Βασίλειος Παπαβασιλείου
Οικονομολόγος, Μ.Β.Α
1. Εισαγωγικά στοιχεία
H εργασιακή σχέση, κατά κανόνα, προϋποθέτει ενεργό ή θετική παροχή πνευματικής ή σωματικής ανθρώπινης δραστηριότητας για την επίτευξη κάποιου οικονομικού αποτελέσματος. Εργασία με τη νομική έννοια του όρου είναι κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα, ανεξαρτήτως του είδους της. Εμπίπτουν, συνεπώς, στην έννοιά της όχι μόνο οι φανερές ανθρώπινες ενέργειες, αλλά και οι περιπτώσεις καλυμμένης ανθρώπινης θετικής ενέργειας, όπως είναι η προετοιμασία για την ανάληψη εργασίας ή ακόμα και η σκόπιμη ακινησία όταν γενικότερα συντρέχει περιοριμός του ελεύθερου χρόνου για τις ανάγκες ενός άλλου.
Ο πραγματικός χρόνος εργασίας αποτελεί βασικό στοιχείο του εργασιακού βίου και η ρύθμισή του έχει αποτελέσει το επίκεντρο πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών συζητήσεων, τόσο σε εθνικό επίπεδο, όσο και σε επίπεδο Ε.Ε.. Με στόχο την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των εργαζομένων, η Οδηγία 2003/88 της Ε.Ε. για τον χρόνο εργασίας απαιτεί από όλα τα κράτη μέλη να διασφαλίζουν την τήρηση ελάχιστων προτύπων, σχετικά με τις ώρες εργασίας για όλους τους εργαζομένους σε ολόκληρη την Ε.Ε.. Περιλαμβάνονται πρότυπα για τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, τις ελάχιστες περιόδους ανάπαυσης και τα διαλείμματα, την ετήσια άδεια, τη νυχτερινή εργασία και την εργασία σε βάρδιες.
2. Ο χρόνος εργασίας
Από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) επισημαίνεται ότι το σημείο 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2003/88 ορίζει τον «χρόνο εργασίας» ως «κάθε περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία του, στη διάθεση του εργοδότη και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του». Κατά το σημείο 2 του άρθρο 2 της Οδηγίας αυτής, η έννοια της «περιόδου ανάπαυσης» ορίζεται αρνητικά ως κάθε περίοδος που δεν είναι χρόνος εργασίας. Συνεπώς, οι έννοιες του «χρόνου εργασίας» και της «περιόδου ανάπαυσης» είναι αλληλοαποκλειόμενες. Περαιτέρω, οι έννοιες του «χρόνου εργασίας» και της «περιόδου ανάπαυσης» είναι έννοιες του δικαίου της Ένωσης οι οποίες επιβάλλεται να ορίζονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, με αναφορά στο σύστημα και στον σκοπό της Οδηγίας 2003/88.
Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι καθοριστικός παράγων για να θεωρηθεί ότι συντρέχουν τα χαρακτηριστικά στοιχεία του «χρόνου εργασίας», κατά την έννοια της Οδηγίας 2003/88, είναι το γεγονός ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι παρών σε χώρο που έχει καθορίσει ο εργοδότης και να βρίσκεται εκεί στη διάθεση του τελευταίου, για να παράσχει αμέσως τις υπηρεσίες του όταν χρειαστεί.
Στο πλαίσιο αυτό, ως τόπος εργασίας νοείται ο τόπος στον οποίο ο εργαζόμενος καλείται να ασκήσει δραστηριότητα κατ΄ εντολήν του εργοδότη του, περιλαμβανομένης της περιπτώσεως στην οποία ο τόπος αυτός δεν είναι το μέρος όπου ασκεί συνήθως την επαγγελματική του δραστηριότητα.
Τούτο σαφώς αφορά και κάθε περίοδο κατά την οποία ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι παρών σε χώρο που έχει καθορίσει ο εργοδότης και να βρίσκεται εκεί στη διάθεσή του για να παράσχει αμέσως τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τις εντολές του, όπως για παράδειγμα ο καθορισμένος χρόνος προετοιμασίας (όπως έχει καθοριστεί από τον εργοδότη) για ανάληψη της εργασίας.
Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 2 του Π.Δ. 88/1999 , χρόνο εργασίας αποτελεί κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις ισχύουσες ρυθμίσεις, για κάθε κατηγορία εργαζομένων.
Κατά το άρθρο 14 του Π.Δ. 27.6/1932, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 του Ν.Δ. 3789/1957 , ως ώρες εργασίας θεωρούνται οι πραγματικές, μη συμπεριλαμβανομένων των διακοπών ή διαλειμμάτων εργασίας.
