Τι ισχύει για το στάδιο της κτηματογράφησης, μετά την έναρξη λειτουργίας και τι προβλέπεται για τον κρίσιμο χρόνο και τη χρησικτησία κατά του Δημοσίου.
Η χρησικτησία, ως τρόπος κτήσης κυριότητας έχει βρεθεί στο επίκεντρο σημαντικών αλλαγών με την καθιέρωση του Εθνικού Κτηματολογίου. Η ανάγκη για σαφήνεια και ασφάλεια στις συναλλαγές οδήγησε σε περιορισμούς και εξειδικεύσεις που διαφοροποιούν πλέον την πρακτική αντιμετώπιση της χρησικτησίας σε σχέση με το προηγούμενο καθεστώς.
Η σύγκρουση ανάμεσα στη δυναμική της χρησικτησίας και στη λογική της κτηματολογικής οριστικοποίησης και τυπικότητας έχει δημιουργήσει ένα νέο τοπίο που μεταβάλλει ριζικά τον θεσμό και τη δυνατότητα επίκλησής του.
Η χρησικτησία στο στάδιο της κτηματογράφησης
Στο πρώτο στάδιο της κτηματογράφησης τίθεται το ζήτημα εάν μπορεί να δηλωθεί η χρησικτησία ως τίτλος κτήσης. Σύμφωνα με τις ισχύουσες ρυθμίσεις, επιτρέπεται η υποβολή δήλωσης με τίτλο την έκτακτη χρησικτησία. Ωστόσο, η νομολογία και η θεωρία έχουν διατυπώσει επιφυλάξεις ως προς τη δυνατότητα να δηλωθεί και η τακτική χρησικτησία, λόγω της ανάγκης ελέγχου της καλής πίστης του νομέα.
Ιδιαίτερα κρίσιμη είναι η φάση της ανάρτησης. Μετά την ανάρτηση, είναι απαράδεκτη και δεν λαμβάνεται υπόψη δήλωση εγγραπτέου δικαιώματος που αποκτήθηκε με έκτακτη χρησικτησία. Σε αυτήν την περίπτωση, ο δικαιούχος δεν μπορεί να καταθέσει νέα δήλωση αλλά πρέπει να στραφεί με ένσταση, η οποία μάλιστα επιδίδεται υποχρεωτικά στο Ελληνικό Δημόσιο.
Η ένσταση αυτή έχει ουσιαστικό ρόλο, διότι για την υποβληθείσα ένσταση εκδίδεται πιστοποιητικό, το οποίο υποκαθιστά το πιστοποιητικό υποβολής δήλωσης εγγραπτέου δικαιώματος. Το πιστοποιητικό αυτό, συνοδευόμενο από την έκθεση επίδοσης στο Δημόσιο, είναι απαραίτητο για τη σύνταξη συμβολαιογραφικών πράξεων, για τη διεξαγωγή δικών αλλά και για την εγγραφή πράξεων στο Υποθηκοφυλακείο, όταν το αντικείμενο αφορά δικαίωμα που έχει αποκτηθεί με έκτακτη χρησικτησία.
Η χρησικτησία στο στάδιο λειτουργίας του Κτηματολογίου
Μετά την έναρξη λειτουργίας του Κτηματολογίου, το επίκεντρο μετατοπίζεται στις διαδικασίες διόρθωσης των πρώτων εγγραφών. Οι αγωγές και οι αιτήσεις διόρθωσης μπορούν να θεμελιωθούν και στη χρησικτησία, γεγονός που αναγνωρίζει ρητά το άρθρο 6 του ν. 2664/1998.
Ιδιαίτερα, όταν η αρχική εγγραφή για ένα γεωτεμάχιο φέρει την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη», ο δικαιούχος που επικαλείται ως τίτλο κτήσης την έκτακτη χρησικτησία πρέπει να ασκήσει την αγωγή της παραγράφου 2 του άρθρου 6, η οποία στρέφεται κατά του Ελληνικού Δημοσίου. Η επιλογή αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι, ελλείψει καταχωρισμένου τίτλου, δεν υπάρχει άλλος «αντίδικος» παρά το Δημόσιο, που λογίζεται ως φερόμενος κύριος του ακινήτου.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ
Πέραν της αγωγής, υπάρχει και η δυνατότητα προσφυγής στην αίτηση του άρθρου 6 §8 ν. 2664/1998. Η αίτηση αυτή ασκείται από τον εμφανιζόμενο ήδη στο κτηματολογικό φύλλο και στοχεύει να διορθωθεί η αιτία κτήσης που αναγράφεται. Έτσι, ο δικαιούχος μπορεί να ζητήσει να εμφανιστεί ως αιτία η χρησικτησία, αντί για τον εσφαλμένο τίτλο που έχει καταχωριστεί.
Η πρακτική σημασία των ρυθμίσεων αυτών είναι μεγάλη: η χρησικτησία αναγνωρίζεται ως νόμιμη αιτία διόρθωσης στο στάδιο λειτουργίας του Κτηματολογίου, αλλά υπό αυστηρές προϋποθέσεις, που απαιτούν δικαστική ή αιτητική διαδικασία, ανάλογα με το είδος του σφάλματος και την ένδειξη της πρώτης εγγραφής.
