ΑΠΟΦΑΣΗ
Kroi and Nocka κατά Αλβανίας της 26.08.2025 (προσφ. αριθ. 84056/17)
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Οι προσφεύγοντες, Αλβανοί υπήκοοι, κατήγγειλαν παραβίαση του δικαιώματός τους σε αμερόληπτο δικαστήριο από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Τρεις δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου (Δικαστές B.I., G.D. και F.L.) που είχαν προηγουμένως εκδικάσει την ίδια υπόθεση ως μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου το 2012, συμμετείχαν στη συνταγματική διαδικασία το 2017. Η υπόθεση αφορούσε περιουσιακά δικαιώματα και την αρχή της νομικής ασφάλειας μετά την ακύρωση απόφασης αποκατάστασης ακινήτου.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο συνεδρίασε σε μειωμένη σύνθεση έξι από εννέα δικαστές λόγω δομικών ανεπαρκειών στην πλήρωση κενών θέσεων. Το δικαστήριο απέρριψε την συνταγματική καταγγελία των προσφευγόντων κατόπιν ισοψηφίας τριών προς τρεις, με τους τρεις πρώην δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ψηφίζουν για απόρριψη. Σύμφωνα με τον αλβανικό νόμο, απαιτείτο πλειοψηφία πέντε δικαστών για να γίνει δεκτή τέτοια καταγγελία.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η συμμετοχή των ίδιων δικαστών σε διαφορετικά στάδια διαδικασιών που αφορούσαν στενά συσχετισμένα ουσιαστικά ζητήματα δημιούργησε αντικειμενικά δικαιολογημένο φόβο έλλειψης αμεροληψίας. Οι δικαστές ουσιαστικά κλήθηκαν να αποφασίσουν εάν οι ίδιοι είχαν προηγουμένως συμβάλει στην παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των προσφευγόντων. Το Δικαστήριο τόνισε ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο απέτυχε να εξετάσει εάν η ισχυριζόμενη έλλειψη αμεροληψίας δικαιολογούσε την εξαίρεση των δικαστών ή επηρέαζε την ικανότητά του να αποφασίσει επί του ζητήματος.
Η απόφαση υπογράμμισε τις δομικές ανεπάρκειες στη σύνθεση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, σημειώνοντας ότι οι εκτεταμένες καθυστερήσεις στον διορισμό νέων μελών συνέβαλαν στη συνεδρίαση του δικαστηρίου σε ελλιπή σύνθεση. Ο ταυτόχρονος διορισμός πολλαπλών πρώην δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου στο Συνταγματικό Δικαστήριο δημιούργησε θεσμικά προβλήματα όταν προέκυπταν ζητήματα αμεροληψίας, ιδιαίτερα δεδομένου ότι οι περισσότερες συνταγματικές καταγγελίες αφορούν αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 σχετικά με το δικαίωμα σε αμερόληπτο δικαστήριο και επιδίκασε 3.600 ευρώ σε κάθε προσφεύγοντα για ηθική βλάβη, συν 4.000 ευρώ από κοινού για δικαστικά έξοδα.
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ
Οι προσφεύγοντες γεννήθηκαν το 1951 και 1952 αντιστοίχως και ζουν στα Τίρανα. Η υπόθεση προέκυψε από διαδικασίες αποκατάστασης ακινήτου που αφορούσε οικόπεδο 1.176 τ.μ. Στις 26 Αυγούστου 2000, η Επιτροπή Αποκατάστασης και Αποζημίωσης Περιουσίας αναγνώρισε την κυριότητα της N.N. και χορήγησε μερική αποκατάσταση. Η N.N. στη συνέχεια πώλησε το οικόπεδο στους προσφεύγοντες, οι οποίοι κατέγραψαν τον τίτλο τους στο Κτηματολόγιο.
Το 2007, η Εισαγγελία του Κράτους ζήτησε την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής, υποστηρίζοντας ότι το ακίνητο δεν ήταν ελεύθερο για αποκατάσταση λόγω κατοχής από δημόσιο αθλητικό κέντρο. Ο Οργανισμός Αποκατάστασης και Αποζημίωσης Περιουσίας ακύρωσε την απόφαση του 2000, ακυρώνοντας τον τίτλο των προσφευγόντων από το Κτηματολόγιο. Το ακίνητο στη συνέχεια μεταβιβάστηκε στην εταιρεία M., την υπάρχουσα ενοικιάστρια.
Οι προσφεύγοντες προσέβαλαν την απόφαση του Οργανισμού στα εγχώρια δικαστήρια. Τον Ιούλιο 2012, το Ανώτατο Δικαστήριο, σε πενταμελή σύνθεση που περιλάμβανε τους Δικαστές B.I., G.D. και F.L., απέρριψε την έφεση των προσφευγόντων επί νομικών σημείων de plano. Μετά από επιτυχημένη συνταγματική καταγγελία σχετικά με δικαστική αμεροληψία (διαφορετικός δικαστής ήταν ο πρώην Εισαγγελέας του Κράτους), το Συνταγματικό Δικαστήριο επανέπεμψε την υπόθεση στο Ανώτατο Δικαστήριο το 2013. Το 2016, το Ανώτατο Δικαστήριο και πάλι απέρριψε την έφεση.
