και η οποία έχει, ως εκ τούτου, καταστεί τελεσίδικη.
64 Πράγματι, η αρμόδια εθνική αρχή οφείλει να λαμβάνει υπόψη την αρχή της μη επαναπροώθησης σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, από τον χρόνο έκδοσης απόφασης επιστροφής έως τον χρόνο δικαστικού ελέγχου της εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης (βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2024, Ararat , C‑156/23, EU:C:2024:892, σκέψη 46), και τούτο, όπως προκύπτει από τη σκέψη 61 της παρούσας αποφάσεως, ανεξάρτητα από τη συμπεριφορά του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας και, ιδίως, ανεξαρτήτως του εάν αυτός ή αυτή έχει προσβάλει την εν λόγω απόφαση.
65 Επιπλέον, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να επιτρέπουν στον εν λόγω υπήκοο να επικαλείται οποιαδήποτε μεταβολή των περιστάσεων που επέρχεται μετά την έκδοση της απόφασης επιστροφής, η οποία θα μπορούσε να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην αξιολόγηση της κατάστασής του υπό το πρίσμα, ιδίως, του άρθρου 5 της οδηγίας 2008/115 (βλ., συναφώς, απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2024, Ararat , C‑156/23, EU:C:2024:892, σκέψη 37 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
66 Συνεπώς, όταν η αρμόδια εθνική αρχή καλείται να διατάξει, να επανεξετάσει ή να παρατείνει μέτρο κράτησης με σκοπό την απομάκρυνση παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας, οφείλει να επαληθεύσει ότι η αρχή της μη επαναπροώθησης δεν αποκλείει την απομάκρυνση του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας.
67 Δεύτερον, όσον αφορά το δικαίωμα των υπηκόων τρίτων χωρών που τελούν υπό κράτηση σε αποτελεσματική δικαστική προστασία, κατά πάγια νομολογία, βάσει του άρθρου 47 του Χάρτη, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν αποτελεσματική δικαστική προστασία των ατομικών δικαιωμάτων που απορρέουν από την έννομη τάξη της ΕΕ (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αυτεπάγγελτη επανεξέταση της κράτησης) , C‑704/20 και C‑39/21, EU:C:2022:858, σκέψη 81).
68 Το δικαίωμα αυτό κατοχυρώνεται, όσον αφορά την κράτηση παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας βάσει της οδηγίας 2008/115, στο τρίτο εδάφιο του άρθρου 15, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας, κατά το οποίο, σε περίπτωση που έχει διαταχθεί κράτηση από διοικητική αρχή, πρέπει να προβλέπεται ταχεία δικαστική επανεξέταση, είτε αυτεπαγγέλτως είτε κατόπιν αιτήματος του ενδιαφερομένου, της νομιμότητας της κράτησης αυτής (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αυτεπάγγελτη επανεξέταση της κράτησης) , C‑704/20 και C‑39/21, EU:C:2022:858, σκέψεις 82 και 83).
69 Επιπλέον, το άρθρο 15, παράγραφος 3, της οδηγίας 2008/115 –το οποίο απαιτεί, σε περίπτωση διατήρησης μέτρου κράτησης, περιοδική επανεξέταση «ανά εύλογα χρονικά διαστήματα» προκειμένου να επαληθεύεται εάν εξακολουθούν να πληρούνται οι προϋποθέσεις νομιμότητας της κράτησης– απαιτεί η επανεξέταση αυτή να υπόκειται σε έλεγχο από δικαστική αρχή σε περίπτωση παρατεταμένων περιόδων κράτησης.
70 Ο νομοθέτης της Ένωσης έχει θεσπίσει, επομένως, κοινά δικονομικά πρότυπα, σκοπός των οποίων είναι να διασφαλιστεί ότι υπάρχει, σε κάθε κράτος μέλος, ένα σύστημα που επιτρέπει στην αρμόδια δικαστική αρχή να αφήσει ελεύθερο, εφόσον συντρέχει λόγος μετά από αυτεπάγγελτη επανεξέταση, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο μόλις φανεί ότι η κράτησή του δεν είναι ή δεν είναι πλέον νόμιμη (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αυτεπάγγελτη επανεξέταση της κράτησης) , C‑704/20 και C‑39/21, EU:C:2022:858, σκέψη 86).
