ΑΠΟΦΑΣΗ
Shilina και Filkov κατά Αρμενίας της 11.09.2025 (προσφ. αριθ. 8010/05)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες, σύζυγοι κατά τον κρίσιμο χρόνο και Αρμένιοι υπήκοοι, καταδικάστηκαν για εσχάτη προδοσία το 2004. Η πρώτη προσφεύγουσα καταδικάστηκε σε 15 έτη κάθειρξης για εσχάτη προδοσία και απόπειρα δολιοφθοράς, ενώ ο δεύτερος σε 13 έτη κάθειρξης για εσχάτη προδοσία. Οι καταδίκες βασίστηκαν κυρίως στις προανακριτικές καταθέσεις τριών μαρτύρων κατηγορίας (E.O., A.Y. και R.K.), οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο για να εξεταστούν και αναγνώστηκαν οι καταθέσεις τους.
Το ΕΔΔΑ εξέτασε αν η μη εξέταση των κύριων μαρτύρων κατηγορίας παραβίασε το δικαίωμα της πρώτης προσφεύγουσας να εξετάσει μάρτυρες κατηγορίας. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν υπήρχε βάσιμος λόγος για τη μη προσέλευση των μαρτύρων στη δίκη. Η E.O. δεν συμπεριλήφθηκε καν στον κατάλογο μαρτύρων, ενώ για τους A.Y. και R.K. δεν αποδείχθηκε ότι το δικαστήριο προσπάθησε να τους κλητεύσει ή ότι ήταν αδύνατος ο εντοπισμός τους.
Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι καταθέσεις των απόντων μαρτύρων είχαν σημαντικό βάρος στην καταδίκη, καθώς ήταν οι μόνες που συνέδεαν άμεσα την πρώτη προσφεύγουσα με κατασκοπευτική δραστηριότητα, ενώ οι υπόλοιποι 13 μάρτυρες κατέθεσαν μόνο γενικές πληροφορίες για τον τρόπο ζωής των προσφευγόντων. Επιπλέον, δεν υπήρχαν επαρκείς αντισταθμιστικοί παράγοντες. Τα εθνικά δικαστήρια δεν προσέγγισαν τις καταθέσεις με ιδιαίτερη προσοχή, δεν τους απέδωσαν μειωμένη αποδεικτική αξία, ούτε υπήρχαν διαδικαστικές εγγυήσεις για τη χρήση αυτών των αποδεικτικών στοιχείων.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3(δ) της ΕΣΔΑ ως προς την πρώτη προσφεύγουσα. Η προσφυγή του δεύτερου προσφεύγοντος απορρίφθηκε ως απαράδεκτη γιατί δεν είχε εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η πρώτη προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1949 στη Ρωσία και ο δεύτερος το 1972 στην Αρμενία. Παντρεύτηκαν το 1997 και εγκαταστάθηκαν στην Αρμενία. Τον Ιούνιο 2002, η E.O. κατέθεσε αναφορά στο Υπουργείο Εθνικής Ασφαλείας ισχυριζόμενη ότι η πρώτη προσφεύγουσα συνέλεγε στρατιωτικές πληροφορίες. Έναν μήνα αργότερα, ο A.Y. κατέθεσε παρόμοια αναφορά, αναφέροντας ότι η πρώτη προσφεύγουσα του είχε πει ότι είχε στρατολογηθεί από υπηρεσίες πληροφοριών στην Τιφλίδα.
Στις 6 Αυγούστου 2002 το Υπουργείο Εθνικής Ασφαλείας κίνησε ποινική διαδικασία για εσχάτη προδοσία. Οι προσφεύγοντες συνελήφθησαν την ίδια ημέρα και έκαναν λεπτομερείς γραπτές απολογίες, ομολογώντας ουσιαστικά την διάπραξη του αδικήματος. Τους διορίστηκε συνήγορος υπεράσπισης από το σύστημα νομικής βοήθειας.
Τον Νοέμβριο 2002, ο R.K., γιος της πρώτης προσφεύγουσας, εξετάστηκε στην Ουκρανία και περιέγραψε λεπτομέρειες σχετικά με την κατασκοπευτική δραστηριότητα της μητέρας του στο Μπακού μεταξύ 1993-1996.
