Αριθμός 29/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Δ’ Πολιτικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Σωκράτη Πλαστήρα, Προεδρεύοντα Αρεοπαγίτη (λόγω κωλύματος της Αντιπρόεδρου Μυρσίνης Παπαχίου και της αρχαιοτέρας της συνθέσεως Αρεοπαγίτου Ασπασίας Μεσσηνιάτη – Γρυπάρη), Σταύρο Μάλαινο, Αντιγόνη Τζελέπη, Ερασμία Λιούλη και Σπυριδούλα Λιάτη, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 15 Μαρτίου 2024, με την παρουσία και του Γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:
Των αναιρεσειόντων: 1) Π. Λ. του Σ. και 2) Ε. Ρ. του Π., κατοίκων …, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Ισαάκ Γεροντίδη.
Του αναιρεσιβλήτου: ΝΠΔΔ με την επωνυμία “ΤΑΜΕΙΟ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΩΝ ΚΑΙ ΔΑΝΕΙΩΝ” (Τ.Π.κ.Δ.), που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Μαρία Γεωργιάδη, Πάρεδρο ΝΣΚ, με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από … αίτηση των ήδη αναιρεσειόντων, που κατατέθηκε στο Ειρηνοδικείο Καλαμάτας. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 180/2018 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 283/2021 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητούν οι αναιρεσείοντες με την από … αίτησή τους.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, με Εισηγήτρια την Αρεοπαγίτη Σπυριδούλα Λιάτη, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος των αναιρεσειόντων ζήτησε την παραδοχή της αίτησης αναίρεσης.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από … και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως … αίτηση αναιρέσεως, με την οποία προσβάλλεται η υπ’ αριθμ. 283/2021 τελεσίδικη απόφαση του, ως Εφετείου, δικάσαντος Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων ,κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 739 έως 741 επ. του Κ.Πολ.Δικ., σε συνδυασμό με άρθρο 15 του Ν. 3869/2010 “ρύθμιση των οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων”, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552,553 παρ.1β,556,558,564 παρ.3,566 παρ.1,741 και 769 Κ.Πολ.Δ.). Είναι επομένως, παραδεκτή (άρθρο 577 παρ.1 Κ.Πολ.Δ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της.
Η προσβαλλομένη υπ’αριθμ. 283/2021 τελεσίδικη απόφαση του ως Εφετείου δικάσαντος, Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, όπως προκύπτει από την παραδεκτή ,κατ’άρθρο 561 παρ.2 του ΚΠολΔ, επισκόπηση των σχετικών διαδικαστικών εγγράφων, αποτελεί κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής : Οι αναιρεσείοντες σύζυγοι με την ενώπιον του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας από … και με αριθμό κατάθεσης …2015 αίτησή τους, ζήτησαν για τους λόγους που αναφέρονται σ’αυτή, την ρύθμιση των χρεών τους ,κατά το άρθρο 8 παρ.2 του ν.3869/2010 και την εξαίρεση από την εκποίηση της κύριας κατοικίας τους, κατά το άρθρο 9 του ιδίου νόμου, με σκοπό την απαλλαγή τους από τις οφειλές τους. Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε η με αριθμ.180/2018 απόφαση του Ειρηνοδικείου Καλαμάτας , η οποία δέχθηκε εν μέρει την αίτηση ως βάσιμη κατ’ουσίαν ,ρύθμισε το χρέος των αιτούντων προς το αναιρεσίβλητο ΤΠΔ κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ.2 του ν. 3869/2010 ,ενώ εξαίρεσε από τη ρευστοποίηση την κύρια κατοικία τους. Κατά της απόφασης αυτής το ήδη αναιρεσίβλητο ΤΠΔ, άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, την από 5-3-2019 ( αρ.εκθ.κατ. 4/2019), έφεση με την οποία ζήτησε, λόγω εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής συγκεκριμένων διατάξεων του ν. 3869/2010 και κακής εκτίμησης των αποδείξεων, την εξαφάνιση της απόφασης και την απόρριψη της αίτησης των αιτούντων- οφειλετών του. Επί της έφεσης αυτής εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία το ως Εφετείο δικάσαν Δικαστήριο έκανε δεκτή τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και αφού κράτησε και δίκασε την υπόθεση απέρριψε την αίτηση των αιτούντων και ήδη αναιρεσειόντων ως ουσιαστικά αβάσιμη. Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση (ως εκ του χρόνου υποβολής της ένδικης αιτήσεως στο Ειρηνοδικείο Καλαμάτας, στις 31-12-2015), μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 παρ. 1 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του ν. 4336/2015 (ΦΕΚ 94/Α/14-8-2015), που καταλαμβάνει, σύμφωνα με την παρ. 5 του άρθρου 2 της ΥΠΟΠΑΡ.Α.4 του άρθρου 2 του ίδιου νόμου, τις αιτήσεις που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του, ορίζεται ότι “Φυσικά πρόσωπα που στερούνται πτωχευτικής ικανότητας υπό την έννοια του άρθρου 2 του ν. 3588/2007 και έχουν περιέλθει, χωρίς δόλο, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους, δικαιούνται να υποβάλουν στο αρμόδιο δικαστήριο αίτηση για τη ρύθμιση των οφειλών τους κατά τις διατάξεις του παρόντος νόμου. Την ύπαρξη του δόλου αποδεικνύει ο πιστωτής. Βασική προϋπόθεση, για την υπαγωγή του οφειλέτη στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010, είναι η αποδεδειγμένη και μόνιμη (και όχι απλώς παροδική) περιέλευση αυτού σε αδυναμία πληρωμής των ληξιπροθέσμων χρεών του, άσχετα αν αυτή υπήρχε κατά την ανάληψη των χρεών ή επήλθε μεταγενέστερα, η οποία, πάντως, δεν πρέπει να οφείλεται σε δόλο του, του οποίου (δόλου) η ύπαρξη προτείνεται από πιστωτή (Α.Π. 1482/2022, Α.Π. 1169/2022, Α.Π. 549/2022, Α.Π. 544/2022, Α.Π. 1351/2021). Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως του άρθρου 1 του ν. 3869/2010, αδυναμία πληρωμών σημαίνει ανικανότητα του οφειλέτη να εξοφλήσει τους πιστωτές του, εξαιτίας ελλείψεως ρευστότητας, ελλείψεως δηλαδή όσων χρημάτων απαιτούνται για να μπορεί ο οφειλέτης να ανταποκρίνεται στα ληξιπρόθεσμα χρέη του, έστω και αν έχει ακίνητη ή άλλη περιουσία, η οποία, όμως, δεν μπορεί να ρευστοποιηθεί αμέσως. Για τον προσδιορισμό της ρευστότητας λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα του οφειλέτη. Ως βασικά κριτήρια για τον καθορισμό του καταβλητέου μηνιαίου ποσού τάσσονται, αφενός τα εισοδήματα του οφειλέτη από οποιαδήποτε πηγή και ιδίως από την εργασία του και η δυνατότητα συνεισφοράς του συζύγου στα βάρη της (υπαρκτής και ενεργού) έγγαμης συμβίωσης και αφετέρου οι βιοτικές (και όχι απλώς οι στοιχειώδεις) ανάγκες του οφειλέτη και των προστατευόμενων μελών της οικογένειάς του, ώστε να καλύπτεται ένα επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης αυτών, για την εξασφάλιση του οποίου να μην είναι απολύτως αναγκαίο το ποσό που ορίζεται ως καταβλητέα μηνιαία καταβολή για την εξόφληση των χρεών (Α.