71 Προκειμένου ένα τέτοιο καθεστώς προστασίας να διασφαλίζει αποτελεσματικά την τήρηση των αυστηρών προϋποθέσεων που πρέπει να πληροί η νομιμότητα ενός μέτρου κράτησης που αναφέρεται στην οδηγία 2008/115, η αρμόδια δικαστική αρχή πρέπει να είναι σε θέση να αποφαίνεται επί κάθε πραγματικού και νομικού στοιχείου που είναι σχετικό με την επαλήθευση της νομιμότητας αυτής. Προς τούτο, πρέπει να είναι σε θέση να λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά στοιχεία και τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία βασίζεται η διοικητική αρχή που διέταξε την αρχική κράτηση. Πρέπει επίσης να είναι σε θέση να λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά περιστατικά, τα αποδεικτικά στοιχεία και τις παρατηρήσεις που ενδέχεται να της υποβληθούν από το ενδιαφερόμενο πρόσωπο. Επιπλέον, πρέπει να είναι σε θέση να ζητήσει οποιοδήποτε άλλο στοιχείο σχετικό με την απόφασή της, εφόσον το κρίνει απαραίτητο. Οι εξουσίες που διαθέτει στο πλαίσιο επανεξέτασης δεν μπορούν, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες, να περιορίζονται αποκλειστικά στα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει η διοικητική αρχή (απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Αυτεπάγγελτη επανεξέταση της κράτησης) , C‑704/20 και C‑39/21, EU:C:2022:858, σκέψη 87 και η εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
72 Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη τη σημασία του δικαιώματος στην ελευθερία, τη σοβαρότητα της επέμβασης στο δικαίωμα αυτό που συνιστά η κράτηση προσώπων για λόγους άλλους από τη δίωξη ή την τιμωρία ποινικών αδικημάτων και την απαίτηση, όπως επισημαίνεται από τα κοινά πρότυπα που έχει θεσπίσει ο νομοθέτης της Ένωσης, για υψηλό επίπεδο δικαστικής προστασίας που να καθιστά δυνατή την τήρηση της επιτακτικής ανάγκης αποφυλάκισης ενός τέτοιου προσώπου όταν οι προϋποθέσεις νομιμότητας της κράτησης δεν πληρούνται ή δεν πληρούνται πλέον, η αρμόδια δικαστική αρχή οφείλει να λάβει υπόψη όλα τα αποδεικτικά στοιχεία, ιδίως τα πραγματικά στοιχεία, που της γνωστοποιούνται, όπως συμπληρώθηκαν ή διευκρινίστηκαν στο πλαίσιο διαδικαστικών μέτρων που κρίνει απαραίτητο να λάβει βάσει του εθνικού της δικαίου, και, βάσει των εν λόγω στοιχείων, να εντοπίσει, όπου είναι σκόπιμο, την παραβίαση προϋπόθεσης νομιμότητας που απορρέει από το δίκαιο της Ένωσης, ακόμη και αν η παραβίαση αυτή δεν έχει επικαλεστεί ο ενδιαφερόμενος. Η υποχρέωση αυτή δεν θίγει την υποχρέωση, για την δικαστική αρχή που έχει ως αποτέλεσμα να θέσει αυτεπαγγέλτως μια τέτοια προϋπόθεση νομιμότητας, να καλέσει καθένα από τα μέρη να εκφράσει τις απόψεις του επί της προϋπόθεσης αυτής σύμφωνα με την αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως [απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Εκτελεστικός έλεγχος της κράτησης) , C‑704/20 και C‑39/21, EU:C:2022:858, σκέψη 88].
73 Υπό τις συνθήκες αυτές, και λαμβανομένων υπόψη των λόγων που εκτίθενται στις σκέψεις 54 έως 66 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να κριθεί ότι η δικαστική αρχή που είναι αρμόδια να επανεξετάσει την τοποθέτηση ή τη συνεχιζόμενη κράτηση παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας οφείλει να διασφαλίσει, όπου κρίνεται σκόπιμο αυτεπαγγέλτως, ότι η αρχή της μη επαναπροώθησης δεν αποκλείει την απομάκρυνση του εν λόγω υπηκόου. Εάν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η αρχή αυτή αποκλείει την απομάκρυνση, θα υποχρεούται, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 2, τέταρτο εδάφιο, και το άρθρο 15, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, να αφήσει τον εν λόγω υπήκοο αμέσως ελεύθερο.
74 Από τα ανωτέρω προκύπτει επίσης ότι ένας εθνικός κανόνας ή πρακτική βάσει της οποίας η πλήρης εξέταση της αρχής της μη επαναπροώθησης μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο στο πλαίσιο διαδικασίας διεθνούς προστασίας θα ήταν αντίθετη προς τα άρθρα 5 και 15 της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη. Πράγματι, η εν λόγω οδηγία, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου 5 αυτής, εφαρμόζεται σε κάθε υπήκοο τρίτης χώρας που βρίσκεται σε παράνομη κατάσταση, ανεξάρτητα από τους λόγους αυτής της κατάστασης (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 3ης Ιουνίου 2021, Westerwaldkreis , C‑546/19, EU:C:2021:432, σκέψη 45, και της 17ης Οκτωβρίου 2024, Ararat , C‑156/23, EU:C:2024:892, σκέψεις 32 και 40).
