Αριθμός 9/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου, Γεώργιο Καλαμαρίδη-Εισηγητή, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αγαθή Δερέ, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 1 Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, κατοικοεδρεύοντα στην Αθήνα, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την Σωτηρία Κοσμά, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και δεν κατέθεσε προτάσεις.
Του αναιρεσιβλήτου: Χ. Κ. του Λ. και Γ., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Μπούρμπο, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, και κατέθεσε προτάσεις.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 13-7-2018 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Ροδόπης. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: … οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και … του Μονομελούς Εφετείου Θράκης. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί το αναιρεσείον με την από 16-9-2021 αίτησή του.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με την κρινόμενη από 16-09-2021 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η … τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Θράκης, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και με την οποία απορρίφθηκε κατ’ ουσίαν η έφεση του αναιρεσείοντος κατά της … απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Ροδόπης. Με την τελευταία αυτή απόφαση έγινε δεκτή η από 13-07-2018 αγωγή του αναιρεσιβλήτου, την οποία αυτός έστρεψε κατά του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου, καθώς και κατά εννέα ακόμα εναγομένων. Με την αγωγή αυτή ο ενάγων είχε ζητήσει να αναγνωρισθεί η κυριότητά του σε δύο αγροτικά ακίνητα, εκτός σχεδίου, εμβαδού 5.261,82 τ.μ. το πρώτο και 16.882,65 τ.μ. το δεύτερο, που βρίσκονται στη θέση “…” και “…” αντίστοιχα, του αγροκτήματος Κομοτηνής, τα οποία απέκτησε παραγώγως και πρωτοτύπως και να διαταχθεί η διόρθωση της πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά φύλλα του Κτηματολογικού Γραφείου Κομοτηνής, στα οποία τα ακίνητα αυτά έχουν καταχωρηθεί με την ένδειξη “Άγνωστος” και μάλιστα με άλλη έκταση από την πραγματική, καθώς τμήματα των ακινήτων αυτών έχουν καταχωρηθεί στις όμορες ιδιοκτησίες των εναγομένων, όπως και τμήματα της ιδιοκτησίας των τελευταίων έχουν καταχωρηθεί ως ανήκοντα στα ανωτέρω ακίνητά του. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 1 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι κατά συνέπεια παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Η ανεπάρκεια των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης, χαρακτηρίζεται ως νομική αοριστία και ελέγχεται με τον αναιρετικό λόγο από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ ως παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, εφόσον το δικαστήριο της ουσίας έκρινε τελικά ως ορισμένη την αγωγή ή την ένσταση, αρκούμενο σε λιγότερα ή διαφορετικά στοιχεία από αυτά που απαιτεί ο νόμος. Με τον ίδιο λόγο ελέγχεται και το σφάλμα του δικαστηρίου της ουσίας να κρίνει ως αόριστη την αγωγή ή την ένσταση, αξιώνοντας για τη θεμελίωσή τους περισσότερα στοιχεία από όσα απαιτεί ο νόμος για τη θεμελίωση του ουσιαστικού δικαιώματος στο οποίο στηρίζονται. Πρόκειται και πάλι για παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως προς τη διαπίστωση νομικής δήθεν αοριστίας της αγωγής ή ένστασης. Επομένως, νομική είναι η αοριστία που συνδέεται με τη νομική εκτίμηση του εφαρμοστέου κανόνα ουσιαστικού δικαίου. Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, η οποία υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά, δηλαδή, περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης, δημιουργεί λόγους αναίρεσης από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, αντίστοιχα. (ΑΠ 18/2018, ΑΠ 944/2013). Ειδικότερα, ο από το άρθρο 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ λόγος αναίρεσης ιδρύεται αν το δικαστήριο, παρά την μη επαρκή έκθεση σ’ αυτήν των στοιχείων που είναι αναγκαία για την στήριξη του αιτήματος της αγωγής, την έκρινε ορισμένη, θεωρώντας ότι αυτά εκτίθενται με επάρκεια ή αν παρά την επαρκή έκθεση των στοιχείων αυτών την απέρριψε ως αόριστη (Α.