Αριθμός 6/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βάρκα, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Ελευθέριο Σισμανίδη και Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο – Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 8 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Αχιλλέα Ζήση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Δ. Π. του Ι., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξούσιους δικηγόρους του Στυλιανό Παναγιωτάκη και Νικόλαο Εμμανουηλίδη, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 255, 256/2022 απόφασης του Μ.Ο.Ε. Θεσσαλονίκης. Με υποστηρίζοντες την κατηγορία τους: 1.Μ. Π. του Σ., κάτοικο … και 2.E. C. του B., κάτοικο …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Κυριακή Πακιρτζίδου.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 3 Απριλίου 2023 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 03.04.2023, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 2608/2023 και στους από 23 Οκτωβρίου 2023 πρόσθετους λόγους αυτής τα οποία καταχωρίστηκαν στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 400/2023.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να απορριφθεί η αίτηση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 3-4-2023 αίτηση αναίρεσης του Δ. Π. του Ι., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 255-256/28-6-2022 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, που καταχωρήθηκε στις 13-3-2023 στο κατ’ άρθρο 473 παρ. 3 εδ. α’ ΚΠΔ, ειδικό βιβλίο που τηρείται από την γραμματεία του ως άνω ποινικού δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε ένοχος ο αναιρεσείων για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας που τελέσθηκε με παράλειψη με ενδεχόμενο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και ακολούθως επιβλήθηκε σ’ αυτόν ποινή ισόβιας κάθειρξης, ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 462, 464, 466 παρ. 1, 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 2Α, 504 παρ. 1 εδ. α’ και 505 παρ. 1, περ. α’ ΚΠΔ, με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου, η οποία επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 3-4-2023, ημέρα Δευτέρα, την επόμενη δηλαδή μη εξαιρετέα ημέρα, καθόσον η τελευταία ημέρα της σχετικής εικοσαήμερης προθεσμίας ήταν Σάββατο (άρθρο 168 εδ. ε’ ΚΠΔ και άρθρο 1 παρ. 12 εδ. α’ του Ν. 1157/1981), οπότε αυτή παρεκτείνεται έως και την επόμενη μη εξαιρετέα ημέρα (ΟλΑΠ 33/1996, ΑΠ 1157/2022). Με την ως άνω αίτηση πρέπει να συνεκδικασθούν λόγω προδήλου συναφείας (άρθρο 129 ΚΠΔ) και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής, που ασκήθηκαν νομίμως και εμπροθέσμως (άρθρο 509 ΚΠΔ) με το από 23-10-2023 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατατέθηκε αυθημερόν (στις 23-10-2023) στην γραμματεία της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου, δηλαδή δέκα πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την ορισθείσα δικάσιμο για την συζήτηση της ως άνω αναίρεσης, από τον αυτόν ως άνω πληρεξούσιο δικηγόρο του αιτούντος. Επί πλέον, η κρινόμενη αναίρεση αλλά και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι περιλαμβάνουν σαφείς και ορισμένους αναιρετικούς λόγους, συνιστάμενους σε απόλυτη ακυρότητα που συνέβη κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’, Δ’ και Ε’ ΚΠΔ) και συνεπώς, θα πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή τόσον η αναίρεση, όσον και οι πρόσθετοι αυτής λόγοι και να εξετασθούν περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των σχετικών αυτών λόγων. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι κατά την συζήτηση της κρινομένης αναιρέσεως και των προσθέτων αυτής λόγων εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξουσία δικηγόρο τους και οι υποστηρίζοντες την εις βάρος του ως άνω αναιρεσείοντος κατηγορία, Μ. Π. του Σ. και E. C. του B..
Με το άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α’ 95/11-6- 2019) κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1η Ιουλίου 2019 (άρθρο δεύτερο του ανωτέρω νόμου και άρθρο 460 νΠΚ). Στο άρθρο 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ ορίζεται ότι “Αν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τροποποιείται η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι σαφές ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον” και ότι προδήλως ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος. Επιεικέστερος είναι ο νόμος που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα, οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου και αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι’ αυτόν, ενώ δεν αποκλείεται σε συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται, αφ’ ενός μεν, ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, αφ’ ετέρου δε, άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή. Για το χαρακτηρισμό νόμου ως επιεικέστερου με βάση το ύψος της απειλούμενης ποινής, γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων και άν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής και αν το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, ενώ επί ίσων στερητικών της ελευθερίας ποινών, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή (ΑΠ 1079/2023, ΑΠ 1359/2022). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 299 του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 πΠΚ “1. Όποιος με πρόθεση σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη (μετά την κατάργηση της θανατικής ποινής με το άρθρο 33 παρ. 1 του Ν. 2172/1993). 2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται η ποινή της πρόσκαιρης κάθειρξης”. Στο αντίστοιχο άρθρο 299 του ισχύσαντος από 1-7-2019 έως 11-11-2021 νΠΚ (Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α’95/11-6-2019), με τον τίτλο “Ανθρωποκτονία με δόλο”, ορίζεται ότι “1. Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών. 2. Αν η πράξη αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται κάθειρξη”. Η παρ. 1 του άρθρου 299 τροποποιήθηκε από 12-11-2021 με το Ν. 4855/2021 και πλέον ορίζεται ότι “Όποιος σκότωσε άλλον τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη”. Από την αντιπαραβολή των προαναφερθεισών διατάξεων, προκύπτει ότι η διάταξη του μέχρι στις 11-11-2021 ισχύσαντος νΠΚ είναι επιεικέστερη, αφού με αυτήν προβλέπεται μαζί με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης και η επιβολή ποινής πρόσκαιρης κάθειρξης, οπότε είναι εφαρμοστέα στην κρινόμενη υπόθεση με βάση την αρχή της αναδρομικότητας της επιεικέστερης διάταξης από την τέλεση της πράξης μέχρι την αμετάκλητη εκδίκαση της υπόθεσης. Περαιτέρω, από την ως άνω διάταξη του άρθρου 299 ΠΚ προκύπτει, ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας με δόλο απαιτείται αντικειμενικώς, η αφαίρεση της ζωής άλλου ανθρώπου, με θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης από το νόμο ενέργειας και υποκειμενικώς, δόλος, άμεσος ή ενδεχόμενος, που συνίσταται ο μεν άμεσος δόλος, στη γνώση και τη θέληση των στοιχείων της πράξης, δηλαδή της καταστροφής της ζωής του άλλου ανθρώπου και ο ενδεχόμενος δόλος στην αποδοχή του ενδεχόμενου αποτελέσματος της θανάτωσης του άλλου. Ο δόλος γενικώς διαγιγνώσκεται από τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν και τις ειδικότερες συνθήκες, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, ήτοι το πληγέν σημείο του σώματος, την ένταση του πλήγματος, την απόσταση δράστη και θύματος και βεβαίως, πρέπει να κατευθύνεται στην αφαίρεση της ζωής άλλου (ΑΠ 552/2020). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 27 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, “με δόλο (με πρόθεση) πράττει όποιος θέλει την παραγωγή των περιστατικών που κατά το νόμο απαρτίζουν την έννοια κάποιας αξιόποινης πράξης, επίσης όποιος γνωρίζει ότι από την πράξη του ενδέχεται να παραχθούν τα αυτά περιστατικά και τα αποδέχεται”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι με άμεσο δόλο ενεργεί εκείνος που θέλει την παραγωγή του εγκληματικού αποτελέσματος, καθώς και αυτός που δεν το επιδιώκει, αλλά ενώ προβλέπει ότι τούτο αποτελεί αναγκαία συνέπεια της ενέργειας ή παράλειψής του, δεν αφίσταται αυτής. Με ενδεχόμενο δόλο, η ύπαρξη του οποίου και συγκεκριμένα, τόσο το στοιχείο της πρόβλεψης του εγκληματικού αποτελέσματος, όσο και το στοιχείο της αποδοχής του εκ μέρους του δράστη, πρέπει να αιτιολογείται ιδιαίτερα, πράττει εκείνος, ο οποίος προβλέπει ως δυνατό το εγκληματικό αποτέλεσμα και το αποδέχεται. Κατά τον προσδιορισμό της μορφής αυτής υπαιτιότητας, ο Ποινικός Κώδικας υιοθέτησε τη θεωρία της εγκληματικής επιδοκιμασίας, σύμφωνα με την οποία, για την ύπαρξη ενδεχόμενου δόλου, πρέπει να διακριβωθεί, αφ’ ενός μεν, ότι ο δράστης προέβλεψε ως δυνατό το εγκληματικό αποτέλεσμα, εξαιτίας της ενέργειας ή παράλειψής του, αφ’ ετέρου δε, ότι το αποδέχθηκε. Η αποδοχή του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κεντρικό στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου και διακρίνεται εννοιολογικά από την πεποίθηση (πίστη), την ελπίδα ή την ευχή αποφυγής (μη επέλευσής) του, η οποία (πεποίθηση, ελπίδα ή ευχή) αποτελεί κατά το άρθρο 28 ΠΚ, στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας, αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ του ενδεχόμενου δόλου και της τελευταίας, αφού η πρόβλεψη του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί κοινό και των δύο τούτων στοιχείο. Η συνδρομή του στοιχείου της αποδοχής, που αποτελεί το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου, είναι ζήτημα απόδειξης και δεν προκαθορίζεται από το βαθμό της πιθανότητας, με την οποία προβλέφθηκε το εγκληματικό αποτέλεσμα, ούτε από τη διαπίστωση ότι ο δράστης, αν και προείδε τούτο ως δυνατό, προχώρησε στην πράξη του ή αποδέχθηκε την παράλειψή του, δίχως να λάβει υπόψη του μια τέτοια προειδοποίηση, δεδομένου ότι, η έννοια του δόλου, είτε άμεσου είτε ενδεχόμενου, συντίθεται από το γνωστικό και το βουλητικό στοιχείο του εγκληματικού αποτελέσματος και τα δύο αυτά στοιχεία είναι ισότιμα μεταξύ τους, οπότε δεν αρκεί μόνον η γνώση του υψηλού κινδύνου επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος από τυχόν ενέργειες ή παραλείψεις του δράστη, για να μεταβάλει σε ενδεχόμενο δόλο μια βαριά ή ελαφρά παράβαση του οικείου καθήκοντος επιμέλειας, αλλά προσαπαιτείται και η διαπίστωση ότι ο υπαίτιος κατά τον κρίσιμο χρόνο τέλεσης της πράξης, δεν απώθησε από τη συνείδησή του την παράσταση του δυναμένου να επέλθει από την πράξη του εγκληματικού αποτελέσματος και εντεύθεν το επιδοκίμασε. Η αδυναμία ευχερούς διάγνωσης του βουλητικού στοιχείου του δόλου έχει οδηγήσει στην πράξη στην προσφυγή σε εμπειρικά κριτήρια κατάφασης συνδρομής ενδεχόμενου δόλου (“ενδείκτες” αποδοχής του αποτελέσματος), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται: α) η ιδιαίτερη επικινδυνότητα της πράξης, υπό το πρίσμα αυτό δε, το υψηλό ποσοστό επικινδυνότητας της πράξης του δράστη χρησιμεύει ως καίριας σημασίας (αλλά όχι μοναδικό) κριτήριο εκτίμησης της βουλητικής του στάσης έναντι του αποτελέσματος, διότι, εάν ο τελευταίος προέβη στο εγχείρημα, παρά το υψηλό ποσοστό κινδύνου επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος, λογικά εξάγεται το συμπέρασμα και ότι το αποδέχεται και β) το αντικειμενικό ποσοστό επικινδυνότητας και η τυχόν ιδιοτέλεια του σκοπού που επιδιώκει ο δράστης με την πράξη του. Αντίθετα, ως “αντενδείκτες-αντίρροποι παράγοντες” ύπαρξης ενδεχόμενου δόλου και υποβάθμισής του, κατ’ ακολουθίαν, σε αμέλεια κάποιας μορφής, εφόσον ασφαλώς συντρέχουν και οι λοιποί συναφείς όροι του νόμου, λειτουργούν, μεταξύ άλλων, (i) το επιχείρημα περί της “μη νοητής αυτοδιακινδύνευσης” του δράστη, (ii) η έλλειψη λογικού κινήτρου, (iii) η εξοικείωση του δράστη με τον κίνδυνο, (iν) η λήψη αποτρεπτικών μέτρων και (ν) η συμπεριφορά του δράστη μετά την πράξη (ΑΠ 951/2022, ΑΠ 755/2022, ΑΠ 217/2018). Επίσης, από τη διατύπωση του προαναφερθέντος άρθρου 299 ΠΚ συνάγεται ότι για την ποινική μεταχείριση του δράστη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση γίνεται διάκριση του δόλου σε δύο διαβαθμίσεις, ήτοι σε προμελετημένο (της παρ. 1) και απρομελέτητο (της παρ. 2), όταν υπάρχει βρασμός ψυχικής ορμής. Στην πρώτη περίπτωση απαιτείται ψυχική ηρεμία του δράστη είτε κατά την απόφαση είτε κατά την εκτέλεση της πράξεως, μολονότι αυτό δεν αναφέρεται ρητώς στη διάταξη, ενώ στη δεύτερη περίπτωση απαιτείται ο δράστης να βρίσκεται υπό το κράτος ψυχικής υπερδιέγερσης και κατά τη λήψη της αποφάσεως και κατά την εκτέλεση της ανθρωποκτονίας, γιατί, αν λείπει ο βρασμός ψυχικής ορμής σε ένα από τα στάδια αυτά, δεν συντρέχουν οι όροι εφαρμογής της παρ. 2 του άρθρου 299 ΠΚ για την επιεικέστερη μεταχείριση του δράστη, δηλαδή για την επιβολή της πρόσκαιρης αντί της ισόβιας κάθειρξης ή της κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών. Προς τούτο, το δικαστήριο, στην πρώτη περίπτωση, πρέπει να διαλαμβάνει στην αιτιολογία της αποφάσεώς του, ότι ο δράστης ενήργησε με ψυχική ηρεμία. Δεδομένου όμως, ότι στο νόμο δεν ορίζεται ως στοιχείο του δόλου του δράστη η ψυχική του ηρεμία, απαιτείται αυτό να προκύπτει είτε με ρητή έκθεση, είτε με άλλη παρεμφερή φράση, είτε από τα δεκτά γενόμενα πραγματικά περιστατικά (ΑΠ 912/2022, ΑΠ 160/2019). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 171 παρ. 1 εδ. δ’ ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα, που λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο σε κάθε στάδιο της διαδικασίας ακόμη και στον Άρειο, επιφέρει η μη τήρηση των διατάξεων που καθορίζουν την εμφάνιση, την εκπροσώπηση και την υπεράσπιση του κατηγορουμένου και την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχονται στις περιπτώσεις και με τις διατυπώσεις που επιβάλλει ο νόμος. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η άσκηση των προσηκόντων στον κατηγορούμενο δικαιωμάτων αναφέρεται σε όλες τις περιπτώσεις, κατά τις οποίες υφίσταται από το νόμο υποχρέωση του δικαστή να δημιουργήσει οίκοθεν εκείνες τις προϋποθέσεις που καθιστούν δυνατή την άσκηση των παραπάνω δικαιωμάτων, χωρίς να απαιτείται προηγούμενη σχετική αίτηση ή διαμαρτυρία του κατηγορουμένου. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 365 παρ. 2 ΚΠΔ, “αν όσα εκθέτει στην απολογία του ο κατηγορούμενος είναι στο σύνολο τους ή εν μέρει διαφορετικά από όσα ο ίδιος εξέθεσε στην προδικασία, είναι δυνατό να του διαβαστούν οι αντίθετες περικοπές της απολογίας του κατά την ανάκριση”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η ανάγνωση περικοπών και μόνον της έγγραφης απολογίας του κατηγορουμένου στην προδικασία είναι επιτρεπτή, μόνο στην περίπτωση που στο ακροατήριο απαντά ο κατηγορούμενος κάτι διαφορετικό από εκείνο που έχει καταθέσει στην προδικασία και όχι όταν απλώς αρνείται να απαντήσει σε κάποια ερώτηση χάριν της πληρέστερης προστασίας του καθιερωμένου, κατά τα κατωτέρω δικαιώματος σιωπής αυτού. Δυνατότητα ανάγνωσης της απολογίας προς υποβοήθηση της μνήμης του κατηγορουμένου δεν προβλέπεται από την άνω διάταξη. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι δεν επιτρέπεται η ανάγνωση και ειδικότερα, μαζί με τα άλλα αποδεικτικά έγγραφα της κατά την προδικασία ληφθείσας απολογίας του κατηγορουμένου και μάλιστα ολόκληρης, ανεξάρτητα από την τυχόν προβολή ή μη αντιρρήσεων για την ανάγνωσή της, εκ μέρους του κατηγορουμένου, διότι παραβιάζεται το δικαίωμα σιωπής και η αρχή της αμεσότητας που πρέπει να διέπει την ποινική διαδικασία. Ήτοι, η ανάγνωση, η λήψη υπόψη και η αξιοποίηση αποδεικτικά εκ μέρους του δικαστηρίου της απολογίας του κατηγορουμένου, η οποία δόθηκε στην προδικασία, δημιουργεί απόλυτη ακυρότητα κατά το άρθρο 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ, η οποία ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, διότι αφορά στην υπεράσπιση του κατηγορουμένου και ειδικότερα, το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, ως ειδικότερη έκφραση του δικαιώματος του για “δίκαιη δίκη”, που εξασφαλίζει σ’ αυτόν το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, καθώς και το δικαίωμά του, από το άρθρο 223 παρ. 4 ΚΠΔ, να αρνηθεί την κατάθεση περιστατικών, από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει η ενοχή του για αξιόποινη πράξη. Η θεμελιώδης αυτή αρχή της σιωπής και μη αυτοενοχοποιήσεως διακηρύσσεται ήδη και από το άρθρο 14 παρ. 3 εδ. ζ’ του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ΣΔΑΠΔ), που κυρώθηκε με το Ν. 2462/1997 και έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, κατά το οποίο κάθε πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα απολαύει, σε πλήρη ισότητα, μεταξύ των άλλων και την εγγύηση να μην εξαναγκάζεται να καταθέσει εναντίον του εαυτού του ή να ομολογήσει την ενοχή του. Επίσης, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 329, 331, 333 παρ. 2, 362 και 367 ΚΠΔ, προκύπτει ότι η λήψη υπόψη από το δικαστήριο ως αποδεικτικού στοιχείου, για το σχηματισμό της κρίσεως του περί της ενοχής του κατηγορουμένου, εγγράφου, που δεν αναγνώσθηκε κατά τη δημόσια και προφορική συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο παραβιάζει την αρχή της προφορικότητας και δημοσιότητας της δίκης και την άσκηση του δικαιώματος του κατηγορουμένου από το άρθρο 358 του ίδιου Κώδικα να προβαίνει σε δηλώσεις και εξηγήσεις σχετικά με το αποδεικτικό αυτό στοιχείο και συνιστά απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας (άρθρο 171 παρ. 1 στοιχ. δ’ ΚΠΔ), η οποία ιδρύει τον προαναφερθέντα από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης (ΑΠ 405/2019, ΑΠ 1251/2022). Εξάλλου, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι ακριβώς προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή. Επίσης, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε αρχικά με τον Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ΝΔ 53/1974, αποτελεί δε εγχώριο δίκαιο και κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, προκύπτει ότι η πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο οφείλει να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι, ενώ παραβίαση της ως άνω αρχής, πέραν της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 147/2023, ΑΠ 1576/2022, ΑΠ 501/2020). Δεν είναι απαραίτητη όμως η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή από ποιά αποδεικτικά μέσα προέκυψε η κάθε παραδοχή. Όταν εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Η συνδρομή του δόλου, κατ’ αρχάς, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, μόνον δε, όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και συγκεκριμένα, είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, αυτό όμως δεν συμβαίνει στην κρινόμενη υπόθεση. Δεν αποτελούν δε λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται ανεπιτρέπτως η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 457/2022, ΑΠ 151/2021). Περαιτέρω κατά το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΟλΑΠ 3/2008, ΑΠ 930/2022). Στην κρινόμενη υπόθεση το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Θεσσαλονίκης, δικάζοντας ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, ως προς το ενδιαφέρον την αναιρετική διαδικασία μέρος, τα εξής: “Από τις ανώμοτες καταθέσεις των δηλωσάντων παράσταση για υποστήριξη της κατηγορίας, από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως στο ακροατήριο, που περιέχονται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, από τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, από την 8-8-2017 Έκθεση Ιατρικής Πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε ο διορισθείς Πραγματογνώμονας Ιατρός Αναισθησιολόγος Β. Γ., από την Ιατροδικαστική ‘Εκθεση Νεκροψίας-Νεκροτομής, από την ‘Εκθεση Αποτελεσμάτων Τοξικολογικών Εξετάσεων του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του ΑΠΘ, από την ‘Εκθεση Τοξικολογικής Εξέτασης που υπογράφεται από τη Χημικό Τοξικολογίας Ο. Μ., από τις προσκομιζόμενες φωτογραφίες, από το βιντεοληπτικό υλικό που λήφθηκε από κλειστά κυκλώματα καταγραφής εικόνας, από τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως (και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως), αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Την 27-4-2017 προσήλθε στο ΤΑ Λευκού Πύργου Θεσσαλονίκης ο υποστηρίζων την κατηγορία Μ. Π. και δήλωσε την εξαφάνιση της συζύγου του D. T.. Σύμφωνα με την καταγγελία η ανωτέρω δεν επέστρεψε στην οικία τους στην οδό …, όπου το ζεύγος κατοικεί με τα τρία παιδιά τους, τα δύο από τα οποία η σύζυγός του απέκτησε από τον πρώτο της γάμο. Ειδικότερα, η σύζυγός του δεν επέστρεψε στην οικία τους τις βραδινές ώρες της 26-4-2017 και εξαφανίσθηκε από την περιοχή του ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟΥ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟΥ, όπου μετέβη σε προγραμματισμένο για την ώρα 17.00, ραντεβού, προκειμένου να υποβληθεί σε θεραπεία αγγειακού προβλήματος στο κάτω άκρο από τον ειδικευόμενο αγγειοχειρουργό Δ. Π.. Η Ν. Τ., γεννηθείσα την 14-2-1981 παρουσίασε αγγειολογικά προβλήματα στα κάτω άκρα και υποβλήθηκε σε επεμβάσεις κατά το παρελθόν. Τον Οκτώβριο 2016 εμφάνισε και πάλι προβλήματα και επισκέφθηκε το νοσοκομείο ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ για να εξετασθεί από τους γιατρούς. Εξετάσθηκε στο Τμήμα Τακτικών Επειγόντων Περιστατικών από τον κατηγορούμενο, που υπηρετούσε στην αγγειοχειρουργική κλινική ως ειδικευόμενος ιατρός. Ο κατηγορούμενος από την αρχή έδειξε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη Ν. Τ. και της έδωσε σημείωμα με τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου, κράτησε δε, τα στοιχεία της προκειμένου να την εξυπηρετήσει στην επίλυση του ιατρικού προβλήματός της. Επειδή η ανωτέρω δεν επικοινώνησε μαζί του, ο κατηγορούμενος αναζήτησε το προφίλ της στην εφαρμογή facebook και της έστειλε αίτημα φιλίας. Με τον τρόπο αυτόν άρχισε μία επικοινωνία μεταξύ τους και αναπτύχθηκε μια φιλική σχέση όπως προκύπτει από τα προσκομισθέντα και αναγνωσθέντα έγγραφα-εκτυπώσεις των σχετικών μηνυμάτων. Οι συζητήσεις τους περιστρεφόταν γύρω από το πρόβλημα της Ν. και στην αναζήτηση ημερομηνίας προκειμένου αυτή να υποβληθεί από τον κατηγορούμενο σε θεραπεία κιρσών των κάτω άκρων, με τη μέθοδο της σκληροθεραπείας στις πάσχουσες περιοχές. Η Ν. τον ενημέρωσε για το φόβο που είχε με τις σύριγγες και ρωτούσε αν υπάρχει δυνατότητα να υποβληθεί σε αναισθησία για να μην βλέπει και να μην πονέσει. Ο κατηγορούμενος για να την καθησυχάσει και να τη βοηθήσει να αποφασίσει τη θεραπεία της απάντησε “εμείς το κάνουμε με προνάρκωση και μέθη” (ενώ αυτό ήταν ψευδές). Μάλιστα, ο κατηγορούμενος, για να επισπεύσει τη θεραπεία, ανέλαβε να της βρει το φάρμακο, που χρησιμοποιείται στη σκληροθεραπεία κιρσών, επειδή εκείνο το χρονικό διάστημα υπήρχε έλλειψη του φαρμάκου στα φαρμακεία. Μετά από κάποιες ακυρώσεις του σχετικού ραντεβού λόγω των υποχρεώσεών τους και περισσότερο της ασθενούς που διατηρούσε κτηματομεσιτικό γραφείο στο κέντρο της πόλης, ορίσθηκε ημερομηνία για την πρώτη θεραπεία η 2 Απριλίου 2017. Την ημέρα εκείνη ο Μ. Π. πήγε τη σύζυγό του στο νοσοκομείο με μηχανή και την άφησε εκεί, με τη συμφωνία να τον ειδοποιήσει μετά το πέρας της θεραπείας για να πάει να την πάρει. Πράγματι, μετά το πέρας της θεραπείας στο δεξί πόδι της ασθενούς, ο Μ. Π. πήρε τη σύζυγό του από το νοσοκομείο και με τη μηχανή επέστρεψαν στο σπίτι τους. Η Ν. τις επόμενες ώρες δεν ένιωθε καλά, ζαλιζόταν, είχε αδυναμία, πόνο. Τις επόμενες ημέρες είχε έντονους πόνους και οίδημα και αφού διαπιστώθηκε φλεγμονή στο σημείο της επέμβασης ο κατηγορούμενος της χορήγησε θεραπεία με αντιβιοτικά φάρμακα. Μετά την πρώτη θεραπεία στο ένα σκέλος, ο κατηγορούμενος έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για τη θεραπεία στο δεύτερο σκέλος και αφού ακυρώθηκαν ορισμένα ραντεβού λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων κυρίως της ασθενούς, ορίσθηκε ραντεβού για την 26 Απριλίου 2017 και ώρα 17.00 απογευματινή περίπου. Η Ν. το μεσημέρι έφαγε κανονικά στο σπίτι της, πήγε στο γραφείο της και από εκεί ξεκίνησε για να πάει στο ιατρικό ραντεβού στο νοσοκομείο ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ. Περί ώρα 21.30 εκείνης της ημέρας η μητέρα της Ν. που συγκατοικούσε με την κόρη της και την οικογένειά της, ενημέρωσε το γαμβρό της ότι η Ν. δεν επέστρεψε στο σπίτι και δεν επικοινώνησε καθόλου. Ο Μ. Π. θορυβήθηκε διότι η σύζυγός του κάθε ημέρα, παρά την έντονη επαγγελματική δραστηριότητα, είχε συχνή τηλεφωνική επαφή με τα μέλη της οικογένειάς της. Αφού προσπάθησε και ο ίδιος να επικοινωνήσει τηλεφωνικά και με μηνύματα με τη σύζυγό του και αυτή δεν ανταποκρίθηκε, μαζί με το δεύτερο γιό της, περί ώρα 23.00 έφθασαν στο νοσοκομείο και άρχισαν να αναζητούν τη σύζυγο και μητέρα τους. Σε έρευνα που έγινε από το νοσηλευτικό προσωπικό, όπου απευθύνθηκαν οι δύο άνδρες, στα βιβλία ασθενών των εξωτερικών ιατρείων και της αγγειοχειρουργικής κλινικής, το όνομα της Ν. Τ. δεν βρέθηκε καταχωρημένο. Στη συνέχεια ο Μ. Π. συνέχισε την αναζήτησή του, τηλεφωνώντας σε φίλους και συγγενείς. Το πρωί της επόμενης ημέρας αναζήτησε τον θεράποντα ιατρό της συζύγου του (κατηγορούμενο) στο νοσοκομείο και συνομιλώντας μαζί, του εξήγησε ότι η γυναίκα του εξαφανίσθηκε. Ο κατηγορούμενος του απάντησε ψύχραιμα, ότι η σύζυγός του δεν πήγε στο ραντεβού αν και την περίμενε και μάλιστα τόνισε ότι η σύζυγός του ήταν φοβισμένη στο τηλέφωνο. Η ανησυχία της οικογένειας κορυφώθηκε και οι φόβοι τους ήταν, μήπως κάποιος δήθεν υποψήφιος αγοραστής την παγίδευσε σε κάποιο διαμέρισμα. Ο σύζυγος επικοινώνησε με κάποιους εργολάβους με τους οποίους συνεργαζόταν η Ν. και τους ζήτησε διακριτικά να ερευνήσουν τα υπό πώληση ή εκμίσθωση διαμερίσματα. Αφού και αυτή η έρευνα δεν απέδωσε, τις μεσημεριανές ώρες της 27 Απριλίου, προσήλθε στο ΤΑ Λευκού Πύργου και δήλωσε την εξαφάνιση της συζύγου του, κατέθεσε δε, εκτυπωμένα μηνύματα, από την εφαρμογή messenger από το μέσο κοινωνικής δικτύωσης facebook του κρίσιμου χρόνου: 1) ώρα 17.01 26 Απριλίου μήνυμα προς τον κατηγορούμενο με το περιεχόμενο: “έλα ξεκινάω, διώξε τους όλους”, 2) απάντηση κατηγορουμένου “τους εξαφανίζω τώρα αμέσως”, 3) Ν.: “επιτέλους ξεκινάω”, 4) ώρα 17.21 Ν. προς κατηγορούμενο: “να σε περιμένω εκεί πίσω”, 5) κατηγορούμενος: “περίμενέ με, σε 10’ κατεβαίνω”, 6) ώρα 17.39 κατηγορούμενος προς Ν.: “Ν., έλα μέσα, κατέβηκα”, 7) ώρα 20.44 μήνυμα κατηγορουμένου προς τη Ν.: “Ν. γιατί δεν ήρθες;”. Από τη νόμιμη άρση απορρήτου της σύνδεσης κινητής τηλεφωνίας της εξαφανισθείσας, που έγινε σύμφωνα με την 285/2017 Διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Θεσσαλονίκης, προέκυψε ότι η σύνδεση αυτή, την ώρα 17.01 της 26 Απριλίου, ενεργοποίησε την κεραία κινητής τηλεφωνίας TOURKIKO PROXENIO THESSALONIKIS, ότι από ώρα 17.08 έως 23.14 ενεργοποίησε τις κεραίες PAPANASTASIOY 3G, PAPANASTASIOY 4G, HARILAOY 22 3G, KALAMARIA 4G, FINIKAS 3 4G , VILLAGE CENTER 3G , NEA REDESTOS 3G, MAKEDONIA AIRPORT 4G, NEO RYSIO 3G, MACEDONIA AIRPORT 4G και ότι η συσκευή μετακινήθηκε προς την Ανατολική Θεσσαλονίκη, αφού ενεργοποίησε διαδοχικά τις αναφερόμενες κεραίες. Ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι την 17.44 ώρα της 26 Απριλίου ο κατηγορούμενος από τη συσκευή κινητής τηλεφωνίας του κάλεσε τον αριθμό της κινητής τηλεφωνίας της Ν. και τη ρώτησε, “γιατί δεν πήγε”, ενώ αυτή του είπε ότι της έτυχε κάτι και θα έφευγε και ότι μπορεί να γυρνούσε, ενώ την 20.45 ώρα της ιδίας ημέρας έστειλε μήνυμα προς τη Ν., με το περιεχόμενο “πού είσαι, γιατί δεν ήρθες τελικά” και ότι σε λίγα λεπτά η Ν. έφθασε στο νοσοκομείο. ‘Όμως για τους αστυνομικούς ήταν βέβαιο, ότι κατά το χρονικό διάστημα από 17.20 περίπου μέχρι ώρα 23.10 περίπου της 26 Απριλίου η Ν. βρισκόταν στο νοσοκομείο και κάτι συνέβη εκεί μέσα. Το κινητό τηλέφωνο της Ν., ενώ το απόγευμα της 26 Απριλίου, εξέπεμπε από την περιοχή του αεροδρομίου, περί ώρα 23.30 απενεργοποιήθηκε και σταμάτησε η εκπομπή του σήματος. Οι αστυνομικοί, που επιλήφθησαν της υποθέσεως κατέσχαν τη συσκευή κινητής τηλεφωνίας του κατηγορουμένου και από την εφαρμογή GOOGLE MAPS διαπίστωσαν ότι ο κατηγορούμενος όταν έφυγε το βράδυ εκείνο από το νοσοκομείο (περί ώρα 23.10) δεν επέστρεψε στην οικία του στο Πανόραμα Θεσσαλονίκης, μέσω Θέρμης, όπως είχε ισχυρισθεί ο κατηγορούμενος, αλλά ότι, μετά την περιοχή του αεροδρομίου κατευθύνθηκε προς την Κασσάνδρα Χαλκιδικής, από την ανατολική πλευρά του πρώτου ποδιού της Χαλκιδικής, ακολουθώντας τη διαδρομή Μουδανιά, Καλλιθέα, Πευκοχώρι, Παλιούρι και επέστεψε στη Θεσσαλονίκη από τη δυτική πλευρά από τη Νέα Σκιώνη. Επειδή δε τη διαδρομή από το Πευκοχώρι μέχρι τη Νέα Σκιώνη φαινόταν ότι ο κατηγορούμενος διήνυσε σε χρόνο μιας ώρας περίπου, ενώ με μία μέση ταχύτητα, η απόσταση αυτή απαιτεί χρόνο 20 λεπτών της ώρας περίπου, οδηγήθηκαν στη σκέψη ότι στο σημείο αυτό της διαδρομής ο κατηγορούμενος σταμάτησε για να απορρίψει το πτώμα, το οποίο μέχρι τότε δεν είχε βρεθεί. Μάλιστα, εντόπισαν ότι σε μία περιοχή, ενάμισι χιλιόμετρο περίπου μετά το χωριό Παλιούρι αποτυπωνόταν τρία σημεία, σε σχήμα τριγώνου και εκεί εστίασαν τις έρευνές τους. Από τη συλλογή του βιντεοληπτικού υλικού που λήφθηκε από κάμερες καταγραφής εικόνας και κατασχέθηκε από διάφορα καταστήματα, που βρίσκονται στην άνω διαδρομή, που ακολούθησε ο κατηγορούμενος προέκυψε, ότι αυτός επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη περί ώρα 04.00 πρωϊνή της 27 Απριλίου και πήγε στην οικία του. Περί ώρα 5.10 πρωϊνή, πήγε στο πρατήριο υγρών καυσίμων ΥΓΡΑΕΡΙΟΚΙΝΗΣΗ που βρίσκεται στην περιοχή της Γεωργικής Σχολής και καθάρισε εσωτερικά το αυτοκίνητο στο πλυντήριο του πρατηρίου. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος πήγε στο νοσοκομείο, συμμετείχε στην πρωϊνή ενημέρωση των ιατρών και αφού τελείωσε τη δουλειά του, το απόγευμα πήγε στην περιοχή των Αμπελοκήπων και επισκέφθηκε έναν ασθενή, στη συνέχεια δε, πήγε σε πρατήριο υγρών καυσίμων και έπλυνε και δεύτερη φορά το αυτοκίνητο, αυτή τη φορά μέσα και έξω. Οι αστυνομικοί που ήταν σχεδόν βέβαιοι ότι δράστης της εξαφάνισης της νέας γυναίκας ήταν ο κατηγορούμενος, αφού τον κάλεσαν αρχικά και μέχρι τη συλλογή περισσοτέρων αποδείξεων, ως μάρτυρα, την 29 Απριλίου τον κάλεσαν πλέον ως κατηγορούμενο και του απέδωσαν την πράξη της ανθρωποκτονίας από πρόθεση και της περιΰβρισης νεκρού. Ο κατηγορούμενος αρνήθηκε ότι έχει οποιαδήποτε σχέση με την εξαφάνιση της Ν. Τ., προσπαθώντας να στρέψει τις υπόνοιες σε βάρος του συζύγου της. Πρωϊνές ώρες της 3 Μαΐου ανευρέθη το πτώμα στην περιοχή που είχαν εστιάσει οι αστυνομικοί, μετά το χωριό Παλιούρι, όπως ειδικότερα κατωτέρω θα εκτεθεί. Την 4 Μαΐου ο κατηγορούμενος συνελήφθη στην Αθήνα στην πατρική του οικία, από κλιμάκιο αστυνομικών του ΤΑ Θεσσαλονίκης που τον επιτηρούσαν και τον ακολούθησαν στην Αθήνα, όταν ο ίδιος τους ενημέρωσε ότι θα μεταβεί στην Αθήνα επειδή έχει λάβει άδεια. O κατηγορούμενος κλήθηκε σε απολογία από τον Ανακριτή την 7 Μαΐου και αρνήθηκε την ενοχή του, ισχυριζόμενος ότι το βράδυ της 26 Απριλίου, όταν αποχώρησε από το νοσοκομείο, δεν επέστρεψε αμέσως στην οικία του, αλλά ότι πήγε στην Κασσάνδρα Χαλκιδικής, επειδή είναι ιδιορρυθμία του και το κάνει αρκετά συχνά. Επειδή, στο μεταξύ, με την εύρεση του πτώματος προέκυψαν στοιχεία επιβαρυντικά για τον κατηγορούμενο (από την Ιατροδικαστική Έκθεση και τα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων στα βιολογικά υγρά, που λήφθηκαν από το πτώμα), την 28-6-2017 ο κατηγορούμενος προσήλθε, μετά από αίτησή του ενώπιον της Ανακρίτριας και ομολόγησε ότι η Ν. είχε πάει τελικά στο νοσοκομείο βραδινές ώρες της 26 Απριλίου, περί ώρα 20.45 και περί ώρα 21.00 , στην παλιά αίθουσα τοκετών την υπέβαλε στη θεραπεία των κιρσών με σκληρυντική ουσία, αφού της χορήγησε αναισθησία, με τις ουσίες φαιντανύλη και προποφόλη, τις οποίες προμηθεύτηκε από το καρότσι του αναισθησιολόγου του νοσοκομείου και ήταν σε μία σύριγγα των 20 ml διαλυμένης φαιντανύλης με 1 cc προποφόλης. Ο κατηγορούμενος δικαιολόγησε τη ψευδή πρώτη απολογία του, ισχυριζόμενος ότι το έκανε για να μην εκθέσει την κλινική, όπου συνηθιζόταν σε μεγάλα χειρουργεία να γίνεται τοπική αναισθησία από τον έναν από τους τρεις ειδικευόμενους αγγειοχειρουργούς. Περαιτέρω, από την ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής που υπογράφεται από τις Ιατροδικαστές Ε. Κ. και Ε. Ζ., αποδείχθηκε ότι το πτώμα της Ν. Τ. βρέθηκε την 3 Μαΐου 2017, ώρα 13.30, γυμνό σε ύπτια θέση, σε σήψη, σε δασική έκταση πλησίον χωμάτινου δρόμου και σε απόσταση 390 μέτρων περίπου από το 1,9 χιλιόμετρο της επαρχιακής οδού Παλιουρίου – Αγίας Παρασκευής του ΔΔ Κασσανδρείας Χαλκιδικής, σε βάθος περίπου 4 μέτρων από το επίπεδο του δρόμου δίπλα σε κορμό πεύκου. Σε απόσταση 4 περίπου μέτρων από τη σορό υπήρχαν μπάζα και σκουπίδια. Τα κάτω άκρα της νεκρής ήταν διπλωμένα προς τους γλουτούς, στο ύψος των γονάτων, σε προχωρημένη σήψη. Η σορός αναγνωρίσθηκε στο σημείο ανεύρεσης από το σύζυγο της λόγω της σωματοδομής και προσωπικών αντικειμένων (ένα από τα δύο σκουλαρίκια πέρλα, που της είχε αγοράσει ο σύζυγος και βρέθηκε κάτω από τη σορό, όταν αυτή ανασύρθηκε). Από την αξιολόγηση των όψιμων μεταθανάτιων φαινομένων σήψεως προέκυψε ότι ο χρόνος θανάτου είναι συμβατός με το χρόνο εξαφάνισης. Ως προς την παρουσία κακώσεων το πτώμα έφερε “ζωϊκές αντιδράσεις” με χαρακτήρα τριβής στη ραχιαία χώρα του κορμού και συγκεκριμένα στην αριστερή ωμοπλατιαία χώρα και τις γλουτιαίες χώρες. Ως προς το ερώτημα εάν ο χώρος ανεύρεσης ταυτίζεται με το χώρο θανάτου, από τα ευρήματα της αυτοψίας προκύπτει ότι πρόκειται για σορό, που μεταφέρθηκε στο σημείο ανεύρεσης. ΝΕΚΡΟΨΙΑ. Διενεργήθηκε τις πρωινές ώρες της 4-5-2017. Πρόκειται για γυναικείο πτώμα σε κατάσταση σήψης, άρτιας σωματικής διάπλασης, ηλικίας συμβατής με την αναγραφόμενη, μέσου ύψους με μακριά ξανθά μαλλιά και περιποιημένα νύχια (πρόσθετο μανικιούρ). Το πτώμα παραλήφθηκε γυμνό όπως βρέθηκε. Τα μεταθανάτια φαινόμενα εξελίχθηκαν τις ώρες που μεσολάβησαν. Διαπιστώθηκαν στη νεκροψία όψιμα μεταθανάτια φαινόμενα ρευστοποιού σήψης με στοιχεία μουμιοποίησης των άνω και κάτω άκρων με: -Μελανόφαιη χροιά του δέρματος με θέσεις αποξήρανσης. -Μάζες κινουμένων λευκών σκωλήκων και άλλων εντόμων στο σορό. – Εστιακή απόσπαση του τριχωτού της κεφαλής και των νυχιών νυχιών. – Διαγραφή της επιπολής αγγειακού δικτύου (μεταθανάτιος κυκλοφορία) ιδιαίτερα στα άνω και κάτω άκρα. Πραγματοποιήθηκε λήψη δειγμάτων από τα νύχια των άκρων χειρών, δείγμα στοματικού επιχρίσματος και κολπικό δείγμα για εξέταση DNA. Εξωτερικά πλην των μεταθανάτιων φαινομένων διαπιστώνονται: Εκδορές στην αριστερή ωμοπλατιαία χώρα και τις γλουτιαίες χώρες με “ζωϊκές αντιδράσεις” και χαρακτήρες τριβής. Οι λοιπές εκδορές που διαγράφονται στη σορό έχουν μεταθανάτιους χαρακτήρες. ΝΕΚΡΟΤΟΜΗ (κατά τα κρίσιμα σημεία της). ‘Εσω γεννητικά όργανα κατά φύση. Ελήφθη δείγμα εκπλύματος ουροδόχου κύστεως. Από τον έλεγχο των έξω γεννητικών οργάνων κακώσεις δεν διαπιστώνονται, με σχετική επιφύλαξη λόγω των σηπτικών αλλοιώσεων. Από τον έλεγχο των άνω και κάτω άκρων δεν διαπιστώθηκαν οστικές κακώσεις. Πέλματα καθαρά (η με αριθμό 1106/15-6-2017 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας – νεκροτομής). Με το πόρισμα της άνω έκθεσης συμφώνησε και ο ορισθείς από τον κατηγορούμενο τεχνικός σύμβουλος Π. Π. Ειδικός Ιατροδικαστής. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα των τοξικολογικών εξετάσεων στα βιολογικά δείγματα, που λήφθηκαν από το πτώμα βρέθηκαν οι ουσίες: α) φαιντανύλη στα σηπτικά υγρά σε ποσοστό 2,5 mg/L, στο έκπλυμα της ουροδόχου κύστης και βρέθηκε σε συγκέντρωση 96 mg/Κg στο ήπαρ και 6,5 mg/l στη χολή, β) προποφόλη στα σηπτικά υγρά και στο έκπλυμα της ουροδόχου κύστης, στα σηπτικά υγρά σε ποσοστό 125 mg/l, στο ήπαρ 75 mg/Κg, στη χολή σε ποσοστό 356 mg/l, στις τρίχες το αποτέλεσμα ήταν αρνητικό (σχετικά έγγραφα του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ). Στη συνέχεια μελετήθηκε η σταθερότητα της προποφόλης στο αίμα με την πάροδο των ημερών σε συνθήκες περιβάλλοντος. Από τη σχετική έρευνα παρατηρήθηκε μία μείωση στην αρχική συγκέντρωση της ουσίας της τάξεως του 52,8% με την πάροδο των ημερών ώστε να προσδιορισθεί η συγκέντρωση κατά την ημέρα του θανάτου. Συμπέρασμα: η συγκέντρωση της ουσίας την ημέρα του θανάτου, ανερχόταν σε 265 mg/l. Δεν ανιχνεύθηκε η ουσία σε κανένα τμήμα τρίχας κατά την ανάλυση των τριχών, γεγονός που υποδηλώνει ότι το θύμα δεν έκανε συστηματική χρήση προποφόλης. Επίσης για την ουσία φαιντανύλη πραγματοποιήθηκε μελέτη σταθερότητας και προέκυψε ότι η ουσία βιομετατρέπεται σε ποσοστό της τάξεως του 36,28% με την πάροδο των οκτώ ημερών. Συμπέρασμα: η συγκέντρωση της ουσίας κατά την ημέρα του θανάτου σύμφωνα με τη μελέτη, ανερχόταν στα 3,9 mg/l (έκθεση τοξικολογικής εξέτασης Ο. Μ., χημικού-τοξικολόγoυ της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι περί ώρα 17.20 της 26-4-2017, σε ημέρα γενικής εφημερίας του νοσοκομείου, η Ν. Τ. έφθασε στο νοσοκομείο και ο κατηγορούμενος την οδήγησε στην παλιά αίθουσα τοκετών της Μαιευτικής Κλινικής, που βρίσκεται στον τρίτο όροφο του Α’ κτιρίου του νοσοκομείου. Η Μαιευτική Κλινική από το Σεπτέμβριο 2016 είχε μεταφερθεί στον τέταρτο όροφο του κτιρίου και σχεδόν όλη η πτέρυγα όπου στεγαζόταν στον τρίτο όροφο δεν χρησιμοποιείτο, ήταν κλειδωμένη και για να εισέλθεις έπρεπε να έχεις τα κλειδιά. Ο κατηγορούμενος είχε αποκτήσει κλειδιά του κλειδωμένου αυτού χώρου, τα οποία βρέθηκαν και κατασχέθηκαν μετά το συμβάν στο φοριαμό του γραφείου του. Ο χώρος αυτός ήταν γνωστός στο θύμα, διότι και η πρώτη θεραπεία κιρσών με σκληρυντικές ουσίες στο ένα σκέλος της Ν. είχε γίνει στον ίδιο χώρο. Μετά τη μεταφορά της Μαιευτικής Κλινικής, ο χώρος αυτός δεν καθαριζόταν, με αποτέλεσμα να είναι ρυπαρός, ανθυγιεινός και ακατάλληλος για χρήση ιατρικών πράξεων. Δεν υπήρχε ιατρικός εξοπλισμός, παρά μόνον ορισμένα αντικείμενα που ήταν προς απόσυρση, μεταξύ αυτών και 2-3 κρεβάτια. Επίσης δεν υπήρχε επαρκής φωτισμός, ενώ ήταν γνωστό στον κατηγορούμενο ότι η θεραπεία απαιτούσε καλό φωτισμό και μεγεθυντικό φακό, διότι η έγχυση σκληρυντικής ουσίας στα τριχοειδή αγγεία γίνεται με λεπτή σύριγγα ινσουλίνης. Ο κατηγορούμενος δεν κατέγραψε το όνομα της ασθενούς στο βιβλίο της Κλινικής ή των Εξωτερικών Ιατρείων, όπως απαιτείτο. Δεν ειδοποίησε τον εφημερεύοντα ιατρό, με ειδικότητα αγγειοχειρουργού, Ι. Γ. ότι θα προβεί σε αυτήν την ιατρική πράξη, ώστε αυτός να είναι παρών ή να βρίσκεται σε ετοιμότητα σε κάποιον άλλο χώρο του νοσοκομείου, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε δώσει ο υπεύθυνος του Αγγειοχειρουργικού Τμήματος της Ε’ Χειρουργικής Κλινικής, Αγγειοχειρουργός Κ. Π.. Όπως κατέθεσε ο ανωτέρω, εξεταζόμενος ως μάρτυρας, εκείνη την ημέρα, φεύγοντας από το νοσοκομείο, συνάντησε στις σκάλες τον κατηγορούμενο, ο οποίος τον ενημέρωσε αορίστως, ότι επρόκειτο να προβεί σε θεραπεία κιρσών με σκληρυντικές ουσίες και αυτός του έδωσε την άδεια, πιστεύοντας ότι η θεραπεία θα γινόταν σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε δώσει στους ειδικευόμενους αγγειοχειρουργούς να χρησιμοποιούν τα σηπτικά χειρουργεία, να ειδοποιούν τον εφημερεύοντα ιατρό με ειδικότητα και να παρευρίσκεται στο χώρο και δεύτερο άτομο για μεγαλύτερη ασφάλεια. Μολονότι, ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι ο χώρος δεν έχει ιατρικό εξοπλισμό, πήρε μαζί του για τη θεραπεία, όπως ο ίδιος είπε απολογούμενος ένα οξύμετρο, το οποίο δεν είχε ελέγξει εάν λειτουργεί, ένα στηθοσκόπιο, σύριγγες και μία σύριγγα των 20 ml, που περιείχε 1 cc φαιντανύλη, 9 φυσιολογικό ορό και 10 cc προποφόλη, προκειμένου να δώσει αναισθησία στο θύμα. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι νόμιμα πήρε τη σύριγγα με την προποφόλη και φαιντανύλη από το καρότσι των αναισθησιολόγων, διότι υπήρχε αυτή η πρακτική, δεν αποδείχθηκε, διότι όπως κατέθεσε η μάρτυρας Χρυσή Μπράτζιου, Διευθύντρια Αναισθησιολογικής Κλινικής στο καρότσι των αναισθησιολόγων δεν υπήρχε σύριγγα των 20 cc, αλλά μόνο των 10 cc, δεν υπήρχε αραιωμένη φαιντανύλη (διότι έτοιμη αραιωμένη φαιντανύλη υπάρχει μόνο για ανηλίκους) και ο κατηγορούμενος δεν τις ζήτησε από την υπεύθυνη νοσηλεύτρια που ήταν χρεωμένη με τις παραπάνω ουσίες, η χρήση των οποίων είναι υπό έλεγχο. Είναι βέβαιο ότι ο κατηγορούμενος αφαίρεσε παράνομα τις ουσίες, αφού δεν μπορούσε να δικαιολογήσει τη χρήση τους, δεδομένου ότι απαγορεύεται η πρόκληση αναισθησίας από ιατρό που δεν έχει την ειδικότητα του αναισθησιολόγου (σχετική η Υ4α/ 3592/96 Υπουργική Απόφαση του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, Καθορισμός ελαχίστων ορίων προδιαγραφών για ασφαλή χορήγηση αναισθησίας). Σύμφωνα με την επιστημονική άποψη των μαρτύρων αγγειοχειρουργών η αποκατάσταση των κιρσών με σκληρυντικές ουσίες δεν αποτελεί χειρουργική επέμβαση, αλλά απλή θεραπεία, που γίνεται με την έγχυση σκληρυντικών ουσιών, με πολύ λεπτές σύριγγες, που δεν προκαλούν πόνο, στην πάσχουσα περιοχή και δεν απαιτείται ούτε συνιστάται η δόση αναισθησίας ακόμη και η τοπική νάρκωση, η οποία μάλιστα αντενδείκνυται.
