Αριθμός Απόφασης 442 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(3ο ΤΜΗΜΑ)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Μούρτζη Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Του εκκαλούντος : ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Μιχαήλ Δαβάκη του Παναγιώτη, (ΑΜ ………… Δ.Σ. Πειραιώς), βάσει δηλώσεως.
Των εφεσίβλητων : 1) …………, 2) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας με την επωνυμία «………….», πρώην «……..», (ΑΦΜ ………..), που εδρεύει στη ……….. (………) και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) Εταιρίας περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στο … Αττικής (οδός ……………) και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Γεώργιο Γεωργουλόπουλο του Βασιλείου (ΑΜ ……….. Δ.Σ. Αθηνών), βάσει δηλώσεως.
Ο εκκαλών με την από 30-12-2021 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./30-12-2021) αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 3795/13-12-2022 απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Ήδη ο εκκαλών με την από 1-9-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΕΜ ……./22-10-2024) έφεσή του, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../22-10-2024, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλει την απόφαση αυτή.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσαν τις από 5-2-2025 μονομερείς δηλώσεις τους, αντίστοιχα, που έγιναν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 1-9-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΕΜ ……/22-10-2024) έφεση του ενάγοντος της από 30-12-2021 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../30-12-2021) αγωγής και ήδη εκκαλούντος, κατά της με αριθμό 3795/13-12-2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 παρ. 6 επ., 591 του Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί στις 22-10-2024, νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε από τα διαδικαστικά της δίκης έγγραφα προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης, από τη δημοσίευση της οποίας (13-12-2022), μέχρι την άσκηση της ένδικης έφεσης (22-10-2024), δεν έχει παρέλθει διετία (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 1 και 520 παρ. 1, 591 παρ. 1, 7 του Κ.Πολ.Δ.) . Επίσης, έχει κατατεθεί το απαιτούμενο παράβολο ποσού 100 ευρώ (δυνάμει του με αριθ. ……………/2024 ηλεκτρονικού παραβόλου), σύμφωνα με σχετική επισημείωση της Γραμματέως του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί του εφετηρίου, που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α στοιχ. β του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, η κρινόμενη έφεση, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, με την ίδια ειδική διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 591 περ. 6, περ. 7, 533 Κ.Πολ.Δ.).
Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 Α.Κ. συνάγεται, ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα επιτρέπουν το συμπέρασμα να θεωρηθεί κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ορισμένο γεγονός ως πρόσφορη αιτία της ζημίας υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου γιατί είναι κρίση νομική, αναγόμενη στην ορθή ή μη υπαγωγή από το δικαστήριο της ουσίας των διδαγμάτων της κοινής πείρας στην αόριστη νομική έννοια της αιτιώδους συνάφειας. Τα πιο πάνω έχουν εφαρμογή και στην περίπτωση του άρθρου 10 του ν. ΓΠΝ/1911, ως προς την υπαιτιότητα των οδηγών των συγκρουσθέντων αυτοκινήτων, κατά το οποίο είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ.. Εξάλλου, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 52/2016, ΑΠ 848/2015, ΑΠ 869/2013), ενώ μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο ΚΟΚ, στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 1500/2002, ΑΠ 1070/2001). Περαιτέρω, από το άρθρο 12 και 19 του Ν. 2696/1999 (ΚΟΚ), ορίζονται υποχρεώσεις και κανόνες προς τους οποίους πρέπει να συμμορφώνεται ο οδηγός κάθε οχήματος, προκειμένου να αποφεύγονται, κατά το δυνατόν, ατυχήματα πεζών και οχημάτων. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 12 παρ. 1, ορίζεται ότι “οι χρησιμοποιούντες τις οδούς, πρέπει, να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά, η οποία είναι ενδεχόμενο μεταξύ άλλων να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα, ενώ οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή τους”. Επίσης, α) κατά το άρθρ. 19 παρ. 1 “ο οδηγός του οδικού οχήματος, επιβάλλεται να έχει τον έλεγχο του οχήματός του, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς”, β) κατά το άρθρ. 19 παρ. 2, “ο οδηγός επιβάλλεται να έχει τον έλεγχο του οχήματός του και πρέπει να έχει την επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις ταχύτητα, η οποία μπορεί να είναι και κατώτερη της προβλεπόμενης από το νόμο, κυρίως σε κατοικημένες περιοχές και έχει υποχρέωση να τη μειώνει μέχρι διακοπής της πορείας του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν, κατά δε την παρ. 3, “ιδιαίτερα ο οδηγός επιβάλλεται να μειώνει την ταχύτητα του οχήματός του σε τμήματα της οδού με περιορισμένο πεδίο ορατότητας…, πλησίον των ισόπεδων οδικών κόμβων…”. Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 του Ν. 2696/1999-ΚΟΚ για την εφαρμογή του Κώδικα αυτού, νοείται ως ισόπεδος οδικός κόμβος “κάθε ισόπεδη συμβολή, διακλάδωση ή διασταύρωση οδών, συμπεριλαμβανομένων και των ελεύθερων χώρων που σχηματίζονται από αυτές”. Εξάλλου, παραχώρηση προτεραιότητας κατά το ίδιο άρθρο 2 του ΚΟΚ είναι “η υποχρέωση οδηγού οχήματος να μη συνεχίσει ή επαναλάβει την κίνηση ή τους ελιγμούς του, εάν, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να υποχρεώσει τους οδηγούς άλλων οχημάτων να μεταβάλλουν απότομα την κατεύθυνση ή την ταχύτητα των οχημάτων τους…” (ΑΠ 144/2017). Ακολούθως, με τη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 και 5 του ιδίου κώδικα ορίζεται ότι “ο οδηγός που πλησιάζει σε ισόπεδο οδικό κόμβο υποχρεούται να καταβάλει ιδιαίτερη προσοχή για να μην προκαλέσει επί του κόμβου κίνδυνο ή παρακώλυση της κυκλοφορίας, ρυθμίζοντας την ταχύτητα του οχήματός του, ώστε να μπορεί να διακόψει την πορεία αυτού για να διέλθουν τα οχήματα που έχουν προτεραιότητα, στους κόμβους δε χωρίς τέτοια σήμανση η προτεραιότητα ανήκει σ’ αυτόν που έρχεται από τα δεξιά…”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών και εκείνων των άρθρων 330 και 914 Α.