Στις 26 Ιανουαρίου 2004, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του Ερεβάν καταδίκασε την πρώτη προσφεύγουσα για εσχάτη προδοσία και απόπειρα δολιοφθοράς (απόπειρα έκρηξης σε ξενοδοχείο στο κέντρο του Ερεβάν) σε 15 έτη κάθειρξης, και τον δεύτερο για εσχάτη προδοσία σε 13 έτη κάθειρξης. Το δικαστήριο βασίστηκε στις αναφορές και καταθέσεις των E.O., A.Y. και R.K., οι οποίες αναγνώστηκαν στο ακροατήριο χωρίς οι μάρτυρες να εμφανιστούν, καθώς και σε καταθέσεις 13 άλλων μαρτύρων που κατέθεσαν γενικές πληροφορίες.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 §1
Άρθρο 6 § 3(δ)
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 §§ 1 και 3(δ) – Δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων
Το Δικαστήριο επανέλαβε τις αρχές που διέπουν την παραδεκτή χρήση των ενοχοποιητικών μαρτυρικών καταθέσεων των μη εξετασθέντων μαρτύρων, όπως καθορίστηκαν στις υποθέσεις Al-Khawaja και Tahery κατά Ηνωμένου Βασιλείου και Schatschaschwili κατά Γερμανίας.
Σχετικά με την ύπαρξη βάσιμου λόγου για τη μη προσέλευση των μαρτύρων, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι οι μάρτυρες E.O. και A.Y. κλητεύθηκαν δεν υποστηρίζεται από αποδεικτικά στοιχεία. Η E.O. δεν συμπεριλήφθηκε καν στον κατάλογο μαρτύρων. Όσον αφορά τον R.K., παρότι βρισκόταν στην Ουκρανία, δεν υπάρχουν στοιχεία ότι το δικαστήριο προσπάθησε να τον κλητεύσει στην τελευταία γνωστή διεύθυνσή του. Το γεγονός ότι ένας μάρτυρας απουσίαζε από τη χώρα δεν αρκούσε από μόνο του για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του άρθρου 6 § 3(δ).
Ως προς το ρόλο των αποδεικτικών στοιχείων, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι καταθέσεις των E.O., A.Y. και R.K. δεν ήταν τα μόνα αποδεικτικά στοιχεία, αλλά είχαν σημαντικό βάρος καθώς ήταν αυτές που συνέδεαν άμεσα την πρώτη προσφεύγουσα με κατασκοπευτική δραστηριότητα. Οι υπόλοιποι 13 μάρτυρες κατέθεσαν μόνο γενικές πληροφορίες για τον τρόπο ζωής και τα ταξίδια των προσφευγόντων.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε την απουσία επαρκών αντισταθμιστικών παραγόντων. Τα εθνικά δικαστήρια δεν προσέγγισαν τις καταθέσεις με ιδιαίτερη προσοχή, δεν τους απέδωσαν μειωμένο βάρος, ούτε η Κυβέρνηση υπέδειξε διαδικαστικές εγγυήσεις σχετικά με τη χρήση αυτών των αποδεικτικών στοιχείων.
Συνεπώς, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχαν επαρκείς αντισταθμιστικοί παράγοντες για να αντισταθμίσουν τα μειονεκτήματα υπό τα οποία λειτούργησε η υπεράσπιση σε σχέση με την λήψη υπόψιν των καταθέσεων των μη εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
“Το γεγονός ότι ένας μάρτυρας απουσιάζει από τη χώρα στην οποία διεξάγεται η διαδικασία δεν αρκεί από μόνο του να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του άρθρου 6 § 3(δ), το οποίο απαιτεί από τα Συμβαλλόμενα Κράτη να λαμβάνουν θετικά μέτρα για να επιτρέψουν στον κατηγορούμενο να εξετάσει ή να ζητήσει την εξέταση των μαρτύρων κατηγορίας“.
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση αυτή ενισχύει τη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το δικαίωμα εξέτασης μαρτύρων κατηγορίας, ιδιαίτερα σε σοβαρές ποινικές υποθέσεις όπως η εσχάτη προδοσία. Το Δικαστήριο εφάρμοσε αυστηρά τα κριτήρια που τέθηκαν στις υποθέσεις Al-Khawaja και Tahery και Schatschaschwili, απαιτώντας: (α) βάσιμο λόγο για τη μη προσέλευση των μαρτύρων, (β) την αξιολόγηση του βάρους των μαρτυρικών καταθέσεων των μη εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων και (γ) την ύπαρξη επαρκών αντισταθμιστικών παραγόντων.