Στον χώρο που αφορά τους μισθωτούς των καταστημάτων, εφαρμογή έχουν οι διατάξεις του άρθρου 1 του Ν.Δ. 1037/1971, όπως τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα, σύμφωνα με τις οποίες η διάρκεια εργασίας ορίζεται από την έναρξη μέχρι το πέρας της εργασίας. Στον χρόνο αυτό δεν συμπεριλαμβάνονται οι διακοπές, τα διαλείμματα, ο χρόνος ανάπαυσης καθώς και ο χρόνος μετάβασης του εργαζόμενου στον τόπο εργασίας, ασχέτως αν παρέχονται από τον εργοδότη μεταφορικά μέσα, εκτός αντίθετης συμφωνίας.
3. Ο πραγματικός χρόνος εργασίας
Σύμφωνα με το Π.Δ. 80/2022, Κώδικας Ατομικού Εργατικού Δικαίου στο άρθρο 187, αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Ως ώρες εργασίας θεωρούνται εκείνες που εκτελούνται πραγματικά, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται οι διακοπές ή τα διαλείμματα της εργασίας.
Πάντως δεν θεωρείται διακοπή ή διάλειμμα η απομάκρυνση από την εργασία για σωματική ανάγκη ή η αναγκαστική απομάκρυνση από την εργασία λόγω καταφανούς κινδύνου (Α.Π.1379/1985, Α.Π. 7/1986).
Για ελαφρύ πρόγευμα επιτρέπεται μόνον μια διακοπή, η οποία ποτέ δεν υπερβαίνει τη μισή (1/2) ώρα. Οι διακοπές για το μεσημεριανό γεύμα δεν υπερβαίνουν ποτέ τις δύο ώρες τον χειμώνα και τις τρεις ώρες το καλοκαίρι και σε καμία περίπτωση δεν είναι μικρότερες από μία ώρα. Σε περίπτωση που λόγω της φύσης της εργασίας η διακοπή για μία ολόκληρη ώρα είναι εντελώς αδύνατη, ο αρμόδιος Επιθεωρητής Εργασίας δύναται να καθορίσει μειωμένο χρόνο διακοπής.
Εξαιρετικά, η μεσημβρινή διακοπή, καθ` όλη την περίοδο του έτους, στα μηχανουργεία, λεβητοποιεία, χυτήρια και στις μεταλλουργικές εργασίες ορίζεται σε μία ώρα.
Αν όμως οι επιχειρήσεις αυτές βρίσκονται εντός κατοικημένης ζώνης, η κατά τα ανωτέρω μεσημβρινή διακοπή δύναται να ορίζεται μέχρι δύο ώρες, οι οποίες θα πρέπει να εμπίπτουν εντός των ορίων της διακοπής που ορίζεται με αστυνομική διάταξη «περί μέτρων κοινής ησυχίας».
Στην περίπτωση που λόγω της φύσης της εργασίας είναι εντελώς αδύνατη η διακοπή για ολόκληρο δίωρο, ο αρμόδιος επιθεωρητής εργασίας δύναται να καθορίζει μειωμένο χρόνο διακοπής.
Επίσης, κατ` εξαίρεση στα απασχολούμενα με εργασίες ημερήσιων εφημερίδων τσιγκογραφεία, η μεσημβρινή διακοπή δύναται να ορίζεται μεγαλύτερη των κατά τα ανωτέρω δύο ωρών κατά τον χειμώνα και τριών κατά το καλοκαίρι.».
Σύμφωνα με τη νομολογία, ως χρόνος παροχής εργασίας θεωρείται και ο χρόνος που διατίθεται από τους μισθωτούς για να λάβουν οδηγίες σχετικά με την εργασία που θα εκτελέσουν ή για την φροντίδα προς αναπλήρωση εκείνων που δεν προσήλθαν στην εργασία τους (Α.Π. 255/1977).
Επίσης, χρόνο εργασίας αποτελεί και το διάστημα κατά το οποίο, μετά τη λήξη της εργασίας, ο εργαζόμενος οφείλει να συλλέγει τα εργαλεία και να τα μεταφέρει σε ορισμένο τόπο (Α.Π. 779/1989).
Στις ώρες εργασίας δεν περιλαμβάνονται:
- Ο χρόνος μετάβασης του εργαζόμενου από την κατοικία του στον τόπο εργασίας και ο χρόνος επιστροφής σ΄ αυτή, έστω και αν ο εργοδότης διαθέτει τα μεταφορικά μέσα μετάβασης (ή επιστροφής), εφόσον, βέβαια, δεν επιβάλλονται από τον εργοδότη δεσμεύσεις, με τις οποίες παρατείνεται προς όφελός του ο χρόνος αυτός.
