ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα)
της 4ης Σεπτεμβρίου 2025 (*)
« Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Ομαδικές απολύσεις – Οδηγία 98/59/ΕΚ – Άρθρο 1, παράγραφος 1 – Πεδίο εφαρμογής – Έννοια της “απόλυσης” – Συλλογική συμφωνία εσωτερικής κινητικότητας – Απολύσεις για οικονομικούς λόγους οι οποίες στηρίζονται στην άρνηση των εργαζομένων να εφαρμοστεί η εν λόγω συμφωνία – Λήξη της σύμβασης εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων – Άρθρο 2 – Διαδικασίες ενημέρωσης των εκπροσώπων των εργαζομένων και διαβούλευσης με αυτούς »
Στην υπόθεση C‑249/24,
με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, Γαλλία) με απόφαση της 3ης Απριλίου 2024, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 4 Απριλίου 2024, στο πλαίσιο της δίκης
RT,
ED
κατά
Ineo Infracom,
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο τμήμα),
συγκείμενο από τους M. L. Arastey Sahún (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, Δ. Γρατσία, E. Regan, J. Passer και B. Smulders, δικαστές,
γενικός εισαγγελέας: R. Norkus
γραμματέας: A. Calot Escobar
έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,
λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:
– ο RT, εκπροσωπούμενος από τον F. Pinet, avocat,
– η Ineo Infracom, εκπροσωπούμενη από τον D. Célice, avocat,
– η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον R. Bénard και τη M. Guiresse,
– η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις S. Delaude και D. Recchia,
αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 20ής Μαρτίου 2025,
εκδίδει την ακόλουθη
Απόφαση
1 Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 2, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις (ΕΕ 1998, L 225, σ. 16, και διορθωτικό ΕΕ 2005, L 271, σ. 55).
2 Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ των RT και ED, αφενός, και της Ineo Infracom, αφετέρου, σχετικά με την καταγγελία των συμβάσεων εργασίας των RT και ED λόγω της άρνησής τους να αποδεχθούν τις τροποποιήσεις στις συμβάσεις αυτές οι οποίες επήλθαν κατόπιν της σύναψης συλλογικής συμφωνίας εσωτερικής κινητικότητας.
Το νομικό πλαίσιο
Το δίκαιο της Ένωσης
3 Κατά τις αιτιολογικές σκέψεις 2 και 8 της οδηγίας 98/59:
«(2) [εκτιμώντας] ότι επιβάλλεται η ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης ισόρροπης οικονομικής και κοινωνικής αναπτύξεως εντός της Κοινότητας·
[…]
(8) ότι, για τον υπολογισμό του αριθμού των απολύσεων που προβλέπεται στον ορισμό των ομαδικών απολύσεων κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, πρέπει να εξομοιώνονται προς τις απολύσεις και άλλες μορφές λήξης της σύμβασης εργασίας που πραγματοποιούνται με πρωτοβουλία του εργοδότη, εφόσον οι απολύσεις είναι τουλάχιστον πέντε».
4 Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής ορίζει τα εξής:
«Για την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας:
α) Ως “ομαδικές απολύσεις” νοούνται οι απολύσεις που πραγματοποιούνται από έναν εργοδότη για ένα ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, εφ’ όσον ο αριθμός των απολύσεων ανέρχεται, ανάλογα με την επιλογή των κρατών μελών:
i) είτε για περίοδο 30 ημερών:
– τουλάχιστον σε 10, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως περισσότερους από 20 και λιγότερους από 100 εργαζόμενους,
– τουλάχιστον σε 10 % του αριθμού των εργαζομένων, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 100 και λιγότερους από 300 εργαζόμενους,
– τουλάχιστον σε 30, σε επιχειρήσεις που απασχολούν συνήθως τουλάχιστον 300 εργαζομένους,
ii) είτε για περίοδο 90 ημερών, τουλάχιστον σε 20, ανεξάρτητα από τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων στις επιχειρήσεις αυτές·
β) ως “εκπρόσωποι των εργαζομένων” νοούνται οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που προβλέπονται από τη νομοθεσία ή την πρακτική των κρατών μελών.
Για τον υπολογισμό του αριθμού των απολύσεων που προβλέπονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο α), προς τις απολύσεις εξομοιώνονται όλες οι λήξεις της σύμβασης εργασίας που γίνονται με πρωτοβουλία του εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, υπό τον όρο ότι οι απολύσεις είναι τουλάχιστον πέντε.»
5 Το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας προβλέπει τα εξής:
«1. Όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, υποχρεούται να πραγματοποιεί, εγκαίρως, διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας.
2. Οι διαβουλεύσεις αφορούν τουλάχιστον τις δυνατότητες αποφυγής ή μείωσης των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών, διά της προσφυγής σε συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα με σκοπό τη βοήθεια για την επαναπασχόληση ή τον αναπροσανατολισμό των απολυομένων εργαζομένων.
Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέψουν ότι οι εκπρόσωποι των εργαζομένων μπορούν να προσφεύγουν σε εμπειρογνώμονες, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.
3. Για να μπορέσουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να διατυπώσουν εποικοδομητικές προτάσεις, ο εργοδότης οφείλει, εγκαίρως, κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων:
α) να τους παρέχει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και
β) εν πάση περιπτώσει, να τους ανακοινώνει εγγράφως:
i) τους λόγους του σχεδίου απολύσεων,
ii) τον αριθμό και τις κατηγορίες των υπό απόλυση εργαζομένων,
iii) τον αριθμό και τις κατηγορίες των συνήθως απασχολούμενων εργαζομένων,
iv) την περίοδο κατά την οποία πρόκειται να γίνουν οι απολύσεις,
v) τα προβλεπόμενα κριτήρια για την επιλογή των εργαζομένων που θα απολυθούν, εφόσον οι εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές αποδίδουν τη σχετική αρμοδιότητα στον εργοδότη,
vi) την προβλεπόμενη μέθοδο υπολογισμού οιασδήποτε ενδεχόμενης αποζημίωσης απολύσεως, εκτός εκείνης που απορρέει από τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές.
O εργοδότης οφείλει να διαβιβάζει στην αρμόδια αρχή αντίγραφο τουλάχιστον των στοιχείων της γραπτής ανακοίνωσης που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, στοιχείο β) σημεία i) έως v).
4. Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στις παραγράφους 1, 2 και 3 εφαρμόζονται ανεξάρτητα από το αν η απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις λαμβάνεται από τον εργοδότη ή από επιχείρηση που ελέγχει τον εργοδότη.
Όσον αφορά τις προβαλλόμενες παραβάσεις των υποχρεώσεων ενημέρωσης, διαβούλευσης και κοινοποίησης που ορίζονται στην παρούσα οδηγία, δεν θα λαμβάνεται υπόψη, ως δικαιολογία, το επιχείρημα του εργοδότη ότι η επιχείρηση που έλαβε την απόφαση για τις ομαδικές απολύσεις δεν του παρέσχε τις αναγκαίες πληροφορίες.»
