Αριθμός 11/2025
ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ
Γ’ Πολιτικό Τμήμα
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές: Μαρία Μουλιανιτάκη, Αντιπρόεδρο του Αρείου Πάγου, Μαρουλιώ Δαβίου, Γεώργιο Καλαμαρίδη-Εισηγητή, Αθανάσιο Θεοφάνη, Αγαθή Δερέ, Αρεοπαγίτες.
ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ, δημόσια, στο ακροατήριό του, στις 20 Σεπτεμβρίου 2023, με την παρουσία και του Γραμματέα Παναγιώτη Μπούκη, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του αναιρεσείοντος: Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοικήσεως υπό την επωνυμία “Δήμος Ληξουρίου Κεφαλληνίας” του Νομού Κεφαλληνίας, που εδρεύει στο Ληξούρι Κεφαλληνίας, επί της οδού Αδελφών Ιακωβάτων, αρ.4, με Α.Φ.Μ. 996937703, Δ.Ο.Υ. Αργοστολίου, ως ειδικού διαδόχου κατά τα άρθρα 154 § 1, 159 § 8 ν. 4600/2019 του Οργανισμού Τοπικής Αυτοδιοικήσεως υπό την επωνυμία “Δήμος Κεφαλληνίας”, όπως νομίμως εκπροσωπείται από το Δήμαρχό του, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Μηχιώτη-Κακολίρη, και κατέθεσε προτάσεις.
Των αναιρεσιβλήτων: 1) Ανώνυμης Εταιρείας με την επωνυμία “……” και δ.τ. “……”, που εδρεύει στη ….. ….. του Δήμου … Κορινθίας στη Παλαιά Εθνική Οδό Κορίνθου, με Α.Φ.Μ. …….3133, όπως νομίμως εκπροσωπείται, 2) Λ.Τ. του Γ., κατοίκου …, 3) Ι. Τ. του Γ., κατοίκου …, 4) Ε. χήρας Γ. Τ., το γένος Ι. Κ., κατοίκου …. Ο υπό στοιχείο 3 αναιρεσίβλητος, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο. Οι υπό στοιχεία 1, 2 και 4 αναιρεσίβλητοι, εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους Παναγιώτη Κωνσταντόπουλο, που ανακάλεσε την από 30-8-2023 δήλωση για παράσταση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, παραστάθηκε στο ακροατήριο, και κατέθεσε προτάσεις.
Των παρεμβαινόντων υπέρ του αναιρεσείοντος: 1) Υπουργού Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, (ΑΦΜ 090165560), 2) Γενικού Γραμματέως Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, που κατοικοεδρεύει στην Ν.Ε.Ο. Πατρών-Αθηνών 28, οι οποίοι εκπροσωπούνται νόμιμα, με την ιδιότητά τους ως ασκούντων την εποπτεία στις περιουσίες που έχουν διατεθεί για κοινωφελή σκοπό ή σε κοινωφελές ίδρυμα του αρ. 69 του ν. 4182/2013, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την Ιωάννα Παχή, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, με δήλωση, κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 7-5-2018 αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος και την από 3-7-2018 πρόσθετη παρέμβαση των ήδη παρεμβαινόντων, που κατατέθηκαν στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά και συνεκδικάσθηκαν. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3746/2019 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 383/2021 του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά. Την αναίρεση της τελευταίας αποφάσεως ζητεί ο αναιρεσείων με την από 12-3-2022 αίτησή του και οι παρεμβαίνοντες με τις από 18-9-2023 προτάσεις-παρέμβασή τους.
Κατά τη συζήτηση της αιτήσεως αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν, όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο πληρεξούσιος του αναιρεσείοντος ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος των υπό στοιχεία 1, 2 και 4 αναιρεσιβλήτων την απόρριψή τους και καθένας την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τις διατάξεις του άρθρου 576 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ προκύπτει ότι αν κάποιος από τους διαδίκους δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ή εμφανισθεί και δεν λάβει μέρος με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, Άρειος Πάγος εξετάζει αυτεπαγγέλτως ποιος επισπεύδει τη συζήτηση. Αν την επισπεύδει ο απολιπόμενος διάδικος η υπόθεση συζητείται σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι, αν όμως την επισπεύδει ο αντίδικός του, τότε ερευνάται αν ο απολιπόμενος ή ο μη παριστάμενος, με τον τρόπο που ορίζει ο νόμος, διάδικος, κλητεύθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα και σε καταφατική περίπτωση προχωρεί στη συζήτηση, παρά την απουσία εκείνου που έχει κλητευθεί, ενώ σε αποφατική περίπτωση κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση (ΟλΑΠ 14/2015, ΑΠ 1872/2022, ΑΠ 548/2020). Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τη με αριθμό 8149 ΣΤ’/19-6-2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών Ε. Κ. Κ., ακριβές αντίγραφο της ένδικης αίτησης αναίρεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση για τη δικάσιμο που ορίστηκε και σημειώνεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στο δικηγόρο Αθηνών Δ. Ρ., ο οποίος εκπροσώπησε τους αναιρεσίβλητους στη δίκη ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς, μετά την οποία εκδόθηκε η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση και επομένως, σύμφωνα με το άρθρο 143 παρ. 1 ΚΠολΔ, θεωρείται αντίκλητος των τελευταίων για όλες τις επιδόσεις. Ωστόσο, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από τη σειρά του σχετικού πινακίου κατά την ως άνω δικάσιμο της 20-9-2023, δεν παραστάθηκε ο τρίτος των αναιρεσιβλήτων Ι. Τ., ούτε κατατέθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο δήλωση περί μη παράστασης, κατ` άρθρο 242 παρ. 2 του ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται και στην αναιρετική δίκη κατά το άρθρο 573 παρ. 1 ιδίου Κώδικα. Επομένως, πρέπει το Δικαστήριο να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία του (άρθρ. 576 παρ. 2 ΚΠολΔ). Με την κρινόμενη από 12-03-2022 αίτηση αναίρεσης προσβάλλεται η 383/2021 τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία και η οποία αποτελεί κατάληξη της ακόλουθης διαδικαστικής διαδρομής, όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της υπόθεσης: Ο Δήμος Κεφαλληνίας, καθολικός διάδοχος του οποίου αποτελεί ο ήδη αναιρεσείων Δήμος, άσκησε κατά την εναγομένων και ήδη αναιρεσιβλήτων την από 07-5-2018 αγωγή, με την οποία ζήτησε να ερμηνευτεί η δήλωση βουλήσεως του διαθέτη Σ. Τ., όπως αυτή περιλαμβάνεται στην από 08-4-1987 ιδιόγραφη διαθήκη του και να αναγνωριστεί ότι αυτός (ενάγων) ως καθολικός διάδοχος του Δήμου Ληξουρίου, απέκτησε από το χρόνο του θανάτου του διαθέτη στις 13-5-1993, υπό τη μορφή της άμεσης κληροδοσίας, την ψιλή κυριότητα επί των 14.574 ονομαστικών μετοχών της πρώτης εναγομένης, μέτοχοι της οποίας και κύριοι των μετοχών αυτών είναι οι υπόλοιποι εναγόμενοι, και ότι μετά το θάνατο της επικαρπώτριας αυτών Σ. Τ.-Γ. στις 13-2-2016, απέκτησε την πλήρη κυριότητα των μετοχών αυτών. Επικουρικά, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι απέκτησε από το χρόνο του θανάτου του Σ. Τ. άμεση κληροδοσία πλήρους κυριότητας επί των ανωτέρω μετοχών της πρώτης εναγομένης, υπό την αναβλητική αίρεση του θανάτου της Σ. Τ.-Γ.. Η αγωγή έγινε δεκτή κατά την κύρια βάση της με την 3746/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά της απόφασης αυτής του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, οι εναγόμενοι άσκησαν την έφεση και το Τριμελές Εφετείο Πειραιώς, με την ανωτέρω αναιρεσιβαλλόμενη απόφασή του, δέχθηκε την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν και αφού εξαφάνισε την πρωτοβάθμια απόφαση, κράτησε και δίκασε την υπόθεση και απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την αγωγή. Η αίτηση αναίρεσης ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 552, 553, 556, 558, 564 παρ. 3 και 566 παρ. 1 ΚΠολΔ). Είναι κατά συνέπεια παραδεκτή (άρθρ. 577 παρ. 1 ΚΠολΔ) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρ. 577 παρ. 3 ΚΠολΔ). Κατά τη σαφή έννοια των διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 3 και 4 και 69 παρ. 1 περ. δ’ Ν. 4182/2013 “Κώδικας Κοινωφελών Περιουσιών – Σχολαζουσών Κληρονομιών”, παρέχεται στον Υπουργό Οικονομικών και στον Γενικό Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης, η δικονομική δυνατότητα για παρέμβαση σε κάθε στάση της δίκης, που αφορά στην υπέρ κοινωφελούς σκοπού καταληφθείσα περιουσία, ακόμη και με τις προτάσεις και δίχως την κοινοποίηση του δικογράφου αυτής. Η εν λόγω παρέμβαση χαρακτηρίζεται ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, πράγμα που συνάδει προς την ουσία της ασκούμενης επί των κοινωφελών ιδρυμάτων κατά τον ανωτέρω νόμο εποπτείας από τον Υπουργό των Οικονομικών και το Γενικό Γραμματέα της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Η εποπτεία αυτή έχει ως σκοπό προεχόντως την προστασία του δημοσίου συμφέροντος με την άσκηση αποτελεσματικού ελέγχου στη διαχείριση των υπέρ κοινωφελών ιδρυμάτων καταλειπομένων περιουσιών και την αποτροπή του κινδύνου αλόγιστης διαθέσεως της περιουσίας του ιδρύματος αλλά και αποφυγής των δικών από τους κύριους διαδίκους. Επομένως, η από 18-9-2023 πρόσθετη παρέμβαση του Υπουργού Οικονομικών και του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου, η οποία ασκήθηκε δια των από 18-9-2023 προτάσεών τους με σκοπό να γίνει δεκτή η ένδικη αίτηση αναίρεσης του υπέρ ου η παρέμβαση Δήμου Ληξουρίου Κεφαλληνίας, είναι παραδεκτή και πρέπει να συνεκδικασθεί με την αίτηση αναίρεσης (άρθρα 31 παρ. 1, 246 και 573 παρ. 1 ΚΠολΔ). Κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, αναίρεση για ευθεία παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, επιτρέπεται, αν το δικαστήριο της ουσίας ερμήνευσε εσφαλμένα τον κανόνα αυτό, του προσέδωσε, δηλαδή, έννοια διαφορετική από την αληθινή ή αν δεν τον εφάρμοσε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του