Αριθμός 266/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βάρκα, Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Ελευθέριο Σισμανίδη και Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο-Εισηγητή, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 24 Ιανουαρίου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ιωάννη Αγγελή (γιατί κωλύεται η Εισαγγελέας) και της Γραμματέα Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για αναίρεση της 671-671α/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών. Με κατηγορούμενο τον Ι. Ρ. του Η., κάτοικο …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κωνσταντίνο Κρεμμύδα. Με υποστηρίζοντες την κατηγορία τους: 1) Α. Ξ. του Χ., κάτοικο …, 2) Α. Α. του Α., κάτοικο …, 3) Α. Α. του Α., κάτοικο …, οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου τους Αναστασίου Αναστόπουλου και 4) Ν. συζ. Α. Α., κάτοικο …, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Αναστόπουλο.
Το Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Πατρών με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και η αναιρεσείουσα Εισαγγελέας, Αναστασία Μασούρα, ζητεί την αναίρεσή της, για τους λόγους που περιλαμβάνονται στην από 29 Δεκεμβρίου 2023 αναίρεση, την οποία άσκησε ενώπιον της Γραμματέως του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, Νίκης Κορίζη και η οποία έλαβε αριθμό 67/2023, καταχωρίστηκε δε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 1/2024.
Αφού άκουσε 1) τoν Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην ως άνω αναίρεση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου και πρότεινε να γίνει αυτή δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως, και 2) τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων που ζήτησαν όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά,
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά το άρθρο 505 παρ. 2 ΚΠΔ “Ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ζητήσει την αναίρεση οποιασδήποτε απόφασης μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από το άρθρο 507”, σύμφωνα με το οποίο “Η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης από τον εισαγγελέα αρχίζει από την καταχώριση καθαρογραμμένης της απόφασης στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στη γραμματεία του δικαστηρίου και για μεν τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου είναι ενός (1) μηνός, για δε τους λοιπούς εισαγγελείς είκοσι (20) ημερών, από την καταχώριση αυτήν”. Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου μπορεί να ασκήσει αναίρεση κατά οποιασδήποτε απόφασης οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου, μέσα στην προθεσμία που ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 507 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα, από την καταχώριση αυτής καθαρογραμμένης, στο κατ’ άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ ειδικά τηρούμενο βιβλίο του ποινικού δικαστηρίου και για όλους τους λόγους που αναφέρονται στη διάταξη του άρθρου 510 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, μεταξύ των οποίων και για εκείνον της έλλειψης ειδικής αιτιολογίας που επιβάλλει το Σύνταγμα (άρθρο 510 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ). Εξάλλου η αθωωτική απόφαση ενόψει του τεκμηρίου της αθωότητας, που θεσπίζεται και από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 2 της ΕΣΔΑ (ΝΔ 53/1974) και δεδομένου ότι, αντικείμενο αποδείξεως στην ποινική δίκη αποτελεί η ενοχή και όχι η αθωότητα του κατηγορουμένου, ο οποίος κηρύσσεται ένοχος μόνον αν αναδειχθεί η ενοχή του και όχι αν δεν αποδειχθεί η αθωότητά του έχει έλλειψη αιτιολογίας, που ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναιρέσεως, όταν δεν εκτίθενται σ’ αυτή καθόλου ή εκτίθενται ελλιπώς ή κατά τρόπο ασαφή τα πραγματικά περιστατικά, είτε όταν το δικαστήριο δεν αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορούμενου από τα αποδεικτικά μέσα που προσδιορίζονται στα πρακτικά της αποφάσεως και τα οποία έλαβε υπόψη για τον σχηματισμό της περί των πραγμάτων κρίσεώς του (ΟλΑΠ 3/2010, ΑΠ 269/2023, ΑΠ 628/2022). Παγίως άλλωστε η νομολογία και η επιστήμη δέχονται ότι η αιτιολογία δεν δύναται να είναι “επιλεκτική”, να στηρίζεται δηλαδή σε ορισμένα πραγματικά δεδομένα της προδικασίας ή της ακροαματικής διαδικασίας, χωρίς να συνεκτιμά άλλα που εισφέρθηκαν σ’ αυτή, γιατί τότε δημιουργούνται λογικά κενά και δεν μπορεί να κρίνεται μία τέτοια αιτιολογία, ως εμπεριστατωμένη. Έτσι για να είναι ειδική και εμπεριστατωμένη η αιτιολογία της αποφάσεως, πρέπει