ΑΠΟΦΑΣΗ
Suverénní řád Maltézských rytířů – České velkopřevorství κατά Τσεχικής Δημοκρατίας της 11.09.2025 (προσφ. αριθ. 15440/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η προσφεύγουσα, εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο που αποτελεί μονάδα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, κατέθεσε αγωγή το 2013 βάσει του Νόμου περί Διακανονισμού Εκκλησιαστικής Περιουσίας (428/2012) για αναγνώριση της κυριότητας του Κράτους επί γαιών στην περιοχή Dívčí Hrad, προκειμένου να διεκδικήσει την επιστροφή τους. Οι γαίες είχαν υποστεί διπλή δήμευση: αρχικά βάσει του ΠΔ 12/1945 περί δήμευσης γερμανικής περιουσίας, και στη συνέχεια βάσει του Ν.υ 142/1947 περί αναθεώρησης της πρώτης αγροτικής μεταρρύθμισης.
Το πρωτόδικο δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή, κρίνοντας ότι η περιουσία δεν είχε δημευθεί αποτελεσματικά βάσει του ΠΔ 12/1945, καθώς οι εκδοθείσες ανακοινώσεις δήμευσης είχαν ακυρωθεί ή ήταν ελαττωματικές. Το Εφετείο ανέτρεψε την απόφαση, κρίνοντας ότι η δήμευση είχε συντελεστεί ex lege με την έναρξη ισχύος του Διατάγματος στις 23 Ιουνίου 1945, ανεξάρτητα από τυχόν ελαττώματα των μεταγενέστερων διοικητικών πράξεων.
Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την αναίρεση, επιβεβαιώνοντας την πάγια νομολογία ότι η δήμευση βάσει του ΠΔ 12/1945 συντελέστηκε αυτοδικαίως και ότι η μεταγενέστερη υπαγωγή στη διαδικασία του Ν. 142/1947 δεν ακύρωνε την προηγούμενη δήμευση.
Το Τέταρτο Τμήμα του Συνταγματικού Δικαστηρίου απέρριψε τη συνταγματική προσφυγή ως προδήλως αβάσιμη τον Νοέμβριο 2021, αγνοώντας χωρίς αιτιολογία τη νέα νομολογιακή εξέλιξη που είχαν εισαγάγει το Πρώτο και Δεύτερο Τμήμα του ιδίου δικαστηρίου από τον Ιανουάριο 2021. Η νέα αυτή νομολογία απαιτούσε εξέταση της αποτελεσματικότητας της δήμευσης σε περιπτώσεις ανταγωνιστικών δημεύσεων και εφαρμογή της αρχής in favorem restitutionis σε περιπτώσεις αμφιβολίας.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι το Τέταρτο Τμήμα του Συνταγματικού Δικαστηρίου παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου με το να αγνοήσει χωρίς αιτιολογία τη νέα νομολογιακή εξέλιξη και να μην χρησιμοποιήσει τον προβλεπόμενο μηχανισμό παραπομπής στην Ολομέλεια (άρθρο 23 του Νόμου περί Συνταγματικού Δικαστηρίου). Το Δικαστήριο έκρινε ότι όταν αναπτύσσεται αποκλίνουσα πρακτική εντός του ανώτατου δικαστικού οργάνου, αυτό καθίσταται πηγή νομικής αβεβαιότητας, υπονομεύοντας την εμπιστοσύνη στο δικαστικό σύστημα.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 παρ. 1 (δίκαιη δίκη), απορρίπτοντας ως προδήλως αβάσιμο τον ισχυρισμό παραβίασης του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η προσφεύγουσα είναι εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο που αποτελεί οργανωτική μονάδα της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η υπόθεση αφορά ακίνητη περιουσία στο Dívčí Hrad συνολικής έκτασης 506.784 τ.μ.
Μεταξύ Σεπτεμβρίου και Οκτωβρίου 1945, εκδόθηκαν διάφορες ανακοινώσεις δήμευσης της περιουσίας της προσφεύγουσας βάσει του Προεδρικού Διατάγματος 12/1945. Στις 13 Μαΐου 1946, η Επαρχιακή Εθνική Επιτροπή Μοραβίας-Σιλεσίας ακύρωσε τις ανακοινώσεις ως παράνομες.
Στις 15 Μαΐου 1948, το Υπουργείο Γεωργίας εξέδωσε απόφαση βάσει του Νόμου 142/1947 για ανάληψη της κυριότητας της περιουσίας. Στις 23 Μαρτίου 1949, το Υπουργείο αποφάσισε να αφήσει στην προσφεύγουσα 50 εκτάρια από κάθε κτήμα.
Το 2006-2012, οι επίδικες γαίες μεταβιβάστηκαν σε ιδιώτη αγρότη μέσω συμβάσεων με το Ταμείο Γης της Τσεχικής Δημοκρατίας, το οποίο είχε επιβεβαιώσει ότι δεν υπήρχε «δέσμευση» μεταβίβασης.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 παρ. 1,
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 παρ. 1
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι όταν τα Κράτη θεσπίζουν νομοθεσία για αποζημίωση θυμάτων αδικιών, αυτή πρέπει να εφαρμόζεται με εύλογη σαφήνεια και συνοχή για αποφυγή νομικής αβεβαιότητας. Η αβεβαιότητα – νομοθετική, διοικητική ή δικαστική – αποτελεί σημαντικό παράγοντα αξιολόγησης της κρατικής συμπεριφοράς.
