Το Εφετείο αναγνώρισε ότι η συμπεριφορά των εναγόμενων συνιστούσε παράνομη και υπαίτια πράξη, παραβίαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλαγές και αντίθεση προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη.
Ενδεικτική της αυστηρότητας με την οποία η Δικαιοσύνη αντιμετωπίζει πλέον την παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλαγές είναι η υπ’ αριθμ. 1289/2025 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, που έρχεται να θέσει σαφείς δικαστικές βάσεις για την προσωπική, εις ολόκληρον, ευθύνη των μελών Διοικητικού Συμβουλίου ανώνυμης εταιρίας σε περίπτωση αδικοπρακτικής συμπεριφοράς.
Η υπόθεση αφορούσε εμπορική συνεργασία μεταξύ των δύο εταιριών στον τομέα της κονσερβοποίησης φρούτων. Τον Οκτώβριο 2017, η εναγόμενη πώλησε στην ενάγουσα κονσέρβες συνολικής αξίας 217.531,40 €, με συμφωνία παρακαταθήκης, σύμφωνα με την οποία τα προϊόντα θα παρέμεναν στις αποθήκες της πρώτης και θα αποδίδονταν κατόπιν σχετικής ζήτησης.
Παρά την πλήρη καταβολή του τιμήματος από την ενάγουσα, η εναγόμενη αρνήθηκε να παραδώσει 254.448 τεμάχια προϊόντων, αξίας 217.531,40 €. Ακολούθησε εξώδικη δήλωση-όχληση και αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, στο πλαίσιο των οποίων διαπιστώθηκε ότι η εναγόμενη είχε καταστρέψει την υπόλοιπη ποσότητα.
Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είχε απορρίψει την κύρια βάση της αγωγής ως αόριστη, κάνοντας δεκτή την επικουρική βάση περί ενδοσυμβατικής ευθύνης. Το Εφετείο, όμως, έκρινε ότι η κύρια βάση της αγωγής, που θεμελιώνεται στην αδικοπρακτική ευθύνη, ήταν απολύτως ορισμένη, πλήρης και νόμιμη, και προέβη σε εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης κατά το σχετικό της μέρος.
Το Εφετείο αναγνώρισε ότι η συμπεριφορά των εναγόμενων συνιστούσε παράνομη και υπαίτια πράξη, παραβίαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στις συναλλαγές και αντίθεση προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Ειδικότερα, η μη απόδοση και καταστροφή των παρακατατεθειμένων προϊόντων θεμελίωσε ευθεία αδικοπρακτική ευθύνη κατά τα άρθρα 914 επ. ΑΚ, ενώ η ευθύνη των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας τεκμηριώθηκε βάσει του άρθρου 71 ΑΚ, καθώς οι πράξεις τους έλαβαν χώρα κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους.
Το Δικαστήριο αναγνώρισε την εις ολόκληρον υποχρέωση της ανώνυμης εταιρίας και των φυσικών προσώπων του Δ.Σ. αυτής, να καταβάλουν στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 239.166,71 ευρώ, που περιλαμβάνει τόσο τη θετική ζημία όσο και τα διαφυγόντα κέρδη, με νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
Τέλος, επιβλήθηκαν δικαστικά έξοδα ύψους 5.000 € εις ολόκληρον σε βάρος των εναγόμενων.