ΑΠΟΦΑΣΗ
Misiūnas κατά Λιθουανίας της 07.10.2025 (προσφ. αριθ. 38687/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, πρώην δικαστής που είχε παραιτηθεί για να αναλάβει κυβερνητική θέση, υπέβαλε αίτημα επαναδιορισμού του ως δικαστή τον Δεκέμβριο του 2020 και τον Σεπτέμβριο του 2022. Σύμφωνα με τη λιθουανική νομοθεσία, πρώην δικαστές που υπηρέτησαν σε συγκεκριμένες κυβερνητικές θέσεις είχαν δικαίωμα να επανέλθουν στη δικαστική υπηρεσία χωρίς διαγωνισμό, εντός δύο ετών. Παρότι πληρούσε τις προϋποθέσεις και το Δικαστικό Συμβούλιο συνέστησε τον διορισμό του, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας αρνήθηκε να τον διορίσει χωρίς να εκδώσει επίσημο διάταγμα για τον μη διορισμό του.
Ο προσφεύγων προσέφυγε στα διοικητικά δικαστήρια, τα οποία όμως αρνήθηκαν να εξετάσουν την υπόθεσή του, επικαλούμενα τη συνταγματική αρμοδιότητα του Προέδρου της Δημοκρατίας στον διορισμό δικαστών και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. Τα δικαστήρια έκριναν ότι δεν μπορούσαν να ελέγξουν την άσκηση κρατικής εξουσίας από τον Πρόεδρο ούτε να τον υποχρεώσουν να εκδώσει διάταγμα διορισμού.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το άρθρο 6 § 1 ήταν εφαρμοστέο, καθώς υπήρχε αναγνωρισμένο δικαίωμα σε δίκαιη διαδικασία εξέτασης αίτησης επανόδου στη δικαστική υπηρεσία. Εφαρμόζοντας την απόφαση Eskelinen, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο αποκλεισμός του προσφεύγοντος από δικαστικό έλεγχο δεν δικαιολογούνταν από αντικειμενικούς λόγους προς το συμφέρον του κράτους δικαίου, δεδομένης της σημασίας της προστασίας της δικαστικής ανεξαρτησίας.
Το Δικαστήριο διέκρινε την περίπτωση του προσφεύγοντα από τους αρχικούς διορισμούς στη δικαιοσύνη, τονίζοντας ότι ως πρώην δικαστής που είχε υπηρετήσει σε κυβερνητική θέση που προβλεπόταν ρητά στον νόμο, είχε νόμιμη και εύλογη προσδοκία ότι η αίτησή του θα εξεταζόταν δίκαια. Η απουσία τυπικής απόφασης και αιτιολογίας, σε συνδυασμό με την πλήρη έλλειψη δικαστικού ελέγχου, στέρησε από τον προσφεύγοντα κάθε αποτελεσματικό μέσο προστασίας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 § 1) και επιδίκασε 10.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1973 και ζει στο Βίλνιους. Διορίστηκε δικαστής στο Περιφερειακό Δικαστήριο του Βίλνιους τον Νοέμβριο του 2015. Τον Δεκέμβριο του 2016 παραιτήθηκε με δική του αίτηση για να αναλάβει κυβερνητική θέση, υπηρετώντας ως Υπουργός Εσωτερικών και στη συνέχεια ως Υφυπουργός Άμυνας μέχρι τον Δεκέμβριο του 2020.
Στις 11 Δεκεμβρίου 2020 υπέβαλε αίτημα επαναδιορισμού του ως δικαστή, επικαλούμενος το άρθρο 61 του Νόμου περί Δικαστηρίων που επέτρεπε σε πρώην δικαστές να επανέλθουν χωρίς εξετάσεις εντός δύο ετών από τη λήξη της θητείας τους σε συγκεκριμένες κυβερνητικές θέσεις.
Τον Ιανουάριο του 2021, κρατικοί αξιωματούχοι, συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου της Δημοκρατίας, δήλωσαν δημόσια ότι ο προσφεύγων δεν θα επαναδιοριζόταν λόγω ανησυχιών για την αμεροληψία του και την ανάγκη για «περίοδο αποστασιοποίησης» μετά από την πολιτική θέση που είχε αναλάβει. Δεν εκδόθηκε επίσημη απόφαση για το θέμα αυτό.
Τον Σεπτέμβριο του 2022 ο προσφεύγων υπέβαλε νέο αίτημα. Τον Οκτώβριο του 2022, μετά από συνάντηση με τον Πρόεδρο, ο τελευταίος ζήτησε τη γνώμη του Δικαστικού Συμβουλίου. Στις 11 Νοεμβρίου 2022, το Δικαστικό Συμβούλιο πρότεινε το διορισμό του με ψήφους 15 υπέρ και 1 κατά. Παρόλα αυτά, ο Πρόεδρος αποφάσισε να μην τον διορίσει.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 § 1,
Άρθρο 13 σε συνδυασμό με το άρθρο 8
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 1 – Πρόσβαση σε δικαστήριο
Το Δικαστήριο εξέτασε κατά πρώτον την εφαρμοσιμότητα του άρθρου 6 § 1, εφαρμόζοντας τα κριτήρια της απόφασης Eskelinen. Έκρινε ότι υπήρχε αναγνωρισμένο «δικαίωμα» στο εθνικό δίκαιο για δίκαιη διαδικασία κατά την εξέταση αίτησης επανόδου στο δικαστικό σώμα, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας από αυθαίρετες και μεροληπτικές απορρίψεις.