75 Συνεπώς, σε αντίθεση με τη θέση που εξέφρασε η Ολλανδική Κυβέρνηση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου, η GB δεν μπορεί να υποχρεωθεί να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης συμμόρφωση με την αρχή της μη επαναπροώθησης που αναφέρεται στο άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 17ης Οκτωβρίου 2024, Ararat , C‑156/23, EU:C:2024:892, σκέψη 41).
76 Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι ότι τα άρθρα 5 και 15 της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, το άρθρο 19, παράγραφος 2, και το άρθρο 47 του Χάρτη, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο, το οποίο καλείται να ελέγξει τη νομιμότητα της κράτησης παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας, ενόψει της απέλασής του κατ’ εκτέλεση οριστικής απόφασης επιστροφής, υποχρεούται να εξετάσει, όπου κρίνεται σκόπιμο αυτεπαγγέλτως, εάν η αρχή της μη επαναπροώθησης αποκλείει την εν λόγω απομάκρυνση.
Στο δεύτερο ερώτημα
77 Με το δεύτερο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν τα άρθρα 5 και 15 της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 7, το άρθρο 24, παράγραφος 2, και το άρθρο 47 του Χάρτη, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ένα εθνικό δικαστήριο, το οποίο καλείται να ελέγξει τη νομιμότητα της κράτησης παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας ενόψει της απέλασής του κατ’ εφαρμογή οριστικής απόφασης επιστροφής, υποχρεούται να εξετάσει, όπου κρίνεται σκόπιμο αυτεπαγγέλτως, εάν το συμφέρον του παιδιού και της οικογενειακής ζωής, που αναφέρονται αντίστοιχα στο άρθρο 5, στοιχεία α΄ και β΄, της εν λόγω οδηγίας, αντιτίθενται στην απομάκρυνση αυτή.
78 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι από το σκεπτικό της απάντησης στο πρώτο ερώτημα προκύπτει ότι η δικαστική αρχή που είναι αρμόδια να επανεξετάσει την τοποθέτηση ή τη συνεχιζόμενη κράτηση παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας βάσει του άρθρου 15 της οδηγίας 2008/115 οφείλει να διαπιστώσει, όπου κρίνεται σκόπιμο αυτεπαγγέλτως, ότι δεν τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις νομιμότητας της κράτησης που ορίζονται στο άρθρο 15. Υπό τις εν λόγω προϋποθέσεις νομιμότητας, της εναπόκειται, μεταξύ άλλων, να εξακριβώσει εάν εξακολουθεί να υπάρχει εύλογη προοπτική απομάκρυνσης του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας χωρίς νομικές σκέψεις να αποκλείουν την απομάκρυνσή του.
79 Το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115, το οποίο αποτελεί, όπως υπενθυμίζεται στη σκέψη 59 της παρούσας αποφάσεως, γενικό κανόνα δεσμευτικό για τα κράτη μέλη μόλις εφαρμόσουν την εν λόγω οδηγία και εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των «νομικών σκέψεων» κατά την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 4, της εν λόγω οδηγίας, υποχρεώνει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν δεόντως υπόψη το συμφέρον του παιδιού, την οικογενειακή ζωή και την κατάσταση της υγείας του εν λόγω υπηκόου τρίτης χώρας. Όπως και η αρχή της μη επαναπροώθησης, τα συμφέροντα αυτά πρέπει να λαμβάνονται δεόντως υπόψη σε όλα τα στάδια της διαδικασίας επιστροφής, είτε, ειδικότερα, κατά τον χρόνο έκδοσης απόφασης επιστροφής, απόφασης απαγόρευσης εισόδου ή μέτρου απομάκρυνσης (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2018, KA και άλλοι (Οικογενειακή επανένωση στο Βέλγιο) , C‑82/16, EU:C:2018:308, σκέψη 104· της 14ης Ιανουαρίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Επιστροφή ασυνόδευτου ανηλίκου) , C‑441/19, EU:C:2021:9, σκέψη 44· της 22ας Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Απομάκρυνση – Θεραπευτική Κάνναβη) , C‑69/21, EU:C:2022:913, σκέψη 91, και της 27ης Απριλίου 2018). 2023, MD (Απαγόρευση εισόδου στην Ουγγαρία) , C‑528/21, EU:C:2023:341, σκέψεις 89 έως 91], ή κατά τη διάρκεια κράτησης με σκοπό την απέλαση.
80 Συνεπώς, κατά την εξέταση των προϋποθέσεων νομιμότητας της κράτησης, εναπόκειται στην αρμόδια δικαστική αρχή να εξακριβώσει, εφόσον κρίνεται σκόπιμο αυτεπαγγέλτως, εάν, αφενός, τα συμφέροντα αυτά αποκλείουν την κράτηση αυτή καθαυτή του παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας και, αφετέρου, εάν τα ίδια συμφέροντα αποκλείουν την απέλασή του κατ’ εκτέλεση οριστικής αποφάσεως επιστροφής.
