Προδικαστική παραπομπή — Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις — Οδηγία 2004/80/ΕΚ — Άρθρο 12(2) — Αποζημίωση θυμάτων εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων — Δίκαιη και επαρκής αποζημίωση — Εθνική νομοθεσία που αποκλείει την αποζημίωση για πόνο και ταλαιπωρία
Στην υπόθεση C‑284/24,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Ανώτατο Δικαστήριο (Ιρλανδία) με απόφαση της 12ης Απριλίου 2024, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 23 Απριλίου 2024, στο πλαίσιο της δίκης
ΝΔ
κατά
Δικαστήριο Αποζημιώσεων για Ποινικές Βλάβες ,
Υπουργός Δικαιοσύνης και Ισότητας ,
Ιρλανδία και
Γενικός Εισαγγελέας ,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (Πέμπτο Τμήμα),
αποτελούμενο από τους: M. L. Arastey Sahún, Πρόεδρο Τμήματος, Δ. Γρατσιά (εισηγητή), E. Regan, J. Passer και B. Smulders, δικαστές,
Γενικός Εισαγγελέας: L. Medina,
Γραμματέας: A. Calot Escobar,
έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν κατά την έγγραφη διαδικασία,
έχοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που του υπέβαλαν οι
– LD, εκπροσωπούμενος από τους C. Donnelly, SC, M. Lynn, SC, J. MacGuill, SC, solicitor, D. Brady, BL, C. Donald, solicitor, και E. Martin-Vignerte, δικηγόρο,
– το Δικαστήριο Αποζημιώσεων για Ποινικές Βλάβες, ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Ισότητας της Ιρλανδίας, και ο Γενικός Εισαγγελέας, εκπροσωπούμενοι από την M. Browne, Γενικό Εισαγγελέα, και τους S. Finnegan, A. Joyce και J. Moloney, επικουρούμενους από τους M. Reilly, SC, και M. Finan, BL,
– η Τσεχική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Smolek, A. Pagáčová και J. Vláčil,
– η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και P.-L. Krüger,
– η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους E. M. M. Besselink, M. K. Bulterman και H. S. Gijzen,
– η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την B. Majczyna,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους S. Noë και J. Tomkin,
Αφού αποφάσισε, αφού άκουσε τον Γενικό Εισαγγελέα, να εκδώσει απόφαση χωρίς απόφαση,
έχει δώσει τα εξής
κρίση
1 Η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την αποζημίωση των θυμάτων εγκλημάτων (ΕΕ 2004 L 261, σ. 15).
2 Η αίτηση υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ, αφενός, του LD και, αφετέρου, του Δικαστηρίου Αποζημίωσης για Ποινικές Βλάβες (Ιρλανδία, στο εξής: CICT), του Υπουργού Δικαιοσύνης και Ισότητας της Ιρλανδίας και του Γενικού Εισαγγελέα (Ιρλανδία), σχετικά με αίτηση αποζημίωσης βάσει του Συστήματος Αποζημίωσης για Προσωπικές Βλάβες που Προκλήθηκαν Ποινικά από τον LD («Σύστημα Αποζημίωσης Θυμάτων της Ιρλανδίας»).
Σχετικές νομικές διατάξεις
δίκαιο της Ένωσης
Οδηγία 2004/80
3 Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 10 και 14 της οδηγίας 2004/80 ορίζουν τα εξής:
«(2) Στην απόφασή του της 2ας Φεβρουαρίου 1989 στην υπόθεση Cowan (186/87, EU:C:1989:47), το Δικαστήριο έκρινε ότι, όταν το κοινοτικό δίκαιο εγγυάται σε ένα φυσικό πρόσωπο το δικαίωμα να μεταβεί σε άλλο κράτος μέλος, η εν λόγω ελευθερία κυκλοφορίας συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι η ακεραιότητα ενός τέτοιου προσώπου προστατεύεται στο εν λόγω κράτος μέλος κατά τον ίδιο τρόπο όπως και των υπηκόων ή κατοίκων του. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, θα πρέπει επίσης να ληφθούν μέτρα για τη διευκόλυνση της καταβολής αποζημίωσης στα θύματα εγκλημάτων.