ή αν τον εφάρμοσε, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, απαιτώντας περισσότερα ή αρκούμενο σε λιγότερα, αντίστοιχα, στοιχεία από όσα αξιώνει ο νόμος για την εφαρμογή του ή αν τον εφάρμοσε εσφαλμένα (ΟλΑΠ 7/2006). Αν το δικαστήριο απεφάνθη για την ουσία της υπόθεσης, η παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου κρίνεται βάσει των πραγματικών περιστατικών που ανέλεγκτα δέχτηκε ότι αποδείχθηκαν και της υπαγωγής αυτών στο νόμο. Ιδρύεται δε ο παραπάνω λόγος, αν το δικαστήριο εφάρμοσε το νόμο, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ότι αποδείχτηκαν, δεν ήταν αρκετά για την εφαρμογή του ή αν δεν τον εφάρμοσε, παρότι τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε, αρκούσαν για την εφαρμογή του, καθώς και όταν προέβη σε εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών που αποδείχτηκαν σε διάταξη, στο πραγματικό της οποίας αυτά δεν υπάγονται (ΟλΑΠ 4/2018). Εξάλλου, κατά την έννοια του λόγου αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, η απόφαση δεν έχει νόμιμη βάση και υπάρχει, έτσι, εκ πλαγίου παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, στους οποίους περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, όταν από τις παραδοχές της, που περιλαμβάνονται στην ελάσσονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της και αποτελούν το αιτιολογικό της, δεν προκύπτουν καθόλου ή αναφέρονται ανεπαρκώς ή αντιφατικώς τα πραγματικά περιστατικά, στα οποία το δικαστήριο που την εξέδωσε, στήριξε την κρίση του για ζήτημα με ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ελεγχθεί, αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν οι όροι του κανόνα ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε ή δεν συνέτρεχαν εκείνου που δεν εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 1/1999). Ειδικότερα, ανεπάρκεια αιτιολογίας υπάρχει, όταν από την απόφαση δεν προκύπτουν σαφώς τα περιστατικά, που, κατά το νόμο, είναι αναγκαία είτε για τη στοιχειοθέτηση της διάταξης ουσιαστικού δικαίου που εφαρμόσθηκε στη συγκεκριμένη περίπτωση, είτε αποκλείουν την εφαρμογή της, ενώ αντιφατικότητα των αιτιολογιών υπάρχει, όταν, εξ αιτίας της, δεν προκύπτει από την απόφαση ποια πραγματικά περιστατικά δέχθηκε το δικαστήριο για να στηρίξει το διατακτικό της απόφασής του, ώστε να μπορεί να ελεγχθεί, αν σωστά εφάρμοσε το νόμο, αν, δηλαδή, στη συγκεκριμένη περίπτωση, συνέτρεχαν τα στοιχεία για την εφαρμογή της διάταξης που εφαρμόστηκε (ΟλΑΠ 12/2016). Το κατά νόμο αναγκαίο περιεχόμενο της ελάσσονος πρότασης προσδιορίζεται από τον εκάστοτε εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου, του οποίου το πραγματικό πρέπει να καλύπτεται πλήρως από τις παραδοχές της απόφασης στο αποδεικτικό της πόρισμα και να μην καταλείπονται αμφιβολίες (ΑΠ 608/2013). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ προκύπτει ότι, κατά την ερμηνεία της διαθήκης, αναζητείται μόνο η αληθινή βούληση του διαθέτη, χωρίς προσήλωση στις λέξεις και δεν έχουν εφαρμογή τα κριτήρια του άρθρου 200 ΑΚ, αφού αυτά αναφέρονται, όχι σε μονομερείς δικαιοπραξίες, αλλά σε συμβάσεις. Σκοπείται, δηλαδή, η ανεύρεση της υποκειμενικής άποψης του διαθέτη, χωρίς να ερευνάται η αντικειμενική έννοια, υπό την οποία θα αντιλαμβάνονταν τη βούλησή του οι τρίτοι κατά τη συναλλακτική καλή πίστη. Προσφυγή σε ερμηνεία της διαθήκης συγχωρείται μόνο αν το δικαστήριο της ουσίας διαπιστώσει, έστω και έμμεσα, κενό ή ασάφεια στο περιεχόμενο της διαθήκης, οπότε υποχρεούται, για την πλήρωση του κενού ή την άρση της ασάφειας, να προσφύγει σε ερμηνεία της διαθήκης, για την ανεύρεση της αληθινής, κατά την υποκειμενική του άποψη, βούλησης του διαθέτη (ΑΠ 569/2013). Έμμεση διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας σχετικά με τη δήλωση βουλήσεως του διαθέτη προκύπτει, όταν, παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας τους, το δικαστήριο της ουσίας προβαίνει σε ερμηνεία της διαθήκης, από την οποία αποκαλύπτεται ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή αμφιβολία σχετικά με την έννοια της δήλωσης βουλήσεως του διαθέτη, συνεπεία των οποίων δημιουργήθηκε η ανάγκη προσφυγής σε ερμηνεία της. Η έμμεση αυτή διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας μπορεί να προκύπτει και από το γεγονός ότι το δικαστήριο, για την εύρεση της αληθινής βούλησης του διαθέτη, έλαβε υπόψη του και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται έξω από το κείμενο της διαθήκης ή χρησιμοποίησε επιχειρήματα (ΑΠ 105/2013). Η κρίση, όμως, του δικαστηρίου της ουσίας τόσο για την ύπαρξη ή τη μη ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δήλωση του διαθέτη, όσο και η, μετά τη διαπίστωση αυτή, κρίση για την αληθινή