6 Το άρθρο 3, παράγραφος 1, πρώτο και τρίτο εδάφιο, της ίδιας οδηγίας ορίζει τα ακόλουθα:
«Ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί εγγράφως στην αρμόδια δημόσια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση.
[…]
Η κοινοποίηση πρέπει να περιέχει κάθε χρήσιμη πληροφορία σχετικά με τη σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση, και τις διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων, που προβλέπονται στο άρθρο 2, και ιδίως τους λόγους της απολύσεως, τον αριθμό των υπό απόλυση εργαζομένων, τον αριθμό των συνήθως απασχολουμένων και την περίοδο μέσα στην οποία πρόκειται να πραγματοποιηθούν οι απολύσεις.»
Το γαλλικό δίκαιο
7 Το άρθρο 1233-61 του code du travail (εργατικού κώδικα), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης (στο εξής: εργατικός κώδικας), έχει ως ακολούθως:
«Σε επιχειρήσεις με τουλάχιστον πενήντα εργαζομένους, όταν το σχέδιο απολύσεων αφορά τουλάχιστον δέκα εργαζομένους εντός της ίδιας περιόδου τριάντα ημερών, ο εργοδότης καταρτίζει και εφαρμόζει σχέδιο διάσωσης των θέσεων εργασίας προκειμένου να αποφύγει τις απολύσεις ή να περιορίσει τον αριθμό τους.
Το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει σχέδιο επαναπασχόλησης με σκοπό να διευκολυνθεί η επαναπασχόληση στο εθνικό έδαφος των εργαζομένων των οποίων η απόλυση δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί, ιδίως δε των ηλικιωμένων ή εκείνων που φέρουν κοινωνικά χαρακτηριστικά ή προσόντα που καθιστούν ιδιαιτέρως δυσχερή την επαγγελματική επανένταξή τους.
[…]»
8 Κατά το άρθρο L. 2242-21, πρώτο εδάφιο, του εργατικού κώδικα, ο εργοδότης δύναται να κινήσει διαπραγματεύσεις σχετικά με τους όρους της επαγγελματικής ή γεωγραφικής κινητικότητας στο εσωτερικό της επιχείρησης στο πλαίσιο των τρεχόντων συλλογικών οργανωτικών μέτρων χωρίς σχέδιο μείωσης του προσωπικού.
9 Το άρθρο L. 2242-22 του εργατικού κώδικα προβλέπει τα εξής:
«Η συμφωνία που προκύπτει από τις διαπραγματεύσεις που προβλέπονται στο άρθρο L. 2242-21 περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:
1° Τα όρια που τίθενται στην κινητικότητα πέραν της γεωγραφικής περιοχής απασχόλησης του εργαζομένου, η οποία προσδιορίζεται στη συμφωνία, με σεβασμό προς την ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του εργαζομένου σύμφωνα με το άρθρο L. 1121-1·
2° Τα μέτρα που αποσκοπούν στην εξισορρόπηση της επαγγελματικής και της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και στη συνεκτίμηση των καταστάσεων που συνδέονται με περιορισμούς για λόγους αναπηρίας και υγείας·
3° Τα συνοδευτικά μέτρα για την κινητικότητα, ιδίως δε τις δράσεις κατάρτισης καθώς και τα μέτρα στήριξης της γεωγραφικής κινητικότητας, που περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τη συμβολή του εργοδότη στην αντιστάθμιση ενδεχόμενης απώλειας αγοραστικής δύναμης και στα έξοδα μεταφοράς.
Οι διατάξεις της συλλογικής συμφωνίας που συνάπτεται βάσει του άρθρου L. 2242-21 και του παρόντος άρθρου δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του επιπέδου των αποδοχών ή την υποβάθμιση της προσωπικής κατάταξης του εργαζομένου και πρέπει να διασφαλίζουν τη διατήρηση ή τη βελτίωση των επαγγελματικών προσόντων του.»
10 Το άρθρο L. 2242-23 του εργατικού κώδικα ορίζει τα εξής:
«Η συλλογική συμφωνία που προκύπτει από τις διαπραγματεύσεις που προβλέπονται στο άρθρο L. 2242-21 γνωστοποιείται σε έκαστο των ενδιαφερόμενων εργαζομένων.
Οι διατάξεις της συμφωνίας που συνάπτεται βάσει των άρθρων L. 2242-21 και L. 2242-22 εφαρμόζονται στη σύμβαση εργασίας. Οι όροι της σύμβασης εργασίας που είναι αντίθετοι προς τη συμφωνία αναστέλλονται.
Στην περίπτωση που ο εργοδότης προτίθεται να εφαρμόσει ένα ατομικό μέτρο κινητικότητας που προβλέπεται στη συμφωνία που συνάπτεται βάσει του παρόντος άρθρου, μετά από περίοδο διαβούλευσης που του παρέχει τη δυνατότητα να λάβει υπόψη τις προσωπικές και οικογενειακές ανάγκες εκάστου των δυνητικά ενδιαφερόμενων εργαζομένων, λαμβάνει τη συναίνεση του εργαζομένου σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο L. 1222-6.
Εφόσον ένας ή περισσότεροι εργαζόμενοι αρνούνται την εφαρμογή στη σύμβαση εργασίας τους των διατάξεων της συμφωνίας εσωτερικής κινητικότητας οι οποίες μνημονεύονται στο πρώτο εδάφιο του άρθρου L. 2242-21, η απόλυσή τους στηρίζεται σε οικονομικούς λόγους, πραγματοποιείται σύμφωνα με τους όρους της ατομικής απόλυσης για οικονομικούς λόγους και θεμελιώνει αξίωση για τη λήψη συνοδευτικών μέτρων και μέτρων για την επαναπασχόληση, τα οποία πρέπει να προβλέπονται στη συμφωνία που προσδιορίζει το πεδίο και τις λεπτομέρειες εφαρμογής της εσωτερικής επαναπασχόλησης που προβλέπεται στα άρθρα L. 1233-4 και L. 1233-4-1.»
11 Κατά το άρθρο L. 2323-6 του εργατικού κώδικα:
«Πριν από κάθε απόφαση του εργοδότη, το συμβούλιο εργαζομένων ενημερώνεται και ζητείται η γνώμη του σχετικά με ζητήματα που αφορούν την οργάνωση, τη διοίκηση και τη γενική λειτουργία της επιχείρησης και, ιδίως, σχετικά με τα μέτρα που ενδέχεται να επηρεάσουν τον αριθμό ή τη διάρθρωση του προσωπικού, τον χρόνο εργασίας, τις συνθήκες απασχόλησης, εργασίας και επαγγελματικής κατάρτισης.»