– –
(10) Τα θύματα εγκλημάτων συχνά δεν μπορούν να λάβουν αποζημίωση από τον δράστη, επειδή ο δράστης ενδέχεται να μην είναι σε θέση να καταβάλει την αποζημίωση που του επιδικάστηκε λόγω έλλειψης κεφαλαίων ή επειδή δεν έχει ταυτοποιηθεί ή διωχθεί.
– –
(14) Η παρούσα οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου.
4 Το άρθρο 1 της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Δικαίωμα αξίωσης αποζημίωσης στο κράτος διαμονής», ορίζει τα εξής:
«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που ένα εκ προθέσεως βίαιο έγκλημα έχει διαπραχθεί σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος διαμονής του αιτούντος, ο αιτών έχει το δικαίωμα να υποβάλει αίτηση σε αρχή ή άλλο φορέα στο κράτος μέλος διαμονής.»
5 Το μόνο άρθρο του κεφαλαίου II της εν λόγω οδηγίας, με τίτλο «Εθνικά συστήματα αποζημίωσης», δηλαδή το άρθρο 12, παράγραφος 2, ορίζει τα εξής:
«Όλα τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η εθνική τους νομοθεσία προβλέπει σύστημα αποζημίωσης για τα θύματα βίαιων εκ προθέσεως εγκλημάτων που διαπράττονται στην επικράτειά τους, διασφαλίζοντας δίκαιη και επαρκή αποζημίωση για τα θύματα.»
6 Το άρθρο 18 της οδηγίας, με τίτλο «Εφαρμογή», ορίζει στην παράγραφο 2:
«Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι τα μέτρα που είναι απαραίτητα για τη συμμόρφωση με την παρούσα οδηγία λαμβάνονται μόνο σε σχέση με αιτούντες των οποίων το ποινικό αδίκημα που προκάλεσε τη ζημία διαπράχθηκε μετά τις 30 Ιουνίου 2005.»
Οδηγία 2012/29/ΕΕ
7 Το άρθρο 2(1), με τίτλο «Ορισμοί», της οδηγίας 2012/29/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, για τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία των θυμάτων εγκληματικότητας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαισίου 2001/220/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ 2012 L 315, σ. 57), ορίζει τα εξής:
«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:
(α) «θύμα» σημαίνει:
(i) φυσικό πρόσωπο που έχει υποστεί άμεση βλάβη, όπως σωματική, ψυχική ή συναισθηματική βλάβη ή οικονομική απώλεια, ως αποτέλεσμα του εγκλήματος·
… –”
Ιρλανδικό δίκαιο
8 Το Ιρλανδικό Σύστημα Αποζημίωσης Θυμάτων είναι ένα διοικητικό σύστημα που θεσπίστηκε το 1974 για την αποζημίωση των θυμάτων εγκλημάτων για τη βλάβη που έχουν υποστεί. Η εφαρμογή του έχει ανατεθεί στο CICT. Όπως προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής, η αρχική έκδοση του συστήματος αυτού προέβλεπε την καταβολή «γενικής αποζημίωσης» για ηθική βλάβη, συμπεριλαμβανομένου του πόνου και της ταλαιπωρίας.
9 Από την τροποποίηση του συστήματος αυτού την 1η Απριλίου 1986, δεν έχει επιδικαστεί καμία αποζημίωση υπό μορφή ηθικής βλάβης λόγω ψυχικής οδύνης, δεδομένου ότι, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, το πεδίο εφαρμογής των επίμαχων διατάξεων, πριν από την τροποποίησή τους, είχε σοβαρές συνέπειες για τα οικονομικά του ιρλανδικού κράτους, τα οποία εκείνη την εποχή βρίσκονταν σε βαθιά οικονομική ύφεση.