να συνάγεται κατά τρόπο αναμφισβήτητο, ότι το δικαστήριο έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποιθήσεως, όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μερικά από αυτά κατ’ επιλογή, ενώ υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, όταν το δικαστήριο δεν αιτιολογεί με σαφήνεια και πληρότητα, γιατί δεν πείσθηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου από τα αποδεικτικά μέσα, που αναφέρονται στα πρακτικά ή όταν δεν είναι βέβαιο ότι έλαβε υπόψη στο σύνολο τους κάποια έγραφα ή το περιεχόμενο μαρτυρικών καταθέσεων. Ειδικά, στην αθωωτική απόφαση και με δεδομένο ότι αντικείμενο απόδειξης στην ποινική δίκη δεν αποτελεί η αθωότητα, αλλά η ενοχή του κατηγορουμένου, υπάρχει έλλειψη της απαιτούμενης (από τις προαναφερόμενες διατάξεις) ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας που θεμελιώνει λόγο αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ ΚΠΔ, όταν, α) είτε δεν αναφέρονται στην απόφαση καθόλου, είτε αναφέρονται με τρόπο ελλιπή ή ασαφή τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχτηκαν από την ακροαματική διαδικασία και δικαιολογούν την κρίση για μη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων της αξιόποινης πράξης, που αποδίδεται στον κατηγορούμενο και β) δεν αναφέρονται στην απόφαση, έστω ως προς το είδος τους, τα αποδεικτικά μέσα, από τα οποία προέκυψαν τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι λόγοι (αιτιολογικές σκέψεις), για τις οποίες το δικαστήριο της ουσίας κατέληξε σε αθωωτική κρίση και δεν ήταν δυνατό να καταλήξει σε πόρισμα νόμιμης ανατροπής του τεκμηρίου αθωότητας, δηλαδή στην κρίση ότι ο κατηγορούμενος πραγμάτωσε την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης. Έτσι, υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, όταν το δικαστήριο δεν αιτιολογεί, παραθέτοντας με σαφήνεια και πληρότητα τα περιστατικά που προέκυψαν από τα αποδεικτικά μέσα που προσκομίστηκαν νόμιμα κατά την ακροαματική διαδικασία (από την κατηγορούσα αρχή και από τον κατηγορούμενο ή το συνήγορο υπεράσπισής του), διαμορφώνοντας αντίστοιχες πορισματικές παραδοχές και διατυπώνοντας σχετικές αιτιολογικές σκέψεις, γιατί δεν πείστηκε για την ενοχή του κατηγορουμένου. Αντίθετα, δεν υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, όταν το δικαστήριο αιτιολογεί με παράθεση σχετικών περιστατικών και πορισματικών παραδοχών, γιατί πείστηκε για την αθωότητα του κατηγορουμένου, αφού, όπως σημειώθηκε, αντικείμενο της ποινικής δίκης είναι η ενοχή και όχι η αθωότητα αυτού (ΟλΑΠ 2/2017, ΑΠ 618/2021, ΑΠ 1/2024, ΑΠ 1343/2020, ΑΠ 1079/2019).
Η κρινομένη από 29-12-2023 (αριθμός έκθεσης κατάθεσης: 67/2023) αίτηση αναίρεσης, την οποία άσκησε η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου, με δήλωσή της στη γραμματέα του Ποινικού Τμήματος αυτού του Δικαστηρίου (Αρείου Πάγου), στρέφεται κατά της υπ’ αριθμ. 671-671α’/7-11-2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών, που δίκασε σε δεύτερο βαθμό, με την οποίαν κηρύχθηκε αθώος ο κατηγορούμενος Ι. Ρ. του Η., για την αξιόποινη πράξη της ανθρωποκτονίας από αμέλεια από υπόχρεο δια παραλείψεως. Η ως άνω αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 473 παρ. 3, 505 παρ. 2 εδ. α’, 507 και 168 παρ. 1 ΚΠΔ), καθόσον η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο που τηρείται στην γραμματεία του προαναφερθέντος δευτεροβαθμίου δικαστηρίου στις 4-12-2023 και η κρινομένη αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε στις 29-12-2023 και επομένως, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της, που αφορά έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας (άρθρο 510 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ). Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι κατά την συζήτηση της κρινόμενης υπόθεσης ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (Αρείου Πάγου) παραστάθηκαν η Α. Ξ. του Χ., η Α. Α. του Α., ο Α. Α. του Α. και η Ν. Α. συζ. Α., που υποστήριξαν ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου την ως άνω κατηγορία εις βάρος του προαναφερθέντος κατηγορουμένου.