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
12 Η Ineo Infracom είναι εταιρία δημόσιων έργων που ειδικεύεται στις τηλεπικοινωνιακές υποδομές και τον ψηφιακό εξοπλισμό.
13 Στις 26 Απριλίου 2013 η εν λόγω εταιρία ενημερώθηκε από την εταιρία France Télécom σχετικά με την απόφασή της να μην ανανεώσει τη σύμβαση που αφορούσε τους νομούς του Gard (Γαλλία) και της Lozère (Γαλλία).
14 Σε συνέχεια της αποφάσεως αυτής, η Ineo Infracom πρότεινε στους 82 εργαζομένους που απασχολούνταν στο υποκατάστημα το οποίο αφορούσε η εν λόγω απόφαση, μεταξύ των οποίων και οι RT και ED, να τοποθετηθούν προσωρινά, από 1ης Ιουλίου 2013, σε άλλες περιοχές της Γαλλίας, στο πλαίσιο του καθεστώτος ευρείας μετακίνησης που προβλεπόταν στην από 15 Δεκεμβρίου 1992 εθνική συλλογική σύμβαση εργαζομένων δημοσίων έργων.
15 Στις 28 Ιουνίου 2013 οι RT και ED αντιτάχθηκαν στις προταθείσες προσωρινές τοποθετήσεις στο υποκατάστημα Ivry-sur-Seine (Γαλλία) και στο υποκατάστημα Vitrolles (Γαλλία), αντιστοίχως, για την περίοδο από την 1η Ιουλίου έως τις 28 Σεπτεμβρίου 2013.
16 Οι RT και ED προσέφυγαν, από κοινού με άλλους εννέα εργαζομένους, ενώπιον του conseil de prud’hommes de Nîmes (εργατοδικείου της Nîmes, Γαλλία) προκειμένου να επιτύχουν τη δικαστική λύση της σύμβασης εργασίας τους λόγω υπαιτιότητας του εργοδότη καθώς και την καταβολή αποζημίωσης.
17 Στις 29 Ιουλίου 2013, εκτιμώντας ότι η τρέχουσα δραστηριότητά της απαιτούσε τη γεωγραφική ανακατανομή του προσωπικού εργοταξίου σε τακτική βάση λόγω της απώλειας συμβάσεων ή της σύναψης νέων συμβάσεων και ότι δεν σχεδιαζόταν μείωση του προσωπικού, η Ineo Infracom και πλείονες αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις συνήψαν συλλογική συμφωνία εσωτερικής κινητικότητας (στο εξής: συλλογική συμφωνία εσωτερικής κινητικότητας).
18 Βάσει της συμφωνίας αυτής, υποβλήθηκαν προς τους RT και ED προτάσεις για θέσεις εργασίας τις οποίες απέρριψαν, αντιστοίχως, στις 30 Σεπτεμβρίου και στις 30 Δεκεμβρίου 2013 όσον αφορά τον RT και στις 27 Νοεμβρίου 2013 και στις 20 Ιανουαρίου 2014 όσον αφορά τον ED.
19 Στις 10 Ιουνίου 2014, σε συνέχεια των αρνήσεών τους, πραγματοποιήθηκαν ατομικές απολύσεις των RT και ED για οικονομικούς λόγους, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου L. 2242-23 του εργατικού κώδικα, τις οποίες οι ίδιοι προσέβαλαν ενώπιον του conseil de prud’hommes de Nîmes (εργατοδικείου της Nîmes), επικουρικώς προς την αίτησή τους για τη δικαστική λύση της σύμβασης εργασίας τους η εκδίκαση της οποίας εκκρεμούσε ακόμη ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου.
20 Με απόφαση της 3ης Απριλίου 2017, το ως άνω δικαστήριο κήρυξε τη δικαστική λύση της σύμβασης εργασίας του RT λόγω υπαιτιότητας του εργοδότη και υποχρέωσε τον τελευταίο να του καταβάλει αποζημίωση. Με άλλη απόφαση εκδοθείσα την ίδια ημερομηνία, το εν λόγω δικαστήριο δεν έκανε δεκτά τα αιτήματα του ED.
21 Η Ineo Infracom άσκησε έφεση κατά των αποφάσεων αυτών.
22 Με δύο αποφάσεις της 1ης Φεβρουαρίου 2022, το cour d’appel de Nîmes (εφετείο της Nîmes, Γαλλία) εξαφάνισε την απόφαση του conseil de prud’hommes de Nîmes (εργατοδικείου της Nîmes) καθ’ ο μέρος αφορούσε τον RT και επικύρωσε την απόφαση του ιδίου δικαστηρίου καθ’ ο μέρος αφορούσε τον ED.
23 Το cour d’appel de Nîmes (εφετείο της Nîmes) επισήμανε ότι η συλλογική συμφωνία εσωτερικής κινητικότητας διαλάμβανε ρητώς ότι είχε καταστεί αντικείμενο διαπραγματεύσεων χωρίς να έχει γίνει λόγος για οιοδήποτε σχέδιο μείωσης του προσωπικού. Εξ αυτού συνήγαγε ότι η Ineo Infracom δεν είχε παραβεί τις διατάξεις των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 98/59, οι οποίες δεν προορίζονται να έχουν εφαρμογή σε περίπτωση που δεν έχουν λάβει χώρα ομαδικές απολύσεις.
24 Οι RT και ED, οι οποίοι άσκησαν αναίρεση ενώπιον του Cour de cassation (Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, Γαλλία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου, υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι, σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 2 της οδηγίας 98/59, όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε απολύσεις για έναν ή περισσότερους λόγους οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, υποχρεούται να πραγματοποιεί, εγκαίρως, διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας και ότι οι διαβουλεύσεις αυτές πρέπει τουλάχιστον να αφορούν τις δυνατότητες αποφυγής ή μείωσης των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών, διά της προσφυγής σε συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα με σκοπό, ιδίως, τη βοήθεια για την επαναπασχόληση ή τον αναπροσανατολισμό των απολυομένων εργαζομένων.
25 Οι RT και ED εκτιμούν ότι το cour d’appel de Nîmes (εφετείο της Nîmes) παρέβη τις σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου, όπως ερμηνεύονται υπό το πρίσμα των άρθρων 1 και 2 της οδηγίας 98/59 καθώς και του άρθρου 27 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και του άρθρου 21 του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη, ο οποίος υπογράφηκε στο Τορίνο στις 18 Οκτωβρίου 1961 στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης και αναθεωρήθηκε στο Στρασβούργο στις 3 Μαΐου 1996. Υποστηρίζουν ότι, σε περίπτωση που οι απολύσεις στις οποίες προέβη ο εργοδότης, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό τους ως ατομικές απολύσεις για οικονομικούς λόγους, κατά την έννοια του άρθρου L. 2242-23 του εργατικού κώδικα, αφορούσαν τουλάχιστον δέκα εργαζομένους εντός της ίδιας περιόδου τριάντα ημερών, ο εργοδότης υποχρεούται να εφαρμόσει σχέδιο διάσωσης των θέσεων εργασίας με το οποίο να εξασφαλίζεται στους εργαζομένους ενημέρωση και έγκαιρη διαβούλευση, κατά την έννοια του άρθρου L. 1233-61 του εργατικού κώδικα, καθώς και προσαρμοσμένα μέτρα στήριξης και επαναπασχόλησης.