Π 45/2016, Α.Π. 536/2011). Εξάλλου, για το ορισμένο αγωγής, αναγνωριστικής ή διεκδικητικής κυριότητας ακινήτου, που στηρίζεται σε παράγωγο τρόπο κτήσης της κυριότητας, ο ενάγων πρέπει να περιλάβει σ’ αυτήν την κατάρτιση της επικαλούμενης σύμβασης, με συμβολαιογραφικό έγγραφο και την μεταγραφή της, αν δε ο εναγόμενος αμφισβητήσει, με τις προτάσεις του, την κυριότητα όχι μόνον του ενάγοντος, αλλά και των αμέσων και απώτερων δικαιοπαρόχων του, ο ενάγων οφείλει, αν δεν το έχει κάνει καθ’ υποφοράν με το δικόγραφο της αγωγής, κατ’ επιτρεπτή, κατά το άρθρο 224 εδ. β του ΚΠολΔικ συμπλήρωση του δικογράφου της, να καθορίσει και τον τρόπο κτήσεως της κυριότητας των προκτητόρων του εωσότου φθάσει σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας (ΑΠ 643/2017). Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής σ’ αυτήν την τελευταία περίπτωση, πρέπει ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του να αναφέρει τις διακατοχικές πράξεις του δικαιοπαρόχου του στο ακίνητο. Αν η αγωγή στηρίζεται σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει τις υλικές και εμφανείς πράξεις νομής που άσκησε συνεχώς επί 20 τουλάχιστον έτη πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το έχει σαν δικό του, δυνάμενος να συνυπολογίσει, στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Τα ίδια ισχύουν και επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου μεταξύ ιδιώτη (ως ενάγοντα) και Ελληνικού Δημοσίου (ως εναγομένου). Στη σχετική δίκη ο ιδιώτης έχει υποχρέωση για το ορισμένο της αγωγής του να επικαλεστεί ότι απέκτησε το επίδικο ακίνητο με κάποιο νόμιμο τρόπο. Σε περίπτωση που ο τίτλος κτήσης του είναι παράγωγος, εάν το Δημόσιο αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του, τότε ο ιδιώτης θα πρέπει, συμπληρώνοντας με τις προτάσεις του την αγωγή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να επικαλεστεί τον τρόπο κτήσης κυριότητας των δικαιοπαρόχων του μέχρι να αναχθεί σε πρωτότυπο τρόπο, που κατά κανόνα θα είναι η έκτακτη χρησικτησία. Όμως, ο ιδιώτης δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και ότι το επίδικο ακίνητο είναι δεκτικό χρησικτησίας (επειδή π.χ. δεν είναι δημόσιο, μετά τη συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας κατά το βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου, μέχρι τις 11-9-1915) ή ότι εξαιρείται από αυτή, ως δημόσιο κτήμα (άρθρα 21 του ν.δ. 22.4/16.5.1926 και 4 του ν.δ. 1539/1936), καθόσον ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο δεν είναι δεκτικό η εξαιρείται της χρησικτησίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής, αλλά περιεχόμενο ισχυρισμού η απόδειξη του οποίου βαρύνει το Δημόσιο (ΑΠ 1279/2022, ΑΠ 1214/2020, ΑΠ 1125/2018, ΑΠ 643/2017).
Εν προκειμένω, με την ένδικη από 13-07-2018 αγωγή του και όπως αυτή παραδεκτά συμπληρώθηκε με την προσθήκη των προτάσεών του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εξέθετε ο αναιρεσίβλητος ότι είναι αποκλειστικά κύριος, νομέας και κάτοχος ενός αγροτεμαχίου εμβαδού 5.261,82 τ.μ., που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης, στη θέση “…” του αγροκτήματος Κομοτηνής του Δήμου Κομοτηνής, το οποίο απέκτησε από τη Σ. Σ. του Μ., δυνάμει του με αριθμό … συμβολαίου του συμβολαιογράφου Κομοτηνής Φ. Α., που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι στην ανωτέρω δικαιοπάροχό του, το αγροτεμάχιο περιήλθε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή από κληρονομιά του πατρός της Μ. Σ., που απεβίωσε στις 15-07-1952, την κληρονομία του οποίου αποδέχθηκε με την … δήλωση αποδοχής κληρονομίας του τότε συμβολαιογράφου Κομοτηνής Φ. Α., η οποία μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι στον Μ. Σ. το αγροτεμάχιο είχε περιέλθει μετά από αγορά από τους Σ. συζ. Μ. Ο. Ο. και Κ. συζ. Μ. Ο. Ρ. δυνάμει των … και … συμβολαίων