Αριθμός 916/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Α2′ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Θεόδωρο Κανελλόπουλο, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Κυριάκο Μπαμπαλίδη, Παναγιώτη Βενιζελέα, Βρυσηίδα Θωμάτου και Χρυσούλα Πλατιά – Εισηγήτρια, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΗΛΘΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 30 Ιανουαρίου 2023, με την παρουσία και της γραμματέως Θεοδώρας Παπαδημητρίου, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Σ. Μ. του Δ., κατοίκου …, ατομικά και υπό την ιδιότητά του ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αρχικής διαδίκου μητρός του, Β. χήρας Δ. Μ., το γένος Γ. Λ., κατοίκου εν ζωή …, 2) Σ. συζύγου Σ. Μ., το γένος Σ. Χ., κατοίκου …, 3) Γ. Μ. του Δ., κατοίκου …, υπό την ιδιότητά της ως εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αρχικής διαδίκου μητρός της, Β. χήρας Δ. Μ., το γένος Γ. Λ., κατοίκου εν ζωή …, 4) Α. Μ. του Σ., κατοίκου …, νομίμως εκπροσωπουμένης από τους συνασκούντες τη γονική μέριμνα αυτής γονείς της Σ. Μ. και Σ. Χ., που κατοικούν μαζί της στην ως άνω διεύθυνση και 5) Δ. Μ. του Σ., κατοίκου …, νομίμως εκπροσωπουμένου από τους συνασκούντες τη γονική μέριμνα αυτού γονείς του Σ. Μ. και Σ. Χ., που κατοικούν μαζί του στην ως άνω διεύθυνση. Εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Νικόλαο Παπαπέτρο, με δήλωση του άρθρου 242 παρ.2 του Κ.Πολ.Δ.
Της αναιρεσιβλήτου: ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “Τ. Π. Α.Ε.”, που εδρεύει στην πόλη των Αθηνών και εκπροσωπείται νόμιμα. Εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Βολιώτη, ο οποίος δήλωσε στο ακροατήριο ότι παρίσταται η ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία “Τ. Π. Ανώνυμος Εταιρεία” ως καθολική διάδοχος της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία “Τ. Π. Ανώνυμος Εταιρεία”, μετά τη διάσπαση της τελευταίας διά της απόσχισης του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητάς της, με σύσταση νέας εταιρείας – πιστωτικού ιδρύματος.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 27-1-2017 αγωγή των ήδη 1ου, 2ης, 4ης και 5ου αναιρεσειόντων και της αρχικής διαδίκου Β. χήρας Δ. Μ., το γένος Γ. Λ., που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο …. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 9/2019 του ίδιου Δικαστηρίου και 173/2020 του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από18-5-2021 αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της αίτησης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος της αναιρεσιβλήτου ζήτησε την απόρριψη της αίτησης και την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
I. Με την κρινόμενη από 18.5.2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η αντιμωλία των διαδίκων, εκδοθείσα κατά την τακτική διαδικασία, υπ’ αριθ. 173/2020 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας, το οποίο δέχθηκε κατ’ ουσίαν την από 19.6.2019 έφεση των αναιρεσειόντων κατά της υπ’ αριθ. 9/2019 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου … μόνο ως προς τον λόγο της περί επιβολής δικαστικής δαπάνης και απέρριψε αυτήν (έφεση) κατά τους λοιπούς λόγους της, επικυρώνοντας την ως άνω πρωτόδικη απόφαση, με την οποία έγινε δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η από 27.1.2017 αγωγή τους κατά της αναιρεσίβλητης τραπεζικής εταιρίας μόνο ως προς το πρώτο αίτημά της περί αναγνώρισης αυτών ως συνδικαιούχων του καταλοίπου, ύψους 308.912,32 ευρώ, του αναφερόμενου κοινού τραπεζικού λογαριασμού ταμιευτηρίου που τηρούσαν στην τελευταία, ενώ απορρίφθηκε αυτή (αγωγή) ως προς τα λοιπά αιτήματά της. Η ως άνω αίτηση αναίρεσης έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ) και, συνεπώς, είναι παραδεκτή (άρθρο 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Σημειώνεται ότι στο Δικαστήριο τούτο παρίσταται, ως αναιρεσίβλητη, η τραπεζική εταιρία με την επωνυμία “Τ. Π. Α.Ε” (με αριθ. ΓΕΜΗ …αι ΑΦΜ …), ως καθολική διάδοχος της εναγόμενης-εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρίας με την επωνυμία “Τ. Π. Α.Ε” (με αριθ. ΓΕΜΗ … και ΑΦΜ …), λόγω διάσπασης της τελευταίας με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητάς της και σύσταση της ήδη παριστάμενης εταιρίας, όπως η διάσπαση αυτή εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. πρωτ. 139241/30.12.2020 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων (δηλαδή μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης).