26 Επιπλέον, οι RT και ED ζήτησαν, επικουρικώς, από το αιτούν δικαστήριο να υποβάλει αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στο Δικαστήριο.
27 Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, με την απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Socha κ.λπ. (C‑149/16, EU:C:2017:708, σκέψη 35), το Δικαστήριο απεφάνθη ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, και το άρθρο 2 της οδηγίας 98/59 έχουν την έννοια ότι ο εργοδότης οφείλει να διεξαγάγει τις προβλεπόμενες στο εν λόγω άρθρο 2 διαβουλεύσεις όταν προτίθεται να προβεί σε μονομερή εις βάρος των εργαζομένων μεταβολή των όρων αμοιβής τους, η οποία, σε περίπτωση μη αποδοχής από τους εργαζομένους, συνεπάγεται τη λύση της σχέσεως εργασίας, στο μέτρο που πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.
28 Το Δικαστήριο έκρινε επίσης, με την απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ. (C‑44/08, EU:C:2009:533, σκέψη 46), ότι «ο λόγος υπάρξεως και η αποτελεσματικότητα των διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων προϋποθέτουν ότι πρέπει να προσδιορίζονται οι παράγοντες οι οποίοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων αυτών, δεδομένου ότι είναι αδύνατη η πρόσφορη και η εξυπηρετούσα τους σκοπούς τους διεξαγωγή διαβουλεύσεων αν δεν έχουν διαμορφωθεί τα κρίσιμα στοιχεία των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων», και ότι, «όταν απλώς σχεδιάζεται να ληφθεί μια απόφαση που εκτιμάται ότι οδηγεί σε ομαδικές απολύσεις και, επομένως, υφίσταται απλώς ενδεχόμενο ομαδικών απολύσεων, χωρίς οι κρίσιμοι παράγοντες που θα μπορούσαν να αποτελέσουν το αντικείμενο διαβουλεύσεων να είναι γνωστοί, οι σκοποί αυτοί δεν μπορούν να επιτευχθούν».
29 Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι το Δικαστήριο δέχθηκε, με την τελευταία ως άνω απόφαση, ότι η γένεση της υποχρεώσεως του εργοδότη προς διεξαγωγή διαβουλεύσεων επί των σχεδιαζομένων ομαδικών απολύσεων δεν εξαρτάται από το αν ο εργοδότης είναι ήδη σε θέση να παράσχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων όλες τις πληροφορίες που επιβάλλει το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 98/59.
30 Περαιτέρω, το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει, στο πλαίσιο αυτό, ότι το άρθρο L. 2242-23, τέταρτο εδάφιο, του εργατικού κώδικα, το οποίο προβλέπει ότι η απόλυση που στηρίζεται στην άρνηση του εργαζομένου να εφαρμοστούν στη σύμβασή του οι διατάξεις της συναφθείσας κατόπιν διαπραγμάτευσης συμφωνίας κινητικότητας πραγματοποιείται σύμφωνα με τους όρους της ατομικής απόλυσης για οικονομικούς λόγους, αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων L.1233-28 έως L. 1233-33 του εργατικού κώδικα σχετικά με τη διαδικασία ενημέρωσης και διαβούλευσης με το συμβούλιο εργαζομένων ή τους εκπροσώπους των εργαζομένων στην περίπτωση που ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδική απόλυση για οικονομικούς λόγους τουλάχιστον δέκα εργαζομένων εντός της ίδιας περιόδου τριάντα ημερών.
31 Υπό τις συνθήκες αυτές, το Cour de cassation (Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχει το άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας [98/59] την έννοια ότι οι απολύσεις για οικονομικούς λόγους οι οποίες στηρίζονται στην άρνηση των εργαζομένων να εφαρμοστούν στη σύμβαση εργασίας τους οι διατάξεις συλλογικής συμφωνίας κινητικότητας πρέπει να θεωρηθούν ως λήξη της σύμβασης εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους που δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, με αποτέλεσμα να πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για τον υπολογισμό του συνολικού αριθμού των πραγματοποιούμενων απολύσεων;
2) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, έχει το άρθρο 2, παράγραφοι 2 έως 4, της οδηγίας [98/59] την έννοια ότι, όταν ο αριθμός των σχεδιαζόμενων απολύσεων υπερβαίνει τον αριθμό των απολύσεων που προβλέπονται στο άρθρο 1, παράγραφος 1, [πρώτο εδάφιο,] στοιχείο αʹ, της [εν λόγω οδηγίας], η ενημέρωση του συμβουλίου εργαζομένων και η διαβούλευση με αυτό πριν από τη σύναψη συλλογικής συμφωνίας εσωτερικής κινητικότητας με αντιπροσωπευτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, κατ’ εφαρμογήν των άρθρων L. 2242-21 επ. του εργατικού κώδικα, απαλλάσσουν τον εργοδότη από την υποχρέωση ενημέρωσης των εκπροσώπων των εργαζομένων και διαβούλευσης με αυτούς;»
Επί των προδικαστικών ερωτημάτων
Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος
32 Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι από πάγια νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας συνεργασίας μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου την οποία θεσπίζει το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, στο Δικαστήριο απόκειται να δώσει στον εθνικό δικαστή χρήσιμη απάντηση που να του παρέχει τη δυνατότητα επιλύσεως της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί. Υπό το πρίσμα αυτό, το Δικαστήριο μπορεί να αναδιατυπώσει, εφόσον είναι αναγκαίο, τα προδικαστικά ερωτήματα που του έχουν υποβληθεί. Το γεγονός ότι ένα εθνικό δικαστήριο διατύπωσε προδικαστικό ερώτημα παραπέμποντας σε ορισμένες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να του παράσχει όλα τα ερμηνευτικά στοιχεία που μπορούν να είναι χρήσιμα για να αποφανθεί επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, ανεξαρτήτως του αν στα υποβληθέντα ερωτήματα γίνεται μνεία των στοιχείων αυτών. Συναφώς, αποτελεί έργο του Δικαστηρίου να συναγάγει, από το σύνολο των στοιχείων που παρέχει το εθνικό δικαστήριο και, ιδίως, από το σκεπτικό της αποφάσεως περί παραπομπής, εκείνα τα στοιχεία του δικαίου της Ένωσης που χρήζουν ερμηνείας, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της διαφοράς (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2024, Air Nostrum κ.λπ., C‑314/23, EU:C:2024:842, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
33 Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο παραπέμπει μόνο στο άρθρο 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59, εκκινώντας από τη σιωπηρή παραδοχή ότι οι λήξεις των συμβάσεων εργασίας που γίνονται συνεπεία της άρνησης των εργαζομένων να εφαρμοστούν στη σύμβαση εργασίας τους οι διατάξεις συλλογικής συμφωνίας εσωτερικής κινητικότητας δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ομαδικές απολύσεις», κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας αυτής. Διερωτάται, συνεπώς, εάν οι λήξεις των συμβάσεων εργασίας μπορούν να εξομοιωθούν προς απολύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας.