Π. 1061/2023, Α.Π. 1057/2023, Α.Π. 995/2023, Α.Π. 548/2023). Η διαπίστωση του κόστους κάλυψης των βιοτικών αναγκών του οφειλέτη και της οικογενείας του και δη των προστατευομένων μελών αυτής, θα στηριχθεί στις βασικές ανάγκες διαβίωσής τους κατά την ημέρα συζήτησης της αιτήσεως στο Ειρηνοδικείο. Αν η σχέση αυτή είναι αρνητική, με την έννοια ότι η ρευστότητά του δεν του επιτρέπει να ανταποκριθεί στον όγκο των οφειλών του και στην κάλυψη των βιοτικών αναγκών του, υπάρχει μόνιμη αδυναμία πληρωμής. Για τον προσδιορισμό δε της ρευστότητας, για τη ρύθμιση των οφειλών από το δικαστήριο και την απαλλαγή του οφειλέτη, λαμβάνεται υπόψη, όχι μόνο το εισόδημα του οφειλέτη, αλλά και η λοιπή περιουσία του, κινητή και ακίνητη, η οποία μπορεί να ρευστοποιηθεί, ώστε να ικανοποιήσει τους πιστωτές. Για την αξιολόγηση της σχέσεως ρευστότητας, ληξιπρόθεσμων οφειλών και βιοτικών αναγκών, λαμβάνεται υπόψη τόσο η παρούσα κατάσταση ρευστότητας του οφειλέτη, όσο και αυτή που διαμορφώνεται, σε βαθμό πιθανολογούμενης βεβαιότητας (Α.Π. 785/2022, Α.Π. 544/2022, Α.Π. 1035/2021, Α.Π. 311/2021, Α.Π. 844/2020). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 560 αριθμ. 6 του Κ.Πολ.Δ. [όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1-1-2016, μεταξύ άλλων και για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από την ημερομηνία αυτή (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού) και εφαρμόζεται, εν προκειμένω, ως εκ του χρόνου καταθέσεως της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως (…)], η οποία είναι ταυτόσημη με την διάταξη του άρθρου 559 αριθμ. 19 του Κ.Πολ.Δ., κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, καθώς και των αποφάσεων των πρωτοδικείων, που εκδίδονται σε εφέσεις κατά των αποφάσεων των ειρηνοδικείων, αναίρεση επιτρέπεται και αν η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και ιδίως αν δεν έχει καθόλου αιτιολογίες ή έχει αιτιολογίες αντιφατικές ή ανεπαρκείς, σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Κατά την έννοια του αναιρετικού αυτού λόγου, που αποτελεί κύρωση της παραβάσεως του άρθρου 93 παρ. 3 του Συντάγματος, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υφίσταται, συνεπώς, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο της ουσίας στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα, έτσι, να μην μπορεί να ελεγχθεί αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν οι όροι εκείνου που δεν εφαρμόσθηκε. Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά που, είτε είναι κατά το νόμο αναγκαία για την στοιχειοθέτηση της διατάξεως ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στην ένδικη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της ( Α.Π. 918/2024,Α.Π. 88/2022, Α.Π. 1510/2021, ΑΠ1388/2021, Α.