βούληση του διαθέτη, ως κρίσεις αναγόμενες σε εκτίμηση πραγματικών γεγονότων, δεν υπόκεινται, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, στον έλεγχο του Αρείου Πάγου. Εκτός αν, από όσα δέχεται το δικαστήριο, δεν διευκρινίζεται η θέση του ως προς το αν υπάρχει κενό ή ασάφεια, αφού από την καταφατική ή αποφατική απάντηση στο ζήτημα αυτό εξαρτάται αν θα εφαρμοστούν ή όχι οι πιο πάνω ερμηνευτικές διατάξεις ΑΠ 1595/2022, ΑΠ215/2016). Σύμφωνα, συνεπώς, με τα παραπάνω, το δικαστήριο παραβιάζει τους ερμηνευτικούς κανόνες, που θεσπίζουν οι διατάξεις των άρθρων 173 και 1781 ΑΚ, όταν, καίτοι διαπιστώνει, ανελέγκτως, έστω και έμμεσα, την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στη δήλωση βουλήσεως του διαθέτη και, ως εκ τούτου, την ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας της, παραλείπει να προσφύγει, για τη συμπλήρωση ή την ερμηνεία αυτή, στις διατάξεις των παραπάνω άρθρων ή προσφεύγει στην εφαρμογή των διατάξεων αυτών και στη συμπλήρωση ή ερμηνεία της δήλωσης βουλήσεως του διαθέτη, καίτοι δέχεται, επίσης ανελέγκτως, ότι η δήλωση αυτή βουλήσεως είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας (ΑΠ 850/2021, ΑΠ 604/2011). Οι παραπάνω ερμηνευτικοί κανόνες παραβιάζονται ευθέως, και όταν το ερμηνευτικό πόρισμα, στο οποίο, μετά την ερμηνεία, κατέληξε το δικαστήριο, δεν είναι σύμφωνο με την αληθινή βούληση του διαθέτη (ΑΠ 229/2004). Επίσης, εκ πλαγίου παραβίαση των ερμηνευτικών διατάξεων των παραπάνω άρθρων υπάρχει, οπότε ιδρύεται ο λόγος αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 19 ΚΠολΔ, όταν, παρ’ ότι διαπιστώθηκε η ανάγκη ερμηνείας, κενό, δηλαδή, ή ασάφεια της δήλωσης βουλήσεως που περιέχεται στη διαθήκη, οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόσθηκαν κατά τρόπο που καθιστά ανέφικτο τον αναιρετικό έλεγχο για την ορθή εφαρμογή τους, όπως όταν δεν εκτίθενται στην απόφαση με σαφήνεια και πληρότητα όλα τα πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν για το σκοπό εξεύρεσης της αληθινής βούλησης του διαθέτη (ΑΠ 233/2020, ΑΠ 105/2013). Από την παραδεκτή, κατά το άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ, επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης, προκύπτει ότι έγιναν δεκτά από το Εφετείο, κατά την ανέλεγκτη περί τις αποδείξεις κρίση του, τα ακόλουθα: ? Στις 13.5.1993 απεβίωσε σε κλινική του Αμαρουσίου Αττικής ο εφοπλιστής Σ. Τ. – Τ. του Σ. και της Α., κάτοικος εν ζωή Πειραιώς (…… αρ. 276), όπως τούτο βεβαιώνεται στην υπ’ αριθ. 12/73/1993 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου ……. . Κατά το χρόνο του θανάτου του ζούσε η σύζυγός του Σ. Τ. το γένος Μ. Γ., ενώ δεν υπήρχαν κατιόντες συγγενείς, δηλαδή τέκνα ή εγγόνια. Ο θανών άφησε δύο ιδιόγραφες διαθήκες, την από 8.4.1987, που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθ. …./Δ474/εξ.13/3.9.1993 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κηρύχθηκε κυρία με την ταυτάριθμη απόφαση του ίδιου δικαστηρίου και την από 9.3.1988 επιγραφόμενη ως “συμπληρωματική” ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθ. …./Δ475/εξ.14/3.9.1993 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κηρύχθηκε κυρία με την ταυτάριθμη απόφαση του αυτού δικαστηρίου. Στην πρώτη από τις ως άνω διαθήκες διαλαμβάνονται επί λέξει τα εξής: “Η Διαθήκη μου. Ο άνθρωπος ουδέποτε ηδυνήθη να προσδιορίσει πότε θα πεθάνη. Η απλή λογική όμως του φωνάζει ότι μπορεί να επέλθει την στιγμή που αυτός δεν είναι εις θέσιν ούτε να το διανοηθεί. Έχων σώας τας φρένας και πλήρην ηρεμίαν διατυπώνω τα τελευταίας μου επιθυμίας. Κατ’ αρχήν λόγω των διαφόρων γεγονότων που επακολούθησαν δι’ εμέ, ακυρώ πάσαν προγενεστέραν μου. Και τα όνειρα τα οποία είχα δια διαφόρους φιλανθωπικούς σκοπούς δυστυχώς αι συνθήκαι με υποχρεώνουν να τα εγκαταλείψω. Αφήνω γενικήν κληρονόμον μου την λατρευτήν μου σύζυγον Σ., το γένος J. (Γ.). Εις αυτήν αφήνω ολόκληρον την περιουσίαν μου, κινητήν και ακίνητον. Το κτήμα …. όπου έχω κάνει τις τουριστικές εγκαταστάσεις υπό την επωνυμία Σ.B. .’ της αφήνω εφ’ όρου ζωής την επικαρπίαν και μετά τον θάνατό της αφήνω να περιέρχεται εις τον Δήμον Ληξουρίου και με τα έσοδα του να σπουδάζουν δύο νέοι προερχόμενοι από Κεφαλληνίαν. Ομοίως το ανήκον εις εμέ Κτήμα του ……. το αφήνω εις το Ορφανοτροφείον και Γηροκομείον. Τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές δεν γνωρίζω δια τα κτήματα – τα οποία είναι εις τις εταιρείες “Α. Α. Α. Σ. Τ. και Δ. Σ.”, πάντως όλες τις μετοχές αφήνω εις την σύζυγόν μου και αυτή αν θέλει ας κάμνη κάποια δωρεά εις το Γηροκομείο Ληξουρίου. Εις τους συγγενείς μου νομίζω ότι έκαμα το καθήκον μου και δεν έχουν ανάγκη από τίποτε. Εις την αγαπημένη μου Σ., σύζυγό μου, μαζί με τις ευχαριστίες που μου στάθηκε στις τελευταίες δύσκολες στιγμές ως πραγματική σύντροφος εκτός της αγάπης μου την παρακαλώ αν τυχόν και χάσω τις αισθήσεις μου να με βοηθήσει να πεθάνω εν ηρεμία και αξιοπρέπεια. Ο συντάξας. Υπογραφή. 