Κ. προκύπτει ότι σε διασταύρωση οδών, όπου δεν υπάρχουν φωτεινοί σηματοδότες ούτε σήμανση, η προτεραιότητα ανήκει μεν στον οδηγό που έρχεται από δεξιά, ο δε οδηγός που κινείται από αριστερά και πλησιάζει σε διασταύρωση υποχρεούται να καταβάλει ιδιαίτερη προσοχή και να μειώσει την ταχύτητα του οχήματός του για να μην προκαλέσει στη διασταύρωση κίνδυνο. Έτσι, η υπαιτιότητα του οδηγού στην επέλευση του αυτοκινητικού ατυχήματος, εφόσον υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της συγκεκριμένης παραβάσεως του ΚΟΚ και του επελθόντος αποτελέσματος θα κριθεί με βάση τις διατάξεις αυτές (ΑΠ 1651/2001), δεν αποκλείεται δε κατά τις περιστάσεις να κριθεί συνυπαίτιος και ο οδηγός, ο οποίος πλησιάζοντας σε ισόπεδο κόμβο, αν και είχε προτεραιότητα, κατά παράβαση των ως άνω διατάξεων των άρθρων 12 και 19 ΚΟΚ, δεν οδηγούσε το όχημά του με σύνεση και τεταμένη την προσοχή του, ρυθμίζοντας την ταχύτητά του, ώστε να αποφύγει τυχόν ατύχημα επί του κόμβου (ΑΠ 1658/2002). Επομένως, η προτεραιότητα του τελευταίου δεν είναι απόλυτη, δηλαδή δεν του ανήκει σε οποιαδήποτε απόσταση από της διασταυρώσεως και αν ευρίσκεται την στιγμή της προβολής του εξερχόμενου εκ της δευτερεύουσας οδού αυτοκινήτου. Και τούτο γιατί είναι προφανές, ότι κάποτε δικαιούται να διέλθει από τη διασταύρωση και ο εξ αριστερών κινούμενος οδηγός, όταν δηλαδή μετά από έλεγχο θα διαπιστώσει ότι η διασταύρωση είναι ελεύθερη. “Ελεύθερη” νοείται η διασταύρωση όταν τα εκ δεξιών κινούμενα οχήματα (δηλ. τα έχοντα προτεραιότητα) βρίσκονται σε τέτοια απόσταση απ’ αυτήν, που με το επιτρεπόμενο εκάστοτε ανώτατο όριο ταχύτητας να μην προλαβαίνουν να φτάσουν σ’ αυτήν, ενώ αντιθέτως ο εξ αριστερών κινούμενος οδηγός (και μη έχων προτεραιότητα) προλαβαίνει να διέλθει (ΑΠ 309/2019, ΑΠ 301/2018).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 30-12-2021 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../30-12-2021) αγωγή που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ο ενάγων και ήδη εκκαλών, ισχυρίστηκε ότι από αποκλειστική υπαιτιότητα του πρώτου των εναγομένων και ήδη πρώτου εφεσίβλητου, προστηθέντος της τρίτης εναγομένης και ήδη τρίτης των εφεσίβλητων, ο οποίος οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ΑΚΗ -3162 ιδιωτικής χρήσεως φορτηγό αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της, που ήταν ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων ζημίες κατά την κυκλοφορία του στη δεύτερη εναγόμενη και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη, ασφαλιστική εταιρεία, προκλήθηκε αυτοκινητικό ατύχημα στον αναφερόμενο στο δικόγραφο της αγωγής τόπο, χρόνο και υπό τις εκτιθέμενες κυκλοφοριακές συνθήκες, που είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του και τις υλικές ζημίες στη δίκυκλη μοτοσικλέτα ιδιοκτησίας του. Ζήτησε δε με την παραπάνω αγωγή, μετά από τη μετατροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και με τις κατατεθείσες έγγραφες προτάσεις του, να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας το συνολικό ποσό των 22.642,57 ευρώ, ως αποζημίωση για τις αναφερόμενες στην αγωγή ζημιές που υπέστη εξαιτίας του ένδικου ατυχήματος καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, όπως κάθε μερικότερο κονδύλιο εξειδικεύεται στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο όλα τα προαναφερόμενα ποσά από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του πρώτου των εναγομένων, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη (πλην του αιτήματος περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και περί απαγγελίας προσωπικής κράτησης σε βάρος του πρώτου εναγομένου, που απορρίφθηκαν ως μη νόμιμα και ως προς αυτά δεν εκκαλείται η απόφαση) και μετά από την εκτίμηση των αποδείξεων, απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη και επέβαλε σε βάρος του ενάγοντος τη δικαστική δαπάνη των εναγομένων, την οποία όρισε στο ποσό των 288 ευρώ. Κατά της παραπάνω απόφασης, παραπονείται με την κρινόμενη έφεση ο ενάγων και ήδη εκκαλών για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η αγωγή του ως κατ΄ουσίαν βάσιμη, καθώς και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στα δικαστικά του έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.
Από το περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής, προκύπτει ότι είναι επαρκώς ορισμένη καθόσον α) αναφορικά με το κονδύλιο της αποζημίωσης για λήψη βελτιωμένης διατροφής για την πληρότητα της αγωγής αναφέρονται το είδος της σωματικής βλάβης που υπέστη ο ενάγων, η αναγκαιότητα της λήψης βελτιωμένης διατροφής προς αποκατάσταση της σωματικής του βλάβης, το είδος αυτής, το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτή ήταν αναγκαία, τη δαπάνη στην οποία υποβλήθηκε προς τούτο και σχετικό αίτημα, ενώ δεν ήταν αναγκαίο για το ορισμένο της αγωγής ως προς το κονδύλιο αυτό να αναφέρεται επιπροσθέτως το ημερήσιο διαιτολόγιο του ενάγοντος κατά το χρόνο ανάρρωσής του και το είδος της προγενέστερης του ατυχήματος διατροφής αυτού και τις σχετικές δαπάνες (ΑΠ 428/2008), ούτε επίσης είναι απαραίτητο (παρότι είναι ωφέλιμο αποδεικτικά) να αναφέρεται ιατρική βεβαίωση ή σύσταση (ΑΠ 853/2017, ΑΠ 782/2017), β)αναφορικά με την αποζημίωση για την πρόσληψη οικιακής βοηθού, λόγω της αδυναμίας του ενάγοντος να αυτοεξυπηρετηθεί, για το ορισμένο της αγωγής, απαιτείται, αλλά και αρκεί να αναφέρονται στο δικόγραφό της, η ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού, η διάρκεια και ο χρόνος απασχόλησης αυτής και η σχετική δαπάνη (ΑΠ 1088/1010, ΑΠ 940/2010, ΑΠ 1545/2009, ΑΠ 377/2009, ΑΠ 611/2008) και εν προκειμένω στην αγωγή περιγράφονται το είδος της σωματικής βλάβης που υπέστη εκ του ατυχήματος και η αδυναμία αυτοεξυπηρετήσεως του ενάγοντος εξαιτίας της οποίας ήταν απαραίτητη υποκατάστατη δύναμη για συγκεκριμένο διάστημα, ως και η παροχή υπηρεσιών εκ μέρους της συζύγου του, η δε βασιμότητα ή μη της αδυναμίας αυτής είναι ζήτημα που συνδέεται με την ουσιαστική βασιμότητα του εν λόγω κονδυλίου και όχι με το ορισμένο αυτού, γ) αναφορικά με το κονδύλιο της καθολικής καταστροφής της μοτοσικλέτας, η αγωγή δεν πάσχει από αοριστία , καθώς αντικείμενο αυτής ήταν καταρχήν η αξία του οχήματος που καταστράφηκε και όχι η αποκατάσταση των φθορών αυτού (ΑΠ Ολ 38/1996 ΕλλΔνη 1997.42, ΑΠ 493/2015, ΑΠ 68/2005 ΕλλΔνη 2005.1395, ΑΠ 1459/1996 ΑρχΝ 1997.495, ΑΠ 994/1991 ΕλλΔνη 1992.810, Αθ. Κρητικός «Αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα», 4η έκδοση, 2008, παρ. 22 και αριθ. 58-63), τα στοιχεία δε που συνιστούν την ολική καταστροφή αρκεί να προκύψουν από τις αποδείξεις (Αθ. Κρητικός, ο.