Όταν η μεταφορά του προσωπικού στον τόπο εργασίας γίνεται από τον εργοδότη, δεν υπάρχει ευθύνη των μισθωτών για την καθυστερημένη ανάληψη της εργασίας, συνεπεία της μη έγκαιρης άφιξης του μεταφορικού μέσου, ούτε υποχρέωση των μισθωτών να προσφέρουν συμπληρωματική εργασία σε άλλο χρόνο (Α.Π. 39733/1977 έγγραφο του Υπουργείου Εργασίας).
- Οι διακοπές για ελαφρύ πρόγευμα ή για μεσημβρινό φαγητό, καθώς και τα διαλλείματα εργασίας.
Η ισόχρονη προς τις διακοπές αυτές παράταση της εργασίας, μέχρι να συμπληρωθεί το κανονικό ωράριο, δεν γεννά αξίωση υπέρ των μισθωτών για τη λήψη της αμοιβής.
- Ο χρόνος που διατίθεται από τους μισθωτούς για την προπαρασκευή τους, είτε κατά τη μετάβαση στην εργασία τους, είτε κατά τη αποχώρηση τους από αυτή, όπως ο χρόνος που αναλίσκεται για το χτύπημα της κάρτας παρουσίας, όπου υπάρχει, την περιβολή ειδικής στολής, το πλύσιμο, την αλλαγή ενδυμασίας, τον καλλωπισμό μετά το τέλος της εργασίας.
4. Ο χρόνος παραμονής και προπαρασκευής των εργαζομένων
Ως προς τον χρόνο, όμως, προπαρασκευής του εργαζόμενου, της παρουσίας και παραμονής του στον τόπο εργασίας πριν ή μετά το δηλωθέν ωράριο εργασίας του, θα πρέπει να γίνουν οι κάτωθι διευκρινήσεις:
- Υπάρχει παροχή εξαρτημένης εργασίας και θεωρείται ως χρόνος εργασίας όταν δεσμεύεται η ελευθερία του μισθωτού, με την υποχρέωσή του να παραμένει στον καθοριζόμενο από τον εργοδότη τόπο και χρόνο (π.χ. προσέλευση και παραμονή στον τόπο της επιχείρησης) για να είναι έτοιμος προς παροχή της εργασίας του.
- Σε πολλές περιπτώσεις, ο εργαζόμενος έχει την υποχρέωση να προσέρχεται νωρίτερα από το προκαθορισμένο ωράριο, προκειμένου να προετοιμαστεί για την εργασία του, σε χρόνο που προκαθορίζει ο εργοδότης με ρητή εντολή, καθώς ο ίδιος κρίνει ότι θα προετοιμαστεί ο εργαζόμενος καλύτερα για την ανάληψη εργασίας, θα λάβει τις κατάλληλες εντολές, οδηγίες ή θα πρέπει να ασχοληθεί με τις καθοριζόμενες διαδικασίες που απαιτούνται για την ανάληψη εργασίας, χωρίς το χρονικό διάστημα αυτό να δηλώνεται ως ωράριο εργασίας στην δήλωση του χρόνου εργασίας στο ηλεκτρονικό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ.
- Σύμφωνα με τη νομολογία των Δικαστηρίων, ως χρόνος παροχής εργασίας θεωρείται και ο χρόνος που διατίθεται από τους μισθωτούς για να λάβουν οδηγίες σχετικά με την εργασία που θα εκτελέσουν ή για την φροντίδα προς αναπλήρωση εκείνων που δεν προσήλθαν στην εργασία τους (Α.Π. 255/1977).
Τούτο συμβαίνει συχνά με εγκύκλιους, εντολές, οδηγίες ή με διατάξεις εσωτερικών κανονισμών εργασίας, σύμφωνα με τις οποίες ο εργαζόμενος υποχρεούται να προσέρχεται στον τόπο εργασίας νωρίτερα από το ωράριό του (π.χ. μισή ώρα πριν την έναρξη του ωραρίου) ή αντίστοιχα να αποχωρεί αργότερα από τον τόπο εργασίας.