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 28 και 302 ΠΚ προκύπτει ότι για τη θεμελίωση του εγκλήματος της ανθρωποκτονίας από αμέλεια, όταν αυτή δεν είναι ενσυνείδητη, απαιτούνται τα εξής: α) Ο δράστης να μην έχει καταβάλλει την επιβαλλόμενη κατ’ αντικειμενική κρίση, προσοχή (περίσκεψη – επιμέλεια), την οποία, υπό τις ίδιες πραγματικές περιστάσεις, συνήθως καταβάλλει ο μέσος συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος του οικείου τομέα κοινωνικής δραστηριότητας με βάση τους νομικούς κανόνες, τις συναλλακτικές συνήθειες και την κοινή πείρα και λογική, β) ο ίδιος να είχε τη δυνατότητα, με βάση τις ατομικές ιδιότητες, ικανότητες, γνώσεις και λοιπές προσωπικές περιστάσεις, που συνάπτονται ιδίως με το επάγγελμα ή την υπηρεσία που ασκεί, να προβλέψει και να αποφύγει το συγκεκριμένο αξιόποινο αποτέλεσμα, δηλαδή (να προβλέψει και να αποφύγει) την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης του συγκεκριμένου εγκλήματος που τελέστηκε (και όχι οποιουδήποτε άλλου εγκλήματος ή επιβλαβούς αποτελέσματος) και γ) η πράξη του δράστη, ενέργεια ή παράλειψη, να βρίσκεται σε αιτιώδη σύνδεσμο με το αξιόποινο αποτέλεσμα που επήλθε, κατά τις αρχές της θεωρίας του ισοδυνάμου των όρων (conditio sine qua non) που επικρατεί στον χώρο του ποινικού δικαίου, ώστε να είναι βέβαιο ότι το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα προήλθε από την αμελή συμπεριφορά του δράστη και δεν θα επερχόταν, αν ο δράστης τηρούσε την ενδεδειγμένη συμπεριφορά (ΑΠ 656/2022, ΑΠ 1161/2020, ΑΠ 1469/2019, ΑΠ 281/2018, ΑΠ 681/2015). Εξάλλου, όταν η αμελής πράξη δεν συνίσταται μόνο σε ορισμένη ενέργεια ή παράλειψη, αλλά αποτελεί σύνολο συμπεριφοράς που προηγήθηκε του εγκληματικού αποτελέσματος, για την ανθρωποκτονία από αμέλεια που διαπράττεται με αυτόν τον τρόπο και συνιστά έγκλημα που τελείται με παράλειψη, απαιτείται (επιπλέον των όρων του άρθρου 28 ΠΚ) και η συνδρομή των όρων του άρθρου 15 ΠΚ, το οποίο ορίζει ότι, όπου ο νόμος για την ύπαρξη αξιόποινης πράξης απαιτεί να έχει επέλθει ορισμένο αποτέλεσμα, η μη αποτροπή του (με παράλειψη) τιμωρείται όπως η πρόκληση του με ενέργεια, αν ο υπαίτιος της παράλειψης είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος. Από την τελευταία διάταξη αυτή συνάγεται ότι αναγκαία προϋπόθεση της εφαρμογής της είναι η ύπαρξη ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης του υπαιτίου να προβεί σε ενέργεια αποτρεπτική του αποτελέσματος, για την επέλευση του οποίου ο νόμος απειλεί ορισμένη ποινή. Δεν αρκεί δηλαδή η ύπαρξη απλής ηθικής υποχρέωσης, ούτε γενικής νομικής υποχρέωσης για συνδρομή, ώστε να προληφθεί το επιβλαβές αποτέλεσμα, αλλά απαιτείται ιδιαίτερη (ειδική) νομική υποχρέωση, η οποία επιφορτίζει τον υπαίτιο της παράλειψης με τη δημιουργία και διασφάλιση πραγματικής κατάστασης, που εξυπηρετεί και διαφυλάσσει τα έννομα αγαθά που προσβάλλονται με την επέλευση του εγκληματικού αποτελέσματος. Αυτή η ιδιαίτερη νομική υποχρέωση αποτελεί πρόσθετο στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος που τελείται με παράλειψη και μπορεί να πηγάζει από ρητή διάταξη νόμου που επιβάλλει συγκεκριμένη ενέργεια ή από σύμπλεγμα νομικών καθηκόντων που συνδέονται με ορισμένη έννομη θέση του υπόχρεου ή από ειδική έννομη σχέση που επιφορτίζει τον υπόχρεο με ιδιάζουσα μέριμνα για την προστασία εννόμων αγαθών τρίτων ή από προγενέστερη συμπεριφορά του υπαιτίου που δημιούργησε τον κίνδυνο επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος. Στα εγκλήματα που τελούνται με παράλειψη υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράλειψης και του εγκληματικού αποτελέσματος που επήλθε, όταν, με μεγάλη πιθανότητα που προσεγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, θα αποτρεπόταν το συγκεκριμένο εγκληματικό αποτέλεσμα (θανάτωση προσώπου, σωματική βλάβη κλπ), εάν ο υπόχρεος πραγματοποιούσε την ενέργεια, στην οποία είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί και την οποία παρέλειψε (ΑΠ 691/2023, ΑΠ 656/2022, ΑΠ 1469/2019, ΑΠ 306/2019, ΑΠ 1104/2017, ΑΠ 853/2015). Εξάλλου, κατά τις διατάξεις του άρθρου 7 του Ν. 3481/2006, που τιτλοφορείται “Συντήρηση οδών”, “3. Με αποφάσεις των κατά τόπους αρμόδιων Γενικών Γραμματέων των Περιφερειών της Χώρας, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη την απόφαση της παραγράφου 2 και εκδίδονται εντός έξι (6) μηνών από την έναρξη ισχύος της και δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζονται οι οδοί που ανήκουν στην αρμοδιότητα συντήρησης των υπηρεσιών της οικείας Περιφέρειας και των Νομαρχιακών Αυτοδιοικήσεων. Αρμόδιοι προς συντήρηση όλων των υπόλοιπων δημόσιων οδών είναι οι δήμοι και οι κοινότητες, ο καθένας μέσα στα όρια της διοικητικής του περιφέρειας. 4. Για την εφαρμογή των παραγράφων 2 και 3, ως “συντήρηση” νοείται η αποκατάσταση των βλαβών του οδοστρώματος και των στοιχείων ασφαλείας της οδού (στηθαία, νησίδες ασφαλείας, σήμανση κ.ο.