34 Υπενθυμίζεται όμως, αφενός, ότι, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου από την ίδια οδηγία σκοπού, ο οποίος συνίσταται στο να πραγματοποιούνται οι ομαδικές απολύσεις κατόπιν διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και ενημέρωσης της αρμόδιας δημόσιας αρχής (απόφαση της 17ης Μαρτίου 2021, Consulmarketing, C‑652/19, EU:C:2021:208, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται το άρθρο της 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, η έννοια «απόλυση», αποτελούσα αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης η οποία χρήζει ομοιόμορφης ερμηνείας, δεν μπορεί να οριστεί με παραπομπή στις νομοθεσίες των κρατών μελών (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Plamaro, C‑196/23, EU:C:2024:596, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
35 Αφετέρου, ο χαρακτηρισμός πράξης του εργοδότη ως απόλυσης, κατά την έννοια του στοιχείου αʹ του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 1 της οδηγίας 98/59, ή ως λήξης της σύμβασης εργασίας, κατά την έννοια του δευτέρου εδαφίου της εν λόγω παραγράφου, μπορεί να επιφέρει έννομες συνέπειες στο μέτρο που η εξομοίωση των δύο εννοιών, για τους σκοπούς του υπολογισμού του αριθμού των απολύσεων, είναι δυνατή μόνον εάν οι απολύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αυτής, είναι τουλάχιστον πέντε (πρβλ. απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Pujante Rivera, C‑422/14, EU:C:2015:743, σκέψη 46).
36 Υπό τις συνθήκες αυτές, προκειμένου να παράσχει χρήσιμη απάντηση στο αιτούν δικαστήριο, το Δικαστήριο δεν είναι δυνατό να δεσμεύεται από διαπίστωση, άμεση ή έμμεση, στην οποία προέβη το πρώτο δικαστήριο και σύμφωνα με την οποία τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως απόλυση, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της εν λόγω οδηγίας.
37 Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 έχει την έννοια ότι οι καταγγελίες συμβάσεων εργασίας οι οποίες στηρίζονται στην άρνηση των εργαζομένων να εφαρμοστούν στη σύμβαση εργασίας τους οι διατάξεις συλλογικής συμφωνίας εσωτερικής κινητικότητας πρέπει να θεωρηθούν ως εμπίπτουσες στη διάταξη αυτήν είτε ως απολύσεις, κατά την έννοια του στοιχείου αʹ του πρώτου εδαφίου αυτής, είτε ως λήξεις της σύμβασης εργασίας, κατά την έννοια του δευτέρου εδαφίου της εν λόγω διάταξης, με αποτέλεσμα να πρέπει να συνεκτιμώνται για τον υπολογισμό του αριθμού των πραγματοποιούμενων απολύσεων.
38 Στο πλαίσιο εφαρμογής της ίδιας οδηγίας, το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, αυτής ορίζει ως «ομαδικές απολύσεις» τις απολύσεις στις οποίες προβαίνει ο εργοδότης για έναν ή περισσότερους λόγους, οι οποίοι δεν συνδέονται με τον εργαζόμενο, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις ποσοτικής και χρονικής φύσεως (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Plamaro, C‑196/23, EU:C:2024:596, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
39 Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, καίτοι η οδηγία 98/59 δεν περιέχει ρητό ορισμό της έννοιας «απόλυση», από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνευθεί ως περιλαμβάνουσα οποιαδήποτε περίπτωση λύσεως της συμβάσεως εργασίας παρά τη βούληση του εργαζομένου και, επομένως, χωρίς τη συναίνεσή του (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Plamaro, C‑196/23, EU:C:2024:596, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
40 Το Δικαστήριο έχει επίσης κρίνει ότι, λαμβανομένου υπόψη του σκοπού της οδηγίας 98/59 ο οποίος συνίσταται, όπως προκύπτει από την αιτιολογική της σκέψη 2, στην ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων σε περίπτωση ομαδικών απολύσεων, δεν πρέπει να ερμηνεύονται στενά οι έννοιες που καθορίζουν το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας, περιλαμβανομένης της έννοιας της «απολύσεως» που απαντά στο άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, αυτής (απόφαση της 11ης Ιουλίου 2024, Plamaro, C‑196/23, EU:C:2024:596, σκέψη 26 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
41 Συναφώς, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εν λόγω οδηγία έχει την έννοια ότι η εκ μέρους του εργοδότη ουσιώδης μεταβολή, μονομερώς και εις βάρος του εργαζομένου, ουσιωδών στοιχείων της συμβάσεως εργασίας του οικείου εργαζομένου για λόγους οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπό του εμπίπτει στην έννοια αυτή (απόφαση της 11ης Νοεμβρίου 2015, Pujante Rivera, C‑422/14, EU:C:2015:743, σκέψη 55).
42 Αντιθέτως, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «απόλυση» κατά την έννοια της ίδιας οδηγίας η εκ μέρους του εργοδότη μη ουσιώδης μεταβολή, μονομερώς και εις βάρος του εργαζομένου, ενός ουσιώδους στοιχείου της συμβάσεως εργασίας για λόγους οι οποίοι δεν έχουν σχέση με τον συγκεκριμένο εργαζόμενο ή η ουσιώδης μεταβολή ενός επουσιώδους στοιχείου της εν λόγω συμβάσεως για λόγους που δεν έχουν σχέση με τον εργαζόμενο αυτόν (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Ciupa κ.λπ., C‑429/16, EU:C:2017:711, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
43 Εν προκειμένω, απόκειται στο αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι το μόνο αρμόδιο να εκτιμήσει τα πραγματικά περιστατικά, να διερευνήσει, σε πρώτο χρόνο, εάν η Ineo Infracom προέβη, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 41 και 42 της παρούσας αποφάσεως, μονομερώς και εις βάρος των RT και ED, στις επίμαχες στην κύρια δίκη συμβατικές τροποποιήσεις, ήτοι στις μεταβολές του τόπου εργασίας, για λόγους οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπό τους.