Η χρησικτησία κατά του Δημοσίου
Ιδιαίτερο ζήτημα αποτελεί η χρησικτησία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, καθώς εδώ η νομοθεσία έχει θεσπίσει ειδικές και περιοριστικές προϋποθέσεις. Το σημείο αφετηρίας είναι το άρθρο 4 του ν. 3127/2003, το οποίο εισήγαγε εξαιρέσεις στον γενικό κανόνα του Αστικού Κώδικα, με σκοπό την προστασία της δημόσιας περιουσίας.
Σύμφωνα με τον νόμο, νομέας θεωρείται κύριος απέναντι στο Δημόσιο όταν το ακίνητο βρίσκεται:
- εντός σχεδίου πόλης, ή
- σε οικισμό που προϋφίσταται του 1923, ή
- σε οριοθετημένο οικισμό κάτω των 2.000 κατοίκων,
και συντρέχουν οι εξής προϋποθέσεις:
α) Νομή για δέκα έτη με νόμιμο τίτλο από επαχθή αιτία (μεταγεγραμμένο μετά τις 23.2.1945), εκτός εάν κατά την κτήση της νομής υπήρχε κακή πίστη, ή
β) Νομή για τριάντα έτη χωρίς τίτλο, αρκεί ο νομέας να μην βρισκόταν σε κακή πίστη.
Οι ρυθμίσεις αυτές εφαρμόζονται μόνο για ακίνητα μέχρι 2.000 τ.μ.· για μεγαλύτερα ακίνητα, η χρησικτησία κατά του Δημοσίου αναγνωρίζεται μόνον εφόσον κατά την 31.12.2002 υπήρχε κτίσμα που κάλυπτε τουλάχιστον το 30% του ισχύοντος συντελεστή δόμησης.
Η νομολογία έχει επιβεβαιώσει τις προϋποθέσεις αυτές (ενδεικτικά: ΟλΑΠ 11/2015, ΑΠ 23/2019), διαμορφώνοντας ένα σαφές αλλά περιοριστικό πλαίσιο για τους ιδιώτες που επικαλούνται χρησικτησία κατά του Δημοσίου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ν. 3127/2003 δεν εφαρμόζεται σε ακίνητα που ανήκουν σε Ο.Τ.Α., όπου υπερισχύει ως ειδικότερο το ν.δ. 31/1968. Αυτό σημαίνει ότι για τις εκτάσεις των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ισχύουν ακόμη πιο αυστηροί περιορισμοί ως προς τη δυνατότητα κτήσης κυριότητας μέσω χρησικτησίας.
Ο κρίσιμος χρόνος αναγνώρισης του δικαιώματος χρησικτησίας
Ένα από τα πιο καίρια ζητήματα που ανέκυψαν με την εισαγωγή του Κτηματολογίου είναι ο χρόνος κατά τον οποίο πρέπει να συντρέχουν οι προϋποθέσεις της χρησικτησίας, προκειμένου το σχετικό δικαίωμα να αναγνωριστεί.
Κατά τη νομολογία που διαμορφώθηκε αρχικά, το δικαίωμα που αποκτάται με χρησικτησία έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί κατά τον κρίσιμο χρόνο της έναρξης λειτουργίας του Κτηματολογίου στην οικεία περιοχή. Αυτό σήμαινε ότι, εάν ο απαιτούμενος χρόνος νομής δεν είχε συμπληρωθεί μέχρι τότε, το δικαίωμα δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη στο στάδιο διόρθωσης των εγγραφών.
Η ρύθμιση, ωστόσο, διαφοροποιήθηκε με το άρθρο 37 §2 του ν. 4315/2014, που προσέθεσε την περ. στ΄ στο άρθρο 6 §3 του ν. 2664/1998. Με την αλλαγή αυτή, για τις περιπτώσεις χρησικτησίας κρίσιμος χρόνος δεν είναι πλέον η έναρξη λειτουργίας του Κτηματολογίου, αλλά ο χρόνος άσκησης της αγωγής διόρθωσης.
Η νομοθετική αυτή μεταβολή έχει μεγάλη πρακτική σημασία. Δίνει τη δυνατότητα σε κατόχους ακινήτων που δεν είχαν συμπληρώσει τον απαιτούμενο χρόνο χρησικτησίας κατά την έναρξη του Κτηματολογίου να θεμελιώσουν το δικαίωμά τους μεταγενέστερα, αρκεί να πληρούνται οι προϋποθέσεις κατά τον χρόνο που θα προσφύγουν στο δικαστήριο.
Η μετατόπιση αυτή αναγνωρίζει την ιδιομορφία της χρησικτησίας ως «εξελικτικού» τρόπου κτήσης, που ολοκληρώνεται με την πάροδο του χρόνου, και αποτρέπει τον αποκλεισμό δικαιωμάτων που διαφορετικά θα έμεναν εκτός Κτηματολογίου. Από την άλλη πλευρά, απαιτεί αυξημένη επιμέλεια από τους δικηγόρους, καθώς ο χρόνος άσκησης της αγωγής αποκτά πλέον καθοριστικό ρόλο για την επιτυχία της διεκδίκησης.