ΑΠΟΦΑΣΗ
Kiryeyev και Liman κατά Ουκρανίας της 28.08.2025 (προσφ. αριθ. 56234/16 και 27010/24)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο πρώτος προσφεύγων, πρώην Ουκρανός δικαστής, απολύθηκε από τη θέση του με Προεδρικό Διάταγμα της 18ης Ιανουαρίου 2016. Ο προσφεύγων προσέβαλε την απόλυσή του ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, το οποίο απέρριψε την προσφυγή του στις 2 Μαρτίου 2016, κρίνοντας ότι ο Πρόεδρος άσκησε νομίμως τις σχετικές εξουσίες του. Η ασκηθείσα έφεση του προσφεύγοντος της 18ης Μαρτίου 2016 απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 4 Απριλίου 2016 ως εκπρόθεσμη, με το Δικαστήριο να απορρίπτει το αίτημά του για παράταση της δεκαήμερης νόμιμης προθεσμίας, παρά τον ισχυρισμό του ότι έλαβε το πλήρες κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης μόλις στις 12 Μαρτίου 2016.
Η δεύτερη προσφεύγουσα, κρίθηκε υπεύθυνη για παραβάσεις τελωνειακών κανόνων με απόφαση τοπικού δικαστηρίου της 16ης Ιανουαρίου 2024. Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση στις 24 Απριλίου 2024, ισχυριζόμενη ότι έλαβε αντίγραφο της απόφασης μόλις στις 16 Απριλίου 2024, παρά τη δημοσίευσή της στο Ενιαίο Κρατικό Μητρώο στις 12 Απριλίου 2024. Το Εφετείο του Κιέβου απέρριψε την έφεσή της ως εκπρόθεσμη στις 10 Ιουλίου 2024, απορρίπτοντας το αίτημά της για παράταση της προθεσμίας των δέκα ημερών.
Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έκρινε ότι η άκαμπτη και φορμαλιστική εφαρμογή των διαδικαστικών προθεσμιών, χωρίς κατάλληλη εξέταση των πραγματικών περιστάσεων σχετικά με την κοινοποίηση και την πρόσβαση στις δικαστικές αποφάσεις, παραβίασε την ουσία του δικαιώματος των προσφευγόντων για πρόσβαση σε ανώτερα δικαστήρια. Το Δικαστήριο τόνισε ότι όταν υφίστανται ανώτερα δικαστήρια, οι εγγυήσεις του άρθρου 6 πρέπει να τηρούνται, ιδίως όσον αφορά την αποτελεσματική πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης (δικαίωμα πρόσβασης σε ανώτερα δικαστήρια) και επιδίκασε 1.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 250 ευρώ για έξοδα στη δεύτερη προσφεύγουσα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο πρώτος προσφεύγων, γεννημένος το 1980, υπηρετούσε ως δικαστής μέχρι την απόλυσή του με Προεδρικό Διάταγμα της 18ης Ιανουαρίου 2016. Προσέβαλε την απόλυση αυτή μέσω διοικητικής διαδικασίας.
Στις 2 Μαρτίου 2016, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την αξίωσή του ως αβάσιμη, κρίνοντας ότι ο Πρόεδρος άσκησε νομίμως τις εξουσίες απόλυσης. Ο προσφεύγων άσκησε έφεση στις 18 Μαρτίου 2016 κατά της εν λόγω απόφασης.
Στις 4 Απριλίου 2016, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση του προσφεύγοντος ως εκπρόθεσμη, αρνούμενο το αίτημά του για παράταση της δεκαήμερης νόμιμης προθεσμίας. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο δικηγόρος του προσφεύγοντος παρέστη στη συνεδρίαση της 2ας Μαρτίου 2016, κατά την οποία ανακοινώθηκαν τα εισαγωγικά και διατακτικά μέρη της προσβαλλόμενης απόφασης, και ότι η προθεσμία άρχισε να τρέχει από εκείνη την ημερομηνία. Ο προσφεύγων είχε ισχυριστεί ότι έλαβε το πλήρες κείμενο της απόφασης μόλις στις 12 Μαρτίου 2016.
Η δεύτερη προσφεύγουσα, που γεννήθηκε το 1962, κρίθηκε υπεύθυνη για παραβάσεις τελωνειακών κανόνων με απόφαση τοπικού δικαστηρίου της 16ης Ιανουαρίου 2024. Σύμφωνα με το Ενιαίο Κρατικό Μητρώο Δικαστικών Αποφάσεων, η εν λόγω απόφαση δημοσιεύτηκε στις 12 Απριλίου 2024. Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση στις 24 Απριλίου 2024, ισχυριζόμενη ότι απέκτησε αντίγραφο της απόφασης μόλις στις 16 Απριλίου 2024.
Στις 10 Ιουλίου 2024, το Εφετείο του Κιέβου εξέδωσε τελεσίδικη απόφαση απορρίπτοντας την έφεση της προσφεύγουσας ως εκπρόθεσμη και απορρίπτοντας το αίτημά της για παράταση της εφαρμοστέας δεκαήμερης προθεσμίας. Το Δικαστήριο ανέφερε στην αιτιολογία του ότι ο συνήγορος της προσφεύγουσας παρέστη στη συνεδρίαση της 16ης Ιανουαρίου 2024.