44 Συναφώς, από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι οι προτάσεις που έλαβαν οι RT και ED σχετικά με τη γεωγραφική τοποθέτησή τους βρίσκουν το έρεισμά τους στη συλλογική συμφωνία εσωτερικής κινητικότητας η οποία συνήφθη μεταξύ της Ineo Infracom και των αντιπροσωπευτικών οργανώσεων των εργαζομένων.
45 Προς τούτο, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει εάν, λαμβανομένων υπόψη της συλλογικής συμφωνίας εσωτερικής κινητικότητας και των διατάξεων της σύμβασης εργασίας, οι οικείοι εργαζόμενοι υποχρεούνται, ακριβώς λόγω των διατάξεων αυτών, να αποδεχθούν τη μεταβολή της γεωγραφικής τοποθέτησης την οποία προτείνει ο εργοδότης, οπότε, στην περίπτωση αυτή, η άρνησή τους θα συνιστούσε μη εκτέλεση της σύμβασης η οποία θα οδηγούσε στην καταγγελία αυτής για λόγο ο οποίος έχει σχέση με το πρόσωπο των εν λόγω εργαζομένων.
46 Σε περίπτωση που το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι οι οικείοι εργαζόμενοι δεν υποχρεούνται να αποδεχθούν τη μεταβολή της γεωγραφικής τοποθέτησης την οποία προτείνει ο εργοδότης, οφείλει, σε δεύτερο χρόνο, να εξακριβώσει εάν, υπό το πρίσμα του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων της διαφοράς της κύριας δίκης, οι επίμαχες προτάσεις περί νέας γεωγραφικής τοποθέτησης μπορούν να χαρακτηριστούν ως «ουσιώδης μεταβολή ενός ουσιώδους στοιχείου» της σύμβασης εργασίας, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως.
47 Πρώτον, όσον αφορά το ζήτημα εάν ο τόπος εργασίας πρέπει να θεωρηθεί ως «ουσιώδες στοιχείο» της σύμβασης εργασίας, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, υπογραμμίζεται ότι κάθε μεταβολή του τόπου εργασίας μπορεί να έχει σημαντικές οικονομικές και οργανωτικές συνέπειες για τον οικείο εργαζόμενο και μπορεί, κατά συνέπεια, να συνιστά τέτοιο ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης εργασίας.
48 Δεύτερον, όσον αφορά το ζήτημα εάν μια μεταβολή της γεωγραφικής τοποθέτησης, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να χαρακτηριστεί ως «ουσιώδης μεταβολή», κατά την έννοια της νομολογίας αυτής, διαπιστώνεται ότι ο ουσιώδης χαρακτήρας μιας τέτοιας τοποθέτησης εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τον προσωρινό ή μη χαρακτήρα της σχεδιαζόμενης τροποποίησης της σύμβασης εργασίας, από την απόσταση μεταξύ του αρχικού τόπου εργασίας και του τόπου της νέας τοποθέτησης, καθώς και από άλλα ενδεχόμενα συνοδευτικά μέτρα προς αντιστάθμιση της προτεινόμενης τοποθέτησης.
49 Εάν, μετά το πέρας της εξέτασης αυτής, το αιτούν δικαστήριο διαπιστώσει ότι η προτεινόμενη τοποθέτηση δεν συνιστά «ουσιώδη μεταβολή ενός ουσιώδους στοιχείου» της σύμβασης εργασίας, το δικαστήριο αυτό θα οφείλει να χαρακτηρίσει την καταγγελία της σύμβασης εργασίας, κατόπιν της αρνήσεως του εργαζομένου να αποδεχθεί μια τέτοια τοποθέτηση, ως λήξη της σύμβασης εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους που δεν συνδέονται με το πρόσωπο των εργαζομένων, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 98/59 (πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Socha κ.λπ., C‑149/16, EU:C:2017:708, σκέψεις 27 και 28).
50 Επομένως, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι οι καταγγελίες αυτές δεν εμπίπτουν στην έννοια της «απολύσεως», κατά το άρθρο 1, παράγραφος 1, πρώτο εδάφιο, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 98/59, οι καταγγελίες αυτές, εφόσον στηρίζονται σε λόγο που δεν συνδέεται με το πρόσωπο των εργαζομένων, πρέπει να συνεκτιμώνται για τον υπολογισμό του συνολικού αριθμού των πραγματοποιούμενων απολύσεων, υπό την πρόσθετη προϋπόθεση ότι οι απολύσεις αυτές είναι τουλάχιστον πέντε (πρβλ. απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Ciupa κ.λπ., C‑429/16, EU:C:2017:711, σκέψη 31).
51 Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να εκτιμηθεί εάν οι καταγγελίες συμβάσεων εργασίας οι οποίες στηρίζονται στην άρνηση των εργαζομένων να εφαρμοστούν στη σύμβαση εργασίας τους οι διατάξεις συλλογικής συμφωνίας εσωτερικής κινητικότητας πρέπει να θεωρηθούν ως εμπίπτουσες στην έννοια των «απολύσεων», κατά το στοιχείο αʹ του πρώτου εδαφίου της διατάξεως αυτής, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξετάσει εάν, λαμβανομένων υπόψη της συλλογικής αυτής συμφωνίας και των διατάξεων της σύμβασης εργασίας, οι οικείοι εργαζόμενοι υποχρεούνται να αποδεχθούν τη μεταβολή της γεωγραφικής τοποθέτησης την οποία προτείνει ο εργοδότης και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, εάν η μεταβολή αυτή συνιστά ουσιώδη μεταβολή ενός ουσιώδους στοιχείου της σύμβασης εργασίας, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται η συνεκτίμησή τους για τον υπολογισμό του αριθμού των πραγματοποιούμενων απολύσεων. Σε περίπτωση που δεν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας κατόπιν αρνήσεως του εργαζομένου να αποδεχθεί μια τέτοια μεταβολή συνιστά λήξη της σύμβασης εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, με αποτέλεσμα επίσης να επιβάλλεται η συνεκτίμησή της για τον υπολογισμό του αριθμού των πραγματοποιούμενων απολύσεων.
Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος
52 Με το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί εάν το άρθρο 2 της οδηγίας 98/59 έχει την έννοια ότι η ενημέρωση των εκπροσώπων των εργαζομένων και η διαβούλευση με αυτούς οι οποίες λαμβάνουν χώρα πριν από τη σύναψη συλλογικής συμφωνίας εσωτερικής κινητικότητας μπορούν να θεωρηθούν ως διαβούλευση κατά την έννοια του άρθρου αυτού.
53 Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί, αφενός, ότι ο κύριος σκοπός της οδηγίας αυτής συνίσταται, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 34 της παρούσας αποφάσεως, στο να πραγματοποιούνται οι ομαδικές απολύσεις κατόπιν διαβούλευσης με τους εκπροσώπους των εργαζομένων και ενημέρωσης της αρμόδιας δημόσιας αρχής.