κ.), επιφυλασσομένων των διατάξεων που ισχύουν κάθε φορά για την αρμοδιότητα και τις ευθύνες των Οργανισμών Κοινής Ωφέλειας. Την υπηρεσία που έχει κατά τα ανωτέρω την αρμοδιότητα συντήρησης των οδών βαρύνει η υποχρέωση και η δαπάνη ηλεκτροφωτισμού τους, σύμφωνα με τις ισχύουσες τεχνικές προδιαγραφές. Με τις διατάξεις του παρόντος δεν θίγονται οι αρμοδιότητες που αφορούν την καθαριότητα της επιφάνειας των οδών. 5. Οι αρμόδιες για τη συντήρηση των οδών υπηρεσίες υποχρεούνται να ελέγχουν, τουλάχιστον ανά δεκαπενθήμερο, τις οδούς της αρμοδιότητάς τους, για τη διαπίστωση βλαβών του οδοστρώματος και των λοιπών στοιχείων ασφαλείας της οδού και να καταγράφουν τα ευρήματα σε ειδικό βιβλίο, που τηρείται με ευθύνη του Προϊσταμένου τους. Τα όργανα της Ελληνικής Αστυνομίας υποχρεούνται να ειδοποιούν αμέσως και εγγράφως τις αρμόδιες για τη συντήρηση των οδών υπηρεσίες, για την ύπαρξη βλαβών του οδοστρώματος και των στοιχείων ασφαλείας των οδών που υποπίπτουν στην αντίληψή τους και εκθέτουν σε κίνδυνο την ασφάλεια των χρηστών της οδού. Κάθε ενδιαφερόμενος πολίτης μπορεί να προβαίνει επίσης σε γραπτή ειδοποίηση των αρμόδιων για τη συντήρηση υπηρεσιών, με οποιοδήποτε μέσο (όπως ιδίως τηλεομοιοτυπία, ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, ταχυδρομική επιστολή), η οποία καταχωρίζεται από τις ως άνω υπηρεσίες στο τηρούμενο ειδικό βιβλίο. 6. Η αρμόδια προς συντήρηση της οδού υπηρεσία υποχρεούται να πραγματοποιήσει με όργανά της αυτοψία της βλάβης, μέσα σε δύο (2) εργάσιμες ημέρες αφότου λάβει με οποιονδήποτε τρόπο γνώση αυτής και να συντάξει συνοπτική έκθεση περί της έκτασης και του είδους της και της ύπαρξης ή μη ανάγκης άμεσης αντιμετώπισης. Εφόσον κατά την αυτοψία διαπιστωθεί επικινδυνότητα της βλάβης για την οδική ασφάλεια, λαμβάνονται άμεσα από τους διενεργούντες την αυτοψία τα απαραίτητα μέτρα για την προσωρινή της αποκατάσταση, εφόσον αυτή είναι δυνατή, άλλως για την οριοθέτηση και την κατάλληλη σήμανσή της, προς αποφυγή ατυχημάτων. Η αποκατάσταση των βλαβών που κρίνονται επικίνδυνες για την οδική ασφάλεια ολοκληρώνεται υποχρεωτικά εντός δέκα (10) ημερών από τη διενέργεια της αυτοψίας. Οι ενέργειες της παραγράφου αυτές καταγράφονται σε ειδικό Πρωτόκολλο Αντιμετώπισης Βλάβης, το οποίο συντάσσεται και υπογράφεται από τον υπάλληλο ή τους υπαλλήλους που ορίσθηκαν υπεύθυνοι κατά τα ανωτέρω και θεωρείται από τον αρμόδιο προϊστάμενο της υπηρεσίας. Η μη τήρηση των υποχρεώσεων αυτής και της προηγούμενης παραγράφου με υπαιτιότητα των αρμόδιων οργάνων συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα”, ενώ κατά το άρθρο 6 της υπ’ αριθμ. 93/6/1988 απόφασης ΥΠΕΧΩΔΕ (ΦΕΚ Β’ 189/6-4-1988), “Τα στηθαία θα τοποθετούνται έτσι ώστε το ανώτερο σημείο τους να βρίσκεται σε ύψος 75 cm από το κατάστρωμα της οδού”. Στην προκειμένη περίπτωση το προαναφερθέν Τριμελές Εφετείο (Πλημμελημάτων) Πατρών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την ως άνω προσβαλλομένη υπ’ αριθμ. 671-671α’/2023 απόφασή του δέχθηκε κατά το ενδιαφέρον την παρούσα αναιρετική διαδικασία μέρος, τα εξής: “Από τις χωρίς όρκο καταθέσεις των παρισταμένων προς υποστήριξη της κατηγορίας, τις ένορκες καταθέσεις των λοιπών μαρτύρων κατηγορίας που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων που αναφέρονται στα πρακτικά, τις πραγματογνωμοσύνες και τεχνικές εκθέσεις που αναγνώσθηκαν δημόσια στο ακροατήριο, σε συνδυασμό με την απολογία του εκκαλούντος – κατηγορουμένου και την όλη αποδεικτική διαδικασία αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 9.59 π.μ. της 18ης Μαρτίου 2016, ο Γ. Α. του Α., ιατρός που υπηρετούσε με σχέση δημοσίου δικαίου στο Π.Ε.Δ.Υ-Π.Ι. … του Π.Ε.Δ.Υ.- Κ.Υ. Κάτω Αχαΐας Δήμου Δυτικής Αχαΐας, γεννηθείς το έτος 1970, έβαινε οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ΑΖΒ-3429 ιδιωτικής χρήσης επιβατικό αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του, επί της Ν.Ε.Ο. Πατρών – Πύργου, με κατεύθυνση προς Πάτρα, η οποία είναι οδός ταχείας κυκλοφορίας, με ταχύτητα 90 χλμ ανά ώρα περίπου. Φτάνοντας στη χ.