- Ο χρόνος παραμονής του μισθωτού στον εργασιακό χώρο νωρίτερα από τον καθορισμένο χρόνο αναλήψεως εργασίας, όταν υπάρχει σχετική υποχρέωση του μισθωτού, και η προσέλευση γίνεται προς εξυπηρέτηση του εργοδότη, θεωρείται ως χρόνος εργασίας, καθόσον ο εργαζόμενος είναι στη διάθεση του εργοδότη και έχει περιορίσει την προσωπική του ελευθερία, σύμφωνα με τα ανωτέρω, προς όφελος του εργοδότη. Ο χρόνος αυτός βαρύνει τον εργοδότη και πρέπει να δηλώνεται ως ωράριο εργασίας στο ηλεκτρονικό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ.
- Ομοίως, ο χρόνος παραμονής και προπαρασκευής των εργαζομένων κατά την αποχώρησή τους από την εργασία (δηλωθέν ωράριο λήξης εργασίας) κατόπιν εντολής του εργοδότη (π.χ. τακτοποίηση μηχανημάτων, τακτοποίηση χώρου εργασίας, καθαριότητα χώρου, τακτοποίηση ταμείου, κλείσιμο εγκαταστάσεων, κ.ά.) αποτελεί χρόνο εργασίας.
Επίσης, αποτελεί χρόνο εργασίας ο χρόνος που διατίθεται από τον εργαζόμενο μετά τη λήξη της εργασίας, κατά τον οποίο ο εργαζόμενος παραμένει στον τόπο εργασίας και οφείλει να συλλέγει τα εργαλεία και να τα μεταφέρει σε ορισμένο τόπο (Α.Π. 779/1989).
Οι παραπάνω αναφερόμενες περιπτώσεις που αφορούν τον χρόνο παραμονής στον τόπο εργασίας και προπαρασκευής του εργαζόμενου για την ανάληψη ή την αποχώρηση από την εργασία του, εμπίπτουν στους ορισμούς του άρθρου 2 τουΠ.Δ. 88/1999, καθώς περιορίζεται η προσωπική ελευθερία του εργαζόμενου προς όφελος του εργοδότη (παραμένει στη διάθεση του εργοδότη του), συνεπώς αποτελούν χρόνο εργασίας, ο οποίος θα πρέπει αμείβεται και να δηλώνεται στο ηλεκτρονικό σύστημα ΕΡΓΑΝΗ.
5. Χρόνος εκπαίδευσης ή επαγγελματικής κατάρτισης
Η περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος παρακολουθεί εκπαίδευση ή επαγγελματική κατάρτιση (την οποία επέβαλε ο εργοδότης), ενώ παράλληλα δεν ασκεί τα συνήθη καθήκοντά του ή ασκεί εντελώς διαφορετικά καθήκοντα, συνιστά χρόνο εργασίας.
Με τη δημοσιευθείσα στις 28/10/2021 απόφασή του (στην υπόθεση C 909/19), το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.) αποφάνθηκε ότι η περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος παρακολουθεί επαγγελματική κατάρτιση που του επέβαλε ο εργοδότης του, η οποία πραγματοποιείται εκτός του συνήθους τόπου εργασίας του, στις εγκαταστάσεις του παρέχοντος τις υπηρεσίες κατάρτισης και κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος δεν ασκεί τα συνήθη καθήκοντά του, συνιστά χρόνο εργασίας, στο πλαίσιο των διατάξεων της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας.
Επίσης, με βάση την Οδηγία 2003/88, η περίοδος επαγγελματικής κατάρτισης ενός εργαζομένου πρέπει να χαρακτηρίζεται είτε ως «χρόνος εργασίας», είτε ως «περίοδος ανάπαυσης» για τους σκοπούς της εφαρμογής της Οδηγίας 2003/88, καθόσον η Οδηγία αυτή δεν προβλέπει ενδιάμεση κατηγορία.
Όταν ο εργαζόμενος λαμβάνει εντολή από τον εργοδότη του να παρακολουθήσει επαγγελματική κατάρτιση προκειμένου να είναι σε θέση να εκτελεί τα καθήκοντα που ασκεί και όταν επιπλέον ο εργοδότης αυτός υπέγραψε ο ίδιος τη σύμβαση επαγγελματικής κατάρτισης με την επιχείρηση που καλείται να παράσχει την κατάρτιση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά τις περιόδους επαγγελματικής κατάρτισης, ο εργαζόμενος αυτός βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη του, κατά την έννοια του σημείου 1 του άρθρου 2 της Οδηγίας 2003/88.
Δεν ασκεί, επίσης, επιρροή το γεγονός, το οποίο υπογραμμίζει το αιτούν Δικαστήριο, ότι οι περίοδοι επαγγελματικής κατάρτισης πραγματοποιούνται, εν όλω ή εν μέρει, εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας, δεδομένου ότι, για τους σκοπούς της έννοιας του «χρόνου εργασίας», η Οδηγία 2003/88 δεν κάνει διάκριση ανάλογα με το αν η εργασία αυτή παρέχεται στο πλαίσιο του κανονικού χρόνου εργασίας ή όχι.
