ΑΠΟΦΑΣΗ
M.P. κ.α. κατά Ελλάδας της 09.09.2025 (προσφ. αριθ. 2068/24)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η πρώτη προσφεύγουσα, μητέρα δύο ανήλικων παιδιών (της δεύτερης και τρίτου των προσφευγόντων), μετέβη με τα παιδιά της από τις ΗΠΑ στη Ρόδο τον Οκτώβριο 2020, με αρχική συναίνεση του πατέρα για προσωρινή παραμονή μέχρι τον Φεβρουάριο 2021. Λόγω της πανδημίας COVID-19 και αλλαγών στις πτήσεις, η μητέρα ενημέρωσε τον πατέρα ότι θα επιστρέψει τον Μάιο 2021, αλλά τελικά εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Ρόδο με τα παιδιά, τα οποία έγραψε σε σχολείο και άρχισε να εργάζεται ως ψυχολόγος.
Τον Αύγουστο 2021, ο πατέρας κίνησε διαδικασία επιστροφής των παιδιών στις ΗΠΑ βάσει της Σύμβασης της Χάγης για τις Αστικές Πτυχές της Διεθνούς Απαγωγής Παιδιών. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου με την με αριθ. 216/2022 απόφασή του αναγνώρισε την παράνομη κατακράτηση αλλά απέρριψε το αίτημα επιστροφής, κρίνοντας ότι υπήρχε σοβαρός κίνδυνος έκθεσης σε ψυχικό κίνδυνο κατά το άρθρο 13β της Σύμβασης της Χάγης, λόγω της πλήρους ενσωμάτωσης των παιδιών στη Ρόδο και της αδυναμίας της μητέρας να τα συνοδεύσει στις ΗΠΑ.
Το Εφετείο Δωδεκανήσου με την με αριθ. 325/2022 απόφασή του ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας ότι η ενσωμάτωση των παιδιών στη Ρόδο δεν αρκούσε για να θεμελιώσει σοβαρό κίνδυνο και διέταξε την επιστροφή τους. Ο Άρειος Πάγος με την με αριθ. 1830/2023 απόφασή του απέρριψε την αίτηση αναίρεσης, επιβεβαιώνοντας την εφετειακή απόφαση.
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι τα ελληνικά δικαστήρια εκτίμησαν την κατάσταση χωρίς να εξετάσουν την σκοπιμότητα της λήψης της γνώμης των παιδιών, παρά το ότι η γνώμη αυτή αποτελούσε καθοριστικό στοιχείο. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι τα ελληνικά δικαστήρια, μη έχοντας πλήρη γνώση των περιστάσεων, δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσουν αν υπήρχε «σοβαρός κίνδυνος», κατά την έννοια του άρθρου 13 στοιχείο (β) της Σύμβασης της Χάγης της 25ης Οκτωβρίου 1980 για τα αστικά θέματα της διεθνούς απαγωγής παιδιών και ότι η διαδικασία λήψης αποφάσεων στο εσωτερικό δίκαιο δεν πληρούσε τις διαδικαστικές απαιτήσεις του άρθρου 8 της Σύμβασης. Επομένως, η αναγκαστική επιστροφή των δύο παιδιών στις ΗΠΑ δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αναγκαία επέμβαση σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα ελληνικά δικαστήρια, παρά τις αντικρουόμενες αποφάσεις και τη ριζική αλλαγή που θα επέφερε η επιστροφή στις ΗΠΑ στη ζωή των παιδιών, δεν εξέτασαν καθόλου την σκοπιμότητα ακρόασής τους, είτε άμεσα είτε έμμεσα, χωρίς να παράσχουν καμία αιτιολογία και δεν χρησιμοποίησαν όλα τα διαθέσιμα μέσα για να αποκλείσουν κάθε «σοβαρό κίνδυνο» κατά την έννοια του άρθρου 13β της Σύμβασης της Χάγης. Η διαδικασία λήψης των δικαστικών αποφάσεων δεν πληρούσε τις διαδικαστικές εγγυήσεις του άρθρου 8, καθιστώντας την αναγκαστική επιστροφή στις ΗΠΑ μη αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 8 (σεβασμός της οικογενειακής ζωής) και επιδίκασε από κοινού στους προσφεύγοντες 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.200 ευρώ στην πρώτη προσφεύγουσα για δικαστικά έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες είναι Έλληνες και Αμερικανοί υπήκοοι. Η πρώτη προσφεύγουσα γεννήθηκε το 1981, η δεύτερη το 2018 και ο τρίτος το 2016. Η πρώτη προσφεύγουσα κατοικεί στη Ρόδο, ενώ τα δύο παιδιά κατοικούν πλέον στις ΗΠΑ.
Η πρώτη προσφεύγουσα γνώρισε τον G.A. μέσω Facebook το 2014 και παντρεύτηκαν στο Houston το 2016, όπου γεννήθηκε ο τρίτος προσφεύγων. Το 2017 εγκαταστάθηκαν στο Orlando της Florida, όπου γεννήθηκε η δεύτερη προσφεύγουσα το 2018. Μεταξύ 2018-2020 οι σχέσεις του ζευγαριού επιδεινώθηκαν.