Συνεπώς, η απόφαση του κατηγορουμένου να προχωρήσει σε αναισθησία δεν έχει επιστημονική βάση και δικαιολογία, ακόμη και με την εκδοχή ότι η Ν. ζήτησε επιμόνως να ναρκωθεί επειδή φοβόταν τις βελόνες και δεν άντεχε τον πόνο. Ο κατηγορούμενος παραβλέποντας τους αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης της αγγειοχειρουργικής, ότι η θεραπεία των κιρσών με σκληρυντικές ουσίες αποτελεί απλή θεραπεία και όχι χειρουργική επέμβαση και δεν απαιτεί προηγούμενη αναισθησία του ασθενούς, αν και το γνώριζε κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διότι κατά τις καταθέσεις των συναδέλφων του, είχε πολλές γνώσεις στο επιστημονικό πεδίο της αγγειοχειρουργικής, για τους δικούς του λόγους, που κατωτέρω θα αναφερθούν, προχώρησε στη δόση αναισθησίας, με τη χρήση των δύο ουσιών, δίχως να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις αναισθησιολογίας και της επίδρασης κάθε μίας ουσίας, καθώς και της μεταξύ τους αλληλεπίδρασης, λαμβάνοντας μία επικίνδυνη απόφαση, αναλαμβάνοντας το ρόλο και του αναισθησιολόγου. Εξάλλου ο κατηγορούμενος πριν ακόμη προβεί στην πρώτη θεραπεία στη Ν., σε τηλεφωνική συνομιλία μαζί της, της είχε γνωστοποιήσει ψευδώς ότι στην Κλινική τους για την επέμβαση αυτή έκαναν προνάρκωση ή μέθη, ενώ αυτό ήταν ψευδές. ‘Εχοντας λοιπόν αποφασίσει να δώσει νάρκωση στη Ν., δεν την υπέβαλε σε προεγχειρητικό έλεγχο, δεν της συνέστησε να μην φάει τις προηγούμενες 4-6 ώρες και να μην πιεί νερό 2 ώρες πριν, ώστε να μην προκληθεί έμετος και η Ν., το μεσημέρι εκείνης της ημέρας έφαγε με την οικογένειά της στο σπίτι τους. Ο κατηγορούμενος ξεκινώντας τη διαδικασία της θεραπείας των κιρσών του αριστερού κάτω άκρου, στο ύψος του μηρού, είπε στη φίλη του Ν. να ξεντυθεί τελείως και της έδωσε μία χειρουργική ρόμπα, που δένει στο πίσω μέρος. Αυτή αφαίρεσε όλα τα ρούχα της και τα εσώρουχά της (η νεκρή βρέθηκε γυμνή), αν και δεν ήταν αναγκαίο και ιατρικά επιβεβλημένο, σύμφωνα με τις ένορκες καταθέσεις των αγγειοχειρουργών. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι δεν αντιλήφθηκε αν η Ν. αφαίρεσε και τα εσώρουχά της και φόρεσε την χειρουργική ρόμπα, δεν κρίνεται πειστικός. Στη συνέχεια ξεκίνησε τη διαδικασία αναισθησίας με φαιντανύλη και προποφόλη. Σύμφωνα με την από 8-8-2017 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε ο διορισθείς πραγματογνώμονας Β. Γ., Ιατρός-Αναισθησιολόγος, Επίκουρος Καθηγητής ΑΠΘ, “Η προποφόλη είναι ενδοφλέβιο αναισθητικό βραχείας δράσης και χρησιμοποιείται για την εισαγωγή και διατήρηση της αναισθησίας. Είναι αδιάλυτη στο νερό και κυκλοφορεί σε διάλυμα 1% και 2% σε μορφή γαλακτώματος. Είναι εύκολο να επιμολυνθεί και θα πρέπει να χορηγείται εντός 6 ωρών από την παρασκευή της. Μεταβολίζεται ταχέως στο ήπαρ, όπου παράγονται υδατοδιαλυτά συστατικά, τα οποία απεκκρίνονται από τους νεφρούς. Μετά από μία εφάπαξ (bolus) χορήγηση προποφόλης τα επίπεδά της στο ολικό αίμα μειώνονται ταχέως, αποτέλεσμα ανακατανομής, μεταβολισμού και απέκκρισης. Ο χρόνος έναρξης δράσης είναι ταχύτατος, 40-60”, δηλαδή σε χρόνο που απαιτείται να φθάσει το φάρμακο από τη φλέβα στην οποία χορηγήθηκε, στον εγκέφαλο. Η προποφόλη προκαλεί ευεξία, ευφορία, απαλλαγή από τον πόνο, κατάργηση του στρες, σεξουαλικές φαντασιώσεις και όνειρα. Η χρήση προποφόλης προκαλεί ψυχική εξάρτηση και σπάνια σωματική εξάρτηση. Δεν υπάρχουν αντίδοτα που να αναστρέφουν τη δράση της. Δόσεις που χρησιμοποιούνται για την εισαγωγή στην αναισθησία (2-2,5 mg/Κg) προκαλούν απώλεια συνείδησης, ενώ μικρότερες δόσεις προκαλούν ενσυνείδητα καταστολή. Η έναρξη της ύπνωσης είναι ταχεία. Η χορήγηση της προποφόλης προκαλεί αναπνευστική καταστολή (μείωση της αναπνευστικής συχνότητας και του αναπνεόμενου όγκου), η οποία ανάλογα με τη δόση μπορεί να φθάσει μέχρι την πρόκληση άπνοιας. Μετά από χορήγηση μιας δόσης εισαγωγής στην αναισθησία παρατηρείται άπνοια, η επίπτωση και η διάρκεια της οποίας εξαρτώνται από τη χορηγούμενη δόση, την ταχύτητα έγχυσης και τη χορήγηση προνάρκωσης . Η διάρκεια της άπνοιας μπορεί να παραταθεί με την προσθήκη ενός οπιοειδούς είτε στην προνάρκωση είτε στην εισαγωγή στην αναισθησία. Οι παρενέργειες της προποφόλης (βραδυκαρδία, ναυτία, έμετος, παροδική άπνοια), είναι συχνές και ανέρχονται σε ποσοστό (0,1% έως 10%). Θάνατοι από προποφόλη έχουν αναφερθεί κυρίως σε χρήστες και σε αυτοκτονίες…Στις περιπτώσεις αυτές τα επίπεδα του φαρμάκου ήταν εντός των θεραπευτικών ορίων και ο θάνατος αποδόθηκε στην προποφόλη κυρίως από την αυτοψία του χώρου (βρέθηκαν άδειες αμπούλες προποφόλης). Ο θάνατος από προποφόλη προκαλείται από άπνοια, η χορήγηση μιας μεγάλης δόσης επιφέρει την άπνοια εντός 30”. Συγχορήγηση και άλλων φαρμάκων (οπιοειδών, βενζοδιαζεπινών) επιφέρει την άπνοια και με μικρότερες δόσεις προποφόλης. Παρατεταμένη άπνοια, χωρίς καμιά προσπάθεια υποκατάστασης της αναπνοής με τεχνητό τρόπο, με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί σε καρδιακή ανακοπή και θάνατο. Ο χρόνος από την πρόκληση της άπνοιας μέχρι τη διακοπή της καρδιακής λειτουργίας διαφέρει από ασθενή σε ασθενή και μπορεί να σχετίζεται με την προϋπάρχουσα κατάσταση του ασθενούς, την ηλικία, τις υπάρχουσες εφεδρείες και πολλούς άλλους παράγοντες. Οι παρενέργειες από τη χρήση της είναι άπνοια, υπόταση, βραδυκαρδία, καρδιακή αρρυθμία κλπ. Η φαιντανύλη είναι συνθετικό οπιοειδές, το οποίο χρησιμοποιείται ως αναλγητικός παράγοντας. Προκαλεί αναλγησία, καταστολή του κεντρικού νευρικού συστήματος, ναυτία, έμετο και αναπνευστική καταστολή. Η δράση της αναστρέφεται με τη χορήγηση ναλοξόνης, η οποία αναστέλλει την καταστολή του αναπνευστικού. Η επίδρασή της στο αναπνευστικό σύστημα αποτελεί τη σημαντικότερη ανεπιθύμητη ενέργειά της…Η συνύπαρξη και άλλων κατασταλτικών παραγόντων αυξάνει την πιθανότητα, τη σοβαρότητα και τη διάρκεια καταστολής της αναπνοής. ‘Οπως όλα τα οπιοειδή ανήκει στα ελεγχόμενα φάρμακα. ‘Εχει 100 φορές πιο ισχυρή αναλγητική δράση από τη μορφίνη, αλλά πιο σύντομη δράση, περίπου 15-30 λεπτά. Χορηγείται ενδοφλέβια ενδονοσοκομειακά για αναισθησία και αναλγησία κυρίως σε καρκινοπαθείς ασθενείς. Σε περιπτώσεις αναισθησίας χορηγείται κυρίως με προποφόλη. Η μέγιστη διάρκεια δράσης κυμαίνεται από 30-60 λεπτά και μεταβολίζεται γρήγορα στο ήπαρ και απεκκρίνεται στα ούρα. Οι παρενέργειες από τη χρήση της είναι η παρατεταμένη αναπνευστική καταστολή, άπνοια, υποξία, μυϊκή ακαμψία, βραδυκαρδία. Η συγχορήγηση των δύο φαρμάκων είναι πιο επικίνδυνη, διότι τότε έχουν συνεργική δράση. ‘Οταν η αναισθησία γίνεται νομίμως σε χειρουργείο, πριν τη συγχορήγηση των δύο ουσιών, στον ασθενή τοποθετείται μάσκα οξυγόνου, που συνδέεται με το αναπνευστικό κύκλωμα. Η φαιντανύλη και η προποφόλη μπορεί να συγχορηγηθούν από την ίδια φλεβική γραμμή (στο χειρουργείο και στη ΜΕΘ), αλλά από διαφορετική αντλία, χωρίς κανένα πρόβλημα. Δεν αποτελεί συνήθη αναισθησιολογική πρακτική η ανάμιξη διαφορετικών φαρμάκων στη ίδια σύριγγα για δύο λόγους, πρώτον διότι μπορεί να δημιουργηθεί ίζημα και δεύτερον διότι δεν είναι εύκολο να τιτλοποιηθεί η απαιτούμενη δόση, επειδή ένας ασθενής όταν πονάει, χρειάζεται περισσότερη αναλγησία, ενώ όταν είναι αγχώδης περισσότερη καταστολή. Η προποφόλη και φαιντανύλη είναι φάρμακα που χρησιμοποιούνται από αναισθησιολόγους μόνο, εκτός από ιατρούς άλλων συγκεκριμένων ειδικοτήτων (γαστρεντερολόγοι) για τη διενέργεια διαγνωστικών ή θεραπευτικών παρεμβάσεων. Η προεγχειριτική εξέταση στον ασθενή στον οποίο πρόκειται να χορηγηθεί αναισθησία θεωρείται επιβεβλημένη για τους αναισθησιολόγους. Κατά τη χορήγηση της καταστολής, ο γιατρός πρέπει να είναι συνεχώς παρών και να παρακολουθεί τον ασθενή, τον τρόπο που αναπνέει, τον αριθμό των αναπνοών, το χρώμα του, να ελέγχει το επίπεδο συνείδησης, να ψηλαφεί το σφυγμό του. Θα πρέπει ο γιατρός να μπορεί να αναγνωρίζει την απόφραξη αεραγωγού, την υποξυγοναιμία, την άπνοια. Με δεδομένο ότι η κυριότερη επιπλοκή από τη χορήγηση των δύο φαρμάκων είναι η καταστολή της αναπνοής, η υποξυγοναιμία και η άπνοια, το ελάχιστο monitoring, που απαιτείται κατά την εφαρμογή της καταστολής είναι το παλμικό οξύμετρο, που μετράει τον κορεσμό της αιμοσφαιρίνης του περιφερικού αίματος σε οξυγόνο και μπορεί να αναγνωρίσει την υποξυγοναιμία. Απαιτείται επίσης το ΗΚΓ, που δίνει πληροφορίες για την καρδιακή συχνότητα, πιθανές αρρυθμίες, ισχαιμία μυοκαρδίου, πιεσόμετρο, καπνογράφος, που μπορεί να ανιχνεύσει βραδύπνοια και άπνοια. Η απώλεια της συνείδησης που προκαλείται από την προποφόλη και φαιντανύλη αποτελεί τη συχνότερη αιτία απόφραξης ανώτερου αεραγωγού. Ο μηχανισμός πρόκλησης είναι η πτώση της βάσης της γλώσσας προς τα πίσω. Η απόφραξη του ανώτερου αεραγωγού γίνεται αντιληπτή από τη θορυβώδη αναπνοή (το συχνότερο και πιο εύκολα αναγνωρίσιμο κλινικό σύμπτωμα), από τη δυσκολία στην αναπνοή από ασυνέργεια θωρακικών και κοιλιακών μυών. Η αντιμετώπιση γίνεται με χειρισμούς απελευθέρωσης αεραγωγού, όπως είναι η έκταση της κεφαλής και ανύψωση της κάτω γνάθου και η ανάσπαση της άνω γνάθου. Χορήγηση οξυγόνου με μάσκα θα πρέπει να γίνεται σε κάθε ασθενή στον οποίο χορηγείται αναισθησία. Η χορήγηση οξυγόνου μπορεί να προλάβει και να αντιμετωπίσει την υποξυγοναιμία, όταν όμως υπάρχει βραδύπνοια ή άπνοια δεν αρκεί, καθώς το οξυγόνο αδυνατεί να φθάσει στους πνεύμονες και χρειάζεται υποστήριξη της αναπνοής. Η υποστήριξη της αναπνοής μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους, όπως αερισμός στόμα με στόμα, αερισμός με την χρήση μάσκας τσέπης, υποστήριξη με τη χρήση αυτοδιατεινόμενου ασκού και μάσκας (ambu), αερισμός με αναισθησιολογικό κύκλωμα και μάσκα. Ο αερισμός στόμα με στόμα, ο οποίος δεν απαιτεί κανένα βοηθητικό εξοπλισμό αποτελεί την βασική καρδιοπνευμονική αναζωογόνηση (ΚΑΡΠΑ) και παρά το ότι ο αέρας που χορηγείται είναι φτωχός (16%) σε οξυγόνο είναι αρκετός για να διατηρήσει τον ασθενή στη ζωή για αρκετή ώρα. Ο ασθενής με άπνοια εάν δεν αντιμετωπισθεί, με μαθηματική ακρίβεια, οδηγείται σε καρδιακή ανακοπή. Η γρήγορη και αποτελεσματική αντιμετώπιση της υποξυγοναιμίας μπορεί να προλάβει την καρδιακή ανακοπή, δηλαδή διακοπή της καρδιακής λειτουργίας. Σύμφωνα με την κατάθεση του γιατρού (κατηγορουμένου) στην ασθενή χορηγήθηκε ενδοφλεβίως διάλυμα συνολικού όγκου 20 ml, το οποίο περείχε 0,05 mg (1 ml) φαιντανύλης, 100 mg (10 ml) προποφόλης και 9 ml φυσιολογικού ορού. Η ανωτέρω δόση (χωρίς να μπορεί με βεβαιότητα να τεκμηριωθεί) στην συγκεκριμένη ασθενή, μετρίου αναστήματος με βάρος 60 κιλά, προκαλεί απώλεια συνείδησης, αλλά είναι δύσκολο να προκαλέσει άπνοια. Βέβαια παράγοντες που συμβάλλουν στην πρόκληση άπνοιας είναι η ταχύτητα χορήγησης και η συγχορήγηση άλλων κατασταλτικών φαρμάκων. Σύμφωνα με τις τοξικολογικές μετρήσεις της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Θεσσαλονίκης, τα επίπεδα της προποφόλης στο αίμα της ασθενούς συνάδουν με την αναφερόμενη από το γιατρό χορηγηθείσα δόση, ενώ τα επίπεδα φαιντανύλης ήταν πολύ μεγαλύτερα από τα αναμενόμενα. Η λανθασμένη μεγαλύτερη χορήγηση φαιντανύλης δεν μπορεί να αποκλεισθεί. Οι μετρούμενες συγκεντρώσεις των φαρμάκων στα μεταθανάτια δείγματα αίματος σε καμία περίπτωση δεν αντιπροσωπεύουν τα επίπεδα των φαρμάκων κατά το χρόνο επέλευσης της καρδιακής ανακοπής. ‘Ολη η προαναφερθείσα συμπεριφορά του κατηγορουμένου, προκειμένου να προβεί σε θεραπεία κιρσών με σκληρυντικές ουσίες στο θύμα με τις αναφερόμενες συνθήκες αποτελούσε συνεχή βαριά παραβίαση των αναγνωρισμένων στοιχειωδών κανόνων της ιατρικής επιστήμης και ο κατηγορούμενος το γνώριζε διότι είχε τις γνώσεις αυτές ως ειδικευόμενος ιατρός αναισθησιολόγος, που συμπλήρωνε την επταετή ειδίκευση σε ένα έτος. Ο κατηγορούμενος γνώριζε ότι είναι δυνατό να προκληθεί βραδύπνοια και άπνοια από τη χρήση των αναφερομένων ουσιών και περαιτέρω καρδιακή ανακοπή, όπως όμως ισχυρίσθηκε, πίστευε ότι αυτό δεν θα συνέβαινε διότι γνώριζε τον τρόπο χρήσης των φαρμάκων και τις χορηγούμενες θεραπευτικές δοσολογίες από την απλή παρακολούθηση των αναισθησιολόγων κατά τη διενέργεια χειρουργικών επεμβάσεων. ‘Ολη η άνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου μέχρι του σημείου αυτού συνιστά την έννοια της συνειδητής βαριάς αμέλειας (άρθρο 28 ΠΚ), όπως δέχθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση και είχε ως αιτία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, την επιθυμία του κατηγορουμένου να κακοποιήσει σεξουαλικά την όμορφη ξανθιά και θελκτική Ν., η οποία, όπως κατάλαβε και ομολόγησε ο κατηγορούμενος, ήταν ερωτευμένη μαζί του. Είναι φανερό ότι ο κατηγορούμενος προσέγγισε από την αρχή τη Ν. με σκοπό να την πλησιάσει ερωτικά, προσφερόμενος να της παρέχει την ιατρική του φροντίδα άμεσα, εκτός σειράς, δίχως την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας. Η Ν. κολακεύθηκε από το ενδιαφέρον του νεαρού ιατρού. Η Ν. δεν ήταν η μόνη νέα γυναίκα ασθενής που προσέγγισε ο κατηγορούμενος, με τον ίδιο τρόπο και για τον ίδιο σκοπό. Ο κατηγορούμενος πλησίασε και την Αλβανίδα υπήκοο Ε. Μ., γεννηθείσα το έτος 1990, η οποία το Σεπτέμβριο 2015 επισκέφθηκε το νοσοκομείο για όμοιο πρόβλημα στα κάτω άκρα και εκεί γνώρισε τον κατηγορούμενο. Η συμπεριφορά αυτή του κατηγορουμένου έγινε γνωστή και συζητήθηκε μετά τη σύλληψη του κατηγορουμένου, κληθείσα δε η ανωτέρω ως μάρτυρας στα πλαίσια προανακριτικής εξέτασης, στην από 10-5-2017 κατάθεσή της, η οποία αναγνώσθηκε, κατέθεσε: “κάποια στιγμή ο κατηγορούμενος με κάλεσε να πιούμε καφέ στο Ιπποκράτειο, όπου ο ίδιος εφημέρευε. Πράγματι πήγα απόγευμα προς βράδυ. ‘Ηρθε φορώντας την ιατρική μπλούζα και μου πρότεινε να πάμε εκτός του νοσοκομείου σε ένα στενό, κοντά στο νοσοκομείο. Εκεί ήρθαμε κοντύτερα ο ένας με τον άλλον και μετά έφυγα…Μιλούσαμε στο fb, αλλά δεν καταφέραμε να βρεθούμε. Μία άλλη φορά μου είπε να βρεθούμε στο νοσοκομείο αφού εφημέρευε. Πήγα στην αίθουσα Μ08. Πλησιάζοντας την πόρτα ο Πελέκας βγήκε και μπήκαμε και οι δύο στο δωμάτιο που είχε κρεβάτια. Εκεί ήρθαμε πιο κοντά, όμως γενικά η συμπεριφορά του με ξάφνιασε, καθώς δεν περίμενα από έναν γιατρό να συμπεριφέρεται σε μία ασθενή έτσι. Εγώ στο μυαλό μου τότε είχα να κάνω την εξέταση και έως ένα βαθμό έδειξα οικειότητα για να γίνει αυτό πιο γρήγορα. Σε άλλη συνομιλία μου είπε ότι θα φρόντιζε να γίνει το χειρουργείο σε δύο μήνες…Αποφάσισα να μην κάνω την επέμβαση. Ο κατηγορούμενος μου είπε ότι ήταν στη διάθεσή μου αν χρειαζόμουν κάτι και εάν ήθελα να περνούσα από το νοσοκομείο για καφέ. Τον ευχαρίστησα και δεν ξαναμιλήσαμε”. Η μάρτυρας, σε ανύποπτο χρόνο για τη συμπεριφορά αυτή του κατηγορουμένου είχε παραπονεθεί στο διοικητικό υπάλληλο του νοσοκομείου Χαριτωνίδη, ο οποίος όταν έλαβε χώρα το συμβάν το συζήτησε και το επιβεβαίωσε ενώπιον του ιατρού αγγειοχειρουργού Χρήστου Κάρκου. Ο κατηγορούμενος, από την προανακριτική του απολογία μέχρι την απολογία ενώπιον του ΜΟΕ άλλαξε πολλές υπερασπιστικές θέσεις, επικαλούμενος διαφορετικούς ισχυρισμούς. Βασικός στόχος της υπερασπιστικής του γραμμής ήταν να εμφανισθεί ο θάνατος ως άμεση συνέπεια της έστω συνειδητής βαριάς αμέλειας για την παραβίαση των αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης. Ενώπιον του ΜΟΕ, ο κατηγορούμενος ισχυρίσθηκε ότι “αφού έβαλα έναν φλεβοκαθετήρα στο δεξί της χέρι, της έβαλα ορό, σύνδεσα το σύστημα του ορού και της χορήγησα μέσα σε ένα λεπτό το αναισθητκό φάρμακο, που υπήρχε στην 20άρα σύριγγα. ‘Εβαλα το οξύμετρο και γύρισα να φτιάξω το φάρμακο για τη σκληροθεραπεία…Ούτε είδα ποια ρούχα έβγαλε, ούτε της είπα ποια ρούχα να βγάλει. Γυρνώντας μετά από πέντε λεπτά περίπου που είχα ετοιμάσει τον