π., παρ. 22 αριθ. 5, 31, 32, 55 και 59, σελ. 466 , 475, 481 και 482 και εκεί παραπομπές), ούτε είναι απαραίτητο για το ορισμένο αυτού να αναφέρεται στην αγωγή η τιμή κτήσεως του καταστραφέντος οχήματος (Α. Κρητικός ο.π., παρ. 22 αρ. 55, σελ. 481 -482), ούτε επίσης είναι απαραίτητο για το ορισμένο του ανωτέρω κονδυλίου, η επίκληση σχετικών αποδεικτικών μέσων (όπως πραγματογνωμοσύνης κλπ) ως προς την αξία του καταστραφέντος αυτοκινήτου κατά το χρόνο του ατυχήματος και δ) αναφορικά με τις δαπάνες της εξωνοσοκομειακής πρόσθετης περίθαλψής του, συνιστάμενες στην αγορά φαρμάκων, ορθοπεδικών υλικών, ιατρικών εξετάσεων και επισκέψεων, προσδιορίζεται η ζημία κατά ποσό και ειδική αιτία, μη απαιτουμένης περαιτέρω εξειδίκευσης των ως άνω δαπανών (πρβλ. ΑΠ 979/2019), καθώς και για τη δαπάνη διακομιδής με ασθενοφόρο είναι επαρκώς ορισμένη, η αναγκαιότητα δε της δαπάνης αυτής αρκεί να προκύψει από τις αποδείξεις. Επομένως, ενόψει των εκτεθέντων, η αγωγή ως προς τα ανωτέρω σημεία δεν πάσχει αοριστίας και η ένσταση αοριστίας που προβλήθηκε πρωτοδίκως και απορρίφθηκε σιωπηρώς από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και την οποία επαναφέρουν με τις προτάσεις τους οι εφεσίβλητοι ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα, που εξετάστηκε με την επιμέλεια του εκκαλούντος, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού (οι εναγόμενοι δεν πρότειναν την εξέταση μάρτυρα), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα της σχηματισθείσας ποινικής δικογραφίας (ΑΠ 64/2019, ΑΠ 1860/2017, ΑΠ 1546/2010), συμπεριλαμβανομένων και των φωτογραφιών που επαναπροσκομίζουν οι εφεσίβλητοι των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1 παρ. 1 περ. γ, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., ΑΠ 1182/2012, ΑΠ 189/2011), καθώς και των εγγράφων που προσκομίζονται από τον εκκαλούντα νομότυπα μετ’επικλήσεως με τις προτάσεις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και τα οποία αποκρούστηκαν από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως απαράδεκτα λόγω μη νομότυπης επίκλησης αυτών με τις προτάσεις και λαμβάνονται υπόψη κατ’άρθρο 529 Κ.Πολ.Δ (ΟλΑΠ 23/2008, ΟλΑΠ 9/2000, ΑΠ 179/2021, ΑΠ 308/2020, ΑΠ 374/2019, ΑΠ 1510/2018, ΑΠ 1255/2018, ΑΠ 609/2013) και εκτιμώνται όλα τα παραπάνω, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στη Νίκαια Αττικής, στις 16-9-2019 και περί ώρα 23:50, ο εκκαλών, οδηγώντας τη με αριθμό κυκλοφορίας ………….. δίκυκλη μοτοσικλέτα, ιδιοκτησίας του, εκινείτο στην αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας επί της οδού Γρηγορίου Λαμπράκη, με κατεύθυνση από Κορυδαλλό προς Αθήνα. Κατά τον ίδιο χρόνο ο πρώτος εφεσίβλητος, προστηθείς στην οδήγηση από την τρίτη εφεσίβλητη, οδηγώντας κατά την υπηρεσία του το με αριθμό κυκλοφορίας …………. ιδιωτικής χρήσεως φορτηγό αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της τρίτης εφεσίβλητης εταιρίας, το οποίο ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στη δεύτερη εφεσίβλητη, ασφαλιστική εταιρεία, εκινείτο, επί της ίδιας οδού (Γρηγορίου Λαμπράκη) επί της αριστερής λωρίδας κυκλοφορίας, με κατεύθυνση όμως από Αθήνα προς Κορυδαλλό. Η ανωτέρω οδός στο σημείο όπου κινούνταν οι διάδικοι οδηγοί, είναι διπλής κατεύθυνσης, ευθεία κατωφερής με μικρή κλίση προς Αθήνα, με δύο λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση που χωρίζονται μεταξύ τους με μονή διακεκομμένη κατά μήκος του οδοστρώματος γραμμή, το δε πλάτος του οδοστρώματος είναι συνολικά 16,1 μέτρα (ήτοι 8 μέτρα για την κατεύθυνση προς Κορυδαλλό και 8,1 για την κατεύθυνση προς Αθήνα, πλέον πεζοδρομίων δεξιά και αριστερά), που χωρίζονται (οι λωρίδες αντίθετης κατεύθυνσης) με νησίδες ασφαλείας πλάτους 3 μέτρων, οι οποίες στην σχηματιζόμενη διασταύρωση με την οδό Συμμάχων διακόπτονται και κατά την ένδικη ημεροχρονολογία και ώρα υπήρχε επαρκής δημοτικός φωτισμός (νύχτα), η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν κανονική και η ορατότητα επί της οδού δεν περιοριζόταν από κάποιο τεχνητό ή φυσικό εμπόδιο, οι δε καιρικές συνθήκες ήταν καλές. Στο σημείο αυτό το ανώτερο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας είναι αυτό των 50 χιλιομέτρων ωριαίως (Χ/Ω) καθόσον πρόκειται για κατοικημένη περιοχή [άρθρο 20 παρ. 1 του ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.), όπως ίσχυε κατά το χρόνο του ατυχήματος]. Στην οδό Γρηγορίου Λαμπράκη, επί του ρεύματος πορείας αυτής προς Κορυδαλλό και προ του σημείου όπου συμβάλλεται με την οδό Συμμάχων δεν υπήρχαν ρυθμιστικές της κυκλοφορίας, φωτεινός σηματοδότης, ούτε σήμανση κατακόρυφη ή οριζόντια που να απαγορεύει την αναστροφή (βλ. για τα παραπάνω την από 17-9-2019 έκθεση αυτοψίας τροχαίου ατυχήματος και το πρόχειρο σχεδιάγραμμα του Αστ/κα …….. του Β΄Τ.