81 Η ερμηνεία αυτή υποστηρίζεται από τον σκοπό που επιδιώκει το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115. Πράγματι, όπως επιβεβαιώνεται από τις αιτιολογικές σκέψεις 22 και 24 της εν λόγω οδηγίας, το άρθρο 5 επιδιώκει να διασφαλίσει, στο πλαίσιο της διαδικασίας επιστροφής που θεσπίζεται από την εν λόγω οδηγία, τον σεβασμό διαφόρων θεμελιωδών δικαιωμάτων, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή και των θεμελιωδών δικαιωμάτων του παιδιού, όπως κατοχυρώνονται, αντίστοιχα, στα άρθρα 7 και 24 του Χάρτη. Συνεπώς, ενόψει του σκοπού που επιδιώκει, το άρθρο 5 δεν μπορεί να ερμηνευθεί συσταλτικά (βλ., συναφώς, απόφαση της 11ης Μαρτίου 2021, État belge (Επιστροφή γονέα ανηλίκου) , C-112/20, EU:C:2021:197, σκέψη 35).
82 Τούτου λεχθέντος, σε αντίθεση με την προστασία κατά κάθε απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 του Χάρτη, τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 24 του τελευταίου δεν είναι απόλυτα και, ως εκ τούτου, ενδέχεται να υπόκεινται σε περιορισμούς υπό τους όρους που ορίζονται στο άρθρο 52(1) του Χάρτη (απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 2022, Γενικός Επίτροπος για τους Πρόσφυγες και τους Απάτριδες (Ενότητα Οικογένειας – Ήδη χορηγηθείσα προστασία) , C‑483/20, EU:C:2022:103, σκέψη 36).
83 Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι ο παρανόμως διαμένων υπήκοος τρίτης χώρας έχει καθήκον ειλικρινούς συνεργασίας, βάσει του οποίου οφείλει να ενημερώνει την αρμόδια εθνική αρχή το συντομότερο δυνατό για κάθε σχετική εξέλιξη που αφορά την οικογενειακή του ζωή (βλ., συναφώς, απόφαση της 8ης Μαΐου 2018, KA κ.λπ. (Οικογενειακή επανένωση στο Βέλγιο) , C-82/16, EU:C:2018:308, σκέψεις 103 έως 105).
84 Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι ότι τα άρθρα 5 και 15 της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 7, το άρθρο 24, παράγραφος 2, και το άρθρο 47 του Χάρτη, πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι εθνικό δικαστήριο, το οποίο καλείται να ελέγξει τη νομιμότητα της κράτησης παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας ενόψει της απέλασής του κατ’ εκτέλεση οριστικής απόφασης επιστροφής, υποχρεούται να εξετάσει, όπου κρίνεται σκόπιμο αυτεπαγγέλτως, εάν το συμφέρον του παιδιού και της οικογενειακής ζωής, που αναφέρονται αντίστοιχα στο άρθρο 5, στοιχεία α΄ και β΄, της εν λόγω οδηγίας, αντιτίθενται στην απομάκρυνση αυτή.
Σχετικά με το κόστος
85 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των εξόδων των εν λόγω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (Δεύτερο Τμήμα) αποφαίνεται:
1) Άρθρα 5 και 15 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με κοινά πρότυπα και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, σε συνδυασμό με το άρθρο 6, το άρθρο 19(2) και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής:
Ένα εθνικό δικαστήριο, το οποίο καλείται να εξετάσει τη νομιμότητα της κράτησης ενός παράνομα διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας, ενόψει της απέλασής του κατ’ εκτέλεση οριστικής απόφασης επιστροφής, υποχρεούται να εξετάσει, όπου είναι σκόπιμο αυτεπαγγέλτως, εάν η αρχή της μη επαναπροώθησης αποκλείει την εν λόγω απομάκρυνση.
2) Τα άρθρα 5 και 15 της οδηγίας 2008/115, σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 και 7, το άρθρο 24(2) και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων,
πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής:
Ένα εθνικό δικαστήριο, το οποίο καλείται να ελέγξει τη νομιμότητα της κράτησης παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας, ενόψει της απέλασής του κατ’ εκτέλεση οριστικής απόφασης επιστροφής, υποχρεούται να εξετάσει, όπου είναι σκόπιμο αυτεπαγγέλτως, εάν το συμφέρον του παιδιού και της οικογενειακής ζωής, που αναφέρονται αντίστοιχα στο άρθρο 5, στοιχεία α΄ και β΄, της εν λόγω οδηγίας, αντιτίθενται σε μια τέτοια απομάκρυνση.
Υπογραφές