του τότε συμβολαιογράφου Κομοτηνής Γ. Π., που μεταγράφηκαν νόμιμα και από την Κ. χήρα Μ. Ο. Ρ. δυνάμει του … συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Κομοτηνής Π. Κ., που επίσης μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι στην Κ. συζ. Μ. Ο. Ρ., το γένος Χ., το ως άνω ακίνητο (ως αγρός εκτάσεως 12 στρεμμάτων) περιήλθε με αγορά από τον Χ. Ο. Χ.., δυνάμει του … συμβολαίου αγοραπωλησίας του τότε συμβολαιογράφου Κομοτηνής Γ. Π., που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι ο δικαιοπάροχος αυτής Χ. Ο. Χ.. απέκτησε το συγκεκριμένο ακίνητο με το … συμβόλαιο αγοραπωλησίας του τότε συμβολαιογράφου Κομοτηνής Π. Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα, με αγορά από τον Χ. Σ. Ο. Χ. Χ., ο οποίος είχε αποκτήσει το ακίνητο από κληρονομιά του αποβιώσαντος προ είκοσι ετών (1913) πατρός του Χ. Ο. Χ. Σ.. Ότι τόσο ο ίδιος από την αγορά του ανωτέρω ακινήτου, όσο και οι άμεσοι και απώτεροι δικαιοπάροχοί του νέμονταν το ακίνητο αυτό με διάνοια κυρίων με τις αναφερόμενες εμφανείς υλικές πράξεις νομής (καλλιέργεια κλπ), καταστάς έτσι κύριος ο ίδιος, όπως και οι δικαιοπάροχοί του, και με έκτακτη χρησικτησία. Εξέθετε, επίσης, ο αναιρεσίβλητος με την αγωγή του ότι είναι αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος και ενός αγροτεμαχίου εμβαδού 16.882,65 τ.μ., που βρίσκεται εκτός σχεδίου πόλης, στη θέση “…” του ίδιου πιο πάνω αγροκτήματος Κομοτηνής, το οποίο απέκτησε εν μέρει με αγορά από τους 1) … και 4) Γ. θυγατέρα Μ. Σ. Ο. Χ. και της Φ., συζ. Σ. Σ., κατά ποσοστό 4/6 εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του με αριθμό … συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Κομοτηνής Δ. Γ. Π., που μεταγράφηκε νόμιμα και εν μέρει κατά το υπόλοιπο ποσοστό 2/6 εξ αδιαιρέτου, με άτυπη αγορά από τους ως άνω, που έγινε κατά το έτος 1987, νεμόμενος έκτοτε το αγροτεμάχιο και κατά το εν λόγω ποσοστό, δηλαδή ολόκληρο το ακίνητο, με τις αναφερόμενες εμφανείς υλικές πράξεις νομής, καταστάς έτσι κύριος αυτού και με έκτακτη χρησικτησία, όπως είχαν καταστεί κύριοι και οι κατωτέρω δικαιοπάροχοί του με πρωτότυπο τρόπο με τις αναφερόμενες πράξεις νομής. Ότι στους ανωτέρω δικαιοπαρόχους του, το αγροτεμάχιο είχε περιέλθει κατά ποσοστό 4/6 εξ αδιαιρέτου από κληρονομιά του Μ. Σ. Ο. Χ. του Σ. και Φ. (συζ. της Φ. θυγατέρα Ε. Χ. και της Χ. και πατρός των Μ. Σ. Μ. του Χ. και της Φ., Ν. θυγατέρα Μ. Σ. Ο. Χ. και της Φ., συζ. Α. Μ.-Ν. και Γ. θυγατέρα Μ. Σ. Ο. Χ. και της Φ., συζ. Σ. Σ.), που απεβίωσε στις 20-06-1985, την κληρονομία του οποίου αποδέχθηκαν με την … δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Κομοτηνής Δ. θυγ. Γ. Π., που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι στο δικαιοπάροχο των ανωτέρω, Μ. Σ. Ο. Χ., το ως άνω ακίνητο είχε περιέλθει κατά ποσοστό 4/6 εξ αδιαιρέτου από δωρεά εν ζωή από τους Σ. Τ. του Α. και Ο. Τ. του Α., δυνάμει του … δωρητηρίου συμβολαίου του τότε συμβολαιογράφου Κομοτηνής Ι. Β., που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι στους Σ. Τ. του Α. και Ο. Τ. του Α. το εν λόγω ακίνητο είχε περιέλθει από κληρονομιά του αποβιώσαντος το έτος 1965 πατρός τους, Μ. Σ. Ο. Α., δυνάμει της … δήλωσης αποδοχής κληρονομίας του τότε συμβολαιογράφου Κομοτηνής Ι. Β., που μεταγράφηκε νόμιμα και ότι ο δικαιοπάροχός τους, Μ. Σ. Ο. Α., είχε αποκτήσει το εν λόγω ακίνητο από κληρονομιά του αποβιώσαντος προ πενήντα ετών (ήτοι 1919) πατρός του, Μ. Σ. Χ.. Με βάση το περιεχόμενο αυτό της αγωγής του, ο αναιρεσείων ζήτησε να αναγνωριστεί η κυριότητά του επί των ανωτέρω δύο επίδικων αγροτικών ακινήτων. Επομένως, ενόψει της άρνησης του εναγομένου και ήδη αναιρεσείοντος, με τις από 16-11-2018 προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και όπως αυτές παραδεκτά επισκοπούνται, της κυριότητας των δικαιοπαρόχων του ενάγοντος και ήδη αναιρεσιβλήτου, ο τελευταίος περιέλαβε στην αγωγή του, όπως αυτή συμπληρώθηκε κατά τα ανωτέρω, όλα τα αναγκαία στοιχεία για τη ορισμένο της αγωγής του, με την οποία ζήτησε την αναγνώριση της κυριότητάς του