θ. 12,700 της ανωτέρω εθνικής οδού, ο ως άνω οδηγός απώλεσε τον έλεγχο του οχήματος το οποίο, αρχικά, εξετράπη δεξιά ως προς την πορεία του και προσέκρουσε στο μεταλλικό στηθαίο ασφαλείας παραπλεύρως του οδοστρώματος και επί του χωμάτινου ερείσματος αυτού. Ακολούθως το όχημα ήρθε εκ νέου σε επαφή με το μεταλλικό στηθαίο και σύρθηκε επί αυτού για περίπου 9 μέτρα, ευρισκόμενο επί του οδοστρώματος, οπότε ο εμπρόσθιος άξονας υπερπήδησε τις προστατευτικές μπάρες και το όχημα συνέχισε να σύρεται επάνω σε αυτές, με τον οπίσθιο άξονα επί του οδοστρώματος. Μόλις δε έφτασε το όχημα κινούμενο με τον ως άνω τρόπο στην αρχή των προστατευτικών κιγκλιδωμάτων της γέφυρας, από το σημείο όπισθεν του αριστερού μπροστινού τροχού και εντός του θόλου αυτού, εισήλθε μεταλλική σωλήνα, που αποτελεί και την κουπαστή των κιγκλιδωμάτων της γέφυρας, η οποία διαπέρασε το αμάξωμα, εισήλθε στο χώρο των ποδοχειριστηρίων του οδηγού, και διαπέρασε το χώρο των πίσω επιβατών, συνέχισε δε να κινείται όπως περιγράφηκε επί του κιγκλιδώματος της γέφυρας, και, στη συνέχεια, το όχημα ανετράπη σε σημείο όπου υπήρχε γέφυρα – πλακοσκεπής οχετός όμβριων υδάτων, κατρακυλώντας στο πρανές της ανωτέρω εθνικής οδού και κατέληξε, ανεστραμμένο με τις ρόδες προς τα επάνω, σε ανώνυμη δημοτική οδό που ευρίσκεται στην είσοδο παρακείμενου καταυλισμού αθιγγάνων, προσκρούοντας στη μάντρα της οικίας της Ν. Μ.. Αποτέλεσμα των ανωτέρω, ήταν να προκληθούν κακώσεις θώρακα και κοιλίας στον οδηγό του αυτοκινήτου εκ μόνης ενεργού αιτίας των οποίων απεβίωσε. Σύμφωνα με την από 18-3-2016 έκθεση αυτοψίας του επίδικου τροχαίου ατυχήματος και το σχεδιάγραμμα της τροχαίας, η ως άνω εθνική οδός στο σημείο και κατά τον χρόνο του ατυχήματος ήταν διπλής κατεύθυνσης, με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, ευθεία μετά από δεξιά στροφή, η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν κανονική, η ορατότητα δεν περιοριζόταν από κάποιο φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο, το οδόστρωμά της ήταν υγρό λόγω βροχόπτωσης, ενώ δεν υπήρχε σήμανση περί ορίου ταχύτητας. Ανευρέθηκαν δε: α) μικρό ίχνος χαραγής του στηθαίου ασφαλείας σε απόσταση 40 μ. πριν από την αρχή της γέφυρας, β) ίχνη πλάγιας ολίσθησης από το κέντρο της Λ.Ε.Α. προς τα δεξιά, μήκους 2,4 μ, γ) ίχνη εκ νέου πλάγιας ολίσθησης από το κέντρο της Λ.Ε.Α. προς τα δεξιά, μήκους 6,60 μ, και δ) ίχνη χαραγών στο μεταλλικό στηθαίο ασφαλείας, διαδοχικά από το τέλος των ιχνών της πρώτης πλάγιας ολίσθησης έως το μέσον περίπου της γέφυρας (της οποίας το μήκος είναι 27 μ), μήκους 31 μ. Τέλος, σύμφωνα με την ως άνω έκθεση αυτοψίας και το συνημμένο σχεδιάγραμμα, η υψομετρική διαφορά μεταξύ της γέφυρας και του κάτωθι αυτής οχετού είναι 7 μ, ενώ η συνολική απόσταση που διένυσε το όχημα, από το πρώτο ευρεθέν μικρό ίχνος χαραγής του στηθαίου έως το σημείο όπου τελικώς ακινητοποιήθηκε, ανέρχεται σε 57 μέτρα (9 μ. από το πρώτο ίχνος χαραγής έως την αρχή των διαδοχικών χαραγών + 31 μ. από την αρχή έως το τέλος των διαδοχικών χαραγών + 17 μ. από την γέφυρα από την οποία κατέπεσε έως το σημείο τελικής θέσης). Περαιτέρω από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι, με την με αριθ. πρωτ. οικ. 142931/2794/29.05.2013 απόφαση της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας (Π.Δ.Ε.), τοποθετήθηκε ως Προϊστάμενος του Τμήματος Συγκοινωνιακών Έργων (Τ.Σ.Ε.) της Δ.Τ.Ε./Π.Δ.Ε. ο Α. Ρ. του Τ., ενώ, με την αριθ. πρωτ. οικ. 142957/2795/29.05.2013 απόφαση της Π.Δ.Ε., ο κατηγορούμενος τοποθετήθηκε Αναπληρωτής Προϊστάμενος του Τμήματος Εργαστηρίου (Τ.Ε.) της Δ.Τ.Ε./Π.Δ.Ε, και, με την ίδια απόφαση ανατέθηκαν, μεταξύ άλλων και καθήκοντα αναπλήρωσης των Προϊσταμένων του Τ.Σ.Ε. και του Τμήματος Δομών Περιβάλλοντος της Δ.Τ.Ε./Π.Δ.Ε., όταν αυτοί απουσιάζουν ή κωλύονται. Στη συνέχεια, μετά τη συνταξιοδότηση του Προϊσταμένου του Τ.Σ.Ε., Α. Ρ. του Τ. στις 30.07.2015, ο κατηγορούμενος, με βάση την ανωτέρω απόφαση, άσκησε καθήκοντα αναπληρωτή προϊσταμένου του ως άνω Τμήματος, από την ανωτέρω ημερομηνία (20.07.2015) έως τις 20.04.2016, οπότε τοποθετήθηκε ως Προϊστάμενη του Τ.Σ.Ε. της Δ.Τ.Ε./Π.Δ.Ε. η Μ. Ε. του Γ., δυνάμει της υπ’ αριθμ. πρωτ. οικ. 99643/1663/20.04.2016 απόφασης της Π.Δ.Ε. Δεν αποδείχθηκε, όμως, ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα των εννέα περίπου μηνών που ασκούσε χρέη προϊσταμένου της εν λόγω Υπηρεσίας (Τ.Σ.Ε.) της Περιφέρειας, ο κατηγορούμενος παρέλειψε να ελέγχει τουλάχιστον ανά δεκαπενθήμερο, μέσω των υφισταμένων του, την ως άνω οδό της αρμοδιότητάς του, για τη διαπίστωση βλαβών του οδοστρώματος και των λοιπών στοιχείων ασφαλείας της οδού και παρέλειψε να προβεί, μέσω της υπηρεσίας που προΐστατο, σε συντήρηση και αντικατάσταση των ως άνω στηθαίων. Και τούτο διότι, από τις 17.12.2013, οπότε τη συντήρηση της εν λόγω οδού είχε αναλάβει το Τ.Σ.Ε./Δ.Τ.Ε. της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας (Π.Δ.Ε.), διαδεχόμενο την εταιρεία με την επωνυμία “ΟΛΥΜΠΙΑ ΟΔΟΣ”, μέχρι τουλάχιστον τις 23.7.2016, στα στηθαία ασφαλείας που ήταν τοποθετημένα στη θέση τροχαίου συμβάντος δεν έγινε οποιαδήποτε παρέμβαση ή εργασία αντικατάστασης ή επισκευής, όπως βεβαιώνεται από το με αριθ. πρωτ. 227365/6210/ 23.07.2016 έγγραφο του Τ.