Κατά το Δικαστήριο οι απαιτήσεις της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της έννομης εμπιστοσύνης του κοινού δεν παρέχουν κεκτημένο δικαίωμα στη συνέπεια της νομολογίας και ότι η εξέλιξη της νομολογίας δεν είναι, καθ’ εαυτήν, αντίθετη με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, δεδομένου ότι η μη διατήρηση μιας δυναμικής και εξελικτικής προσέγγισης θα μπορούσε να εμποδίσει τη μεταρρύθμιση ή τη βελτίωση (βλ. Episcopo και Bassani κατά Ιταλίας της 19.12.2024, αριθ. 47284/16 και 84604/17, §§ 92-93).
Διαφορές στη νομολογία μπορεί επίσης να προκύψουν εντός του ίδιου δικαστηρίου, γεγονός που, από μόνο του, δεν μπορεί να θεωρηθεί αντίθετο προς τη Σύμβαση (βλ. Nejdet Şahin και Perihan Şahin κατά Τουρκίας της 20.10.2011 [GC], αριθ. 13279/05, § 51).
Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο έχει τονίσει επανειλημμένα ότι ο ρόλος ενός ανώτατου δικαστηρίου είναι ακριβώς η επίλυση τέτοιων συγκρούσεων. Κατά συνέπεια, εάν αναπτυχθεί αποκλίνουσα πρακτική εντός μιας από τις ανώτατες δικαστικές αρχές μιας χώρας, το ίδιο το δικαστήριο αυτό καθίσταται πηγή νομικής αβεβαιότητας, υπονομεύοντας έτσι την αρχή της ασφάλειας του δικαίου και αποδυναμώνοντας την εμπιστοσύνη του κοινού στο δικαστικό σύστημα (βλ. Lupeni Greek Catholic Parish κ.α. κατά Ρουμανίας της 29.11.2016 [GC], αριθ. 76943/11 § 123).
Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η εξέλιξη της συνταγματικής νομολογίας σχετικά με τις δημεύσεις έλαβε χώρα τον Ιανουάριο 2021, ενώ οι δικαστικές διαδικασίες στην υπόθεση της προσφεύγουσας ήταν εκκρεμείς. Το Πρώτο και Δεύτερο Τμήμα του Συνταγματικού Δικαστηρίου καθιέρωσαν εξαίρεση στον γενικό κανόνα, εξετάζοντας αν η δήμευση ήταν αποτελεσματική και εφαρμόζοντας την αρχή in favorem restitutionis σε περιπτώσεις αμφιβολίας.
Το Τέταρτο Τμήμα του Συνταγματικού Δικαστηρίου αγνόησε αυτή τη νέα εξέλιξη χωρίς να αιτιολογήσει ειδικά τους λόγους της απόκλισης. Το Δικαστήριο τόνισε ότι η πάγια νομολογία του επιβάλλει στις αρχές καθήκον ουσιαστικής αιτιολόγησης για τέτοιες αποκλίσεις.
Επιπλέον, το Τέταρτο Τμήμα δεν χρησιμοποίησε τον μηχανισμό του άρθρου 23 του Νόμου περί Συνταγματικού Δικαστηρίου για παραπομπή στην Ολομέλεια, παρότι γνώριζε τις δημοσίως δημοσιευθείσες, ανακοινωθείσες και δεσμευτικές αποφάσεις των άλλων τμημάτων.
Λόγω της αγνόησης της νομολογιακής εξέλιξης χωρίς αιτιολογία και της μη χρήσης του κατάλληλου μηχανισμού, παραβιάστηκε η αρχή της ασφάλειας δικαίου και η προσφεύγουσα στερήθηκε της δίκαιης δίκης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1).
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
Το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσφεύγουσα δεν τεκμηρίωσε την καταγγελία της βάσει του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, απορρίπτοντάς την ως προδήλως αβάσιμη.
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση αυτή αποτελεί σημαντική συμβολή στη νομολογία περί νομικής ασφάλειας και συνέπειας της νομολογίας εντός του ιδίου ανώτατου δικαστηρίου. Το ΕΔΔΑ επιβεβαιώνει ότι ενώ η νομολογιακή εξέλιξη δεν είναι per se αντίθετη στη Σύμβαση, όπως κρίθηκε στην Nejdet Şahin and Perihan Şahin κατά Τουρκίας της 20.10.2011 ([GC], αριθ. 13279/05), όταν αποκλίνουσα πρακτική αναπτύσσεται εντός ανώτατου δικαστικού οργάνου, αυτό καθίσταται πηγή νομικής αβεβαιότητας.
Η απόφαση ακολουθεί τη γραμμή της Lupeni Greek Catholic Parish κατά Ρουμανίας ([GC] της 29.11.2016, αριθ. 76943/11) σχετικά με τον ρόλο των ανώτατων δικαστηρίων στην επίλυση νομολογιακών συγκρούσεων. Διαφοροποιείται από την Blücher κατά Τσεχικής Δημοκρατίας της 11.01.2005 (αριθ. 58580/00), όπου οι αποκλίσεις ήταν μεταξύ διαφορετικών αρχών και όχι εντός του ιδίου δικαστηρίου.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η έμφαση στην υποχρέωση ουσιαστικής αιτιολόγησης όταν ένα τμήμα αποκλίνει από πρόσφατη νομολογία άλλων τμημάτων, όπως τονίστηκε στην Naskov κατά Βόρειας Μακεδονίας της 12.12.2023 (αριθ. 31620/15, 12.12.2023). Η παράλειψη χρήσης εσωτερικών μηχανισμών εναρμόνισης νομολογίας καθιστά την παραβίαση ακόμη σοβαρότερη.
Η απόφαση υπογραμμίζει τη σημασία των διαδικαστικών εγγυήσεων σε υποθέσεις επιστροφής περιουσίας, ένα ζήτημα που απασχολεί πολλές μετακομμουνιστικές χώρες, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη προτύπων για τη διαχείριση ιστορικών αδικιών με τρόπο συμβατό με το κράτος δικαίου.