Π. 889/2021). Στην προκειμένη περίπτωση, με τον τρίτο λόγο της ένδικης αιτήσεως αναιρέσεως, που επιτρεπτά ερευνάται αρχικά ,εφόσον ο Άρειος Πάγος δεν δεσμεύεται από την σειρά των αναιρετικών λόγων ,που καθορίζουν οι διάδικοι (ΑΠ23/2023,ΑΠ 1855/2023,ΑΠ 595/2020), οι αναιρεσείοντες αποδίδουν στην προσβαλλομένη απόφαση την από το άρθρο 560 αρ. 6 του Κ.Πολ.Δ. πλημμέλεια, της εκ πλαγίου παραβίασης του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3869/2010, ως προς το κρίσιμο ζήτημα της περιέλευσης των αιτούντων -αναιρεσειόντων, σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση ,περιέχει ασαφείς, αντιφατικές και ανεπαρκείς αιτιολογίες ,με αποτέλεσμα να μην αιτιολογείται επαρκώς η μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμής. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Καλαμάτας που δίκασε ως Εφετείο, με την προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 283/2021 απόφασή του, όπως προκύπτει από την παραδεκτή, κατ’ άρθρο 561 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ., επισκόπηση αυτής, δέχθηκε ως αποδειχθέντα, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με το ενδιαφέρον εν προκειμένω ζήτημα της περιέλευσης των αιτούντων, ήδη αναιρεσειόντων σε μόνιμη και γενική αδυναμία πληρωμών: “……Εσφαλμένως αποφασίστηκε με την εκκαλουμένη να ρυθμιστεί με εφαρμογή του νόμου 3.869/2010 το μοναδικό χρέος των εφεσιβλήτων (ήδη αναιρεσειόντων) ήτοι το υπάρχον αυτών έναντι του εκκαλούντος (ήδη αναιρεσίβλητου). Τούτο δεν έπρεπε να αποφασιστεί με την εκκαλουμένη ούτε με αυτή να εξαιρεθεί η κύρια κατοικία των εφεσιβλήτων από εκποίηση ούτε να καθορίσει εκείνο το Δικαστήριο και άλλη, διάφορη καταβολή δόσεων από τους εφεσιβλήτους προς διάσωσή της διότι ενώ απαραίτητη προϋπόθεση για τα ανωτέρω ήτοι υπαγωγής ενός φυσικού προσώπου στις διατάξεις του ν. 3869/2.010 είναι συγκεκριμένα κατ’ αρθ. 1 ν. 3869/2010 η ύπαρξη μόνιμης και γενικής αδυναμίας αυτού του οφειλέτη- φυσικού προσώπου και εν προκειμένω των εφεσιβλήτων, πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών τους και προς τους πιστωτές του, στην προκειμένη περίπτωση, στην πραγματικότητα ύστερα από συνεκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και κατά την κοινή πείρα, δεν συντρέχει στο πρόσωπο των συναιτούντων-αιτούντων η προϋπόθεση αυτή και για αυτόν τον λόγο εσφαλμένα σχετικώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκτίμησε τις αποδείξεις. Ειδικότερα και κατά την κοινή πείρα οι εφεσίβλητοι αποκομίζουν σημαντικότατο μηνιαία μίσθωμα από το κρεοπωλείο που κείται στην … και είναι της συγκυριότητος του πρώτου των εφεσιβλήτων και δη το ποσό των επτακοσίων ευρώ μηνιαίως το οποίο αποτελεί επιπρόσθετο εξτρά μηνιαίο έσοδο στα λοιπά εισοδήματα που έχουν γίνει δεκτά ως λοιπά εισοδήματα των εφεσιβλήτων με την εκκαλουμένη. Αυτό το ύψος μισθώματος προκύπτει από το εμβαδόν του οικοπέδου όπου κείται το κρεοπωλείο, το γεγονός ότι έχει οικοδομηθεί και το κρεοπωλείο κείται σε δυόροφο κτίριο με πολύ μεγάλο εμβαδό για κρεοπωλείο και κυρίως επειδή το κρεοπωλείο κείται στην … στην οποία προστρέχει πολύ μεγάλος αριθμός εύπορων τουριστών από πολλές χώρες, για πάρα πολλούς μήνες ήτοι και επειδή υπάρχει πολύ και ικανό αγοραστικό κοινό το μίσθωμα του ως άνω μισθίου