Αριθμός 783/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Ζ’ ΠΟΙΝΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Αλεξάνδρα Αποστολάκη, Προεδρεύουσα Αρεοπαγίτη (η οποία ορίστηκε με την υπ’αριθμ. 97/2024 πράξη της Προέδρου του Αρείου Πάγου), Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο – Εισηγητή, Γεώργιο Παπαγεωργίου, Φώτιο Μουζάκη και Αικατερίνη Χονδρορίζου, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του στις 15 Μαΐου 2024, με την παρουσία του Αντεισαγγελέως του Αρείου Πάγου Βασίλειου Φλωρίδη (γιατί κωλύεται ο Εισαγγελέας) και της Γραμματέως Ε. Κ., για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου H. T. ή T. του A., κατοίκου …, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Αλέξανδρο Στρίμπερη, για αναίρεση της υπ’αριθμ. 834/2023 αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιά.
Το Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιά με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και o αναιρεσείων – κατηγορούμενος ζητεί την αναίρεση αυτής, για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29 Ιανουαρίου 2024 αίτησή του αναιρέσεως, η οποία ασκήθηκε με δήλωση, που επιδόθηκε στην Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 30.01.2024, έλαβε αριθμό πρωτοκόλλου 856/2024 και η οποία καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με τον αριθμό 181/2024.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα, που πρότεινε να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη απόφαση και δη ως προς την, περί μετατροπής της επιβληθείσας ποινής, διάταξή της και να παραπεμφθεί η υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως. Να απορριφθούν οι λοιποί αναιρετικοί λόγοι και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 29-1-2024 αίτηση αναίρεσης του H. T. ή T. του A., κατά της υπ’ αριθμ. 834/5-12-2023 απόφασης του δικάσαντος ως δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, η οποία καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο κατ’ άρθρο 473 παρ. 3 ΚΠΔ, ειδικό βιβλίο που τηρείται από τη γραμματεία του προαναφερθέντος ποινικού δικαστηρίου στις 15-1-2024, με την οποίαν ο αναιρεσείων καταδικάσθηκε για την πράξη της μη καταβολής χρεών προς το “Ελληνικό Δημόσιο” και αφού αναγνωρίσθηκε σ’ αυτόν η ελαφρυντική περίσταση του άρθρου 84 παρ. 2, στοιχ. α’ ΠΚ, του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών και έξι (6) μηνών, η οποία ακολούθως μετετράπη σε χρηματική ποινή και καθορίσθηκε το ποσόν των πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης, ασκήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως με σχετική προς τούτο δήλωση του ιδίου του αναιρεσείοντος, που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 30-1-2024 (αριθμός πρωτοκόλλου: 856/30-1-2024), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 462, 464, 466 παρ. 1, 473 παρ. 2, 3, 474 παρ. 2Α, 504 παρ. 1 και 505 παρ. 1, περ. α’ ΚΠΔ. Η κρινομένη αίτηση είναι επί πλέον παραδεκτή, αφού περιέχει σαφείς και ορισμένους αναιρετικούς λόγους, συνιστάμενους στην έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας ως προς την ενοχή του αναιρεσείοντος για την προαναφερθείσα αξιόποινη πράξη, στην εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων και στην υπέρβαση εξουσίας (άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’, Ε’ και Θ’ ΚΠΔ αντιστοίχως) και συνεπώς, θα πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την βασιμότητα των παραπάνω λόγων της. Με το άρθρο πρώτο του Ν. 4619/2019 (ΦΕΚ Α’ 95/11-6-2019) κυρώθηκε ο νέος Ποινικός Κώδικας, ο οποίος άρχισε να ισχύει από 1 Ιουλίου 2019 (άρθρο δεύτερο του ανωτέρω νόμου και άρθρο 460 νΠΚ). Στο άρθρο 2 παρ. 1 του νέου ΠΚ ορίζεται ότι “Άν από την τέλεση της πράξης ως την αμετάκλητη εκδίκασή της ίσχυσαν περισσότερες διατάξεις νόμων, εφαρμόζεται αυτή που στη συγκεκριμένη περίπτωση οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι τροποποιείται η καθιερωθείσα και περιγραφόμενη στο ίδιο άρθρο του προηγούμενου Ποινικού Κώδικα αρχή της αναδρομικότητας του επιεικέστερου νόμου, που ίσχυσε από την τέλεση της πράξης μέχρι του χρόνου της αμετάκλητης εκδίκασης της υπόθεσης, ώστε να είναι σαφές ότι εφαρμόζεται πάντα η επιεικέστερη διάταξη και όχι ο νόμος ως ενιαίο “όλον” και ότι προδήλως ευμενέστερος για τον κατηγορούμενο είναι ο μεταγενέστερος της τέλεσης της πράξης νόμος. Επιεικέστερος είναι ο νόμος που στη συγκεκριμένη κάθε φορά περίπτωση και όχι αφηρημένα, οδηγεί στην ευμενέστερη μεταχείριση του κατηγορουμένου και αυτό που ενδιαφέρει δεν είναι εάν ο νόμος στο σύνολό του είναι επιεικέστερος για τον κατηγορούμενο, αλλά εάν περιέχει διατάξεις που είναι επιεικέστερες γι’ αυτόν, ενώ δεν αποκλείεται σε συγκεκριμένη περίπτωση να εφαρμοσθεί εν μέρει ο προηγούμενος και εν μέρει ο νεότερος νόμος, με επιλογή των ευμενέστερων διατάξεων καθενός από αυτούς και έτσι να εφαρμόζεται, αφ’ ενός μεν, ένας νόμος ως προς τα στοιχεία που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, αφ’ ετέρου δε, άλλος νόμος ως προς την απειλούμενη ποινή. Για το χαρακτηρισμό νόμου ως επιεικέστερου με βάση το ύψος της απειλούμενης ποινής, γίνεται σύγκριση των περισσοτέρων αυτών διατάξεων και άν από τη σύγκριση αυτή προκύψει ότι ο κατηγορούμενος, όπως κατηγορείται, επιβαρύνεται το ίδιο από όλους τους νόμους, τότε εφαρμοστέος είναι ο νόμος που ίσχυσε κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης, διαφορετικά εφαρμόζεται ο νεότερος επιεικέστερος. Ειδικότερα, επιεικέστερος είναι ο νόμος, που προβλέπει το χαμηλότερο ανώτατο όριο του είδους της ποινής και αν το ανώτατο όριο είναι το ίδιο, επιεικέστερος είναι αυτός που προβλέπει το μικρότερο κατώτατο όριο. Για το χαρακτηρισμό ενός νόμου ως επιεικέστερου ή μη λαμβάνεται κατ’ αρχήν υπόψη το ύψος της απειλούμενης στερητικής της ελευθερίας ποινής, που θεωρείται βαρύτερη της χρηματικής, ενώ επί ίσων στερητικών της ελευθερίας ποινών, λαμβάνεται υπόψη και η χρηματική ποινή (ΑΠ 519/2024, ΑΠ 1345/2023, ΑΠ 1079/2023, ΑΠ 1359/2022). Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 25 παρ. 1 του Ν. 1882/1990, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τα άρθρα 18 παρ. 2 και 28 παρ. 2 – 4 του Ν. 2948/2001, 34 του Ν. 3016/2002, 34 παρ. 1 του Ν. 3220/2004, 3 παρ. 1 του Ν. 3943/2011, 20 του Ν. 4321/2015 και 8 του Ν. 4337/2015, “1. Όποιος δεν καταβάλλει τα βεβαιωμένα στη Φορολογική Διοίκηση χρέη προς το Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου τομέα για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών τιμωρείται με ποινή φυλάκισης: α) Ενός (1) τουλάχιστον έτους, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ. β) Τριών (3) τουλάχιστον ετών, εφόσον το συνολικό χρέος, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω περίπτωση α’, υπερβαίνει το ποσό των διακοσίων χιλιάδων (200.000) ευρώ. Η ποινική δίωξη ασκείται ύστερα από αίτηση του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ. ή των Ελεγκτικών Κέντρων ή του Τελωνείου προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών της έδρας τους, που συνοδεύεται υποχρεωτικά από πίνακα χρεών, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων και λοιπών επιβαρύνσεων…”. Κατά τη σαφή διατύπωση του ανωτέρω άρθρου 25 του Ν. 1882/1990, για κάθε πίνακα χρεών, ο οποίος υποβάλλεται στον εισαγγελέα με την αίτηση του προϊσταμένου της ΔΟΥ, ασκείται ξεχωριστή ποινική δίωξη, που περιλαμβάνει ως μία πράξη, τη μη καταβολή του αναφερόμενου στον πίνακα συνολικού χρέους, το οποίο είναι δυνατόν να προέρχεται από οποιαδήποτε αιτία, χωρίς διάκριση πλέον και επιρροή, ανάλογα με το ύψος και την προέλευση του κάθε επιμέρους χρέους του πίνακα. Δεν πρόκειται δηλαδή, λόγω της μη καταβολής καθενός χρέους του πίνακα, για κατ’ εξακολούθηση έγκλημα, ήτοι για περισσότερες πράξεις τελεσθείσες με ενότητα δόλου, αλλά ο νόμος κυριαρχικά θεωρεί πλέον, ότι τα μη καταβληθέντα και περιεχόμενα σε κάθε πίνακα χρέη συνιστούν ένα και μόνο έγκλημα, της μη καταβολής του αθροίσματος των χρεών του πίνακα και μάλιστα με χρόνο τέλεσης τη συμπλήρωση τετραμήνου από το χρόνο ταμειακής βεβαίωσης αυτών. Με τη ρύθμιση αυτή, η καθυστέρηση καταβολής χρεών προς το Δημόσιο αποκτά τη μορφή ενός εν δυνάμει ιδιότυπου αθροιστικού εγκλήματος, αφού θεμελιώνεται πλέον ποινική ευθύνη στην περίπτωση κατά την οποία το μη καταβληθέν ποσό ξεπερνά το ελάχιστο όριο, ήδη το χρηματικό ποσό των εκατό χιλιάδων ευρώ (100.000,00 €) ή μετά από επανειλημμένη μη καταβολή χρεών συνολικού ποσού ανωτέρου των διακοσίων χιλιάδων ευρώ (200.000,00 €), χωρίς, όμως, τη συνδρομή του στοιχείου της καθ’ έξη ή κατ’ επάγγελμα τέλεσης στη νομοτυπική μορφή, που χαρακτηρίζει τα αθροιστικά εγκλήματα, γι’ αυτό και γίνεται λόγος για ιδιότυπο αθροιστικό έγκλημα (ΑΠ 1012/2021, ΑΠ 181/2021, ΑΠ 818/2020). Από όσα προαναφέρθηκαν παρέπεται, 1) ότι, αφού πρόκειται για έγκλημα που τελείται εφάπαξ και όχι εξακολουθητικά, κατά λογική και νομική αναγκαιότητα, ως χρόνος τέλεσης αυτού νοείται η συμπλήρωση τετραμήνου από τον χρόνο ταμειακής βεβαίωσης (από και με την οποία η σχετική αστική αξίωση γίνεται ληξιπρόθεσμη) του μερικότερου χρέους με τη χρονικά εγγύτερη ταμειακή βεβαίωση προς τη σύνταξη του συνοδεύοντος την αίτηση για άσκηση της ποινικής δίωξης οικείου πίνακα χρεών, ενώ ο χρόνος αυτός καλύπτει και τους αντίστοιχους χρόνους των υπόλοιπων, εχόντων προγενέστερες ταμειακές βεβαιώσεις, χρεών, τα οποία, κατά την έννοια του νόμου, συσσωματώνονται σε ένα και μόνο αθροιστικό χρέος και 2) ότι τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του σχετικού εγκλήματος είναι: α) Η μη καταβολή των βεβαιωμένων στις αρμόδιες ΔΟΥ ή στα τελωνεία χρεών προς το Δημόσιο και τα λοιπά αναφερόμενα πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα από οποιαδήποτε αιτία, β) η παρέλευση τετραμήνου από τον χρόνο που έπρεπε το χρέος να καταβληθεί και γ) το συνολικό άθροισμα των μερικότερων χρεών, με κάθε είδους τόκους και προσαυξήσεις, κατά τον χρόνο σύνταξης του οικείου πίνακα χρεών, να υπερβαίνει το οριζόμενο από τον νόμο χρηματικό ποσό με τις διακρίσεις και κλιμακώσεις που προαναφέρθηκαν, ενώ για την πλήρωση της υποκειμενικής υπόστασης του εν λόγω εγκλήματος απαιτείται δόλος (πρόθεση) με την έννοια του άρθρου 27 παρ. 1 ΠΚ, ο οποίος πρέπει να καλύπτει όλα τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης του εγκλήματος, αφού δεν καθορίζεται στην οικεία διάταξη άλλη μορφή υπαιτιότητας (άμεσος ή υπερχειλής δόλος). Έτσι, κρίσιμα στοιχεία θεμελίωσης του σχετικού εγκλήματος, που πρέπει να προσδιορίζονται στην καταδικαστική απόφαση, για να υπάρχει η απαιτούμενη ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, είναι: α) Η αρμόδια αρχή που βεβαίωσε το χρέος, β) το ύψος του χρέους, γ) ο τρόπος πληρωμής του, δ) ο ακριβής χρόνος καταβολής του χρέους και ε) η μη πληρωμή του ενοποιημένου χρέους κατά τη λήξη του τετραμήνου από τον χρόνο που αυτό έπρεπε να καταβληθεί, οπότε προσδιορίζεται έμμεσα και ο χρόνος τέλεσης της πράξης. Η εγκυρότητα ή μη της διοικητικής πράξεως, στην οποία στηρίχθηκε η βεβαίωση των επιδίκων χρεών, εφόσον δεν έχει χωρήσει ακύρωση αυτής με την προβλεπόμενη διοικητική διαδικασία, δεν έχει έννομη επιρροή στα παραδεκτό