ΑΠΟΦΑΣΗ
Γ. κατά Ελλάδας της 03.12.2024 (προσφ. αριθ. 20503/20)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, Έλληνας υπήκοος γεννημένος το 1965, κατέθεσε αγωγή επιμέλειας των παιδιών του τον Ιανουάριο του 2015, αφού η πρώην σύζυγός του γερμανικής υπηκοότητας E.B. μετέφερε τα παιδιά στη Γερμανία τον Δεκέμβριο του 2013, παραβιάζοντας τις διατάξεις της απόφασης αριθ. 590/2013 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ρόδου που του παρείχε δικαίωμα επικοινωνίας. Η E.B. είχε διαβεβαιώσει με ρητή αναφορά της ότι θα παρέμενε στην Ελλάδα, αλλά τελικά εγκατέλειψε οριστικά τη χώρα για τη Γερμανία.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου με την με αριθ. 26/2015 απόφαση είχε ανακαλέσει την προηγούμενη απόφαση και είχε παράσχει επιμέλεια στον προσφεύγοντα, διαπιστώνοντας ουσιώδη μεταβολή περιστάσεων λόγω της μετεγκατάστασης της E.B. στη Γερμανία. Παρά την έκδοση τίτλου εκτελεστότητας βάσει των άρθρων 39 και 42 του Κανονισμού Brussels II bis, η απόφαση δεν εκτελέστηκε ποτέ στη Γερμανία.
Τα ελληνικά δικαστήρια απέρριψαν την αγωγή επιμέλειας του προσφεύγοντος ως απαράδεκτη, κρίνοντας ότι τα παιδιά είχαν αποκτήσει συνήθη διαμονή στη Γερμανία και επομένως δεν είχαν πλέον δικαιοδοσία. Το Εφετείο Δωδεκανήσου και ο Άρειος Πάγος επιβεβαίωσαν αυτή την κρίση, εφαρμόζοντας το άρθρο 8 του Κανονισμού Brussels II bis και τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η απόφαση των εθνικών δικαστηρίων συνιστούσε επέμβαση στο δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής του προσφεύγοντος, αλλά ότι αυτή η επέμβαση ήταν δικαιολογημένη. Το Δικαστήριο τόνισε ότι τα εθνικά δικαστήρια προέβησαν σε διεξοδική εξέταση όλων των σχετικών παραγόντων για τον προσδιορισμό της συνήθους διαμονής των παιδιών, λαμβάνοντας υπόψη τη νομολογία του ΔΕΕ και την αρχή του συμφέροντος του ανηλίκου.
Όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 10 του Κανονισμού Brussels II bis περί παράνομης απομάκρυνσης ή κατακράτησης, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μετεγκατάσταση δεν ήταν παράνομη, καθώς η E.B. είχε την αποκλειστική επιμέλεια και δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής των παιδιών. Η απόφαση με αριθ. 26/2015 δεν ήταν άμεσα εκτελεστή στη Γερμανία βάσει του άρθρου 42, καθώς δεν αφορούσε επιστροφή παιδιών κατ’ άρθρο 11§8.
Το ΕΔΔΑ απέρριψε επίσης τον ισχυρισμό περί αποδοχής δικαιοδοσίας από την E.B. κατ’ άρθρο 12 του Κανονισμού, καθώς η προηγούμενη αγωγή της είχε αποσυρθεί και δεν υπήρχε σαφής αποδοχή δικαιοδοσίας.
Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε παραβίαση της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8), κρίνοντας ότι η ερμηνεία και εφαρμογή του Κανονισμού Brussels II bis από τα ελληνικά δικαστήρια ήταν ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό και σύμφωνη με το συμφέρον των παιδιών.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1965 και διαμένει στη Ρόδο. Τον Δεκέμβριο του 2009 παντρεύτηκε την E.B., γερμανικής υπηκοότητας. Το ζευγάρι, που έζησε στην Ελλάδα, απέκτησε δύο παιδιά: κόρη το 2010 και γιο το 2012.
Μετά την απόφαση του ζεύγους να χωρίσει, η E.B. κατέθεσε στις 24 Ιουλίου 2013 αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου για προσωρινή επιμέλεια των παιδιών. Στα δικόγραφά της επιβεβαίωσε ότι θα παρέμενε στη Ρόδο με τα παιδιά και δεν είχε πρόθεση να μετακινηθεί στη Γερμανία.
Με την απόφαση με αριθ. 590/2013 της 18 Οκτωβρίου 2013, το Μονομελές Πρωτοδικείο Ρόδου παρέσχε προσωρινή επιμέλεια στην E.B. και προσδιόρισε την επικοινωνία του προσφεύγοντος με τα παιδιά του. Το δικαστήριο σημείωσε ότι δεν υπήρχαν αποδείξεις ότι η E.B. θα έφευγε για τη Γερμανία χωρίς τη συγκατάθεση του προσφεύγοντος.