συνάγεται αλλά με βεβαιότητα να έχει το ανωτέρω ύψος. Περαιτέρω δεν αποδεικνύεται μηνιαία οι εφεσίβλητοι να δαπανούν παραπάνω από χίλια διακόσια ευρώ μηνιαία και περισσότερα από εκατόν εξήντα ευρώ για τις μετακινήσεις της οικογενείας τους, ήτοι για το κόστος βενζίνης για το αυτοκίνητο τους όπως αυτό προσδιορίζεται με βάση την απόσταση της οικίας τους από την Καλαμάτα και τις ανάγκες τους, δεν αποδεικνύεται δε που εργάστηκε και που εργάζεται η δεύτερη εφεσίβλητη και πόσο απέχει η εργασία της από την οικογενειακή τους στέγη. Οι εφεσίβλητοι αποδεικνύεται ότι μηνιαία αποκερδαίνουν τρεις χιλιάδες ευρώ κατά μέσο όρο ανά μήνα ενώ οι μηνιαίες δαπάνες που αποδεικνύουν να έχουν δεν ξεπερνούν τα χίλια διακόσια ευρώ, μηνιαίως και κατά την κοινή πείρα, η μηνιαία κανονική δόση εξυπηρέτησης του δανείου που έχουν λάβει από το εκκαλούν ανέρχεται στα χίλια επτά Ευρώ ήτοι κατά τα ανωτέρω οι εφεσίβλητοι που έχουν τα τέκνα που αναφέρονται στην εκκαλουμένη και βαρύνονται μηνιαία με τις συνήθεις δαπάνες τετραμελούς οικογένειας δύνανται μηνιαία να καλύπτουν τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης τους και να εξυπηρετούν και την ανωτέρω δόση δανείου. Ήτοι δεν ευρίσκονταν ή ευρίσκονται σε μόνιμη και γενική αδυναμία των πληρωμών τους ήτοι εν προκειμένω εξυπηρέτησης της ως άνω μηνιαίας δόσης τους προς το εκκαλούν-μοναδικό πιστωτή τους. Έσφαλε η εκκαλουμένη που έκρινε αντίθετα, δεν διείδε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τι ύψους μίσθωμα στα αλήθεια λαμβάνει κάποιος από το ως άνω κρεοπωλείο έστω και αν ο μισθωτής είναι τυχόν ο αδελφός του πρώτου εφεσιβλήτου το οποίο μίσθιο κείται στην … Μεσσηνίας όπως τα στοιχεία του εξειδικεύονται στην εκκαλουμένη αλλά πίστεψε τους σχετικούς αναληθείς ισχυρισμούς του πρώτου εφεσιβλήτου αναφορικά με το ύψος του καταβαλλόμενου για αυτό μισθώματος. Επίσης πλημμελώς με την εκκαλουμένη κρίθηκε ότι τα έξοδα των εφεσιβλήτων και των δύο τέκνων τους ανέρχονται μηνιαία σε χίλια εξακόσια ή χίλια επτακόσια Ευρώ και χωρίς να βαρύνονται αυτοί με δαπάνη ενοικίου και χωρίς να προσκομίζονται επαρκή αποδεικτικά μέσα εκ των οποίων να αποδεικνύονται τα ως άνω μηνιαία έξοδα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν εξειδικεύει πως πείστηκε ότι τα ως άνω μηνιαία έξοδα ανέρχονται στο τάχα ως άνω μηνιαίο ύψος. Οι εφεσίβλητοι ενώ ανεκαθεν αποκερδαίνουν και αποκλειστικά από τις εργασίες του έσοδα υπερβαίνοντα, μηνιαίως τα δύο χιλιάδες τριακόσια Ευρώ όπως τούτο προκύπτει από τα εκκαθαριστικά τους σημειώματα και επιπλέον έσοδό τους το ως άνω μίσθωμα αυτοί δεν πλήρωσαν την δεή και τον φόρο ένφια για κάποιο χρονικό διάστημα καιρό ενώ είχαν τα χρήματα για να το εξοφλήσουν μήπως και πείσουν ότι πάσχουν από αδυναμία πληρωμών. Επίσης οι εφεσίβλητοι δεν αποδεικνύουν ότι κάποιος συγγενής τους αντιμετώπιζε πρόβλημα υγείας και ότι δαπανούσαν μηνιαία ποσά για να τον συνδράμουν. Ακόμα πλεοναστικά αναφέρεται και ότι εσφαλμένα επίσης με την εκκαλουμένη δεν αποφασίστηκε τουλάχιστον α μη τι άλλο και η εκποίηση της λοιπής πλην της κυρίας κατοικίας των εφεσιβλήτων-συναιτούντων περιουσίας και παρ’ ότι αυτή αναφέρεται στην