της ασκηθείσας σε βάρος του αναιρεσείοντα ποινική δίωξη και στο αξιόποινο του ενδίκου εγκλήματος. Το κύρος ή μη της ταμειακής βεβαίωσης, με την οποία βεβαιώθηκαν τα χρέη, δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του ποινικού αδικήματος. Αν δεν προκύπτει η καθ’ οιονδήποτε τρόπο εξάλειψη του υπό κρίση χρέους του αιτούντος, το χρέος θεωρείται υποστατό και ενεργό, η δε μη καταβολή του συνεπάγεται τις κυρώσεις του νόμου. Ως χρόνος βεβαίωσης του χρέους νοείται ο χρόνος της υπό ευρεία έννοια βεβαίωσης, με την οποία προσδιορίζεται η σχετική χρηματική οφειλή (ως προς το είδος, το ποσό και τον υποκείμενό της) και εγγράφεται από τον προϊστάμενο της ΔΟΥ ή από άλλο αρμόδιο όργανο στους τηρούμενους καταλόγους (φορολογικούς κλπ). Αυτή συνιστά την ατομική διοικητική πράξη και τον εκτελεστό νόμιμο τίτλο σε βάρος του οφειλέτη. Ως χρόνος καταβολής του χρέους νοείται όμως, ο χρόνος της υπό στενή έννοια (ταμειακής) βεβαίωσής του, με την οποία αυτό καταγράφεται στο βιβλίο εισπρακτέων εσόδων και εμφανίζεται ως δημόσιο έσοδο, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ΚΕΔΕ, καθιστώντας (κατά κανόνα) ταμειακά ληξιπρόθεσμη τη σχετική απαίτηση και εφικτή την κίνηση της εκτελεστικής διαδικασίας με την αποστολή ατομικής ειδοποίησης στον αναγραφόμενο οφειλέτη για την αναγκαστική είσπραξη της εκτελούμενης χρηματικής αξίωσης από αυτόν και από όσους τυχόν συνευθύνονται με αυτόν για το βεβαιωμένο χρέος. Η αμφισβήτηση επομένως, του χρέους από τον υπόχρεο, όπως π.χ. ο ισχυρισμός του ότι αυτό εσφαλμένα έχει βεβαιωθεί, δεν ασκεί επιρροή, δεδομένου ότι ο υπόχρεος -οφειλέτης του Δημοσίου, στην περίπτωση αυτή οφείλει να ασκήσει τα νόμιμα μέσα, δηλαδή την προβλεπόμενη από το άρθρο 73 του Κώδικα Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων (ΝΔ 356/1974) ανακοπή, για να εξαλειφθεί το χρέος και, αν αυτό δεν συμβεί, το χρέος θεωρείται υποστατό και ενεργό, ενώ η μη καταβολή του συνεπάγεται τις κυρώσεις του νόμου. Ακόμη, η τυχόν άσκηση προσφυγής και η συνεπεία αυτής αναστολή της καταβολής των χρεών δεν ασκεί καμία έννομη επιρροή στο αξιόποινο του ως άνω εγκλήματος, ούτε βεβαίως οδηγεί στην αθώωση του κατηγορουμένου, αφού από καμία διάταξη νόμου δεν προβλέπεται τέτοιος τρόπος άρσεως του αδίκου ή εξαλείψεως του αξιοποίνου του εν λόγω εγκλήματος. Θα ήταν δε, εντελώς άτοπο σε κάθε περίπτωση ασκήσεως προσφυγής εναντίον καταλογιστικής του χρέους πράξεως να οδηγούταν το δικαστήριο σε αθώωση του προσφεύγοντος κατηγορουμένου, αφού έτσι θα ετίθετο εκποδών ο σκοπός για τον οποίο θεσπίστηκε η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 (ΟλΑΠ 1/23, ΑΠ 87/23, ΑΠ 2/2022, ΑΠ 743/2020, ΑΠ 120/2021). Εξάλλου η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν αναφέρονται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για την συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις που τα θεμελιώνουν και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο, ενώ σε σχέση με τα αποδεικτικά μέσα, που λήφθηκαν υπόψη από το δικαστήριο, προκειμένου να μορφώσει την καταδικαστική του κρίση, όπως επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ. 1 και 178 ΚΠΔ, για την πληρότητα της αιτιολογίας αρκεί ο κατ’ είδος προσδιορισμός τους (μάρτυρες, έγγραφα κλπ) χωρίς να απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι ακριβώς προέκυψε από το καθένα χωριστά, πρέπει όμως, να προκύπτει με βεβαιότητα ότι το δικαστήριο τα έλαβε υπόψη και τα συνεκτίμησε όλα και όχι μόνο ορισμένα από αυτά κατ’ επιλογή. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε αρχικά με τον Ν. 2329/1953 και εκ νέου με το ΝΔ 53/1974, που αποτελεί εγχώριο δίκαιο και κατά το άρθρο 28 του Συντάγματος, έχει αυξημένη ισχύ έναντι των κοινών νόμων, προκύπτει ότι η πολιτεία, μέσω των οργάνων της, οφείλει να απαντά σε όλα τα επιχειρήματα του κατηγορουμένου και να εξετάζονται αυτά κατά τρόπο πραγματικό από το Δικαστήριο, δηλαδή το Δικαστήριο οφείλει να προβαίνει σε αποτελεσματική εξέταση των παρατηρήσεων, επιχειρημάτων και αποδείξεων που επικαλούνται οι διάδικοι (ΑΠ 861/2022, ΑΠ 1363/2020), ενώ παραβίαση της ως άνω αρχής, πέραν της αναίρεσης για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, επάγεται απόλυτη ακυρότητα της διαδικασίας και ιδρύεται και ο από τα άρθρα 510 παρ. 1 στοιχ. Α’ και 171 παρ. 1 περ. δ’ ΚΠΔ λόγος αναίρεσης (ΑΠ 861/2022, ΑΠ 501/2020). Δεν είναι όμως απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και συγκριτική στάθμιση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους και δεν απαιτείται να προσδιορίζεται ποιο βάρυνε περισσότερο για τον σχηματισμό της δικανικής κρίσης, ούτε χρειάζεται να διευκρινίζεται από ποιό ή από ποιά αποδεικτικά μέσα προέκυψε η κάθε παραδοχή. Όταν δε, εξαίρονται ορισμένα από τα αποδεικτικά μέσα, δεν σημαίνει ότι δεν λήφθηκαν υπόψη τα άλλα, αφού δεν εξαιρέθηκαν ρητά, ούτε ανακύπτει ανάγκη αιτιολόγησης, γιατί δεν εξαίρονται τα λοιπά. Η συνδρομή του δόλου, κατ’ αρχάς, δεν απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία, διότι αυτός ενυπάρχει στην θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και αποδεικνύεται σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση από την πραγμάτωση των περιστατικών αυτών και η σχετική με αυτόν αιτιολογία εμπεριέχεται στην κύρια επί της ενοχής αιτιολογία, μόνον δε, όταν αξιώνονται πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και συγκεκριμένα, είτε η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος), είτε η επιδίωξη ορισμένου περαιτέρω σκοπού (έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης), ο δόλος