Τ. Πειραιώς). Όταν ο πρώτος εφεσίβλητος οδηγώντας το παραπάνω όχημα, έφθασε στο ύψος της ανωτέρω οδού (Γρηγορίου Λαμπράκη) που διασταυρώνεται με την οδό Συμμάχων, προτιθέμενος να αλλάξει κατεύθυνση και να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα πορείας της οδού Γρηγορίου Λαμπράκη, ήτοι με κατεύθυνση προς Αθήνα, αφού ανέκοψε την πορεία του σε θέση προσωρινής στάσης στο αριστερό ρεύμα πορείας της κατεύθυνσης της οποίας εκινείτο, επιχείρησε όλως αιφνιδίως, να πραγματοποιήσει την αναστροφή και προς τούτο διερχόμενος από το κενό που υπήρχε ανάμεσα στην υπάρχουσα επί της οδού Γρηγορίου Λαμπράκη διαχωριστική νησίδα, εισήλθε και έφραξε σχεδόν κάθετα ολόκληρη την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας του ρεύματος προς Αθήνα, στην οποία εκινείτο η μοτοσυκλέτα που οδηγούσε, όπως προαναφέρθηκε, ο ανωτέρω -εκκαλών, προτιθέμενος να εισέλθει στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας. Ο εκκαλών, μόλις αντιλήφθηκε την ως άνω κίνηση του οχήματος του πρώτου εφεσίβλητου επί του οδοστρώματος, ενήργησε άμεσα πέδηση και ελιγμό προς τα δεξιά, αφήνοντας επί του οδοστρώματος ίχνη τροχοπεδήσεως του οχήματός του μήκους 19 μέτρων, αρχικά ευθύγραμμης αποτύπωσης σε σημείο που απέχει από το πεζοδρόμιο 4,1 μέτρα από την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας και στη συνέχεια με δεξιά κλίση περί το μέσον του οδοστρώματος και τέλος εντός της δεξιάς λωρίδας σε απόσταση 3,8 μέτρα από το πεζοδρόμιο στο σημείο της διασταύρωσης με την οδό Συμμάχων, πλην όμως δεν μπόρεσε να ακινητοποιήσει το όχημά του και η σύγκρουση δεν αποφεύχθηκε. Η μοτοσυκλέτα επέπεσε με το εμπρόσθιο μέρος της στο πίσω δεξιό μέρος του φορτηγού (γωνία-φανάρι) και στη συνέχεια ανετράπη στο οδόστρωμα με την αριστερή της πλευρά, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του εκκαλούντος και την πρόκληση υλικών ζημιών στα ανωτέρω οχήματα. Σημειώνεται, ότι στο ανωτέρω πρόχειρο σχεδιάγραμμα δεν απεικονίζεται πιθανό σημείο σύγκρουσης των οχημάτων επί του οδοστρώματος, ούτε ευρήματα επί του οδοστρώματος κατά τη σύγκρουση των οχημάτων (θραύσματα υάλων πλαστικών, λάδια, χαραγές κλπ.), τα οποία δεν ανευρέθηκαν όπως αναφέρεται και στην έκθεση αυτοψίας, ούτε η τελική θέση των οχημάτων των διαδίκων, τα οποία κατά την άφιξη της τροχαίας είχαν μετακινηθεί, ενώ δεν υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας όπως σημειώνεται στην έκθεση αυτοψίας. Ωστόσο από την από 6-10-2019 έκθεση ένορκης κατάθεσης του εκκαλούντος ενώπιον του αρμοδίου προανακριτικού υπαλλήλου Ανθ/μου …….. του Β΄Τ.Τ. Πειραιώς και από την χωρίς όρκο από 7-10-2019 έκθεση εξέτασης του πρώτου εφεσίβλητου, που είναι χρονικά εγγύτερες με το ατύχημα, σε συνδυασμό με τις επιφάνειες σύγκρουσης των ανωτέρω οχημάτων (βλ. φωτογραφίες που προσκομίζονται από τους εφεσίβλητους) αποδεικνύεται ότι η σύγκρουση αυτών έλαβε χώρα κατά το χρόνο που το όχημα που οδηγούσε ο πρώτος εφεσίβλητος επιχειρούσε την αναστροφή εντός της διασταύρωσης του ρεύματος κυκλοφορίας προς Αθήνα και όχι ενώ αυτό είχε ευθυγραμμιστεί εντός της δεξιάς λωρίδας κυκλοφορίας, όπως αβασίμως ισχυρίζονται οι εφεσίβλητοι. Υπό τα περιστατικά αυτά το επίδικο ατύχημα οφείλεται στη συγκλίνουσα αμέλεια των δύο οδηγών. Ειδικότερα, ο πρώτος εφεσίβλητος οδηγός του φορτηγού αυτοκινήτου από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει (330 εδ. β’ ΑΚ), όπως ο κάθε μέσος συνετός οδηγός ευρισκόμενος υπό παρόμοιες συνθήκες (εντός κατοικημένης περιοχής, χωρίς περιορισμό ορατότητας υπό καλές καιρικές συνθήκες με επαρκή τεχνητό φωτισμό), προτιθέμενος να επιχειρήσει αναστροφή, δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση και επιχείρησε αιφνιδίως, από θέση προσωρινής στάσης από την αριστερή λωρίδα του ρεύματος πορείας της οδού Γρηγορίου Λαμπράκη με κατεύθυνση προς Κορυδαλλό και στο ύψος της διασταύρωσης με την οδό Συμμάχων, αριστερό ελιγμό, με σκοπό να πραγματοποιήσει αναστροφή και να εισέλθει στο αντίθετο ρεύμα πορείας της οδού Γρηγορίου Λαμπράκη, χωρίς να βεβαιωθεί ότι μπορεί να πραγματοποιήσει τούτο χωρίς κίνδυνο των λοιπών χρηστών της οδού που κινούνταν από δεξιά του στο αντίθετο ρεύμα επί της οδού Γρηγορίου Λαμπράκη με κατεύθυνση προς Αθήνα, όπως η μοτοσυκλέτα του εκκαλούντος, που όφειλε και μπορούσε να πράξει λόγω του ότι η ορατότητά του δεν περιοριζόταν και όφειλε να αναμένει τη διέλευση του οχήματος του εκκαλούντος από τη διασταύρωση και βρισκόταν σε απόσταση τουλάχιστον 19 μέτρων επί της οδού, αλλά κινήθηκε επιχειρώντας την αναστροφή, αφού διέσχισε το πλάτους τριών μέτρων διάκενο της νησίδας εισήλθε στη διασταύρωση σχεδόν κάθετα διασχίζοντας διαγωνίως την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας της ανωτέρω οδού προς Αθήνα, όπου εκινείτο η μοτοσικλέτα του εκκαλούντος, προτιθέμενος να εισέλθει στη δεξιά λωρίδα, με αποτέλεσμα να αποκόψει την πορεία αυτής (μοτοσυκλέτας), ο οδηγός της οποίας, παρά τον αποφευκτικό ελιγμό που ενήργησε και την άμεση πέδηση, δεν κατόρθωσε να αποφύγει τη σύγκρουση [άρθρα 2, 12 παρ. 1, 16, 21 παρ. 1 και 2 και 23 παρ. 2 του ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.), όπως ίσχυε κατά το χρόνο του ατυχήματος], ο δε εκκαλών οδηγός της μοτοσυκλέτας, από έλλειψη της προσοχής την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει (330 εδ. β’ ΑΚ), όπως ο κάθε μέσος συνετός οδηγός όπως κάθε άλλος συνετός οδηγός ευρισκόμενος υπό παρόμοιες συνθήκες (εντός κατοικημένης περιοχής, προσέγγιση σε διασταύρωση, χωρίς περιορισμό ορατότητας υπό καλές καιρικές συνθήκες με επαρκή τεχνητό φωτισμό), δεν οδηγούσε με σύνεση και έχοντας διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στην οδήγηση, ώστε να έχει τον πλήρη έλεγχο και την εποπτεία του οχήματός του και να μπορεί ανά πάσα στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς, ενώ, επιπλέον, δεν μείωσε την ταχύτητα του οχήματος του ενόψει των ιδιαίτερων συνθηκών κυκλοφορίας που το επέβαλλαν (εντός κατοικημένης περιοχής, προσέγγιση σε διασταύρωση υπό συνθήκες νυκτός με επαρκή τεχνητό φωτισμό), αλλά εκινείτο με υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα υπερβαίνουσα την ανώτερη επιτρεπόμενη στο σημείο εκείνο της οδού (των 50 χλμ/ώρα), και δη περί τα 70 χλμ/ώρα, καθόσον με βάση τα ίχνη τροχοπέδησης της μοτοσυκλέτας πριν τη σύγκρουση, 19 μέτρων και με τον συντελεστή τριβής του οδοστρώματος περίπου 0,70, η ταχύτητα υπολογίζεται σε 59 χλμ/ώρα (όπως προκύπτει από το από 17-9-2019 νομογράφημα του Αστυφύλακα ………. του Β΄Τ.Τ. Πειραιώς), πλην όμως, υπολογιζομένης και της απορρόφησης της ταχύτητας από τη σύγκρουση της μοτοσυκλέτας επί του Ι.Χ.Ε. φορτηγού αυτοκινήτου και της ανατροπής αυτής στο οδόστρωμα, αυτή ανέρχεται στην ανωτέρω των 70 χλμ/ώρα (άρθρα 2, 12 παρ. 1, 19 παρ. 1 και 2 και 20 παρ. 1 Κ.Ο.Κ.), που δεν του επέτρεπε να ασκεί τον έλεγχο και την εποπτεία του οχήματός του, ώστε να είναι σε θέση ανά πάσα στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς για την αποφυγή ατυχήματος και να διακόψει την πορεία του με έγκαιρη τροχοπέδηση προς αποφυγή της σύγκρουσης και επέπεσε με το εμπρόσθιο μέρος της μοτοσικλέτας στο πίσω δεξιό μέρος του φορτηγού που διενεργούσε αναστροφή. Εξάλλου, ο ίδιος ο εκκαλών, εξεταζόμενος ως μάρτυρας ενώπιον του αρμοδίου προανακριτικού υπαλλήλου, Ανθ/μου ……….. του Β΄Τ.