εκκαλουμένη. Αν και αυτή και αυτή έχει πολύ μεγάλη εμπορική αξία, κατά την κοινή πείρα και ως τούτο αποδεικνύεται και μόνο από τα χαρακτηριστικά της όπως αυτά ορθά εξειδικεύονται στην εκκαλουμένη το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν διέταξε την εκποίησή της. Αυτή θα χρησίμευε σίγουρα προς έστω μερική αν και όχι πλήρη ικανοποίηση του εκκαλούντος-μοναδικού πιστωτή των συναιτούντων-εφεσιβλήτων διότι αυτή η λοιπή περιουσία των εφεσιβλήτων έχει αξία υπερβαίνουσα τις εκατό χιλιάδες Ευρώ ήτοι σχεδόν ή ταυτόσημη με το χρηματικό ύψος στο οποίο ανέρχεται το υπόλοιπο της συνολικής οφειλής των εφεσιβλήτων υπέρ του εκκαλούντος εκ του δανείου που αυτοί έλαβαν από εκείνο. Εξάλλου τα έγγραφα που οι εφεσίβλητοι προσκομίζουν ως αποδεικτικά του ελάχιστου ύψους των εύλογων δαπανών διαβίωσης τους αφορούν μόνο το έτος 2013 και το έτος 2018 ήτοι δεν καλύπτουν την ένδικη υπόθεση που κατ’ ουσία αφορά όλα τα έτη από την ως άνω κατάθεση της ένδικης αιτήσεως των εφεσιβλήτων και έως και την συζήτηση της εφέσεως και για αυτό είναι ανεπαρκή προς απόδειξη του ισχυρισμού των εφεσιβλήτων ότι για τους εφεσιβλήτους και την οικογένειά τους απαιτούνται μηνιαία πλέον των δύο χιλιάδων διακοσίων Ευρώ για την μηνιαία εύλογη διαβίωσή τους, αυτό δε το ποσό κρίνεται δε και ως υπερβολικά υψηλό με βάση όσα εν προκειμένω αποδεικνύεται αυτοί να ξοδεύουν μηνιαία ήτοι χίλια διακόσια ευρώ. Εξάλλου στην εκκαλουμένη δεν εξειδικεύεται πως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στην παραδοχή ότι οι εφεσίβλητοι δαπανούν μηνιαία χίλια εξακόσια- χίλια επτακόσια Ευρώ για την αυτοσυντήρησή τους. Εξάλλου το οικόπεδο στην … όπου κείται το ως άνω κρεοπωλείο είναι εμβαδού κατά τον τίτλο κτήσεως περισσοτέρων από οκτακοσίων τετραγωνικών μέτρων τα δε αναφερόμενα σε κάθε έρευνα Οικονομικών Προϋπολογισμών (Ε.Ο.Π.) που διενεργεί κάθε χρόνο η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία περί του ελαχίστου ύψους των εύλογων δαπανών διαβίωσης κάθε οικογένειας στην οποία υπάρχει οφειλέτης σε πιστωτικών ίδρυμα δεν έχουν κανονιστική ισχύ [……]. Εξάλλου δεν αποδεικνύεται ύστερα από επισκόπησή του περιεχομένου τους ότι οι ανωτέρω λόγοι εφέσεως τυγχάνουν αόριστοι και το Δικαστήριο εξέτασε κατά τα ανωτέρω την ουσία αυτών ήτοι και ποίες και πόσες και τι είδους και τι ύψους ποσού είναι πράγματι οι διάφορες δαπάνες που τελούν οι εφεσίβλητοι και τα δύο τέκνα τους κάθε μήνα για την εύλογη διαβίωσή τους. Επομένως ο ως άνω πρώτα αναφερόμενος λόγος εφέσεως κατά τα ανωτέρω γίνεται δεκτός ως ορισμένος, νόμιμος και κατ’ ουσία βάσιμος, ήτοι και η έφεση, κατ’ ακολουθία εξαφανίζεται ολικά η εκκαλουμένη, δικάζεται από το παρόν Δικαστήριο η ένδικη αίτηση και απορρίπτεται τελικά από το παρόν Δικαστήριο στην ουσία της διότι δεν συντρέχει κατά τα ανωτέρω στο πρόσωπο των εφεσιβλήτων η μόνιμη και γενική αδυναμία τους προς πληρωμή της μηνιαίας δόσης τους προς τον μοναδικό πιστωτή τους-εκκαλούν…”. Κρίνοντας, όμως, έτσι, το ως Εφετείο δικάσαν δικαστήριο, διέλαβε στην απόφασή του ,αναφορικά με το κρίσιμο ζήτημα της μόνιμης (και γενικής) αδυναμίας πληρωμών των αναιρεσειόντων, ανεπαρκείς