Οι προσφεύγοντες υπέβαλαν δεύτερη συνταγματική καταγγελία τον Φεβρουάριο 2016, ισχυριζόμενοι παραβιάσεις του δικαιώματος ακρόασης και παραβίαση νομικής ασφάλειας. Στις 24 Ιουλίου 2017, το Συνταγματικό Δικαστήριο, συνεδριάζοντας με έξι δικαστές, απέρριψε την καταγγελία κατόπιν ισοψηφίας τριών προς τρεις, με τους τρεις πρώην δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου (B.I., G.D. και F.L.) να ψηφίζουν για απόρριψη.
ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Άρθρο 6 § 1 ΕΣΔΑ
Άρθρο 1 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Παραβίαση άρθρου 6 § 1 – Δικαίωμα σε Αμερόληπτο Δικαστήριο
Το Δικαστήριο επανεπιβεβαίωσε ότι η αμεροληψία πρέπει να προσδιορίζεται σύμφωνα με υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια. Το αντικειμενικό κριτήριο απαιτεί τη διαπίστωση εάν η σύνθεση του δικαστηρίου παρέχει επαρκείς εγγυήσεις για τον αποκλεισμό οποιασδήποτε εύλογης αμφιβολίας σχετικά με την αμεροληψία του. Η αξιολόγηση εάν η συμμετοχή του ίδιου δικαστή σε διαφορετικά στάδια συμμορφώνεται με το άρθρο 6 § 1 πρέπει να γίνεται κατά περίπτωση, εξετάζοντας εάν ο σύνδεσμος μεταξύ ουσιαστικών ζητημάτων είναι τόσο στενός ώστε να αμφισβητεί την αμεροληψία.
Στην προκειμένη υπόθεση, οι Δικαστές B.I., G.D. και F.L. συμμετείχαν τόσο στη διαδικασία του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2012 όσο και στη διαδικασία του Συνταγματικού Δικαστηρίου του 2017. Ενώ το Συνταγματικό Δικαστήριο αξιολόγησε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2016 (που δεν αφορούσε άμεσα αυτούς τους δικαστές), και οι δύο αποφάσεις αφορούσαν την ίδια έφεση και υιοθέτησαν την ίδια προσέγγιση. Οι ίδιοι δικαστές ουσιαστικά κλήθηκαν να αποφασίσουν εάν είχαν προηγουμένως συμβάλει στην παραβίαση των συνταγματικών δικαιωμάτων των προσφευγόντων.
Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι ανησυχίες ήταν αντικειμενικά δικαιολογημένες, ιδιαίτερα δεδομένου ότι και οι δύο αποφάσεις του Ανωτάτου και του Συνταγματικού Δικαστηρίου αφορούσαν στενά συσχετισμένα ουσιαστικά ζητήματα σχετικά με το res judicata, την απόφαση της Επιτροπής και την συμμόρφωση με προγενέστερη νομολογία του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Οι τρεις δικαστές ψήφισαν για απόρριψη της συνταγματικής καταγγελίας κατόπιν ισοψηφίας, καθιστώντας τη συμμετοχή τους καθοριστική.
Το Δικαστήριο τόνισε ότι δικαστές για τους οποίους υπάρχει εύλογος λόγος φόβου έλλειψης αμεροληψίας πρέπει να αποχωρούν, καθώς η δικαστική αμεροληψία αντιπροσωπεύει θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν πραγματοποίησε δημόσια ακροαματική διαδικασία ούτε ειδοποίησε τους προσφεύγοντες για τη σύνθεση του δικαστηρίου, εμποδίζοντάς τους να ζητήσουν εξαίρεση. Το δικαστήριο απέτυχε να εξετάσει το ζήτημα αμεροληψίας ή να εξετάσει εάν εφαρμόζονταν η αρχή της αναγκαιότητας.
Δομικές Ανεπάρκειες
Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δομικές ανεπάρκειες σχετικά με την έγκαιρη πλήρωση κενών θέσεων συνέβαλαν στη συνεδρίαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου σε ελλιπή σύνθεση. Ο ταυτόχρονος διορισμός πολλών πρώην δικαστών του Ανωτάτου Δικαστηρίου δημιούργησε θεσμικά προβλήματα όταν προέκυπταν ζητήματα αμεροληψίας, ιδιαίτερα προβληματικό δεδομένου του ρόλου του Συνταγματικού Δικαστηρίου στην επανεξέταση αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Οι εκτεταμένες καθυστερήσεις στο διορισμό αντικαταστατών (πάνω από τέσσερα χρόνια σε ορισμένες περιπτώσεις) περιέπλεξαν την ικανότητα του δικαστηρίου να εξετάσει εναλλακτικές ρυθμίσεις. Το Συνταγματικό Δικαστήριο στερήθηκε απαρτίας για πλήρη επανεξέταση από τον Μάρτιο 2018 έως τον Δεκέμβριο 2020 λόγω παραιτήσεων και απολύσεων ελέγχου.