Η κύρια δίκη και τα προδικαστικά ερωτήματα
10 Ο LD, ο οποίος γεννήθηκε στην Ισπανία και ζει στην Ιρλανδία, έπεσε θύμα βίαιης εγκληματικής επίθεσης από ομάδα ατόμων μπροστά από το σπίτι του στο Δουβλίνο (Ιρλανδία) στις 12 Ιουλίου 2015.
11 Την 1η Οκτωβρίου 2015, ο LD υπέβαλε αίτηση αποζημίωσης στο CICT βάσει του ιρλανδικού συστήματος αποζημίωσης των θυμάτων.
12 Στην εν λόγω αίτηση, η LD δήλωσε ότι, ως αποτέλεσμα της επίθεσης αυτής, είχε υποστεί σοβαρό τραυματισμό στα μάτια, ο οποίος είχε οδηγήσει σε μόνιμη μερική απώλεια της όρασής της, καθώς και διάφορους άλλους τραυματισμούς, μεταξύ άλλων στη γνάθο, τον αριστερό ώμο και το χέρι, τη μέση και το στήθος. Είχε επίσης ψυχολογικά προβλήματα και υπέφερε από άγχος. Αφού η LD είχε λάβει αναρρωτική άδεια λόγω της επίθεσης αυτής, ο εργοδότης της την απέλυσε και ήταν άνεργη κατά τον χρόνο υποβολής της εν λόγω αίτησης.
13 Αφού διαπίστωσε ότι ο LD είχε υποστεί προσωπική και υλική ζημία ως αποτέλεσμα του εκ προθέσεως βίαιου εγκλήματος που διαπράχθηκε εις βάρος του και ότι ο LD δεν είχε λάβει αποζημίωση από άλλες πηγές, το CICT του επιδίκασε χαριστικά 645,62 ευρώ για έξοδα που πραγματοποίησε άμεσα ως αποτέλεσμα του εγκλήματος αυτού. Κατόπιν αιτήματος του LD, το δικαστήριο αυτό παρείχε στον LD αναλυτική περιγραφή του ποσού της επιδικασθείσας αποζημίωσης, αναφέροντας ότι ο LD είχε λάβει αποζημίωση 44,20 ευρώ για την αντικατάσταση της άδειας οδήγησής του, 339 ευρώ για νέα γυαλιά, 28,82 ευρώ για φάρμακα, 100 ευρώ για έξοδα νοσηλείας και 133,63 ευρώ για έξοδα ταξιδιού.
14 Στις 2 Αυγούστου 2019, ο LD άσκησε αγωγή ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου (Ιρλανδία), του αιτούντος δικαστηρίου, ζητώντας, πρώτον, να αναγνωριστεί ότι το ιρλανδικό σύστημα αποζημίωσης των θυμάτων αντίκειται στην οδηγία 2004/80 και/ή στα άρθρα 1, 3, 4, 7 και 9 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), στο μέτρο που το σύστημα αυτό δεν προβλέπει δίκαιη και επαρκή αποζημίωση, δεδομένου ότι η ηθική βλάβη, συμπεριλαμβανομένου του πόνου και της ταλαιπωρίας, δεν αποζημιώνεται, και, δεύτερον, να αναγνωριστεί ότι, ως θύμα εγκλήματος, δικαιούται αποζημίωση για τον πόνο και την ταλαιπωρία αυτό.
15 Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει, καταρχάς, ότι η απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Presidenza del Consiglio dei Ministri (C‑129/19, EU:C:2020:566), παρέχει χρήσιμες διευκρινίσεις σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80. Ωστόσο, η εν λόγω απόφαση δεν παρέχει απάντηση στο ερώτημα εάν και σε ποιο βαθμό πρέπει να προβλέπεται δίκαιη και επαρκής αποζημίωση, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, για την αποζημίωση των θυμάτων εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων τόσο για υλική όσο και για ηθική βλάβη, συμπεριλαμβανομένου του πόνου και της ταλαιπωρίας. Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει σαφώς ότι, κατά το ιρλανδικό δίκαιο, ο πόνος και η ταλαιπωρία εμπίπτουν στην ευρύτερη κατηγορία της ηθικής βλάβης (μη υλική ζημία).