ΙΙ. Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 και 2 του Ν. 5638/1932, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 του ΝΔ 951/1971 και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 124 περ. δ’ στοιχ. Α’ του ΝΔ 118/1973, χρηματική κατάθεση σε τράπεζα, σε ανοικτό λογαριασμό, στο όνομα δύο ή περισσότερων από κοινού (joint account) είναι η περιέχουσα τον όρο ότι του λογαριασμού αυτής μπορεί να κάνει χρήση εν όλω ή εν μέρει, χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών, είτε ένας, είτε μερικοί εξ αυτών, είτε και όλοι οι κατ` ιδία δικαιούχοι. Η χρηματική κατάθεση επιτρέπεται να ενεργείται και σε κοινό λογαριασμό επί προθεσμία ή ταμιευτηρίου υπό προειδοποίηση. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 411, 489, 490 και 491 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση χρηματικής κατάθεσης στο όνομα δύο ή περισσότερων προσώπων ή στο όνομα του ίδιου του καταθέτη και τρίτου ή τρίτων, σε κοινό λογαριασμό, παράγεται, μεταξύ των καταθετών ή του καταθέτη και τρίτου αφενός και του δέκτη της κατάθεσης νομικού προσώπου αφετέρου, ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή. Επομένως, έκαστος από αυτούς γίνεται δικαιούχος των χρημάτων που κατατέθηκαν και δύναται να τα χρησιμοποιεί χωρίς τη σύμπραξη των λοιπών και, συνεπώς, χωρίς να είναι αναγκαία η παροχή προς αυτόν πληρεξουσιότητας εκ μέρους τους, αφού ενεργεί στο δικό του όνομα και όχι ως αντιπρόσωπος των άλλων δικαιούχων (άρθρα 211 επ. ΑΚ), η δε καταβολή των χρημάτων της κατάθεσης σε έναν από τους δικαιούχους επιφέρει απόσβεση της απαίτησης, έναντι του δέκτη της κατάθεσης, και ως προς τους λοιπούς. Το ίδιο αποσβεστικό αποτέλεσμα της απαίτησης επάγεται και ο έναντι ενός εκ των καταθετών συμψηφισμός, που προτείνει η τράπεζα, ανταπαίτησής της κατ` αυτού προς την απαίτηση του τελευταίου εναντίον της, προς καταβολή του ποσού της κατάθεσης, εφόσον και ο συμψηφισμός, όπως και η καταβολή, είναι γεγονός που ενεργεί αντικειμενικώς, σύμφωνα με το άρθρο 491 ΑΚ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 451 ΑΚ δεν επιτρέπεται συμψηφισμός κατά ακατάσχετης απαίτησης. “Ακατάσχετες”, κατά την έννοια της διάταξης αυτής, είναι οι απαιτήσεις οι οποίες, κατά εξαιρετικό και, επομένως, στενά ερμηνευτέο δίκαιο, εξαιρούνται από την κατάσχεση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 982 παρ. 2 εδ. γ’ και δ’ ΚΠολΔ, ή προβλέπονται ευθέως ως τέτοιες (ακατάσχετες) από ειδικές διατάξεις νόμων, δηλαδή διατάξεις που εκφράζουν σαφή περί του ακατάσχετου επιλογή του νομοθέτη. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 325 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία “αν ο οφειλέτης έχει κατά του δανειστή ληξιπρόθεσμη αξίωση συναφή με την οφειλή του, έχει δικαίωμα, εφόσον δεν προκύπτει κάτι άλλο, να αρνηθεί την εκπλήρωση της παροχής ωσότου ο δανειστής εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει”, προκύπτει ότι το ενοχικό δικαίωμα της επίσχεσης, ως προς τη νομική φύση του, τις προϋποθέσεις άσκησης και τις έννομες συνέπειές του, είναι συγγενές με το δικαίωμα συμψηφισμού, έχοντας την ίδια λειτουργία με αυτό, με τη διαφορά ότι επιφέρει την αναβολή της εκπλήρωσης των αμοιβαίων απαιτήσεων των μερών προκειμένου να οδηγηθούν στην ταυτόχρονη εκπλήρωσή τους και όχι απευθείας το διαπλαστικό αποτέλεσμα της συναπόσβεσης των εν λόγω απαιτήσεων που επιφέρει ο συμψηφισμός. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 327 ΑΚ “δικαίωμα επίσχεσης δεν υπάρχει κατά αξιώσεων, κατά των οποίων δεν αντιτάσσεται συμψηφισμός”. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 4 του προαναφερόμενου Ν. 5638/1932 “κατάσχεσις της κατάθεσης επιτρέπεται, έναντι όμως των κατασχόντων αύτη τεκμαίρεται αμαχήτως ότι ανήκει εις πάντας τους δικαιούχους κατ` ίσα μέρη”. Με τη διάταξη αυτή ο νόμος θέλησε να διαιρέσει κατά τρόπο υποχρεωτικό για τους ενδιαφερομένους την κατάθεση σε ίσα μέρη των περισσοτέρων καταθετών και καθιερώνει αμάχητο τεκμήριο ότι η κατάθεση ανήκει σε όλους τους δικαιούχους κατ` ίσα μέρη. Δηλαδή, πριν από την ανάληψη του καταλοίπου του ως άνω λογαριασμού, εκείνος ο τρίτος που έχει χρηματική απαίτηση, μάλιστα δε τυχόν τέτοια ίση ή μεγαλύτερη αυτού του καταλοίπου, κατά κάποιου των καταθετών, δικαιούται, προς ικανοποίηση της απαίτησής του, να επιβάλει κατάσχεση επί του καταλοίπου τούτου, τεκμαίρεται όμως αμαχήτως έναντι εκείνου ότι ανήκει σε όλους τους καταθέτες κατ` ίσα μέρη, και, άρα, δικαιούται εκείνος να επιβάλει την κατάσχεση στο αντίστοιχο μέρος του καταλοίπου που τεκμαίρεται ότι ανήκει στον οφειλέτη καταθέτη, ενώ, βέβαια, το ίδιο κατάλοιπο, κατά τα λοιπά μέρη, διαφεύγει την κατάσχεση, συμβαίνει δε τούτο όχι γιατί το εν λόγω κατάλοιπο κατά τα λοιπά μέρη του έχει καταστεί, σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ακατάσχετο, αλλά γιατί τούτο, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, τεκμαίρεται ότι δεν ανήκει στην περιουσία του οφειλέτη καταθέτη. Η διάταξη, όμως, αυτή του άρθρου 4 του Ν. 5638/1932 αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία τρίτος, δανειστής ενός εκ των καταθετών, προβαίνει στην κατάσχεση στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης κατά το άρθρο 982 ΚΠολΔ και δεν αφορά στην περίπτωση, κατά την οποία η τράπεζα, στην οποία έγινε η κατάθεση σε κοινό λογαριασμό, προτείνει σε συμψηφισμό ανταπαίτησή της που έχει κατά του ενός των περισσότερων καταθετών εις ολόκληρον συνδανειστών της, αφού ο συμψηφισμός, όπως και η καταβολή, ενεργεί αντικειμενικώς ως προς το αποσβεστικό αποτέλεσμα της εις ολόκληρον ενοχής (ΑΠ 401/2023, ΑΠ 213/2020, ΑΠ 1010/2019, ΑΠ 1812/2007).