Εξάλλου, το γεγονός ότι η επίμαχη επαγγελματική κατάρτιση δεν πραγματοποιείται στον συνήθη τόπο εργασίας του εργαζομένου, αλλά στους χώρους της επιχείρησης που παρέχει τις υπηρεσίες κατάρτισης, ουδόλως αναιρεί, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη σχετικής αποφάσεως, το γεγονός ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι παρών στον χώρο που έχει καθορίσει ο εργοδότης και κατά συνέπεια δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό των επίμαχων περιόδων επαγγελματικής κατάρτισης ως «χρόνου εργασίας», κατά την έννοια της Οδηγίας 2003/88.
Επίσης, ούτε το γεγονός ότι ο εργαζόμενος ασκεί, κατά τη διάρκεια των περιόδων επαγγελματικής κατάρτισης, διαφορετική δραστηριότητα από εκείνη που ασκεί στο πλαίσιο των συνήθων καθηκόντων του εμποδίζει τον χαρακτηρισμό των περιόδων αυτών ως χρόνου εργασίας όταν ο εργαζόμενος παρακολουθεί την επαγγελματική κατάρτιση με πρωτοβουλία του εργοδότη και όταν, κατά συνέπεια, υπακούει, στο πλαίσιο της εν λόγω κατάρτισης, στις εντολές του. Τέλος, στον βαθμό που από την απόφαση του Δικαστηρίου και σύμφωνα με την νομολογία που παρατίθεται στην απόφαση, προκύπτει ότι η δυνατότητα των εργαζομένων να διαχειρίζονται τον χρόνο τους, χωρίς σημαντικούς περιορισμούς και να ασχολούνται με τα ενδιαφέροντά τους, συνιστά στοιχείο ικανό για να στοιχειοθετηθεί ότι η συγκεκριμένη χρονική περίοδος δεν συνιστά χρόνο εργασίας, κατά την έννοια της Οδηγίας 2003/88/ΕΚ, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο χρόνος που αφιερώνεται στην επαγγελματική κατάρτιση, κατόπιν αιτήματος του εργοδότη, συνιστά χρόνο εργασίας.
6. Η χορήγηση διαλείμματος
Όταν ο χρόνος ημερήσιας εργασίας υπερβαίνει τις τέσσερις (4) συνεχόμενες ώρες, πρέπει να χορηγείται διάλειμμα κατ΄ ελάχιστον δεκαπέντε (15) λεπτών και κατά μέγιστον τριάντα (30) λεπτών, κατά τη διάρκεια του οποίου οι εργαζόμενοι δικαιούνται να απομακρυνθούν από τη θέση εργασίας τους. Σύμφωνα με το άρθρο 4, του Π.Δ.88/1999, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 56 του Ν.4808/2021, το διάλειμμα αυτό δεν αποτελεί χρόνο εργασίας και δεν επιτρέπεται να χορηγείται συνεχόμενο με την έναρξη ή τη λήξη της ημερήσιας εργασίας, προκειμένου να αποτελεί ενδιάμεσο χρόνο παύσης της εργασίας.
Οι τεχνικές λεπτομέρειες του διαλείμματος και ιδίως η διάρκεια και οι όροι χορήγησής του, εφόσον δεν ρυθμίζονται από συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή από την κείμενη νομοθεσία, καθορίζονται στο επίπεδο της επιχείρησης στα πλαίσια της διαβούλευσης μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων.
Το διάλειμμα δεν αποτελεί χρόνο εργασίας, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από διάταξη νόμου ή όρο συλλογικής ή ατομικής σύμβασης εργασίας.
Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 14 του Π.Δ. 27-6/1932 (ΦΕΚ Α΄ 212/4-7-1932), οι ώρες εργασίας θεωρούνται οι πραγματικές και σ΄ αυτές δεν περιλαμβάνονται οι διακοπές ή τα διαλείμματα. Συνεπώς, ο χρόνος λήξεως της ημερήσιας εργασίας παρατείνεται ανάλογα με τη διάρκεια του διαλείμματος, προκειμένου να συμπληρωθεί το συμφωνημένο ωράριο.