Τον Οκτώβριο 2020, με συναίνεση του πατέρα ενώπιον συμβολαιογράφου, η μητέρα ταξίδεψε με τα παιδιά στη Ρόδο για παραμονή μέχρι 4 Φεβρουαρίου 2021. Λόγω αλλαγών στις πτήσεις λόγω COVID-19, η μητέρα ενημέρωσε τον πατέρα τον Ιανουάριο 2021 ότι θα επέστρεφαν τον Μάιο 2021, αλλά τελικά εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη Ρόδο.
Τον Σεπτέμβριο 2022 εκδόθηκε διαζύγιο από δικαστήριο της Florida. Μεταξύ Αυγούστου 2022 και Ιουλίου 2023, η μητέρα κατέθεσε μηνύσεις κατά του πατέρα για μη καταβολή διατροφής. Τον Ιούνιο 2023 κατέθεσε μήνυση για απειλές και ενδοοικογενειακή βία.
Τον Ιανουάριο 2024, δικαστήριο της Florida απένειμε την αποκλειστική επιμέλεια στον πατέρα, και τον Ιούλιο 2024 διέταξε ψυχιατρική εξέταση της μητέρας. Τον Δεκέμβριο 2024, τα παιδιά επέστρεψαν στις ΗΠΑ όπου κατοικούν με τον πατέρα.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Παραβίαση άρθρου 8 – Διαδικαστικό σκέλος
Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι οι υποχρεώσεις από το άρθρο 8 πρέπει να ερμηνεύονται υπό το πρίσμα της Σύμβασης της Χάγης και της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού. Το κρίσιμο σημείο είναι αν επιτεύχθηκε δίκαιη ισορροπία μεταξύ των ανταγωνιστικών συμφερόντων – του παιδιού, των δύο γονέων και της δημόσιας τάξης – με το υπέρτατο συμφέρον του παιδιού ως πρωταρχική μέριμνα.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι παρά τις αντικρουόμενες αποφάσεις των ελληνικών δικαστηρίων και τη ριζική αλλαγή που θα επέφερε η επιστροφή στις ΗΠΑ, τα δικαστήρια δεν εξέτασαν την ευκαιρία ακρόασης των παιδιών. Ενώ δεν αποδείχθηκε ότι οι προσφεύγοντες υπέβαλαν γραπτό αίτημα ακρόασης, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, τα δικαστήρια όφειλαν αυτεπαγγέλτως να εξετάσουν την σκοπιμότητα της ακρόασης των παιδιών.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι, λαμβανομένων υπόψη των διεθνών κειμένων και της πρόσφατης Σύστασης CM/Rec(2025)4 της Επιτροπής Υπουργών, υπάρχει συναίνεση μεταξύ των κρατών μελών για την υποχρέωση παροχής πραγματικής και αποτελεσματικής δυνατότητας έκφρασης γνώμης του παιδιού. Συνεπώς, οι εθνικές αρχές υποχρεούνται να εξετάζουν την σκοπιμότητα ακρόασης του παιδιού, είτε άμεσα είτε έμμεσα, και σε περίπτωση παράλειψης να αιτιολογούν την απόφασή τους.
Το Δικαστήριο κατέληξε ότι τα ελληνικά δικαστήρια δεν χρησιμοποίησαν όλα τα διαθέσιμα μέσα για να αποκλείσουν κάθε «σοβαρό κίνδυνο» κατά την έννοια του άρθρου 13β της Σύμβασης της Χάγης. Η διαδικασία λήψης αποφάσεων δεν πληρούσε τις διαδικαστικές εγγυήσεις του άρθρου 8, καθιστώντας την αναγκαστική επιστροφή μη αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 8 (σεβασμός της οικογενειακής ζωής)
Το Δικαστήριο επιδίκασε από κοινού στους προσφεύγοντες 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 4.200 ευρώ στην πρώτη προσφεύγουσα για δικαστικά έξοδα.
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση αυτή αποτελεί σημαντική εξέλιξη στη νομολογία του ΕΔΔΑ σχετικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις σε υποθέσεις διεθνούς απαγωγής παιδιών, ιδιαίτερα όσον αφορά την υποχρέωση ακρόασης των ανηλίκων.
