ΑΠΟΦΑΣΗ
A.W. κατά Πολωνίας της 09.10.2025 (προσφ. αριθ. 1307/21)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, Πολωνός υπήκοος, διατηρούσε σχέση με παντρεμένη γυναίκα από το 2004 έως το 2009, κατά τη διάρκεια της οποίας γεννήθηκαν δύο τέκνα (2005 και 2007). Βάσει νομικού τεκμηρίου, ως πατέρας των τέκνων καταχωρήθηκε ο σύζυγος της μητέρας. Ο προσφεύγων υπέβαλε αίτηση στον εισαγγελέα να κινήσει διαδικασία αμφισβήτησης του τεκμηρίου πατρότητας, καθώς ο ίδιος νομιμοποιείτο ενεργητικά να το πράξει απευθείας.
Παρότι τελικά κινήθηκε η διαδικασία τον Ιανουάριο του 2013, το δικαστήριο αρνήθηκε να επιτρέψει στον προσφεύγοντα να παρέμβει στη δίκη ως τρίτος. Η διαδικασία χαρακτηρίστηκε από ακραία βραδύτητα: χρειάστηκαν έξι (6) χρόνια για το διορισμό επιτρόπου ad litem για τα τέκνα και δέκα (10) χρόνια για την εξέταση του πρώτου μάρτυρα. Κρίσιμο είναι ότι δεν εκδόθηκε απόφαση επί της ουσίας μέχρι την ενηλικίωση και των δύο τέκνων, με αποτέλεσμα ο προσφεύγων να στερηθεί οριστικά της δυνατότητας αναγνώρισης της πατρότητάς του λόγω παραγραφής.
Παράλληλα, ο προσφεύγων άσκησε αγωγή ρύθμισης της επικοινωνίας με τα τέκνα. Παρά την έκδοση τελεσίδικης απόφασης το 2014 που του επέτρεπε μηνιαία επικοινωνία, η μητέρα και ο σύζυγός της αρνήθηκαν να συμμορφωθούν με την απόφαση. Οι διαδικασίες εκτέλεσης της απόφασης αποδείχθηκαν αναποτελεσματικές, καθώς χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια απλώς για την απειλή επιβολής χρηματικής ποινής και δεν κατέστη δυνατή η επιβολή ούτε μίας ποινής για περισσότερα από τρία χρόνια.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8), τονίζοντας ότι οι αρχές απέτυχαν να επιδείξουν την εξαιρετική επιμέλεια που απαιτείται σε υποθέσεις σχέσεων γονέα-τέκνου, επιτρέποντας στον χρόνο να καθορίσει de facto το ζήτημα και επιδίκασε 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1975 και διατηρούσε από το 2004 έως το 2009 σχέση με την W.N., δικαστή στο επάγγελμα και παντρεμένη με τον B.N. από το 2001. Κατά τη διάρκεια της σχέσης τους γεννήθηκαν δύο τέκνα: ο L. το 2005 και η B. το 2007. Τα τέκνα καταχωρήθηκαν στο ληξιαρχείο με πατέρα τον σύζυγο της μητέρας βάσει του νομικού τεκμηρίου πατρότητας.
Το 2006 ο προσφεύγων επιθυμούσε να αναγνωρίσει την πατρότητα του L., αλλά αποσύρθηκε μετά από παράκληση της W.N. που φοβόταν για την καριέρα της. Το ζευγάρι συζούσε σε μισθωμένο διαμέρισμα και τα τέκνα είχαν ισχυρό συναισθηματικό δεσμό με τον προσφεύγοντα, γνωρίζοντας ότι είχαν «δύο πατέρες».
Μετά τον χωρισμό τους, η επικοινωνία του προσφεύγοντος με τα τέκνα περιορίστηκε σημαντικά και τελικά διακόπηκε εντελώς μετά τη μετακόμιση της μητέρας με τα παιδιά στον σύζυγό της.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
«Το εγχώριο δικαστήριο ουσιαστικά στέρησε από τον προσφεύγοντα το δικαίωμα να αναγνωριστεί η πατρότητά του επί των τέκνων, όχι μόνο επιτρέποντας στη ροή του χρόνου να καθορίσει το ζήτημα de facto, αλλά και επιτρέποντας οι περαιτέρω προσπάθειές του προς αυτή την κατεύθυνση να καταστούν ανενεργές λόγω παραγραφής» (παράγραφος 119).
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8 – Διαδικαστικές εγγυήσεις και θετικές υποχρεώσεις
Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι οι υποθέσεις που αφορούν τη σχέση προσώπου με τα τέκνα του απαιτούν εξαιρετική επιμέλεια λόγω του κινδύνου η ροή του χρόνου να οδηγήσει σε de facto επίλυση του ζητήματος. Στην προκειμένη περίπτωση, το Δικαστήριο εξέτασε τέσσερα κρίσιμα ζητήματα:
Πρώτον, η αδυναμία του προσφεύγοντος να συμμετάσχει στη διαδικασία αμφισβήτησης του τεκμηρίου πατρότητας του στέρησε την απαιτούμενη προστασία των συμφερόντων του. Η άρνηση του εγχώριου δικαστηρίου βασίστηκε σε νομολογία δεκαετιών που δεν λάμβανε υπόψη τις κοινωνικές εξελίξεις και τη νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου του 2003.
Δεύτερον, η απουσία χρονικού πλαισίου εντός του οποίου ο εισαγγελέας όφειλε να αποφασίσει για την κίνηση της διαδικασίας. Πέρασαν δύο χρόνια και τρεις μήνες από την αίτηση του προσφεύγοντος μέχρι την κίνηση της διαδικασίας.
Τρίτον, η πολύ μεγάλη βραδύτητα των δικαστικών διαδικασιών, με το δικαστήριο να ανέχεται για χρόνια αυτό που η Κυβέρνηση τώρα χαρακτηρίζει «|κατάφωρη παρακώλυση». Παρά την εισαγωγή νέων «πειθαρχικών» εργαλείων το 2019, ούτε το δικαστήριο ούτε ο εισαγγελέας έλαβαν αποτελεσματικά μέτρα.
Τέταρτον, όσον αφορά την επικοινωνία με τα τέκνα, οι αρχές χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια για την έκδοση τελεσίδικης απόφασης γι΄αυτό και ακόμη τέσσερα για την απλή απειλή επιβολής χρηματικής ποινής, χωρίς ποτέ να επιτύχουν την εκτέλεσή της απόφασης.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8, επιδικάζοντας 20.000 ευρώ για ηθική βλάβη.