7. Η εφαρμογή διακεκομμένου ωραρίου εργασίας
Το διακεκομμένο ωράριο, σε αντιδιαστολή με το συνεχές ωράριο, είναι εκείνο κατά το οποίο παρεμβάλλονται διακοπές εργασίας, οι οποίες δεν υπολογίζονται στη διάρκεια της ημερήσιας εργασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 56 του Ν.4808/2021, οι εργαζόμενοι που απασχολούνται κατά πλήρες ημερήσιο, αλλά διακεκομμένο ωράριο, για όλες ή μερικές ημέρες της εβδομάδας, δικαιούνται αναπαύσεως, ενδιαμέσως μεταξύ των τμημάτων του ωραρίου τους, που δεν μπορεί να είναι μικρότερη από τρεις (3) ώρες.
Η εφαρμογή διακεκομμένου ή μη ωραρίου εργασίας, αν δεν προβλέπεται από τις κείμενες διατάξεις, εναπόκειται σε συμφωνία εργοδότη – εργαζόμενου ή διαφορετικά στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη, το οποίο, βεβαίως, πρέπει να ασκείται εντός των ορίων του άρθρου 281 Α.Κ..
8. Η Οδηγία 2003/88/ΕΚ για την οργάνωση του χρόνου εργασίας
Η Οδηγία 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας και στοχεύει στη βελτίωση της ασφάλειας, της υγιεινής και της υγείας των εργαζομένων κατά την εργασία. Επιτάσσει να διατίθενται επαρκείς περίοδοι ανάπαυσης για τους εργαζομένους (Σκέψη 5).
Στο συγκεκριμένο πλαίσιο, η Οδηγία αυτή προχωρά σε πολύ συγκεκριμένο προσδιορισμό των ελάχιστων περιόδων ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης. Επίσης, των μεγίστων ορίων του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας. Αντίθετα, εξ αντιδιαστολής, προκύπτουν τα ανώτατα ημερήσια χρονικά όρια της εργασίας.
Ειδικότερα, ως προς τα ελάχιστα χρονικά όρια ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης, η συγκεκριμένη Οδηγία προβλέπει ότι:
- Με περίοδο αναφοράς το εικοσιτετράωρο: Κάθε εργαζόμενος θα πρέπει να έχει στη διάθεσή του (ανά 24ωρο) ανάπαυση ελάχιστης διάρκειας ένδεκα (11) συνεχών ωρών (άρθρο 3).
- Με περίοδο αναφοράς την εβδομάδα: Κάθε εργαζόμενος θα πρέπει να διαθέτει, ανά 7ήμερο, μια ελάχιστη περίοδο συνεχούς ανάπαυσης εικοσιτεσσάρων (24) ωρών. Στο συγκεκριμένο 24ωρο προστίθενται και οι ένδεκα (11) ώρες της (ελάχιστης) ημερήσιας ανάπαυσης (παρ.1 του άρθρου 5).
Συνεπώς, εξ αντιδιαστολής προκύπτει ότι το ημερήσιο ωράριο δεν είναι δυνατό να υπερβαίνει τις δεκατρείς (13) ώρες.
Παράλληλα, η εν λόγω Οδηγία ρητά όρισε πως σε διάστημα επτά (7) ημερών ο χρόνος εργασίας δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει, κατά μέσο όρο, τις 48 ώρες [συµπεριλαµβανοµένων μάλιστα των υπερωριών (περ. β΄ του άρθρου 6)].
Με βάση το «γράμμα» της Οδηγίας, τα κράτη – μέλη υποχρεούνται να προβούν στη λήψη των «αναγκαίων μέτρων», ώστε να είναι συμβατά με τα ελάχιστα όρια προστασίας που θέτει στο σύνολό της η εν λόγω Οδηγία.
Τέλος, η συγκεκριμένη Οδηγία επιτάσσει στα κράτη – μέλη να συμμορφώνονται με τις ελάχιστες προδιαγραφές της, ως προς τον ελάχιστο χρόνο ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης και τον ανώτατο χρόνο εβδομαδιαίας εργασίας. Δεν προσδιορίζει, ωστόσο, τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη – μέλη θα διασφαλίσουν τις προβλέψεις της, ο οποίος εναπόκειται στη διακριτική τους ευχέρεια.
9. Οι κρίσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε.)
Η διακριτική ευχέρεια των κρατών – μελών και το όριό της για τη λήψη των «αναγκαίων μέτρων» κρίνεται και περιορίζεται από το Δ.Ε.Ε.. Οι εθνικές προβλέψεις του κάθε κράτους – μέλους δεν είναι δυνατό να καθιστούν «γράμμα κενό» τις διατάξεις της ελάχιστης προστασίας, που θέτει η Οδηγία 2003/88 (Σκέψη 43 της Υπόθεσης: C-55/18).