Τ. Πειραιώς στην προαναφερόμενη από 6-10-2019 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα, κατέθεσε ότι η ταχύτητά του ήταν «…περίπου εβδομήντα με ογδόντα χιλιόμετρα την ώρα …», καθώς και ότι αν και αντιλήφθηκε τη θέση προσωρινής στάσης του πρώτου εφεσίβλητου πλησίον της νησίδας επί του αντίθετου ρεύματος κυκλοφορίας προτιθέμενου να επιχειρήσει ελιγμό, δεν μείωσε την ταχύτητά του αλλά συνέχισε την πορεία του. Επίσης και ο ίδιος ο πρώτος εφεσίβλητος στην χωρίς όρκο προανακριτική του κατάθεση αναφέρει ότι παρότι έλεγξε από δεξιά την κυκλοφορία των οχημάτων που κινούνταν επί της οδού Γ. Λαμπράκη με κατεύθυνση προς Αθήνα όσο μπορούσε γιατί δεν είχε πολύ καλή ορατότητα λόγω του είδους του οχήματός του («κλουβάκι») και επιχείρησε υπό αυτές τις συνθήκες την αναστροφή, καθώς και ότι η σύγκρουση έλαβε χώρα τη στιγμή που ολοκλήρωνε την αναστροφή και αποδέχτηκε την ευθύνη για την πρόκληση του ατυχήματος. Στη συνέχεια οι ανωτέρω οδηγοί μετέβαλαν τους ισχυρισμούς τους και ο μεν εκκαλών ισχυρίστηκε με την αγωγή του ότι έβαινε με ταχύτητα 59 χλμ ανά ώρα και ενώπιον του ποινικού δικαστηρίου με αυτή των 50 χλμ ανά ώρα, ο δε πρώτος εφεσίβλητος ότι κατά το χρόνο σύγκρουσης το όχημά του είχε πραγματοποιήσει την αναστροφή και είχε ευθυγραμμιστεί, ευρισκόμενο στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας επί της οδού Γρηγορίου Λαμπράκη. Οι ισχυρισμοί αυτοί των διαδίκων αναιρούνται από τα ευρήματα επί του οδοστρώματος που καταγράφονται στην έκθεση αυτοψίας (ίχνη τροχοπέδησης της μοτοσυκλέτας πριν τη σύγκρουση, 19 μέτρων με κλίση προς τα δεξιά που περατώνονται εντός της διασταύρωσης σε απόσταση 2,8 μέτρων από την πρώτη κατά την πορεία της μοτοσικλέτας νησίδα ασφαλείας) καθώς και των επιφανειών σύγκρουσης όπως αυτά εμφαίνονται στις προσκομιζόμενες από τους εφεσίβλητους φωτογραφίες, δεδομένου επίσης ότι εάν το όχημα του πρώτου εφεσίβλητου είχε ευθυγραμμιστεί ευρισκόμενο στο δεξιό ρεύμα κυκλοφορίας με κατεύθυνση προς Αθήνα, δεν εξηγείται η πορεία της μοτοσικλέτας και η ανάγκη να πραγματοποιήσει άμεση πέδηση μήκους 19 μέτρων και ελιγμό με κλίση προς τα δεξιά, ενώ υπήρχε ελεύθερη στην πορεία του η αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας από την οποία θα μπορούσε ευχερώς να διέλθει (πλάτος οδοστρώματος 8,1 μέτρων) και όχι να προσκρούσει στο δεξιό πίσω άκρο του φορτηγού που κατά τους ισχυρισμούς των εφεσίβλητων βρισκόταν ήδη στη δεξιά λωρίδα κυκλοφορίας της οδού Γρ. Λαμπράκη με κατεύθυνση προς Αθήνα. Ακόμη ο μάρτυρας που εξετάστηκε με την επιμέλεια του εκκαλούντος ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου δεν έχει άμεση και σαφή αντίληψη για τον κρίσιμο χρόνο της σύγκρουσης, καθόσον, όπως κατέθεσε αναφορικά με το όχημα του πρώτου εφεσίβλητου, «…είχα πλάτη….» και αναφορικά με τη θέση αυτού κατά την αναστροφή κατέθεσε ότι «…Όταν ήταν δίπλα μου πρέπει να ολοκλήρωνε τη στροφή του….» (βλ. σελ. 6 των πρακτικών) και στη συνέχεια καταθέτει «…. έκανε την αναστροφή και σταμάτησε…» (βλ. σελ. 7 των πρακτικών), ενώ ενώπιον του Β΄Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη σχετική ποινική υπόθεση, εξεταζόμενος ενόρκως ως μάρτυρας κατέθεσε «…Είδα τον κύριο με το φορτηγάκι να κάνει αναστροφή την ξεκίνησε, την σταμάτησε και την ξανά ξεκίνησε και σταμάτησε πάλι στο δεξί μέρος του δρόμου και έγινε η πρόσκρουση..». Περαιτέρω, με τον πρώτο λόγο της έφεσης ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι οι παραδοχές της εκκαλουμένης για το όριο της ταχύτητας των 70 χλμ/ώρα με την οποία εκινείτο η μοτοσικλέτα που οδηγούσε κατά το χρόνο του ατυχήματος είναι εσφαλμένες, καθόσον βάσει του νομογραφήματος ήταν 59 χλμ/ώρα και ως εκ τούτου δεν είχε αναπτύξει υπερβολική για τις περιστάσεις ταχύτητα. Ο υπό κρίση λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, καθόσον α) με το από 17-9-2019 νομογράφημα του Αστυφύλακα ……….. του Β΄Τ.Τ. Πειραιώς, στο οποίο λήφθηκε υπόψη το μήκος των ιχνών πέδησης και ο παράγων τριβής, η ταχύτητα του οχήματος του εκκαλούντος προσδιορίστηκε στα 59 χλμ/ώρα, η οποία, όπως επισημαίνεται στο ίδιο έγγραφο, είναι η ελάχιστη αφού δεν μπορεί να προσδιοριστεί η ταχύτητα που απορροφήθηκε από τη σύγκρουση, και επομένως ακόμη και η ταχύτητα αυτή των 59 χλμ/ώρα, χωρίς τον υπολογισμό και της ταχύτητας που απορροφήθηκε από τη σύγκρουση, υπερέβαινε την ανωτέρα επιτρεπόμενη των 50 χλμ/ωρα, β) στην προαναφερόμενη από 6-10-2019 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα ενώπιον του ενώπιον του αρμοδίου προανακριτικού υπαλλήλου Ανθ/μου ……………. του Β΄Τ.Τ. Πειραιώς, ο ίδιος ο εκκαλών καταθέτει ότι η ταχύτητά του ήταν «…περίπου εβδομήντα με ογδόντα χιλιόμετρα την ώρα …» και επίσης ο ίδιος αναφέρει στην ως άνω κατάθεσή του ότι δεν μείωσε την ταχύτητά του μέχρι την απόσταση λίγων μέτρων προ της διασταύρωσης, οπότε ενήργησε πέδηση και ελιγμό προς δεξιά για να αποφύγει τη σύγκρουση με το όχημα του πρώτου εφεσίβλητου, ενώ ενώπιον του Β΄Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη σχετική ποινική υπόθεση και δεν προκύπτει ότι έχει καταστεί αμετάκλητη και η χωρίς όρκο κατάθεσή του περιέχεται στα πρακτικά της 2577/2022 απόφασής του, κατέθεσε ότι έβαινε με ταχύτητα 50 χλμ/ώρα, ενώ στην αγωγή κατέθεσε ότι έβαινε με ταχύτητα 59 χλμ/ώρα με βάση το νομογράφημα της Τροχαίας, χωρίς να δικαιολογείται η απόκλιση από την αρχική του κατάθεση, η οποία συνάδει και με την έκταση των υλικών ζημιών που υπέστη η μοτοσικλέτα και γ) αναφορικά με την ταχύτητα που απορροφήθηκε από τη σύγκρουση η οποία δεν προσδιορίστηκε στο ανωτέρω νομογράφημα, λαμβάνεται υπόψη η έκταση των υλικών ζημιών των οχημάτων (βλ. προσκομιζόμενες από τους εφεσίβλητους φωτογραφίες και την από 27-11-2019 προσφορά της «. ……» συνεργείο μοτοσικλετών), καθώς και το γεγονός της ανατροπής της μοτοσικλέτας μετά τη σύγκρουση και της έντασης του τραυματισμού του εκκαλούντος. Επομένως, η ως άνω οδική συμπεριφορά του εκκαλούντος συνέβαλε όπως προαναφέρθηκε στο ατύχημα (αυξημένη ταχύτητα) και σχετίζεται, με την έλλειψη της δέουσας προσοχής του κατά την οδήγηση. Ενόψει των ανωτέρω, και αν συγκριθούν οι παραβάσεις κάθε συνυπαιτίου προσώπου από απόψεως βαρύτητας, το Δικαστήριο κρίνει ότι το ποσοστό συνυπαιτιότητος που βαρύνει τους ανωτέρω ανέρχεται σε 70% για τον πρώτο εφεσίβλητο οδηγό του Ι.