απαιτεί ιδιαίτερη αιτιολογία. Όμως, δεν αποτελούν λόγους αναίρεσης η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ειδικότερα, η εσφαλμένη εκτίμηση και αξιολόγηση των μαρτυρικών καταθέσεων και των εγγράφων, η παράλειψη αναφοράς και αξιολόγησης κάθε αποδεικτικού στοιχείου χωριστά και η παράλειψη συσχέτισης των αποδεικτικών μέσων μεταξύ τους, καθόσον στις περιπτώσεις αυτές, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας ή της εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και της έλλειψης νόμιμης βάσης, πλήττεται ανεπιτρέπτως, η αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα, κρίση του δικαστηρίου της ουσίας (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 457/2022, ΑΠ 151/2021). Εξάλλου, κατά το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, λόγο αναίρεσης της απόφασης αποτελεί και η εσφαλμένη ερμηνεία ή εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης. Εσφαλμένη ερμηνεία ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει όταν το δικαστήριο αποδίδει σ’ αυτήν έννοια διαφορετική από εκείνη που πραγματικά έχει, ενώ εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστικής ποινικής διάταξης συντρέχει όταν το δικαστήριο δεν υπήγαγε σωστά τα πραγματικά περιστατικά, που δέχθηκε ότι προέκυψαν από την αποδεικτική διαδικασία, στη διάταξη που εφάρμοσε. Περίπτωση εσφαλμένης εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης υπάρχει και όταν η διάταξη αυτή παραβιάζεται εκ πλαγίου, πράγμα που συμβαίνει όταν στο πόρισμα της απόφασης που περιλαμβάνεται στο συνδυασμό του διατακτικού με το σκεπτικό της και που ανάγεται στα στοιχεία και στην ταυτότητα του οικείου εγκλήματος, έχουν εμφιλοχωρήσει ασάφειες, αντιφάσεις ή λογικά κενά, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής του νόμου, οπότε η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση (ΟλΑΠ 3/2008, ΑΠ 1204/2023, ΑΠ 930/2022).
Στην κρινομένη υπόθεση από το σκεπτικό της ως άνω προσβαλλόμενης υπ’ αριθμ. 834/2023 απόφασης, προκύπτει ότι το προαναφερθέν Τριμελές Εφετείο Πλημμελημάτων Πειραιώς, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, τα εξής: “Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα κατηγορίας στο ακροατήριο, που περιέχεται στα ενσωματωμένα στην παρούσα απόφαση πρακτικά της δημόσιας συνεδριάσεως του παρόντος Δικαστηρίου, την ανάγνωση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων τα οποία αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο και καταχωρήθηκαν στα ίδια πρακτικά, σε συνδυασμό με την απολογία του κατηγορουμένου και γενικά από όλη τη συζήτηση της υποθέσεως και από την αξιολογική εκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων, σύμφωνα με την προβλεπόμενη από το άρθρο 177 παρ. 1 ΚΠΔ αρχή της ηθικής αποδείξεως, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος στον Πειραιά στις 29-6-2016 ως οφειλέτης του Δημοσίου υπό την κατωτέρω ιδιότητά του και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) μηνών, το συνολικό δε ποσό της ληξιπρόθεσμης οφειλής του από τις μερικότερες αθροιστικώς συμποσούμενες πράξεις του που συνιστούν ιδιότυπο αθροιστικό αδίκημα συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους προσαυξήσεων υπερβαίνει το ποσό των 200.000 €, στο οποίο απέβλεπε συνολικά. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί σε βάρους του υπό την ιδιότητα του νομίμου εκπροσώπου και συνδιαχειριστή (με τον L. Τ. ή Τ. ή Τ. του A.), της εταιρίας με την επωνυμία “GREEN HARVEST ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ” τα χρέη που αναφέρονται στους συνημμένους πίνακες χρεών του Ε’ Τελωνείου Πειραιά (αρ. ειδ. Βιβλίου 16/2016 και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 5-7-2018 μηνυτήρια αναφορά – αίτηση ποινικής δίωξης του Προϊσταμένου της πιο πάνω Τελωνειακής Αρχής, με πρόθεση και μετά την πάροδο τεσσάρων μηνών από την οριστική βεβαίωση του συνόλου των χρεών, δεν κατέβαλε το συνολικό ποσό των 2.385.673,09 €, μέσα στη νόμιμη προθεσμία και στο οποίο απέβλεπε συνολικά με τις μερικότερες πράξεις του που συνιστούν ένα ιδιότυπο αθροιστικό ενιαίο χρέος ως εμφαίνεται στον πίνακα χρεών που στο διατακτικό της παρούσας επισυνάπτεται και επιτρεπτώς συμπληρώνει το παρόν σκεπτικό χωρίς να δημιουργούνται ασάφειες και χωρίς να προσαπαιτείται αναλυτική παράθεσή τους και μνεία του τι προέκυψε για το κάθε χρέος χωριστά. Για την επίδικη εισαγωγή φωτοβολταϊκών πάνελ και κατά της σχετικής απόφασης επιβολής δασμών και φόρων και συγκεκριμένα κατά της υπ’ αριθμ. 1720/25-1-2016 απόφασης συμπληρωματικής χρέωσης δασμών και φόρων του Διευθυντού του Ε’ Τελωνείου Πειραιά, η εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία “GREEN HARVEST ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ” και τον δ.τ. GREEN HARVEST ΕΠΕ (πρώην RECOM ΕΠΕ) που εδρεύει στον Πειραιά άσκησε την από 22-2-2016 με αριθμ. καταχώρησης 37/23-2-2016 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου και επ’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό A 1983/2018 απόφαση του Η’ Τμήματος του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, ενώ κατ’ αυτής η προσφεύγουσα έχει ασκήσει ενώπιον του Συμβουλίου της Επικράτειας την με αριθμ. κατάθ. 