8/4/1987″. Στη δεύτερη από 9.3.1988 συμπληρωματική διαθήκη του, η οποία δεν περιέχει διάταξη αναιρούσα την προεκτιθέμενη από 8.4.1987 πρώτη του διαθήκη, ο ίδιος δηλώνει επίσης επί λέξει τα ακόλουθα: “Συμπληρωματική Διαθήκη μου. Η θεία Πρόνοια μου εχάρισε την διαύγεια του πνεύματος και παρά τας ποικίλας, όχι απλώς αντιξοότητας αλλά πραγματικά τραγικάς δι’ εμέ καταστάσεις και αφαντάστους εις βάρος μου διώξεις με πρωτοφανείς εναντίον μου κρατικάς παρανομίας και ταπεινάς ενεργείας πρανομίας (δεν θέλω να επεκταθώ εδώ περί αυτού), θεωρώ υποχρέωσιν να συμπληρώσω την προγενεστέραν διαθήκην, την οποίαν είχα αφήσει κενήν εκ του λόγου της δολοφονίας του αειμνήστου αδερφού μου και των εκ ταύτης δημιουργηθεισών καταστάσεων, με πλαστάς διαθήκας κτλ., και επειδή βλέπω τον χρόνον της εκκαθαρίσεως αρκετά μακρύ και ανεξάρτητα της μεγάλης ηλικίας μου, προπαντός από τας διαφόρους και ποικίλας καταδιώξεις, δεν γνωρίζω αν θα δυνηθώ να ανθέξω εις τα αφάνταστα και επειδή εις την μόνην κρατικήν υπηρεσίαν που έχω απόλυτον εμπιστοσύνην την Ελληνικήν Δικαιοσύνην, και έχων πλήρη πεποίθησιν από τα πράξεις και αποφάσεις αυτών των ηρώων του Δικαίου και της ηθικής ότι θα εκκαθαρίσουν και αποδώσουν το δίκαιον και σ’ αυτό στηριζόμενος, προσθέτω: Εκτός της περιουσίας την οποία αφήνω εις την λατρευτήν μου σύζυγον δια της προηγουμένης μου, αφήνω την υπόλοιπον περιουσίαν μου ως κάτωθι: Α) Αποκληρώνω τελείως τη Τ. Β. Μ., η οποία συνειργάσθη με τους δολοφόνους του αειμνήστου Αδερφού μου Χ. και δεν εσεβάσθη ούτε την μνήμη του ευεργέτου της που την έβγαλε από τη λάσπη, καθώς αποκληρώνω επίσης τον Π. Τ. υιόν της θανούσης ανηψιάς μου Ε. Τ., διότι και αυτός ηρνήθη να βοηθήσει προς ανακάλυψιν των δολοφόνων του Αδερφού μου και μάλιστα συνειργάσθη δια της Συζύγου του η οποία προσήλθε ως μάρτυς εις το Δικαστήριον, δια τα άνω γνωρίζουν ο δικηγόρος Α. Μ. 2) Ν. Ε., έμπορον εξαγωγών, Γ. Τ. επιχειρηματίας κλπ. Εις αυτούς αφήνω 40.000.000 (σαράντα εκατομμύρια) για έξοδα δικαστικά και αμοιβή. 2) Μετά την εκκαθάρισιν των περιουσιακών μου στοιχείων μαζί με την κληρονομία του αειμνήστου Αδερφού μου θα ιδρυθεί εν ίδρυμα φιλανθρωπικόν δια την εξυπηρέτησιν των νέων της Κεφαλληνίας οι οποίοι θα θελήσουν να σπουδάσουν εις επιστήμην ή Τέχνην ως λεπτομερώς θα εκθέσω εις ετέραν μου. Πειραιάς 9/3/1988. Ο Συντάξας. Υπογραφή”. Από το περιεχόμενο των ως άνω διαθηκών συνάγεται ότι ο διαθέτης κατέλειπε μοναδική, γενική και καθολική κληρονόμο του τη σύζυγό του Σ. Γ., την οποία όμως τίμησε και με κληροδοσία, αφήνοντας σ’ αυτήν ως εξαίρετο (ΑΚ 1969) την επικαρπία του κτήματος …. Κορινθίας, όπου ευρίσκονταν και οι τουριστικές εγκαταστάσεις της ατομικής επιχείρησης “Σ. B. .” του διαθέτη. Όρισε δε καταπιστευτική υποκατάσταση στην ως άνω κληροδοσία για κοινωφελή σκοπό (ΑΚ 2009), συγκεκριμένα ότι μετά το θάνατο της ως άνω συζύγου του, η κληροδοσία, δηλαδή το εμπράγματο δικαίωμα της επικαρπίας του ως άνω κτήματος, να περιέλθει στο Δήμο Ληξουρίου, για να σπουδιάζουν με τα έσοδα από αυτό δύο νέοι προερχόμενοι από την Κεφαλλονιά. Το ότι η κληροδοσία αφορά την ακίνητη περιουσία του κτήματος ….. και όχι την ατομική επιχείρηση του διαθέτη, αυτή καθαυτή, συνάγεται και από το ότι η εν λόγω ατομική επιχείρηση δεν είχε νομική προσωπικότητα και επομένως, με κανένα τρόπο δεν μπορούσε επ’ αυτής αυτοτελώς ως επιχείρηση, μετά το θάνατο του διαθέτη, να επέλθει κληρονομική διαδοχή, αφού με το θάνατό του αυτή θα έπαυε να υπάρχει, διατηρουμένων μόνο των περιουσιακών στοιχείων και των ατομικών υποχρεώσεων του διαθέτη, ως αποτελούντων το ενεργητικό και παθητικό της κληρονομιάς φυσικού προσώπου. Και υπήρχε λόγος που ο ανωτέρω διαθέτης τίμησε με κληροδοσία, αφήνοντας το κτήμα …ς ως εξαίρετο στη γενική κληρονόμο σύζυγό του και δεν το περιέλαβε και αυτό στην κληρονομιά που της άφησε ως γενική – καθολική κληρονόμο του. Ήθελε να περιέλθει τούτο σ’ αυτήν, ανεξαρτήτως της αποδοχής ή όχι της καταληφθείσας κληρονομιάς εκ μέρους της, ως ειδικό περιουσιακό στοιχείο απαλλαγμένο από τις λοιπές υποχρεώσεις της κληρονομιαίας περιουσίας και στη συνέχεια, μετά το θάνατο αυτής, η κληροδοσία, αποσυνδεδεμένη από την υπόλοιπη κληρονομιά, να περιέλθει στο Δήμο Ληξουρίου με επιτρεπτή καταπιστευτική υποκατάσταση. Σε κάθε περίπτωση όμως η κληροδοσία αφορούσε μόνο το δικαίωμα επικαρπίας σε κατ’ είδος ορισμένο πράγμα και δη στο συγκεκριμένο κτήμα …ς, δηλαδή στο εκεί ευρισκόμενο ακίνητο με τα συστατικά και τα παραρτήματά του, δηλαδή τις επ’ αυτού κείμενες τουριστικές εγκαταστάσεις και τον κινητό εξοπλισμό που εξυπηρετούσε διαρκώς τον οικονομικό σκοπό εκμετάλλευσης του ακινήτου. Τούτο όμως (ακίνητο με συστατικά και παραρτήματα) δεν υπήρχε στην περιουσία του διαθέτη κατά το χρόνο θανάτου του, διότι, όπως συνομολογούν όλοι οι διάδικοι και προκύπτει από τις αποδείξεις, στις 22.11.1988 μεταβιβάστηκε από τον ίδιο κατά πλήρη κυριότητα στην υπό σύσταση τότε ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία “Ξ. ΚΑΙ Τ.