ΑΠΟΦΑΣΗ
E.A. και Association Européenne contre les violences faites aux femmes au travail κατά Γαλλίας της 04.09.2025 (προσφ. αριθ. 30556/22)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγουσες, Γαλλίδα υπήκοος και ΜΚΟ, κατήγγειλαν παραβιάσεις των θετικών υποχρεώσεων που απορρέουν από τα άρθρα 3 και 8 της ΕΣΔΑ. Η πρώτη προσφεύγουσα, τεχνικός φαρμακείου νοσοκομείου, υπέστη συστηματική σεξουαλική βία και ψυχολογικό εξαναγκασμό από τον προϊστάμενό της, αρχιφαρμακοποιό που εκμεταλλεύτηκε τη θέση εξουσίας του για να καθιερώσει σχέση χαρακτηριζόμενη από εξαναγκαστικό έλεγχο και εξευτελιστική μεταχείριση.
Η υπόθεση αφορούσε τόσο την επάρκεια του γαλλικού νομικού πλαισίου στην αντιμετώπιση μη συναινετικών σεξουαλικών πράξεων όσο και την αποτελεσματικότητα της ανταπόκρισης των εγχώριων αρχών σε καταγγελίες σεξουαλικής βίας στην εργασία. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι παρότι το γαλλικό ποινικό δίκαιο ποινικοποιεί τον βιασμό και τις σεξουαλικές επιθέσεις, η εξάρτησή του από την απόδειξη «βίας, εξαναγκασμού, απειλής ή εξαπάτησης» χωρίς ρητή αναφορά στη συναίνεση δημιουργεί νομική αβεβαιότητα και αποτυγχάνει να προστατεύσει επαρκώς τα θύματα, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ψυχολογικού εξαναγκασμού ή ακινητοποίησης από τον φόβο.
Το ΕΔΔΑ καθόρισε ότι οι εσωτερικές αρχές απέτυχαν να διενεργήσουν αποτελεσματική έρευνα, αποκλείοντας σοβαρές καταγγελίες βιασμού από το πεδίο της έρευνας και περιορίζοντας τις διώξεις σε κατηγορίες βίαιης συμπεριφοράς και σεξουαλικής παρενόχλησης. Η εκτίμηση της συναίνεσης από τα εσωτερικά δικαστήρια κρίθηκε θεμελιωδώς ελλιπής, αποτυγχάνοντας να λάβει υπόψη το εξαναγκαστικό περιβάλλον, την ανισορροπία εξουσίας και την ψυχολογική ευπάθεια του θύματος. Το Δικαστήριο επέκρινε ιδιαίτερα τη χρήση ενός ταπεινωτικού «συμβολαίου κυρίου-δούλου» ως απόδειξης συναίνεσης, γεγονός που συνιστούσε δευτερογενή θυματοποίηση.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβιάσεις των άρθρων 3 και 8 όσον αφορά τόσο τις ουσιαστικές όσο και τις διαδικαστικές θετικές υποχρεώσεις και επιδίκασε 20.000 ευρώ στην πρώτη προσφεύγουσα για ηθική βλάβη, ενώ κήρυξε την προσφυγή της ΜΚΟ απαράδεκτη λόγω έλλειψης της ιδιότητας του θύματος.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Η πρώτη προσφεύγουσα εργαζόταν ως τεχνικός φαρμακείου στο νοσοκομείο Briey από τον Μάρτιο 2010, με προσωρινή σύμβασης εργασίας με υποχρεώσεις εκπαίδευσης. Υπάγετο άμεσα στον Dr. K.B., αρχιφαρμακοποιό και αντιπρόεδρο της ιατρικής επιτροπής, ο οποίος είχε σημαντική επιρροή στις επαγγελματικές της προοπτικές και την ανανέωση του συμβολαίου της.
Από το 2011, ο Dr. K.B. εκμεταλλεύτηκε συστηματικά τη θέση εξουσίας του για να καθιερώσει σχέση χαρακτηριζόμενη από σεξουαλικό εξαναγκασμό και ψυχολογικό έλεγχο. Η σχέση περιελάμβανε ταπεινωτικές σεξουαλικές πρακτικές, συστηματική εξευτελισμό και συνολικό έλεγχο της προσωπικής ζωής της προσφεύγουσας, συμπεριλαμβανομένης της ενδυμασίας, των καθημερινών δραστηριοτήτων και των επικοινωνιών της. Ο Dr. K.B. εξανάγκασε την προσφεύγουσα να υπογράψει πολλαπλές εκδοχές ενός «συμβολαίου κυρίου-σκύλας» που περιέγραφε σαδομαζοχιστικές και απάνθρωπες πρακτικές και υποχρεώσεις.