Σ.Ε./Δ.Τ.Ε./Π.Δ.Ε. Ο λόγος δε, ήταν ότι, κατά το ως άνω χρονικό διάστημα (2013-2016), δεν υποβλήθηκε στην αρμόδια Υπηρεσία (Τ.Σ.Ε.) κάποια αναφορά είτε από την Τροχαία είτε από πολίτη ως προς την ύπαρξη βλάβης στα συγκεκριμένα στηθαία, κυρίως δε, ουδεμία καταχώρηση υποβλήθηκε στο ηλεκτρονικό πρωτόκολλο που τηρούταν στην Υπηρεσία από τους, υφιστάμενους του κατηγορουμένου, υπαλλήλους της Υπηρεσίας, οι οποίοι είχαν και την αρμοδιότητα να ελέγχουν ανά δεκαπενθήμερο την οδό και να καταγράφουν τις όποιες φθορές και λοιπά στοιχεία ασφαλείας της οδού. Επιπλέον, δεν προέκυψε ότι, στο σημείο του επίδικου ατυχήματος, κατά το χρονικό διάστημα από το 2013 έως το χρόνο του ατυχήματος (18-3-2016), σημειώθηκαν άλλα ατυχήματα, συνεπεία των οποίων παραμορφώθηκαν και κατακρημνίστηκαν τα στηθαία, ώστε να χρήζουν αυτά αντικατάστασης. Ο μάρτυρας κατηγορίας, Β. Κ., που έχει συνεργείο επισκευής αυτοκινήτων στην Κάτω Αχαΐα, κατέθεσε τόσο στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο όσο και στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ότι το μεταλλικό στηθαίο στο επίδικο σημείο ήταν πεσμένο, από ένα μήνα έως πέντε μήνες πριν από το επίδικο ατύχημα, από άλλο τροχαίο ατύχημα, στο οποίο είχε σκοτωθεί μία κοπέλα, και ότι, λόγω της πρόσκρουσης και της αποκοπής, ήταν εμφανείς οι σωληνώσεις των μπαρών, τις οποίες χαρακτήρισε ως “τουρμποσωλήνες”. Πλην όμως, η κατάθεση του ανωτέρω μάρτυρα δεν κρίνεται πειστική. Και τούτο διότι, όπως αντίθετα προέκυψε, το τροχαίο ατύχημα, με παθούσα την P. D., στο οποίο αναφέρεται ο εν λόγω μάρτυρας, συνεπεία του οποίου, κατά τη γνώμη του, παραμορφώθηκαν τα στηθαία στο επίδικο σημείο, δεν σημειώθηκε λίγους μήνες πριν το ατύχημα, και δη εντός του χρονικού διαστήματος κατά το οποίο ο κατηγορούμενος ασκούσε χρέη αναπληρωτή προϊσταμένου του Τ.Σ.Ε, αλλά στις 22-12-2012, όταν η συντήρηση του δρόμου ανήκε στην αρμοδιότητα της προαναφερόμενης εταιρείας (“Ολυμπία Οδός”), και μάλιστα σε άλλο σημείο, ήτοι στη χιλιομετρική θέση 12,600 της ως άνω οδού, όπως προκύπτει από το με αριθ. πρωτ. 2514/9/429/22-12-2012 δελτίο του Τμήματος Τροχαίας Πατρών, που αναγνώσθηκε. Επιπλέον, ως προς το ύψος των στηθαίων καταλείπονται αμφιβολίες ως προς το ότι αυτό ήταν μόλις 38 εκατοστών και όχι 75, όπως προβλέπεται από την υπ’ αριθ. 93/6/8-1-1988 απόφαση του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ., αφού τούτο αναφέρεται μόνο στην από μηνός Δεκεμβρίου 2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων, Π. Ν. Π. και Α. Κ., διπλωματούχων μηχανολόγων και αεροναυπηγών μηχανικών, οι οποίοι διορίσθηκαν από την Τροχαία προκειμένου να εξετάσουν την κατάσταση του οχήματος που ενεπλάκη στο επίδικο ατύχημα, και προέβησαν στην μέτρηση του ύψους του στηθαίου στο σημείο της υπερπήδησης του οχήματος του παθόντος, εκκινώντας από το επίπεδο κυκλοφορίας (κατάστρωμα της οδού), ενώ αντίθετα οι πραγματογνώμονές Α. Τ., διπλωματούχος μηχανολόγος μηχανικός – διπλωματούχος πολιτικός μηχανικός και Ε. Β., διπλωματούχος μηχανολόγος μηχανικός, οι οποίοι διορίστηκαν δυνάμει της Α396/2021 απόφασης του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών, στην από μηνός Μαρτίου 2022 έκθεσή τους, αναφέρουν, μεταξύ άλλων, ότι, εφόσον δε σώζεται σήμερα το εγκατεστημένο κατά τον χρόνο του δυστυχήματος μεταλλικό στηθαίο ασφαλείας, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι δεν είχαν καταγραφεί από κανέναν κατά το χρόνο του ατυχήματος τα χαρακτηριστικά του στηθαίου αυτού, δεν μπορούν να αποφανθούν για το εάν τα υλικά κατασκευής όλων των μερών που αποτελούσαν το μεταλλικό στηθαίο, η μορφή, οι διαστάσεις της οριζόντιας χαλύβδινης λεπίδας, των κατακόρυφων ορθοστατών, των παρεμβλημάτων, των υλικών σύνδεσης, πληρούσαν τις προβλεπόμενες από την προαναφερόμενη υπουργική απόφαση προδιαγραφές. Επισημαίνουν δε ότι το ύψος του στηθαίου πρέπει να είναι 75 εκατοστά από το κράσπεδο (χωμάτινο έρεισμα) της οδού και όχι από το κατάστρωμα της οδού, και ότι, συνεπώς, δεν μπορούν να αντιληφθούν τον τρόπο με τον οποίο έγινε η μέτρηση από τους πραγματογνώμονες, Π. – Ν. Π. και Α. Κ., από όπου προέκυψε το αποτέλεσμα των 38 εκατοστών. Ενόψει όλων των ανωτέρω, ο κατηγορούμενος πρέπει να κηρυχθεί αθώος για την πράξη που του αποδίδεται, ήτοι της ανθρωποκτονίας από αμέλεια από υπόχρεο, δια παραλείψεως τελεσθείσας”. Στην συνέχεια, το ίδιο δευτεροβάθμιο δικαστήριο με την ως άνω προσβαλλομένη απόφασή του, κήρυξε αθώο τον εν λόγω κατηγορούμενο Ι. Ρ. του Η., διαλαμβάνοντας στο διατακτικό τα εξής: “Στη Ν.Ε.