Χ.Ε. φορτηγού αυτοκινήτου και 30% για τον εκκαλούντα οδηγό της μοτοσυκλέτας γενομένης δεκτής εν μέρει ως κατ’ουσίαν βάσιμης της σχετικής ένστασης συντρέχοντος πταίσματος, που προέβαλαν παραδεκτά οι εφεσίβλητοι ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (με προφορική δήλωση που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και με τις προτάσεις τους) και επαναφέρουν νομότυπα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρ. 2, 12 παρ. 1, 19 παρ. 1 και 2 και 20 παρ. 1 Κ.Ο.Κ. και 300 Α.Κ., πρέπει να γίνει αντιστοίχως κατά ένα μέρος, ήτοι κατά το πιο πάνω ποσοστό, δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση που έκρινε διαφορετικά από τα παραπάνω δεχόμενο ότι αποκλειστικά υπαίτιος στην πρόκληση της ένδικης σύγκρουσης ήταν ο εκκαλών και απέρριψε την αγωγή ως ουσία αβάσιμη, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή ως βάσιμων των σχετικών δεύτερου και τρίτου των λόγων της έφεσης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι, από το επίδικο ατύχημα ο εκκαλών (γεννηθείς στις 2-3-1984), ηλικίας κατά το χρόνο του ατυχήματος 35 ετών, τραυματίστηκε και αμέσως μετά το ατύχημα (17-9-2019) διακομίστηκε με ασθενοφόρο στο Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο «…..», όπου διαπιστώθηκε ότι υπέστη τραυματική ρήξη της ηβικής σύμφυσης -κάκωση λεκάνης και παρέμεινε νοσηλευόμενος στην ορθοπαιδική κλινική αυτού, μέχρι 23-9-2019 όπου αντιμετωπίστηκε συντηρητικά με κλινοστατισμό. Κατά την έξοδό του από το νοσοκομείο συνεστήθη συντηρητική αντιμετώπιση με κλινοστατισμό για τρεις εβδομάδες, φαρμακευτική και αντιπηκτική αγωγή για τριάντα ημέρες και επανεξέταση σε τρεις εβδομάδες. Χορηγήθηκε δε αναρρωτική άδεια για τρεις εβδομάδες (βλ. την από 2-10-2019 ιατρική βεβαίωση της ιατρού ……… του ΠΓΝ «…………», το από 26-9-2019 ιατρικό εξιτήριο ασθενή και το διοικητικό εξιτήριο ασθενή του ΠΓΝ «……»). Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι ο εκκαλών εξαιτίας του τραυματισμού του και για την ακριβή διάγνωση της σωματικής του βλάβης και την αντιμετώπιση αυτής παρέστη αναγκαίο και δαπάνησε α)το συνολικό ποσό των 119,36 ευρώ (ήτοι 57,90 + 3,90 + 27,70 + 19,76 +3,45 + 1,20 + 5,45) για την αγορά φαρμάκων, (βλ. αποδείξεις φαρμακείων από 24-9-2019, 24-9-2019, 9-10-2019, 22-10-2019 8-11-2019, 28-11-2019 του φαρμακείου ……… και από 14-1-2020 του φαρμακείου ………….), β)το ποσό των 85 ευρώ για την αγορά ορθοπεδικών ειδών (βλ. τη με αριθ. ……./25-10-2019 απόδειξη και την από 25-10-2019 ταμειακή απόδειξη της ……. για την αγορά ζώνης λαγονίων) και γ) το συνολικό ποσό των 162,57 ευρώ (ήτοι 57,57 + 85 + 20) για ιατρικές εξετάσεις και ιατρικές επισκέψεις και συγκεκριμένα το ποσό των 57,57 ευρώ (ήτοι 22,03 ευρώ για αναλύσεις αίματος, αξονική τομογραφία οσφυϊκής μοίρας Σ.Σ. και αξονική τομογραφία λεκάνης και ισχύων και 35,54 ευρώ για μαγνητική τομογραφία), το ποσό των 85 ευρώ για ακτινογραφία λεκάνης -ισχίων, το ποσό των 20 ευρώ για εξέταση από ορθοπαιδικό ιατρό (βλ. τις με αριθ. Ε …………/25-10-2019 και …/9-1-2020 αποδείξεις του ομίλου ιατρικών εταιριών …., τη με αριθ. Γ …/6-12-2019 απόδειξη της ………. και τη με αριθ. …../10-12-2019 απόδειξη του ιατρού ……..). Επίσης ο εκκαλών για τη μεταφορά του από το νοσοκομείο και για τη μετάβασή του για ιατρικές εξετάσεις, παρέστη αναγκαίο και δαπάνησε το συνολικό ποσό των 160 ευρώ (ήτοι 80+80) για υπηρεσίες διακομιδής του με ασθενοφόρο (βλ. τη με αριθ. …./25-9-2019 απόδειξη της …………. υπηρεσίες ασθενοφόρου για τη διακομιδή στις 23-9-2019 από …. προς Κερατσίνι και τη με αριθ. …../5-12-2019 απόδειξη της . ….), οι οποίες λόγω της φύσης και του είδους του τραυματισμού του που απαιτούσε ακινησία, κρίνεται ότι ήταν αναγκαίες να πραγματοποιηθούν από εξειδικευμένο και έμπειρο προσωπικό, προκειμένου να μην διακινδυνεύσει από περαιτέρω επιπλοκές και επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του και ότι δεν διενεργήθηκαν από υπερβολική πρόνοια. Οι αποδείξεις πληρωμής από 18-11-2019 του ……….. και από 13-1-2020 της ………, δεν προκύπτει ότι αφορά σε αγορά ειδών που συνδέονται αιτιωδώς με τον τραυματισμό του εκκαλούντος από το ένδικο ατύχημα και τα σχετικά αγωγικά κονδύλια ποσού 14 και 73,99 ευρώ, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα, ενώ οι δύο αποδείξεις της ……………, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό τους, αφορά το ίδιο αντικείμενο και επομένως το σχετικό αγωγικό κονδύλιο πρέπει να γίνει δεκτό για το ποσό των 85 ευρώ, απορριπτομένου ως αβάσιμου του επιμέρους κονδυλίου των 85 ευρώ που αφορά την αγορά του ίδιου αντικειμένου. Επομένως, για τις ανωτέρω αιτίες ο εκκαλών υπέστη αντίστοιχη ζημία και δικαιούται ισόποση αποζημίωση που ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 366,93 ευρώ (ήτοι 119,36 +85 +160), γενομένου δεκτού του σχετικού αγωγικού κονδυλίου κατά ένα μέρος ως ουσία βάσιμου, το οποίο όμως πρέπει να μειωθεί, κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας αυτού (30 %). Λόγω της προπεριγραφόμενης κατάστασης της υγείας του, ο εκκαλών, κατά το χρονικό διάστημα μετά την έξοδό του από 23-9-2019 μέχρι 13-10-2019), ήτοι για 20 ημέρες, οπότε ανάρρωνε στην οικία του και του συνεστήθη κλινοστατισμός για την αποθεραπεία του, δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί και είχε την ανάγκη ανάλογης βοηθείας άλλου προσώπου, η παρουσία του οποίου ήταν αναγκαία καθ’ όλο το εικοσιτετράωρο (24ωρο), προκειμένου να τον συνδράμει στις προσωπικές του ανάγκες και να επιμελείται και την ατομική του καθαριότητα και υγιεινή, τη διατροφή/σίτιση και την περιποίησή του για το διάστημα αυτό. Στην κρίση το Δικαστήριο περί του ότι ο εκκαλών είχε ανάγκη βοηθείας τρίτου προσώπου κατά την κατ’ οίκον ανάρρωσή του για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, άγεται από το ως άνω αποδεικτικό υλικό και ιδίως από την προαναφερόμενη ιατρική βεβαίωση και το εξιτήριο με την οποία