Συνεπώς, το αμάχητο τεκμήριο της ως άνω διάταξης δεν τυγχάνει εφαρμογής και στην περίπτωση πρότασης συμψηφισμού από την ίδια την τράπεζα ανταπαίτησής της κατά ενός εκ των περισσότερων καταθετών του τηρούμενου σε αυτήν κοινού λογαριασμού ή στην περίπτωση άσκησης από την ίδια του δικαιώματος επίσχεσης, το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, έχει την ίδια λειτουργία με αυτό του συμψηφισμού, με τη διαφορά ότι δεν επιφέρει απευθείας την συναπόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων αλλά μόνο την αναβολή εκπλήρωσης των εν λόγω απαιτήσεων των μερών, προκειμένου να οδηγηθούν στην ταυτόχρονη εκπλήρωσή τους. Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ αναίρεση επιτρέπεται, αν παραβιάσθηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών. Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συντρέχουν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή εάν εφαρμοσθεί, ενώ δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και εάν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, δηλαδή όταν το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σε αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης που καταλήγει σε εσφαλμένο συμπέρασμα με τη μορφή του διατακτικού. Με τον ανωτέρω λόγο αναίρεσης ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής και των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα του ανωτέρω δικαστηρίου κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ελέγχεται, δηλαδή, αν η αγωγή, ένσταση κ.λπ. ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμη ή αν, κατά παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου, έγινε δεκτή ως νόμιμη ή απορρίφθηκε ή έγινε δεκτή κατ` ουσία (ΟλΑΠ 1/2022, ΟλΑΠ 3/2020). Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν την υπόθεση, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών, που ανελέγκτως δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν εμφανή την παράβαση. Τούτο συμβαίνει όταν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ότι αποδείχθηκαν δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή δεν εφάρμοσε το νόμο παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 8/2018, ΟλΑΠ 7/2006). Στην προκείμενη περίπτωση, από την παραδεκτή, κατ` άρθρο 561 παρ. 2 ΚΠολΔ, επισκόπηση του δικογράφου της ένδικης αγωγής, προκύπτει ότι οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσείοντες) εκθέτουν, πλην άλλων, σ’ αυτήν: α) ότι διατηρούσαν από κοινού στην “Π. Τ. Α.Ε”, της οποίας ειδική διάδοχος είναι η εναγόμενη τραπεζική εταιρία (ήδη αναιρεσίβλητη), προθεσμιακή κατάθεση, ύψους 300.000 ευρώ, με έναρξη την 15.1.2015 και λήξη την 15.1.2016, η οποία, μετά την λήξη της, μεταφέρθηκε αυτόματα στον αναφερόμενο κοινό τραπεζικό λογαριασμό ταμιευτηρίου που τηρούσαν στο κατάστημα αυτής στον …, ο οποίος (λογαριασμός) εμφάνιζε, την 15.1.2016, κατάλοιπο ύψους 308.912,32 ευρώ, β) ότι η εναγομένη την ίδια ως άνω ημεροχρονολογία (15.1.2016) δέσμευσε το σύνολο του ανωτέρω κοινού τραπεζικού λογαριασμού ταμιευτηρίου που διατηρούσαν αυτοί (ενάγοντες), ασκώντας μονομερώς το δικαίωμα της επίσχεσης, επικαλούμενη ότι είχε ανταπαίτηση μεγαλύτερου ποσού (συγκεκριμένα ποσού 313.584 ευρώ) σε βάρος του πρώτου αυτών, η οποία (απαίτηση) απέρρεε από το ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο τεσσάρων δανειακών συμβάσεων, ήτοι δύο συμβάσεων στεγαστικού δανείου και δύο συμβάσεων καταναλωτικού δανείου που είχαν καταρτισθεί τα έτη 2006-2010 μεταξύ της τραπεζικής εταιρίας “ΕΓΝΑΤΙΑ Α.Ε” (διάδοχος της οποίας είναι η εναγομένη) και της πρωτοφειλέτριας Γ. Μ. (αδελφής του πρώτου αυτών), στις οποίες (συμβάσεις) αυτός είχε συμβληθεί ως εγγυητής και γ) ότι η επίσχεση, την οποία άσκησε η εναγομένη την 15.1.2016, είναι άκυρη, γιατί, κατά παράβαση του άρθρου 4 του Ν. 5638/1932, σύμφωνα με το οποίο οι τραπεζικοί λογαριασμοί, σε περίπτωση κατάσχεσης, τεκμαίρεται αμάχητα έναντι των κατασχόντων, ότι ανήκουν στους συνδικαιούχους κατ’ ίσα μέρη, δεν άσκησε το δικαίωμα της επίσχεσης μόνο για το αντίστοιχο μέρος του καταλοίπου που τεκμαίρεται ότι ανήκει στον πρώτο αυτών, ήτοι για το ποσό των 61.782,44 ευρώ (308.912,32 ευρώ δια 5), αλλά, αντιθέτως, άσκησε αυτήν (επίσχεση) για το σύνολο της κατάθεσης, δηλαδή και για το μέρος αυτής ύψους 247.129,77 ευρώ, που αμάχητα τεκμαίρεται ότι ανήκει, κατ’ ίσα μέρη, στους δεύτερη, τρίτη, τέταρτη και πέμπτο αυτών, οι οποίοι δεν είναι οφειλέτες της. Ζήτησαν δε οι ενάγοντες επικουρικώς, για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η εναγόμενη τραπεζική εταιρία έχει νόμιμο και έγκυρο δικαίωμα επίσχεσης για την ανταπαίτησή της σε βάρος του πρώτου αυτών, να αρθεί μερικώς η δέσμευση του καταλοίπου του ως άνω κοινού τραπεζικού λογαριασμού τους για το ποσό των 247.129,77 ευρώ, που αντιστοιχεί στα μερίδια των λοιπών (πλην του πρώτου) εναγόντων και να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους αποδώσει νομιμοτόκως το ανωτέρω ποσό. Το αίτημα αυτό της αγωγής δεν είναι νόμιμο, γιατί, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην προηγούμενη νομική σκέψη, το τεκμήριο του άρθρου 4 του Ν. 5638/1932, που προβλέπει ότι η κατάθεση κοινού τραπεζικού λογαριασμού ανήκει στους συνδικαιούχους κατ’ ίσα μέρη, αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία τρίτος, δανειστής ενός εκ των καταθετών, προβαίνει στην κατάσχεση στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης κατά το άρθρο 982 του ΚΠολΔ, και δεν αφορά την περίπτωση, κατά την οποία η τράπεζα, στην οποία έγινε η κατάθεση σε κοινό λογαριασμό, προτείνει συμψηφισμό (ή ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης) για ανταπαίτησή της, την οποία έχει κατά του ενός των περισσότερων καταθετών εις ολόκληρον συνδανειστών της, και, συνεπώς, στην προκείμενη περίπτωση, το δικαίωμα επίσχεσης, το οποίο άσκησε η εναγόμενη τραπεζική εταιρία (ήδη αναιρεσίβλητη) για ανταπαίτησή της, που διατηρούσε κατά του πρώτου ενάγοντος (ήδη πρώτου αναιρεσείοντος) …, συνδικαιούχου του ανωτέρω κοινού τραπεζικού λογαριασμού, καταλαμβάνει και τα μερίδια των λοιπών συνδικαιούχων (μη οφειλετών), και, επομένως, οι ως άνω ενάγοντες δεν δικαιούνται να αναζητήσουν από την εναγόμενη τραπεζική εταιρία την απόδοση του τμήματος της κατάθεσης του εν λόγω κοινού λογαριασμού, που αναλογούσε στους ίδιους. Επομένως, το Εφετείο, το οποίο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δεχόμενο τα ίδια (δηλαδή ότι η προαναφερόμενη διάταξη αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία τρίτος, δανειστής ενός εκ των καταθετών, προβαίνει στην κατάσχεση στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης κατ’ άρθρο 982 ΚΠολΔ και δεν αφορά στην περίπτωση, όπως η προκείμενη, κατά την οποία η τράπεζα, στην οποία έγινε η κατάθεση σε κοινό λογαριασμό, ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης στο σύνολο του καταλοίπου του κοινού τραπεζικού λογαριασμού για ανταπαίτησή της κατά ενός εκ των περισσότερων καταθετών του εν λόγω λογαριασμού), απέρριψε τον σχετικό λόγο της έφεσης των αναιρεσειόντων κατά της απόφασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που είχε αποφανθεί ομοίως και είχε απορρίψει το ανωτέρω (επικουρικό) αίτημα της αγωγής ως μη νόμιμο, δεν παραβίασε ευθέως την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 4 Ν. 5638/1932, την οποία ορθά ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε και, συνεπώς, ο από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πρώτος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η ανωτέρω πλημμέλεια, είναι αβάσιμος.