Ο. Πατρών – Πύργου στην χ/θ 12,700 στις 18-3-2016 ο κατηγορούμενος από αμέλειά του, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε κατά τις περιστάσεις και μπορούσε να καταβάλει, καθώς ήταν υπόχρεος εκ του επαγγέλματός του, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα της παράλειψής του και προκάλεσε τον θάνατο του Α. Γ. του Α., αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να παρεμποδίσει την επέλευση του αποτελέσματος αυτού. Ειδικότερα, κατά τον προαναφερόμενο τόπο και χρόνο ο κατηγορούμενος υπό την ιδιότητα του Προϊσταμένου του Τμήματος Συγκοινωνιακών Έργων της Διεύθυνσης Τεχνικών Έργων της Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας κι ενώ σύμφωνα με το άρθρο 7 παρ. 3, 4, 5, 6 του Ν. 3481/2006 “…Ως συντήρηση νοείται η αποκατάσταση των βλαβών του οδοστρώματος και των στοιχείων ασφαλείας της οδού (στηθαία, νησίδες ασφαλείας, σήμανση κ.ο.κ…)…Οι αρμόδιες για τη συντήρηση των οδών υπηρεσίες υποχρεούνται να ελέγχουν, τουλάχιστον ανά δεκαπενθήμερο, τις οδούς της αρμοδιότητάς τους, για τη διαπίστωση βλαβών του οδοστρώματος και των λοιπών στοιχείων ασφαλείας της οδού και να καταγράφουν τα ευρήματα σε ειδικό βιβλίο, που τηρείται με ευθύνη του Προϊσταμένου τους” κι ενώ σύμφωνα με την Υπουργική Απόφαση 93/6/8-1-1988 του Υπουργού ΠΕ.ΧΩ.ΔΕ. περί μεταλλικών στηθαίων ασφαλείας οδών, στο στοιχείο 6 της απόφασης ορίζεται ότι “Τα στηθαία θα τοποθετούνται έτσι ώστε το ανώτερο σημείο τους να βρίσκεται σε ύψος 75 cm από το κατάστρωμα της οδού”, ο κατηγορούμενος εκ της υπηρεσίας του και της θέσεώς του είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβαίνει σε τακτικό έλεγχο και συντήρηση επισκευή των στηθαίων ασφαλείας του οδικού δικτύου των περιοχών αρμοδιότητάς του και δη των στηθαίων που είχαν τοποθετηθεί στη Ν.Ε.Ο. Πατρών-Πύργου στη χ/θ 12,700 στο ρεύμα κατεύθυνσης προς Πάτρα, προκειμένου τα στηθαία του ανωτέρω οδικού δικτύου να είναι ασφαλή για την αποφυγή εκτροπής οχημάτων από το οδόστρωμα σε περίπτωση ατυχήματος, εντούτοις ο κατηγορούμενος στη Ν.Ε.Ο. Πατρών-Πύργου στη χ/θ 12,700 ήτοι στο σημείο που υπάρχει οδογέφυρα που αποτελεί περιοχή κατηγορίας κινδύνου 1 σύμφωνα με τα πρότυπα ασφαλείας ΕΛΟΤ, στο ρεύμα κατεύθυνσης προς Πάτρα στις 18-3-2016, παρέλειψε να προβεί μέσω της υπηρεσίας που προΐστατο σε συντήρηση των ως άνω στηθαίων που ήταν κατεστραμμένα από προγενέστερα ατυχήματα και παρέλειψε να μεριμνήσει για την αντικατάσταση ή έστω επισκευή των στηθαίων που δεν πληρούσαν τα νομοθετικά πρότυπα ασφαλείας ειδικά ως προς το ύψος αυτών καθώς ήταν ύψους 38 εκατοστών αντί του ελάχιστου επιτρεπόμενου ύψους των 75 εκατοστών, με συνέπεια από τις ανωτέρω παραλείψεις του κατηγορουμένου να προκληθεί τροχαίο ατύχημα και ειδικότερα, στις 18-3-2016 κι ενώ το υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ΑΖΒ-3429 ΙΧΕ όχημα με οδηγό τον Α. Γ. του Α., κινούνταν στη Ν.Ε.Ο. Πατρών – Πύργου στο ρεύμα κατεύθυνσης από Κάτω Αχαΐα προς Πάτρα στη χ/θ 12,700 και ώρα 09.59 λόγω βροχόπτωσης κι ολισθηρότητας του οδοστρώματος το ως άνω όχημα εξετράπη της πορείας του προς τα δεξιά κι εξαιτίας μη συντήρησης των μεταλλικών στηθαίων μία προεξέχουσα οριζόντια μεταλλική σωλήνα των φθαρμένων στηθαίων εμβόλισε τον ζωτικό χώρο της καμπίνας και τραυμάτισε τον οδηγό του οχήματος στο αριστερό κάτω άκρο του και λόγω μη αντικατάστασης ή έστω επισκευής των στηθαίων μη νομίμου ύψους 38 εκατοστών, το όχημα δεν συγκρατήθηκε από τα στηθαία εντός του οδοστρώματος αλλά εξετράπη της οδογέφυρας και προσέκρουσε στο έδαφος, ήτοι σε σημείο δρόμου που διέρχεται κάτωθεν της Ν.Ε.Ο. Πατρών-Πύργου, ανεστραμμένο σε πλάγια θέση, με συνέπεια να προκληθούν κακώσεις θώρακος και κοιλίας στον οδηγό του οχήματος Α. Γ. του Α., που ως μόνες ενεργές αιτίες επέφεραν τον θάνατό του”.
Σύμφωνα με τις παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το χρονικό διάστημα των ετών 2013 μέχρι 2016, δεν υποβλήθηκε στην αρμόδια υπηρεσία, δηλαδή στο προαναφερθέν Τμήμα Συγκοινωνιακών Έργων (Τ.Σ.