ΑΡΙΘΜΟΣ 901/2023
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ – ΣΕ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Μαρία Κουβίδου, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (ως αρχαιότερο μέλος της Συνθέσεως, η οποία ορίστηκε με την υπ’αριθμ. 184/2022 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Μαριάνθη Παγουτέλη -Εισηγήτρια και Ευάγγελο Μητσέλο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε συμβούλιο στο Κατάστημά του στις 11 Μαΐου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γεώργιου Σκιαδαρέση (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, περί αναιρέσεως του 4/2022 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών. Με κατηγορούμενο τον Ε. Σ. του Γ., κάτοικο Α. Λ., ο οποίος δεν παραστάθηκε.
Το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το ως άνω βούλευμά του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτό, και ο αναιρεσείων Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου ζητά τώρα την αναίρεση αυτού, για τους λόγους που αναφέρονται στην με ημερομηνία 1 Μαρτίου 2022 κρινόμενη αίτηση, την οποία άσκησε, η ως άνω Εισαγγελέας, ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, Γεωργίου Σωφρονιάδη και η οποία έλαβε αριθμό έκθεσης 12/2022, και καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 208/22.
Έπειτα ο Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γεώργιος Σκιαδαρέσης εισήγαγε για κρίση στο Συμβούλιο τη σχετική δικογραφία με την πρόταση της Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βιργινίας Σακελλαροπούλου με αριθμό 70/16.03.2022, στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
“Εισάγω στο Δικαστήριο Σας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθ. 485 παρ. 1 εδ.α’ ΚΠΔ, την υπ’αριθ. 12/2022 αναίρεση που άσκησα κατά του υπ’αριθ. 4/2022 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών και εκθέτω τα ακόλουθα:
Την ανωτέρω αναίρεση άσκησα σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις και για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτή νόμιμους και βάσιμους λόγους, στους οποίους και αύθις αναφέρομαι. Επομένως η ως άνω αναίρεση πρέπει να γίνει τυπικά και ουσιαστικά δεκτή, να αναιρεθεί το προσβαλλόμενο βούλευμα και να παραπεμφθεί η υπόθεση στο αυτό Συμβούλιο με άλλη σύνθεση, αφού αυτό είναι δυνατό. Η Αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Βιργινία Δημ.Σακελλαροπούλου.”
Αφού άκουσε τον Αντεισαγγελέα, που αναφέρθηκε στην παραπάνω εισαγγελική πρόταση.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η υπό κρίση, από 1-3-2022, υπ` αριθμό έκθεσης 12/2022, αίτηση της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου (ασκηθείσα με έκθεση ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου) για αναίρεση του, με αριθ. 4/3-1-2022, βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο (βούλευμα) το ως άνω Συμβούλιο δέχθηκε την, από 29-10-2021, προσφυγή του Σ. Ε. του Γ., κατοίκου Α. Λ., (οδός Μ. 2), και διέταξε την άρση της ισχύος της, υπ’ αριθ. 181/2021, Διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, με την οποία διατάχθηκε η δέσμευση κάθε περιουσίας, ιδίως δε κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων, επενδυτικών στοιχείων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται στα πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, εξαιρουμένων μερικώς εκείνων των τραπεζικών λογαριασμών στους οποίους κατατίθενται μισθοί, συντάξεις ή ανάλογες πρόσοδοι, μόνον ως προς τα ποσά που αντιστοιχούν στους μισθούς, συντάξεις και προσόδους, ατομικά ή από κοινού με τρίτους, με δικαιούχο ή πληρεξούσιο, καθώς και η απαγόρευση ανοίγματος θυρίδων θησαυροφυλακίου με μισθωτή, συνδικαιούχο ή πληρεξούσιο τον ως άνω Σ. Ε., ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 1-3-2022 (άρθ. 483 παρ. 3 εδ. α’ και β’ ΚΠΔ, όπως το εδ. β’ προστέθηκε με την παρ. 44 του άρθ. 7 του ν. 4637/18-11-2019) κατά του ως άνω βουλεύματος, το οποίο εκδόθηκε στις 3-1-2022 και κατά του οποίου δεν ασκήθηκε έφεση από τον Εισαγγελέα Εφετών, παρότι παρήλθε στις 4-2-2022, η, προς τούτο, προθεσμία του ενός μήνα, από την έκδοση του βουλεύματος, κατ’ άρθ. 480 ΚΠΔ. Περιέχει δε παραδεκτό λόγο αναίρεσης από το άρθρο 484 παρ. 1 στοιχ. στ` του ΚΠΔ (υπέρβαση εξουσίας) και συνεπώς, είναι παραδεκτή και πρέπει να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα του ως άνω λόγου εκδικαζόμενη, κατ’ άρθρο 590 παρ. 1 ΚΠΔ, κατά τις διατάξεις, του ισχύοντος νέου ΚΠΔ, (Ν. 4620/2019, 4637/2019 και 4855/2021). Κατά τις διατάξεις του άρθρου 47 παρ.1 περ. α’ και β’, παρ.2 εδ. α’, παρ. 3 εδ. γ’, παρ.4 εδ. α’, β’ και παρ. 5 εδ. α’ του Ν. 4557/2018 (ΦΕΚ Α’ 139/30-7-2018) “Πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κ.λ.