16 Στη συνέχεια, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει την ευρεία διακριτική ευχέρεια που απολαμβάνουν τα κράτη μέλη στον τομέα αυτό και εκφράζει τις αμφιβολίες του, όπως και το Εφετείο (Ιρλανδία), ως προς το εάν το πεδίο εφαρμογής των εθνικών συστημάτων αποζημίωσης μπορεί να περιοριστεί όσον αφορά την ηθική βλάβη. Σύμφωνα με το αιτούν δικαστήριο, η απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Presidenza del Consiglio dei Ministri (C‑129/19, EU:C:2020:566), δεν διευκρινίζει ποια ζημία ή ζημία μπορεί να θεωρηθεί ηθική βλάβη. Ωστόσο, τονίζει ότι, σύμφωνα με την ερμηνεία της εν λόγω απόφασης, η χρήση της λέξης «υποφορά» από το Δικαστήριο συνεπάγεται υποχρέωση αποκατάστασης, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, του πόνου και της ταλαιπωρίας. Από την άλλη πλευρά, θα ήταν δύσκολο να γίνει δεκτός ο αποκλεισμός μιας τέτοιας αποζημίωσης, δεδομένου ότι, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, η αποζημίωση που προβλέπεται στην οδηγία 2004/80 πρέπει να λαμβάνει υπόψη τη σοβαρότητα των συνεπειών που υπέστη το θύμα του εγκλήματος.
17 Τέλος, το εν λόγω δικαστήριο παραπέμπει στην έκθεση της Επιτροπής προς το Συμβούλιο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή, της 20ής Απριλίου 2009, σχετικά με την εφαρμογή της οδηγίας 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου σχετικά με την αποζημίωση των θυμάτων εγκλημάτων [COM(2009) 170 τελικό], η οποία καλύπτει την περίοδο από 1ης Ιανουαρίου 2006 έως 31 Δεκεμβρίου 2008, σύμφωνα με την οποία τα περισσότερα κράτη μέλη προβλέπουν αποζημίωση για ασθένεια και ψυχική βλάβη στα εθνικά τους συστήματα.
18 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«[1]) Απαιτεί η υποχρέωση που επιβάλλεται στα κράτη μέλη από το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας [2004/80] να παρέχουν δίκαιη και επαρκή αποζημίωση στα θύματα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων να χορηγείται στο θύμα αποζημίωση για την υλική και ηθική βλάβη που αναφέρεται στην απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Presidenza del Consiglio dei Ministri (C‑129/19, EU:C:2020:566);
[2)] Εάν η απάντηση στο [πρώτο ερώτημα] είναι καταφατική, ποια είδη ζημίας καλύπτονται από την ηθική βλάβη;
[3)] Εμπίπτει ο πόνος και η ταλαιπωρία που προκλήθηκαν στο θύμα ειδικότερα στο πεδίο εφαρμογής της ηθικής βλάβης;
[4)] Εάν [το πρώτο και το τρίτο ερώτημα] απαντηθούν καταφατικά — και λαμβάνοντας υπόψη ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν την οικονομική βιωσιμότητα των συστημάτων αποζημίωσης — ποια θα πρέπει να είναι η σχέση μεταξύ της δίκαιης και επαρκούς αποζημίωσης που πρέπει να χορηγηθεί στο θύμα βάσει της οδηγίας 2004/80 και της αποζημίωσης που βασίζεται σε αδικοπραξία την οποία ο εμπλεκόμενος δράστης, έχοντας διαπράξει την εν λόγω πράξη, οφείλει να καταβάλει στο θύμα;
[5)] Μπορεί η αποζημίωση που προβλέπεται στο [Ιρλανδικό Σύστημα Αποζημίωσης Θυμάτων] για τα θύματα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων να θεωρηθεί δίκαιη και επαρκής αποζημίωση κατά την έννοια του άρθρου 12(2) της οδηγίας 2004/80, εάν στο θύμα επιδικαστεί αποζημίωση ύψους 645,65 ευρώ για σοβαρό τραυματισμό των ματιών που οδήγησε σε μόνιμη βλάβη της όρασης;
Εξέταση προδικαστικών αποφάσεων
19 Με τα ερωτήματά του, τα οποία κρίνεται σκόπιμο να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο διερωτάται αν το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει ένα εθνικό σύστημα αποζημίωσης των θυμάτων εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων, το οποίο, κατ’ αρχήν, αποκλείει, σε περίπτωση ηθικής βλάβης, οποιαδήποτε αποζημίωση για τον πόνο και την ταλαιπωρία που προκλήθηκαν στα θύματα αυτά.