Ε.) κάποια αναφορά, είτε από την Διεύθυνση Τροχαίας Πατρών, είτε από κάποιον πολίτη για την ύπαρξη βλάβης στα προαναφερθέντα μεταλλικά στηθαία, ούτε καμία καταχώρηση έγινε στο ηλεκτρονικό πρωτόκολλο που τηρείται από την προαναφερθείσα υπηρεσία του κατηγορουμένου, οι υπάλληλοι της οποίας είχαν και την αρμοδιότητα να ελέγχουν ανά δεκαπενθήμερο την οδό και να καταγράφουν τις όποιες φθορές και λοιπά στοιχεία ασφαλείας της οδού, για το ότι προκλήθηκε κάποια ζημία ή έγινε επιδιόρθωση στα μεταλλικά αυτά στηθαία. Επίσης, κατά τις ίδιες παραδοχές, δεν προέκυψε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 20 Ιουλίου 2015 μέχρι 20 Απριλίου 2016, οπότε ο ως άνω κατηγορούμενος Ι. Ρ. του Η., ασκούσε χρέη προϊσταμένου στην αυτή ως άνω υπηρεσία, παρέλειψε (αυτός) να ελέγχει τουλάχιστον ανά δεκαπενθήμερο, μέσω των υφισταμένων του, την προαναφερθείσα οδό που περιλαμβανόταν στην αρμοδιότητά του, για τη διαπίστωση βλαβών του οδοστρώματος και των λοιπών στοιχείων ασφαλείας της ίδιας οδού, δηλαδή και των εν λόγω μεταλλικών στηθαίων. Από τις παραπάνω όμως παραδοχές προκύπτει ότι δεν αξιολογήθηκε, ούτε λήφθηκε υπόψη από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο για τον σχηματισμό της δικανικής πεποίθησής του για την αθωότητα του κατηγορουμένου, το υπ’ αριθμ. πρωτ. 2501/10/121/12-3-2014 αναγνωσθέν έγγραφο της Τροχαίας Πατρών που απευθύνεται στην προαναφερθείσα υπηρεσία και συγκεκριμένα, στην Διεύθυνση Τεχνικών Έργων, Τμήμα Συγκοινωνιακών Έργων (Τ.Σ.Ε.) Πατρών (βλ. την οπισθία πλευρά του υπ’ αριθμ. 50 φύλλου της προσβαλλόμενης απόφασης), με το συνημμένο σ’ αυτό υπ’ αριθμ. 222/28-2-2014 δελτίο οδικού τροχαίου ατυχήματος υλικών ζημιών αλλά και τον συνοδευτικό πίνακα (ηλεκτρονικό πρωτόκολλο), από τα οποία προκύπτει ότι στις 28-2-2014, περί ώρα 08.10 και στην ίδια χιλιομετρική θέση 12,700 της ως άνω Ν.Ε.Ο. Πατρών – Πύργου, με κατεύθυνση από τον Πύργο προς Πάτρα, υπήρξε εκτροπή και πρόσκρουση του υπ’ αριθμ. κυκλοφορίας ΙΚΕ 6576 Ι.Χ.Φ αυτοκινήτου στα παραπάνω μεταλλικά στηθαία, τα οποία ως εκ τούτου υπέστησαν βλάβη, χωρίς όμως να προκύπτει ότι ακολούθως αυτά επιδιορθώθηκαν καταλλήλως και προσηκόντως και κυρίως, ότι τοποθετήθηκαν στο κατά νόμο προβλεπόμενο ύψος των εβδομήντα πέντε (75) εκατοστών από το κατάστρωμα της εν λόγω οδού, ώστε να αποφεύγεται η υπέρβασή τους από τα οχήματα που εκτρέπονται της πορείας τους. Εξάλλου, η αιτιολογία του Δικαστηρίου της ουσίας με την προσβαλλόμενη απόφαση ως προς την αμφιβολία αυτού για το ύψος των στηθαίων ασφαλείας στο συγκεκριμένο σημείο της οδού είναι ελλιπής και ασαφής. Τούτο διότι εκθέτει ότι μόνο στην από μηνός Δεκεμβρίου 2016 έκθεση πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων Ν. Π. και Α. Κ., διπλωματούχων μηχανολόγων και αεροναυπηγών μηχανικών, γίνεται δεκτό ότι αυτό (ύψος) ανερχόταν σε 38 μόλις εκατοστά του μέτρου σε αντίθεση με την από μηνός Μαρτίου 2022 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του Α. Τ., διπλωματούχου μηχανολόγου-μηχανικού-διπλωματούχου πολιτικού μηχανικού και Ε. Β., διπλωματούχου μηχανολόγου μηχανικού. Πλην όμως στην τελευταία πραγματογνωμοσύνη, κατά τις σχετικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, ουδεμία εκτίμηση για το ύψος των στηθαίων ασφαλείας στο συγκεκριμένο σημείο της οδού γίνεται, παρά μόνο αναφέρεται ότι οι πραγματογνώμονες αδυνατούν να αποφανθούν για το συγκεκριμένο ζήτημα (ύψος), εφόσον δεν σώζεται σήμερα (το έτος 2022) το εγκατεστημένο κατά το χρόνο του δυστυχήματος μεταλλικό στηθαίο ασφαλείας. Επομένως, το Δικαστήριο της ουσίας προέβη σε επιλεκτική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων, χωρίς να δικαιολογεί τη μη λήψη υπόψη του ως άνω αναγνωσθέντος εγγράφου της Τροχαίας Πατρών (υπ’ αριθ. πρωτ. 2501/10/121/12.3.2014 με το συνημμένο σ’ αυτό δελτίο οδικού τροχαίου ατυχήματος), το οποίο έχει ενισχυμένη αποδεικτική σπουδαιότητα και βαρύτητα, καθώς και των καταθέσεων των μαρτύρων κατηγορίας για το ίδιο ζήτημα. Με τα δεδομένα αυτά το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, παρά την περί ενοχής εισαγγελική πρόταση του κατηγορουμένου, κήρυξε αυτόν αθώο με τις ως άνω ασαφείς, ελλιπείς και επιλεκτικές αιτιολογίες, υπέπεσε στην από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, απορρέουσα πλημμέλεια, της έλλειψης δηλαδή ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας και ως εκ τούτου είναι βάσιμος ο σχετικός λόγος της κρινόμενης αναίρεσης. Πρέπει επομένως, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση ενώπιον του ίδιου Δικαστηρίου, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν την υπόθεση (άρθρο 519 ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΑΝΑΙΡΕΙ την υπ’ αριθμ. 671-671α’/7-11-2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου (Πλημμελημάτων) Πατρών, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την κρινομένη υπόθεση προς εκδίκαση στο αυτό ως άνω Δικαστήριο, του οποίου η συγκρότηση θα γίνει από άλλους Δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν την υπόθεση.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 7 Φεβρουαρίου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 8 Φεβρουαρίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Πηγή :