Η απόφαση τόνισε ότι η απλή αναφορά σε άλλα αποδεικτικά στοιχεία δεν αρκούσε όταν οι καταθέσεις των μη εξετασθέντων στο ακροατήριο μαρτύρων έχουν κρίσιμο ρόλο στην καταδίκη. Τα δικαστήρια οφείλουν να προσεγγίζουν τέτοιες καταθέσεις με ιδιαίτερη προσοχή και να εφαρμόζουν διαδικαστικές εγγυήσεις που αντισταθμίζουν την αδυναμία της υπεράσπισης να αντεξετάσει τους μάρτυρες.
Η παρούσα απόφαση ακολουθεί τη νομολογιακή γραμμή των υποθέσεων Gabrielyan κατά Αρμενίας της 10.04.2012 (αριθμ. προσφ. 8088/05) και Lučić κατά Κροατίας της 27.02.2014 (αριθμ. προσφ. 5699/11), οι οποίες τόνισαν ότι η απουσία μάρτυρα από τη χώρα διεξαγωγής της δίκης δεν απαλλάσσει το Κράτος από την υποχρέωση λήψης θετικών μέτρων για την εξασφάλιση της παρουσίας του.
Αυτή η προσέγγιση είναι ιδιαίτερα σημαντική στη σύγχρονη εποχή της αυξημένης κινητικότητας και των διασυνοριακών υποθέσεων. Το Δικαστήριο απαιτεί από τα Κράτη να χρησιμοποιούν διεθνείς μηχανισμούς δικαστικής συνεργασίας, όπως η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαστικής Συνδρομής σε Ποινικές Υποθέσεις, για την εξασφάλιση της εξέτασης μαρτύρων που βρίσκονται στο εξωτερικό.
Σύγκριση με άλλες υποθέσεις της Αρμενίας
Η απόφαση συνεχίζει μια σειρά καταδικών της Αρμενίας για παραβιάσεις του δικαιώματος εξέτασης μαρτύρων. Στην υπόθεση Asatryan κατά Αρμενίας της 27.04.2017 (αριθμ. προσφ. 3571/09), το Δικαστήριο επίσης διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 3 (δ) λόγω έλλειψης επαρκών αντισταθμιστικών παραγόντων.
Σύγκριση με τη Νομολογία του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων
Η προσέγγιση του ΕΔΔΑ στην παρούσα υπόθεση παρουσιάζει ενδιαφέρουσες ομοιότητες και διαφορές με τη νομολογία του Διαμερικανικού Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Castillo Petruzzi κ.ά. κατά Περού της 30.05.1999 (Series C No. 52), το Διαμερικανικό Δικαστήριο αντιμετώπισε παρόμοια ζητήματα σε υποθέσεις προδοσίας, τονίζοντας ότι ακόμη και σε εξαιρετικές περιστάσεις εθνικής ασφάλειας, οι θεμελιώδεις εγγυήσεις της δίκαιης δίκης δεν μπορούν να παραβιάζονται.
Στην υπόθεση Norín Catrimán κ.ά. κατά Χιλής της 29.05.2014 (Series C No. 279), το Διαμερικανικό Δικαστήριο ανέπτυξε περαιτέρω την αρχή ότι η χρήση προδικαστικών μαρτυρικών καταθέσεων χωρίς δυνατότητα αντιπαράστασης παραβιάζει το δικαίωμα υπεράσπισης, ειδικά όταν αυτές οι καταθέσεις αποτελούν κεντρικά στοιχεία της κατηγορίας.
Σύγκριση με το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο
Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο (ICC) έχει αναπτύξει εκτενή νομολογία για την εξέταση μαρτύρων σε διεθνείς ποινικές υποθέσεις. Στην υπόθεση Prosecutor v. Ruto and Sang (ICC-01/09-01/11) της 05.02.2016 το ICC τόνισε ότι η αδυναμία εξασφάλισης της παρουσίας μαρτύρων λόγω φόβου ή πίεσης δεν απαλλάσσει την κατηγορούσα αρχή από την υποχρέωση να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την προστασία και εξασφάλιση της κατάθεσής τους.
Ευρωπαϊκή Οδηγία 2012/29/ΕΕ
Αν και η Αρμενία δεν είναι μέλος της ΕΕ, η Οδηγία 2012/29/ΕΕ για τα δικαιώματα των θυμάτων παρέχει χρήσιμες κατευθύνσεις για την ισορροπία μεταξύ της προστασίας μαρτύρων και των δικαιωμάτων του κατηγορουμένου. Η Οδηγία προβλέπει τη δυνατότητα λήψης κατάθεσης μέσω οπτικοακουστικών μέσων, διατηρώντας παράλληλα το δικαίωμα αντιπαράστασης.