71/2020 αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας δεν έχει εισέτι εκδοθεί απόφαση. Η ως άνω προσφεύγουσα εταιρία αμφισβήτησε ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Εφετείου τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης πράξης και επεδίωξε την ακύρωσή της ισχυριζόμενη ότι δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες από την ελληνική και την κοινοτική νομοθεσία προϋποθέσεις συμπληρωματικής χρέωσης δασμών και φόρων, τους ίδιους δε, ισχυρισμούς που διέλαβε στην προσφυγή της η προσφεύγουσα εταιρία προβάλλει και ο παρών κατηγορούμενος ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Ειδικότερα κατά τα αναφερόμενα που διαλαμβάνονται στην προαναφερόμενη απόφαση, μεταξύ άλλων: “…Η ως άνω προσφεύγουσα εταιρία με κύρια δραστηριότητα το εμπόριο φωτοβολταϊκών συστημάτων, εισήγαγε στην Ελλάδα φωτοβολταϊκούς συλλέκτες (πάνελ) από την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Κατά το χρονικό διάστημα Αυγούστου του έτους 2013 έως Δεκεμβρίου του έτους 2014 περίοδο κατά την οποία είχαν επιβληθεί δασμοί “αντιντάμπινγκ” και αντισταθμιστικοί δασμοί σύμφωνα με τους 1238/2013 και 1239/2013 Εκτελεστικούς Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις εισαγωγές φωτοβολταϊκών συστοιχιών κρυσταλλικού πυριτίου και βασικών συστατικών στοιχείων τους καταγωγής ή προέλευσης Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, η ως άνω εταιρία εξακολουθούσε να εισάγει τα προαναφερόμενα προϊόντα από εταιρείες της χώρας αυτής για τις οποίες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε κάνει δεκτές αναλήψεις υποχρεώσεων για εξαγωγή συγκεκριμένων ποσοτήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Παράλληλα, κατά την περίοδο Μαΐου του έτους 2014 ως Ιανουάριο του έτους 2015 η ως άνω εταιρία εισήγαγε φωτοβολταϊκούς συλλέκτες (πάνελ) από την Ταϊβάν, προϊόντα στα οποία δεν είχαν επιβληθεί δασμοί εισαγωγής. Κατόπιν σχετικής έρευνας των εκπροσώπων της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Απάτης στην Ευρωπαϊκή Ένωση (OLAF) κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι τη χρονική περίοδο Ιουνίου του έτους 2013 ως Απριλίου του έτους 2013 φωτοβολταϊκές συστοιχίες, προερχόμενες από την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας διακινούνταν μέσω της Ελεύθερης Ζώνης Εμπορίου στην Ταϊβάν με προορισμό χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, κατόπιν μεταφόρτωσής τους άμεσα σε διαφορετικά εμπορευματοκιβώτια αυτών με τα οποία είχαν εισέλθει στην προαναφερόμενη Ελεύθερη Ζώνη Εμπορίου χωρίς να εισαχθούν ή να τύχουν επεξεργασίας στην Ταϊβάν και εισάγονταν ακολούθως, στην Ευρωπαϊκή Ένωση με δηλωθείσα χώρα καταγωγής την Ταϊβάν, καθώς και ενόψει στοιχείων σχετικώς με τις διακινήσεις 55 εμπορευματοκιβωτίων με προϊόντα του κωδικού Σ.Ο 8541 4090 και δηλωθείσα χώρα καταγωγής τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, από τα οποία προέκυψε αφενός ότι τα ανωτέρω εμπορευματοκιβώτια αφορούσαν 15 αποστολές φωτοβολταϊκών συστοιχιών από τη χώρα αυτή με προορισμό τον Πειραιά, τα οποία μεταφορτώθηκαν άμεσα στην Ταϊβάν σε άλλα 55 εμπορευματοκιβώτια με τελικό προορισμό τον Πειραιά, αφετέρου ότι για τα ανωτέρω εμπορευματοκιβώτια είχαν κατατεθεί 114 διασαφήσεις εισαγωγής (7 στο Τελωνείο Ελευσίνας και 107 στο Ε’ Τελωνείο Πειραιά) με παραλήπτη την εταιρία με την επωνυμία RECOM ΑΝΑΝΕΩΣΙΜΕΣ ΠΗΓΕΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΕΠΕ, διενεργήθηκε έλεγχος στην συγκεκριμένη εταιρία από την ΕΛ.Υ.Τ Αττικής για την διαπίστωσης της ορθής εφαρμογής των τελωνειακών διατάξεων. Κατά τη διενέργεια του ελέγχου, βάσει και των παραληφθέντων στοιχείων από την έδρα της εταιρίας, διασταυρώθηκαν, επαληθεύθηκαν και ταυτοποιήθηκαν τα εμπορευματοκιβώτια που αναφέρονταν στα στοιχεία της προαναφερόμενης ευρωπαϊκής υπηρεσίας και διαπιστώθηκε ότι η ελεγχόμενη εταιρία εισήγαγε τα ως άνω εμπορεύματα δηλώνοντας ως χώρα καταγωγής τους την Ταϊβάν, αντί της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, χρησιμοποιώντας τεχνάσματα προκειμένου να παραπλανήσει τις Ελληνικές Τελωνειακές Αρχές και να μην καταβάλει τους αναλογούντες σε αυτά αντισταθμιστικούς δασμούς και δασμούς “αντιντάμπινγκ”. Ειδικότερα η ανωτέρω εταιρία είχε συνάψει διμερή συμβόλαια τόσο με εταιρίες από την Λαϊκή Δημοκρατίας της Κίνας, σύμφωνα με τα οποία τα προαναφερόμενα εμπορεύματα θα παράγονταν βάσει συγκεκριμένων προδιαγραφών που όριζε η προσφεύγουσα, με το λογότυπό της και θα παραδίδονταν στον Πειραιά, μέσω Ταϊβάν ή Μαλαισίας, ενώ το τίμημα θα καταβάλλονταν σε συγκεκριμένους λογαριασμούς που ορίζονταν στα συμβόλαια αυτά, όσο και με εταιρείες από την Ταϊβάν, στα οποία γινόταν αόριστη αναφορά περί ορισμού λογαριασμού για την καταβολή του τιμήματος που οριζόταν ως τόπος παράδοσης ο Πειραιάς, αλλά και τριμερή συμβόλαια, που συνέδεαν τη συγκεκριμένη εταιρία με τις ως άνω εταιρείες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και της Ταϊβάν, στα οποία οριζόταν η μεταξύ τους σχέση και οι λογαριασμοί των κινέζων προμηθευτών, προκειμένου να καταβληθεί το τίμημα για την αξία των εμπορευμάτων. Περαιτέρω, διαπιστώθηκε ότι όλα τα διμερή συμβόλαια με τις κινεζικές εταιρίες και τις εταιρίες της Ταϊβάν είχαν την ίδια ημερομηνία και ανέφεραν τις ίδιες ποσότητες και αξίες εμπορευμάτων και ότι στα ως άνω διμερή και τριμερή συμβόλαια αναφέρονται οι ίδιοι αριθμοί τραπεζικών λογαριασμών των προμηθευτών από την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας, ενώ σε όλα τα τριμερή συμβόλαια αναφερόταν ότι και ο αγοραστής (η ήδη προσφεύγουσα εταιρία) και ο πωλητής (η εταιρία της Ταϊβάν) είχαν αγοράσει την ίδια ποσότητα φωτοβολταϊκών συλλεκτών (πάνελ) και επομένως, προέκυπτε ότι και οι εταιρίες της Ταϊβάν είχαν αγοράσει τα ως άνω εμπορεύματα, καθώς και ότι οι εταιρίες της Ταϊβάν όφειλαν χρήματα στις κινεζικές εταιρίες, λόγω παλαιότερων προμηθειών πρώτων υλών και για το λόγο αυτό, το τίμημα της αξίας των εμπορευμάτων θα