αφρό να ξεκινήσω τη θεραπεία, είδα ότι η ασθενής είναι σε ανακοπή. Έβαλα το ακουστικό μου. Δεν υπήρχε κανένα ακουστικό σήμα από το οξύμετρο. Το οξύμετρο έδειχνε παύλα, δεν είχε “αλάρμ” από κατασκευής. ‘Εβαλα το ακουστικό μου είδα ότι δεν υπάρχει ούτε αναπνευστική, ούτε καρδιακή λειτουργία, δεν υπήρχαν σφίξεις στην καρωτίδα και εκεί πανικοβλήθηκα. Όταν συνειδητοποίησα ότι έχει πάθει ανακοπή, το πρώτο πράγμα που σκέφθηκα ήταν να κάνω ΚΑΡΠΑ. ‘Αρχισα να κάνω μαλάξεις καρδιακές συμπιέσεις και αερισμό στόμα με στόμα και αυτό το πράγμα κράτησε 15-20 λεπτά. Όταν είδα ότι δεν μπορώ να κάνω τίποτε, βγήκα από την αίθουσα, για να πάω να φωνάξω βοήθεια. Βρήκα το καρότσι έξω και σκέφθηκα με το καρότσι να την πάρω και να την μεταφέρω στον 5ο όροφο. Την έβαλα επάνω στο καρότσι. ‘Εβαλα το καρότσι δίπλα στο κρεβάτι και την έβαλα επάνω. Τότε δεν ζούσε. Είχε πεθάνει εδώ και 20 λεπτά…”. Περαιτέρω, από όλα τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η άνω απολογία του κατηγορουμένου δεν είναι αληθής και ειδικότερα ως προς το χρόνο επέλευσης του θανάτου της Ντιάνας, διότι από την Ιατροδικαστική ‘Εκθεση προέκυψε ότι στο πτώμα υπήρχαν εκδορές με “ζωϊκές αντιδράσεις” και χαρακτήρες τριβής στη ραχιαία επιφάνεια του κορμού και συγκεκριμένα στην αριστερή ωμοπλατιαία χώρα και τις γλουτιαίες χώρες, που σημαίνει ότι οι ανωτέρω εκδορές έγιναν την ώρα κατά την οποία ο κατηγορούμενος τραβούσε την αναίσθητη Ν. και την έσερνε επάνω στο κρεβάτι για να την βάλει επάνω στο καρότσι και ότι εκείνη την ώρα, η Ν. ήταν ζωντανή. Το ιατροδικαστικό αυτό εύρημα το οποίο αποδέχθηκε και ο τεχνικός σύμβουλος του κατηγορουμένου, Π. Παυλίδης, ιατροδικαστής, είναι ένα αντικειμενικό εύρημα το οποίο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Ως προς τις λοιπές συνθήκες τέλεσης της πράξης αποδείχθηκε ότι η Ν. ξάπλωσε στο κρεβάτι και ο κατηγορούμενος της χορήγησε αναισθησία, παραβαίνοντας το γενικά παραδεκτό ιατρικό κανόνα ότι στη θεραπεία των κιρσών με σκληρυντικές ουσίες (με τη μορφή αφρού) δεν δίνεται αναισθησία. Στη συνέχεια της χορήγησε φαιντανύλη και προποφόλη (bolus) εφάπαξ δίχως να έχει οπτική επαφή προς αυτή και δίχως να της μιλά, όπως απαιτούν βασικοί κανόνες της αναισθησιολογίας ακόμη και όταν μία επέμβαση με αναισθησία γίνεται μέσα σε ένα χειρουργείο, ανέμειξε τις σκληρυντικές ουσίες σε μία σύριγγα. Η διαδικασία αυτή της ετοιμασίας δεν διήρκεσε περισσότερο από δύο λεπτά της ώρας, σύμφωνα με τις ένορκες καταθέσεις των ιατρών. Όταν ο κατηγορούμενος πλησίασε τη Ν. για να της χορηγήσει την αφρώδη ουσία διαπίστωσε ότι η Ν. είχε βραδύπνοια. Μέχρι να την εξετάσει η βραδύπνοια έγινε άπνοια. Κατά την ιατρική πραγματογνωμοσύνη και την ένορκη κατάθεση του Επίκουρου Καθηγητή Αναισθησιολογίας ΑΠΘ, ιατρού Β. Γροσομανίδη η άπνοια πρέπει να αντιμετωπισεί άμεσα, διότι με μαθηματική ακρίβεια θα επέλθει καρδιακή ανακοπή, που σημαίνει θάνατος, εντός πέντε έως έξι λεπτών ή το πολύ σε δέκα λεπτά, εάν πρόκειται για νέο και υγιές άτομο. Η εξέλιξη αυτή ήταν πολύ πιθανή στη συγκεκριμένη περίπτωση ιδίως υπό τις συνθήκες υπό τις οποίες είχε δοθεί η αναισθησία, δίχως ταυτόχρονο αερισμό της ασθενούς. Ο κατηγορούμενος έχοντας πλήρη επίγνωση του μεγάλου και άμεσου κινδύνου που αντιμετώπιζε πλέον η ασθενής, ζυγίζοντας από τη μία πλευρά τον κίνδυνο ζωής πλέον που αντιμετώπιζε άμεσα η Ν. και από την άλλη πλευρά τον κίνδυνο να καταστραφεί προσωπικά, κοινωνικά και επαγγελματικά αν γινόταν γνωστή η παράνομη, ιατρικά αντιδεοντολογική και αντιεπιστημονική συμπεριφορά του, εμφορούμενος από ιδιοτελές κίνητρο, προτίμησε και πήρε την απόφαση να διαφυλάξει τη δική του ζωή και το δικό του λαμπρό μέλλον, αντιμετωπίζοντας μόνος την άπνοια με αερισμό στόμα με στόμα και μαλάξεις (ΚΑΡΠΑ), γνωρίζοντας το μεγάλο κίνδυνο να αποτύχει να αντιστρέψει μόνος του την άπνοια. Παρέλειψε δε, ενώ είχε την ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, πηγάζουσα από τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας, να σώσει τη ζωή της ασθενούς του και να καλέσει σε βοήθεια τους συναδέλφους του, έχοντας δε, στο μυαλό του ότι ήταν δυνατό να επέλθει ο θάνατος, με την επέλευση του οποίου συμβιβάσθηκε, προέταξε το δικό του μέλλον και αδιαφόρησε για τη ζωή της άτυχης Ντιάνας, στην οποία συμπεριφέρθηκε απάνθρωπα. Το Δικαστήριο πείσθηκε ότι ο κατηγορούμενος αέρισε το θύμα στόμα με στόμα για πέντε περίπου λεπτά της ώρας και στη συνέχεια της έκανε καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση επί δέκα πέντε περίπου λεπτά και με τον τρόπο αυτόν αντιμετώπισε προσωρινά την προκληθείσα υποξυγοναιμία, ώστε να μην υποστεί καρδιακή ανακοπή αυτό το διάστημα, δίνοντας στην ασθενή παράταση ζωής, με τον τρόπο αυτό. Στη συνέχεια σταμάτησε την προσπάθεια και σκέφθηκε να τη μεταφέρει σε άλλο χώρο, εκτός αυτής της ακατάλληλης αίθουσας και τότε να ζητήσει βοήθεια, δίχως να γίνει αντιληπτό ότι διενήργησε ιατρική πράξη στην παραπάνω αίθουσα. Για το λόγο αυτό βγήκε έξω στο διάδρομο, όπου βρήκε ένα καρότσι μεταφοράς ασθενών και αφού έσυρε την αναίσθητη, αλλά ζωντανή Ν. στο κρεβάτι, την τοποθέτησε επάνω στο καρότσι, όπως προελέχθη, για να τη μεταφέρει στην καρδιολογική κλινική, που βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το σημείο εκείνο. Λίγα όμως μέτρα, αφότου εξήλθε από την αίθουσα στο διάδρομο, ο κατηγορούμενος διαπίστωσε ότι η Ν. κατέληξε. ‘Ηταν περί ώρα 18.30 της 26 Απριλίου. Τότε ο κατηγορούμενος αναγκάσθηκε να επιστρέψει πίσω στην αίθουσα και να σχεδιάσει την εξαφάνιση του πτώματος. Η προσπάθεια του κατηγορουμένου να μεταφέρει το θύμα στην Καρδιολογική Κλινική για να της παρασχεθεί βοήθεια από τους συναδέλφους του, αποτελεί μία ακόμη μεγάλη απόδειξη ότι η Ν. μέχρι τότε ζούσε, διότι διαφορετικά δεν υπήρχε λόγος ο κατηγορούμενος να ζητήσει βοήθεια από τους συναδέλφους του. Εξάλλου, ο κατηγορούμενος, απολογούμενος ενώπιον του ΜΟΔ, είχε καταθέσει “μόλις την έβαλα στο καρότσι, πήρα σφυγμό και στα δύο μέτρα είδα ότι ήταν νεκρή”, ομολογώντας ότι μέχρι εκείνη την ώρα η Ν. ήταν ζωντανή (σελ. 353 πρακτικών ΜΟΔ). Ο θάνατος επήλθε από καρδιακή ανακοπή που προκλήθηκε από την άπνοια, όταν ο κατηγορούμενος σταμάτησε να υποστηρίζει την αναπνοή του θύματος. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος χορήγησε στο θύμα ποσότητες φαιναντύλης και προποφόλης τοξικές, ήτοι μεγαλύτερες από τις ενδεδειγμένες θεραπευτικές δόσεις. Είναι όμως βέβαιο ότι η ταυτόχρονη χορήγησή τους εφάπαξ, δίχως παράλληλη υποστήριξη της αναπνοής με τεχνητά μέσα προκάλεσε βραδύπνοια, άπνοια, και τελικά καρδιακή ανακοπή – θάνατο. Επίσης είναι βέβαιο ότι εάν ο κατηγορούμενος μόλις αντιλήφθηκε τη βραδύπνοια, καλούσε σε βοήθεια τους συναδέλφους του και το νοσηλευτικό προσωπικό, είτε με το κινητό του τηλέφωνο, είτε καλώντας αυτούς φωνάζοντας δυνατά για βοήθεια και δίνοντας το στίγμα του, οι συνάδελφοί του και το νοσηλευτικό προσωπικό που θα τον άκουγαν με βεβαιότητα, θα προσέτρεχαν σε βοήθεια και όλοι μαζί θα μπορούσαν να αποτρέψουν την καρδιακή ανακοπή, διότι με περισσότερη δύναμη θα συνέχιζαν την ΚΑΡΠΑ, η οποία είναι κοπιώδης για ένα άτομο, για περισσότερη ώρα, έως και μία ώρα, ενώ παράλληλα θα παρείχαν στο θύμα και οξυγόνο με μάσκα. Κατά την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ιατρού Β. Γροσομανίδη “το να μην καλέσει ο κατηγορούμενος σε βοήθεια, του στέρησε οποιαδήποτε πιθανότητα είχε”. Η άπνοια κατά την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα, είναι το επιθυμητό αποτέλεσμα σε μία αναισθησία προκειμένου να ηρεμήσει ο οργανισμός του ασθενούς, όταν όμως η αναισθησία δίνεται από ειδικό αναισθησιολόγο, μέσα σε ένα χειρουργείο, με ταυτόχρονη παροχή οξυγόνου και με τη συνεχή παρακολούθηση του ασθενούς, οπότε και τα ποσοστά παρενεργειών είναι ελάχιστα και σε κάθε περίπτωση δύνανται να αντιμετωπισθούν επιτυχώς. Ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου, ότι, επειδή κατά την πρώτη θεραπεία που έκανε στη Ν. την 2 Απριλίου δεν αντιμετώπισε πρόβλημα, πίστεψε ότι δεν θα έχει και πάλι πρόβλημα, αποτελεί έναν ισχυρισμό δίχως ιατρική – επιστημονική βάση, αλλά και στην ουσία δεν δύναται να θεμελιώσει το νομικό ισχυρισμό του ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο, είχε απωθήσει από τη συνείδησή του τη δυνατότητα, από την παράλειψής του, να επέλθει ο θάνατος με την οποία συμβιβάσθηκε. Κατά την κρίση του Δικαστηρίου, όταν ο κατηγορούμενος αποφάσισε να μην ζητήσει βοήθεια από τους συναδέλφους του, γνώριζε τον υψηλό κίνδυνο της παράλειψής του να ζητήσει άμεση και συντονισμένη βοήθεια από τους συναδέλφους με όλα τα απαιτούμενα ιατρικά μέσα και δεν απώθησε από τη συνείδησή του τη δυνατότητα, από την παράλειψή του να επέλθει να επέλθει ο θάνατος, με τον οποίο συμβιβάσθηκε, όπως προελέχθη και ο οποίος τελικά επήλθε. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος σχεδίασε ψύχραιμα τον τρόπο για να βγάλει το πτώμα από το νοσοκομείο και παράλληλα να δημιουργήσει αποδείξεις ότι η Ν. πήγε στο νοσοκομείο περί ώρα 20.45, ότι υποβλήθηκε στη θεραπεία και στη συνέχεια έφυγε.
Για τους λόγους αυτούς έκρινε αφενός, ότι προτιμότερο ήταν να βγάλει το πτώμα από το νοσοκομείο αργά το βράδυ, όταν στο νοσοκομείο δεν υπάρχει πολύς κόσμος και αφετέρου να φανεί ότι αναζητούσε τη Ν. επειδή δήθεν άργησε και πάλι να πάει στο ραντεβού. Περί ώρα 20.44 κάλεσε στο κινητό της τηλέφωνο τη Ν. για να τη ρωτήσει δήθεν γιατί άργησε πάλι να έρθει στο νοσοκομείο (στους αστυνομικούς δήλωσε ότι η Ν. έφθασε στο νοσοκομείο 1-2 λεπτά μετά το τηλεφώνημα). Περί ώρα 21.45, ο κατηγορούμενος προσήλθε στο γραφείο των ιατρών και συναντήθηκε με τους συναδέλφους του Πλάτσιο και Κηροπλάστη για λίγη ώρα και μάλιστα αστειευόταν για διάφορα θέματα. Σύμφωνα με τις καταθέσεις των συναδέλφων του, ο κατηγορούμενος ήταν ήρεμος και τίποτε δεν πρόδιδε όσα είχαν συμβεί. Περί ώρα 23.00 ο κατηγορούμενος αν και είχε εφημερία στο νοσοκομείο, δίχως να ειδοποιήσει κανένα συνάδελφό του, άρχισε να πραγματοποιεί το τελευταίο μέρος του σχεδίου του να απομακρύνει το πτώμα από το νοσοκομείο. Εξήλθε από το νοσοκομείο και πήγε στο πάρκιγκ αυτοκινήτων που βρίσκεται απέναντι από το νοσοκομείο, όπου είχε σταθμεύσει το αυτοκίνητό του. Στη συνέχεια οδήγησε το αυτοκίνητό του στον προαύλιο χώρο του νοσοκομείου και το στάθμευσε έξω από το άνοιγμα (είσοδο) του υπογείου του Α’ κτιρίου. Ανέβηκε στον τρίτο όροφο και πήγε στην παλιά αίθουσα τοκετών, όπου ο κατηγορούμενος είχε αφήσει το πτώμα μέχρι να προσπαθήσει να το βγάλει από το νοσοκομείο, ήρεμος ότι στο σημείο εκείνο δεν μπορούσε κανείς να τη βρεί. Αφού την έδεσε με σχοινί και την κάλυψε με ένα σεντόνι, έσπρωξε το καρότσι προς το διάδρομο και αμέσως έστριψε προς τα δεξιά στον ανελκυστήρα, που βρίσκεται σε σημείο πριν την είσοδο στο σαλόνι και χρησιμοποιείται από το προσωπικό του νοσοκομείου για τη μεταφορά σκουπιδιών και ιματισμού, οδηγεί δε στο υπόγειο, δίχως να γίνει αντιληπτός από κανέναν, διότι την ώρα εκείνη δεν κυκλοφορούσαν άτομα στους διαδρόμους, και το χαμηλά φωτιζόμενο υπόγειο, όπου βρίσκονται τα πλυντήρια και άλλες βοηθητικές υπηρεσίες του νοσοκομείου ερημώνει μετά το πέρας της πρωινής βάρδιας των εργαζομένων. Αφού τοποθέτησε το καρότσι δίπλα το αυτοκίνητό του ανασήκωσε τη νεκρή από το καρότσι και τη φόρτωσε στο χώρο αποσκευών του αυτοκινήτου του, όπου και βρέθηκαν ίχνη DNA του θύματος. Ο κατηγορούμενος εξήλθε από τον αύλειο χώρο του νοσοκομείου την ώρα 23.07 της 26 Απριλίου όπως προκύπτει από βιντεοληπτικό υλικό κλειστού κυκλώματος εικόνας παρακειμένου καταστήματος και κατευθύνθηκε προς την Κασσάνδρα Χαλκιδικής, όπως ανωτέρω εκτέθηκε η πορεία του. Στην περιοχή του αεροδρομίου ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, ο κατηγορούμενος πέταξε τη συσκευή κινητής τηλεφωνίας του θύματος, που φρόντισε να πάρει μαζί με τα υπόλοιπα προσωπικά της αντικείμενα, για να εξαφανίσει οποιοδήποτε επιβαρυντικό στοιχείο. Τα υπόλοιπα αντικείμενα ο κατηγορούμενος, κατά την απολογία του, πέταξε σε άλλο σημείο, το οποίο, όπως είπε, δεν θυμόταν. Καθ’ οδόν επικοινώνησε τηλεφωνικά με τη φίλη του Αναστασία Καλαϊτζή και μίλησε μαζί της περίπου επί είκοσι λεπτά της ώρας, δίχως αυτή να αντιληφθεί κάτι. Φθάνοντας στο αναφερόμενο σημείο, μετά το χωριό Παλιούρι, ο κατηγορούμενος απεκδυόμενος κάθε ίχνος ανθρωπιάς, πέταξε σαν να ήταν σκουπίδι τη νεκρή φίλη του δίπλα σε ένα σκουπιδότοπο, σε ένα πρανές της δασικής έκτασης, αφού αφαίρεσε από επάνω της το σεντόνι με το οποίο ήταν σκεπασμένη και τη χειρουργική ρόμπα, συνειδητά ώστε η σήψη να επέλθει γρηγορότερα και να μην υπάρχουν σημάδια από τα οποία θα μπορούσε να αναγνωρισθεί η ταυτότητά της. Ήδη κατά το χρόνο ανεύρεσης το πτώμα ήταν σε προχωρημένη σήψη και ευτυχώς που με επιστημονικό τρόπο, κάνοντας συνδυασμένη εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού οι αστυνομικοί που είχαν επιληφθεί της υποθέσεως, εντόπισαν το πτώμα εγκαίρως, διαφορετικά, εάν καθυστερούσαν θα χανόταν πολύτιμα στοιχεία και ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να διαφύγει τις ποινικές συνέπειες, όπως από την αρχή απέβλεψε, καταστρώνοντας το σχέδιό του εξαφάνισης του πτώματος, αδιαφορώντας για την αγωνία με την οποία θα ζούσε η οικογένειά της μια ζωή, επειδή δεν βρήκε τη δική της Νάντια για να τη θάψει και να την τιμήσει. Ο κατηγορούμενος, από την αρχή ακόμη, όταν κλήθηκε από τις αρχές ως μάρτυρας για να παράσχει πληροφορίες σχετικά με την εξαφάνιση της νέας γυναίκας, επινόησε μία φανταστική ιστορία, ότι η Ν. δεν προσήλθε στο ραντεβού που είχε ορισθεί για την ώρα 17.00 περίπου της 26 Απριλίου, ώστε να στρέψει στις υπόνοιες σε άλλα πρόσωπα ή ακόμη και να δημιουργήσει αμφιβολίες για το εάν έφυγε από το αεροδρόμιο σε άγνωστη κατεύθυνση. Ακόμη και όταν την 29 Απριλίου, κατά το στάδιο της προανακρίσεως, κλήθηκε ως κατηγορούμενος για να απολογηθεί και οι αστυνομικοί του Τμήματος Εγκλημάτων Κατά Ζωής και Προσωπικής Ελευθερίας της Δ.Α.Θ. ήταν πλέον σχεδόν βέβαιοι ότι ο κατηγορούμενος ήταν ο δράστης της εξαφάνισης, ο κατηγορούμενος αρνήθηκε την κατηγορία και με τους ισχυρισμούς του δυσκόλεψε της αρχές, τόσο στην πληροφόρηση, όσο και κατά τη σύλληψη, επειδή αρνείτο να παραδοθεί στους αστυνομικούς που είχαν εντολή να τον συλλάβουν από το πατρικό σπίτι του στην Αθήνα, όπου βρισκόταν τότε. Ο κατηγορούμενος κυνικά αντιμετώπιζε την κατηγορία και έπλαθε διαφορετικά σενάρια κατά την προανάκριση, την ανάκριση και κατά τη συμπληρωματική ανάκριση που έδωσε την 28 Ιουνίου, μετά από δική του πρωτοβουλία, προκειμένου να καταθέσει, ότι αναγκάσθηκε να πει ψέματα την πρώτη φορά για να καλύψει τις παρανομίες που γινόταν στην αγγειοχειρουργική κλινική, για να αποδεχθεί στο τέλος, ότι η Ν., αφού δεν πήγε στο πρώτο ραντεβού που είχε ορισθεί περί ώρα 17.00 της 26 Απριλίου, επειδή δήθεν της έτυχε κάτι, πήγε στο νοσοκομείο περί ώρα 20.45 της ίδιας ημέρα και την υπέβαλε στη θεραπεία, αλλάζοντας το χρόνο επέλευσης του θανάτου. Μάλιστα για να στηρίξει αυτό το νέο σενάριο την 17. 