αιτιολογίες, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος για την ορθή ή όχι εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1 παρ.1 του ν.3869/2010 που προπαρατέθηκε την οποία, εκ πλαγίου, παραβίασε στερώντας την απόφασή του από νόμιμη βάση. Ειδικότερα το δικαστήριο προκειμένου να διαπιστώσει την συνδρομή των προϋποθέσεων υπαγωγής των αιτούντων ήδη αναιρεσειόντων, στο ρυθμιστικό πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του ν. 3869/2010, για τον υπολογισμό της ρευστότητας που διαθέτουν σε σχέση με την οφειλή τους, συνυπολόγισε στα εισοδήματα αυτών (σύζυγοι), και το ποσό των 700 ευρώ μηνιαίως, που λαμβάνει ως μίσθωμα από την εκμίσθωση του ιδανικού μεριδίου του ο πρώτος των αιτούντων, επί του επιδίκου καταστήματος, ευρισκόμενου στην … Μεσσηνίας, το οποίο αποτελεί επιπρόσθετο μηνιαίο έσοδο στα λοιπά εισοδήματα που έχουν γίνει δεκτά ως εισοδήματα των εφεσιβλήτων-αιτούντων (ήδη αναιρεσειόντων). Όμως το ως άνω μίσθωμα φερόμενο ως επιπλέον εισόδημα των αιτούντων -αναιρεσειόντων, προσδιορίστηκε αυθαίρετα και υποθετικά, χωρίς να υπάρχει παραδοχή της προσβαλλόμενης απόφασης περί της εικονικότητας της επίδικης μίσθωσης. Συγκεκριμένα το ως Εφετείο δικάσαν δικαστήριο, αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, το οποίο είχε δεχθεί ότι το μηνιαίο συμφωνηθέν μίσθωμα που αντιστοιχεί στο ποσοστό συνιδιοκτησίας από την εκμίσθωση του ιδανικού μεριδίου του πρώτου των αιτούντων – αναιρεσειόντων, επί του επιδίκου καταστήματος ανέρχεται στο ποσό των 75 ευρώ, το οποίο (μίσθωμα) ωστόσο ο πρώτος αιτών είχε δηλώσει ότι δεν το ελάμβανε πλέον, στη συνέχεια με αντιφατικές αιτιολογίες δέχθηκε αρχικά ότι “…Ειδικότερα και κατά την κοινή πείρα οι εφεσίβλητοι αποκομίζουν σημαντικότατο μηνιαίο μίσθωμα από το κρεοπωλείο που κείται στην … και είναι της συγκυριότητος του πρώτου των εφεσιβλήτων και δη το ποσό των επτακοσίων ευρώ μηνιαίως το οποίο αποτελεί επιπρόσθετο εξτρά μηνιαίο έσοδο στα λοιπά εισοδήματα που έχουν γίνει δεκτά ως λοιπά εισοδήματα των εφεσιβλήτων με την εκκαλουμένη. Αυτό το ύψος μισθώματος προκύπτει από το εμβαδόν του οικοπέδου όπου κείται το κρεοπωλείο, το γεγονός ότι έχει οικοδομηθεί και το κρεοπωλείο κείται σε δυόροφο κτίριο με πολύ μεγάλο εμβαδό για κρεοπωλείο και κυρίως επειδή το κρεοπωλείο κείται στην … στην οποία προστρέχει πολύ μεγάλος αριθμός εύπορων τουριστών από πολλές χώρες, για πάρα πολλούς μήνες ήτοι και επειδή υπάρχει πολύ και ικανό αγοραστικό κοινό το μίσθωμα του ως άνω μισθίου συνάγεται αλλά με βεβαιότητα να έχει το ανωτέρω ύψος…. ” και στη συνέχεια “… Έσφαλε η εκκαλουμένη που έκρινε αντίθετα, δεν διείδε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τι ύψους μίσθωμα στα αλήθεια λαμβάνει κάποιος από το ως άνω κρεοπωλείο έστω και αν ο μισθωτής είναι τυχόν ο αδελφός του πρώτου εφεσιβλήτου το οποίο μίσθιο κείται στην … Μεσσηνίας”, συνυπολογίζοντας έτσι εντελώς υποθετικά επιπρόσθετο μηνιαίο εισόδημα των αιτούντων, ύψους 700 ευρώ. Επίσης, στην προσβαλλόμενη απόφαση με αντιφατικές και ασαφείς αιτιολογίες προσδιορίζεται το ύψος των βιοτικών αναγκών των αιτούντων- αναιρεσιόντων οι οποίες ενώ αρχικά σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης ανέρχονται στο ποσό των 1360 ευρώ, στη συνέχεια εντελώς αντιφατικά στο 3ο φύλλο στιχ. 24-25, αναφέρεται ότι αυτές δεν ξεπερνούν τα 1200 ευρώ, συνυπολογίζοντας στις εν λόγω δαπάνες με ασαφείς αιτιολογίες τα έξοδα μετακίνησης των αιτούντων τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των 160 ευρώ, δεχόμενο ειδικότερα για την δεύτερη αιτούσα ότι ” ….