στα δύο επίδικα ακίνητα. Κατά συνέπεια, το Εφετείο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ορισμένη την αγωγή του αναιρεσιβλήτου και απέρριψε το σχετικό λόγο έφεσης του αναιρεσείοντος, δεν υπέπεσε στην αναιρετική πλημμέλεια από τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ (και όχι από τον αριθμό 1 του ίδιου άρθρου, όπως εσφαλμένα θεωρεί το αναιρεσείον), όσα δε αντίθετα υποστηρίζει το αναιρεσείον με τον πρώτο λόγο αναίρεσης είναι αβάσιμα. Κατά το άρθρο 3 του Οθωμανικού Νόμου “περί Γαιών της 7ης Ραμαζάν 1274 (1856)”, του οποίου οι διατάξεις ρυθμίζουν τα επ’ αυτών των γαιών δικαιώματα ιδιωτικής χρήσεως, διατηρήθηκαν δε σε ισχύ στις Νέες Χώρες μετά την απελευθέρωσή τους, κατ’ άρθρο 2 παρ.4 του Ν.147/1914, η κυριότητα των αγρών, που είναι δημόσιες γαίες, ανήκει στο Δημόσιο, η παραχώρηση δε τούτων στους ιδιώτες γίνεται με χορήγηση τίτλου (ταπίου), με το οποίο παρέχεται σ’ αυτούς δικαίωμα όχι κυριότητας, αλλά διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ), κατά δε το άρθρο 78 του ίδιου Νόμου περί Γαιών, εάν κάποιος εξουσιάζει και καλλιεργήσει επί 10 έτη άνευ αμφισβητήσεως δημόσιες γαίες και αφιερωμένες γαίες, αποκτά δικαίωμα μόνιμης εγκαταστάσεως (τεσσαρούφ) και είτε κατέχει είτε στερείται εγγράφου τίτλου, οι εν λόγω γαίες δεν θεωρούνται σχολάζουσες, αλλά πρέπει να του δοθεί δωρεάν εκ νέου (ταπίο). Αυτός ο τελευταίος τίτλος είναι αποδεικτικός και όχι συστατικός του δικαιώματος. Από τη διάταξη αυτή, αλλά και από το σύνολο των διατάξεων του εν λόγω Νόμου και ιδίως εκείνων των άρθρων 9, 24, 30, 68 και 71, καθίσταται φανερό ότι η ως άνω διάταξη του άρθρου 78 έχει εφαρμογή μόνο επί καλλιεργησίμων γαιών και όχι επί μη καλλιεργησίμων γαιών. Περαιτέρω από της ισχύος της διατάξεως του άρθρου 2 του Δ/τος 2468/1917 της Προσωρινής Κυβέρνησης Θεσσαλονίκης, που κυρώθηκε με το Ν.1072/1917, δηλαδή από τις 20.5.2017, το δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως (τεσσαρούφ) μεταβλήθηκε σε δικαίωμα πλήρους και οριστικής κυριότητας των 4/5 εξ αδιαιρέτου, του υπολοίπου 1/5 εξ αδιαιρέτου παραμείναντος στο Δημόσιο, ενώ ο ν.2052/1920 επαναλαμβάνει στα άρθρα 49 επ τις διατάξεις του διατάγματος 2468/1917. Στη συνέχεια, με τα άρθρα 101-104 του διατάγματος της 11/12.11.1929, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του ν.4226/1929 και τροποποιήθηκε με τα άρθρα 17, 18 και 19 του νόμου 1540/1938, παραχωρήθηκε στους ιδιοκτήτες των 4/5 και το υπόλοιπο 1/5 εξ αδιαιρέτου και έτσι αυτοί που είχαν αποκτήσει δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσης, έγιναν καθ’ ολοκληρίαν κύριοι του ακινήτου αυτοδικαίως και χωρίς εγγραφή στα βιβλία μεταγραφών. Με τη συνδρομή των άνω προϋποθέσεων το παραπάνω ακίνητο είναι περαιτέρω δεκτικό χρησικτησίας, αφού οι διατάξεις του άρθρου 21 του ν.δ. της 29.4/6.5.1926 με το οποίο απαγορεύθηκε εφεξής κάθε παραγραφή των επί κτημάτων του Δημοσίου δικαιωμάτων του, άρα και η επ’ αυτών χρησικτησία τρίτων, απαγόρευση, η οποία ισχύει από 11.9.1915 βάσει των ισχυσάντων έκτοτε δυνάμει του Ν.ΔΞΘ/1912 δικαιοστασίων, δεν έχουν εφαρμογή επ’ αυτού, αφού κατά νόμο έπαψε να έχει τον χαρακτήρα δημοσίου κτήματος και κατέστη ιδιωτικό. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τα άρθρα 1248 και 1614 του Οθωμανικού ΑΚ, δεν αναγνωρίζεται ο θεσμός της χρησικτησίας ως τρόπος κτήσεως κυριότητας, τόσο ως προς τα ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας (μούλκια), στα οποία υπάγονται τα οικόπεδα, τα σπίτια και γενικά τα οικοδομήματα, εργαστήρια και αμπελώνες, που βρίσκονται μέσα σε χωριά, κωμοπόλεις και πόλεις, όσο και ως προς τις δημόσιες γαίες (δηλαδή αγρούς, λιβάδια, χειμερινές και θερινές βοσκές, δάση). Τούτο έχει ως συνέπεια να μη συνυπολογίζεται ο χρόνος που διέδραμε υπό το κράτος της οθωμανικής νομοθεσίας για την κτήση της κυριότητας με χρησικτησία από το 1914 και εφεξής που ίσχυσε η ελληνική νομοθεσία στις Νέες Χώρες (άρθρα 1 και 2 του Ν.147/1914) ή από τις 10-11-1923 που ίσχυσε η ίδια νομοθεσία στη Θράκη (ν.