ΑΠΟΦΑΣΗ
Iosif κατά Κύπρου της 25.09.2025 (προσφ. αριθ. 11500/23)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Ο προσφεύγων, Κύπριος υπήκοος, κατηγορήθηκε ότι οργάνωσε απόπειρα δολοφονίας που εκτελέστηκε από δύο άλλα άτομα στις 26 Νοεμβρίου 2018 στη Λευκωσία. Μετά τη φυγή του στα κατεχόμενα εδάφη και την παράδοσή του από τις τουρκοκυπριακές αρχές τον Μάρτιο του 2021, οι συγκατηγορούμενοί του είχαν ήδη δικαστεί και καταδικαστεί χωριστά τον Σεπτέμβριο του 2021.
Η διακοσίων σελίδων απόφαση με την οποία καταδικάστηκαν οι συγκατηγορούμενοί του ανέφερε τον προσφεύγοντα ονομαστικά ή με ψευδώνυμο περίπου 100 φορές, περιγράφοντας λεπτομερώς τον ρόλο του στο σχέδιο δολοφονίας. Το Κακουργιοδικείο Λευκωσίας χαρακτήρισε αυτές τις αναφορές ως «πολύ συγκεκριμένες αναφορές στην άμεση και σαφή συμμετοχή του προσφεύγοντος στα εγκλήματα που διέπραξαν [οι συγκατηγορούμενοι]».
Ο προσφεύγων προσπάθησε ανεπιτυχώς να προσβάλει την απόφαση αυτή με αίτηση certiorari και στη συνέχεια ζήτησε τον τερματισμό της ποινικής διαδικασίας εναντίον του λόγω κατάχρησης διαδικασίας. Το Κακουργιοδικείο απέρριψε το αίτημά του τον Ιούνιο του 2022, υποστηρίζοντας ότι οι αναφορές ήταν αναπόφευκτες λόγω της φύσης της υπόθεσης και ότι η χωριστή δίκη ήταν αναγκαία επειδή ο προσφεύγων είχε διαφύγει. Το δικαστήριο διαβεβαίωσε ότι θα δίκαζε τον προσφεύγοντα αμερόληπτα παρά τις προηγούμενες αναφορές.
Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση των συγκατηγορουμένων τον Νοέμβριο του 2022 με απόφαση 120 σελίδων και η οποία ανέφερε τον προσφεύγοντα 37 φορές. Τον Σεπτέμβριο του 2023, η εισαγγελία απέσυρε τις κατηγορίες περί δολοφονίας κατά του προσφεύγοντος.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας (άρθρο 6 § 2), κρίνοντας ότι η συγκεκριμένη διατύπωση και ο τεράστιος αριθμός των αναφορών δημιούργησαν την εντύπωση ενοχής του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό παραβίασης του άρθρου 13, καθώς ο προσφεύγων είχε στη διάθεσή του αποτελεσματικά ένδικα μέσα. Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Ο προσφεύγων γεννήθηκε το 1978 και ζει στη Λευκωσία. Στις 26 Νοεμβρίου 2018, δύο άτομα έχοντας επιβιβαστεί πάνω σε σκούτερ άνοιξαν πυρ κατά αυτοκινήτου που οδηγούσε επιχειρηματίας στους δρόμους της Λευκωσίας. Οι σφαίρες έπληξαν το πίσω μέρος του αυτοκινήτου χωρίς να τραυματίσουν τον οδηγό.
Η αστυνομία υποπτεύθηκε ότι ο πυροβολισμός ήταν απόπειρα δολοφονίας που οργανώθηκε από τον προσφεύγοντα και εκτελέστηκε από δύο άλλα άτομα. Ο προσφεύγων, Ελληνοκύπριος που διέμενε στις ελεύθερες περιοχές, πέρασε στα κατεχόμενα εδάφη σε μη καθορισμένη ημερομηνία.
Τον Δεκέμβριο του 2018, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας διέταξε τη σύλληψή του. Στις 9 Ιανουαρίου 2019, οι Τουρκοκυπριακές αρχές τον συνέλαβαν με την κατηγορία της παράνομης κατοχής πυροβόλων όπλων και πυρομαχικών.