Ε. ”…” Α.Ε.” και το διακριτικό τίτλο ”…..”, πρώτη εκκαλούσα, που συνέστησε ο ίδιος μαζί με τη σύζυγό του, Σ. Τ. – Γ., δυνάμει του νομίμως μεταγεγραμμένου στο Υποθηκοφυλακείο … στον τόμο 253 με α.α. 17 στις 14.2.1989, υπ’ αριθ. …../22.11.1988 καταστατικού της συμβολαιογράφου Πειραιώς, Α. Μ. Α., δημοσιευθέντος στο ΦΕΚ ΑΕ – ΕΠΕ 116/23.1.1989, προς το σκοπό της σύστασής της, για την κάλυψη και καταβολή του κεφαλαίου της και ως αντάλλαγμα του δόθηκαν 14.574 ονομαστικές μετοχές επί συνόλου 17.500 μετοχών της εταιρείας. Μπορεί δε στο ως άνω συμβόλαιο σύστασης της ανώνυμης εταιρείας να αναγράφεται αδόκιμα ο όρος μετατροπή της ατομικής επιχείρησης του διαθέτη σε ανώνυμη εταιρεία, αφού δεν νοείται μετατροπή εταιρείας χωρίς νομική προσωπικότητα, όπως η ατομική επιχείρηση φυσικού προσώπου, σε εταιρεία με νομική προσωπικότητα, όπως η ανώνυμη εταιρεία…, όμως, με την ως άνω πράξη συστήνεται εξ αρχής ανώνυμη εταιρεία από φυσικά πρόσωπα με εισφορά ακινήτου, κατά πλήρη κυριότητα, προς κάλυψη και καταβολή μέρους του κεφαλαίου της. Ο αριθμός των 14.574 ονομαστικών μετοχών ειδικότερα, που αναφέρεται και στην υπ’ αριθ. …../29.12.1988 διορθωτική πράξη του ανωτέρω υπ’ αριθ. ……/22.11.1988 καταστατικού της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, αντιστοιχεί σε [14.574 Χ 10.000 (όπου σε δραχμές η αξία εκάστης)] 145.740.000 δραχμές, ήτοι στο ποσό που εκτιμήθηκε νομίμως από την Επιτροπή του άρθρου 9 του ν. 2190/1920, η αξία της καθαρής θέσης της εισφερθείσας περιουσίας της ανωτέρω ατομικής επιχείρησης του διαθέτη. Επομένως, σύμφωνα με τα ανωτέρω, κατά το χρόνο του θανάτου του, στις 13.5.1993, ο ως άνω διαθέτης δεν είχε πλέον κανένα δικαίωμα στο κτήμα … με τις επ’ αυτού κείμενες τουριστικές εγκαταστάσεις, αφού τούτο ήταν στην πλήρη κυριότητα της ανώνυμης εταιρείας, όπου ο ίδιος το είχε μεταβιβάσει εν ζωή, και, επομένως, δεν περιλαμβανόταν στην κληρονομιαία περιουσία.
Συνεπώς, η ως άνω δια της επίδικης διαθήκης κληροδοσία της επικαρπίας αυτού του κτήματος στην σύζυγό του, ήταν άκυρη, αφού αφορούσε αντικείμενο, κατ’ είδος ορισμένο, που δεν ανήκε στην κληρονομία κατά το χρόνο του θανάτου του διαθέτη (ΑΚ 1984 παρ. 1). Εξάλλου, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε ότι ο διαθέτης ήθελε να ισχύσει η κληροδοσία του ως άνω ακινήτου ως κληροδοσία ”προμηθευτέου αντικειμένου” (ΑΚ 1985), εν προκειμένω των ως άνω μετοχών της πρώτης εκκαλούσας, που έλαβε ως αντάλλαγμα για την εισφορά – μεταβίβαση αυτού. Και τούτο γιατί, κατά την ερμηνεία των επίδικων διαθηκών, αναζητώντας την αληθινή βούληση του διαθέτη χωρίς προσήλωση στις λέξεις (ΑΚ 173) και με την εκτίμηση όλων των ως άνω αναφερομένων κατ’ είδος αποδεικτικών μέσων, δεν προκύπτει ότι αληθινή βούληση του διαθέτη ήταν να περιέλθει η επικαρπία των 14.574 ως άνω μετοχών της συσταθείσας ανώνυμης εταιρείας, που έλαβε ως αντάλλαγμα για την εισφορά του ακινήτου (κτήμα …..), στη σύζυγό του και η ψιλή κυριότητα αυτών στο Δήμο Ληξουρίου και, μετά το θάνατό της, να περιέλθουν αυτές στο Δήμο Ληξουρίου κατά πλήρη κυριότητα, καθολικός διάδοχος του οποίου είναι ο εφεσίβλητος. Ούτε άλλως προέκυψε ότι η αληθινή του βούληση ήταν οι εν λόγω μετοχές να περιέλθουν ως κληροδοσία στο Δήμο Ληξουρίου υπό την αναβλητική αίρεση του θανάτου της συζύγου του, Σ. Γ.. Άλλωστε, αν ο διαθέτης ήθελε να περιέλθει η κληροδοσία στο ληφθέν αντάλλαγμα από την εισφορά του κτήματος ……, δηλαδή στις μετοχές του διαθέτη, ο τελευταίος θα το όριζε με σχετική τροποποιητική διαθήκη του και δεν θα το παρέλειπε, αφού από τις επίδικες διαθήκες, τον τρόπο διάθεσης στοιχείων της κληρονομιας και τις λεπτομερείς αναφορές του σε καταστάσεις, πρόσωπα και πράγματα, συνάγεται ότι επρόκειτο για άνθρωπο που ρύθμιζε λεπτομερώς τα περιουσιακά του στοιχεία και δεν θα άφηνε αρρύθμιστη την τύχη αυτών των μετοχών, αν δεν ήθελε αυτές να περιληφθούν στο σύνολο της κληρονομιάς που άφησε στη σύζυγό του. Μάλιστα στην πρώτη επίδικη διαθήκη του, κάνει λόγο ειδικώς για όλες τις μετοχές του, τις οποίες ορίζει ρητά ότι αφήνει στη σύζυγό του. Γνωρίζοντας, επομένως, ο διαθέτης ότι πλέον, μετά τη μεταβίβαση της πλήρους κυριότητας του κτήματος ….. μετά των συστατικών και παραρτημάτων του στην υπό σύσταση ανώνυμη εταιρεία, η κληροδοσία είναι άκυρη και ότι το αντάλλαγμα αυτής της μεταβίβασης είναι οι ληφθείσες μετοχές, για τις οποίες μετοχές γενικώς, ως περιουσιακό στοιχείο, γνώριζε, κατά το χρόνο σύστασης της εταιρείας, ότι είχε διαλάβει σχετική διάταξη στη διαθήκη του, καταλείποντας αυτές στη γενική και καθολική κληρονόμο σύζυγό του, αν ήθελε αυτές ειδικά να τύχουν κληροδοσίας προμηθευτέου (ΑΚ 1985), θα το όριζε με σχετική του διάταξη τελευταίας βούλησης και δεν θα το παρέλειπε. Ενόψει αυτών και σύμφωνα με την πραγματική θέληση του διαθέτη, οι επίδικες μετοχές διττώς, είτε ως ανήκουσες στην κινητή περιουσία του διαθέτη είτε λόγω της ιδιότητάς τους ως μετοχές, για τις οποίες υπήρχε ειδική διάταξη στην επίδικη διαθήκη, περιήλθαν στην γενική καθολική κληρονόμο του σύζυγό του, Σ. Γ., που απεβίωσε στις 13.2.2016, αφήνοντας με διαθήκη κληρονόμους μεταξύ άλλων και τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτη των εκκαλούντων εναγομένων, και δεν θεωρούνται ως ειδικό στοιχείο, που κληροδοτήθηκε κατ’ επικαρπία στη σύζυγο και κατά ψιλή κυριότητα στον Δήμο Ληξουρίου και, μετά το θάνατο της συζύγου επικαρπώτριας, κατά πλήρη κυριότητα, ούτε άλλως κληροδοτήθηκαν κατά πλήρη κυριότητα στον ως άνω Δήμο με την αναβλητική αίρεση του θανάτου της συζύγου του διαθέτη, όπως εσφαλμένως ισχυρίστηκε με την υπό κρίση αγωγή του ο εφεσίβλητος, καθολικός διάδοχος του Δήμου Ληξουρίου, η οποία, ενόψει των ανωτέρω, ήταν απορριπτέα ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που έκρινε αυτήν ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και, κατ’ ερμηνεία της από 8.4.1987 ιδιόγραφης διαθήκης του ως άνω διαθέτη, αναγνώρισε τον εφεσίβλητο, ως καθολικό διάδοχο του Δήμου Ληξουρίου, ότι απέκτησε με κληροδοσία κατά ψιλή κυριότητα και, μετά το θάνατο της συζύγου, κατά πλήρη κυριότητα τις 14.574 μετοχές της πρώτης εκκαλούσας, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και στην εφαρμογή του νόμου?. Με βάση τις παραδοχές αυτές το Εφετείο, όπως προαναφέρθηκε, δέχθηκε την έφεση των εκκαλούντων και ήδη αναιρεσιβλήτων και αφού εξαφάνισε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, απέρριψε κατ’ ουσίαν την αγωγή του αναιρεσείοντος. Με αυτά που δέχθηκε και έτσι όπως έκρινε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατ’ αρχήν παραβίασε ευθέως με εσφαλμένη ερμηνεία και μη εφαρμογή την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 173 ΑΚ. Ειδικότερα, αιτιολογώντας το Εφετείο την κρίση του ότι με την πρώτη από 08-4-1987 διαθήκη του ο διαθέτης Σ.Τ. τίμησε και με κληροδοσία τη σύζυγό του Σ. Γ., αφήνοντας σ’ αυτήν, ως εξαίρετο, την επικαρπία του κτήματος …. Κορινθίας, όπου βρίσκονταν οι τουριστικές εγκαταστάσεις της ατομικής του επιχείρησης και ότι όρισε με την ίδια διαθήκη καταπιστευτική υποκατάσταση στην κληροδοσία αυτή για κοινωφελή σκοπό υπέρ του Δήμου Ληξουρίου μετά το θάνατο της συζύγου του, δέχθηκε στη συνέχεια ότι “… Και υπήρχε λόγος που ο ανωτέρω διαθέτης τίμησε με κληροδοσία, αφήνοντας το κτήμα …. ως εξαίρετο στη γενική κληρονόμο σύζυγό του και δεν το περιέλαβε και αυτό στην κληρονομιά που της άφησε ως γενική-καθολική κληρονόμο του. Ήθελε να περιέλθει τούτο σ’ αυτήν, ανεξαρτήτως της αποδοχής ή όχι της καταληφθείσας κληρονομιάς εκ μέρους της, ως ειδικό περιουσιακό στοιχείο απαλλαγμένο από τις λοιπές υποχρεώσεις της κληρονομιαίας περιουσίας και στη συνέχεια, μετά το θάνατο αυτής, αυτή η κληροδοσία, αποσυνδεδεμένη από την υπόλοιπη κληρονομιά, να περιέλθει στο Δήμο Ληξουρίου με επιτρεπτή καταπιστευτική υποκατάσταση”. Από τις παραδοχές αυτές της προσβαλλόμενης απόφασης προκύπτει ότι το Εφετείο διαπίστωσε εμμέσως την ύπαρξη αμφιβολίας ως προς την ερμηνεία της αληθινής βούλησης του διαθέτη σχετικά με το κτήμα … και για το λόγο αυτό προσέφυγε στο ανωτέρω εκτιθέμενο επιχείρημα. Ωστόσο, παρά την ανέλεγκτη, έστω και έμμεση, διαπίστωση της αμφιβολίας αυτής και ως εκ τούτου την ανάγκη ερμηνείας της βούλησης του διαθέτη, παρέλειψε να προσφύγει στον ερμηνευτικό κανόνα του άρθρου 173 ΑΚ, παραβιάζοντας έτσι ευθέως την εν λόγω διάταξη με τη μη εφαρμογή της. Κατά συνέπεια, ο πρώτος λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος. Περαιτέρω, το Εφετείο, με τις ανωτέρω εκτιθέμενες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασής του, περιέλαβε σ’ αυτήν ανεπαρκείς και αντιφατικές αιτιολογίες σε ζήτημα που ασκεί ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, με αποτέλεσμα η απόφαση να στερείται νόμιμης βάσης. Ειδικότερα, το Εφετείο δέχθηκε, κατ’ αρχήν, ότι με την πρώτη από 8-4-1987 διαθήκη του, “…ο διαθέτης κατέλειπε μοναδική, γενική και καθολική κληρονόμο τη σύζυγό του Σ. Γ., την οποία όμως τίμησε και με κληροδοσία, αφήνοντας σ’ αυτήν ως εξαίρετο (ΑΚ 1969) την επικαρπία του κτήματος … Κορινθίας, όπου ευρίσκονταν και οι τουριστικές εγκαταστάσεις της ατομικής επιχείρησης “Σ.B.” του διαθέτη. Όρισε δε καταπιστευτική υποκατάσταση στην ως άνω κληροδοσία για κοινωφελή σκοπό (ΑΚ 2009), συγκεκριμένα ότι μετά το θάνατο της ως άνω συζύγου του, η κληροδοσία, δηλαδή το εμπράγματο δικαίωμα της επικαρπίας του ως άνω κτήματος, να περιέλθει στο Δήμο Ληξουρίου, για να σπουδάζουν με τα έσοδα από αυτό δύο νέοι προερχόμενοι από την Κεφαλονιά”. Στη συνέχεια δέχεται ότι μετά τη σύνταξη της ανωτέρω διαθήκης και συγκεκριμένα στις 22-11-1988, συνέστησε με τη σύζυγό του Σ.