δ. 20-10/10-11-1923). Τα ακίνητα στις Νέες Χώρες, όπως και στη Θράκη, εφόσον δεν ανήκουν ή δεν περιήλθαν σε φυσικά πρόσωπα (μούλκια – τεσσαρούφ), ανήκουν οπωσδήποτε στο Ελληνικό Δημόσιο. Στο τελευταίο περιήλθε η κυριότητά τους, κατά διαδοχή του Τουρκικού Δημοσίου, σύμφωνα με το άρθρο 60 παρ.1 της Συνθήκης της Λωζάνης, που κυρώθηκε με το από 25.8.1923 ΝΔ (ΑΠ 1983/2022, 1954/2022). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο λόγος αναίρεσης για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου ιδρύεται αν αυτός δεν εφαρμοστεί, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της εφαρμογής του ή αν εφαρμοστεί ενώ δεν έπρεπε, καθώς και αν εφαρμοστεί εσφαλμένα, αντίστοιχα δε, όταν στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού δεν εκτίθενται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά ή όταν τα εκτιθέμενα δεν καλύπτουν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται με βάση το πραγματικό κανόνα δικαίου για την επέλευση της έννομης συνέπειας που απαγγέλθηκε ή την άρνησή της. Στην περίπτωση που το δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσία την υπόθεση, η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται ενόψει των πραγματικών περιστατικών που ανελέγκτως δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν το δικαστήριο της ουσίας και της υπαγωγής αυτών στο νόμο και ιδρύεται ο λόγος αυτός αναίρεσης αν οι πραγματικές παραδοχές της απόφασης καθιστούν φανερή την παραβίαση (Ολ ΑΠ 1/2022, Ολ ΑΠ 12/2016).
Στην προκείμενη περίπτωση, το Εφετείο, μετά από ανέλεγκτη εκτίμηση των αποδείξεων, δέχθηκε με την προσβαλλόμενη απόφασή του και κατά το μέρος της που ενδιαφέρει την έρευνα του αναιρετικού λόγου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: ?Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι είναι κύριος δύο αγροτεμαχίων τα οποία βρίσκονται εντός της κτηματικής περιφέρειας του Δήμου Κομοτηνής, στις ειδικότερες θέσεις “…” και “…”. Το πρώτο επίδικο αγροτεμάχιο, βρίσκεται στη Θεση “…”, εκτάσεως 5.261,82 τ.μ., όπως εμφαίνεται με τα στοιχεία 53, 54, 55, 56, 57, 58, 59, 60, 61, 62, 63, 64, 65, 53 στο από μηνός Απριλίου 2018 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Μ. Σ., οριοθετούμενο βορειοδυτικά με ακίνητα με ΚΑΕΚ … ιδιοκτησίας της έκτης εναγομένης και με ΚΑΕΚ …, ιδιοκτησίας της πρώτης, δεύτερης, τρίτου και τέταρτης εκ των εναγομένων, βορειοανατολικά, ομοίως με την τελευταία αυτή ιδιοκτησία, καθώς και με ιδιοκτησία του Μ. Ι., με ΚΑΕΚ …, ανατολικά με ιδιοκτησία των Ρ. Φ., Ρ. Ν., Ρ. Τ., Χ. Φ., με ΚΑΕΚ …, νότια με ιδιοκτησία της πέμπτης εναγομένης με ΚΑΕΚ … και με ιδιοκτησία της έκτης εναγομένης με ΚΑΕΚ …. Στον ενάγοντα περιήλθε κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή από την κυρία αυτού, Σ. θυγατέρα Μ. Σ., δυνάμει του με αριθμό … συμβολαίου πώλησης του τότε συμβολαιογράφου Κομοτηνής Φ. Α. Π., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα, στον τόμο …, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κομοτηνής. Στην ανωτέρω περιήλθε κατά πλήρη κυριότητα εκ κληρονομίας του πατρός της Μ. Σ. Ν. που απεβίωσε την 15-7-1952, την κληρονομία του οποίου αποδέχθηκε με την υπ’ αριθμ. … δήλωση αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Κομοτηνής Φ. Α. Π., που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο …, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κομοτηνής. Στον Μ. Σ. περιήλθε εξ αγοράς από την Κ. σύζυγο Μ. Ο. Ρ. το γένος Χ. εν μέρει (2 και 1/4 στρέμματα) δυνάμει του υπ’ αριθμ. … συμβολαίου πώλησης του τότε συμβολαιογράφου Κομοτηνής Γ. Π. που μεταγράφηκε νόμιμο στον τόμο … των βιβλίων μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Κομοτηνής και εν μέρει (1/4 στρέμματος) δυνάμει του υπ’ αριθμ. … συμβολαίου πώλησης του τότε συμβολαιογράφου Κομοτηνής Π. Κ., που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο … των βιβλίων μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Κομοτηνής. Στην Κ. σύζυγο Μ. Ο. Ρ. το γένος Χ. ο ανωτέρω αγρός εκτάσεως δώδεκα στρεμμάτων περιήλθε εξ αγοράς από τον Χ. Ο. Χ.. δυνάμει του υπ’ αριθμ. … συμβολαίου πώλησης του συμβολαιογράφου Γ. Π., που μεταγράφηκε νόμιμα την 4-2-1933 στον τόμο ΙΕ’ με α.