π.”, με τον οποίο ενσωματώθηκε στην Ελληνική έννομη τάξη η οδηγία 2015/849/ΕΕ, “1. Η “Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης”, η οποία έχει συσταθεί με το άρθρο 7 του ν. 3691/2008 μετονομάζεται σε “Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες”. Σκοπός της Αρχής είναι: α) η λήψη και εφαρμογή των αναγκαίων μέτρων για την πρόληψη, τον εντοπισμό και την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, β) ο προσδιορισμός των σχετιζόμενων με την τρομοκρατία και η επιβολή χρηματοοικονομικών κυρώσεων σε βάρος τους … 2) Η Αρχή απολαμβάνει διοικητικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας … 3. Η Αρχή εκπροσωπείται δικαστικώς και εξωδίκως από τον Πρόεδρό της, η δε εν γένει νομική και δικαστική υποστήριξη των υποθέσεών της και το γνωμοδοτικό έργο διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους … 4. Η Αρχή συγκροτείται από τον Πρόεδρο και δεκαεπτά (17) μέλη καθώς και από ισάριθμους αναπληρωτές τους … ο Πρόεδρος και τα μέλη της Αρχής απολαμβάνουν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας και δεσμεύονται μόνο από τον νόμο και τη συνείδησή τους… 5. Πρόεδρος της Αρχής ορίζεται ανώτατος εισαγγελικός λειτουργός…”.. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις του άρθρου 48 παρ. 1 εδ. α’, παρ. 2 α), β), γ) και δ) του ίδιου νόμου, όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο έκδοσης του προσβαλλόμενου βουλεύματος, “1. Η Αρχή απαρτίζεται από τρεις (3) αυτοτελείς Μονάδες, με διακριτές αρμοδιότητες, προσωπικό και υποδομές, με κοινό Πρόεδρο… 2. Α’ Μονάδα Διερεύνησης Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών α) Η Α’ Μονάδα συγκροτείται από τον Πρόεδρο και έντεκα (11) μέλη της Αρχής με τους αναπληρωτές τους… β) Η Μονάδα πλαισιώνεται και υποστηρίζεται αυτοτελώς από διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό, καθώς και από προσωπικό με ειδικές γνώσεις και εμπειρία στην αντιμετώπιση υποθέσεων νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, χρηματοδότησης της τρομοκρατίας ή αντίστοιχης σοβαρής οικονομικής εγκληματικότητας … γ) Το προσωπικό της Μονάδας είναι αρμόδιο για: αα) τη λήψη, τη διερεύνηση, την ανάλυση, την αξιολόγηση, τη συσχέτιση των αναφορών ύποπτων ή ασυνήθων συναλλαγών … ββ) τη συνεργασία με τις Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών άλλων κρατών … δδ) τη διενέργεια επιχειρησιακών αναλύσεων, όταν υφίστανται ενδείξεις ή υπόνοιες διάπραξης σοβαρής ή οργανωμένης νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, με στόχο τη διασύνδεση υποθέσεων, τον εντοπισμό εγκληματικών δικτύων ή ομάδων ή μεμονωμένων υπόπτων και την εξακρίβωση του τρόπου δράσης αυτών, εε) την εκπόνηση στρατηγικών αναλύσεων αναφορικά με τις τάσεις και τις συνήθεις πρακτικές της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, δ) σε επείγουσες περιπτώσεις, όταν υπάρχει υπόνοια ότι περιουσία ή συναλλαγή σχετίζεται με νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή με χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ο Πρόεδρος διατάσσει την προσωρινή δέσμευση της περιουσίας ή την αναστολή εκτέλεσης της συγκεκριμένης συναλλαγής, για να διερευνηθεί η βασιμότητα της υπόνοιας το συντομότερο δυνατόν και πάντως μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών. Εφόσον η έρευνα ολοκληρωθεί πριν από την εκπνοή της προθεσμίας χωρίς επιβεβαίωση της υπόνοιας, ο Πρόεδρος αίρει την προσωρινή δέσμευση ή την αναστολή. Μετά την παρέλευση της προθεσμίας η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή αίρεται αυτοδικαίως. Η προσωρινή δέσμευση ή αναστολή διατάσσεται με τους ίδιους όρους και όταν ζητείται από αντίστοιχη αρχή άλλου κράτους – μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όταν από την έρευνα της Αρχής προκύπτουν βάσιμες υπόνοιες για τέλεση των ανωτέρω αδικημάτων, ο Πρόεδρος διατάσσει τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των ελεγχόμενων προσώπων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στην παράγραφο 5 του άρθρου 42. Μετά το πέρας της εκάστοτε έρευνας, η Μονάδα αποφασίζει αν πρέπει να τεθεί η υπόθεση στο αρχείο ή να παραπεμφθεί, με αιτιολογημένο πόρισμα της, στον αρμόδιο Εισαγγελέα, εφόσον τα συλλεγέντα στοιχεία κρίνονται επαρκή για τέτοια παραπομπή. Υπόθεση που έχει αρχειοθετηθεί μπορεί οποτεδήποτε να ανασυρθεί για να συνεχιστεί η έρευνα ή να συσχετιστεί με οποιαδήποτε άλλη έρευνα της Αρχής”. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 42 του ίδιου ως άνω νόμου, όπως αυτό ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως του προσβαλλόμενου βουλεύματος, “1. Όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα του άρθρου 2 μπορεί ο ανακριτής, με σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2. Το ίδιο ισχύει και όταν διεξάγεται ανάκριση για βασικό αδίκημα και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από την τέλεση του ανωτέρω αδικήματος ή που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 40. Σε περίπτωση διεξαγωγής προκαταρκτικής εξέτασης ή προανάκρισης, η απαγόρευση της κίνησης των λογαριασμών, των τίτλων, των χρηματοπιστωτικών προϊόντων ή του ανοίγματος των θυρίδων μπορεί να διαταχθεί από το δικαστικό συμβούλιο. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα του συμβουλίου επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου ή του τρίτου, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρει συγκεκριμένο λογαριασμό, τίτλο, χρηματοπιστωτικό προϊόν ή θυρίδα, γνωστοποιείται με κάθε μέσο, με προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη και επιτρέπουν τη διαπίστωση της γνησιότητας τους, στο πιστωτικό ίδρυμα ή το χρηματοπιστωτικό οργανισμό και επιδίδεται στον κατηγορούμενο. Σε περίπτωση κοινών λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων επιδίδεται και στον συνδικαιούχο, σε περίπτωση δε θυρίδων και στον πληρεξούσιο του μισθωτή. Η απαγόρευση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 ισχύει από τη χρονική στιγμή της αποδεδειγμένης γνωστοποίησης της διάταξης του ανακριτή ή του βουλεύματος στο πιστωτικό ίδρυμα ή στον χρηματοπιστωτικό οργανισμό. Από τότε απαγορεύεται το άνοιγμα της θυρίδας και είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου εκταμίευση χρημάτων από τον λογαριασμό ή εκποίηση τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Διευθυντικό στέλεχος ή υπάλληλος του πιστωτικού ιδρύματος ή του χρηματοπιστωτικού οργανισμού που παραβαίνει με πρόθεση τις διατάξεις της παρούσας τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι δύο (2) ετών και με χρηματική ποινή. Η απαγόρευση δεν θίγει προγενέστερα δικαιώματα που έχουν αποκτήσει καλόπιστοι τρίτοι επί του λογαριασμού, των τίτλων ή των χρηματοπιστωτικών προϊόντων. Τα δικαιώματα αυτά μπορούν να ασκηθούν, σύμφωνα με τις διατάξεις του ιδιωτικού δικαίου και του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. 3. Αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, μπορεί ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο να διατάξει την απαγόρευση εκποίησης ορισμένου ακινήτου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου του κατηγορουμένου. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επέχει θέση έκθεσης κατάσχεσης, εκδίδεται χωρίς προηγούμενη κλήση του κατηγορουμένου και γνωστοποιείται με κάθε μέσο, με προϋποθέσεις που εξασφαλίζουν την έγγραφη απόδειξη και επιτρέπουν τη διαπίστωση της γνησιότητάς τους, κατά περίπτωση στον αρμόδιο υποθηκοφύλακα ή προϊστάμενο κτηματολογικού γραφείου ή νηολογίου ή άλλης αρμόδιας υπηρεσίας προς καταχώρηση της σχετικής εγγραφής, οι οποίοι υποχρεούνται να προβούν την ίδια ημέρα σε σχετική σημείωση στα οικεία βιβλία και να αρχειοθετήσουν το έγγραφο που τους έχει κοινοποιηθεί. Η διάταξη του ανακριτή ή το βούλευμα επιδίδεται στον κατηγορούμενο. Κάθε δικαιοπραξία, υποθήκη, κατάσχεση ή άλλη πράξη που εγγράφεται στα βιβλία των ανωτέρω αρμόδιων υπηρεσιών μετά την εγγραφή της ανωτέρω σημείωσης είναι άκυρη έναντι του Δημοσίου. Με απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ρυθμίζεται κάθε θέμα σχετικό με την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου. 4. Ο κατηγορούμενος, ο ύποπτος τέλεσης αξιόποινης πράξης των αδικημάτων των άρθρων 2 και 4 και ο τρίτος δικαιούνται να ζητήσουν την άρση της διάταξης του ανακριτή ή την ανάκληση του βουλεύματος, με αίτηση που απευθύνεται προς το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο και κατατίθεται στον ανακριτή ή τον εισαγγελέα, μέσα σε είκοσι (20) μέρες από την επίδοση σε αυτόν της διάταξης ή του βουλεύματος. Στη σύνθεση του συμβουλίου δεν μετέχει ο ανακριτής. Η υποβολή της αίτησης και η προθεσμία προς τούτο δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της διάταξης ή του βουλεύματος. Η διάταξη ή το βούλευμα ανακαλείται αν προκύψουν νέα στοιχεία. 5. Όταν διεξάγεται έρευνα από την Αρχή, η απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών, τίτλων και χρηματοπιστωτικών προϊόντων, του ανοίγματος θυρίδων και της μεταβίβασης ή εκποίησης οποιουδήποτε περιουσιακού στοιχείου μπορεί να διαταχθεί σε επείγουσες περιπτώσεις από τον Πρόεδρο της Αρχής, με τους όρους και τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στις παραγράφους 1 έως 3. Τα σχετικά, με τη δέσμευση, στοιχεία και αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης διαβιβάζονται στον αρμόδιο Εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει τη συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Τα πρόσωπα που βλάπτονται από την παραπάνω δέσμευση έχουν τα δικαιώματα που προβλέπονται στην παράγραφο 4. 6. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, με αίτησή τους που απευθύνεται στην αρχή που αποφάσισε τη δέσμευση ή με την προσφυγή που προβλέπεται στις παραγράφους 4 και 5, μπορούν να ζητούν την αποδέσμευση συγκεκριμένων ποσών, αναγκαίων για την κάλυψη των γενικότερων δαπανών διαβίωσης, συντήρησης ή λειτουργίας τους, των εξόδων για τη νομική τους υποστήριξη και των βασικών εξόδων για τη διατήρηση των δεσμευμένων ως άνω στοιχείων”.
Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι όταν η Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, διενεργεί έρευνα για το έγκλημα αυτό και υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι τίτλοι, χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα, που προέρχονται είτε από την τέλεση του αδικήματος της νομιμοποίησης εσόδων υπό την έννοια του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, είτε από την τέλεση των βασικών αδικημάτων, υπό την έννοια του άρθρου 4 του ίδιου ως άνω νόμου ή σε κάθε περίπτωση υπόκεινται σε δήμευση κατά τις προβλέψεις του άρθρου 40 του ίδιου νόμου, καθώς και σε περίπτωση που υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι κάποιο ακίνητο έχει αποκτηθεί από το εκάστοτε ελεγχόμενο πρόσωπο με χρήματα που απέκτησε μέσω της τέλεσης των ανωτέρω αδικημάτων και επιπλέον συντρέχει επείγουσα περίπτωση, υπό την έννοια του άμεσου κινδύνου να χαθούν τα ίχνη της πιθανώς τελεσθείσας αξιόποινης πράξης, ήτοι χρήματα ή περιουσιακά στοιχεία, τα οποία δεν αποτελούν μόνο ως προς το ουσιαστικό αποτέλεσμα το προϊόν της πράξης, αλλά ταυτόχρονα και τη βασική προϋπόθεση απόδειξης της τέλεσής της, ο Πρόεδρος της Αρχής μπορεί να απαγορεύσει αφενός την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων, που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, αφετέρου το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου και επιπλέον να απαγορεύσει την εκποίηση ή τη με οποιοδήποτε τρόπο μεταβίβαση ορισμένου ακινήτου του ελεγχόμενου για νομιμοποίηση εσόδων προσώπου και στη συνέχεια να διαβιβάσει τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία, μαζί με αντίγραφο φακέλου της υπόθεσης, στον αρμόδιο Εισαγγελέα, χωρίς αυτό να παρακωλύει τη συνέχιση της έρευνας από την Αρχή. Με τις ρυθμίσεις αυτές επιτυγχάνεται ταχύτητα και ευελιξία όχι μόνο στην έκδοση της ως άνω σχετικής διάταξης του Προέδρου της Αρχής, αλλά και στην ανάκληση αυτής, εάν και όταν εκλείψουν οι υπόνοιες. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι για την προσωρινή δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου από τον Πρόεδρο της Αρχής αρκούν “υπόνοιες”, ενώ για τη δέσμευση “βάσιμες υπόνοιες”. Η ratio της επάρκειας βάσιμων υπονοιών είναι ότι η επιβολή της δέσμευσης της περιουσίας του υπόπτου πρέπει να είναι ευχερέστερη στα αρχικά διαδικαστικά στάδια, προκειμένου να εξασφαλιστεί το δημευτέο αντικείμενο. Η αρμοδιότητα δε αυτή του Προέδρου της Αρχής για τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου, έχει διφυή χαρακτήρα, καθώς πρόκειται τόσο για ιδιότυπο μέτρο συλλογής αποδείξεων, όσο και για μέτρο καταναγκασμού σε βάρος του υπόπτου, καθώς από τη μια πλευρά προπαρασκευάζει μια πιθανή κατάσχεση, διατηρώντας ακέραιη την περιουσία του υπόπτου, ώστε αυτή (κατάσχεση) να αποτελέσει αντικείμενο της ειδικής δημεύσεως, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 46 Ν. 3691/2008, είτε με τη μορφή της υποχρεωτικής παρεπόμενης ποινής (παρ. 1) είτε με τη μορφή του μέτρου ασφάλειας (παρ. 3), από την άλλη δε τον αδρανοποιεί οικονομικά και ανακόπτει την εγκληματική του δράση, η οποία συνδέεται με τη δυνατότητά του να χρησιμοποιεί το οικονομικό τραπεζικό σύστημα. Επομένως, το ως άνω μέτρο της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων από τον Πρόεδρο της Αρχής, δεν έχει διοικητικό χαρακτήρα, αλλά εντάσσεται στα διωκτικά μέτρα της ποινικής νομοθεσίας, διότι ταυτίζεται κατά περιεχόμενο με το αντίστοιχο μέτρο που λαμβάνεται από τον Ανακριτή στα πλαίσια της διεξαγωγής τακτικής ανακρίσεως σε βάρος του κατηγορουμένου για το ίδιο ποινικό αδίκημα και, περαιτέρω, ελέγχεται ουσιαστικώς καθ’ όμοιο τρόπο από όργανο της Ποινικής Δικαιοσύνης (Δικαστικό Συμβούλιο), σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 4 και 5 του ν. 4557/2018, το οποίο τελεί σε αρμονία με το άρθρο 96 παρ. 1 του Συντάγματος (ΣΤΕ 4427 και 4428/2014). Η λειτουργία όμως της Αρχής και οι πράξεις του Προέδρου αυτής κείνται εκτός του ποινικού δικονομικού συστήματος και οι έρευνες της δεν συνιστούν προανακριτικό έργο, ούτε υπόκεινται στους ποινικούς δικονομικούς κανόνες, αλλά στο ειδικό καθεστώς του ν. 4557/2018. Το καθεστώς δε αυτό παρέχει στις Μονάδες της Αρχής και τον Πρόεδρο αυτής τη δυνατότητα να ενεργούν, κατά τη διεξαγωγή των ερευνών τους, με ευελιξία και ταχύτητα, έχοντας ανεμπόδιστη πρόσβαση σε κάθε μορφής αρχείο δημόσιας αρχής ή οργανισμού που τηρεί και επεξεργάζεται δεδομένα, στα δεδομένα και αρχεία της διατραπεζικής εταιρείας “Τειρεσίας ΑΕ” και ανταλλάσοντας πληροφορίες με τις Μονάδες Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (ΜΧΠ) άλλων κρατών, χωρίς να δεσμεύονται από οποιοδήποτε τραπεζικό, χρηματιστηριακό, φορολογικό ή επαγγελματικό απόρρητο (άρθρο 49 ν. 4557/2018), αρκούντων, ειδικώς ως προς τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου απλώς και μόνον ελλόγων υπονοιών επί τη βάσει πληροφοριών τις οποίες η Αρχή κρίνει ως ακριβείς, εκπληρώνοντας έτσι τον προληπτικό και ενίοτε κατασταλτικό σκοπό της, στον τομέα της πρόληψης και καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, σε αντίθεση με τη χρονοβόρα, ενίοτε, ανακριτική διαδικασία, κατά την οποία οι ενέργειες του ανακριτή υπόκεινται στον έλεγχο των ποινικών δικονομικών κανόνων, ενώ, ειδικώς ως προς τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων του κατηγορουμένου απαιτείται η σύμφωνη γνώμη του Εισαγγελέα και ήδη, μετά την τροποποίηση του άρθρου 42 με το άρθρο 9 του ν. 4816/2021, απαιτείται να υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι τα περιουσιακά αυτά στοιχεία προέρχονται άμεσα ή έμμεσα από την τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2 του ν. 4557/2018. Περαιτέρω, από τις ίδιες ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η αρμοδιότητα της Αρχής να διενεργεί τις σχετικές έρευνες κατά τα ανωτέρω, όπως και του Προέδρου αυτής να εκδίδει τις προαναφερόμενες διατάξεις δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων και απαγόρευσης εκποίησης ακινήτων του υπόπτου για νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, μπορεί να ασκείται παράλληλα με την τακτική ποινική διαδικασία και με τις ενέργειες των δικαστικών και εισαγγελικών αρχών που μετέχουν σε αυτήν. Αυτό προκύπτει σαφώς από την παράγραφο 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018, όπου προβλέπεται ρητά η συνέχιση της έρευνας από την “Αρχή” και μετά τη διαβίβαση των πληροφοριών στον Εισαγγελέα, διάταξη, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά τις τροποποιήσεις του εν λόγω άρθρου, με το άρθρο 9 ν. 4816/2021 και το άρθρο 171 ν. 4855/2021. Η ρητή αυτή αναφορά στον Νόμο περί συνέχισης της έρευνας από την Αρχή και μετά τη διαβίβαση των πληροφοριών στον Εισαγγελέα, προφανώς για τη συνέχιση της διαδικασίας περαιτέρω δικαστικής διερευνήσεως της υπόθεσης, οδηγεί αναπόδραστα στην παραδοχή ότι πρόκειται για δύο διαδικασίες που βαίνουν παραλλήλως. Και τούτο, διότι δεν νοείται διεξαγωγή έρευνας από την Αρχή, χωρίς ταυτόχρονη αρμοδιότητα του Προέδρου αυτής, ο οποίος, ας σημειωθεί, είναι εν ενεργεία εισαγγελικός λειτουργός και ήδη, μετά την αντικατάσταση της παρ. 5 του άρθρου 47 ν. 4557/2018 με το άρθρο 236 ν. 4798/2021 (ΦΕΚ Α’ 68/24-4-2021) και επί τιμή, για τη λήψη των ειδικών περιοριστικών μέτρων, που προβλέπονται από τις προαναφερθείσες διατάξεις και κυρίως αυτών της δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων του υπόπτου. Αντιθέτως, από καμία διάταξη νόμου και ιδίως τις διατάξεις του άρθρου 42 του ν. 4557/2018, προκύπτει ότι η Αρχή, όπως και ο Πρόεδρος της, καθίστανται αναρμόδιοι με την έναρξη της κυρίας ανάκρισης ή της εν γένει ποινικής διαδικασίας και της αποστολής του φακέλου στον αρμόδιο εισαγγελέα. Μια τέτοια ερμηνεία ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, είναι ευθέως αντίθετη με το γράμμα του νόμου (άρθρο 42 παρ. 5 ν. 4557/2018), αλλά και με τον σκοπό του ν. 4557/2018, που είναι, μεταξύ άλλων, η πρόληψη, ο εντοπισμός και η ανάκτηση των προϊόντων του εγκλήματος της νομιμοποίησης εσόδων και συνίσταται εκτός των άλλων και στην ταχεία και χωρίς νομικά εμπόδια και δικονομικές ακυρότητες, διεθνή διερεύνηση και τον εντοπισμό του “μαύρου χρήματος” από την Αρχή καταπολέμησης του άνω εγκλήματος. Εξάλλου, η προϋπόθεση της “επείγουσας περίπτωσης”, η οποία, κατά νόμο, πρέπει να συντρέχει για τη λήψη από τον Πρόεδρο της Αρχής των ανωτέρω περιοριστικών μέτρων δύναται να υπάρχει και διαρκούσης της κυρίας ανάκρισης, ουδόλως δε αποκλείεται η ύπαρξη αυτής (επείγουσας περίπτωσης) από το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της κυρίας ανάκρισης, ο μεν κατηγορούμενος είναι υπό έρευνα, η δε περιουσιακή του κατάσταση υπό διερεύνηση από τον Ανακριτή. Ενισχυτικό, υπέρ της γνώμης αυτής, επιχείρημα, της παράλληλης δηλαδή με τον Ανακριτή αρμοδιότητας του Προέδρου της Αρχής να προβαίνει με διάταξή του στη λήψη των προαναφερόμενων περιοριστικών μέτρων, αντλείται και από τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 15 του ν. 4637/2019 (ΦΕΚ Α’ 180/18-11-2019), με την οποία ορίζεται ότι εντός προθεσμίας έξι (6) μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, ήτοι έως τις 19-5-2020, οι διατάξεις του Προέδρου της Αρχής καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με την παράγραφο 5 του άρθρου 42 του ν. 4557/2018 πριν τη δημοσίευση του άνω νόμου στις 18-11-2019, και για τις οποίες έχουν παρέλθει τα χρονικά όρια διάρκειας των μέτρων δέσμευσης του εδαφίου α’ της παραγράφου 2 του άρθρου 34 του Κ.Π.Δ., δηλαδή διάστημα εννέα (9) μηνών (χρονική διάρκεια η οποία ισχύει και για τις διατάξεις του Προέδρου της Αρχής σύμφωνα με το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 42 ν. 4557/2018, που προστέθηκε με το άρθρο 9 ν. 4637/2019) διαβιβάζονται με τα σχετικά με τη δέσμευση στοιχεία και αντίγραφο του φακέλου της υπόθεσης στον ανακριτή, αν η υπόθεση εκκρεμεί στο στάδιο της ανάκρισης ή στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο σε κάθε άλλη περίπτωση, οι οποίοι αποφαίνονται για την επικύρωση ή μη της διάταξης του Προέδρου της Αρχής (ΟλΑΠ 1/2022, ΟλΑΠ 4/2022). Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ του Κ.Π.Δ., θεσπίζεται ως λόγος αναιρέσεως κατά βουλεύματος, η υπέρβαση εξουσίας, η οποία υπάρχει όταν το δικαστικό συμβούλιο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχει ο νόμος ή χωρίς να συντρέχουν οι προϋποθέσεις που απαιτούνται κατά νόμο για την άσκησή της στη συγκεκριμένη περίπτωση οπότε έχουμε θετική υπέρβαση εξουσίας ή όταν παρέλειψε να ασκήσει τη δικαιοδοσία που του παρέχει ο νόμος, καίτοι συντρέχουν οι απαιτούμενες για την άσκησή της προϋποθέσεις, οπότε έχουμε αρνητική υπέρβαση εξουσίας (βλ. ΟλΑΠ 1/2020).
Στην προκειμένη περίπτωση, με το προσβαλλόμενο υπ’ αρ. 4/2022 βούλευμά του, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών, δέχθηκε επί λέξει τα ακόλουθα: “…δυνάμει της ως άνω με αριθμό 1052/12/1347-ρμη, από 09-09-2021 υποβλητικής αναφοράς της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας- Τμήμα Προστασίας Οικονομίας στις 09-09-2021 ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των: α) Σ. Σ. του Κ., β) Ο. – Ε. Σ. του Κ., γ) Ε. Σ. του Γ. και δ) Θ. Ν. του Β. για τις αξιόποινες πράξεις: α) της διεύθυνσης εγκληματικής οργάνωσης, β) της συγκρότησης και ένταξης σε εγκληματική οργάνωση προς διάπραξη πλειόνων κακουργημάτων πλαστογραφίας και νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, γ) της πλαστογραφίας μετά χρήσεως από κοινού, κατ’ εξακολούθηση, από την οποία οι υπαίτιοι σκόπευαν να προσπορίσουν στον εαυτό τους περιουσιακό όφελος βλάπτοντας τρίτον, με το εξ αυτής συνολικό όφελος και τη συνολική ζημία να υπερβαίνουν τις 120.000 ευρώ, δ) της παραβίασης του νόμου περί σημάτων από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, ε) της συνέργειας στις, υπό στοιχεία γ’ και δ’ πράξεις κατ’ εξακολούθηση, στ) της πλαστογραφίας μετά χρήσης από κοινού και κατ’ εξακολούθηση, ζ) της απάτης, τελεσθείσας κατ’ ορθότερο νομικό χαρακτηρισμό, που δόθηκε στις 13-09-2021, κατ’ εξακολούθηση, με προκληθείσα ζημία που υπερβαίνει το ποσό των 120.000 Ευρώ, από κοινού και η) της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κατ’ εξακολούθηση από κοινού τελεσθείσα κατ’ επάγγελμα και ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης, η οποία επιδιώκει την τέλεση πράξεων νομιμοποίησης υπό τη μορφή: α) της απόκρυψης ή συγκάλυψης της αλήθειας με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, όσον αφορά στη φύση, προέλευση, διάθεση, διακίνηση ή χρήση περιουσίας, εν γνώσει του γεγονότος ότι αυτή προέρχεται από εγκληματικές δραστηριότητες ή από πράξη συμμετοχής σε τέτοιες δραστηριότητες και β) της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού τομέα με την τοποθέτηση σε αυτόν ή τη διακίνηση μέσω αυτού εσόδων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες με σκοπό να προσδοθεί νομιμοφάνεια στα εν λόγω έσοδα [άρθρα 1, 13 στοιχ. γ, ε, 14, 16, 17, 18, 26 εδ. α, 27, 45, 47, 94 παρ. 1, 98, 187 παρ. 1,2, 216 παρ. 3, 2,1, 386 παρ. 1β-α και άρθρα 7 παρ. 3 περ. γ, 45 παρ. 2-1, εδ. β-α ν. 4679/2020 και άρθρα 2 παρ. 1, 2 στοιχ. β, δ, 3 περ. α, κ, 45 παρ. 1 στοιχ. γ-α ν. 3691/2008 όπως ισχύουν έως την κατάργηση τους με τον ν. 4557/2018 και μετά την κατάργηση τους με τον ν. 4557/2018, όπως ισχύουν τα άρθρα 2 παρ. 1 στοιχ. β, δ, 4 περ. α, ζ, κα, 39 παρ. 1 στοιχ. γ-α ν. 4557/2018 (ΦΕΚ 139 Α 30-07-2018) ως τα άρθρα 2, 4 και 39 αντικαταστάθηκαν με τα άρθρα 4, 5 και 6 αντίστοιχα του ν. 4816/2021 (ΦΕΚ 118Α 09-07-2021)]. Η διενέργεια της κύριας ανάκρισης ανατέθηκε στην Ανακρίτρια του 11ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Ο Ε. Σ. κλήθηκε σε απολογία για τις αποδιδόμενες σε αυτόν αξιόποινες πράξεις και εκδόθηκε σε βάρος του η, με αριθμό 20/13-09-2021, Διάταξη Επιβολής Περιοριστικών Όρων, με την οποία του επιβλήθηκαν οι περιοριστικοί όροι: α) της εμφάνισης μια φορά άπαξ εντός του πρώτου πενθημέρου στο Α,Τ. του τόπου κατοικίας και β) της απαγόρευσης εξόδου από τη Χώρα. Περαιτέρω, δυνάμει της ίδιας ως άνω, με αριθμό 1052/12/1347-ρμη, από 09-09-2021, υποβλητικής αναφοράς της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας – Τμήμα Προστασίας Οικονομίας εκδόθηκε η, με αριθμό 181/17-09-2021, Διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, με την οποία διατάχθηκε η δέσμευση κάθε περιουσίας, ιδίως δε, κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων, επενδυτικών στοιχείων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται στα πιστωτικά ιδρύματα ή χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς, εξαιρουμένων μερικώς εκείνων των τραπεζικών λογαριασμών, στους οποίους κατατίθενται μισθοί, συντάξεις ή ανάλογες πρόσοδοι, μόνον ως προς τα ποσά, που αντιστοιχούν στους μισθούς συντάξεις και προσόδους, ατομικά ή από κοινού με τρίτους με δικαιούχο ή πληρεξούσιο καθώς και η απαγόρευση ανοίγματος θυρίδων θησαυροφυλακίου με μισθωτή, συνδικαιούχο ή πληρεξούσιο τον Ε. Σ. του Γ.. Εν συνεχεία δεσμεύτηκαν: α) ο με ΙΒΑΝ … επαγγελματικός λογαριασμός της Εθνικής Τράπεζας, β) ο με ΙΒΑΝ … λογαριασμός ταμιευτηρίου της Εθνικής Τράπεζας, γ) ο με ΙΒΑΝ … εμπορικός λογαριασμός της Τράπεζας Πειραιώς, στους οποίους μόνος δικαιούχος ήταν ο Ε. Σ. και δ) ο με ΙΒΑΝ … λογαριασμός ταμιευτηρίου της Τράπεζας Πειραιώς, ε) ο, με ΙΒΑΝ … λογαριασμός ταμιευτηρίου της Τράπεζας Πειραιώς, στους οποίους ο Ε. Σ. ήταν συνδικαιούχος με την σύζυγο του Γ. Μ.. Με το με αριθμό πρωτ. 7830/22-09-2021 έγγραφο του ο Πρόεδρος της Αρχής Καταπολέμησης της Αρχής Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες διαβίβασε στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών τη, με αριθμό 181/2021, Διάταξη του. Εν συνεχεία ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών με το, με αριθμό πρωτ. 163.968/04-10-2021 έγγραφο του διαβίβασε την ανωτέρω Διάταξη στην Ανακρίτρια του 11ου Ανακριτικού Τμήματος του Πρωτοδικείου Αθηνών. Όμως, όπως εκτέθηκε και ανωτέρω στη νομική σκέψη του παρόντος, …όταν διεξάγεται τακτική ανάκριση για τα αδικήματα του άρθρου 2 ή για βασικό αδίκημα, όπως εν προκειμένω, μόνο ο ανακριτής μπορεί, με σύμφωνη γνώμη του εισαγγελέα, να απαγορεύσει την κίνηση κάθε είδους λογαριασμών, τίτλων ή χρηματοπιστωτικών προϊόντων που τηρούνται σε πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοπιστωτικό οργανισμό, καθώς και το άνοιγμα των θυρίδων θησαυροφυλακίου του κατηγορουμένου, έστω και κοινών οποιουδήποτε είδους με άλλο πρόσωπο, εφόσον υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι οι λογαριασμοί, οι τίτλοι, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή οι θυρίδες περιέχουν χρήματα ή πράγματα που προέρχονται από τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2 ή του βασικού αδικήματος ή που υπόκεινται σε δήμευση, σύμφωνα με το άρθρο 40, ενώ αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της παραγράφου 1, μόνον ο ανακριτής ή το δικαστικό συμβούλιο μπορούν να διατάξουν την απαγόρευση εκποίησης ορισμένου ακινήτου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου του κατηγορουμένου, καθώς στην περίπτωση αυτή, η μόνη αρχή που έχει συνολική εποπτεία για την συγκεκριμένη υπόθεση είναι ο ανακριτής. Αντίθετα, ο Πρόεδρος της Αρχής έχει τις ανωτέρω δύο δυνατότητες, ήτοι να διατάξει τόσο την απαγόρευση της κίνησης λογαριασμών κ.α. όσο και την απαγόρευση εκποίησης ακινήτου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου, μόνο πριν φτάσει η δικογραφία στην Εισαγγελία και πριν την παραγγελία ή διεξαγωγή τακτικής ανάκρισης για οποιαδήποτε έγκλημα των άρθρων 2 ή 4 του ν. 4557/2018, όταν δηλαδή δεν υπάρχει ακόμα ούτε “ύποπτος” ούτε “κατηγορούμενος”… Εξάλλου, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι υπάρχει κατά τη διάρκεια της ανάκρισης συντρέχουσα αρμοδιότητα του Ανακριτή και του Προέδρου της Αρχής σχετικά με τις ανωτέρω δυνατότητες, καθώς σε αυτήν την περίπτωση θα περίττευε η εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 42 ν. 4557/2018 από τον Ανακριτή, διότι κάθε φορά που ….η Αρχή ελάμβανε πληροφορίες (από τις αρμόδιες ανακριτικές αρχές σχετικά με την τέλεση των αδικημάτων του άρθρου 2 ή 4 του ν. 4557/2018, θα μπορούσε ο Πρόεδρος της να διατάξει τα επαχθή αυτά δικονομικά μέτρα και να μένει χωρίς νόημα η σχετική πρόβλεψη για τον Ανακριτή, με αποτέλεσμα να τίθενται εκποδών και οι γενικές εξουσίες του Ανακριτή κατά το στάδιο της ανάκρισης και να οδηγούμαστε στο δογματικά παράδοξο να επιβάλλονται αυτά τα δικονομικά μέτρα μετά την άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος προσώπων που έχουν πλέον την ιδιότητα του κατηγορουμένου, όχι από τα αρμόδια δικαστικά όργανα (ανακριτή, δικαστικό συμβούλιο) αλλά από μια διοικητική αρχή. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι σε κάθε περίπτωση, ο αποκλεισμός του Προέδρου της Αρχής από την έκδοση απόφασης για απαγόρευση κίνησης λογαριασμού κ.α. και την απαγόρευση εκποίηση – ακινήτου ή άλλου περιουσιακού στοιχείου σε βάρος κατηγορουμένου κατά του οποίου διενεργείται ήδη κυρία ανάκριση προκύπτει και από την έλλειψη της ουσιαστικής προϋπόθεσης της ύπαρξης “επείγουσας” περίπτωσης, διότι όσο διαρκεί η κυρία ανάκριση “επείγουσα” περίπτωση δε νοείται, καθώς ο κατηγορούμενος είναι ήδη υπό έρευνα και ακολούθως η περιουσιακή του κατάσταση υπό διερεύνηση, ενώ η εδραιωμένη αρμοδιότητα του Ανακριτή επιτρέπει την άμεση λήψη από αυτόν ειδικών ανακριτικών πράξεων δικονομικών μέτρων, μιας και η ενημέρωση του από την Αρχή μπορεί να είναι συνοπτική και ταχεία, καθώς ο ίδιος είναι ενήμερος της υπόθεσης και δεν θα χαθεί πολύτιμος χρόνος για την επιβολή των κατάλληλων μέτρων σε βάρος του κατηγορουμένου… Ενόψει των ανωτέρω, η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 181/2021 διάταξη του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, εκδόθηκε αναρμοδίως καθότι εκδόθηκε στις 17-09-2021, ήτοι μετά τις 09-09-2021, οπότε ασκήθηκε ποινική δίωξη και παραγγέλθηκε η διενέργεια κυρίας