Άλλες Καταγγελίες – Δεν Απαιτείται Εξέταση
Δεδομένης της παραβίασης που διαπιστώθηκε σχετικά με τη δικαστική αμεροληψία, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες θα μπορούσαν να αιτηθούν επανάνοιξη των διαδικασιών του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Αυτό θα επέτρεπε την εξέταση των εναπομεινάντων καταγγελιών από αμερόληπτο δικαστήριο, σύμφωνα με τον επικουρικό ρόλο του Δικαστηρίου.
Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 σχετικά με το δικαίωμα σε αμερόληπτο δικαστήριο και επιδίκασε 3.600 ευρώ σε κάθε προσφεύγοντα για ηθική βλάβη, πλέον 4.000 ευρώ από κοινού για δικαστικά έξοδα.
ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ
Η απόφαση αυτή αποτελεί σημαντική συμβολή στην εξελισσόμενη νομολογία του Δικαστηρίου για τις δομικές εγγυήσεις δικαστικής αμεροληψίας, ιδιαίτερα σε διαδικασίες συνταγματικού ελέγχου. Η απόφαση καθιερώνει σημαντικές αρχές σχετικά με θεσμικές ρυθμίσεις που μπορεί να διακυβεύσουν την εμφάνιση αμεροληψίας σε ιεραρχικά δικαστικά συστήματα.
Η ανάλυση του Δικαστηρίου επιδεικνύει εξελιγμένη κατανόηση της αλληλεπίδρασης μεταξύ συνταγματικών και αναιρετικών διαδικασιών. Σε αντίθεση με υποθέσεις όπως η Micallef κατά Μάλτας, όπου οι ανησυχίες αμεροληψίας προέκυψαν από άμεσο προσωπικό ενδιαφέρον, εδώ το ζήτημα προέκυψε από θεσμική σύγκρουση ρόλων εντός της δικαστικής ιεραρχίας. Η απόφαση βασίζεται σε αρχές που καθιερώθηκαν στην υπόθεση Scerri κατά Μάλτας, τονίζοντας ότι οι δικαστές δεν μπορούν να επανεξετάσουν τις δικές τους προηγούμενες αποφάσεις σε συναφείς διαδικασίες.
Συγκριτική Ανάλυση με τη Διεθνή Νομολογία
Η έμφαση του Δικαστηρίου στις αντικειμενικές εγγυήσεις αμεροληψίας αντικατοπτρίζει ευρύτερες διεθνείς τάσεις προς τη θεσμική ανεξαρτησία. Το Διαμερικανικό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων έχει τονίσει παρομοίως τις δομικές εγγυήσεις σε υποθέσεις όπως η Reverón Trujillo κατά Βενεζουέλας, όπου θεσμικές ρυθμίσεις διακυβεύσαν τη δικαστική ανεξαρτησία.
Ωστόσο, η εφαρμογή από το Δικαστήριο της αρχής της αναγκαιότητας δείχνει πιο περιοριστική προσέγγιση από ορισμένα εθνικά συνταγματικά δικαστήρια. Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο, για παράδειγμα, έχει εφαρμόσει τις αρχές αναγκαιότητας πιο φιλελεύθερα σε καταστάσεις θεσμικής παράλυσης, αν και πάντα με ρητή αιτιολόγηση και διαδικαστικές εγγυήσεις.
Θεσμικές Επιπτώσεις
Η απόφαση αναδεικνύει συστημικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα συνταγματικά δικαστήρια στις μετα-μεταβατικές δημοκρατίες. Τα προβλήματα σύνθεσης του Αλβανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου αντανακλούν παρόμοια ζητήματα σε άλλες δικαιοδοσίες που υφίστανται δικαστική μεταρρύθμιση. Η έμφαση του Δικαστηρίου στις έγκαιρες διαδικασίες διορισμού και την αποφυγή ταυτόχρονων διορισμών δικαστών από το ίδιο δικαστήριο καθιερώνει σημαντική καθοδήγηση για τη θεσμική σχεδίαση.
Η απόφαση υπογραμμίζει επίσης τη σημασία των διαδικαστικών εγγυήσεων πέραν των τυπικών κανόνων. Η αποτυχία του Συνταγματικού Δικαστηρίου να εξετάσει προληπτικά το ζήτημα αμεροληψίας παραβίασε το πνεύμα των εγγυήσεων δίκαιης δίκης, ακόμη και όπου υπήρχαν τυπικές διαδικασίες εξαίρεσης. Αυτό αντικατοπτρίζει την ευρύτερη έμφαση του Δικαστηρίου στην αποτελεσματική προστασία παρά στη μόνη τυπική συμμόρφωση.