α. 443 του υποθηκοφυλακείου Κομοτηνής. Στον Χ. Ο. Χ.. περιήλθε εξ αγοράς από τον Χ. Σ. Ο. Χ. Χ. δυνάμει του υπ’ αριθμ. … συμβολαίου πώλησης του τότε συμβολαιογράφου Κομοτηνής Π. Κ. που μεταγράφηκε την 21-1-1933 στον τόμο … των βιβλίων μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Κομοτηνής. Στον Χ. Σ. Ο. Χ. Χ. περιήλθε εκ κληρονομίας του αποβιώσαντος προ είκοσι ετών από τη σύνταξη του υπ’ αριθμ. … συμβολαίου, πατέρα του Χ. Ο. Σ. (βλ. 1η σελίδα αυτού), ο οποίος καλλιεργούσε αυτό για τουλάχιστον δέκα έτη και εν συνεχεία ο υιός του Χ. Σ. Ο. Χ. Χ. χωρίς δικαστική αμφισβήτηση, με αποτέλεσμα να αποκτήσει δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως αυτού, το οποίο από την 20-5-2017 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του διατάγματος 2468/1917 της προσωρινής κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης, που κυρώθηκε με το Ν. 1072/1917, το οποίο εισήχθη στην περιοχή του Δήμου Κομοτηνής με το άρθρο μόνο το Ν.Δ. 26/10-11-1923 “Περί επεκτάσεως στη Θράκη όλων ανεξαιρέτως των ελληνικών αστικών νόμων”) μεταβλήθηκε σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας 4/5 του αγρού και εν συνεχεία δυνάμει των άρθρων 101-104 του διατάγματος της 11/12-11-1929, που εκδόθηκε κατά εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του ν. 4226/1929, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο
ΙΙ νομική σκέψη, να καταστεί καθ’ ολοκληρίαν κύριος αυτού χωρίς εγγραφή στα βιβλία μεταγραφών. Εξάλλου, το εκκαλούν μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής δεν προέβαλε οιοδήποτε δικαίωμα ούτε δε και προσκόμισε οποιοδήποτε αποδεικτικό της κυριότητάς του στοιχείο. Συγκεκριμένα, αν το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο θεωρούσε ότι το επίδικο είναι δημόσιο κτήμα, θα το είχε καταχωρήσει ως τέτοιο στο Ειδικό Βιβλίο κατ’ άρθρο 25 του Ν. 1539/1938, θα είχε συντάξει σε βάρος του ενάγοντος πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής η αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης και θα είχε υποβάλει δήλωση ιδιοκτησίας κατά την κτηματογράφηση, πλην όμως σε ουδεμία τοιαύτη ενέργεια προέβη. Επομένως, ο ενάγων κατέστη κύριος του ανωτέρω ακινήτου καθορίζοντας τόσο με την προσθήκη των προτάσεών του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και παραδεκτά με τις προτάσεις του ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τον τρόπο κτήσης της κυριότητας των απωτέρων δικαιοπαρόχων του, μέχρι πρωτότυπου τρόπου κτήσης της κυριότητας, ενώ η αγωγή είναι ορισμένη, στηριζόμενη τόσο σε παράγωγο, όσο και σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης της κυριήτητας, καθόσον περιέχει σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο
ΙΙΙ νομική σκέψη, όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή περισσοτέρων στοιχείων και επομένως, ο σχετικός λόγος εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος… Επίσης, επίδικο είναι και αγροτεμάχιο εκτάσεως 16.882,65 τ.μ., το οποίο βρίσκεται εκτός σχεδίου Γ.Π.Σ. Κομοτηνής, στη θέση “…” και εμφαίνεται με τα στοιχεία 55, 56, 57, 58, 59, 60, 14, 61, 62, 63, 64, 65, 66, 33, 32, 67, 68, 69, 70, 71, 72, 73, 18, 15, 74, 13, 75, 76, 77, 55 στο από μηνός Απριλίου 2018 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου μηχανικού Μ. Σ., οριοθετούμενο βορειοδυτικά με αγροτική χωμάτινη οδό με ΚΑΕΚ … ιδιοκτησίας του 10ου εκ των εναγομένων, βορειοανατολικά με ιδιοκτησία των Μ. Α. Α., Μ. Φ., Μ. Μ., Α. Σ., Α. Ι., Χ. Ι., Χ. Ε. και Χ. Ι., με ΚΑΕΚ …, ανατολικά με ιδιοκτησία αγνώστου με ΚΑΕΚ …, νοτιοανατολικά με ιδιοκτησία αγνώστου με ΚΑΕΚ …, νότια με τη δευτερεύουσα παράλληλη οδό της Εγνατίας Οδού και με ιδιοκτησία Τ. Ι. και νοτιοδυτικά με ιδιοκτησία Γ., με ιδιοκτησία Σ. και με ιδιοκτησία Κ. Ε.. Στον ενάγοντα περιήλθε εν μέρει κατά ποσοστό 4/6 εξ αδιαιρέτου κυριότητας αιτία αγοράς, από τους Φ. θυγατέρα Ε. Χ. και της Χ., χήρα