Εξετάζοντας τη δεύτερη προϋπόθεση της υπόθεσης Eskelinen, το Δικαστήριο τόνισε τον ειδικό ρόλο της δικαιοσύνης στην κοινωνία ως εγγυητή της δικαιοσύνης και θεμελιώδους αξίας του κράτους δικαίου. Η δικαστική ανεξαρτησία αποτελεί προϋπόθεση του κράτους δικαίου, και ο τρόπος διορισμού των δικαστών είναι κρίσιμος για την ανεξαρτησία αυτή.
Το Δικαστήριο διέκρινε την περίπτωση του προσφεύγοντος από τους αρχικούς διορισμούς στη δικαιοσύνη. Ως πρώην δικαστής που είχε παραιτηθεί για να αναλάβει κυβερνητική θέση που ρητά προβλεπόταν στο άρθρο 61 του Νόμου περί Δικαστηρίων, είχε δικαίωμα να εξεταστεί για επαναδιορισμό χωρίς διαγωνισμό. Επιπλέον, είχε λάβει τις απαραίτητες εγκρίσεις ασφαλείας, είχε δώσει συνέντευξη στο Δικαστικό Συμβούλιο το οποίο, αφού αξιολόγησε την υποψηφιότητά του βάσει κριτηρίων ικανότητας και ακεραιότητας, πρότεινε το διορισμό του.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε νόμιμη και εύλογη προσδοκία ότι η αίτησή του για τον επαναδιορισμό του στο δικαστικό σώμα θα εξεταζόταν δίκαια, με διαφάνεια και αντικειμενικότητα, χωρίς αυθαιρεσία. Η απουσία αιτιολογίας και επίσημης απόφασης που θα μπορούσε να προσβληθεί δικαστικά, σε συνδυασμό με την πλήρη έλλειψη δικαστικού ελέγχου, αποστέρησε από τον προσφεύγοντα κάθε αποτελεσματικό μέσο ελέγχου τυχόν σφαλμάτων κατά τη διαδικασία επαναδιορισμού.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
«…Δικαστήριο θεωρεί ότι, ενόψει των ιδιαίτερων περιστάσεων της παρούσας υπόθεσης, ο αποκλεισμός του προσφεύγοντος, υποψήφιου δικαστή που πληρούσε τις νόμιμες προϋποθέσεις επιλεξιμότητας, από διαδικασία (επανα)διορισμού χωρίς κανένα δικαστικό έλεγχο αυτής της απόφασης, δεν μπορεί να θεωρηθεί, ενόψει της σημασίας της προστασίας της δικαστικής ανεξαρτησίας, ότι εξυπηρετεί το συμφέρον ενός κράτους που διέπεται από το κράτος δικαίου…» (παρ. 96).
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση Misiūnas αποτελεί σημαντική εξέλιξη στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με τον δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων διορισμού δικαστών, ιδίως όσον αφορά τη διάκριση μεταξύ αρχικών διορισμών και επαναδιορισμών πρώην δικαστών.
Η απόφαση βασίζεται στη νομολογία των αποφάσεων Baka κατά Ουγγαρίας ([GC], της 23.06.2016, προσφ. αριθ. 20261/12, https://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-163113), Grzęda κατά Πολωνίας ([GC], της 15.03.2022, προσφ. αριθ. 43572/18, https://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-216400) και Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας ([GC], της 01.12.2020, προσφ. αριθ. 26374/18, https://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-206582), αναπτύσσοντας περαιτέρω τις αρχές για τη δικαστική ανεξαρτησία.
Το Δικαστήριο εφάρμοσε τα κριτήρια της απόφασης Vilho Eskelinen κ.α. κατά Φινλανδίας ([GC], της 19.04.2007, προσφ. αριθ. 63235/00, https://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-80249), κρίνοντας ότι ο αποκλεισμός δικαστικού ελέγχου δεν δικαιολογούνταν από αντικειμενικούς λόγους στο συμφέρον του κράτους.
Κρίσιμη είναι η διάκριση που κάνει το Δικαστήριο μεταξύ των αρχικών διορισμών στη δικαιοσύνη και των επαναδιορισμών πρώην δικαστών. Ενώ στους αρχικούς διορισμούς μπορεί να υπάρχει ευρύτερη διακριτική ευχέρεια της εκτελεστικής εξουσίας, οι πρώην δικαστές που επιστρέφουν έχουν ισχυρότερες νόμιμες προσδοκίες και δικαιώματα που απορρέουν από την προηγούμενη υπηρεσία τους.
Η έμφαση του Δικαστηρίου στη διαδικαστική δικαιοσύνη συνάδει με τη νομολογία άλλων διεθνών δικαστηρίων. Το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Reverón Trujillo κατά Βενεζουέλας (της 30.06.2009, Series C No. 197, https://www.corteidh.or.cr/docs/casos/articulos/seriec_197_ing.pdf) τόνισε επίσης τη σημασία των διαδικαστικών εγγυήσεων στους διορισμούς δικαστών για τη διασφάλιση της δικαστικής ανεξαρτησίας.
Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση A.K. και Άλλοι (C-585/18, C-624/18 και C-625/18, της 19.11.2019, https://curia.europa.eu/juris/liste.jsf?num=C-585/18) έκρινε ότι η ανεξαρτησία του δικαστηρίου που εξετάζει διαφορές σχετικά με τους διορισμούς δικαστών αποτελεί ουσιώδη προϋπόθεση του κράτους δικαίου.
Η προκειμένη απόφαση ενισχύει την προστασία των δικαστών από αυθαίρετες αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας και υπογραμμίζει ότι η διακριτική ευχέρεια στους διορισμούς και στους επαναδιορισμούς δικαστών πρέπει να ασκείται με διαφάνεια και να υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό σε περιόδους πολιτικών πιέσεων στη δικαιοσύνη, όπως έχει παρατηρηθεί σε διάφορα ευρωπαϊκά κράτη τα τελευταία χρόνια.