Στις 24 Σεπτεμβρίου 2019 σχηματίστηκε ποινική δικογραφία εναντίον των υπόπτων δραστών στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας. Στις 12 Μαρτίου 2021, οι τουρκοκυπριακές αρχές παρέδωσαν τον προσφεύγοντα στις κρατικές αρχές. Την 1η Ιουνίου 2021 κινήθηκε ποινική υπόθεση εναντίον του στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 2021, το δικαστήριο καταδίκασε τους υποτιθέμενους δολοφόνους για απόπειρα ανθρωποκτονίας και άλλα εγκλήματα. Η διακοσίων σελίδων απόφαση ανέφερε τον προσφεύγοντα ονομαστικά ή με ψευδώνυμο περίπου 100 φορές, περιγράφοντας λεπτομερώς τη συμμετοχή του στην επιχείρηση δολοφονίας.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 § 2,
Άρθρο 13
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Άρθρο 6 § 2 – Τεκμήριο αθωότητας
Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι όταν ένας απών κατηγορούμενος εμπλέκεται μέσω αναφορών σε απόφαση κατά των συγκατηγορουμένων του, αυτές οι αναφορές μπορεί να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη δική του δίκη και να παραβιάζουν το άρθρο 6 § 2.
Η αξιολόγηση του Δικαστηρίου βασίστηκε σε πολλαπλούς παράγοντες:
- Αν ήταν αναγκαίο να δικαστούν οι συγκατηγορούμενοι χωριστά
- Αν ήταν εφικτό να δικαστούν όλοι μαζί
- Αν η απόφαση ανέφερε τον απόντα κατηγορούμενο όσο το δυνατόν λιγότερο
- Ποια ήταν η συγκεκριμένη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε
- Πόσες λεπτομέρειες αποκαλύφθηκαν για τον ρόλο του απόντος κατηγορούμενου
- Με πόση σαφήνεια η απόφαση δήλωνε ότι δεν καθόριζε την ενοχή του απόντος κατηγορουμένου
- Με πόση σαφήνεια οι αρχές υπέδειξαν ότι οι αναφορές δεν προδίκαζαν την ενοχή του
- Πόσα χαρακτηριστικά της ταυτότητας του απόντος κατηγορούμενου αποκαλύφθηκαν
- Αν η απόφαση αναγνώστηκε δημόσια
- Πώς αντέδρασαν τα ΜΜΕ
- Ποια νομική επίδραση είχε η απόφαση στη δίκη του απόντος κατηγορούμενου
- Αν τα δικαστήρια προσπάθησαν να μετριάσουν οποιαδήποτε προκατάληψη
- Αν τα ανώτερα δικαστήρια διόρθωσαν αυτή την προκατάληψη
Στην προκειμένη υπόθεση, το Δικαστήριο συμφώνησε ότι η απόφαση έναρξης της δίκης των συγκατηγορουμένων πριν από τη σύλληψη του προσφεύγοντος ήταν ορθή, καθώς αυτός βρισκόταν σε εδάφη εκτός του ελέγχου της Κυβέρνησης και ήταν αβέβαιο αν θα μπορούσε να παραδοθεί.
Ωστόσο, επειδή το συνταχθέν κατηγορητήριο κατά των συγκατηγορουμένων του περιείχε πολλαπλές αναφορές στον προσφεύγοντα, το Κακουργιοδικείο θα μπορούσε να είχε αποτρέψει το πρόβλημα κατευθύνοντας την εισαγγελία να το τροποποιήσει για να διασφαλίσει τα δικαιώματά του.
Το πιο σημαντικό όμως ήταν η συγκεκριμένη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε, την οποία το ίδιο το Κακουργιοδικείο περιέγραψε ως «πολύ συγκεκριμένες αναφορές στην άμεση και σαφή συμμετοχή του προσφεύγοντος στα εγκλήματα που διέπραξαν [οι συγκατηγορούμενοι]», μαζί με τον τεράστιο αριθμό αυτών των αναφορών (100 φορές στην πρωτόδικη απόφαση και 37 φορές στην δευτεροβάθμια). Αυτό οδήγησε το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι το τεκμήριο αθωότητας του προσφεύγοντος (άρθρο 6 παρ. 2) είχε παραβιαστεί.
Άρθρο 13 – Δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απογοήτευση του προσφεύγοντος από το αποτέλεσμα των ένδικων μέσων δεν αποτελεί ένδειξη της αναποτελεσματικότητάς τους. Το αίτημα του προσφεύγοντος για τερματισμό της ποινικής διαδικασίας εναντίον του εξετάστηκε από τριμελές (και όχι μονομελές) δικαστήριο που ήταν ικανό να εγκρίνει το αίτημα. Αυτό το ένδικο μέσο από μόνο του ήταν επαρκές για να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις του άρθρου 13.