Μ. Σ. Ο. Χ., Μ. Σ. Μ. του Χ. και της Φ., Ν. θυγατέρα Μ. Σ. Ο. Χ. και της Φ., σύζυγο Α. Μ. – Ν. και Γ. θυγατέρα Μ. Σ. Ο. X. και της Φ., σύζυγο Σ. Σ., δυνάμει του με αριθμό … συμβολαίου της συμβολαιογράφου Κομοτηνής Δ. Γ. Π., το οποίο μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο …, στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Κομοτηνής και εν μέρει κατά ποσοστό 2/6 εξ αδιαιρέτου, με άτυπη αγορά, το έτος 1987, από τους ίδιους, ως άνω, τελευταίους αυτούς δικαιοπαρόχους του, οι οποίοι ήταν αληθινοί κύριοι αυτού, ως προαναφέρθηκε. Στους ανωτέρω δικαιοπαρόχους του περιήλθε εκ κληρονομίας του αποβιώσαντος την 20-6-1985 Μ. Σ. Ο. Χ. του Σ. και Φ., την οποία αποδέχθηκαν με την υπ’ αριθμ. … δήλωση αποδοχής κληρονομίας της ίδιας συμβολαιογράφου που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο 714 με α.α. 37 των βιβλίων μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου. Στον Μ. Σ. Ο. Χ. του Σ. και Φ. περιήλθε κατά ποσοστό 4/6 εξ αδιαιρέτου από τους Σ. Τ. του Α. και Ο. Τ. του Α. δυνάμει του υπ’ αριθμ. 10.128/23-5-1969 συμβολαίου δωρεάς του τότε συμβολαιογράφου Κομοτηνής Ι. Β., που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο 219 με α.α. 86 των βιβλίων μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Κομοτηνής. Στους Σ. Τ. του Α. και Ο. Τ. του Α. περιήλθε εκ κληρονομίας του αποβιώσαντος την 30-4-1965 πατέρα τους Μ. Σ. Ο. Χ. του Σ. και Φ., την οποία αποδέχθηκαν με την υπ’ αριθμ. … δήλωση αποδοχής κληρονομίας του τότε συμβολαιογράφου Κομοτηνής Ι. Β., που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο 219 με α.α. 85 των βιβλίων μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Κομοτηνής. Στο δικαιοπάροχό τους Μ. Σ. Ο. Χ. του Σ. και Φ. περιήλθε εκ κληρονομίας του αποβιώσαντος προς πενήντα ετών από τη σύνταξη της αποδοχής κληρονομίας (ήτοι 1919) πατέρα του Μ. Σ. Χ., γεγονός που επιβεβαιώνεται από την αναγραφή στην περίληψη της μεταγραφής του υπ’ αριθμ. … συμβολαίου ως τίτλος κτήσης την κληρονομική διαδοχή. Ο ανωτέρω καλλιεργούσε αυτό μέχρι το θάνατό του το έτος 1919 και για τουλάχιστον δέκα έτη χωρίς δικαστική αμφισβήτηση και εν συνεχεία ο υιός του Μ. Σ. Ο. Χ. του Σ. και Φ., με αποτέλεσμα αυτός να αποκτήσει δικαίωμα διηνεκούς εξουσιάσεως αυτού, το οποίο από την 20-5-1917 (ημερομηνία έναρξης ισχύος του διατάγματος 2468/1917 της προσωρινής κυβέρνησης της Θεσσαλονίκης, που κυρώθηκε με το Ν. 1072/1917, το οποίο εισήχθη στην περιοχή της Κομοτηνής με το άρθρο μόνο του Ν.Δ. 26/10-11-1923 “Περί επεκτάσεως στη Θράκη όλων ανεξαιρέτως των ελληνικών αστικών νόμων”) μεταβλήθηκε σε δικαίωμα πλήρους κυριότητας 4/5 του αγρού και εν συνεχεία δυνάμει των άρθρων 101-104 του διατάγματος της 11/12-11-1929, που εκδόθηκε κατά εξουσιοδότηση του άρθρου 2 του ν. 4226/1929, με αποτέλεσμα σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο
ΙΙ νομική σκέψη, να καταστεί καθ’ ολοκληρίαν κύριος αυτού χωρίς εγγραφή στα βιβλία μεταγραφών. Ακολούθως, οι δικαιοπάροχοι ασκώντας όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση του ακινήτου πράξεις, ήτοι καλλιεργώντας ή εκμισθώνοντας σε τρίτους για καλλιέργεια το επίδικο κατέστησαν κύριοι αυτοί προσμετρώντας στο χρόνο νομής τους το χρόνο νομής των δικαιοπαρόχων του. Από δε το έτος 1987, ο ενάγων υπεισήλθε στη νομή τούτου κατά το ανωτέρω ποσοστό, ασκών μέχρι και τη συζήτηση της αγωγής επ’ αυτού με διάνοια αποκλειστικού κυρίου και χωρίς καμία αμφισβήτηση από κανένα όλες τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του υλικές πράξεις νομής και συγκεκριμένα εποπτεύει αυτοπρόσωπα τα όριά του σε όλη του την έκταση, επισκέπτεται τακτικά αυτό, συντηρεί τα υφιστάμενα φυσικά και τεχνητά όρια αυτού έναντι των ομόρων ακινήτων και της οδού, καλλιεργούσε αυτό, συμπεριλαμβάνει αυτό στις φορολογικές του υποχρεώσεις και το τοπογραφεί. Μάλιστα, περί τούτου σαφής είναι η κατάθεση του Κ. Κ., ο οποίος αναφέρει ότι ο ενάγων από το έτος 1987 καλλιεργεί το επίδικο. Εντός δε του εν λόγω ακινήτου έχει κτίσει και μικρό οικίσκο αντλιοστασίου, εμβαδού 6,36 τ.