Το Δικαστήριο για πρώτη φορά αναγνωρίζει ρητά θετική υποχρέωση των εθνικών δικαστηρίων να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως την σκοπιμότητα ακρόασης παιδιών σε διαδικασίες που τα αφορούν, ανεξαρτήτως υποβολής σχετικού αιτήματος. Αυτή η εξέλιξη ευθυγραμμίζεται με τη διεθνή τάση ενίσχυσης της συμμετοχής των παιδιών σε δικαστικές διαδικασίες, όπως αποτυπώνεται στον Κανονισμό Βρυξέλλες ΙΙ ter και τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
Η απόφαση εισάγει αυξημένες διαδικαστικές απαιτήσεις για τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία πλέον οφείλουν να αιτιολογούν ρητά την απόφασή τους να μην ακούσουν ένα παιδί, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικία και την ωριμότητά του. Αυτό δημιουργεί νέα πρότυπα για την εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης στα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Συγκριτική Ανάλυση με τη Νομολογία
Σε σύγκριση με την υπόθεση X κατά Λετονίας, όπου το Δικαστήριο εστίασε στην ουσιαστική αξιολόγηση του «σοβαρού κινδύνου», η παρούσα απόφαση δίνει έμφαση στη διαδικαστική διάσταση της ακρόασης του παιδιού ως αναπόσπαστο μέρος της αξιολόγησης του υπέρτατου συμφέροντός του.
Η απόφαση ακολουθεί τη γραμμή των υποθέσεων M.K. κατά Ελλάδας και Voica κατά Ρουμανίας, όπου το Δικαστήριο τόνισε τη σημασία της γνώμης του παιδιού με επαρκή διάκριση, επεκτείνοντας όμως την υποχρέωση εξέτασης της ευκαιρίας ακρόασης ακόμη και για μικρότερα παιδιά, όπως στην προκειμένη υπόθεση όπου τα δύο παιδιά ήταν, κατά τον επίδικο χρόνο, 4 και 6 ετών.
Ευρύτερο Ευρωπαϊκό Πλαίσιο
Η απόφαση αυτή αντιπροσωπεύει μια παραδειγματική μετατόπιση στην ερμηνεία των διαδικαστικών υποχρεώσεων βάσει του άρθρου 8 ΕΣΔΑ σε υποθέσεις απαγωγής παιδιών. Υπερβαίνει την παραδοσιακή εστίαση στις ταχείες διαδικασίες βάσει της Σύμβασης της Χάγης για να δώσει έμφαση στα συμμετοχικά δικαιώματα των παιδιών, ακόμη και των πολύ μικρών.
Η προσέγγιση του Δικαστηρίου αντανακλά τα εξελισσόμενα διεθνή πρότυπα, ιδίως το Γενικό Σχόλιο αρ. 12 της Επιτροπής του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Παιδιού σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης, και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Άσκηση των Δικαιωμάτων των Παιδιών.
Πρακτικές Επιπτώσεις για τη Νομική Πρακτική
Για τους ασκούντες τη δικηγορία σε υποθέσεις Σύμβασης της Χάγης, η απόφαση απαιτεί: α) Συστηματική εξέταση αιτημάτων ακρόασης παιδιών σε όλες τις διαδικασίες επιστροφής β) Ανάπτυξη κατάλληλων για την ηλικία μηχανισμών ακρόασης γ) Ενισχυμένη τεκμηρίωση αιτιολόγησης όταν η ακρόαση κρίνεται ακατάλληλη δ) Ενσωμάτωση πραγματογνωμοσύνη παιδοψυχολόγου.
Μελλοντική Νομολογιακή Εξέλιξη
Η απόφαση σηματοδοτεί περαιτέρω εξέλιξη προς υποχρεωτικά πρωτόκολλα συμμετοχής παιδιών, ενισχυμένες απαιτήσεις κατάρτισης δικαστών, ανάπτυξη τυποποιημένων εργαλείων αξιολόγησης ωριμότητας και μεγαλύτερο έλεγχο διαδικαστικών πτυχών.
Επιπτώσεις για την Ελληνική Έννομη Τάξη
Η απόφαση απαιτεί αναθεώρηση της ελληνικής νομολογιακής πρακτικής σύμφωνα με την οποία τα δικαστήρια δεν υποχρεούνται να αιτιολογούν ειδικά και εμπεριστατωμένα την απόφαση μη ακρόασης παιδιού λόγω ηλικίας και ωριμότητας (ΑΠ 136/2022).
Τα ελληνικά δικαστήρια θα πρέπει πλέον να εξετάζουν αυτεπαγγέλτως την σκοπιμότητα ακρόασης παιδιών σε παρόμοιες διαδικασίες ώστε να:
α) παρέχουν ειδική αιτιολογία σε περίπτωση απόρριψης ή παράλειψης της ακρόασης, β) εξετάζουν εναλλακτικούς τρόπους ακρόασης προσαρμοσμένους στην ηλικία του παιδιού και γ) να λαμβάνουν υπόψη τη γνώμη του παιδιού στην αξιολόγηση του «σοβαρού κινδύνου».
Η απόφαση ενισχύει τη θέση των παιδιών ως υποκειμένων δικαιωμάτων και όχι απλώς αντικειμένων προστασίας στις διαδικασίες της Σύμβασης της Χάγης, συμβάλλοντας στην εξισορρόπηση μεταξύ του στόχου της ταχείας επιστροφής και της προστασίας του υπέρτατου συμφέροντος του παιδιού.