Το Δ.Ε.Ε. δέχεται αυτονόητα ότι τα κράτη – μέλη πρέπει να εγγυώνται την τήρηση των ανωτέρω, ελάχιστων, περιόδων αναπαύσεως. Επίσης, να εμποδίζουν κάθε υπέρβαση της μέγιστης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας. Με τον τρόπο αυτό, διασφαλίζεται η πλήρης αποτελεσματικότητα της συγκεκριμένης Οδηγίας (Σκέψη 43 της Υπόθεσης: C-55/18).
Το Δ.Ε.Ε. δέχεται επιπλέον ότι η Οδηγία 2003/88 δεν ορίζει τον συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν τις ανωτέρω εγγυήσεις.
Δέχεται, ωστόσο, ότι, παρά το περιθώριο εκτιμήσεως των κρατών μελών, τα τελευταία οφείλουν να εγγυώνται την πλήρη και πρακτική αποτελεσματικότητα των ελάχιστων προδιαγραφών της Οδηγίας. Με άλλα λόγια, να διασφαλίζουν πράγματι στους εργαζομένους τις ελάχιστες περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας αναπαύσεως και την τήρηση του ανώτατου ορίου μέσης εβδομαδιαίας διάρκειας εργασίας (Σκέψη 53 της Υπόθεσης:
C-14/04, Σκέψεις 39 και 40 της Υπόθεσης: C 484/04, Σκέψη 64 της Υπόθεσης: C-243/09).
Στο ίδιο ανωτέρω πλαίσιο, το Δ.Ε.Ε. επιτάσσει ότι, προκειμένου να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητα της Οδηγίας 2003/88, τα κράτη – μέλη οφείλουν να επιβάλλουν στους εργοδότες την υποχρέωση να εφαρμόζουν αντικειμενικό, αξιόπιστο και ευχερώς προσβάσιμο σύστημα μετρήσεως του ημερήσιου χρόνου εργασίας κάθε εργαζομένου (Σκέψη 60 της Υπόθεσης: C-55/18).
Αντίθετα, δέχεται ότι η υποχρέωση καταγραφής μόνο των ωρών υπερωριακής απασχολήσεως δεν επιτυγχάνει τον σκοπό της Οδηγίας και δεν είναι συμβατή με αυτή (Σκέψη 52 της Υπόθεσης: C-55/18).
10. Η ψηφιακή κάρτα εργασίας
Η ψηφιακή κάρτα εργασίας, που υλοποιείται σε συνεργασία με το Υπουργείο Ψηφιακής Διακυβέρνησης, είναι μία από τις πλέον εμβληματικές μεταρρυθμίσεις του Ν.4808/2021 για την Προστασία της Εργασίας, που γίνεται πράξη. Η ψηφιακή κάρτα εργασίας καλύπτει το κενό της αποτύπωσης του πραγματικού χρόνου εργασίας, ο οποίος αντιπαραβάλλεται με τον προγραμματισμό της εργασίας που καταχωρείται επίσης σε ψηφιακή μορφή.
Παράλληλα, αναβαθμίζεται η πληροφορία που είναι διαθέσιμη στους εργαζόμενους και εμπλουτίζονται τα κανάλια μέσω των οποίων διαχέεται.
Με την εφαρμογή της, το σύνολο των πληροφοριών για το ωράριο εργασίας, τις υπερωρίες, την υπερεργασία, τις βάρδιες, τα διαλείμματα, τα ρεπό και τις άδειες δηλώνεται ηλεκτρονικά και είναι διαθέσιμο με το πάτημα ενός κουμπιού σε εργαζόμενους, εργοδότες και ελεγκτικές Αρχές. Έτσι, διασφαλίζονται τα συμφέροντα των εργαζομένων, οι συνθήκες ισότιμου ανταγωνισμού για τις επιχειρήσεις, η εφαρμογή της νομοθεσίας και τα έσοδα του ασφαλιστικού συστήματος.
Συμπυκνώνει δε όλες τις μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει στην αγορά εργασίας από το 2013 και μετά, οπότε και θεσμοθετήθηκε το Πληροφοριακό Σύστημα Εργάνη, αλλά και την μετεξέλιξή του σε Εργάνη II, από το οποίο αναφύεται. Συντελεί, παράλληλα, στην αποτελεσματικότερη λειτουργία του ελεγκτικού έργου του Υπουργείου μέσω του Σώματος Επιθεώρησης Εργασίας, αφού ενθυλακώνει την τεχνολογία και τα σημαντικά δεδομένα του συστήματος Εργάνη προς όφελος των ελεγκτικών μηχανισμών και κατ΄ επέκταση των εργαζομένων της χώρας.