μ., καθώς και γεώτρηση για αγροτική χρήση (άρδευση), με βάθος διάτρησης εννέα (9) μέτρων για τη λειτουργία της οποίας έχει εκδοθεί η με αριθμό … άδεια της Διεύθυνσης Υδάτων Ανατ. Μακεδονίας και Θράκης της Γενικής Διεύθυνσης Χωρ/κής και Περιφερειακής Πολιτικής της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας – Θράκης. Εξάλλου, το εκκαλούν μέχρι την άσκηση της ένδικης αγωγής δεν προέβαλε οιοδήποτε δικαίωμα ούτε δε και προσκόμισε οποιοδήποτε αποδεικτικό της κυριότητάς του στοιχείο. Συγκεκριμένα, αν το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο θεωρούσε ότι το επίδικο είναι δημόσιο κτήμα, θα το είχε καταχωρήσει ως τέτοιο στο Ειδικό Βιβλίο κατ’ άρθρο 25 του Ν. 1539/1938, θα είχε συντάξει σε βάρος του ενάγοντος πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής ή αποζημίωσης αυθαίρετης χρήσης και θα είχε υποβάλει δήλωση ιδιοκτησίας κατά την κτηματογράφηση, πλην όμως, σε ουδεμία τοιαύτη ενέργεια προέβη. Επομένως, ο ενάγων κατέστη κύριος του ανωτέρω ακινήτου καθορίζοντας τόσο με την προσθήκη των προτάσεών του ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου όσο και παραδεκτά με τις προτάσεις ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου τον τρόπο κτήσης της κυριότητας των απώτερων δικαιοπαρόχων του, μέχρι πρωτότυπου τρόπου κτήσης της κυριότητας, ενώ η αγωγή είναι ορισμένη, στηριζόμενη τόσο σε παράγωγο όσο και σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης της κυριότητας, καθόσον περιέχει σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχεία
ΙΙΙ νομική σκέψη, όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωση του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος, χωρίς να απαιτείται η συνδρομή περισσοτέρων στοιχείων και επομένως ο σχετικός λόγος εφέσεως τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος. Με βάση τις παραδοχές αυτές απέρριψε την έφεση του αναιρεσείοντος Ελληνικού Δημοσίου και επικύρωσε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που είχε εκφέρει όμοια κρίση. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε το Εφετείο δεν παραβίασε με εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 1248 και 1614 του Οθωμανικού Αστικού Κώδικα, 21 του ν.δ. από 22-04-1926/16-05-1926, 51 και 55 του ΕισΝΑΚ, καθώς και τις διατάξεις του ισχύσαντος στη Θράκη από το έτος 1923 με το ν.δ. 20-10/10-11-1923 βυζαντινορωμαϊκού δικαίου ν.8 παρ. Ι Κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 7 (Βασ. 50.14), καθώς και τις διατάξεις του ίδιου δικαίου ν. 2 παρ. 2 Πανδ. (41.4), ν. 6 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), οι οποίες, ενόψει των ανωτέρω παραδοχών της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν ήταν εφαρμοστέες στην προκείμενη περίπτωση. Κατά συνέπεια, όσα αντίθετα υποστηρίζει το αναιρεσείον με το δεύτερο λόγο αναίρεσης και υπό την επίκληση της παράβασης του άρθρου 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα. Μετά ταύτα και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, η ένδικη αίτηση αναίρεσης πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστεί το αναιρεσείον, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, κατά το νόμιμο αίτημά του (άρθρ. 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), τα οποία ωστόσο θα καταλογισθούν μειωμένα (άρθρ. 22 Ν. 3693/1957, σε συνδυασμό με την 134423/1992 κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Απορρίπτει την από 16-09-2021 αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου για αναίρεση της … απόφασης του Μονομελούς Εφετείου Θράκης.
Καταδικάζει το αναιρεσείον στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσιβλήτου, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ. ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Μαΐου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
και ταύτης αποχωρησάσης από την Υπηρεσία, η αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης, και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου
Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