44 ώρα την κάλεσε στο κινητό της τηλέφωνο, ενώ την ώρα 20.44 έστειλε μήνυμα στην ήδη θανούσα Ν. “Ν. γιατί δεν ήρθες;”. Ο άνθρωπος λοιπόν αυτός που λειτούργησε τόσο κυνικά, μεθοδικά, απάνθρωπα για ένα και πλέον μήνα, από την αρχή επικαλέσθηκε ότι όταν η Ν. εμφάνισε άπνοια και τελικά υπέστη ανακοπή καρδιάς αμέσως μετά την εμφάνιση της άπνοιας (ισχυρισμό που δεν αποδέχθηκε το Δικαστήριο ομόφωνα), πανικοβλήθηκε και λειτούργησε έτσι. Αργότερα κατά την πρωτόδικη δίκη, ο κατηγορούμενος, απολογούμενος υιοθέτησε μία πιο σαφή θέση, επικαλούμενος ότι είχε άρνηση να αποδεχθεί το γεγονός του θανάτου. Ενώπιον του ΜΟΕ ο κατηγορούμενος πλέον σε όποια ερώτηση δεν μπορούσε να απαντήσει, στερεότυπα απαντούσε “είχα άρνηση”, αναγάγοντας την επικαλούμενη άρνηση σε μία ιδιαίτερη ψυχική κατάσταση (δίχως όμως να προτείνει αυτοτελή ισχυρισμό από τα άρθρα 34 και 36 ΠΚ), προκειμένου να αποκρούσει το δόλο. Για απόδειξη αυτού του όψιμου ισχυρισμού κάλεσε ως μάρτυρα υπερασπίσεως τον ψυχίατρο Νέστορα Παπαθανασίου, ο οποίος συνέταξε και την από 3-6-2022 έκθεση. Σύμφωνα με την έκθεση, από το ληφθέν ιστορικό του κατηγορουμένου, ο ιατρός διέγνωσε μία ήπια αγχώδη διαταραχή που εμφάνισε ο κατηγορούμενος, κατά την ενήλικη ζωή του, την οποία η μητέρα του, εξεταζόμενη ως μάρτυρας, εξειδίκευσε ως τελειομανία. Πάντως, μέχρι το χρόνο του επιδίκου συμβάντος αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν έλαβε κάποια ιατρική βοήθεια για το λόγο αυτόν. Ο ανωτέρω ψυχίατρος στην έκθεσή του αναφέρει “ότι εξέτασε τον κατηγορούμενο στο ΓΚΚ Θεσσαλονίκης όπου κρατείτο, ως συνεργαζόμενος ιατρός με τη φυλακή, το Μάϊο του 2017”, μετά όμως από επίμονες ερωτήσεις της συνηγόρου του συζύγου της θανούσας, στο ακροατήριο του ΜΟΕ, είπε ότι εξέτασε τον κατηγορούμενο το έτος 2018 και διέγνωσε υποτροπιάζουσα καταθλιπτική διαταραχή, με πλήρη συμπτωματολογία της νόσου, ήτοι, θλίψη, ανηδονία, αναξιότητα, τύψεις ενοχές. Του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή και ο κατηγορούμενος εμφάνισε βελτίωση, όπως ειδικότερα αναφέρεται στην έκθεση. Η ανωτέρω ιατρική γνωμάτευση αναφέρεται στη ψυχική υγεία του κατηγορουμένου για το χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της πράξεως. Περαιτέρω ο μάρτυρας ψυχίατρος κατέθεσε ότι ο κατηγορούμενος με το συμβάν της ανακοπής της θανούσας, είχε έντονη ενεργοποίηση της αγχώδους συμπτωματολογίας σε συνδυασμό με το οξύ στρες, που βίωνε ως απόρροια του θανάτου της φίλης του, ακολουθούμενης από έντονη συναισθηματική δυσφορία, αίσθημα αποπραγματοποίησης, αίσθηση ότι ζει σε όνειρο, ότι δεν είναι πραγματικό ό,τι συμβαίνει, άρνηση να δεχθεί το συμβάν, ότι τελείωσε η ζωή της ασθενούς και της δικής του, όπως την ήξερε…Εξεταζόμενος ο μάρτυρας στο ακροατήριο κατέθεσε ότι η άρνηση αυτή της πραγματικότητας ως ψυχιατρική κατάσταση μπορεί να διαρκέσει μέχρι και ένα μήνα. Είναι βέβαιο ότι ο μάρτυρας – ψυχίατρος εξέτασε τον κατηγορούμενο πολύ χρόνο μετά το χρόνο τέλεσης της πράξεως από τον κατηγορούμενο (και πάντως όχι εντός μηνός από την πράξη) και συνεπώς δεν είχε ιδία άποψη για το οξύ στρες που επικαλείται ότι βίωνε ο κατηγορούμενος και της εξ αυτού του λόγου ενεργοποίησης “του μηχανισμού της απώθησης” με την άρνηση της πραγματικότητας. Επίσης, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος μέχρι το χρόνο του συμβάντος δεν παρακολουθείτο από ψυχίατρο, ούτε λάμβανε κάποια σχετική φαρμακευτική αγωγή όπως προκύπτει από την ηλεκτρονική συνταγογράφηση ΗΔΙΚΑ. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τις κινήσεις και ενέργειες του κατηγορουμένου πριν από το θάνατο και μετά το θάνατο του θύματος, κρίνει ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε με λογικούς συνειρμούς, συνειδητά και μεθοδευμένα, προσπαθώντας να δημιουργήσει αμφιβολία στις αρχές και άλλοθι αθωότητας, με μόνο σκοπό να αποκρύψει αρχικά, ότι ήταν ο δράστης της εξαφάνισης της Ντιάνας, μετέπειτα να εμφανίσει ότι ο θάνατός της επήλθε ως συνέπεια της ομολογημένης συνειδητής αμέλειάς του, ώστε να γλυτώσει με την ποινή ενός πλημμελήματος και τελευταία, προκειμένου να αντικρούσει τον ενδεχόμενο δόλο που δέχθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, για να θεμελιώσει και να επικαλεσθεί “την οξεία στρεσσογόνα κατάσταση της άρνησης της πραγματικότητας, η οποία μπορεί να διαρκέσει και ένα μήνα”, καλύπτοντας όλο το χρόνο μέχρι την αποτρόπαιη και απάνθρωπη πράξη του να πετάξει το θύμα στα σκουπίδια.’Οσον αφορά την προσκομισθείσα από 8-9-2021 ιατρική βεβαίωση του ψυχιάτρου Ιωάννη Μυλόπουλου ότι ο κατηγορούμενος “πάσχει από ψυχωτική διαταραχή κατατονικού τύπου”, εκτός ότι αφορά διάγνωση πολύ μεταγενέστερη του κρισίμου χρόνου και δεν έχει επίδραση επί της υπό κρίση υποθέσεως, ως προς την ουσία της διαγνώσεως, ερωτηθείς ο μάρτυρας Ν. Παπαθανασίου, κατέθεσε ότι “δεν συμφωνεί ότι ο κατηγορούμενος πάσχει από ψυχωτική διαταραχή και δεν κατανοεί γιατί ο γιατρός το έγραψε έτσι”. Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο ομόφωνα κρίνει ότι ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί ένοχος της ανθρωποκτονίας δια παραλείψεως, με ενδεχόμενο δόλο, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση της Ν. Τ….”. Στην συνέχεια το παραπάνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε ομόφωνα ένοχο τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, του ότι: “Στη Θεσσαλονίκη, στις 26.04.2017, με πρόθεση ενεργώντας και ευρισκόμενος σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, παρέλειψε ουσιώδη διασωστική ενέργεια, καίτοι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση, ως θεράπων ιατρός της (ον) Diana (επ) Chamchidi, με αποτέλεσμα, εξαιτίας της παραλείψεώς του αυτής, να επέλθει ο θάνατός της, αν και γνώριζε ότι αυτός ήταν δυνατό να επέλθει λόγω της παραλείψεώς του. Συγκεκριμένα, στον ως άνω τόπο και χρόνο, ο κατηγορούμενος, ειδικευόμενος ιατρός αγγειοχειρουργικής, απασχολούμενος στην Ε’ χειρουργική κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης “ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ”, συμφώνησε να συναντηθεί με την ανωτέρω σε χώρο του παραπάνω νοσοκομείου, σε ημέρα γενικής εφημερίας αυτού, προκειμένου να την υποβάλει σε θεραπεία κιρσών κάτω άκρου, αφαίρεσε δε, από χώρο του νοσοκομείου δίχως να ενημερώσει την υπεύθυνη νοσηλεύτρια, άγνωστη ποσότητα φαρμακευτικών ουσιών και δη προποφόλης, η οποία αποτελεί ενδοφλέβιο αναισθητικό φάρμακο, που χρησιμοποιείται από ιατρούς αναισθησιολόγους για την εισαγωγή και τη διατήρηση της αναισθησίας και για καταστολή μέσα και έξω από τις χειρουργικές αίθουσες, καθώς επίσης και φαιντανύλης, η οποία ανήκει στα οπιοειδή αναλγητικά φάρμακα, αμφότερες οι οποίες φαρμακευτικές ουσίες, όπως ο κατηγορούμενος καλώς γνώριζε, προκαλούν αναπνευστική καταστολή και άπνοια, και τελικά εφόσον δεν υποκατασταθεί η αναπνοή με τεχνητό τρόπο, οδηγούν σε καρδιακή ανακοπή και θάνατο, έχουν δε, οι ουσίες προποφόλη και φαιντανύλη συνεργική δράση στην πρόκληση των ανωτέρω ανεπιθύμητων παρενεργειών τους. Όταν δε η (ον) Diana (επ) Chamchidi του Rezo, προσήλθε στο ραντεβού τους, ο κατηγορούμενος την οδήγησε σε ιδιαίτερο χώρο του νοσοκομείου, ακατάλληλο για τη διενέργεια οποιοσδήποτε ιατρικής πράξεως και εκεί, κατά τη διενέργεια θεραπείας κιρσών στο κάτω άκρο, της χορήγησε ενδοφλέβια εφάπαξ τις παραπάνω φαρμακευτικές ουσίες προποφόλης και φαιντανύλης, χωρίς να παρακολουθεί τις ζωτικές λειτουργίες και τη μεταβολή των επιπέδων συνείδησης αυτής, χωρίς να έχει οπτική επαφή ή λεκτική επικοινωνία με την ασθενή, χωρίς να παρακολουθεί το οξύμετρο, για τον κορεσμό του αίματος σε οξυγόνο, χωρίς να έχει εξασφαλίσει την παρουσία δευτέρου προσώπου, αφού είναι αδύνατον το ίδιο πρόσωπο να χορηγεί αναισθησία και να ενεργεί και ετέρα ιατρική πράξη, χωρίς να υποστηρίζει τεχνικά την αναπνοή της και χωρίς να έχει προμηθευθεί τον ελάχιστο εξοπλισμό και τα φάρμακα, που απαιτούνταν, προκειμένου να επαναφέρει την ασθενή, σε περίπτωση επιπλοκής, καθώς και το αντίδοτο για την φαιντανύλη. Όταν η ασθενής έπαθε άπνοια, δεν κάλεσε σε βοήθεια και δεν μερίμνησε να της παρασχεθεί ιατρική βοήθεια συντονισμένα από τους συναδέλφους του και το νοσηλευτικό προσωπικό με κάθε δυνατό μέσο και να υποκατασταθεί η αναπνοή της με τεχνητό τρόπο, προκειμένου να παραμείνει στη ζωή, με συνέπεια να προκληθεί στην ανωτέρω καρδιακή ανακοπή και τελικά, ως μόνη ενεργός αιτία, επήλθε ο θάνατός της, ενδεχόμενο με το οποίο ο κατηγορούμενος είχε συμβιβασθεί”.
Με τον δεύτερο πρόσθετο λόγο ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την εκ μέρους του τέλεση της παραπάνω αξιόποινης πράξης, δηλαδή της ανθρωποκτονίας που τελέσθηκε με παράλειψη με ενδεχόμενο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση αλλά και ότι εσφαλμένως ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν οι ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των προαναφερθέντων άρθρων 27 παρ. 1 και 299 παρ. 1 ΠΚ και προσάπτει σ’ αυτήν τις απορρέουσες από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, σχετικές πλημμέλειες. Επί πλέον, με τον πρώτο πρόσθετο λόγο, αποδίδεται στην προσβαλλομένη απόφαση η απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ.1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, πλημμέλεια, δηλαδή της απόλυτης ακυρότητας της διαδικασίας λόγω παραβίασης των υπερασπιστικών δικαιωμάτων του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος και ειδικότερα, του δικαιώματος σιωπής και μη αυτοενοχοποίησής του, καθόσον το ως άνω δευτεροβάθμιο Δικαστήριο της ουσίας – κατά τους ισχυρισμούς του – έλαβε υπόψη του και αξιοποίησε αποδεικτικά την προανακριτική του κατάθεση, την προανακριτική απολογία του και την (πρώτη) από 7-5-2017 απολογία του ενώπιον του Ανακριτή, χωρίς μάλιστα αυτές να έχουν αναγνωσθεί. Με τις προαναφερθείσες όμως παραδοχές που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για την παραπάνω αξιόποινη πράξη του, αφού εκτίθενται σ’ αυτή με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, για το οποίο καταδικάστηκε ο αναιρεσείων, οι αποδείξεις, από τις οποίες το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις ουσιαστικές ποινικές διατάξεις των προαναφερθέντων άρθρων 299 παρ. 1 ΠΚ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο του Ν. 4855/2021 και 27 παρ. 1 ΠΚ, που σημειωτέον ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε χωρίς να τις παραβιάσει ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Ειδικότερα, στην πληττόμενη απόφαση αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία ελήφθησαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο, ήτοι οι ανώμοτες καταθέσεις αυτών που δήλωσαν παράσταση για την υποστήριξη της κατηγορίας εις βάρος του εν λόγω κατηγορουμένου, οι ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων κατηγορίας και υπερασπίσεως που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, τα έγγραφα, τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο, η από 8-8-2017 Έκθεση Ιατρικής Πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε ο διορισθείς Πραγματογνώμονας Ιατρός Αναισθησιολόγος Β. Γ., η Ιατροδικαστική ‘Εκθεση Νεκροψίας-Νεκροτομής, η ‘Εκθεση Αποτελεσμάτων Τοξικολογικών Εξετάσεων του Εργαστηρίου Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας του ΑΠΘ, η ‘Εκθεση Τοξικολογικής Εξέτασης που υπογράφεται από τη Χημικό Τοξικολογίας Ο. Μ., που αφορούν την ως άνω θανούσα, τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και η απολογία του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, περαιτέρω δε, διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ο χρόνος αλλά και οι λοιπές περιστάσεις και συνθήκες υπό τις οποίες ο κατηγορούμενος τέλεσε την παραπάνω αξιόποινη πράξη, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε. Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται ακόμη οι παραδοχές που οδηγούν στην τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης εκ μέρους του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος από ενδεχόμενο δόλο και όχι από ενσυνείδητη αμέλεια, όπως αυτός (αβασίμως) ισχυρίζεται, καθόσον το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων, ενώ ήταν ειδικευόμενος αγγειοχειρουργός ιατρός, προέβη στην παραπάνω αναφερόμενη ιατρική πράξη στην προαναφερθείσα D. C., χωρίς όμως να λάβει τα αναγκαία, επιβεβλημένα, κατάλληλα και απαραίτητα μέτρα για την ασφαλή και επιτυχημένη ολοκλήρωση της εν λόγω ιατρικής πράξης και παραβαίνοντας τους αναγνωρισμένους στοιχειώδεις κανόνες της ιατρικής επιστήμης, όταν δε, αντιλήφθηκε λόγω της ιδιότητάς του, ότι από την κρίσιμη κατάσταση, στην οποία είχε περιέλθει η ως άνω D. C. κατά την διάρκεια της ιατρικής αυτής πράξης, μπορούσε να επέλθει ο θάνατός της, αυτός, παρότι είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς τούτο, εν τούτοις δεν προσέτρεξε αμέσως να ζητήσει βοήθεια από τους συναδέλφους του, αποδεχόμενος το αποτέλεσμα αυτό, δηλαδή τον θάνατό της. Οι εμπεριεχόμενες τόσο στο κύριο δικόγραφο, όσο και στους προσθέτους λόγους διάσπαρτες αιτιάσεις του αναιρεσείοντος σχετικές με την ενοχή του για την παραπάνω πράξη του, που αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες, αφού συνιστούν αμφισβήτηση των εις βάρος του αναιρεσείοντος ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της και πλέον συγκεκριμένα, οι προβαλλόμενες από τον αναιρεσείοντα αντιθέσεις, κατ’ αυτόν, των παραδοχών της απόφασης προς τις επισημαινόμενες μαρτυρικές καταθέσεις και τα λοιπά αποδεικτικά μέσα δεν αποτελούν αναιρετικές πλημμέλειες με την έννοια της έλλειψης ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά πλήττουν ανεπιτρέπτως την περί τα πράγματα ανέλεγκτη κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας. Κατά συνέπεια, ο προαναφερθείς δεύτερος πρόσθετος λόγος αναφερόμενος σε έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος ως προς την εκ μέρους του τέλεση της παραπάνω αξιόποινης πράξης του και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμος. Περαιτέρω από την επισκόπηση των πρακτικών της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει ότι δεν αναγνώστηκε ούτε η προανακριτική κατάθεση, ούτε η προανακριτική απολογία του ως άνω κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος αλλά ούτε και η (πρώτη) από 7-5-2017 απολογία του ενώπιον του Ανακριτή, ούτε ότι λήφθηκαν υπόψη από το Δικαστήριο της ουσίας για τον σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης για την ενοχή του για την παραπάνω αξιόποινη πράξη, ενώ δεν γίνεται μνεία στην προσβαλλόμενη απόφαση ότι οι ως άνω παραδοχές που αφορούν την ενοχή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος προέρχονται από την ως άνω προανακριτική απολογία, την προανακριτική κατάθεσή του και την απολογία του στον Ανακριτή, που άλλωστε και ο ίδιος δεν επικαλείται, ούτε επιβεβαιώνει με τον υποβληθέντα αυτόν ισχυρισμό του. Οι διαλαμβανόμενες ωστόσο στο σκεπτικό της απόφασης σχετικές αναφορές στην προανακριτική κατάθεση και στην προανακριτική απολογία, όπως και στην ανακριτική απολογία του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, έγιναν αφηγηματικά, όχι για να στηριχθεί ή να ενισχυθεί η ενοχή του για την προαναφερθείσα άδικη πράξη του, η οποία άλλωστε προέκυψε από αδιάσειστα και αδιαμφισβήτητα αποδεικτικά στοιχεία κατά τα προεκτιθέμενα, αλλά για να καταδειχθεί η προσπάθεια που αυτός κατέβαλε προκειμένου να αποφύγει τις συνέπειες της παραπάνω άδικης πράξης του, ακόμη και επιχειρώντας να παραπλανήσει τις αρμόδιες αρχές στις σχετική έρευνα που πραγματοποιούσαν για την διερεύνηση του παραπάνω εγκλήματος, καθιστώντας μάλιστα άλλον υπαίτιο για την εξαφάνιση της προαναφερθείσης Diana Tchamchidi. Άλλωστε από το σύνολο των παραδοχών της προσβαλλομένης απόφασης, προκύπτει ότι το προαναφερθέν δευτεροβάθμιο δικαστήριο της ουσίας στήριξε την περί ενοχής του αναιρεσείοντος κρίση του, στα παραπάνω αποδεικτικά μέσα και όχι στην προανακριτική απολογία και στην προανακριτική κατάθεσή του, αλλά ούτε στην ανακριτική απολογία του. Συνακόλουθα, ο σχετικός από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, πρώτος πρόσθετος λόγος, είναι αβάσιμος, στηριζόμενος σε εσφαλμένη προϋπόθεση.
Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 367 ΚΠΔ “1. Όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, ο διευθύνων τη συζήτηση δίνει τον λόγο στον εισαγγελέα, έπειτα στον παριστάμενο για την υποστήριξη της κατηγορίας, ο οποίος δεν μπορεί να επεκταθεί στο θέμα της ποινής που πρέπει να επιβληθεί, και τέλος δίνει τον λόγο στον κατηγορούμενο. 2. Δικαίωμα δευτερολογίας έχει ο εισαγγελέας και ο κατηγορούμενος ή ένας συνήγορός του. Η δευτερολογία πρέπει να περιορίζεται στην απόκρουση αντίθετων επιχειρημάτων και δεν μπορεί να διαρκέσει περισσότερο από μισή ώρα. Στη δευτερολογία έχουν το δικαίωμα να απαντήσουν ο εισαγγελέας και οι διάδικοι”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι στον υποστηρίζοντα την κατηγορία δίδεται ο λόγος επί της ενοχής, όχι δε και επί της ποινής ή επί του ελαφρυντικού ή των ελαφρυντικών, που τυχόν ζητήθηκαν από τον κατηγορούμενο ή για να δευτερολογήσει, γιατί ο λόγος επί των ελαφρυντικών ισοδυναμεί με εκείνον επί της ποινής, αφού η αναγνώριση ελαφρυντικών επηρεάζει μόνο την ποινή και όχι την ενοχή του κατηγορουμένου. Αν παρά ταύτα, δοθεί ο λόγος στον υποστηρίζοντα την κατηγορία επί της ποινής ή αυτός έχοντας το λόγο επί της ενοχής, επεκταθεί στο ζήτημα της ποινής ή των ελαφρυντικών, με την ανοχή του διευθύνοντος τη συζήτηση, παρά τις αντιρρήσεις άλλου παράγοντα της δίκης και προσφυγή κατά της σχετικής αποφάσεως ή ανοχής του διευθύνοντος τη συζήτηση στο Δικαστήριο επέρχεται κατά το άρθρο 171 παρ. 3 ΚΠΔ, απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται λόγος αναιρέσεως εκ του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ του ίδιου Κώδικα (ΑΠ 99/2021, ΑΠ 1147/2022, ΑΠ 1670/2019). Με τον δεύτερο λόγο του κυρίως δικογράφου, ο αναιρεσείων εκθέτει ότι η συνήγορος των υποστηριζόντων την εις βάρος του κατηγορία, μετά την ολοκλήρωση της αγορεύσεώς της, δεν περιορίστηκε μόνον στο ζήτημα της ενοχής του αλλά ζήτησε επιπλέον να μην αναγνωριστούν σ’ αυτόν ελαφρυντικές περιστάσεις και ισχυριζόμενος ότι για τον λόγον αυτό προκλήθηκε απόλυτη ακυρότητα κατά την διαδικασία στο ακροατήριο, προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Α’ ΚΠΔ, πλημμέλεια. Από την επιτρεπτή επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης για την βασιμότητα του ως άνω αναιρετικού λόγου, προκύπτει ότι: “Τελειώνοντας την αγόρευσή της, η συνήγορος ζήτησε να κηρυχθεί ένοχος ο κατηγορούμενος για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας από πρόθεση με άμεσο δόλο σε ήρεμη ψυχική κατάσταση και να μην αναγνωρισθούν ελαφρυντικές περιστάσεις στον κατηγορούμενο. Πρόεδρος. Όχι παρακαλώ” και στην συνέχεια, ύστερα από την διαμαρτυρία ενός εκ των δύο συνηγόρων υπερασπίσεως του κατηγορουμένου “η Πρόεδρος, είπε: Δεν δόθηκε ο λόγος περί αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων…”. Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι η ως άνω συνήγορος των υποστηριζόντων την κατηγορία εις βάρος του κατηγορουμένου, αγόρευε ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου και δεν θα μπορούσε η Πρόεδρος να προβλέψει ότι αυτή θα επεκτεινόταν και στο ζήτημα της μη αναγνώρισης ελαφρυντικών περιστάσεων σ’ αυτόν, αμέσως όμως μετά την υποβολή του σχετικού αυτού αιτήματος αντέδρασε χωρίς να δείξει ανοχή γι’ αυτό που είχε συμβεί και ήταν αδύνατο να είχε αποφευχθεί. Σύμφωνα λοιπόν με τα εκτεθέντα στην αμέσως προηγηθείσα νομική σκέψη, δεν παρήχθη εκ του λόγου αυτού απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο και ως εκ τούτου, ο προαναφερθείς από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, δεύτερος λόγος της υπό κρίση αναίρεσης, με τον οποίο ο αναιρεσείων αιτιάται ότι επήλθε απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας στο ακροατήριο, είναι αβάσιμος.
Εξάλλου, η απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία της καταδικαστικής απόφασης, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, απαιτείται να υπάρχει όχι μόνον ως προς την κατηγορία αλλά και να εκτείνεται και στους αυτοτελείς ισχυρισμούς που προτείνονται από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορο υπεράσπισής του και τείνουν στην άρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης ή στον αποκλεισμό ή στην μείωση της ικανότητας προς καταλογισμό ή στην εξάλειψη του αξιοποίνου ή την μείωση της ποινής, εφόσον όμως αυτοί προβάλλονται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με όλα δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά τα οποία είναι αναγκαία κατά την οικεία διάταξη για την θεμελίωσή τους. Διαφορετικά το δικαστήριο της ουσίας δεν έχει υποχρέωση να απαντήσει αιτιολογημένα στην απόρριψή τους (ΟλΑΠ 2/2005). Τέτοιος αυτοτελής ισχυρισμός, που τείνει στην μείωση της επιβλητέας ποινής κατ’ άρθρο 83 ΠΚ, θεωρείται κατά την διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 υπό στοιχείο α’ του κυρωθέντος με τον Ν. 4619/2019 και ισχύοντος από 1-7-2019 (άρθρο δεύτερο του ως άνω νόμου) ΠΚ, που συνίσταται στο “ότι ο υπαίτιος έζησε σύννομα ως τον χρόνο που έγινε το έγκλημα, περίσταση που δεν αποκλείεται από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του για ελαφρό πλημμέλημα”. Κριτήριο συνεπώς για την συνδρομή της ελαφρυντικής αυτής περίστασης είναι η σύννομη ζωή του υπαιτίου, που υπάρχει όταν αυτός δεν έχει τελέσει αξιόποινη πράξη, παραβιάζοντας επιτακτικούς ή απαγορευτικούς κανόνες δικαίου ή έχει διαπράξει κάποιο, ελαφρό όμως, πλημμέλημα, του λευκού ποινικού μητρώου μη όντος του μόνου αποδεικτικού στοιχείου για την κατάφαση της περίστασης αυτής και του Δικαστή δυνάμενου να κρίνει στα πλαίσια που ορίζονται από τα άρθρο 178 ΚΠΔ. Υπό την ισχύ λοιπόν του νέου ΠΚ και κατά τα αναγραφόμενα χαρακτηριστικά στην αιτιολογική του έκθεση (σελ. 6 και 22) αντί του απροσδιόριστου κριτηρίου της “έντιμης” ζωής του προϊσχύσαντος ΠΚ, υιοθετήθηκε το ορθολογικότερο και δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της “νόμιμης” ζωής, ώστε να διασφαλίζεται η αντικειμενικότητα και η ασφαλής διαπίστωση εκείνου, το οποίο είναι νομικώς κρίσιμο στο κράτος δικαίου, στο οποίο ο υπεύθυνος πολίτης είναι ελεύθερος να διάγει όπως ο ίδιος κρίνει, οφείλοντας μόνο, να συμμορφώνεται στον νόμο, μη απαιτουμένης πλέον της εκπλήρωσης ηθικών καθηκόντων, που έχει φυσικοδικαιϊκό χαρακτήρα, ασυμβίβαστο με την θετικότητα του ποινικού δικαίου, απλά επιδεικνύοντας διαρκή σεβασμό στα προστατευόμενα στο κράτος δικαίου έννομα αγαθά, τα οποία αποτελούν το περιεχόμενο αυτού, σύμφωνα με την συνταγματικά κατοχυρωμένη “αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου”, δια της οποίας αναδεικνύεται η διαλεκτική σχέση και το αδιαίρετο της προσωπικής ελευθερίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης (σελ. 3 αιτιολογικής έκθεσης του ισχύοντος από 1-7-2019 ΠΚ). Έτσι, όταν ο κατηγορούμενος δεν έχει τελέσει αξιόποινη πράξη ή έχει μεν καταδικαστεί, αλλά για ελαφρό πλημμέλημα, είναι ανεπίτρεπτο να ελέγχεται η κατά το Σύνταγμα (άρθρο 9 παρ. 1 εδ. β’) “απαραβίαστη” προηγούμενη ατομική και οικογενειακή του ζωή, ενώ το δικάζον Δικαστήριο για να αναγνωρίσει την συνδρομή της συγκεκριμένης ελαφρυντικής περίστασης οφείλει να διαπιστώσει το σύννομο βίο του δράστη, διαγιγνώσκοντας στο πρόσωπο του το διαρκή σεβασμό του στα παραπάνω έννομα αγαθά και δικαιούμενο να ελέγξει μόνο τις περιστάσεις τέλεσης της εκδικαζόμενης αξιόποινης πράξης, στο πλαίσιο των διατάξεων των άρθρων 177 και 178 ΚΠΔ, με τις οποίες διασαφηνίζεται η υποχρέωσή του να εξετάζει και μάλιστα αυτεπαγγέλτως κάθε στοιχείο που αφορά την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, να καταλήξει στην κρίση ότι το δικαζόμενο έγκλημα εμφανίζεται ως εξαίρεση στην κατά τα ως άνω σταθερή στάση της ζωής του. Υπό την έννοια αυτή η σύννομη ζωή του υπαιτίου αποδεικνύεται πρωτίστως με την απουσία από το ποινικό του μητρώο καταδικαστικών αποφάσεων, του λευκού ποινικού του μητρώου που συνιστά αναμφίβολα ένα ισχυρό (μαχητό) τεκμήριο για την ύπαρξη προηγούμενης σύννομης ζωής, χωρίς όμως τούτο να αποτελεί και το μοναδικό κριτήριο για την ουσιαστική αξιολόγηση του πρότερου σύννομου βίου, αφού, κατά τα προηγουμένως εκτιθέμενα, η σύννομη ζωή δεν ταυτίζεται με το λευκό ποινικό μητρώο, αλλά με τον πραγματικό σεβασμό των κατά τα ως άνω προστατευόμενων στο κράτος δικαίου εννόμων αγαθών. Τούτο προκύπτει και εξ αντιδιαστολής από την ίδια την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 84 παρ. 1 στοιχ. α’ ΠΚ, κατά την οποία δεν αποκλείεται η αναγνώριση της συγκεκριμένης ελαφρυντικής περίστασης από μόνη την προηγούμενη καταδίκη του υπαιτίου για ελαφρό πλημμέλημα, αλλά εναπόκειται στην κρίση του δικάζοντος Δικαστηρίου να αξιολογήσει το τελεσθέν πλημμέλημα ως ελαφρό ή μη, συνεκτιμώντας παράλληλα και τις περιστάσεις τέλεσης του δικαζόμενου εγκλήματος και την χρονική απόσταση της παλαιότερης καταδίκης από τη νέα εκδικαζόμενη πράξη. Έτσι, για το ορισμένο του σχετικού αυτοτελούς ισχυρισμού πρέπει να εκτίθενται συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά θεμελιωτικά σύννομης προηγούμενης ζωής του υπαιτίου, η οποία υπάρχει όταν αυτός στην διάρκεια του πριν από την τέλεση της δικαζόμενης πράξης χρόνου, στην καθημερινή του συμβίωση με τους άλλους σέβεται τα προστατευόμενα στο κράτος δικαίου έννομα αγαθά και συμμορφώνεται με τις επιταγές του νόμου, στην έννοια του οποίου διαλαμβάνονται και οι δεσμευτικοί κανόνες της κοινωνίας μέσα στην οποία αυτός διαβιώνει, με την ελεύθερη βούληση και επιλογή του, ώστε το έγκλημα που έχει τελέσει να εμφανίζεται ως μοναδική παραφωνία, δηλαδή ως ένα γεγονός το οποίο δεν ήταν αναμενόμενο από τον συγκεκριμένο δράστη (ΑΠ 1079/2023, ΑΠ 455/2022, ΑΠ 565/2021, ΑΠ 1399/2020). Επίσης ως ελαφρυντική περίσταση θεωρείται κατά την άνω διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 ΠΚ, μεταξύ άλλων και η υπό στοιχείο ε’ περίπτωση και συγκεκριμένα, ότι ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικό μεγάλο διάστημα μετά την πράξη του. Για την αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης απαιτείται επίκληση και απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης (ΑΠ 1203/2023, ΑΠ 188/2022). Η ως άνω κατά το άρθρο 84 παρ. 2, στοιχ. ε’ ΠΚ, ελαφρυντική περίσταση θεωρείται ότι συντρέχει και όταν ο υπαίτιος συμπεριφέρθηκε καλά για σχετικά μεγάλο διάστημα μετά την πράξη, ακόμα και κατά την κράτησή του. Για την αναγνώριση της ελαφρυντικής αυτής περίστασης απαιτείται, όπως ήδη αναφέρθηκε, απόδειξη θετικής ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς του υπαιτίου, με κριτήριο τη στάση του μέσου συνετού και νομοταγούς πολίτη, για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, ως αποτέλεσμα πραγματικής επίγνωσης από αυτόν των συνεπειών της πράξης του και σταθερού εναρμονισμού του προς τις επιταγές της έννομης τάξης (ΑΠ 980/2022, ΑΠ 1555/2019). Η δυνατότητα της συνδρομής των προϋποθέσεων του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. ε’ ΠΚ ακόμα και κατά την κράτηση του καταδικασθέντος επιβάλλεται από τον ειδικοπροληπτικό σκοπό της ποινής κατά της ελευθερίας (ΑΠ 1418/2022, ΑΠ 1818/2019, Αιτιολ. Έκθεση ΠΚ, υπό το άρθρο 84). Η παραδοχή της συνδρομής της ελαφρυντικής αυτής περιστάσεως του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. ε’ ΠΚ, αναμφιβόλως, τελεί υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι η συμπεριφορά του εντός του σωφρονιστικού καταστήματος είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς του κρατούμενου και η οποία συνέχεται με την εξαιρετική και οπωσδήποτε βελτίωση της συμπεριφοράς του. Η καλή δηλαδή συμπεριφορά δεν εννοείται ως παθητικά καλή διαγωγή ή ως μη κακή ή μόνον ως απουσία παραβατικότητας. Περιλαμβάνει και τη θετική δραστηριότητα του υπαιτίου, η οποία εκδηλώνεται αυτοβούλως και όχι ως αποτέλεσμα φόβου ή καταναγκασμού και οπωσδήποτε να υπάρχει βελτίωση της συμπεριφοράς του (ΑΠ 188/2022, ΑΠ 760/2021, ΑΠ 1308/2019, ΑΠ 193/2015). Με τον πρώτο λόγο της αίτησης και με τον τρίτο πρόσθετο λόγο ο αναιρεσείων εκθέτει ότι απορρίφθηκαν οι υποβληθέντες εκ μέρους του αυτοτελείς ισχυρισμοί, να του αναγνωρισθούν δηλαδή οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. ε’ και α’ ΠΚ αντιστοίχως και ισχυριζόμενος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν έχει την απαιτούμενη προς τούτο ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την απόρριψη των ως άνω αυτοτελών ισχυρισμών του, προσάπτει στην απόφαση την απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, πλημμέλεια. Στην προκειμένη υπόθεση για τα προαναφερθέντα θέματα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση και τα οποία παραδεκτώς επισκοπούνται για τις ανάγκες του αναιρετικού ελέγχου, τα οποία σημειωτέον δεν έχουν διορθωθεί, ούτε προσβληθεί για πλαστότητα και επομένως αποδεικνύουν όλα όσα αναγράφονται σε αυτά (άρθρο 141 παρ. 3 ΚΠΔ), προκύπτει ότι το προαναφερθέν δικάσαν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού εξέθεσε τις σχετικές νομικές σκέψεις, ακολούθως απέρριψε ομόφωνα τους ως άνω υποβληθέντες αυτοτελείς ισχυρισμούς διαλαμβάνοντας τα ακόλουθα: α) Για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. α’ ΠΚ: “Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από όλα τα αναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος κατά την άσκηση του επαγγέλματός του, ως ειδικευόμενος ιατρός στην αγγειοχειρουργική κλινική, αρκετές φορές εξυπηρετούσε διάφορους ασθενείς και τους συνοδούς τους, στα πλαίσια της γνωριμίας και της απόκτησης πελατείας ενόψει του ότι σε ένα έτος θα τελείωνε την ειδικότητά του και επειδή ως ξένος στη Θεσσαλονίκη δεν είχε άλλες δικές του γνωριμίες. Όμως περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος κατέχοντας την ανωτέρω θέση σε ένα από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της Ελλάδος, έκανε κατάχρηση της θέσεώς του και με την ισχύ που διέθετε, πλησίαζε ερωτικά νέες γυναίκες ασθενείς και συνοδούς και υποσχόμενος να τις εξυπηρετήσει, ώστε να αντιμετωπίσουν το ιατρικό τους πρόβλημα εκτός της τηρουμένης σειράς στο νοσοκομείο, τις ανάγκαζε να αποδέχονται να έρχονται σε ερωτική επαφή μαζί του και μάλιστα εντός του ωραρίου του, ακόμη και κατά τις ημέρες γενικής εφημερίας του νοσοκομείου, είτε μέσα στο νοσοκομείο, είτε εκτός του νοσοκομείου, όπως συνέβη με την περίπτωση της Ε. Μ., η οποία αναλυτικά αναφέρεται στο σκεπτικό της ενοχής.