20 Πρέπει να σημειωθεί εξαρχής ότι, με την εν λόγω οδηγία, ο νομοθέτης θέσπισε ένα σύστημα αποζημίωσης που είναι δευτερεύον σε σχέση με την αποζημίωση που μπορούν να λάβουν τα θύματα αυτά βάσει της αδικοπρακτικής ευθύνης του δράστη.
21 Όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 10 του προοιμίου της εν λόγω οδηγίας, η οδηγία εκδόθηκε, μεταξύ άλλων, επειδή τα θύματα συχνά αδυνατούν να λάβουν αποζημίωση από τον δράστη, επειδή ο δράστης ενδέχεται να μην είναι σε θέση να καταβάλει την αποζημίωση που του επιδικάστηκε λόγω έλλειψης πόρων ή επειδή δεν έχει ταυτοποιηθεί ή διωχθεί.
22 Ειδικότερα, το άρθρο 12(2) της οδηγίας 2004/80 απαιτεί από όλα τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν ότι η εθνική τους νομοθεσία προβλέπει σύστημα αποζημίωσης για τα θύματα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων που διαπράττονται εντός της επικράτειάς τους, διασφαλίζοντας δίκαιη και επαρκή αποζημίωση για τα εν λόγω θύματα.
23 Το Δικαστήριο έχει κρίνει, όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, ότι η διάταξη αυτή παρέχει το δικαίωμα σε δίκαιη και επαρκή αποζημίωση όχι μόνο στα θύματα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων που διαπράττονται στο έδαφος κράτους μέλους και βρίσκονται σε διασυνοριακή κατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 1 της εν λόγω οδηγίας, αλλά και στα θύματα που διαμένουν στο εν λόγω κράτος μέλος (απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Presidenza del Consiglio dei Ministri, C‑129/19, EU:C:2020:566, σκέψη 55).
24 Όσον αφορά τον καθορισμό της εν λόγω αποζημίωσης, πρέπει να σημειωθεί ότι, λαμβανομένης υπόψη, αφενός, της διακριτικής ευχέρειας που παρέχεται στα κράτη μέλη από την εν λόγω διάταξη όχι μόνο όσον αφορά την αξιολόγηση του κατά πόσον το ποσό της αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί στα θύματα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων είναι δίκαιο και επαρκές, αλλά και όσον αφορά τη μέθοδο καθορισμού της αποζημίωσης αυτής και, αφετέρου, της ανάγκης διασφάλισης της οικονομικής βιωσιμότητας των εθνικών συστημάτων αποζημίωσης, η εν λόγω αποζημίωση δεν πρέπει απαραίτητα να αντιστοιχεί στην αποζημίωση την οποία ο δράστης εκ προθέσεως βίαιου εγκλήματος θα μπορούσε να υποχρεωθεί να καταβάλει στο θύμα του εν λόγω εγκλήματος. Συνεπώς, η αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 δεν απαιτείται κατ’ ανάγκην για να διασφαλίσει την πλήρη αποζημίωση για την υλική και ηθική βλάβη που υπέστη το θύμα (βλ., συναφώς, απόφαση της 7ης Νοεμβρίου 2024, Burdene, C‑126/23, EU:C:2024:937, σκέψη 57 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
25 Στο πλαίσιο αυτό, εναπόκειται τελικά στο εθνικό δικαστήριο να διαπιστώσει, βάσει των εθνικών νομικών κανόνων που θεσπίζουν το επίμαχο σύστημα αποζημίωσης, ότι το ποσό που επιδικάζεται στο θύμα εκ προθέσεως βίαιου εγκλήματος βάσει του εν λόγω συστήματος είναι δίκαιο και επαρκές, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της εν λόγω οδηγίας (αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2020, Presidenza del Consiglio dei Ministri, C‑129/19, EU:C:2020:566, σκέψη 61, και της 7ης Νοεμβρίου 2024, Burdene, C‑126/23, EU:C:2024:937, σκέψη 58).
