ΑΠΟΦΑΣΗ
Ιsaia κ.α. κατά Ιταλίας της 25.09.2025 (προσφ. αριθ. 36551/22, 36926/22 και 37907/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η υπόθεση αφορά την «προληπτική δήμευση» περιουσιακών στοιχείων τριών Ιταλών υπηκόων (κ. Giuseppe Isaia, της συζύγου και του γιου τους), η οποία διατάχθηκε από τα ιταλικά δικαστήρια. Η δήμευση βασίστηκε στον χαρακτηρισμό του πρώτου προσφεύγοντος ως ατόμου «κοινώς επικίνδυνου» για την κοινωνία, λόγω του ποινικού του παρελθόντος που περιλάμβανε αδικήματα κατά της περιουσίας κυρίως μεταξύ 1980 και 1998. Τα δημευθέντα περιουσιακά στοιχεία θεωρήθηκε ότι αποτελούσαν προϊόντα των παράνομων δραστηριοτήτων του.
Ωστόσο, τα εν λόγω περιουσιακά στοιχεία (ακίνητα και τραπεζικοί λογαριασμοί) αποκτήθηκαν πολλά χρόνια μετά το τέλος της κύριας περιόδου εγκληματικής του δράσης, συγκεκριμένα τα έτη 2010, 2016 και 2018. Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν τήρησαν τις προϋποθέσεις του εθνικού δικαίου, ιδίως την αρχή της «χρονικής συσχέτισης» μεταξύ της περιόδου επικινδυνότητας και της απόκτησης των περιουσιακών στοιχείων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων ήταν αυθαίρετες και προδήλως παράλογες, καθώς απέτυχαν να στοιχειοθετήσουν οποιονδήποτε συγκεκριμένο αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των παλαιότερων εγκλημάτων του πρώτου προσφεύγοντος και των πρόσφατα αποκτηθέντων περιουσιακών στοιχείων. Οι αρχές στήριξαν τη δήμευση απλώς στη δυσαναλογία μεταξύ των δηλωθέντων εισοδημάτων και της αξίας της περιουσίας, χωρίς να προβούν σε αυστηρή αξιολόγηση της αλυσίδας των επανεπενδύσεων που θα μπορούσαν να συνδέσουν τα κεφάλαια με παράνομες πηγές.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
«το Δικαστήριο θεωρεί ότι οι ελλείψεις στις αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων ήταν τόσο σοβαρές και προδήλως ασύμβατες με αρκετούς από τους περιορισμούς και τις εγγυήσεις που θεσπίζονται από το σχετικό εθνικό δίκαιο και τη νομολογία, ώστε το μέτρο πρέπει να θεωρηθεί ότι επιβλήθηκε με αυθαίρετο ή προδήλως παράλογο τρόπο».
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι η προληπτική δήμευση αποτελεί επέμβαση στο δικαίωμα της ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας. Για να είναι σύμφωνη με τη Σύμβαση, μια τέτοια επέμβαση πρέπει να είναι νόμιμη, να εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον και να είναι ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο σκοπό.
Στη συγκεκριμένη υπόθεση, το Δικαστήριο εξέτασε από κοινού τη νομιμότητα και την αναλογικότητα του μέτρου. Διαπίστωσε τρία θεμελιώδη προβλήματα:
α)Χρονική απόσταση: Ένας σημαντικός χρόνος είχε παρέλθει από τη διάπραξη των αδικημάτων στα οποία βασίστηκε η δήμευση (κυρίως 1980-1998) και την έναρξη της διαδικασίας δήμευσης το 2018, β) Φύση των αδικημάτων: Τα εθνικά δικαστήρια δεν τεκμηρίωσαν επαρκώς ότι τα αδικήματα του πρώτου προσφεύγοντος (μεταξύ των οποίων και απόπειρες) ήταν ικανά να του αποφέρουν παράνομα εισοδήματα σε συνεχή βάση και γ) Απουσία αιτιώδους συνδέσμου: Το πιο κρίσιμο στοιχείο ήταν η αποτυχία των ιταλικών αρχών να αποδείξουν έναν αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ των εγκληματικών δραστηριοτήτων και των δημευθέντων περιουσιακών στοιχείων. Η απλή αναφορά στη δυσαναλογία εισοδήματος-περιουσίας κρίθηκε ανεπαρκής, ιδίως όταν τα περιουσιακά στοιχεία αποκτήθηκαν 12, 18 και 20 χρόνια μετά το τέλος της περιόδου επικινδυνότητας του πρώτου προσφεύγοντος. Οι αρχές δεν προέβησαν σε καμία ανάλυση των τραπεζικών συναλλαγών ή άλλων στοιχείων για να ανιχνεύσουν την προέλευση των χρημάτων.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η προσέγγιση αυτή δεν πληρούσε ούτε τα μειωμένα αποδεικτικά πρότυπα που απαιτούνται για τέτοια μέτρα, και ήταν αντίθετη ακόμη και με τις αυστηρές εγγυήσεις που προβλέπει η ίδια η ιταλική νομολογία για περιπτώσεις δήμευσης περιουσίας που αποκτήθηκε πολύ μετά την περίοδο εγκληματικής δράσης.
Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε κατά πλειοψηφία (6 προς 1) παραβίαση του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και επιδίκασε την επιστροφή των περιουσιακών στοιχείων ή, εναλλακτικά, την αποζημίωση της αξίας τους.
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση αυτή αποτελεί ορόσημο για τα συστήματα δήμευσης χωρίς προηγούμενη καταδίκη. Το Δικαστήριο δεν απορρίπτει κατ’ αρχήν τέτοια μέτρα, τα οποία αναγνωρίζει ότι εξυπηρετούν τον θεμιτό σκοπό της καταπολέμησης του αδικαιολόγητου πλουτισμού από εγκληματικές δραστηριότητες. Ωστόσο, θέτει αυστηρά όρια στην εφαρμογή τους, απαιτώντας από τις εθνικές αρχές να μην ενεργούν αυθαίρετα. Η ανάλυση του Δικαστηρίου, παρόμοια με την προσέγγιση σε υποθέσεις όπως η Todorov and Others κατά Βουλγαρίας, υπογραμμίζει την ανάγκη για εξατομικευμένη και εμπεριστατωμένη αιτιολόγηση που να συνδέει τις παράνομες πράξεις με τα συγκεκριμένα περιουσιακά στοιχεία που κατάσχονται.
Σε αντίθεση με υποθέσεις που αφορούν ενεργά μέλη εγκληματικών οργανώσεων (π.χ. Raimondo κατά Ιταλίας), όπου η σύνδεση μεταξύ του τρόπου ζωής και της εγκληματικής δραστηριότητας είναι συχνά πιο προφανής, στην παρούσα υπόθεση η τεράστια χρονική απόσταση καθιστούσε επιτακτική την ανάγκη για μια πιο αυστηρή απόδειξη της «αλυσίδας επανεπενδύσεων». Η απόφαση εναρμονίζεται με τις διεθνείς αρχές (όπως η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά της Διαφθοράς) που, ενώ ενθαρρύνουν την ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων, τονίζουν παράλληλα την τήρηση των εγγυήσεων της δίκαιης δίκης και των θεμελιωδών δικαιωμάτων.