Συνεπώς το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί ο ως άνω αυτοτελής ισχυρισμός του κατηγορουμένου αν και έχει λευκό ποινικό μητρώο μέχρι την τέλεση της πράξεως, επειδή ο βίος του μέχρι το χρόνο τέλεσης της πράξεως δεν κρίνεται σύννομος”. β) Για την αναγνώριση της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. ε’ ΠΚ: “Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο κατηγορούμενος συνελήφθη την 4 Απριλίου 2017 και έκτοτε κρατείται συνεχώς. ‘Οπως έγινε δεκτό από το Δικαστήριο και αναφέρεται ειδικότερα στο σκεπτικό της ενοχής, από την αρχή ο κατηγορούμενος αρνήθηκε την πράξη του και με ανέντιμο τρόπο προσπάθησε να στρέψει τις υπόνοιες των αστυνομικών σε βάρος του συζύγου του θύματος, με μοναδικό σκοπό να γλυτώσει τις συνέπειες της πράξεώς του, αδιαφορώντας για το βάρος που δημιούργησε στην οικογένεια του θύματος (σύζυγο, μητέρα και παιδιά), οι οποίοι εκτός από την οδύνη για τον τραγικό και απάνθρωπο τρόπο, με τον οποίο χάθηκε η σύζυγος, μητέρα και θυγατέρα, είχαν και το βάρος της υποστηριζόμενης από τον κατηγορούμενο κατηγορίας, ότι ο σύζυγος είναι ο πιθανός δολοφόνος της Ν. και τα παιδιά, ότι η μητέρα τους δολοφονήθηκε από τον πατέρα τους, διότι και τα δύο μεγαλύτερα παιδιά που ζούσαν μαζί, θεωρούσαν το Μ. Π. πατέρα τους. Ο κατηγορούμενος για την απομάκρυνση του πτώματος από το νοσοκομείο, κατέστρωσε ένα πλήρες οργανωμένο σχέδιο που δεν αρμόζει σε ένα ιατρό, ο οποίος από αμέλεια επέφερε το θάνατο της ασθενούς του, όπως ισχυρίζεται ο κατηγορούμενος. Η συμπεριφορά του κατηγορουμένου κατά το χρονικό σημείο της διερεύνησης της υπόθεσης και μετά την ανεύρεση του πτώματος ήταν ψυχρή, ανάλγητη, με αποτέλεσμα ο μάρτυρας αστυνομικός Τ. να τον χαρακτηρίσει “κυνικό”. Και ο χαρακτηρισμός αυτός του μάρτυρα επιβεβαιώθηκε όταν έγινε γνωστός το τρόπος με τον οποίο ο κατηγορούμενος, που είχε το καθήκον να προστατεύει την υγεία των ασθενών του, πέταξε τη σωρό της φίλης του, που απεβίωσε από δική του εγκληματική συμπεριφορά, σαν σκουπίδι, δίπλα σε ένα σκουπιδότοπο, απεκδυόμενος την ανθρώπινη φύση. Αλλά, και μεταγενέστερα και καθ’ όλη τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, ο κατηγορούμενος δεν έδειξε μεταμέλεια και αρκέσθηκε να ψελλίσει μία ψυχρή συγγνώμη για την πράξη του, που δεν αντανακλούσε καμία ηθική και ψυχική μεταστροφή, ότι αντιλήφθηκε τις συνέπειες της πράξεώς του, αλλά είχε στόχο την αναγνώριση ενός ελαφρυντικού. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν δύναται να ανατραπεί από το γεγονός ότι στη φυλακή δεν τιμωρήθηκε πειθαρχικά και ότι εργαζόμενος πραγματοποίησε 1.059 ημερομίσθια. Επομένως πρέπει να απορριφθεί ο ως άνω αυτοτελής ισχυρισμός”. Με αυτά που δέχτηκε το Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του ως προς την απόρριψη της ελαφρυντικής περίστασης του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. α’ ΠΚ, διέλαβε την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ αιτιολογία, κρίνοντας ότι ο αναιρεσείων μέχρι την εκ μέρους του τέλεση της παραπάνω άδικης πράξης, για την οποία καταδικάστηκε, δεν έζησε σύννομη ζωή, όπως αξιώνει η διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2 στοιχ. α’ ΠΚ, αφού εκτίθεται σ’ αυτήν (την απόφαση) ότι ο αναιρεσείων δεν έζησε σύννομα μέχρι την τέλεση της πράξης του, για την οποία κηρύχθηκε ένοχος, καθόσον αυτός επωφελούμενος από το γεγονός ότι υπηρετούσε ως ειδικευόμενος ιατρός σε ένα από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της Ελλάδας, έκανε κατάχρηση της θέσης του, καθόσον πλησίαζε νέες γυναίκες ασθενείς και συνοδούς ασθενών και εκμεταλλευόμενος την ανάγκη τους, τους έδινε υποσχέσεις να τις εξυπηρετήσει χωρίς την τήρηση της νόμιμης διαδικασίας, δηλαδή της παράκαμψης της (μεγάλης και χρονοβόρου) σειράς προτεραιότητας που ετηρείτο στο παραπάνω νοσοκομείο, αποβλέποντας να συνάψει μαζί τους ερωτικές σχέσεις. Περαιτέρω, ως προς την άλλη ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. ε’ ΠΚ, με αυτά που δέχτηκε το Δικαστήριο της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφασή του, διέλαβε επίσης την απαιτούμενη από τα άρθρα 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ αιτιολογία, κρίνοντας ότι δεν προέκυψαν περιστατικά, από τα οποία να υποδηλώνεται η ουσιαστική μεταστροφή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος προς ενστερνισμό των κανόνων της ομαλής κοινωνικής συμβίωσης και προς αγαθοποιό δραστηριότητα και ότι η στάση του μπορεί να θεωρηθεί ότι παρέχει αυθεντική μαρτυρία για την ποιότητα του ήθους του και της κοινωνικής προδιαθέσεώς του, δεχόμενο ότι με την συμπεριφορά που επέδειξε μετά την τέλεση της πράξης του και συγκεκριμένα, ότι αυτός, με σκοπό να αποφύγει τις συνέπειες της πράξης του, όχι μόνον αρνήθηκε ότι είχε σχέση με την εξαφάνιση της προαναφερθείσης D. C., αλλά παράλληλα, προσπάθησε να στρέψει τις υπόνοιες των αρμοδίων αστυνομικών αρχών σε βάρος του συζύγου της και επί πλέον, ότι ενώ αυτός είχε καθήκον ως ειδικευόμενος ιατρός να προστατεύει την υγεία των ασθενών του, εν τούτοις πέταξε την σωρό της ως άνω θανούσας σε έναν σκουπιδότοπο και ακολούθως δεν επέδειξε ειλικρινή μεταμέλεια για την πράξη του. Επί πλέον, για την αναγνώριση του ελαφρυντικού του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. ε’ ΠΚ, δεν αρκεί το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων κατά τη διαβίωσή του στις φυλακές πραγματοποίησε ως εργαζόμενος 1.059 ημερομίσθια, καθώς για την αναγνώριση του εν λόγω ελαφρυντικού πρέπει να συντρέχουν εξαιρετικές και διακριτές περιπτώσεις που η στάση και συμπεριφορά του υπαιτίου να υπερβαίνει κατά πολύ τη συνήθη στάση και συμπεριφορά συμμόρφωσης του μέσου κρατούμενου για την εξασφάλιση των προβλεπόμενων σωφρονιστικών ευεργετημάτων και να αντανακλά, με διαπιστωμένη βεβαιότητα, την ειλικρινή ψυχοβουλητική μεταστροφή αυτού, τη σταθερή εναρμόνισή του προς τις επιταγές της έννομης τάξης και την ουσιαστική σωφρονιστική βελτίωση της προσωπικότητάς του. Το Δικαστήριο της ουσίας δηλαδή, δεν διέγνωσε στον αναιρεσείοντα διαρκή σεβασμό στα προστατευόμενα στο κράτος δικαίου έννομα αγαθά, αλλά και το ότι η συμπεριφορά του εντός του σωφρονιστικού καταστήματος δεν είναι προδήλως διακριτή της συνήθους συμπεριφοράς του κρατουμένου και η οποία συνέχεται με την εξαιρετική και οπωσδήποτε βελτίωση της συμπεριφοράς του και συνεπώς, ο προαναφερθείς από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, αναιρετικός λόγος και για τις δύο ως άνω περιπτώσεις είναι αβάσιμος. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 79 ΠΚ που τιτλοφορείται “Δικαστική επιμέτρηση της ποινής”, “1. Με την επιμέτρηση της ποινής καθορίζεται η ανάλογη και δίκαιη τιμωρία του εγκλήματος με βάση τη βαρύτητα της πράξης και το βαθμό ενοχής του υπαιτίου γι’ αυτή. Το δικαστήριο σταθμίζει τα στοιχεία που λειτουργούν υπέρ και σε βάρος του υπαιτίου και συνεκτιμά τις συνέπειες της ποινής για τον ίδιο και τους οικείους του. 2. Για την εκτίμηση της βαρύτητας της πράξης το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του: α) τη βλάβη που αυτή προξένησε ή τον κίνδυνο που προκάλεσε, β) τη φύση, το είδος και το αντικείμενο της πράξης, καθώς επίσης όλες τις περιστάσεις χρόνου, τόπου, μέσων και τρόπου που συνόδευσαν την προπαρασκευή ή την εκτέλεσή της. 3. Για την εκτίμηση του βαθμού ενοχής του υπαιτίου, το δικαστήριο εξετάζει: α) την ένταση του δόλου ή το βαθμό της αμέλειάς του, β) τα αίτια που τον ώθησαν στην εκτέλεση του εγκλήματος, την αφορμή που του δόθηκε και τον σκοπό που επιδίωξε, γ) τον χαρακτήρα του και τον βαθμό της ανάπτυξής του που επηρέασαν την πράξη, δ) τις ατομικές και κοινωνικές περιστάσεις και την προηγούμενη ζωή του στο μέτρο που σχετίζονται με την πράξη, ε) τον βαθμό της δυνατότητας και της ικανότητάς του να πράξει διαφορετικά, στ) τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια της πράξης και μετά την πράξη και ιδίως τη μετάνοια που επέδειξε και την προθυμία του να επανορθώσει τις συνέπειες της πράξης του. 4. Στοιχεία που λειτουργούν υπέρ του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) το ότι αυτός διαδραμάτισε έναν σαφώς υποδεέστερο ρόλο σε πράξη που τελέστηκε από πολλούς, β) το ότι τέλεσε την πράξη σε δικαιολογημένη συναισθηματική φόρτιση, γ) το ότι έθεσε τον εαυτό του στη διάθεση των αρχών χωρίς σημαντική καθυστέρηση, ενώ μπορούσε να διαφύγει, δ) το ότι διευκόλυνε ουσιωδώς την εξιχνίαση του εγκλήματος. 5. Στοιχεία που λειτουργούν σε βάρος του υπαιτίου θεωρούνται ιδίως: α) η κατ’ επάγγελμα τέλεση της πράξης, β) η ιδιαίτερη σκληρότητα, γ) η εκμετάλλευση της εμπιστοσύνης του θύματος, δ) το γεγονός ότι το θύμα δεν μπορούσε να προστατεύσει τον εαυτό του, ε) το ότι ο υπαίτιος διαδραμάτισε ιθύνοντα ρόλο σε πράξη που τελέστηκε με συμμετοχή πολλών. 6. Στοιχεία που έχουν αξιολογηθεί από τον νομοθέτη για τον προσδιορισμό της απειλούμενης ποινής δεν λαμβάνονται από το δικαστήριο επιπροσθέτως υπόψη κατά την επιμέτρησή της. 7. Στην απόφαση αναφέρονται ρητά οι λόγοι που δικαιολογούν την κρίση του δικαστηρίου για την επιμέτρηση της ποινής που επέβαλε”, [όπως η λέξη “του εγκλήματος” στην παρ. 2 αντικαταστάθηκε με την λέξη “της πράξης” και η λέξη “αυτή” στην περ. α’ προστέθηκε μετά από τις λέξεις “τη βλάβη που” και το άρθρο 79 διαμορφώθηκε ως άνω με το άρθρο 3 του Ν. 4855/2021, (ΦΕΚ Α’ 215/12.11.2021 και η παρ.7 αντικαταστάθηκε ως άνω με το άρθρο 12 περ.1 του Ν. 4637/2019 (ΦΕΚ Α’ 180/18.11.2019)] (βλ. σχετ. ΑΠ 131/2023). Με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι για την επιμέτρηση της ως άνω ποινής που επιβλήθηκε σ’ αυτόν, δεν περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και επί πλέον ότι εσφαλμένως ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν οι ουσιαστικές ποινικές διατάξεις του άρθρου 79 ΠΚ και προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση τις από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, απορρέουσες πλημμέλειες. Για το προαναφερθέν θέμα από τα αυτά ως άνω πρακτικά της δίκης, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μετά την παράθεση σχετικής νομικής σκέψης, περιέλαβε τα εξής: “Στην προκειμένη περίπτωση, κατά την επιμέτρηση της ποινής, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προαναφερόμενα στοιχεία της άνω διάταξης, όσον αφορά τη βαρύτητα της πράξεως, την ένταση του δόλου (ενδεχόμενο δόλο) και την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, καθώς και όσα έγιναν δεκτά από το Δικαστήριο, περιέχονται δε στο σκεπτικό της ενοχής, δεδομένου ότι η αιτιολογία επιμέτρησης της ποινής συνδέεται με την αιτιολογία της ενοχής…κρίνει αυτεπαγγέλτως, δίχως σχετικό αίτημα του κατηγορουμένου…ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 15 παρ 2 νΠΝ, για μείωση της ποινής κατά το άρθρο 83 ΠΚ, διότι η εγκληματική παράλειψη του κατηγορουμένου, όπως ανωτέρω εκτέθηκε έχει την ίδια βαρύτητα και την ίδια απαξία ως εάν η ανθρωποκτονία με ενδεχόμενο δόλο, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, είχε τελεσθεί με ενέργεια και περαιτέρω κρίνει ότι η ανάλογη και δίκαιη ποινή…που πρέπει να επιβληθεί στον κατηγορούμενο, για την πράξη της δια παραλείψεως τελεσθείσας ανθρωποκτονίας με ενδεχόμενο δόλο, σε ήρεμη ψυχική κατάσταση, είναι η προβλεπόμενη διαζευκτική ποινή της ισόβιας κάθειρξης (και όχι της πρόσκαιρης κάθειρξης τουλάχιστον δέκα ετών), λαμβάνοντας υπόψη τις συνέπειες της συγκεκριμένης ποινής για τον ίδιο (είναι άγαμος δίχως δική του οικογένεια) και τους οικείους του και αφού λήφθηκαν ιδίως υπόψη μεταξύ των άλλων, οι περιστάσεις χρόνου, τόπου, τρόπου, μέσων που συνόδευσαν την εκτέλεσή της σε συνδυασμό με την όλη στάση και τη διαγωγή του κατά τη διάρκεια και μετά από αυτήν, τα ταπεινά αίτια που τον οδήγησαν στην τέλεση της πράξεως, ήτοι ο σκοπός σεξουαλικής κακοποίησης του θύματος, που εκμεταλλεύτηκε ακόμη και την εμπιστοσύνη που το θύμα του έδειχνε, καθώς και η επιλογή του να προστατεύσει τον εαυτό του και το μέλλον του, αδιαφορώντας για τη ζωή του θύματος. Επομένως, αφού στον κατηγορούμενο δεν αναγνωρίσθηκε καμία ελαφρυντική περίσταση, πρέπει να του επιβληθεί η ποινή της ισόβιας κάθειρξης”. Με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο της ουσίας, διέλαβε στην προσβαλλόμενη απόφασή του, ως προς την επιμέτρηση της ως άνω επιβληθείσας στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ποινής ισόβιας κάθειρξης, την επιβαλλόμενη από τις προαναφερθείσες διατάξεις 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον αναφέρονται κατά τα ως άνω όλα τα προβλεπόμενα κριτήρια για την επιβολή αυτής και επί πλέον, απέδωσε στην διάταξη του άρθρου 79 ΠΚ, την έννοια που πραγματικά έχει, χωρίς να την παρερμηνεύσει, ενώ υπήγαγε ορθά και τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν στην ανωτέρω εφαρμοσθείσα διάταξη, χωρίς να την παραβιάσει ούτε εκ πλαγίου και χωρίς να στερήσει έτσι την απόφασή του από νόμιμη βάση. Κατά συνέπειαν, οι προαναφερθέντες από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Δ’ και Ε’ ΚΠΔ, λόγοι αναίρεσης, με τους οποίους αποδίδεται στην προσβαλλόμενη απόφαση η πλημμέλεια κατά την επιμέτρηση στην επιβληθείσα στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ποινής ισόβιας κάθειρξης, χωρίς ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή της προαναφερθείσας ουσιαστικής ποινικής διάταξης του άρθρου 79 ΠΚ, είναι αβάσιμοι. Κατ’ ακολουθίαν των προαναφερθέντων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου αναίρεσης, πρέπει να απορριφθεί η από 10-7-2023 αίτηση του Δ. Π. του Ι. αλλά και οι από 23-10-2023 πρόσθετοι αυτής λόγοι για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 255-256/28-6-2022 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, ενώ πρέπει ακόμη να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της ποινικής διαδικασίας εις βάρος του αναιρεσείοντος (άρθρο 578 παρ. 1 ΚΠΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό αυτής της απόφασης.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 10-7-2023 αίτηση αναίρεσης του Δ. Π. του Ι. και τους από 23-10-2023 πρόσθετους αυτής λόγους για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 255-256/28-6-2022 απόφασης του Μικτού Ορκωτού Εφετείου Θεσσαλονίκης, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο. ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον αναιρεσείοντα στην καταβολή των εξόδων της ποινικής διαδικασίας, ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 6 Δεκεμβρίου 2023.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Ιανουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