26 Ωστόσο, ένα κράτος μέλος θα υπερέβαινε την διακριτική ευχέρεια που του παρέχει η εν λόγω διάταξη εάν η εθνική του νομοθεσία προέβλεπε αποζημίωση για τα θύματα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων η οποία ήταν καθαρά συμβολική ή προδήλως ανεπαρκής σε σχέση με τη σοβαρότητα των συνεπειών που υπέστησαν τα θύματα του διαπραχθέντος εγκλήματος (αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2020, Presidenza del Consiglio dei Ministri, C‑129/19, EU:C:2020:566, σκέψη 63, και της 7ης Νοεμβρίου 2024, Burdene, C‑126/23, EU:C:2024:937, σκέψη 59).
27 Δεδομένου ότι η αποζημίωση που χορηγείται στα εν λόγω θύματα συμβάλλει στην αποκατάσταση της υλικής και ηθικής βλάβης που υπέστησαν, η εν λόγω συνεισφορά μπορεί να θεωρηθεί δίκαιη και επαρκής μόνον εάν παρέχει επαρκή αποζημίωση για την ταλαιπωρία που υπέστησαν (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2020, Presidenza del Consiglio dei Ministri, C‑129/19, EU:C:2020:566, σκέψη 64, και της 7ης Νοεμβρίου 2024, Burdene, C‑126/23, EU:C:2024:937, σκέψη 60).
28 Συνεπώς, για να θεωρηθεί δίκαιη και επαρκής, κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, η αποζημίωση που χορηγείται βάσει εθνικού συστήματος αποζημίωσης για τα εν λόγω θύματα πρέπει να καθορίζεται κατά τρόπο ώστε να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα των συνεπειών που υπέστη το θύμα ως αποτέλεσμα του διαπραχθέντος εγκλήματος και, ως εκ τούτου, πρέπει να συμβάλλει στην αποκατάσταση της υλικής και ηθικής βλάβης που υπέστη σε επαρκή βαθμό (βλ., συναφώς, αποφάσεις της 16ης Ιουλίου 2020, Presidenza del Consiglio dei Ministri, C‑129/19, EU:C:2020:566, σκέψη 69, και της 7ης Νοεμβρίου 2024, Burdene, C‑126/23, EU:C:2024:937, σκέψη 62).
29 Όσον αφορά, ειδικότερα, την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν τα εν λόγω θύματα, επισημαίνεται ότι, μολονότι η επίμαχη διάταξη δεν αναφέρεται ρητά σε τέτοια ζημία, η ευρεία διατύπωση της διάταξης αυτής ουδόλως περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της αποζημίωσης που προβλέπεται σε αυτήν σε σχέση με τη ζημία στην οποία μπορεί να συμβάλει.