Γ. την πρώτη αναιρεσίβλητη ανώνυμη εταιρεία, στην οποία μεταβίβασε κατά πλήρη κυριότητα, λόγω της εισφοράς του, το κτήμα … Κορινθίας με τα συστατικά και τα παραρτήματά του, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα 14.574 ονομαστικές μετοχές. Ενόψει δε της εξέλιξης αυτής και ερμηνεύοντας στη συνέχεια την αληθινή βούληση του διαθέτη κατά το άρθρο 173 ΑΚ, δέχεται ότι “… δεν προκύπτει ότι αληθινή βούληση του διαθέτη ήταν να περιέλθει η επικαρπία των 14.574 μετοχών της συσταθείσας ανώνυμης εταιρείας, που έλαβε ως αντάλλαγμα για την εισφορά του ακινήτου (κτήμα ….) στη σύζυγό του και η ψιλή κυριότητα αυτών στο Δήμο Ληξουρίου και μετά το θάνατό της να περιέλθουν στο Δήμο Ληξουρίου κατά πλήρη κυριότητα… Ούτε άλλως προέκυψε ότι η αληθινή του βούληση ήταν οι εν λόγω μετοχές να περιέλθουν ως κληροδοσία στο Δήμο Ληξουρίου υπό την αναβλητική αίρεση του θανάτου της συζύγου του Σ.Γ.”. Οι παραδοχές αυτές παρίστανται ως ανεπαρκείς και αντιφατικές, με αποτέλεσμα να καθίσταται ανέφικτος ο αναιρετικός έλεγχος ως προς την ορθή εφαρμογή του ερμηνευτικού κανόνα του άρθρου 173 ΑΚ. Και είναι ανεπαρκείς, αν ληφθεί υπόψη ότι η βούληση του διαθέτη, όσον αφορά τον τετιμημένο Δήμο Ληξουρίου και όπως δέχθηκε το Εφετείο, εκφράστηκε με την ως άνω διαθήκη του και επομένως, εφόσον δεν αναφέρεται στην αναιρεσιβαλλόμενη ότι με νέα διαθήκη ο διαθέτης άλλαξε τη βούλησή του ως προς τον εν λόγω Δήμο, καταλήγει στο ως άνω πόρισμα χωρίς επαρκείς αιτιολογίες. Είναι δε συγχρόνως οι αιτιολογίες αυτές και αντιφατικές, καθόσον, ενώ αρχικά δέχεται ότι με τη διαθήκη του ο διαθέτης εξέφρασε την βούλησή του ότι το κτήμα … με τις τουριστικές του εγκαταστάσεις, μετά το θάνατο της συζύγου του, θα περιέλθει στο Δήμο Ληξουρίου με τον αναφερόμενο κοινωφελή σκοπό, δέχεται στη συνέχεια, εντελώς αντιφατικά, ότι δεν ήταν στη βούληση του διαθέτη, όσον αφορά τις μετοχές που αυτός έλαβε, ως αντάλλαγμα, για την εισφορά του ως άνω κτήματος στη σύσταση της πρώτης αναιρεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας, να περιέλθουν, ως υποκατάστατο του εν λόγω κτήματος, μετά το θάνατο της συζύγου του, στον ανωτέρω Δήμο. Κατά συνέπεια, ο από τον αριθμό 19 του άρθρου 559 ΚΠολΔ δεύτερος λόγος αναίρεσης, είναι βάσιμος. Κατόπιν των ανωτέρω και δεδομένου ότι παρέλκει πλέον η έρευνα του τρίτου λόγου αναίρεσης από τους αριθμούς 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, καθώς καλύπτεται από την αναιρετική εμβέλεια των δύο πρώτων λόγων που γίνονται δεκτοί, πρέπει η κρινόμενη αίτηση αναίρεσης να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η πληττόμενη απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που δίκασαν προηγουμένως (άρθρ. 580 παρ. 3 ΚΠολΔ), ενώ πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στον αναιρεσείοντα του παραβόλου που αυτός κατέθεσε (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ). Τέλος, οι αναιρεσίβλητοι πρέπει να καταδικαστούν, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, κατά το νόμιμο αίτημά του (άρθρ. 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), τα οποία όμως θα καταλογιστούν μειωμένα, σύμφωνα με το άρθρο 281 παρ. 2 του Ν. 3463/2006 Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων, σε συνδ. με το άρθρο 22 παρ. 1 N. 3693/1957 (ΑΠ 1325/2022, ΑΠ124/2021, ΑΠ682/2020), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει την από 12/3/2022 αίτηση αναίρεσης και την πρόσθετη υπέρ του αναιρεσείοντος παρέμβαση.
Αναιρεί την 383/2021 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς.
Παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο, που θα συγκροτηθεί από δικαστές άλλους από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρούμενη απόφαση.
Καταδικάζει τους αναιρεσίβλητους στα δικαστικά έξοδα του αναιρεσείοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε στην Αθήνα, στις 22 Μαΐου 2024.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 2025.
Η ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
και ταύτης αποχωρησάσης από την Υπηρεσία, η αρχαιότερη της συνθέσεως Αρεοπαγίτης,
και ήδη Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου
Πηγή :