καταβαλλόταν στους τραπεζικούς λογαριασμούς των κινεζικών εταιριών. Μεταξύ των στοιχείων που παρέλαβαν από την ως άνω επιχείρηση τα ελεγκτικά όργανα, υπήρχαν επίσης προτιμολόγια των κινεζικών εταιριών, βάσει των οποίων η ελεγχόμενη εταιρία κατέβαλε την αξία των αναφερομένων στα αντίστοιχα μεταξύ τους συμβόλαια – αλλά και στα τριμερή συμβόλαια – εμπορευμάτων, σχεδιαγράμματα και τεχνικές προδιαγραφές φωτοβολταϊκών συλλεκτών που θα κατασκεύαζε συγκεκριμένη κινεζική εταιρία με την επωνυμία της ελληνικής εταιρίας, βάσει διμερούς σύμβασης που είχαν συνάψει, καθώς και τιμολόγιο ορισμένης εταιρίας στην Ταϊβάν, στο οποίο αναγραφόταν ως χώρα καταγωγής των εμπορευμάτων η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας. Με τον προεκτεθέντα τρόπο, κατά τα αναφερόμενα στις ανωτέρω εκθέσεις ελέγχου, οι εταιρίες της Ταϊβάν, εξέδιδαν τα συνοδευτικά έγγραφα των εμπορευμάτων (τιμολόγια, φορτωτικές, πιστοποιητικά καταγωγής κ.α) ώστε να θεωρείται η τελευταία ως χώρα καταγωγής τους και ακολούθως, βάσει των εγγράφων αυτών, η προσφεύγουσα τα εισήγαγε στην Ελλάδα χωρίς να καταβάλλει αντισταθμιστικούς δασμούς και δασμούς αντιντάμπινγκ, ενώ είχε την δυνατότητα να καταβάλλει τα χρήματα της αξίας των εμπορευμάτων στους τραπεζικούς λογαριασμούς των εταιριών της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας…Με την προσβαλλόμενη 1720/25-1-2016 απόφαση συμπληρωματικής χρέωσης δασμών και φόρων του Διευθυντή του Ε’ Τελωνείου Πειραιά, κατόπιν ακρόασης της προσφεύγουσας εταιρίας, αποφασίσθηκε η συμπληρωματική χρέωση σε βάρος της δασμών για τα εμπορεύματα εκείνα που τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία και άμεση αποστολή σε άλλο κράτος της Ευρωπαϊκής ‘Ενωσης, συνολικού ποσού 2.234.483,96 € καθώς και δασμών και του αναλογούντος ΦΠΑ για τα εμπορεύματα εκείνα που τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία και ανάλωση στην Ελλάδα, ποσού 67.178,44 € (2.301.662,40 € συνολικά), για τον τελωνισμό των ως άνω 107 διασαφήσεων εισαγωγής του ανωτέρω Τελωνείου εμπορευμάτων…”. Ωστόσο, τα προσκομιζόμενα με την εκάστοτε διασάφηση εισαγωγής πιστοποιητικά προέλευσης των εμπορευμάτων, ως εκδοθέντα από εταιρίες της Ταϊβάν, ήταν προφανώς αυθεντικά και η γνησιότητα αυτών δεν αμφισβητήθηκε από τις αρμόδιες αρχές αλλά ενόψει του ως άνω τεχνάσματος οι τελευταίες πλανήθηκαν όσον αφορά την καταγωγή των συγκεκριμένων εμπορευμάτων από ανακριβείς διασαφήσεις του εξαγωγέα. Εξάλλου ο ισχυρισμός περί συνάψεων συμβάσεων εγγύησης και όχι προμήθειας προϊόντων με τις εταιρίες της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, με σκοπό την εξασφάλιση της προσήκουσας εκτέλεσης των συμφωνηθέντων από τις εταιρίες της Ταϊβάν, δεν αποδείχθηκε, αντιθέτως κατά τα αναφερόμενα στην από 13-11-2015 έκθεση ελέγχου – πορισματική αναφορά ο τύπος των ως άνω συμβολαίων δεν παρέπεμπε σε συμβάσεις εγγύησης καθώς αναφέρονταν όροι και προϋποθέσεις παραγωγής, προμήθειας, πληρωμής και αποστολής των παραχθέντων εμπορευμάτων. Η προέλευση δε των ανωτέρω εμπορευμάτων ήταν η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και ουδέποτε εισήχθησαν στην Ταϊβάν, λόγω σχετικής απαγόρευσης, ούτε έτυχαν σχετικής επεξεργασίας αλλά επανεξήχθησαν άμεσα μετά από μεταφόρτωσή τους σε διαφορετικά εμπορευματοκιβώτια, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, τα δε παραληφθέντα από την έδρα της ως άνω εταιρίας εμπορεύματα διαπιστώθηκε ότι είχαν εισαχθεί από την Ταϊβάν μολονότι προέρχονταν από την Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας με την κατάθεση στη συνέχεια 107 διασαφήσεων εισαγωγής στο Ε’ Τελωνείο Πειραιά. Τέλος ο ισχυρισμός ότι οι ως άνω δασμοί, τα οριστικά αντισταθμιστικά μέτρα και πολλαπλά τέλη και οι εν γένει δασμολογικές επιβαρύνσεις έπαυσαν εντέλει να ισχύουν την 3-9-2018, όπως προκύπτει από την ανακοίνωση για τη λήξη της ισχύος ορισμένων μέτρων αντιντάμπινγκ (…) στην ΕφΚυβ. της Ευρωπαϊκής Ένωσης προβάλλεται αλυσιτελώς, αφού τούτο έλαβε χώρα μεταγενέστερα από τον χρόνο τέλεσης της αξιόποινης πράξης που αποδίδεται στον κατηγορούμενο, ενώ ο Κανονισμός (ΕΝ) 2913/1992, στον οποίο στηρίχθηκε η ένδικη έκθεση ελέγχου – πορισματική αναφορά της ΕΛΥΤ Αττικής (έκθεση ελέγχου) ίσχυε κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα καθόσον αυτός καταργήθηκε με το άρθρο 286 του Κανονισμού 952/2013 την 1-6-2016, όπως ρητά περί των ανωτέρω κατέθεσε με πληρότητα και σαφήνεια η εξεταζόμενη μάρτυρας. Συνακόλουθα, αφού αποδείχθηκαν τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αποδιδόμενης στον κατηγορούμενο αξιόποινης πράξης πρέπει αυτός να κηρυχθεί ένοχος”. Στην συνέχεια το παραπάνω δευτεροβάθμιο δικαστήριο κήρυξε τον ως άνω κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα, ένοχο του ότι: “Στον Πειραιά την 29-06-2016, όντας οφειλέτης του Δημοσίου και ενώ τα χρέη του κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά την ισχύ του Ν. 3220/2004, με πρόθεση καθυστέρησε την καταβολή χρεών προς το Δημόσιο για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων μηνών, το δε ποσό της ληξιπρόθεσμης για την καταβολή οφειλής, μαζί με τις κάθε είδους προσαυξήσεις, υπερβαίνει τα 200.000 ευρώ. Συγκεκριμένα, ενώ είχαν βεβαιωθεί διάφορα χρέη προς το Δημόσιο σε βάρος του ως διαχειριστή της εταιρίας “GREEN HARVEST ΕΠΕ”, (πρώην RECOM ΕΠΕ), όπως ακριβώς αναφέρεται στον πίνακα χρεών του Ε’ Τελωνείου Πειραιά (αρ. ειδ. Βιβλίου 16/2016) και συνοδεύει ως αναπόσπαστο μέρος αυτής την από 05-07-2016 αρ. πρωτ. 15489 μηνυτήρια αναφορά του Προϊστάμενου του πιο πάνω Τελωνείου, ηθελημένα δεν κατέβαλε το ποσό των 2.385.673,09 ευρώ, μέσα στη νόμιμη προθεσμία και συγκεκριμένα: ΠΙΝΑΚΑΣ ΧΡΕΩΝ. Του οφειλέτη του Δημοσίου T. H. του A. με ΑΦΜ … ΕΙΔΟΣ ΠΑΡΑΣΤΑΤΙΚΟΥ: ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΧΡΕΩΣΗΣ. ΑΡΙΘΜΟΣ: 1720/25-01-2016. ΗΜ/ΝΙΑ ΛΗΞ/ΣΜΟΥ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ: 28-02-2016. ΔΑΣΜΟΙ & ΦΟΡΟΙ: 2,301.662,41 €. ΤΟΚΟΙ (ΕΩΣ 31-07-2016): 84.010,68 €. ΣΥΝΟΛΟ ΟΦΕΙΛΗΣ (ΕΩΣ 31-07-2016): 2.385.673,09 €”.