Το Δικαστήριο επίσης επανέλαβε ότι το άρθρο 13 δεν εγγυάται ως τέτοιο το δικαίωμα έφεσης. Κατά συνέπεια, η καταγγελία βάσει του άρθρου 13 κρίθηκε προδήλως αβάσιμη.
ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΗ ΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
«Η συγκεκριμένη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε, την οποία το ίδιο το Κακουργιοδικείο περιέγραψε ως “πολύ συγκεκριμένες αναφορές στην άμεση και σαφή συμμετοχή του προσφεύγοντα στα εγκλήματα που διέπραξαν οι [συγκατηγορούμενοι]”, μαζί με τον τεράστιο αριθμό αυτών των αναφορών, οδηγεί το Δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι το δικαίωμα του προσφεύγοντος να θεωρείται αθώος έχει παραβιαστεί» (παράγραφος 65 της απόφασης).
ΣΧΟΛΙΟ
Η απόφαση αυτή αποτελεί σημαντική συμβολή στη νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με το τεκμήριο της αθωότητας σε υποθέσεις χωριστών δικών συγκατηγορουμένων, ιδιαίτερα όσον αφορά την ισορροπία μεταξύ της αναγκαιότητας αποτελεσματικής απονομής δικαιοσύνης και της προστασίας των διαδικαστικών δικαιωμάτων των απόντων κατηγορουμένων.
Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την αρχή που καθιερώθηκε στην υπόθεση Karaman κατά Γερμανίας της 27.02.2014 (προσφ. αριθ. 17103/10) [https://hudoc.echr.coe.int/eng?i=001-141197], ότι οι αναφορές σε απόντα κατηγορούμενο σε απόφαση για τους συγκατηγορουμένους του μπορούν να παραβιάσουν το τεκμήριο αθωότητας. Η παρούσα απόφαση ανέπτυξε περαιτέρω αυτή την αρχή, καθιερώνοντας έναν λεπτομερή κατάλογο 13 παραγόντων για την αξιολόγηση τέτοιων παραβιάσεων.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στη συγκεκριμένη διατύπωση και στον αριθμό των αναφορών, ακολουθώντας τις αρχές των αποφάσεων Mucha κατά Σλοβακίας της 25.11.2021 (προσφ. αριθ. 63703/19) και Negulyayev κατά Ρωσίας της 08.03.2022 (προσφ. αριθ. 49330/16).
Η απόφαση διαφοροποιείται από την υπόθεση Bauras κατά Λιθουανίας της 31.10.2017 (προσφ. αριθ. 56795/13), όπου το Δικαστήριο είχε δεχτεί ότι οι περιορισμένες αναφορές σε απόντα κατηγορούμενο δεν παραβίασαν το τεκμήριο αθωότητας. Στην προκειμένη περίπτωση, οι 100 αναφορές στην πρωτόδικη απόφαση και οι 37 στην δευτεροβάθμια θεωρήθηκαν υπερβολικές.
Συγκριτική ανάλυση με νομολογία διεθνών δικαστηρίων
Η προσέγγιση του ΕΔΔΑ συγκλίνει με τη νομολογία του Διαμερικανικού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην υπόθεση Lori Berenson Mejía κατά Περού της 25.11.2004 (Series C No. 119) [https://www.corteidh.or.cr/docs/casos/articulos/seriec_119_ing.pdf], όπου το Διαμερικανικό Δικαστήριο έκρινε ότι οι δημόσιες δηλώσεις υψηλόβαθμων αξιωματούχων σχετικά με την ενοχή του κατηγορουμένου πριν από τη δίκη παραβίασαν το τεκμήριο αθωότητας.
Η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ στην υπόθεση Gridin κατά Ρωσικής Ομοσπονδίας της 20.07.2000 (CCPR/C/69/D/770/1997) έχει επίσης αναγνωρίσει ότι οι δημόσιες αναφορές σχετικά με την ενοχή κατηγορουμένου από δικαστικές αρχές πριν από την αμετάκλητη καταδίκη του μπορούν να παραβιάσουν το τεκμήριο αθωότητας που θεσπίζεται στο άρθρο 14 παρ. 2 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ).