Αριθμός 458/2024
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Z’ Ποινικό Τμήμα
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Γεώργιο Χριστοδούλου, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρία Βάρκα, Αλεξάνδρα Αποστολάκη – Εισηγήτρια, Ελευθέριο Σισμανίδη και Σπυρίδωνα Κουτσοχρήστο, Αρεοπαγίτες.
Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημα του την 1η Νοεμβρίου 2023, με την παρουσία του Αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Σκάρα, (κωλυομένου του Εισαγγελέως) και της Γραμματέως Ευθυμίας Καλογεροπούλου, για να δικάσει την αίτηση του αναιρεσείοντος – κατηγορουμένου Μ. Π. του Γ., κατοίκου Γλυφάδας Αττικής, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Χρήστο Καλοειδά, για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2159/2022 αποφάσεως του Δ’ Πενταμελούς Εφετείου Αθηνών.
Το Δ’ Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, με την ως άνω απόφασή του διέταξε όσα λεπτομερώς αναφέρονται σ’ αυτή, και ο αναιρεσείων – κατηγορούμενος, ζητάει την αναίρεση της αποφάσεως αυτής για τους λόγους που αναφέρονται στην από 29.03.2023 αίτησή του, η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 29.03.2023 η οποία ασκήθηκε με δήλωση που επιδόθηκε στον Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου στις 29.03.2023 και έλαβε αριθμό πρωτ. 2488/2023, που καταχωρίστηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό 358/2023.
Αφού άκουσε Τον Αντεισαγγελέα ο οποίος πρότεινε να απορριφθεί και να επιβληθούν τα έξοδα στον αναιρεσείοντα και τον πληρεξούσιο δικηγόρο του αναιρεσείοντος, που ζήτησε όσα αναφέρονται στα σχετικά πρακτικά.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 29-03-2023 και υπ’ αριθμ. πρωτ. 2488/29.03.2023 δήλωση – αίτηση του Μ. Π. του Γ., για αναίρεση της υπ’ αριθμ. 2159/2022 τελεσίδικης καταδικαστικής απόφασης του Δ’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, η οποία καταχωρήθηκε καθαρογραμμένη στο ειδικό βιβλίο στις 09-03-2023, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα. Επομένως, εφόσον περιέχει παραδεκτό λόγο αναίρεσης, συνιστάμενο στην έλλειψη ειδικής αιτιολογίας (στοιχ. Δ’ του άρθρου 510 § 1 ΚΠΔ), είναι παραδεκτή και θα πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν.
Κατά τις διατάξεις των άρθρων 17, 18 και 19 του Ν. 2523/1997 “Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις” προκύπτει, ότι τα εγκλήματα φοροδιαφυγής, που προβλέπονται στις ανωτέρω διατάξεις, αναφέρονται περιοριστικά και αφορούν μόνο: α) στην παράλειψη υποβολής ή στην υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος (άρθρο 17 παρ. 1), β) στη μη απόδοση ή ανακριβή απόδοση φόρου προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) και παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών (άρθρο 18 παρ. 1) και γ) στην έκδοση ή αποδοχή πλαστών, νοθευμένων ή εικονικών φορολογικών στοιχείων (άρθρο 19 παρ. 1). Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1 και 2 του ανωτέρω Ν. 2523/1997, όπως τροποποιήθηκε η παρ. 2 αυτού με το άρθρο 21 παρ. 1 περ. η’ Ν.2948/2001 και ίσχυαν κατά το χρόνο τέλεσης της πράξης φοροδιαφυγής που αποδίδεται στον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο (κατά το οικονομικό έτος 2009-διαχειριστική περίοδος 01.01.2008-31.12.2008), αδίκημα φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος διαπράττει όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος παραλείπει να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλει ανακριβή δήλωση, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή εισοδήματος. Ως απόκρυψη καθαρών εισοδημάτων νοείται και η περίπτωση, κατά την οποία καταχωρούνται στα βιβλία εικονικές ολικά ή μερικά δαπάνες ή γίνεται επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζονται καθαρά εισοδήματα ή να εμφανίζονται αυτά μειωμένα. Ο δράστης του αδικήματος αυτού, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο α) το ποσό των 15.000 ευρώ, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους και β) το ποσό των 150.000 ευρώ, τιμωρείται με ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) ετών. Ακολούθως, με το άρθρο 2 παρ. 2 α’, β’ και γ’ του Ν. 3943/2011 αντικαταστάθηκαν οι ως άνω διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1 και 2 του Ν. 2523/1997, ως εξής: “1. Όποιος, προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, αποκρύπτει καθαρά εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση, τελεί αδίκημα φοροδιαφυγής στη φορολογία εισοδήματος. Ως απόκρυψη καθαρών εισοδημάτων νοείται και η περίπτωση κατά την οποία καταχωρούνται στα βιβλία εικονικές ολικά ή μερικά δαπάνες ή γίνεται επίκληση στη φορολογική δήλωση τέτοιων δαπανών, ώστε να μην εμφανίζονται καθαρά εισοδήματα ή να εμφανίζονται αυτά μειωμένα. 2. Ο δράστης του αδικήματος αυτού τιμωρείται: α) με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον ενός (1) έτους, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ και β) με κάθειρξη, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων (150.000) ευρώ. Κατά την επιμέτρηση της ποινής λαμβάνεται υπόψη και η διάρκεια της απόκρυψης”. Εξάλλου, με το Ν. 4174/2013 θεσπίστηκε Κώδικας Φορολογικής Διαδικασίας, ενώ με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015 με τον τίτλο “Εγκλήματα φοροδιαφυγής – Ποινικές Κυρώσεις”, τα άρθρα 66 και 67 του Δωδέκατου Κεφαλαίου του Μέρους Α’ του Ν. 4174/2013 αναριθμήθηκαν σε 72 και 73, το Κεφάλαιο Δωδέκατο αναριθμήθηκε σε Κεφάλαιο Δέκατο Τρίτο, τα άρθρα 68, 69, 70, 71, 72, 73, 74, 75 και 76 αναριθμήθηκαν σε 74, 75, 76, 77, 78, 79, 80, 81 και 82, προστέθηκε δε νέο Κεφάλαιο Δωδέκατο με τον τίτλο “ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΦΟΡΟΔΙΑΦΥΓΗΣ – ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΚΥΡΩΣΕΙΣ”, με το δε άρθρο 71 καταργήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 17, 18, 19, 20 και 21 του Ν. 2523/1997. Με το άρθρο 66 παρ. 1 περ. α, 3 και 4 του Ν. 4173/2013, όπως κατά τα ανωτέρω αναριθμήθηκε με το άρθρο 8 του Ν. 4337/2015, “1. Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση: α) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων (ΕΝΦΙΑ) ή ειδικού φόρου ακινήτων (ΕΦΑ), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη”. Ως ποινική κύρωση, στις περιπτώσεις παράλειψης υποβολής δήλωσης φόρου εισοδήματος ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης, απειλείται με τις παρ. 3 και 4 του ίδιου άρθρου: ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών, αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί, υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις 100.000 ευρώ ανά είδος φόρου, και ποινή κάθειρξης, αν υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Ήδη με το άρθρο 71 παρ. 4 του Ν. 4987/2022 “Κύρωση Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας” (Φ.Ε.Κ. 206/4-11-2022, τεύχος πρώτο), που ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της προσβαλλόμενης απόφασης (16-12-2022), οι ανωτέρω διατάξεις του Ν. 4174/2013 καταργήθηκαν, ως προς το αδίκημα δε της υποβολής ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, στην παράγραφο 1 περ. α του άρθρου 66 του ανωτέρω Ν. 4987/2022 ορίζονται τα εξής: “1. Έγκλημα φοροδιαφυγής διαπράττει όποιος με πρόθεση: α) προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος, ΕΝ.Φ.Ι.Α. ή ειδικού φόρου ακινήτων (Ε.Φ.Α.), αποκρύπτει από τα όργανα της Φορολογικής Διοίκησης φορολογητέα εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή ή περιουσιακά στοιχεία, ιδίως παραλείποντας να υποβάλει δήλωση ή υποβάλλοντας ανακριβή δήλωση ή καταχωρίζοντας στα λογιστικά αρχεία εικονικές (ολικά ή μερικά) δαπάνες ή επικαλούμενος στη φορολογική δήλωση τέτοιες δαπάνες, ώστε να μην εμφανίζεται φορολογητέα ύλη ή να εμφανίζεται αυτή μειωμένη”. Με τις παρ. 3 και 4 του άρθρου 66 του Ν. 4987/2022 η παράλειψη υποβολής δήλωσης φόρου εισοδήματος ή υποβολής ανακριβούς δήλωσης απειλείται με ποινή φυλάκισης τουλάχιστον δύο ετών ή χρηματική ποινή σύμφωνα με το άρθρο 57 του ΑΚ, αν ο φόρος που αναλογεί στα φορολογητέα εισοδήματα ή στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν αποκρυβεί, υπερβαίνει ανά φορολογικό ή διαχειριστικό έτος τις 100.000 ευρώ ανά είδος φόρου, και με ποινή κάθειρξης, αν υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Στις ως άνω διατάξεις, περιγράφεται με σαφήνεια, η αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της φοροδιαφυγής, που τελείται με την μορφή της παράλειψης υποβολής δήλωσης ή με την υποβολή ανακριβούς δήλωσης εισοδήματος. Ειδικότερα, περιγράφεται η υποκειμενική υπόσταση του ανωτέρω εγκλήματος, κατά την οποία η παράλειψη υποβολής ή η υποβολή ανακριβούς δήλωσης φόρου εισοδήματος στοιχειοθετείται μόνο, αν ο φορολογούμενος ενήργησε “προκειμένου να αποφύγει την πληρωμή φόρου εισοδήματος” κ.λπ.. Από τη χρήση της λέξης “προκειμένου” στο κείμενο του νόμου συνάγεται, ότι στις περιπτώσεις αυτές διαπλάθεται έγκλημα υπερχειλούς υποκειμενικής υπόστασης (έγκλημα σκοπού) και ο φορολογούμενος πρέπει να ενεργεί με υπερχειλή δόλο (άρθρο 27 παρ. 2 του Π.Κ.) και συγκεκριμένα θα πρέπει με την πράξη της υποβολής ανακριβούς δήλωσης ή την παράλειψη της υποβολής δήλωσης, να αποκρύπτει καθαρά εισοδήματα, γνωρίζοντας και επιδιώκοντας να αποφύγει την πληρωμή του φόρου εισοδήματος ή του φόρου προστιθέμενης αξίας. Αν δεν υπάρχει ο ανωτέρω εγκληματικός σκοπός στο πρόσωπο του φορολογουμένου, δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος και δεν στοιχειοθετείται το αδίκημα της υποβολής ανακριβούς δήλωσης ή της παράλειψης της υποβολής δήλωσης φόρου εισοδήματος. Έτσι, θα πρέπει στην καταδικαστική απόφαση για τις ανωτέρω πράξεις να περιέχεται πλήρης και εμπεριστατωμένη αιτιολογία ως προς τα στοιχεία που θεμελιώνουν την αντικειμενική υπόσταση των αδικημάτων αλλά και να αιτιολογείται ο συγκεκριμένος σκοπός της αποφυγής πληρωμής φόρου εισοδήματος, ο οποίος πρέπει να αναφέρεται και να εξειδικεύεται ρητά και με σαφήνεια, αφού πρόκειται για στοιχείο της υποκειμενικής υπόστασης του αδικήματος της υποβολής ανακριβούς δήλωσης ή της παράλειψης της υποβολής δήλωσης (ΑΠ 812/2023, ΑΠ 892/2023, ΑΠ 906/2022, ΑΠ 1032/2019, ΑΠ 979/2018, πρβλ. ΑΠ 728/2020). Περαιτέρω, επιεικέστερες και άρα εφαρμοστέες κατ’ άρθρο 2 παρ. 1 του ΠΚ στην ένδικη πράξη της κακουργηματικής φοροδιαφυγής δια της υποβολής ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος, υπερβαίνουσας το ποσό των 150.000 ευρώ, ως εκ του χρόνου τέλεσής της, είναι οι διατάξεις του άρθρου 17 παρ. 1 και 2β του Ν. 2523/1997, όπως τροποποιήθηκε η παρ. 2 αυτού με το άρθρο 21 παρ. 1 περ. η’ του Ν. 2948/2001 (και πριν τροποποιηθεί με το άρθρο 2 του Ν. 3943/2011), με τις οποίες διατάξεις για το αδίκημα αυτό προβλέπεται ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα (10) ετών, ενώ με όλες τις μεταγενέστερες διατάξεις, όπως αυτές προεκτίθενται, προβλέπεται ποινή κάθειρξης (ήτοι, υπό την ισχύ του άρθρου 52 του νέου ΠΚ, απειλείται με ποινή πρόσκαιρης κάθειρξης από πέντε έως δεκαπέντε έτη). Ακολούθως, η καταδικαστική απόφαση έχει την απαιτούμενη από τις διατάξεις των άρθρων 93 παρ. 3 του Συντάγματος και 139 του ΚΠΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, η έλλειψη της οποίας ιδρύει τον από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ’ του ΚΠΔ λόγο αναίρεσης, όταν εκτίθενται σ’ αυτήν, με σαφήνεια, πληρότητα και χωρίς αντιφάσεις ή λογικά κενά, τα προκύψαντα από την αποδεικτική διαδικασία πραγματικά περιστατικά, στα οποία στηρίχθηκε η κρίση του δικαστηρίου για τη συνδρομή των αντικειμενικών και υποκειμενικών στοιχείων του εγκλήματος, οι αποδείξεις, που τα θεμελίωσαν, και οι νομικές σκέψεις υπαγωγής των περιστατικών αυτών στην εφαρμοσθείσα ουσιαστική ποινική διάταξη. Για την ύπαρξη τέτοιας αιτιολογίας είναι παραδεκτή η αλληλοσυμπλήρωση του αιτιολογικού με το διατακτικό, που αποτελούν ενιαίο σύνολο. Δεν αρκεί, όμως, η επανάληψη της διατύπωσης του νόμου για την αιτιολογία, η πληρότητα της οποίας εξασφαλίζεται, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 139 και 177 του ΚΠΔ, όταν γίνεται αναφορά στα αποδεικτικά μέσα, που δέχθηκε το δικαστήριο, για να καταλήξει στην κρίση του με βάση συγκεκριμένους συλλογισμούς για κάθε ζήτημα, που ασκεί ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης. Για την πληρότητα της αιτιολογίας πρέπει να προκύπτει, ότι το δικαστήριο, για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης, έλαβε υπόψη και συνεκτίμησε όλα τα αποδεικτικά μέσα και όχι μόνο μερικά από αυτά, κατ’ επιλογή, χωρίς να είναι απαραίτητη η αξιολογική συσχέτιση και σύγκριση των διαφόρων αποδεικτικών μέσων και των μαρτυρικών καταθέσεων μεταξύ τους, ενώ δεν απαιτείται να προσδιορίζεται, ποιο βάρυνε περισσότερο για το σχηματισμό της δικανικής κρίσης. Απαιτείται και πρέπει μόνο να προκύπτει με βεβαιότητα, ότι το δικαστήριο έλαβε υπ’ όψη και συνεκτίμησε για το σχηματισμό της δικανικής του πεποίθησης όλα τα αποδεικτικά στοιχεία και όχι μόνο μερικά κατ’ επιλογήν, όπως αυτό επιβάλλουν οι διατάξεις των άρθρων 177 παρ.1 και 178 του ΚΠΔ (ΟλΑΠ 1/2005, ΑΠ 1103/2014). Η ύπαρξη του δόλου δεν είναι αναγκαίο, κατ’ αρχήν, να αιτιολογείται ιδιαιτέρως, αφού αυτός ενυπάρχει στη θέληση παραγωγής των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν την αντικειμενική υπόσταση του εγκλήματος και προκύπτει από τις ειδικότερες συνθήκες τέλεσής του, διαλαμβάνεται δε αιτιολογία περί αυτού (δόλου) στην κύρια αιτιολογία για την ενοχή, διότι εξυπακούεται, ότι υπάρχει με την τέλεση των πραγματικών περιστατικών, που συγκροτούν αντικειμενικώς το έγκλημα, εκτός αν αξιώνονται από το νόμο πρόσθετα στοιχεία για την υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, όπως η εν γνώσει ορισμένου περιστατικού τέλεση της πράξης (άμεσος δόλος) ή ορισμένος περαιτέρω σκοπός (εγκλήματα με υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση), κάτι που συμβαίνει στο εξεταζόμενο στην προκειμένη περίπτωση έγκλημα της κακουργηματικής φοροδιαφυγής δια της υποβολής ανακριβούς δήλωσης στη φορολογία εισοδήματος υπερβαίνουσας το ποσό των 150.000 ευρώ. Η ύπαρξη τέτοιου δόλου πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς με παράθεση περιστατικών που δικαιολογούν την γνώση αυτή ή το σκοπό επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος, αλλιώς υπάρχει έλλειψη αιτιολογίας, ως προς την ύπαρξη του στοιχείου αυτού (ΑΠ 1531/2022, ΑΠ 1529/2022, ΑΠ 1145/2022, ΑΠ 979/2018).
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 2159/2022 απόφαση, το Δ’ Πενταμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών, που την εξέδωσε δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό, μετά από εκτίμηση και αξιολόγηση όλων των ειδικά μνημονευόμενων αποδεικτικών μέσων (ανάγνωση των πρακτικών και της απόφασης της πρωτοβάθμιας δίκης, καθώς και των εγγράφων, που αναγνώσθηκαν στο ακροατήριο), δέχθηκε, κατά την αναιρετικώς ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του, κατά πιστή μεταφορά, τα ακόλουθα: “Ο κατηγορούμενος διατηρούσε ατομική επιχείρηση με αντικείμενο εργασιών την ανέγερση οικοδομών και την πώληση ακινήτων, με χρόνο έναρξης της επιχείρησης την 9.6.1987. Κατά τη διαχειριστική περίοδο από 1.1.2008 έως 31.12.2008 (οικονομικό έτος 2009) πώλησε αντί τιμήματος 5.750.000 ΕΥΡΩ οικόπεδο, εκτάσεως 2.439,5 τ.μ. εντός σχεδίου στη θέση Αγία Μαρία Σπετσών, για το οποίο είχε λάβει την υπ’ αριθμ. … οικοδομική άδεια για ανέγερση διώροφης οικοδομής εμβαδού 517,23 τ.μ. Το εν λόγω οικόπεδο είχε αγοράσει το 2005 δυνάμει του υπ’ αριθμ. … συμβολαίου του συμβ/φου Σπετσών Γ. Λυράνη αντί τιμήματος 1.091.028,15 ΕΥΡΩ. Τη διαφορά τιμήματος αγοράς και πώλησης, δηλαδή το ποσόν των 4.658.971,95 ΕΥΡΩ, δεν τη δήλωσε ως εισόδημα, με αποτέλεσμα να μη αποδώσει φόρο εισοδήματος 1.903.068,74 ΕΥΡΩ. Συγκεκριμένα για τη χρήση 2008 δήλωσε εισόδημα 201.519,93 ΕΥΡΩ με αναλογούντα φόρο 72.192,97 ΕΥΡΩ, ενώ έπρεπε να δηλώσει συνολικά 4.860.491,88 (201.519,93 + 4.658.971,95) ΕΥΡΩ και ο φόρος που αναλογούσε ήταν 1.975.261,71 ΕΥΡΩ (72.192,97 + 1.903.068,74).
Εκδόθηκε δε για την εν λόγω παράβαση το υπ’ αριθμ. … φύλλο ελέγχου μερικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος από τη ΔΟΥ Γλυφάδας.
Εκδόθηκε δε και η υπ’ αριθμ. 1643/2015 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πειραιά, που απέρριψε τον ισχυρισμό του κατηγορουμένου ως προς την αγορά και πώληση του παραπάνω οικοπέδου, ο δε εν λόγω ισχυρισμός περί ακύρωσης του φύλλου ελέγχου περιείχετο στην ασκηθείσα προσφυγή. Τέλος κατά τη διάταξη του άρθρου 470 ΚΠΔ στην περίπτωση που ασκήθηκε ένδικο μέσο εναντίον καταδικαστικής απόφασης από εκείνον που καταδικάστηκε ή υπέρ αυτού, δεν μπορεί να γίνει χειρότερη η θέση του, ούτε να ανακληθούν ευεργετήματα που δόθηκαν με την απόφαση που προσβάλλεται. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του κατηγορουμένου, με οποιονδήποτε τρόπο, αμέσως ή εμμέσως και δη, είτε με την επαύξηση των ποινικών κυρώσεων σε βάρος του καταδικασθέντος (πραγματική χειροτέρευση), είτε με την επιβάρυνση της νομικής μεταχείρισης αυτού, δηλαδή κυρίως αν αναγνωρίζεται βαρύτερη ενοχή του από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο (νομική χειροτέρευση), διαπιστουμένη με τη σύγκριση του περιεχομένου των διατακτικών, αφενός της απόφασης που προσβάλλεται με το ένδικο μέσο και αφετέρου αυτής που εκδίδεται από το δικαστήριο του ενδίκου μέσου. Με βάση την ανωτέρω αρχή έχει κριθεί νομολογιακά ότι συνιστά χειροτέρευση της θέσεως του κατηγορουμένου η ανάκληση ευεργετήματος που δόθηκε με την απόφαση που προσβάλλεται (…). Στην προκειμένη απόφαση η υπό κρίση έφεση ασκήθηκε από τον κατηγορούμενο και με την εκκαλουμένη απόφαση αναγνωρίστηκε ότι συντρέχουν στο πρόσωπό του οι ελαφρυντικές περιστάσεις του άρθρου 84 παρ.2 στοιχ. α και δ ΠΚ. Στην αναγνώριση των ιδίων ως άνω ελαφρυντικών περιστάσεων για τον κατηγορούμενο οφείλει να προβεί και το Δικαστήριο τούτο, σύμφωνα με την άνω διάταξη”. Στη συνέχεια, το Δικαστήριο της ουσίας κήρυξε τον αναιρεσείοντα – κατηγορούμενο ένοχο για την ανωτέρω αξιόποινη πράξη της φοροδιαφυγής, με τη μορφή της υποβολής ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, υπερβαίνουσας το ποσό των 150.000 ευρώ, και τον καταδίκασε, αφού αναγνώρισε στο πρόσωπό του τη συνδρομή των ελαφρυντικών περιστάσεων του άρθρου 84 παρ. 2 περ. α’ και ε’ (αληθώς των ελαφρυντικών περιστάσεων α’ και δ’ της παρ. 2 του άρθρου 84 του ΠΚ, όπως πρωτοδίκως), σε ποινή φυλάκισης τριών (3) ετών, την εκτέλεση της οποίας ανέστειλε επί τριετία, με το ακόλουθο, κατά πιστή μεταφορά, διατακτικό: “Στην Αθήνα κατά το οικονομικό έτος 2009 (διαχειριστική περίοδος 01.01.2008-31.12.2008) με πρόθεση υπέβαλε ανακριβή δήλωση φορολογίας εισοδήματος, αποκρύπτοντας καθαρά εισοδήματα, ο δε φόρος που αναλογεί σε αυτά και δεν αποδόθηκε υπερβαίνει το ποσό των 150.000 ευρώ. Πλέον συγκεκριμένα ενώ για την ως άνω διαχειριστική περίοδο, υπέβαλε δήλωση φορολογητέου εισοδήματος εκ ποσού 201.519,93 ευρώ με αναλογούντα φόρο 72.192,97 ευρώ, από τον έλεγχο της αρμόδιας φορολογικής υπηρεσίας προέκυψε ότι για το ανωτέρω διάστημα το φορολογητέο του εισόδημα ανήρχετο σε 4.860.491 ευρώ και ο αναλογών φόρος σε 1.975.261,71 ευρώ. Ήτοι απέκρυψε φορολογητέο εισόδημα ποσού 4.757.671 85 ευρώ και αντίστοιχα αναλογούντα φόρο ποσού των 1.903.068,74 ευρώ εκδοθέντος του υπ’ αριθ. … φύλλου ελέγχου μερικού προσδιορισμού φόρου εισοδήματος της Δ.