ΙΙΙ. Με τον δεύτερο λόγο αναίρεσης, που προτείνεται επικουρικώς (με την φράση “άλλως και αν ήθελε θεωρηθεί ότι το Εφετείο ορθώς ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 5638/1932 που αναφέρεται στον προηγούμενο λόγο αναίρεσης”), κατά τη νοηματική εκτίμησή του, οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια με την αιτίαση ότι το Εφετείο, δεχόμενο ότι η τράπεζα, στην οποίο τηρείτο ο κοινός τραπεζικός λογαριασμός τους, δεν ήταν τρίτη σε σχέση με την δανείστρια τράπεζα, εσφαλμένα ερμήνευσε και δεν εφάρμοσε τη διάταξη του άρθρου 4 Ν. 5638/1932, καθόσον έλαβε ως κρίσιμο χρόνο για την κρίση του περί της ταυτότητας των προσώπων της δανείστριας τράπεζας και της τράπεζας τήρησης του λογαριασμού, τον χρόνο άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης από την αναιρεσίβλητη τράπεζα (οπότε και συνέπιπταν οι ως άνω ιδιότητες στο πρόσωπο της τελευταίας), και όχι τον χρόνο σύναψης των συμβάσεων δανείου και ανοίγματος τραπεζικής κατάθεσης στον κοινό λογαριασμό (οπότε δεν συνέπιπταν οι ως άνω ιδιότητες στο πρόσωπο αυτής). Το Εφετείο, με την προσβαλλομένη απόφασή του, δέχθηκε, κατά το ενδιαφέρον τον ως άνω αναιρετικό λόγο μέρος, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: “Η αδερφή του πρώτου ενάγοντος, …, συνήψε στο … τις ακόλουθες δανειακές συμβάσεις: α) με την “Ε. Τ. Α.Ε”, ειδική διάδοχος της οποίας είναι η εναγόμενη τράπεζα (ήδη αναιρεσίβλητη), την υπ’ αριθμ. … σύμβαση στεγαστικού δανείου (που εν συνεχεία έλαβε νέο αριθμό σύμβασης …), δυνάμει της οποίας της χορηγήθηκε έντοκο στεγαστικό δάνειο ποσού 128.493,12 ευρώ, β) με την “Μ.-Ε. Τ. Α.Ε”, ειδική διάδοχος της οποίας είναι η εναγόμενη τράπεζα, την υπ’ αριθμ. … σύμβαση στεγαστικού δανείου (που εν συνεχεία έλαβε νέο αριθμό σύμβασης …), δυνάμει της οποίας της χορηγήθηκε έντοκο στεγαστικό δάνειο ποσού 76.000 ευρώ, γ) με την “Ε. Τ. Α.Ε”, ειδική διάδοχος της οποίας είναι η εναγόμενη τράπεζα, την υπ’ αριθμ … σύμβαση καταναλωτικού δανείου (που εν συνεχεία έλαβε νέο αριθμό σύμβασης …), δυνάμει της οποίας της χορηγήθηκε έντοκο καταναλωτικό δάνειο ποσού 40.800 ευρώ, και δ) με την “Μ.- Ε. Τ. Α.Ε”, ειδική διάδοχος της οποίας είναι η εναγόμενη τράπεζα, την υπ’ αριθμ. … σύμβαση καταναλωτικού δανείου, δυνάμει της οποίας της χορηγήθηκε έντοκο καταναλωτικό δάνειο ποσού 12.065 ευρώ. Την τήρηση των συμβατικών όρων και των τεσσάρων παραπάνω δανειακών συμβάσεων (καθώς και των πρόσθετων πράξεων αυτών) και κυρίως την εμπρόθεσμη και προσήκουσα εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου αυτών, πλέον τόκων, λοιπών επιβαρύνσεων και εξόδων, εγγυήθηκε εγγράφως στις δανειακές αυτές συμβάσεις ο πρώτος ενάγων (ήδη πρώτος αναιρεσείων), κατασκευαστής βιομηχανικών κτιρίων με δική του κατασκευαστική εταιρία, ενεχόμενος εις ολόκληρον με τη δανειολήπτρια και ως αυτοφειλέτης και παραιτούμενος από την ένσταση διζήσεως και τα δικαιώματα που απορρέουν από τα άρθρα 853,854,858,863,866,867 και 868 ΑΚ. Περί τα τέλη του έτους 2010 η ανωτέρω πρωτοφειλέτρια έπαυσε λόγω οικονομικής αδυναμίας να αποπληρώνει τις συμφωνηθείσες δόσεις αποπληρωμής των ανωτέρω δανείων, και στις 06-06-2011 κατέθεσε τη με αριθμό κατάθεσης 60/06-06-2011 αίτηση του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010 ενώπιον του Ειρηνοδικείου …, αιτούμενη τη ρύθμιση των ληξιπρόθεσμων οφειλών της εκ των ανωτέρω δανείων καθώς και μίας σύμβασης πιστωτικής κάρτας που είχε συνάψει με την Εθνική Τράπεζα. Στο δικόγραφο αυτό, η εν λόγω πρωτοφειλέτρια – συνοφειλέτρια εις ολόκληρον του πρώτου ενάγοντος ομολογεί ότι από τα τέλη του έτους 2010 έχει περιέλθει σε μόνιμη και διαρκή αδυναμία να πληρώνει τις ληξιπρόθεσμες χρηματικές οφειλές της εκ των τεσσάρων παραπάνω δανείων, κατάσταση που πρόδηλα γνώριζε πολύ καλά και ο πρώτος ενάγων, όπως αναλύεται κατωτέρω, τόσο λόγω της στενής συγγενικής τους σχέσης όσο και λόγω των πρόσθετων πράξεων που συνυπέγραψε μαζί της κατά τα έτη 2009-2010 προς επαύξηση του ορίου της πίστωσής της, επ’ αφορμή των οποίων κάθε φορά ενημερωνόταν από την εναγόμενη τράπεζα για το χρεωστικό υπόλοιπο των σχετικών συμβάσεων… με την κοινοποίηση της ως άνω αίτησης του άρθρου 4 του Ν. 3869/2010 (εντός μηνός από την κατάθεσή της) από την πρωτοφειλέτρια Γ.Μ. προς τις πιστώτριές της τράπεζες (μεταξύ των οποίων και η εναγομένη) κατά πλάσμα του νόμου θεωρήθηκαν ληξιπρόθεσμα τα ρυθμιζόμενα χρέη, που στις 6-6-2011 ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 239.066,75 ευρώ και ειδικότερα: Α) στο ποσό των 115.899,27 ευρώ για την υπ’ αριθμ. ΜG … σύμβαση στεγαστικού δανείου, Β) στο ποσό των 73.524,82 ευρώ για την υπ’ αριθμ. ΜG … σύμβαση στεγαστικού δανείου, Γ) στο ποσό των 37.699,63 ευρώ για την υπ’ αριθμ. ΜG … σύμβαση καταναλωτικού δανείου και Δ) στο ποσό 11.943,01 ευρώ για την υπ’ αριθμ. ΜG … σύμβαση καταναλωτικού δανείου… Η δικαστική αυτή ρύθμιση των οφειλών της πρωτοφειλέτριας, όμως, δεν εμποδίζει,…, την εναγόμενη τράπεζα να αξιώσει την ικανοποίηση των απαιτήσεων της από τις ένδικες δανειακές συμβάσεις από τον συνοφειλέτη εις ολόκληρον – πρώτο ενάγοντα (λόγω της εγγυητικής του ευθύνης). Από τις προσκομιζόμενες από 27-9-2011 καρτέλες καταγγελίας των λογαριασμών εξυπηρέτησης των εν λόγω δανείων προκύπτει ότι στις 27-9-2011 και οι τέσσερις αυτές δανειακές συμβάσεις μεταφέρθηκαν από την εναγομένη σε λογαριασμούς οριστικής καθυστέρησης με συνολικό οφειλόμενο ποσό ανερχόμενο σε 248.921,29 ευρώ… και ειδικότερα: Α) στο ποσό των 119.324,32 ευρώ για την υπ’ αριθμ. ΜG … σύμβαση στεγαστικού δανείου, Β) στο ποσό των 77.338.86 ευρώ για την υπ’ αριθμ. ΜG … σύμβαση στεγαστικού δανείου, Γ) στο ποσό των 39.443,66 ευρώ για την υπ’ αριθμ. ΜG … σύμβαση καταναλωτικού δανείου και Δ) στο ποσό των 12.814,45 ευρώ για την υπ’ αριθμ. ΜG … σύμβαση καταναλωτικού δανείου… Στις από 8-2-2016 έγγραφες απαντήσεις της, δε, η εναγομένη γνωστοποιεί στον οφειλέτη της – πρώτο ενάγοντα, κατόπιν σχετικού του αιτήματος, ότι οι οφειλές που απορρέουν από τις ένδικες τέσσερις δανειακές συμβάσεις (με νέους κωδικούς …), μετά το οριστικό κλείσιμο των λογαριασμών τους και αφαιρουμένων των τυχόν ενδιάμεσων καταβολών που έλαβαν χώρα, ανέρχονται κατά την παραπάνω ημεροχρονολογία (8-2-2016) στο συνολικό ποσό των 315.449,38 ευρώ (κεφάλαιο + τόκοι), ως εξής: 1) στο ποσό των 144.393,68 ευρώ για την υπ’ αριθμ. … σύμβαση στεγαστικού δανείου ,2) στο ποσό των 101.486,69 ευρώ για την υπ’ αριθμ. … σύμβαση στεγαστικού δανείου, 3) στο ποσό των 51.660.22 ευρώ για την υπ’ αριθμ. … σύμβαση καταναλωτικού δανείου και 4) στο ποσό των 17.908,79 ευρώ για την υπ’ αριθμ. … σύμβαση καταναλωτικού δανείου. Στις 15-1-2016 έληξε η προθεσμιακή κατάθεση, ύψους 300.000 ευρώ, που διατηρούσαν από κοινού στην “Π.ΤΡΑΠΕΖΑ Α.Ε” οι ενάγοντες (ήδη αναιρεσείοντες), ήτοι οι πρώτος και δεύτερη που είναι σύζυγοι μεταξύ τους, τα δύο ανήλικα τέκνα αυτών – τέταρτη και πέμπτος των εναγόντων και η, κατά τα προαναφερόμενο, μετά την άσκηση της έφεσης αποβιώσασα μητέρα του πρώτου ενάγοντος – τρίτη ενάγουσα. Η εναγομένη, ως διάδοχος της αρχικής συμβαλλόμενης τραπεζικής εταιρίας “”Π. Τ. Α.Ε”, συνομολογεί την ύπαρξη, το κεφάλαιο, τους συνδικαιούχους και τη λήξη της παραπάνω προθεσμιακής κατάθεσης, βασικός συμφωνημένος όρος της οποίας ήταν ότι διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 4 του Ν. 5638/1932 περί κοινού λογαριασμού, αποδεχόμενη ότι κατά τη λήξη της και συγκεκριμένα στις 18-1- 2016 το διαθέσιμο αποδοτέο ποσό των 308.912,32 ευρώ μεταφέρθηκε αυτόματα στον υπ’ αριθμ. … κοινό τραπεζικό λογαριασμό ταμιευτηρίου, που οι ενάγοντες διατηρούσαν από κοινού στο υπ’ αριθμ. … κατάστημά της στο …. Ειδικότερα, κατά τη λήξη της παραπάνω προθεσμιακής κατάθεσης στις 15-1-2016, ο κοινός λογαριασμός των εναγόντων στην “Π. Τ. Α.Ε” παρουσίαζε υπόλοιπο, ύψους 4.711,70 ευρώ, στο οποίο προστέθηκε το κεφάλαιο αυτής (προθεσμιακής κατάθεσης), ύψους 300.000 ευρώ, καθώς και οι συμβατικοί τόκοι αυτής, ύψους 8.212,50 ευρώ, και συνολικά το ποσό του ως άνω λογαριασμού ανήλθε στο ποσό των 312.924,20 ευρώ. Τελικώς, όμως, το διαθέσιμο υπόλοιπο του εν λόγω κοινού λογαριασμού διαμορφώθηκε σε 308.912,32 ευρώ, αφαιρουμένων την 15-1-2016 1.231,88 ευρώ που αντιστοιχεί σε φόρους των παραπάνω τόκων και την 18-1-2016 2.780 ευρώ για τη μεταφορά του υπολοίπου στον προαναφερόμενο λογαριασμό της εναγόμενης. Ενόψει των ανωτέρω οι ενάγοντες είναι συνδικαιούχοι, με την έννοια του άρθρου 1 του Ν. 5638/1932, του καταλοίπου των 308.912,32 ευρώ που εμφάνιζε την 18-1-2016 ο υπ’ αριθμ. … κοινός τραπεζικός λογαριασμός ταμιευτηρίου, που αυτοί διατηρούν στην εναγόμενη τράπεζα, κατά παραδοχή και ως ουσιαστικά βάσιμου του πρώτου αιτήματος της αγωγής, όπως έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη που δεν βάλλεται ως προς την κρίση της αυτή. Στις 18-1-2016 η εναγομένη, λόγω της μη ομαλής εξυπηρέτησης των τεσσάρων ένδικων δανειακών συμβάσεων που βάρυναν τον πρώτο ενάγοντα-συνδικαιούχο του παραπάνω κοινού λογαριασμού, της υπερημερίας τόσο αυτού όσο και της πρωτοφειλέτιδος-αδερφής του στην αποπληρωμή τους και του ότι είχαν ήδη κατά τα προαναφερόμενο καταστεί ληξιπρόθεσμες οι οφειλές τους από αυτές, προέβη άμεσα στην προσβαλλόμενη με την αγωγή επίσχεση, δεσμεύοντας εξ’ ολοκλήρου το ανωτέρω κατάλοιπο των 308.912,32 ευρώ, προκειμένου να πετύχει αναβολή εκπλήρωσης των εκατέρωθεν παροχών, ήτοι να αξιώσει από τον πρώτο ενάγοντα την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών του εκ των ένδικων δανείων χωρίς να του αποδώσει το ανωτέρω κατάλοιπο που του οφείλει (άρθρο 325 ΑΚ) παρά μόνο μέσω ταυτόχρονης εκπλήρωσης των εκατέρωθεν αυτών αξιώσεων, που όσον αφορά τις οφειλές από τα ως άνω δάνεια κατά τον παραπάνω κρίσιμο χρόνο ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 315.449,38 ευρώ, όπως προεκτέθηκε… Η επίσχεση που άσκησε η εναγόμενη-εφεσίβλητη στον επίδικο κοινό τραπεζικό λογαριασμό συνολικού ποσού 308.912,32 ευρώ, είναι έγκυρη, παρά τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα με την αγωγή, διότι η εναγομένη είχε ληξιπρόθεσμη απαίτηση σε βάρος του πρώτου ενάγοντος ποσού 315.449,38 ευρώ που απέρρεε από την εγγυητική του ευθύνη έναντι αυτής για τις οφειλές της πρωτοφειλέτριας αδελφής του και εφόσον αυτές είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες, ήδη από την κοινοποίηση εκ μέρους της τελευταίας της ως άνω αίτησης ρύθμισης των χρεών της προς την εναγομένη…”. Με βάση τις παραδοχές αυτές, το Εφετείο απέρριψε κατ’ ουσίαν τον σχετικό λόγο έφεσης των αναιρεσειόντων και επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της αγωγής των τελευταίων για ακυρότητα της επίσχεσης, που άσκησε η αναιρεσίβλητη τραπεζική εταιρία, ως δανείστρια, δεσμεύοντας το σύνολο του καταλοίπου των 308.912,32 ευρώ που υπήρχε στον τηρούμενο σ’ αυτήν επίδικο κοινό τραπεζικό λογαριασμό.
Έτσι που έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 4 του Ν. 5638/1932, οι προϋποθέσεις εφαρμογής της οποίας δεν συνέτρεχαν στην προκείμενη περίπτωση, καθόσον, υπό τα ανελέγκτως δεκτά γενόμενα ως αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης του δικαιώματος επίσχεσης από την αναιρεσίβλητη τράπεζα (18.1.2016), συνέπιπταν στο πρόσωπο αυτής τόσο η ιδιότητα της δανείστριας τράπεζας (ως ειδικής διαδόχου των τραπεζικών εταιριών “Ε. Τ. Α.Ε” και “Μ.- Ε. Τ. Α.Ε”), όσο και η ιδιότητα της τράπεζας τήρησης του κοινού λογαριασμού (ως διαδόχου της τραπεζικής εταιρίας “Π. Τ. Α.Ε”), με συνέπεια να μην τυγχάνει εφαρμογής η ανωτέρω διάταξη (του άρθρου 4 Ν. 5638/1932), αφού, όπως προαναφέρθηκε στη μείζονα πρόταση της παρούσας, αυτή αναφέρεται στην περίπτωση κατά την οποία τρίτος, δανειστής ενός εκ των καταθετών, προβαίνει στην κατάσχεση στα χέρια της τράπεζας ως τρίτης κατά το άρθρο 982 ΚΠολΔ και δεν αφορά στην ένδικη περίπτωση, κατά την οποία η τράπεζα, στην οποία έγινε η κατάθεση σε κοινό λογαριασμό, ασκεί το δικαίωμα επίσχεσης στο σύνολο του καταλοίπου του κοινού αυτού λογαριασμού για ανταπαίτησή της που έχει κατά ενός εκ των περισσότερων καταθετών του εν λόγω λογαριασμού, με αποτέλεσμα το δικαίωμα επίσχεσης, που άσκησε η αναιρεσίβλητη τραπεζική εταιρία για ανταπαίτησή της κατά του πρώτου αναιρεσείοντος, συνδικαιούχου του ανωτέρω κοινού λογαριασμού, να καταλαμβάνει και τα μερίδια των λοιπών αναιρεσειόντων, ως συνδικαιούχων του λογαριασμού αυτού. Επομένως, ο (προβληθείς επικουρικώς) από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, με τον οποίο οι αναιρεσείοντες προσάπτουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την πλημμέλεια της ευθείας παραβίασης, με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή του προαναφερόμενου κανόνα ουσιαστικού δικαίου, είναι αβάσιμος.