Η ψυχική υγεία της προσφεύγουσας επιδεινώθηκε σημαντικά, με αποτέλεσμα εκτεταμένη άδεια ασθενείας από τον Ιούνιο 2013 και ψυχιατρική νοσηλεία που διήρκεσε αρκετούς μήνες. Η διοίκηση του νοσοκομείου διεξήγαγε διοικητική έρευνα και ανέφερε το θέμα στον εισαγγελέα, οδηγώντας σε ποινική διαδικασία κατά του Dr. K.B.
Παρά τις σαφείς καταγγελίες για βιασμό και σεξουαλικές επιθέσεις, η έρευνα περιορίστηκε σε κατηγορίες βίαιης συμπεριφοράς και σεξουαλικής παρενόχλησης. Τα εγχώρια δικαστήρια τελικώς αθώωσαν τον Dr. K.B., με το Εφετείο να καταλήγει ότι η προσφεύγουσα είχε συναινέσει σε όλες τις σεξουαλικές πράξεις, βασιζόμενο κυρίως στην ύπαρξη του γραπτού συμβολαίου και ορισμένων επικοινωνιών.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 3,
Άρθρο 8
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Παραβίαση άρθρων 3 και 8
Θετικές Υποχρεώσεις
Το Δικαστήριο επανεπιβεβαίωσε ότι τα κράτη φέρουν θετικές υποχρεώσεις υπό τα άρθρα 3 και 8 να υιοθετούν επαρκή νομικά πλαίσια ποινικοποίησης μη συναινετικών σεξουαλικών πράξεων και να εξασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή τους μέσω κατάλληλων διαδικασιών έρευνας και ποινικής δίωξης.
Ουσιαστική πτυχή
Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι το εγχώρια δικαστήρια ερμηνεύουν εδώ και καιρό τις διατάξεις περί βιασμού και σεξουαλικών επιθέσεων με αναφορά στη συναίνεση, παρά την απουσία ρητής νομοθετικής αναγνώρισης. Ωστόσο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εξάρτηση αποκλειστικά από την απόδειξη «βίας, εξαναγκασμού, απειλής ή εξαπάτησης» δημιουργεί σημαντικά κενά προστασίας, ιδιαίτερα για θύματα που βιώνουν ψυχολογικό εξαναγκασμό ή αντιδράσεις ακινητοποίησης.
Το Δικαστήριο επεσήμανε την αυξανόμενη διεθνή συναίνεση προς τη ρητή αναγνώριση της συναίνεσης ως κεντρικού στοιχείου στους ορισμούς σεξουαλικών εγκλημάτων, όπως αντικατοπτρίζεται στη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης και τη συγκριτική ευρωπαϊκή πρακτική. Ενώ αναγνώριζε το περιθώριο εκτίμησης της Γαλλίας στη νομοθετική διατύπωση, το Δικαστήριο τόνισε ότι η αποτελεσματική προστασία απαιτεί σαφή νομικά πλαίσια που αναγνωρίζουν την πραγματικότητα του πώς συμβαίνει η σεξουαλική βία, συμπεριλαμβανομένου του εξαναγκαστικού ελέγχου και της εκμετάλλευσης της ευπάθειας.
Διαδικαστική πτυχή
Το Δικαστήριο εντόπισε πολλαπλές αποτυχίες στην ανταπόκριση των εθνικών αρχών που αθροιστικά παραβίασαν τις διαδικαστικές υποχρεώσεις των άρθρων 3 και 8.
Το πεδίο της έρευνας περιορίστηκε ανεπίτρεπτα, αποκλείοντας σοβαρές καταγγελίες βιασμού και σεξουαλικών επιθέσεων από εξέταση παρά την ύπαρξη πειστικών στοιχείων. Αυτός ο θεμελιώδης περιορισμός απέτρεψε την κατάλληλη εξέταση των σοβαρότερων πτυχών των καταγγελιών της προσφεύγουσας και συνιστούσε αποτυχία λήψης σοβαρά των καταγγελιών σεξουαλικής βίας.
Η έρευνα αυτή καθαυτή ήταν ελλιπής σε πολλές πτυχές. Κρίσιμα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένων ηλεκτρονικών επικοινωνιών μεταξύ των μερών, διατηρήθηκαν και αναλύθηκαν ανεπαρκώς. Η καθυστερημένη κατάσχεση του υπολογιστικού εξοπλισμού του Dr. K.B. είχε ως αποτέλεσμα απώλεια δεδομένων, ενώ τα τηλεφωνικά αρχεία δεν εξετάστηκαν ποτέ με τον δέοντα τρόπο. Αυτά τα ερευνητικά κενά υπονόμευσαν την ικανότητα των αρχών να αποτυπώσουν μια πλήρη πραγματική εικόνα της κατάστασης
Σημαντικότερα, η εκτίμηση της συναίνεσης από τα εθνικά δικαστήρια ήταν θεμελιωδώς ελλιπής και αντίθετη προς τις απαιτήσεις της ΕΣΔΑ. Τα δικαστήρια απέτυχαν να διεξάγουν την απαιτούμενη αξιολόγηση της συναίνεσης, αγνοώντας σαφή στοιχεία εξαναγκαστικού ελέγχου, ανισορροπίας εξουσίας και ψυχολογικής ευπάθειας.