συνεστήθη κλινοστατισμός για τρεις εβδομάδες, σε συνδυασμό με το είδος του τραυματισμού του, ενώ κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχτηκε ότι δεν επαρκούσαν οι παρεχόμενες υπηρεσίες νοσηλείας από το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό και ότι χρειαζόταν και τις υπηρεσίες άλλου προσώπου, ως αβασίμως ισχυρίζεται ο εκκαλών. Για την κάλυψη της ανάγκης αυτής κατά το χρόνο της κατ’οίκον ανάρρωσής του, απασχολήθηκε η σύζυγός του, άνευ ανταλλάγματος, υπερεντείνοντας τις δυνάμεις της σε βάρος άλλων ασχολιών της και πέραν της, εκ του νόμου υποχρεώσεώς της, προκειμένου να του παρέχονται οι υπηρεσίες που αντιστοιχούσαν στις προαναφερόμενες προσωπικές -ατομικές ανάγκες του (ατομικής υγιεινής -καθαριότητας, ένδυσης, σίτισης κλπ). Με την εντατικοποίηση, δε των προσπαθειών της του προσέφερε, κατά τη χρονική αυτή περίοδο, τις αντίστοιχες υπηρεσίες, χωρίς την πρόσληψη υποκατάστατης δύναμης (αποκλειστικής νοσοκόμου/οικιακού βοηθού). Αν προς τούτο προσλάμβανε άλλο πρόσωπο θα δαπανούσε το ποσό των 40 ευρώ ημερησίως και συνολικά, για όλο το ανωτέρω χρονικό διάστημα των 20 ημερών, το ποσό των 800 ευρώ (20 ημέρες Χ 40 €), ενώ δεν αποδείχθηκε ότι η σχετική δαπάνη θα ανερχόταν σε μεγαλύτερο του ανωτέρω ποσό. Την ανωτέρω δαπάνη, ο εκκαλών – ενάγων δικαιούται ν’ αξιώσει κατ’ άρθρ. 930 παρ. 3 Α.Κ., ως αποζημίωση, έστω και αν δεν υποβλήθηκε στην αντίστοιχη δαπάνη, αλλά κάλυψε τις ανάγκες του με τις υπηρεσίες που του πρόσφερε η σύζυγός του (ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 132/2010 ΕφΑΔ 2010.560, ΑΠ 1545/2009, ΑΠ 720/2008 ΝοΒ 2010.66, ΑΠ 833/2005 ΕλλΔνη 47.96, ΑΠ 371/2001 ΕπΣυγκΔ 2001 493), ενόψει του ότι από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 297, 298, 914 και 929 Α.Κ. με εκείνη του άρθρου 930 παρ. 3 Α.Κ., η οποία αποτελεί εκδήλωση της νομοθετικής βούλησης να μην αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι κάποιος άλλος υποχρεούται εκ του νόμου ή εξ άλλου λόγου να διατρέφει τον παθόντα, συνάγεται ότι ο τραυματισθείς από αδικοπραξία τρίτου, ο οποίος δέχεται τις αναγκαίως αυξημένες περιποιήσεις της συζύγου του, των γονέων του ή άλλου στενού συγγενούς του για την αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται να απαιτήσει από τον υπόχρεο ως αποζημίωση το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτον που για το σκοπό αυτό θα προσελάμβανε, έστω και αν στη συγκεκριμένη περίπτωση ουδέν ποσό κατέβαλε στους άνω οικείους του, δεδομένου ότι η μη καταβολή συναλλάγματος στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος (ΑΠ 553/2019, ΑΠ 1723/2014, ΑΠ 132/2010, ΑΠ 2037/2007, ΝοΒ 2008/972, ΑΠ 1918/2005 Δνη 47/429, ΑΠ 833/2005 Δνη 47/96, ΑΠ 371/2001 ΕπΣυγκΔ 2001. 493, Α. Κρητικός «αποζημίωση από αυτοκινητικά ατυχήματα» 4η έκδοση, 2008, παρ. 17, αρ. 13, 14, σελ. 257-258). Επομένως, ο εκκαλών -ενάγων δικαιούται για την ανωτέρω αιτία το προαναφερόμενο ποσό των 800 ευρώ, γενομένου κατά ένα μέρος δεκτού ως βάσιμου του σχετικού αγωγικού κονδυλίου, το οποίο όμως πρέπει να μειωθεί, κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας αυτού (30 %). Περαιτέρω, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε και από τις προσκομιζόμενες ιατρικές βεβαιώσεις -γνωματεύσεις και τα ιατρικά πιστοποιητικά -ενημερωτικά σημειώματα, δεν αποδείχθηκε σύσταση από τους θεράποντες ιατρούς του εκκαλούντος, που να υποδεικνύει την ανάγκη λήψης ειδικής βελτιωμένης διατροφής για την αποθεραπεία του, πέραν της συνηθισμένης που λαμβάνει στη σύγχρονη εποχή κατά μέσο όρο κάθε άνθρωπος της ηλικίας του εκκαλούντος, ούτε αποδείχτηκε ενόψει της φύσης του τραυματισμού του ότι δαπάνησε, επί πλέον του συνήθους ποσού που θα δαπανούσε αν δεν συνέβαινε το ατύχημα, ενώ τέτοια ανάγκη δεν αποδείχθηκε ούτε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, κατά την οποία ελάμβανε την τροφή που του χορηγούσε το νοσοκομείο, σύμφωνα με το ιατρικώς καθοριζόμενο διαιτολόγιο των ασθενών, το οποίο ουδόλως διέφερε από τη συνήθη διατροφή του. Πρέπει, επομένως , το σχετικό αιτούμενο κονδύλιο για την αξίωση αποζημίωσης για δαπάνη λήψης βελτιωμένης τροφής για το χρονικό διάστημα τεσσάρων μηνών (από την ημέρα του ατυχήματος μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής) εκ ποσού 1.200 ευρώ, να απορριφθεί ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, αποδείχθηκε ότι από την ένδικη σύγκρουση καταστράφηκε ολοσχερώς η μοτοσικλέτα του εκκαλούντος, εργοστασίου κατασκευής YAMAHA RN 08, τύπου TDM 900, χρώματος μπλε, 897 κ.ε., με ημερομηνία πρώτης άδειας κυκλοφορίας 2-7-2003, που υπέστη εκτεταμένες ζημίες στο εμπρόσθιο και αριστερό τμήμα αυτής (δισκόπλακα αριστερή, δισκόπλακα δεξιά, ζάντα, φανοστάτης, μούτρο, φανάρι, ζελατίνα, τιμόνι, βαλίτσα, πάνελ οργάνων, fering δεξί, fering αριστερό, μανιτάρια, μανέτα αριστερή, καρίνα, εξάτμιση αριστερή, φτερό εμπρόσθιο, καπάκι δεξί μοτέρ, χερούλια) και η επισκευή της ήταν οικονομικώς ασύμφορη. Η αξία της μοτοσικλέτας κατά το χρόνο του ατυχήματος, προσδιοριζόμενη με βάση την κατάστασή του προ του ατυχήματος, με κρίσιμο χρόνο προσδιορισμού αυτής, το χρόνο της συζητήσεως της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Ολ ΑΠ 38/1996 ΕλλΔνη 38. 42, ΑΠ 68/2005 ΕλλΔνη 46. 1395, Α. Κρητικού, Αποζημίωση από Αυτοκινητικά Ατυχήματα, Τόμος Ι, 5η έκδ. σελ. 720 επ. παρ. 5, 12, 14), ανερχόταν σε 2.000 ευρώ. Για την επισκευή της μοτοσικλέτας αυτής (αντικατάσταση των βλαβέντων μερών αυτής και αμοιβή αναγκαίων εργασιών αποκατάστασης των ζημιών) θα απαιτούνταν το συνολικό ποσό των 2.880 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του αναλογούντος Φ.Π.