ΙV. Κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 2 του Ν. 4224/2013 “Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους Ελληνικό Επενδυτικό Ταμείο Αξιοποίησης”, θεσπίστηκε για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων ιδιωτών και επιχειρήσεων από την Τράπεζα της Ελλάδος με την υπ’ αριθ. 116/1/25.8.2014 (ΦΕΚ Β’ 2289/27.8.2014) Απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (ΕΠΑΘ), ο Κώδικας Δεοντολογίας, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 31.12.2014 και, αφού τροποποιήθηκε δύο φορές με αντίστοιχες αποφάσεις της άνω Επιτροπής με αριθμούς … (ΦΕΚ Β’ 486/31.3.2015) και … (ΦΕΚ Β’ 2219/15.10.2015), τελικά αναθεωρήθηκε, δηλαδή καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε, με την Απόφαση … (ΦΕΚ Β’ 2376/02.8.2016) της ΕΠΑΘ. Ο ως άνω Κώδικας θέτει ως κύριο και πρωταρχικό στόχο του την εξεύρεση συναινετικής λύσης μεταξύ δανειολήπτη και πιστωτικού ή χρηματοδοτικού ιδρύματος, που έχει χορηγήσει πίστωση στον πρώτο, προκειμένου να μειωθεί με συμβιβαστικό τρόπο το δυσθεώρητο ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ βασική υποχρέωση που συνεπάγεται η εφαρμογή του Κώδικα, αποτελεί η τήρηση των διαδικασιών του, πριν την τυχόν καταγγελία της οικείας πιστωτικής σύμβασης. Ο Κώδικας αυτός πρέπει να τηρείται από κάθε πιστωτικό και χρηματοδοτικό ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος και εφαρμόζεται σε κάθε μορφής οφειλή με καθυστέρηση άνω των εξήντα (τριάντα πριν την αναθεώρηση του Κώδικα) ημερολογιακών ημερών. Κάθε ίδρυμα, σύμφωνα με τον Κώδικα, υποχρεούται, μεταξύ άλλων, να θεσπίσει λεπτομερώς καταγεγραμμένη Διαδικασία Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ), στην οποία μπορούν να συμμετάσχουν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, πρωτοφειλέτες, συνοφειλέτες και εγγυητές, εφόσον διατηρούν τον χαρακτηρισμό του “συνεργάσιμου δανειολήπτη”, όπως ορίστηκε με απόφαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης ιδιωτικού Χρέους στο άρθρο 73 παρ. 2 του Ν. 4389/2016 (ΦΕΚ Α’ 94/27.5.2016) “Επείγουσες διατάξεις για την εφαρμογή της συμφωνίας δημοσιονομικών στόχων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και άλλες διατάξεις”. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο Κώδικας επιβάλλει στα ιδρύματα που δεσμεύονται από αυτόν, την τήρηση, μεταξύ άλλων, των οριζόμενων σταδίων της Διαδικασίας Επίλυσης Καθυστερήσεων (ΔΕΚ) του Κώδικα πριν το ίδρυμα προβεί σε καταγγελία της οικείας σύμβασης και εκκινήσει νομικές ενέργειες αναγκαστικής είσπραξης της καθυστερούμενης απαίτησης. Περαιτέρω, από τον σκοπό και το κείμενο του Κώδικα συνάγεται ότι τυχόν παράβαση των κανόνων που συγκροτούν τη ΔΕΚ συνεπάγεται μόνο εποπτικής φύσεως κυρώσεις και, συνεπώς, η μη τήρηση της ΔΕΚ από τα υπόχρεα ιδρύματα, δεν επιφέρει κατά το άρθρο 174 ΑΚ αυτοδίκαιη ακυρότητα της πραγματοποιηθείσας καταγγελίας. Ωστόσο, ο ως άνω Κώδικας, όπως προκύπτει από τους στόχους του του, εξειδικεύει τις σχετικές με την καταγγελία υποχρεώσεις που απορρέουν από την αντικειμενική (συναλλακτική) καλή πίστη κατά το στάδιο που προηγείται της άσκησης του δικαιώματος καταγγελίας (ΑΚ 281), όπως το περιεχόμενο της συναλλακτικής καλής πίστης διαμορφώθηκε ειδικότερα στο χώρο των πιστωτικών συναλλαγών υπό τη σοβούσα οικονομική κρίση που οδήγησε στην αλματώδη αύξηση του αριθμού των καθυστερούμενων οφειλών. Επομένως, σε περίπτωση καθυστέρησης δανειολήπτη να καταβάλει συγκεκριμένο ποσό σε χρηματοδοτικό ή πιστωτικό ίδρυμα κατά παράβαση των μεταξύ τους συμφωνηθέντων, η άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας, χωρίς την προηγούμενη, εν όλω ή εν μέρει, τήρηση της ΔΕΚ του Κώδικα από το ίδρυμα, θα μπορούσε να αποκρουσθεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ως καταχρηστική, όταν βεβαίως συντρέχουν και οι άλλες προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου αυτού. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διάταξης η άσκηση του δικαιώματος, όπως αυτό της καταγγελίας της σύμβασης, ναι μεν απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, όμως μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη, έστω και μεγάλη, στον οφειλέτη, δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει ως καταχρηστική την άσκησή του, αλλά πρέπει να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως συμβαίνει όταν ο δανειστής δεν έχει στην πραγματικότητα συμφέρον από την άσκηση του δικαιώματός του. Στο πλαίσιο αυτό ο δανειστής, ο οποίος, ασκώντας συμβατικό δικαίωμά του επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησής του, ενεργεί ασφαλώς προς ικανοποίηση θεμιτού συμφέροντός του, συνυφασμένου με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας αυτός ελεύθερα καταρχήν αποφασίζει, εκτός και πάλι αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και μάλιστα προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικοοικονομικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 1188/2021). Αυτό συμβαίνει και όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματός του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμά του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι ως αδικαιολόγητη και καταχρηστική. Πάντως, μόνον το περιστατικό της μη προηγουμένης τήρησης της διαδικασίας (ΔΕΚ) του Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, χωρίς να συνδυάζεται και με άλλες περιστάσεις, όπως π.χ. το εάν η οικονομική αδυναμία του οφειλέτη να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του ήταν πρόσκαιρη ή πολυετής και εάν αυτός είχε ή όχι άλλες οφειλές προς τρίτους, δεν μπορεί να καταστήσει άκυρη ως καταχρηστική τόσο την άσκηση της καταγγελίας, όσο και την συνακόλουθη επιδίωξη της ικανοποίησης της απαίτησης του δανειστή μέσω της άσκησης από αυτόν του δικαιώματος συμψηφισμού ή επίσχεσης για συναφή ληξιπρόθεσμη αξίωση που έχει ο οφειλέτης εναντίον του, προκειμένου να επέλθει, αντίστοιχα, συναπόσβεση των αμοιβαίων αυτών απαιτήσεων ή αναβολή της εκπλήρωσής τους για να οδηγηθούν σε ταυτόχρονη εκπλήρωση, λαμβανομένου υπόψη και ότι το συμβατικό δικαίωμα του δανειστή-πιστωτικού ιδρύματος να καταγγείλει τη δανειακή σύμβαση και να επιδιώξει την ικανοποίηση της απαίτησής του, είναι συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας του, τον τρόπο της οποίας ελεύθερα κατ’ αρχήν αυτό αποφασίζει (ΑΠ 323/2021). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 578 ΚΠολΔ αν το αιτιολογικό της προσβαλλόμενης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της. Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, αν ο Άρειος Πάγος διαπιστώσει ότι το διατακτικό της απόφασης είναι ορθό, αλλά υπάρχει σφάλμα στις αιτιολογίες, απορρίπτει την αναίρεση, χωρίς να αντικαταστήσει τις αιτιολογίες, οι οποίες όμως, στην ουσία, αντικαθίστανται με αυτές της αναιρετικής. Απορρίπτεται, επομένως, η αναίρεση που προσβάλλει την απόφαση ως προς τις αιτιολογίες, όταν αυτές δεν επιδρούν στο διατακτικό της και, συνεπώς, ο αναιρεσείων δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την αντικατάστασή τους (ΑΠ 52/2022, ΑΠ 1382/2019, ΑΠ 999/2019, ΑΠ 1697/2017).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο αναίρεσης οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλόμενη απόφαση την από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ πλημμέλεια, καθόσον ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το Εφετείο δεν εφάρμοσε την ουσιαστικού δικαίου διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, δεχόμενο ότι πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος ο προβληθείς με την αγωγή τους (που επαναφέρθηκε με σχετικό λόγο έφεσης) λόγος ακυρότητας της ένδικης επίσχεσης, συνιστάμενος στο ότι η αναιρεσίβλητη τραπεζική εταιρία, την 18.1.2016, άσκησε καταχρηστικά το δικαίωμα επίσχεσης, γιατί, πριν την άσκησή του, κατά παράβαση του ισχύοντος κατά τον χρόνο αυτόν Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών, δεν υπέβαλε στον πρώτο αυτών (αναιρεσειόντων) πρόταση ρύθμισης ή οριστικής διευθέτησης των οφειλών του, που απέρρεαν από την εγγυητική του ευθύνη έναντι αυτής για τις οφειλές (από δάνεια) της πρωτοφειλέτριας αδελφής του. Συγκεκριμένα, το Εφετείο, με την προσβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε ως προς τον ανωτέρω προβληθέντα με την αγωγή λόγο ακυρότητας της ένδικης επίσχεσης, τα εξής: “Ακόμη με την αγωγή προβάλλεται ως λόγος ακυρότητας της ένδικης επισχέσεως το ότι αυτή ασκήθηκε καταχρηστικά (άρθρο 281 ΑΚ) διότι (όπως προβάλλεται και με τον σχετικό λόγο της έφεσης) η εναγομένη κατά παράβαση των οριζομένων στον Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών (ΦΕΚ τ.Β’2289/27-7-2014)… δεν του υπέβαλε κάποια πρόταση ρύθμισης ή οριστικής διευθέτησης των οφειλών του. Ο λόγος αυτός θα πρέπει να απορριφθεί… ως μη νόμιμος όσον αφορά την θεμελίωση καταχρηστικότητας λόγω παράβασης από την εναγομένη των προβλεπομένων στον Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών, πρωτίστως διότι ο Κώδικας αυτός άρχισε να ισχύει πολύ μεταγενέστερα του χρόνου που η πρωτοφειλέτρια σταμάτησε να αποπληρώνει τις οφειλές της και ακολούθως κατέστησαν ληξιπρόθεσμες οι ένδικες οφειλές, με την κατάθεση εκ μέρους αυτής της αίτησης ρύθμισης των οφειλών της (έτη 2010 και 2011 αντίστοιχα)”. Η ως άνω αιτιολογία του Εφετείου είναι εσφαλμένη, καθόσον αυτό, εκλαμβάνοντας ότι η προταθείσα καταχρηστικότητα αφορούσε όχι την άσκηση του δικαιώματος επίσχεσης αλλά τις προγενέστερες ενέργειες μη αποπληρωμής των οφειλών, απέρριψε τον ανωτέρω αγωγικό ισχυρισμό ως μη νόμιμο με την αιτιολογία ότι ο Κώδικας Δεοντολογίας των Τραπεζών “άρχισε να ισχύει πολύ μεταγενέστερα του χρόνου που η πρωτοφειλέτρια σταμάτησε να αποπληρώνει τις οφειλές της”, αν και, κατά τον κρίσιμο χρόνο άσκησης της ένδικης επίσχεσης (18.1.2016), ίσχυε πράγματι ο Κώδικας Δεοντολογίας των Τραπεζών, όπως αυτό γίνεται δεκτό και από τις ως άνω αιτιολογίες του Εφετείου. Σύμφωνα, όμως, με όσα εκτέθηκαν στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη, μόνο το περιστατικό της μη προηγουμένης τήρησης της διαδικασίας του Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών και αληθές υποτιθέμενο, δεν συγκροτεί την νομική έννοια της καταχρηστικότητας του ασκούμενου από την αναιρεσίβλητη τραπεζική εταιρία δικαιώματος επίσχεσης, λαμβανομένου υπόψη και του ότι το συμβατικό δικαίωμα της τελευταίας να ασκήσει το εν λόγω δικαίωμά της, είναι συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας της, τον τρόπο της οποίας ελεύθερα κατ’ αρχήν αυτή αποφασίζει. Κατά συνέπεια, το διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης που απέρριψε ως μη νόμιμο τον ανωτέρω αγωγικό ισχυρισμό των αναιρεσειόντων είναι ορθό, αλλά το αιτιολογικό της εσφαλμένο, πλην όμως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 578 ΚΠολΔ, ο τρίτος, από τον αριθ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, λόγος αναίρεσης, με τον οποίο προσάπτεται στην προσβαλλόμενη η αιτίαση, ότι εσφαλμένως απέρριψε, με την προαναφερόμενη αιτιολογία, τον προβληθέντα από τους αναιρεσείοντες αγωγικό ισχυρισμό περί καταχρηστικής άσκησης από την αναιρεσίβλητη του δικαιώματος επίσχεσης λόγω μη τήρησης των προβλεπόμενων στον Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, είναι αβάσιμος, καθόσον δεν υπάρχει έννομο συμφέρον αυτών προς αποτροπή δυσμενούς δεδικασμένου κατά τα εκτιθέμενα στην ίδια ως άνω νομική σκέψη.
V. Κατ’ ακολουθίαν τούτων, μη υπάρχοντος άλλου αναιρετικού λόγου προς έρευνα, πρέπει η ένδικη αίτηση αναίρεσης να απορριφθεί και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος, για την άσκηση αυτής, παρα… στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, που κατέθεσε προτάσεις, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των αναιρεσειόντων λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 18.5.2021 αίτηση για αναίρεση της υπ’ αριθ. 173/2020 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Λάρισας.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος, για την άσκηση της ανωτέρω αίτησης, παραβόλου.
Επιβάλλει στους αναιρεσείοντες τα δικαστικά έξοδα της αναιρεσίβλητης, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων (2.700) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 15 Μαΐου 2023.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 15 Ιουνίου 2023.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