30 Επιπλέον, όπως έκρινε το Δικαστήριο στην παράγραφο 48 της αποφάσεως της 7ης Νοεμβρίου 2024, Burdene (C‑126/23, EU:C:2024:937), το πεδίο εφαρμογής της έννοιας του θύματος, όπως ορίζεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, διευκρινίζεται από τον ορισμό της έννοιας του θύματος στο άρθρο 2, παράγραφος 1, στοιχείο α’, της οδηγίας 2012/29, το οποίο ορίζει ότι νοείται «φυσικό πρόσωπο που έχει υποστεί άμεση βλάβη, όπως σωματική, ψυχική ή συναισθηματική βλάβη ή οικονομική απώλεια, ως αποτέλεσμα ποινικού αδικήματος». Από τη διατύπωση της τελευταίας διάταξης προκύπτει σαφώς ότι αφορά θύματα που έχουν υποστεί τόσο υλική όσο και ηθική βλάβη. Ειδικότερα, το γεγονός ότι η διάταξη αυτή αφορά σωματική, ψυχική ή συναισθηματική βλάβη επιβεβαιώνει ότι η βλάβη που υφίστανται τα εν λόγω θύματα καλύπτει και τον πόνο και την ταλαιπωρία που τους προκαλείται.
31 Συνεπώς, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει σαφώς ότι δεν μπορεί να γίνει διάκριση ανάλογα με το είδος της ζημίας που ενδέχεται να έχουν υποστεί τα θύματα των διαπραχθέντων εγκλημάτων ή τις συνέπειες που ενδέχεται να υποστούν τα εν λόγω θύματα.
32 Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι το γράμμα του άρθρου 18, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80, το οποίο αναφέρεται μόνο σε σωματικές βλάβες, ιδίως στη γαλλική και τη ρουμανική απόδοση, θα μπορούσε να υποδηλώνει την ύπαρξη μιας τέτοιας διακρίσεως, πρέπει να σημειωθεί ότι, σε αρκετές άλλες γλωσσικές αποδόσεις της εν λόγω διάταξης, η έκφραση «ζημία» δεν συνοδεύεται από κανένα επίθετο που να περιορίζει το πεδίο εφαρμογής της.
33 Κατά πάγια νομολογία, οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται ομοιόμορφα, λαμβάνοντας υπόψη τις αποδόσεις που έχουν συνταχθεί σε όλες τις γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και, όταν οι διαφορετικές γλωσσικές αποδόσεις διαφέρουν, η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της γενικής οικονομίας και του σκοπού των κανόνων στους οποίους αποτελεί μέρος (απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2023, Ισπανία κατά Επιτροπής, C‑632/20 P, EU:C:2023:28, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
34 Συναφώς, επισημαίνεται ότι, πρώτον, καμία άλλη διάταξη της οδηγίας 2004/80 δεν μπορεί να προβληθεί για να αποδειχθεί ότι πρέπει να γίνει διάκριση ως προς το ποια ζημία υπέστησαν τα θύματα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της.
35 Αφετέρου, από τη δεύτερη αιτιολογική σκέψη της εν λόγω οδηγίας προκύπτει ότι θα πρέπει να ληφθούν μέτρα για τη διευκόλυνση της καταβολής αποζημίωσης στα θύματα εγκλημάτων, συμβάλλοντας έτσι στον στόχο της προστασίας της ακεραιότητας των εμπλεκομένων προσώπων. Επιπλέον, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 14 της εν λόγω οδηγίας, η οδηγία σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και, ιδίως, τις αρχές που κατοχυρώνονται στον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Όπως προκύπτει από το άρθρο 3, παράγραφος 1, του Χάρτη, η ακεραιότητα του προσώπου πρέπει να νοείται ως καλύπτουσα τόσο τη σωματική όσο και την ψυχική ακεραιότητα.
36 Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αποζημίωση που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 πρέπει να είναι ικανή να συμβάλει στην αποζημίωση κάθε ηθικής βλάβης, συμπεριλαμβανομένης της ζημίας που προκαλείται από πόνο και ταλαιπωρία.