Με τον πέμπτο αναιρετικό λόγο ο κατηγορούμενος και ήδη αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι η ως άνω προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ενοχή του για την παραπάνω αξιόποινη πράξη, για την οποία καταδικάσθηκε και προσάπτει σ’ αυτήν (προσβαλλόμενη απόφαση) την απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Δ’ ΚΠΔ, πλημμέλεια, της έλλειψης δηλαδή ειδικής αιτιολογίας, ενώ με τους συνεξεταζόμενους με τον ως άνω πέμπτο αναιρετικό λόγο, πρώτο, δεύτερο και τρίτο των αναιρετικών λόγων – κατά το ορθό νοηματικό τους περιεχόμενο – ο αναιρεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως ερμηνεύθηκε και εφαρμόσθηκε η ουσιαστική ποινική διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 1882/1990 και προσάπτει στην προσβαλλόμενη απόφαση την απορρέουσα από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Ε’ ΚΠΔ, σχετική πλημμέλεια. Με τις προαναφερθείσες όμως παραδοχές που διαλαμβάνονται στο σκεπτικό και στο διατακτικό της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης, που παραδεκτά αλληλοσυμπληρώνονται, η εν λόγω απόφαση περιέχει την επιβαλλόμενη κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 ΚΠΔ, ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος για την παραπάνω αξιόποινη πράξη του, αφού εκτίθενται σ’ αυτή (απόφαση) με σαφήνεια, πληρότητα, χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά και κατά τρόπο επιτρέποντα τον αναιρετικό έλεγχο, τα πραγματικά περιστατικά, τα οποία αποδείχθηκαν από την ακροαματική διαδικασία και συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του ως άνω εγκλήματος, για το οποίο αυτός καταδικάστηκε, οι αποδείξεις, από τις οποίες το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο συνήγαγε τα περιστατικά αυτά, καθώς και οι νομικοί συλλογισμοί, με βάση τους οποίους έκανε την υπαγωγή τους στις σχετικές ουσιαστικές ποινικές διατάξεις που προβλέπουν και τιμωρούν την ως άνω αξιόποινη πράξη, οι αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις των οποίων συντρέχουν στην κρινόμενη υπόθεση και ορθά εφαρμόσθηκαν, χωρίς να παραβιασθούν ούτε ευθέως ούτε εκ πλαγίου, με ελλιπείς ή αντιφατικές αιτιολογίες, οπότε δεν στέρησε την απόφαση από νόμιμη βάση. Στο σημείο αυτό πρέπει να επισημανθεί ότι η αιτίαση του αναιρεσείοντος ότι τα παραπάνω “χρέη του δεν οφείλονται στο Δημόσιο, τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τις επιχειρήσεις και τους οργανισμούς του ευρύτερου δημόσιου φορέα, αλλά αποτελούν ίδιους πόρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης” και ως εκ τούτου – κατά τον ισχυρισμό του – η πράξη του δεν είναι αξιόποινη, στηρίζεται σε εσφαλμένη προϋπόθεση, καθόσον κατά τις σχετικές παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης το προαναφερθέν ανερχόμενο στο ποσό των 2.385.673,09 ευρώ, χρέος του, οφείλεται στο “Ελληνικό Δημόσιο”. Περαιτέρω, στην πληττόμενη απόφαση αναφέρονται όλα τα αποδεικτικά μέσα, τα οποία ελήφθησαν υπόψη και συνεκτιμήθηκαν από το δικαστήριο και συγκεκριμένα, η κατάθεση της μάρτυρος κατηγορίας, τα έγγραφα που αναγνώσθηκαν δημοσίως στο ακροατήριο, στα οποία συμπεριλαμβάνονται και τα πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης και η απολογία του ίδιου του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος, περαιτέρω δε, διαλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη απόφαση ο χρόνος αλλά και οι λοιπές περιστάσεις και συνθήκες υπό τις οποίες τελέσθηκε εκ μέρους του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος η παραπάνω αξιόποινη πράξη, για την οποία αυτός κηρύχθηκε ένοχος και καταδικάστηκε. Στην προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρονται ακόμη οι παραδοχές που οδηγούν στην τέλεση της ως άνω αξιόποινης πράξης εκ μέρους του κατηγορουμένου και ήδη αναιρεσείοντος και συγκεκριμένα, α) η βεβαίωση του χρέους από την αρμόδια ΔΟΥ, β) η μη καταβολή από τον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα υπό την προαναφερθείσα ιδιότητά του, δηλαδή ως νομίμου εκπροσώπου και συνδιαχειριστού της προαναφερθείσας εταιρίας, του βεβαιωθέντος υπέρ του Δημοσίου στις δημόσιες οικονομικές υπηρεσίες (ΔΟΥ) χρέους, γ) η ημερομηνία παρέλευσης τετραμήνου από τη λήξη του χρόνου καταβολής αυτών (29-6-2016), και δ) το καθ’ υπέρβαση του ποσού των 200.000 ευρώ, χρέος του αναιρεσείοντος προς το “Ελληνικό Δημόσιο”, συνολικού ύψους 2.385,673,09 ευρώ, ενώ πρέπει να επισημανθεί ότι η εγκυρότητα ή μη της σχετικής διοικητικής πράξης, στην οποία στηρίχθηκε η βεβαίωση των χρεών στο δημόσιο, εφόσον δεν έχει χωρήσει ακύρωση αυτής με την προβλεπόμενη διοικητική διαδικασία, δεν έχει έννομη επιρροή στο παραδεκτό της ασκηθείσας ποινικής δίωξης, αλλά ούτε στο αξιόποινο του εν λόγω εγκλήματος, καθώς το κύρος ή μη της ταμειακής βεβαίωσης, με την οποία βεβαιώθηκαν τα σχετικά χρέη, δεν αποτελεί στοιχείο της αντικειμενικής υπόστασης του ποινικού αυτού αδικήματος. Επομένως, όλοι οι προαναφερθέντες αναιρετικοί λόγοι, με τους οποίους πλήττεται η προσβαλλόμενη απόφαση για έλλειψη ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας, αλλά και για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή ουσιαστικών ποινικών διατάξεων, είναι αβάσιμοι. Οι υπόλοιπες εξάλλου αιτιάσεις που περιλαμβάνονται στην κρινόμενη αίτηση – μεταξύ των οποίων και η νομιμότητα του χρέους και της σχετικής βεβαίωσής του – και αναφέρονται σε διαφορετική αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων και, με την επίφαση της έλλειψης αιτιολογίας και νόμιμης βάσης, πλήττουν την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του Δικαστηρίου της ουσίας, είναι απαράδεκτες, αφού συνιστούν αμφισβήτηση των εις βάρος του αναιρεσείοντος ουσιαστικών παραδοχών της προσβαλλόμενης καταδικαστικής απόφασης και της ορθότητας του αποδεικτικού πορίσματός της. Περαιτέρω, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 510 παρ. 1 στοιχ. Θ’ ΚΠΔ, υπέρβαση εξουσίας, που ιδρύει τον από την διάταξη αυτής προβλεπόμενο λόγο αναίρεσης υπάρχει, όταν το δικαστήριο άσκησε δικαιοδοσία που δεν του παρέχεται από τον νόμο ή υφίσταται τέτοια δικαιοδοσία, δεν συντρέχουν όμως οι όροι, οι οποίοι του παρέχουν την εξουσία να κρίνει στην συγκεκριμένη περίπτωση ή όταν αρνείται να ασκήσει δικαιοδοσία, η οποία του παρέχεται από τον νόμο στην συγκεκριμένη περίπτωση, αν και συντρέχουν οι απαιτούμενοι γι’ αυτό κατά τον νόμο όροι. Στην πρώτη περίπτωση, που το δικαστήριο αποφασίζει κάτι, για το οποίο δεν έχει δικαιοδοσία, υπάρχει θετική υπέρβαση εξουσίας, ενώ στην δεύτερη περίπτωση, που παραλείπει να αποφασίσει κάτι, το οποίο υποχρεούται στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, υπάρχει αρνητική υπέρβαση εξουσίας (ΟλΑΠ 3/2005, ΑΠ 1517/2022, ΑΠ 95/2022, ΑΠ 1003/2020). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 100 του ισχύσαντος μέχρι 30-6-2019 πΠΚ, που εφαρμόζεται για πράξεις τελεσθείσες πριν από την 1η Ιουλίου 2019 σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 465 νΠΚ (Ν. 4619/2029 ΦΕΚ Α’ 95/11.6.2019)), “Αν κάποιος καταδικαστεί σε ποινή φυλάκισης μεγαλύτερη από τρία έτη και μέχρι πέντε έτη και συντρέχει στο πρόσωπο του η προϋπόθεση του άρθρου 99 ΠΚ, το δικαστήριο διατάσσει την αναστολή της εκτέλεσης της ποινής του υπό όρους και υπό την επιμέλεια και επιτήρηση επιμελητή κοινωνικής αρωγής, για ορισμένο χρονικό διάστημα, που δεν μπορεί να είναι κατώτερο από τρία και ανώτερο από πέντε έτη, εκτός αν κρίνει με βάση ειδικά μνημονευόμενα στην αιτιολογία της απόφασης στοιχεία, ότι η εκτέλεση της ποινής είναι απολύτως αναγκαία για να αποτρέψει τον κατάδικο από την τέλεση νέων αξιόποινων πράξεων”. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο υποχρεούται να ελέγξει τη συνδρομή των προϋποθέσεων αναστολής της εκτέλεσης της ποινής και να αποφασίσει σχετικά και χωρίς την υποβολή σχετικού αιτήματος για το ζήτημα της αναστολής, αλλά και να αιτιολογήσει ειδικά την τυχόν αρνητική κρίση του και ότι αν προχωρήσει στη μετατροπή της ποινής, χωρίς να αποφασίσει προηγουμένως επί της αναστολής αυτής, υπερβαίνει αρνητικά την εξουσία του και υποπίπτει στην ελεγχόμενη αναιρετικά πλημμέλεια της υπέρβασης εξουσίας, από την οποία ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1, στοιχ. Θ’ ΚΠΔ (ΑΠ 335/2022). Στην προκειμένη περίπτωση, από τα πρακτικά της ως άνω προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το προαναφερθέν δευτεροβάθμιο δικαστήριο αποφάσισε την μετατροπή της επιβληθείσας στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ποινής φυλάκισης των τριών (3) ετών και έξι (6)μηνών σε χρηματική, καθορίζοντας παράλληλα το ποσόν σε πέντε (5) ευρώ για κάθε ημέρα φυλάκισης, χωρίς όμως να εξετάσει προηγουμένως, όπως ασφαλώς όφειλε κατά τα προδιαληφθέντα, εάν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναστολής εκτέλεσής της, παρόλο που η ποινή αυτή είναι μικρότερη των πέντε (5) ετών και ως εκ τούτου ενέπιπτε στο πεδίο του άρθρου 100 του προϊσχύσαντος ΠΚ, που εφαρμόζεται κατά το άρθρο 465 ΠΚ. Έτσι όμως το δικαστήριο υπερέβη την εξουσία του, υποπίπτοντας στην πλημμέλεια του άρθρου 510 παρ. 1, στοιχ. Θ’ ΚΠΔ και συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο σχετικός τέταρτος λόγος της αναίρεσης. Μετά από αυτά πρέπει να αναιρεθεί εν μέρει η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 834/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς και συγκεκριμένα, ως προς τη διάταξή της περί μετατροπής της ως άνω ποινής φυλάκισης των τριών (3) ετών και έξι (6)μηνών σε χρηματική και να παραπεμφθεί η υπόθεση ως προς το αναιρούμενο αυτό μέρος της, για νέα συζήτηση στο ίδιο δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από αυτούς που δίκασαν προηγουμένως (άρθρο 522 ΚΠΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 159 του Ν. 4855/2021).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΑΝΑΙΡΕΙ εν μέρει την υπ’ αριθμ. 834/2023 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, που δίκασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο και συγκεκριμένα, ως προς τη διάταξή της περί μετατροπής της ως άνω επιβληθείσας στον κατηγορούμενο και ήδη αναιρεσείοντα ποινής φυλάκισης των τριών (3) ετών και έξι (6) μηνών, σε χρηματική.
ΠΑΡΑΠΕΜΠΕΙ την υπόθεση κατά το ως άνω αναιρούμενο μέρος της για νέα συζήτηση στο ίδιο Δικαστήριο που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ κατά τα λοιπά την από 29-1-2024 αίτηση του H. T. ή T. του A., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 834/2023 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς, που δικασε ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 22 Mαΐου 2024.
Δημοσιεύθηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 29 Μαΐου 2024.
Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