Στις 11 Δεκεμβρίου 2013, η E.B. ταξίδεψε στη Γερμανία με τα παιδιά, ισχυριζόμενη ότι επιθυμούσε να επισκεφθεί τους γονείς της για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές και ότι θα επέστρεφε στις 13 Ιανουαρίου 2014. Ωστόσο, δεν επέστρεψε και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Γερμανία.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 2014, ο προσφεύγων κατέθεσε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων. Με την απόφαση αριθ. 26/2015 της 14 Ιανουαρίου 2015, το δικαστήριο ανακάλεσε την απόφαση αριθ. 590/2013 και απέδωσε την προσωρινή επιμέλεια των παιδιών στον προσφεύγοντα, διαπιστώνοντας ουσιώδη μεταβολή περιστάσεων λόγω της μετακίνησης της E.B. στη Γερμανία.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 8 ΕΣΔΑ
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 8
Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι η αμοιβαία απόλαυση της επαφής γονέα και παιδιού αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της οικογενειακής ζωής και ότι οι εθνικές διαδικασίες επιμέλειας εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8. Η απόφαση των εθνικών δικαστηρίων να απορρίψουν την αίτηση λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας συνιστούσε επέμβαση στην οικογενειακή ζωή του προσφεύγοντος.
Η επέμβαση προβλεπόταν από το νόμο (άρθρο 3 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 8 του Κανονισμού Brussels II bis) και επιδίωκε νόμιμο σκοπό (προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών). Το κρίσιμο ζήτημα ήταν η αναγκαιότητα της επέμβασης σε δημοκρατική κοινωνία.
Εφαρμογή του Κανονισμού Brussels II bis
Το Δικαστήριο τόνισε ότι η έννοια της «συνήθους διαμονής» έχει αυτόνομο χαρακτήρα στο ευρωπαϊκό δίκαιο και πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως του συμφέροντος του παιδιού και της αρχής της εγγύτητας. Τα εθνικά δικαστήρια εξέτασαν διεξοδικά όλους τους σχετικούς παράγοντες: Τη δήλωση της E.B. στις γερμανικές αρχές για διαμονή στη Γερμανία, την ένταξη των παιδιών στο γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα, την ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων, την προσαρμογή στο νέο περιβάλλον, την γερμανική υπηκοότητα, τις γλωσσικές δεξιότητες των παιδιών και τη διάρκεια διαμονής ενός έτους στη Γερμανία.
Άρθρο 10 του Κανονισμού
Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια εφήρμοσαν ορθά το άρθρο 10, καθώς η μετεγκατάσταση δεν ήταν παράνομη. Η E.B. είχε αποκλειστική επιμέλεια και δικαίωμα καθορισμού του τόπου διαμονής βάσει του άρθρου 2§9 του Κανονισμού. Οι ψευδείς διαβεβαιώσεις της ότι δεν θα εγκατασταθεί στην Γερμανία δεν επηρέαζαν τη νομιμότητα της μετεγκατάστασης.
Άρθρο 42 του Κανονισμού
Η απόφαση αριθ. 26/2015 δεν ήταν άμεσα εκτελεστή στη Γερμανία, καθώς δεν αφορούσε επιστροφή παιδιών κατ’ άρθρο 11§8 επειδή η επιμέλεια, εκδόθηκε από δικαστήριο χωρίς δικαιοδοσία και δεν ήταν «μεταγενέστερη απόφαση» σε σχέση με τη γερμανική απόφαση.
Άρθρο 12 του Κανονισμού
Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την κρίση ότι δεν υπήρξε αποδοχή δικαιοδοσίας από την E.B., καθώς η προηγούμενη αγωγή της αποσύρθηκε και δεν υπήρχε σαφής αποδοχή στη συνέχεια. Επιπλέον, η παράταση δικαιοδοσίας θα ήταν αντίθετη προς το συμφέρον των παιδιών που είχαν ήδη προσαρμοστεί στη Γερμανία.
Συμπέρασμα
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα ελληνικά δικαστήρια προέβησαν σε προσεκτική ανάλυση όλων των σχετικών παραγόντων, εφάρμοσαν ορθά τη νομολογία του ΔΕΕ και έλαβαν υπόψη την αρχή του υπέρτατου συμφέροντος του ανηλίκου. Η ερμηνεία τους δεν ήταν αυθαίρετη ούτε προδήλως αβάσιμη. Η επέμβαση δε ήταν ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό.
Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση της οικογενειακής ζωής (άρθρο 8), κρίνοντας ότι η ερμηνεία και εφαρμογή του Κανονισμού Brussels II bis ήταν ανάλογη προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό και σύμφωνη με το συμφέρον των παιδιών.