Η μετεξέλιξη του ΕΡΓΑΝΗ σε ΕΡΓΑΝΗ II οδηγεί σε ριζική αναβάθμιση των δυνατοτήτων καταγραφής του προγραμματισμού και του πραγματικού χρόνου εργασίας, συγκεκριμένα:
- Ο προγραμματισμός της εργασίας και οι πληροφορίες για τις πραγματικές ώρες έναρξης – λήξης της εργασίας εισάγονται ψηφιακά πλέον στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ II. Με το προ ισχύον καθεστώς του Π.Σ. ΕΡΓΑΝΗ ο προγραμματισμός εργασίας υποβάλλονταν σε αδόμητο κείμενο με επισυναπτόμενα αρχεία.
- Όλες οι πληροφορίες για τον προγραμματισμό, καθώς και τα δεδομένα της ψηφιακής κάρτας εργασίας για τον πραγματικό χρόνο εργασίας είναι διαθέσιμα στους εργαζόμενους μέσω της εφαρμογής myErgani mobile app, καθώς και μέσα από το myErgani web portal (https://myErgani.gov.gr) και σε μορφή ημερολογίου.
- Για πρώτη φορά καταγράφονται όλοι οι τύποι άδειας, καθώς και οι ωροάδειες.
- Και φυσικά με την ψηφιακή κάρτα καταγράφεται για πρώτη φορά ο πραγματικός χρόνος εργασίας.
Οι εργαζόμενοι μπορούν να δηλώνουν την προσέλευση και αποχώρηση τους από την εργασία και μέσω app εφαρμογής σκανάροντας την κάρτα εργασίας τους που απεικονίζεται στο κινητό τηλέφωνο σε μορφή QR code και η πληροφορία διαβιβάζεται αυτόματα στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ II.
Με την ψηφιακή κάρτα κατοχυρώνεται το ωράριο και οι αμοιβές των εργαζομένων, καθώς εισάγονται δύο νέες δικλείδες ασφαλείας:
- Η έναρξη της εργασίας γνωστοποιείται αυτόματα στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ II. Το ίδιο και η λήξη.
- Ο ελεγκτής θα γνωρίζει πριν επισκεφθεί έναν χώρο εργασίας ποιοι εργαζόμενοι πρέπει να βρίσκονται εκεί.
Έτσι, ο έλεγχος γίνεται αυτόματος και αντικειμενικός και αποτρέπονται φαινόμενα υποδηλωμένης – αδήλωτης εργασίας και απλήρωτων υπερωριών. Περιπτώσεις κατά τις οποίες ο εργοδότης ζητά από τον εργαζόμενο να μην «χτυπήσει» την κάρτα κατά την προσέλευση, ή να δηλώσει αποχώρηση, αλλά να παραμείνει στη δουλειά, θα εντοπίζονται πολύ πιο εύκολα από τον έλεγχο.
Η εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας γίνεται σε δύο στάδια: Απογραφή εργαζομένων / Προγραμματισμός εργασίας – Καταγραφή του πραγματικού χρόνου εργασίας.
11. Εν κατακλείδι
Οι ρυθμίσεις που αφορούν τον πραγματικό χρόνο εργασίας μπορούν να έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην αποδοτικότητα, την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα των εταιρειών, πέραν της σημασίας τους για την υγεία, την ευεξία και την παροχή κινήτρων για τους υπαλλήλους τους.
Παρά την αρχική ατολμία που επέδειξε η πολιτεία στην εναρμόνιση όσων προβλέπει η ευρωπαϊκή νομοθεσία για τα χρονικά όρια εργασίας, στη συνέχεια, όμως, κατάφερε να ευθυγραμμισθεί με τις σχετικές κατευθύνσεις της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και να υιοθετήσει τα αναγκαία μέτρα για την επιβολή της, επιτυγχάνοντας την αναγκαία ισορροπία ανάμεσα στην ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία, τα δικαιώματα των εργαζομένων και την υποβοήθηση της επιχειρηματικότητας.
Επιπλέον, με την ψηφιακή κάρτα εργασίας, καλύπτεται το κενό της αποτύπωσης του πραγματικού χρόνου εργασίας, δημιουργώντας μια νέα πραγματικότητα, ένα σύγχρονο, απαλλαγμένο από την γραφειοκρατία, ψηφιακό περιβάλλον ασφάλειας των εργαζομένων και προάσπισης των δικαιωμάτων τους.
Το ομότιτλο άρθρο του κ. Βασιλείου Παπαβασιλείου δημοσιεύτηκε στο τεύχος Ιουνίου του περιοδικού Epsilon7.