δεν αποδεικνύεται δε που εργάστηκε και που εργάζεται η δεύτερη εφεσίβλητη και πόσο απέχει η εργασία της από την οικογενειακή τους στέγη”. Επομένως, ο προαναφερόμενος τρίτος λόγος της κρινόμενης αίτησης αναίρεσης, με τον οποίο προβάλλεται αιτίαση από το άρθρο 560 αρ.6 του ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. Μετά από αυτά, η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης πρέπει να γίνει δεκτή, κατά παραδοχή του προαναφερόμενου λόγου της, ενώ παρέλκει η έρευνα των λοιπών λόγων αναίρεσης ,καθόσον η αναιρετική εμβέλεια του λόγου που έγινε δεκτός στο σύνολο της πληττόμενης απόφασης καθιστά αλυσιτελή την εξέτασή του, και να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση. Στη συνέχεια πρέπει η υπόθεση να παραπεμφθεί για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλο Δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, κατά την παρ. 3 του άρθρου 580 του ΚΠολΔ. Περαιτέρω, πρέπει να διαταχθεί, κατά την παρ. 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει και εφαρμόζεται στην προκειμένη υπόθεση μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που ισχύει, κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 και 4 αυτού, για τα ένδικα μέσα που κατατίθενται από 1-1-2016, η απόδοση στους αναιρεσείοντες του παραβόλου που αυτοί κατέθεσαν στο Δημόσιο Ταμείο. Διάταξη περί δικαστικών εξόδων δεν ορίζεται, έστω και εάν πρόκειται για υπόθεση που κρίνεται κατά τους κανόνες της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 3 εδ. β` του ν. 3869/2010), διότι η δικαστική διαδικασία του εν λόγω νόμου δεν επιτρέπει την εφαρμογή του άρθρου 746 του ΚΠολΔ, καθόσον επικρατεί η ειδικότερη ρύθμιση, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 εδ. β` του ν. 3869/2010, κατά την οποία “δικαστική δαπάνη δεν επιδικάζεται…” και το οποίο εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη ( ΑΠ 707/2024, ΑΠ 1325/2023,ΑΠ 1513/2022, ΑΠ 978/2022 ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την με αριθ. 283/2021 τελεσίδικη απόφαση του, ως Εφετείου δικάσαντος, Μονομελούς Πρωτοδικείου Καλαμάτας, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο παραπάνω δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλο Δικαστή, εκτός εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.
Διατάσσει την απόδοση στους αναιρεσείοντες του παραβόλου που έχουν καταθέσει για την άσκηση της αναίρεσης.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 6 Δεκεμβρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 10 Ιανουαρίου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 29/2025 Προστασία κατοικίας και μόνιμη αδυναμία πληρωμών
Πηγή :
Προηγούμενο άρθροΙσόβια κάθειρξη και επιπλέον 5 έτη στο γυναικοκτόνο του Μενιδίου