ΔΙΑΤΑΞΗ
Άρθρο 6 § 1
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την καθιερωμένη αρχή ότι το άρθρο 6 § 1 εξασφαλίζει σε κάθε άτομο το δικαίωμα να εισφέρει κάθε αξίωση σχετικά με τα αστικά του δικαιώματα ή υποχρεώσεις ενώπιον δικαστηρίου. Το δικαίωμα αυτό πρόσβασης δεν είναι απόλυτο και μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι αυτοί δεν περιορίζουν ή μειώνουν την πρόσβαση με τρόπο που να βλάπτεται η ουσία του δικαιώματος.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι, ενώ το άρθρο 6 δεν υποχρεώνει τα Συμβαλλόμενα Κράτη να συστήσουν εφετεία ή αναιρετικά δικαστήρια, όταν τέτοια δικαστήρια υφίστανται, οι εγγυήσεις του άρθρου 6 πρέπει να τηρούνται. Αυτό περιλαμβάνει την εγγύηση στους διαδίκους αποτελεσματικού δικαιώματος πρόσβασης στα δικαστήρια για την επίλυση των αστικών τους δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Στις προκείμενες υποθέσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι η προσέγγιση των εθνικών δικαστηρίων στις διαδικαστικές προθεσμίες ήταν υπερβολικά άκαμπτη και φορμαλιστική. Η απόρριψη των εφέσεων και των δύο προσφευγόντων βασιζόμενη αποκλειστικά στην αυστηρή τήρηση των προθεσμιών, χωρίς επαρκή εξέταση των πραγματικών περιστάσεων κοινοποίησης και των εγγενών προσπαθειών των προσφευγόντων για πρόσβαση σε ανώτερα δικαστήρια, συνιστούσε δυσανάλογο περιορισμό του δικαιώματός τους πρόσβασης στη δικαιοσύνη.
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι διαδικαστικές απαιτήσεις, συμπεριλαμβανομένων των προθεσμιών, εξυπηρετούν νομίμους σκοπούς στη διασφάλιση της ορθής απονομής δικαιοσύνης. Ωστόσο, η εφαρμογή τους δεν πρέπει να είναι τόσο άκαμπτη ώστε να εμποδίζει την εξέταση εφέσεων επί της ουσίας όταν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για οποιαδήποτε καθυστέρηση, ιδίως όταν η καθυστέρηση προκύπτει από περιστάσεις πέραν του ελέγχου του προσφεύγοντος ή από ελλείψεις του συστήματος κοινοποίησης.
ΣΧΟΛΙΟ
Η παρούσα απόφαση συνιστά σημαντική συνεισφορά στη νομολογία του Δικαστηρίου για το δικαίωμα πρόσβασης σε ανώτερα δικαστήρια υπό το άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης. Η απόφαση ενισχύει την αρχή ότι ο διαδικαστικός φορμαλισμός δεν πρέπει να υπερισχύει του ουσιαστικού δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας.
Η υπόθεση αναδεικνύει τη συνεχή επαγρύπνηση του Δικαστηρίου απέναντι στην υπερβολική διαδικαστική ακαμψία που μπορεί να εμποδίσει αποτελεσματικά την πρόσβαση στα δικαστήρια. Η προσέγγιση του Δικαστηρίου τονίζει ότι, ενώ οι διαδικαστικοί κανόνες εξυπηρετούν σημαντικές λειτουργίες στη λειτουργία των δικαστηρίων, η φορμαλιστικής τους εφαρμογή χωρίς εξέταση των ατομικών περιστάσεων μπορεί να παραβιάσει την ΕΣΔΑ.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι η ανάλυση του Δικαστηρίου για τη σχέση μεταξύ διαδικασιών κοινοποίησης και έναρξης προθεσμιών για έφεση. Η απόφαση υποδηλώνει ότι οι προθεσμίες θα πρέπει να αρχίζουν να τρέχουν μόνο όταν οι προσφεύγοντες έχουν γνήσια και αποτελεσματική γνώση των δικαστικών αποφάσεων, όχι απλά τυπική ή τεκμαιρόμενη γνώση.
Η απόφαση υπογραμμίζει επίσης τη σημασία της αναλογικότητας στην εφαρμογή διαδικαστικών απαιτήσεων. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι η ουσία του δικαιώματος πρόσβασης παραβιάστηκε δείχνει ότι τέτοιοι περιορισμοί πρέπει να υπόκεινται σε αυστηρό έλεγχο, ιδίως σε περιπτώσεις όπου οι συνέπειες είναι μη αναστρέψιμες.
Η προκειμένη απόφαση παρέχει πολύτιμη καθοδήγηση για τα εθνικά δικαστήρια στην εξισορρόπηση της διαδικαστικής αποτελεσματικότητας με την προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων, τονίζοντας ότι η πρόσβαση στη δικαιοσύνη πρέπει να παραμείνει πρακτική και αποτελεσματική παρά θεωρητική ή απατηλή.