Ο.Υ. Γλυφάδας”. Με τις παραδοχές αυτές, οι οποίες διαλαμβάνονται στο σκεπτικό, σε συνδυασμό με όσα αναφέρονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης και αλληλοσυμπληρώνονται, το Δικαστήριο της ουσίας δεν διέλαβε στην απόφασή του την απαιτούμενη από τις διατάξεις του Συντάγματος και του ΚΠοινΔ ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, καθόσον αφενός μεν α) δεν αναφέρεται ούτε στο σκεπτικό ούτε στο διατακτικό και δεν αιτιολογείται επαρκώς, με αναφορά συγκεκριμένων περιστατικών, ο απαιτούμενος, για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της φοροδιαφυγής, υπερχειλής δόλος του αναιρεσείοντος, ότι δηλαδή ο αναιρεσείων με την υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος είχε σκοπό φοροδιαφυγής και αποφυγής πληρωμής του εν λόγω φόρου, αφετέρου δε β) σύμφωνα με τις παραπάνω παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης, έγινε μεν δεκτό ότι ο κατηγορούμενος ασχολείτο επαγγελματικά επί πολλά έτη με την ανέγερση οικοδομών και την πώληση ακινήτων και ότι απέκρυψε κατά την υποβολή της φορολογικής δήλωσής του για το οικονομικό έτος 2009 τα καθαρά έσοδά του από την ένδικη αγοραπωλησία ακινήτου, εντούτοις δεν προκύπτει, ότι αξιολογήθηκαν, ούτε ότι λήφθηκαν υπόψη από το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο για το σχηματισμό της δικανικής πεποίθησής του για την ενοχή του κατηγορουμένου 1) η αναγνωσθείσα (από 02-04-2009) δήλωση φορολογίας εισοδήματος του κατηγορουμένου οικονομικού έτους 2009 προς τη ΔΟΥ Γλυφάδας, στον υπ’ αριθμ. … κωδικό της οποίας και με αιτιολογία “χρηματικά ποσά, που προέρχονται από διάθεση περιουσιακών στοιχείων κ.λπ”, αναφέρεται το ποσό των 5.750.000 ευρώ και 2) η ένορκη κατάθεση της μάρτυρος εφοριακού Ε. Λ. ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, που περιέχεται στα αναγνωσθέντα υπ’ αριθμ. 2573/2021 πρακτικά και απόφαση αυτού, η οποία είχε καταθέσει: “Απάντηση: Την έχει δηλώσει (ενν. στη φορολογική δήλωση)…Ερώτηση: Εκείνη τη χρονιά αν θυμάστε είχε δηλώσει εισοδήματα που προέρχονταν από πωλήσεις ακινήτων; Απάντηση: Είχε δηλώσει…”. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος ο μοναδικός λόγος της αίτησης αναίρεσης από το άρθρο 510 παρ. 1 στοιχ. Δ του ΚΠΔ.
Κατόπιν τούτων, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση, για νέα συζήτηση, στο ίδιο δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, συγκροτούμενο από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους, οι οποίοι την είχαν δικάσει προηγουμένως (άρθρο 522 του ΚΠΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Αναιρεί την υπ’ αριθμ. 2159/2022 απόφαση του Δ’ Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών.
Παραπέμπει την υπόθεση για νέα συζήτηση στο ίδιο ως άνω Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους εκτός από αυτούς, που δίκασαν προηγουμένως.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 7 Φεβρουαρίου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 11 Μαρτίου 2024.
Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ
Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