Εκτίμηση της συναίνεσης
Το Δικαστήριο τόνισε αρκετούς παράγοντες που οι εσωτερικές αρχές αγνόησαν ακατάλληλα κατά την εκτίμηση της συναίνεσης. Η επαγγελματική σχέση εξουσίας μεταξύ του Dr. K.B. και της προσφεύγουσας ήταν κεντρική, περιλαμβάνοντας άμεση εποπτική εξουσία επί των επαγγελματικών της προοπτικών και του εργασιακού της καθεστώτος. Ο Dr. K.B. απείλησε ρητάς με επαγγελματικά αντίποινα και είχε επιδείξει την προθυμία του να υλοποιήσει τέτοιες απειλές.
Το πρότυπο εξαναγκαστικού ελέγχου ήταν εκτενώς τεκμηριωμένο, περιλαμβάνοντας συστηματική ψυχολογική χειραγώγηση, απομόνωση από συναδέλφους και οικογένεια, και συνολικό έλεγχο της καθημερινής ζωής της προσφεύγουσας. Η ειδική ψυχιατρική εκτίμηση είχε αναγνωρίσει χαρακτηριστικά συνεπή με το «σύνδρομο ομήρου», υποδεικνύοντας σοβαρή ψυχολογική επίδραση που θα επηρέαζε την ικανότητα ελεύθερης συναίνεσης.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το αποκαλούμενο «συμβόλαιο κυρίου-σκύλας» αντιπροσώπευε εργαλείο εξαναγκαστικού ελέγχου παρά απόδειξη συναίνεσης. Η εξάρτηση των εγχώριων δικαστηρίων σε αυτό το έγγραφο για να συμπεράνουν ότι η προσφεύγουσα είχε συναινέσει σε μετέπειτα σεξουαλικές πράξεις συνιστούσε θεμελιώδη παρανόηση των αρχών συναίνεσης και έθεσε την προσφεύγουσα σε δευτερογενή θυματοποίηση.
Δευτερογενής Θυματοποίηση
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εγχώριες διαδικασίες υπέβαλαν την προσφεύγουσα σε δευτερογενή θυματοποίηση μέσω προσεγγίσεων που κατηγορούσαν το θύμα και απέτυχαν να προστατεύσουν την αξιοπρέπειά της. Η πρόταση ότι η υπογραφή ενός εξευτελιστικού συμβολαίου συνιστούσε γενική συναίνεση για μελλοντικές σεξουαλικές πράξεις ήταν ιδιαίτερα προβληματική, αντιπροσωπεύοντας ακριβώς το είδος στερεότυπου συλλογισμού που αποθαρρύνει τα θύματα από το να αναζητήσουν δικαιοσύνη.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι η συναίνεση πρέπει να εκτιμάται για κάθε συγκεκριμένη πράξη, δεν μπορεί να τεκμαίρεται από συμπεριφορά του παρελθόντος ή συμφωνίες, και παραμένει ανακλητή. Η προσέγγιση των εσωτερικών δικαστηρίων παραβίασε αυτές τις θεμελιώδεις αρχές και συνιστά αποτυχία προστασίας των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας υπό το άρθρο 8 για αξιοπρέπεια και προσωπική αυτονομία.
Δομικές Ανεπάρκειες
Η υπόθεση αποκάλυψε ευρύτερα συστημικά προβλήματα στον τρόπο που οι γαλλικές αρχές χειρίζονται περιπτώσεις εργασιακής σεξουαλικής βίας. Η αποτυχία αναγνώρισης δυναμικής εξαναγκαστικού ελέγχου, η ανεπαρκής έρευνα σεξουαλικής βίας βασισμένης στην εξουσία, και η προβληματική δικαστική αιτιολόγία κατέδειξαν θεσμικά κενά που απαιτούν συνολική μεταρρύθμιση.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβιάσεις των άρθρων 3 (εξευτελιστική μεταχείριση) και 8 (σεβασμός της ιδιωτικής ζωής) τόσο στις ουσιαστικές όσο και στις διαδικαστικές τους πτυχές και επιδίκασε 20.000 ευρώ στην πρώτη προσφεύγουσα για ηθική, συν 1.503,77 ευρώ για δικαστικά έξοδα. Τέλος, κήρυξε την προσφυγή της ΜΚΟ ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης της ιδιότητας του θύματος.