ανάκρισης σε βάρος του προσφεύγοντος για τα αποδιδόμενα σ’ αυτόν αδικήματα, χρόνος, κατά τον οποίον, … αρμοδιότητα για την έκδοση αυτής (διάταξης) και για την δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων έχει μόνο ο ανακριτής. Επιπλέον δεν συνέτρεχε επείγουσα περίπτωση για την έκδοση της, καθότι όσο διαρκεί η κυρία ανάκριση, ως εν προκειμένω, “επείγουσα” περίπτωση δε νοείται, αφού οι κατηγορούμενοι είναι ήδη υπό έρευνα και ακολούθως η περιουσιακή τους κατάσταση υπό διερεύνηση, ενώ η εδραιωμένη αρμοδιότητα του Ανακριτή επιτρέπει την άμεση λήψη από αυτόν ειδικών ανακριτικών πράξεων/ δικονομικών μέτρων, μιας και η ενημέρωση του από την Αρχή μπορεί να είναι συνοπτική και ταχεία, καθώς ο ίδιος είναι ενήμερος της υπόθεσης και δεν θα χαθεί πολύτιμος χρόνος για την επιβολή των κατάλληλων μέτρων σε βάρος των κατηγορουμένων. Επομένως, πρέπει κατά την κρίση του παρόντος Συμβουλίου να γίνει δεκτή η κρινόμενη από 29-10-2021 προσφυγή του Ε. Σ. του Γ. και της Α., γεννηθέντος στις … στη Λάρισα, κατοίκου οδού Μ.. αριθμ … περιοχή Αγιάς Λάρισας, κάτοχου του με αριθμό … Δ.Α.Τ. εκδοθέντος στις 14-09-2001 από το Α.Τ. Α. Λ. με Α.Φ.Μ. … Δ.Ο.Υ. Λάρισας, παρελκομένης της εξέτασης της βασιμότητας των λοιπών λόγων και αιτημάτων, που προβάλλονται με αυτή και να διαταχθεί η άρση της ισχύος της, με αριθμό 181/2021, Διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες…”. Από τ’ ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών δέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλόμενη διάταξη, υπ’ αριθμ. 181/2021, του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, εκδόθηκε αναρμοδίως, καθότι εκδόθηκε στις 17-9-2021, ήτοι μετά την άσκηση της ποινικής δίωξης σε βάρος του αιτούντος – προσφεύγοντος, στις 9-9-2021, για τις παραπάνω αξιόποινες πράξεις και τη διεξαγωγή τακτικής ανάκρισης για τα αποδιδόμενα σ’ αυτόν ως άνω αναφερθέντα αδικήματα, χρόνο κατά τον οποίο αρμοδιότητα για την έκδοση αυτής (διάταξης) και για τη δέσμευση των περιουσιακών στοιχείων των αιτούντων είχε, κατά την κρίση του Συμβουλίου, μόνον ο ανακριτής και το δικαστικό συμβούλιο. Στη συνέχεια το ως άνω Συμβούλιο, με το προσβαλλόμενο βούλευμά του δέχθηκε την, από 29-10-2021, προσφυγή του Ε. Σ. και διέταξε την άρση της ισχύος της, με αριθ. 181/2021, Διάταξης του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες. Με την κρίση του αυτή όμως, δηλαδή με το να δεχθεί ότι δεν υφίσταται, κατά τη διάρκεια της κυρίας ανάκρισης αρμοδιότητα του Προέδρου της Αρχής Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες, παράλληλη με την αρμοδιότητα του Ανακριτή, σχετικά με τη δυνατότητα δέσμευσης των περιουσιακών στοιχείων των αιτούντων και με το να προβεί ακολούθως στην άρση της ως άνω διάταξης του Προέδρου της Αρχής, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών υπερέβη θετικά την εξουσία του, αφού, ως ήδη ειπώθηκε στη μείζονα σκέψη, η αρμοδιότητα της εν λόγω Αρχής και του Προέδρου αυτής μπορεί να ασκείται παράλληλα με την ανακριτική διαδικασία. Επομένως, ο μοναδικός, εκ του άρθρου 484 παρ. 1 στοιχ. στ’ του ΚΠΔ, λόγος της υπό κρίση αίτησης της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου για την αναίρεση του προσβαλλόμενου βουλεύματος, είναι βάσιμος και πρέπει, κατά παραδοχή του, να αναιρεθεί το υπ’ αρ. 4/2022 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημ/κών Αθηνών και ενόψει του ότι συντρέχει περίπτωση παραπομπής της υπόθεσης στο ίδιο ως άνω Συμβούλιο, κατ’ άρθρο 519 του ΚΠΔ (το οποίο εφαρμόζεται αναλογικά κατ’ άρθρο 485 παρ. 1 του ΚΠΔ), πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα κρίση στο Συμβούλιο που εξέδωσε το προσβαλλόμενο βούλευμα, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως (άρθρα 485 παρ. 1, 519, 522 Κ.Ποιν.Δ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ Δέχεται την, από 1-3-2022, υπ` αριθμό έκθεσης κατάθ. 12/2022, αίτηση της Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου (ασκηθείσα με έκθεση ενώπιον του Γραμματέα του Ποινικού Τμήματος του Αρείου Πάγου) για αναίρεση του, με αριθ. 4/3-1-2022, βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών.
Αναιρεί το, με αριθ. 4/3-1-2022, βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Πατρών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ίδιο δικαστικό Συμβούλιο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που έκριναν προηγουμένως.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 14 Ιουνίου 2023. Και,
Εκδόθηκε στην Αθήνα στις 15 Ιουνίου 2023.- Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ Σελίδα 25 της 901/2023 ποινικής απόφασης του Αρείου Πάγου 1 25