Α. (βλ. την από 27-11-2019 προσφορά της «…….» συνεργείο μοτοσικλετών). Δηλαδή το συνολικό κόστος επισκευής, συγκρινόμενο με την αξία του οχήματος, καθιστά οικονομικά ασύμφορη την επισκευή του, γεγονός που ισοδυναμεί με ολοκληρωτική καταστροφή με την οικονομική έννοια του όρου, ήτοι της οικονομικώς ασύμφορης επισκευής (ΑΠ 1493/2014) και επομένως ο εκκαλών υπέστη ζημία ισόποση με την εμπορική αξία της μοτοσικλέτας κατά το χρόνο του ατυχήματος. Συνεπεία τούτου, ο εκκαλών δικαιούται αποζημίωση ίση με την πριν από το ατύχημα αξία της μοτοσικλέτας και δη ύψους δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, γενομένου κατά ένα μέρος δεκτού του σχετικού αγωγικού κονδυλίου ως ουσία βάσιμου, το οποίο όμως πρέπει να μειωθεί, κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας αυτού (30 %), ενώ η μείωση της αποζημίωσης κατά την αξία των υπολειμμάτων, την οποία δεν προσδιορίζει ο ενάγων στην αγωγή, δεν γίνεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, δεδομένου ότι οι εφεσίβλητοι δεν προέβαλαν σχετική ένσταση συνυπολογισμού στη ζημία του κέρδους που προκύπτει για τον εκκαλούντα από την αξία των υπολειμμάτων της μοτοσικλέτας (ΑΠ 909/2009, ΑΠ 1539/1998). Συνακόλουθα, η περιουσιακή ζημία που υπέστη ο εκκαλών από τον ένδικο τραυματισμό της ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 3.166,93 (366,93 + 800 + 2.000) ευρώ, το οποίο, όμως, πρέπει να μειωθεί κατά το ποσοστό κατά το οποίο κρίθηκε και ο ίδιος συνυπαίτιος, ήτοι κατά το ποσό των 950,07 (3.166,93 X 30%) ευρώ, απομένοντος υπολοίπου προς καταβολή ποσού 2.216,86 (3.166,93 – 950,07) ευρώ, δεδομένου ότι μόνο η ζημία αυτού του ύψους τελεί σε άμεσο αιτιώδη αντικειμενικό σύνδεσμο με την αδικοπραξία του οδηγού του ζημιογόνου φορτηγού αυτοκινήτου. Περαιτέρω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, το βαθμό και το είδος της υπαιτιότητας (αμέλεια) του πρώτου εφεσίβλητου οδηγού του φορτηγού αυτοκινήτου και της συνυπαιτιότητος του παθόντος -εκκαλούντος, στην πρόκληση αυτού, το είδος και τη βαρύτητα της σωματικής βλάβης που υπέστη ο τελευταίος, εξαιτίας του οποίου ο ίδιος ένιωσε έντονο σωματικό άλγος, ψυχολογική αναστάτωση, ταλαιπωρία, αγωνία για την αποκατάσταση της υγείας του και υπέστη τις εκτιθέμενες ανωτέρω συνέπειες, αλλά και της ολικής καταστροφής της μοτοσικλέτας του και τη στέρηση της χρήσης της, ακόμη δε την ηλικία του, την κοινωνική θέση και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, πλην της ασφαλιστικής εταιρίας (ΑΠ 532/2012 ΝοΒ 2012. 1965), κρίνει ότι ο ίδιος (εκκαλών -ενάγων) δικαιούται χρηματική ικανοποίηση, το ύψος της οποίας, μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων, ανέρχεται στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ (από το οποίο το ποσό των 500 ευρώ αντιστοιχεί στην ηθική βλάβη που υπέστη λόγω ολοσχερούς καταστροφής της μοτοσικλέτας και στέρησης της χρήσης αυτής), το οποίο κρίνεται εύλογο (άρθρ. 932 ΑΚ) και ανταποκρίνεται σε εκείνο που, κατά την κοινή πείρα, τη δικαστηριακή πρακτική και την περί δικαίου συνείδηση, επιδικάζεται σε παρόμοιες περιπτώσεις. Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει η έφεση του ενάγοντος να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση , αναγκαίως δε και ως προς την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της (ΑΠ 192/2008) και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο για κατ’ ουσίαν έρευνα (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας, στον ενάγοντα, το συνολικό ποσό των 7.216,86 ευρώ (2.216,86 € θετική ζημία + 5.000 € χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας (ήτοι χωρίς την προσαύξηση λόγω επιδικίας), από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, κατ’ αποδοχή του αιτήματος των εναγομένων -εφεσίβλητων για εξαίρεσή τους από τους τόκους επιδικίας, το οποίο παραδεκτά προβλήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και επαναφέρεται με τις προτάσεις τους, το οποίο είναι νόμιμο (άρθρο 346 ΑΚ), καθόσον τόκος επιδικίας οφείλεται και από την επίδοση αναγνωριστικής αγωγής και βάσιμο δεδομένου ότι οι τελευταίοι εύλογα αντιδικούν με τον ενάγοντα, ενόψει των συνθηκών του ατυχήματος, της έκβασης της δίκης σε πρώτο βαθμό αλλά και του αναγνωρισθέντος τελικώς ποσοστού συνυπαιτιότητας και του ύψους των αιτηθέντων κονδυλίων αποζημίωσης, ιδίως δε της βασικής επιδικαζόμενης αξιώσεως της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, καθώς πρόκειται για επιδικαζόμενη χρηματική απαίτηση κατ’ εύλογη κρίση του δικαστηρίου, συντρέχει το εύλογο της αντιδικίας, ως λόγος εξαίρεσης από τους τόκους επιδικίας (βλ. ΑΠ 163/2022, ΑΠ 375/2021, ΑΠ 1039/2021, ΑΠ 609/2020, ΑΠ 1465/2019, ΑΠ 308/2019, ΑΠ 1114/2018, ΑΠ 1207/2017). Πρέπει να σημειωθεί ότι το αίτημα της αγωγής περί απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως εις βάρος του πρώτου εναγομένου είχε απορριφθεί με την εκκαλούμενη απόφαση ως μη νόμιμο και κατά του κεφαλαίου αυτού δεν υπάρχει λόγος εφέσεως και επομένως δεν μεταβιβάστηκε κατά τούτο η υπόθεση στο παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. – ΑΠ 798/2010). Επίσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παράβολου στον εκκαλούντα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ. δ του Κ.Πολ.Δ., όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι -εφεσίβλητοι σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος- εφεσίβλητου αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους και αναλόγως της εκτάσεως αυτών, κατ’ αποδοχή σχετικού αιτήματος αυτών (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 189, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 1-9-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΕΜ ……………./22-10-2024) έφεση, κατά της με αριθμό 3795/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία).
Δέχεται τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει την εκκαλούμενη με αριθμό 3795/2022 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία).
Κρατεί και δικάζει την από 30-12-2021 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/30-12-2021) αγωγή.
Απορρίπτει ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.
Δέχεται εν μέρει την αγωγή.
Αναγνωρίζει ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων διακοσίων δεκαέξι ευρώ και ογδόντα έξι λεπτών ευρώ (7.216,86), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.
Καταδικάζει τους εναγομένους -εφεσίβλητους σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος -εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων πενήντα (1.250) ευρώ.
Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου που κατέθεσε για την άσκηση της έφεσης και αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 4 Ιουλίου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