54 Αφετέρου, κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, όταν ο εργοδότης προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, υποχρεούται να πραγματοποιεί, εγκαίρως, διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας.
55 Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 2, της ίδιας οδηγίας, οι διαβουλεύσεις αφορούν τις δυνατότητες αποφυγής ή μείωσης των ομαδικών απολύσεων, καθώς και τις δυνατότητες άμβλυνσης των συνεπειών, διά της προσφυγής σε συνοδευτικά κοινωνικά μέτρα με σκοπό, ιδίως, τη βοήθεια για την επαναπασχόληση ή τον αναπροσανατολισμό των απολυομένων εργαζομένων. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας, για να μπορέσουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να διατυπώσουν εποικοδομητικές προτάσεις, ο εργοδότης οφείλει, εγκαίρως, κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων να τους παρέχει όλες τις χρήσιμες πληροφορίες και να τους ανακοινώνει εγγράφως τις πληροφορίες που απαριθμούνται στο στοιχείο βʹ, σημεία i έως iv, της διατάξεως αυτής. Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και του άρθρου 3, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59, ο εργοδότης υποχρεούται να κοινοποιεί στην αρμόδια δημόσια αρχή κάθε σχεδιαζόμενη ομαδική απόλυση και να της διαβιβάζει τα στοιχεία και τις πληροφορίες που αναφέρονται στις διατάξεις αυτές.
56 Έτσι, από τους όρους που χρησιμοποιεί ο ενωσιακός νομοθέτης προκύπτει ότι οι προβλεπόμενες από την οδηγία αυτή υποχρεώσεις διαβουλεύσεως γεννώνται πριν από την απόφαση του εργοδότη περί καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας (απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2005, Junk, C‑188/03, EU:C:2005:59, σκέψη 37). Επομένως, εφόσον μια απόφαση περί μεταβολής των όρων εργασίας παρέχει τη δυνατότητα αποφυγής ενδεχόμενων ομαδικών απολύσεων, η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 της οδηγίας αυτής διαδικασία διαβουλεύσεων πρέπει να αρχίσει όταν ο εργοδότης σχεδιάζει να προβεί στις εν λόγω τροποποιήσεις (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Ciupa κ.λπ., C‑429/16, EU:C:2017:711, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).
57 Ειδικότερα, σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η προβλεπόμενη στο άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας διαδικασία διαβουλεύσεων πρέπει να αρχίσει με πρωτοβουλία του εργοδότη μόλις ληφθεί απόφαση εμπορικής στρατηγικής που τον υποχρεώνει να εξετάσει το ενδεχόμενο ομαδικών απολύσεων ή να σχεδιάσει τέτοιου είδους απολύσεις (αποφάσεις της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ., C‑44/08, EU:C:2009:533, σκέψη 48, και της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Socha κ.λπ., C‑149/16, EU:C:2017:708, σκέψη 31). Τούτο ισχύει όταν ο εργοδότης αποφασίζει να προτείνει τροποποιήσεις της σύμβασης εργασίας, σε σχέση με τις οποίες πρέπει ευλόγως να αναμένει ότι δεν θα τις αποδεχθούν ορισμένοι εργαζόμενοι, όπερ θα έχει ως επακόλουθο τη λύση της σχέσεως εργασίας τους (απόφαση της 21ης Σεπτεμβρίου 2017, Socha κ.λπ., C‑149/16, EU:C:2017:708, σκέψη 32).
58 Πράγματι, ο λόγος υπάρξεως και η αποτελεσματικότητα των προβλεπόμενων στο άρθρο 2 της ίδιας οδηγίας διαβουλεύσεων με τους εκπροσώπους των εργαζομένων προϋποθέτουν ότι πρέπει να προσδιορίζονται οι παράγοντες οι οποίοι πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων αυτών, δεδομένου ότι είναι αδύνατη η πρόσφορη και η εξυπηρετούσα τους σκοπούς τους διεξαγωγή διαβουλεύσεων, η οποία έγκειται στην αποφυγή της λύσης συμβάσεων εργασίας ή στη μείωση του αριθμού τους καθώς και στην άμβλυνση των συνεπειών, αν δεν έχουν διαμορφωθεί τα κρίσιμα στοιχεία των σχεδιαζόμενων ομαδικών απολύσεων (πρβλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ., C‑44/08, EU:C:2009:533, σκέψη 46).
59 Τούτου λεχθέντος, το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι η γένεση της υποχρεώσεως του εργοδότη προς διεξαγωγή διαβουλεύσεων επί των σχεδιαζομένων ομαδικών απολύσεων δεν εξαρτάται από το αν ο εργοδότης είναι ήδη σε θέση να παράσχει στους εκπροσώπους των εργαζομένων όλες τις πληροφορίες που επιβάλλει το άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 98/59. Πράγματι, το κείμενο της διατάξεως αυτής ορίζει σαφώς ότι ο εργοδότης οφείλει να παράσχει τις σχετικές πληροφορίες «εγκαίρως, κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων», ώστε «να μπορέσουν οι εκπρόσωποι των εργαζομένων να διατυπώσουν εποικοδομητικές προτάσεις». Από τη διάταξη αυτήν απορρέει ότι οι πληροφορίες αυτές μπορούν να γνωστοποιούνται κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων και όχι οπωσδήποτε κατά τον χρόνο της ενάρξεώς τους (απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2009, Akavan Erityisalojen Keskusliitto AEK κ.λπ., C‑44/08, EU:C:2009:533, σκέψεις 51, 52 και 55).
60 Εν προκειμένω, στο μέτρο που, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα του άρθρου L. 2242-21 του εργατικού κώδικα, αυτό διέπει τις διαπραγματεύσεις σχετικά με τους όρους επαγγελματικής ή γεωγραφικής κινητικότητας «χωρίς σχέδιο μείωσης του προσωπικού», δεν προκύπτει ότι οι διαπραγματεύσεις που διεξάγονται στο πλαίσιο αυτό εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας αυτής, δεδομένου ότι, εξ ορισμού, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων αυτών, ο εργοδότης δεν προτίθεται να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, αυτής, δεν μπορεί να γνωστοποιήσει στους εκπροσώπους των εργαζομένων τα στοιχεία που διαλαμβάνονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, σημεία i, ii και iv έως vi, της εν λόγω οδηγίας και δεν έχει δρομολογήσει σχέδιο ομαδικών απολύσεων που θα μπορούσε να κοινοποιηθεί στην αρμόδια δημόσια αρχή σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και το άρθρο 3, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας.