37 Όπως αναφέρει το αιτούν δικαστήριο στο πλαίσιο του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος, μια βίαιη εγκληματική επίθεση όπως αυτή που υπέστη ο LD μπορεί να έχει σοβαρές συνέπειες υπό μορφή υλικής και ηθικής βλάβης, ιδίως πόνου και ταλαιπωρίας, και αυτό πρέπει να αντικατοπτρίζεται στο ποσό της επιδικαζόμενης αποζημίωσης.
38 Κατά συνέπεια, στην υπό κρίση υπόθεση, η αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη ο LD δεν συνιστά, με την επιφύλαξη των διαπιστώσεων του αιτούντος δικαστηρίου, δίκαιη και επαρκή αποκατάσταση κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 2, ιδίως όταν αποκλείεται η ηθική βλάβη όπως αυτή που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο, δεδομένου ότι θα κάλυπτε μόνο εν μέρει τη ζημία που υπέστη το θύμα του εν λόγω εγκλήματος και, ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι λαμβάνει υπόψη τη σοβαρότητα των συνεπειών που υπέστη το θύμα του εγκλήματος.
39 Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, η απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα είναι ότι το άρθρο 12, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/80 πρέπει να ερμηνευθεί ως αντίθετο προς ένα εθνικό σύστημα αποζημίωσης για τα θύματα εκ προθέσεως βίαιων εγκλημάτων, το οποίο, καταρχήν, αποκλείει οποιαδήποτε αποζημίωση για τον πόνο και την ταλαιπωρία που προκαλούνται στα θύματα αυτά σε σχέση με ηθική βλάβη. Παρά την ανάγκη διασφάλισης της οικονομικής βιωσιμότητας των εθνικών συστημάτων αποζημίωσης, ώστε να μην εναπόκειται κατ’ ανάγκη στα κράτη μέλη να προβλέπουν πλήρη αποζημίωση για την υλική και ηθική βλάβη που υπέστησαν τα θύματα αυτά, η δίκαιη και επαρκής αποζημίωση, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, απαιτεί, κατά τον καθορισμό της αποζημίωσης αυτής, να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα των συνεπειών που υπέστησαν τα θύματα του εγκλήματος και η αποζημίωση που μπορούν να λάβουν τα θύματα αυτά βάσει της ποινικής ευθύνης για αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας.
Κόστος
40 Δεδομένου ότι, για τους διαδίκους της κύριας δίκης, η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου έχει, καθόσον την αφορά, τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν οι διάδικοι πλην των εν λόγω διαδίκων για την υποβολή παρατηρήσεων στο Δικαστήριο δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφάνθηκε ως εξής:
Άρθρο 12(2) της οδηγίας 2004/80/ΕΚ του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την αποζημίωση των θυμάτων εγκληματικών πράξεων
πρέπει να ερμηνευθεί ως εξής:
Αποκλείει ένα εθνικό σύστημα αποζημίωσης για τα θύματα βίαιων εκ προθέσεως εγκλημάτων, το οποίο, κατ’ αρχήν, αποκλείει οποιαδήποτε αποζημίωση για τον πόνο και την ταλαιπωρία που προκλήθηκαν στα εν λόγω θύματα σε σχέση με ηθική βλάβη. Παρά την ανάγκη διασφάλισης της οικονομικής βιωσιμότητας των εθνικών συστημάτων αποζημίωσης, με αποτέλεσμα να μην είναι κατ’ ανάγκη καθήκον των κρατών μελών να προβλέπουν πλήρη αποζημίωση για την υλική και ηθική βλάβη που υπέστησαν τα εν λόγω θύματα, η δίκαιη και επαρκής αποζημίωση κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης απαιτεί, κατά τον καθορισμό της εν λόγω αποζημίωσης, να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα των συνεπειών που υπέστησαν τα θύματα του εγκλήματος και η αποζημίωση που μπορούν να λάβουν τα θύματα αυτά βάσει της αδικοπρακτικής ευθύνης του δράστη.
Υπογραφές