61 Αντιθέτως, η διαδικασία διαβούλευσης του άρθρου 2 της οδηγίας 98/59 πρέπει να κινείται από τον εργοδότη όταν πληρούνται οι προϋποθέσεις που περιγράφονται στη σκέψη 57 της παρούσας αποφάσεως. Συνακόλουθα, όταν γίνεται διαπραγμάτευση συλλογικής συμφωνίας εσωτερικής κινητικότητας ενώ ο εργοδότης προτίθεται ήδη να προβεί σε ομαδικές απολύσεις, εναπόκειται στον εργοδότη να προβεί, εγκαίρως, σε διαβουλεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων με σκοπό την επίτευξη συμφωνίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, δεδομένου ότι οι όροι κινητικότητας των εργαζομένων μπορεί να περιλαμβάνονται μεταξύ των διατάξεων μιας τέτοιας συμφωνίας.
62 Στην περίπτωση αυτή, πριν από τη σύναψη συλλογικής συμφωνίας εσωτερικής κινητικότητας μεταξύ του εργοδότη και των εκπροσώπων των εργαζομένων πρέπει να πραγματοποιούνται οι προβλεπόμενες στο άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας διαβουλεύσεις. Ειδικότερα, εναπόκειται στον εργοδότη να γνωστοποιήσει, εγκαίρως, στους εκπροσώπους των εργαζομένων όλες τις πληροφορίες που αναφέρονται στο άρθρο 2, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο βʹ, της ίδιας οδηγίας, προκειμένου αυτοί να μπορέσουν να διατυπώσουν εποικοδομητικές προτάσεις. Επιπλέον, εναπόκειται στον εργοδότη να προβεί στις απαιτούμενες από το άρθρο 2, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, και από το άρθρο 3, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής κοινοποιήσεις προς την αρμόδια δημόσια αρχή.
63 Συναφώς, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, εν προκειμένω, η Ineo Infracom υπέβαλε, αρχικώς, προτάσεις γεωγραφικής τοποθέτησης χωρίς μείωση του προσωπικού, θεωρώντας ότι η τρέχουσα δραστηριότητά της συνεπαγόταν, σε τακτική βάση, τη γεωγραφική αναδιάταξη του προσωπικού του προσωπικού εργοταξίου λόγω της απώλειας συμβάσεων ή της σύναψης νέων συμβάσεων. Εντούτοις, κατόπιν των πρώτων αυτών προτάσεων γεωγραφικής τοποθέτησης, η εταιρία αυτή κίνησε, εν συνεχεία, διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των εργαζομένων οι οποίες κατέληξαν στη σύναψη της συλλογικής συμφωνίας εσωτερικής κινητικότητας, η εφαρμογή της οποίας καθιστούσε δυνατό να επέλθουν μονομερείς τροποποιήσεις στις οικείες συμβάσεις εργασίας όσον αφορά τον τόπο εργασίας.
64 Επομένως, η Ineo Infracom έπρεπε να αναμένει, κατά τη διαπραγμάτευση της συμφωνίας αυτής, ότι ορισμένοι εργαζόμενοι δεν θα αποδέχονταν τέτοιου είδους μονομερείς τροποποιήσεις της σύμβασης εργασίας τους βάσει της εν λόγω συμφωνίας και ότι, κατά συνέπεια, οι αντίστοιχες συμβάσεις τους θα λύονταν.
65 Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει αν τηρήθηκαν οι υποχρεώσεις ενημέρωσης τις οποίες προβλέπει το άρθρο 2, παράγραφος 3, της οδηγίας 98/59.
66 Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2 της οδηγίας 98/59 έχει την έννοια ότι η ενημέρωση των εκπροσώπων των εργαζομένων και η διαβούλευση με αυτούς οι οποίες λαμβάνουν χώρα πριν από τη σύναψη συλλογικής συμφωνίας εσωτερικής κινητικότητας μπορούν να θεωρηθούν ως διαβούλευση κατά την έννοια του άρθρου αυτού, εφόσον τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού υποχρεώσεις ενημέρωσης.
Επί των δικαστικών εξόδων
67 Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.
Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πέμπτο τμήμα) αποφαίνεται:
1) Το άρθρο 1, παράγραφος 1, της οδηγίας 98/59/ΕΚ του Συμβουλίου, της 20ής Ιουλίου 1998, για προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών που αφορούν τις ομαδικές απολύσεις,
έχει την έννοια ότι:
προκειμένου να εκτιμηθεί εάν οι καταγγελίες συμβάσεων εργασίας οι οποίες στηρίζονται στην άρνηση των εργαζομένων να εφαρμοστούν στη σύμβαση εργασίας τους οι διατάξεις συλλογικής συμφωνίας εσωτερικής κινητικότητας πρέπει να θεωρηθούν ως εμπίπτουσες στην έννοια των «απολύσεων», κατά το στοιχείο αʹ του πρώτου εδαφίου της διατάξεως αυτής, το αιτούν δικαστήριο οφείλει να εξετάσει εάν, λαμβανομένων υπόψη της συλλογικής αυτής συμφωνίας και των διατάξεων της σύμβασης εργασίας, οι οικείοι εργαζόμενοι υποχρεούνται να αποδεχθούν τη μεταβολή της γεωγραφικής τοποθέτησης την οποία προτείνει ο εργοδότης και, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως, εάν η μεταβολή αυτή συνιστά ουσιώδη μεταβολή ενός ουσιώδους στοιχείου της σύμβασης εργασίας, με αποτέλεσμα να επιβάλλεται η συνεκτίμησή τους για τον υπολογισμό του αριθμού των πραγματοποιούμενων απολύσεων. Σε περίπτωση που δεν πληρούται η προϋπόθεση αυτή, η καταγγελία της σύμβασης εργασίας κατόπιν αρνήσεως του εργαζομένου να αποδεχθεί μια τέτοια μεταβολή συνιστά λήξη της σύμβασης εργασίας με πρωτοβουλία του εργοδότη για έναν ή περισσότερους λόγους οι οποίοι δεν έχουν σχέση με το πρόσωπο των εργαζομένων, κατά την έννοια του άρθρου 1, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της εν λόγω οδηγίας, με αποτέλεσμα επίσης να επιβάλλεται η συνεκτίμησή της για τον υπολογισμό του αριθμού των πραγματοποιούμενων απολύσεων.
2) Το άρθρο 2 της οδηγίας 98/59
έχει την έννοια ότι:
η ενημέρωση των εκπροσώπων των εργαζομένων και η διαβούλευση με αυτούς οι οποίες λαμβάνουν χώρα πριν από τη σύναψη συλλογικής συμφωνίας εσωτερικής κινητικότητας μπορούν να θεωρηθούν ως διαβούλευση κατά την έννοια του άρθρου αυτού, εφόσον τηρήθηκαν οι προβλεπόμενες στην παράγραφο 3 του άρθρου αυτού υποχρεώσεις ενημέρωσης.
(υπογραφές)