Παραβίαση εύλογης διάρκειας δίκης και μη επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης
Η διαδικασία διήρκεσε 7 έτη, 3 μήνες και 20 ημέρες για ένα βαθμό δικαιοδοσίας – Κρίθηκε ότι η διαπίστωση της παραβίασης αποτελεί καθ’ εαυτήν επαρκή και δίκαιη ικανοποίηση για τον αιτούντα
Δεκτή εν μέρει έγινε αίτηση για δίκαιη ικανοποίηση λόγω υπέρβασης εύλογης διάρκειας δίκης, η οποία διήρκησε 7 έτη, 3 μήνες και 20 ημέρες για ένα βαθμό δικαιοδοσίας (ΜΠρΚαρδίτσας 88/2025).
Το δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντα στην εκδίκαση της υπόθεσής του εντός του ευλόγου χρόνου που απαιτείται για τη διάγνωση των πραγματικών και νομικών ζητημάτων που ανέκυψαν στη δίκη. Ωστόσο, απορρίφθηκε το αίτημα επιδίκασης χρηματικού ποσού ως δίκαιης ικανοποίησης.
Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, ο αιτών, δικηγόρος, με την ένδικη αγωγή του, στρεφόμενος κατά της τοπικής Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης Αποχέτευσης, αιτήθηκε την καταβολή του ποσού των 1.513.16 ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής, για τις αναφερόμενες ειδικότερα σε αυτή παρεχόμενες υπηρεσίες στα πλαίσια εκτέλεσης ανατεθεισών σε αυτόν εντολών.
Η επίμαχη διαδικασία διήρκησε, κατ’ αρχήν, επτά (7) έτη, τρεις (3) μήνες και είκοσι (20) ημέρες για ένα βαθμό δικαιοδοσίας. Ωστόσο, το δικαστήριο έκρινε πως από την περίοδο αυτή πρέπει να αφαιρεθεί το χρονικό διάστημα που αντιστοιχεί στο διάστημα αναστολής λειτουργίας των δικαστηρίων στο πλαίσιο της λήψης έκτακτων μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας έναντι του κορωνοϊού COVID-19, καθώς και το διάστημα από τη συζήτηση ως τη δημοσίευση της απόφασης, το οποίο, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας κρίθηκε εύλογο. Επομένως, η χρονική περίοδος που πρέπει να ληφθεί υπόψη, προκειμένου να κριθεί αν συντρέχει ή όχι υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, στην κρινόμενη περίπτωση, διήρκεσε έξι (6) έτη, πέντε (5) μήνες και τρεις (3) ημέρες, για ένα βαθμό δικαιοδοσίας.
Το δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο αιτών δεν συνέβαλε με τη συμπεριφορά του στην καθυστέρηση της επίμαχης διαδικασίας, η δε συμπεριφορά των διαδίκων, ακόμη και στα νομικά συστήματα που καθιερώνουν την αρχή της διεξαγωγής της δίκης από αυτούς, δεν αναιρεί την υποχρέωση του Δικαστηρίου να εξασφαλίζει την απαιτούμενη από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ταχύτητα στην διεξαγωγή και ολοκλήρωση της δίκης. Τούτο, δε, διότι ο αιτών άσκησε την αγωγή του στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο, ενώ επιμελήθηκε για τη συζήτηση της αγωγής στο Δικαστήριο της παραπομπής μετά την τελεσιδικία της περί παραπομπής απόφασης, οπότε αυτή καθίστατο υποχρεωτική για το τελευταίο.
Συνεπώς, το δικαστήριο έκρινε ότι το ανωτέρω χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε από την έναρξη έως τη λήξη της διαδικασίας – και το οποίο οφείλεται αποκλειστικώς στο χειρισμό της υπόθεσης από το Δικαστήριο, χωρίς, μάλιστα, να δικαιολογείται από τυχόν νομική ιδιαιτερότητα – δεν ικανοποιεί τα κριτήρια της εύλογης διάρκειας της δίκης κατά την έννοια του ν. 4239/2014, ούτε τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας» του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ.
Περαιτέρω, το δικαστήριο έκρινε ότι η ηθική βλάβη του αιτούντος επανορθώνεται επαρκώς με μόνη τη διαπίστωση της παραβίασης του δικαιώματός του σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης. Σύμφωνα με το σκεπτικό του δικαστηρίου, το διακύβευμα της επίμαχης διαδικασίας για τον αιτούντα αφορούσε σε δικαιούμενη αμοιβή από την εκτέλεση εντολών, δοθεισών εκ μέρους του εναγομένου. Ο αιτών, ωστόσο, δεν επικαλείται συγκεκριμένη ηθική βλάβη από την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, παρεκτός της ταλαιπωρίας την οποία υπέστη και της καθυστέρησης στην καταψήφιση της απαίτησής του, χωρίς ειδικότερο περαιτέρω προσδιορισμό.
Απόσπασμα απόφασης
Από τη συνεκτίμηση του εισφερθέντος αποδεικτικού υλικού δεν προκύπτει ότι ο αιτών συνέβαλε με τη συμπεριφορά του στην καθυστέρηση της επίμαχης διαδικασίας, ενώ δεν πρέπει να παροραθεί ότι η συμπεριφορά των διαδίκων, ακόμη και στα νομικά συστήματα που καθιερώνουν την αρχή της διεξαγωγής της δίκης από αυτούς, δεν αναιρεί την υποχρέωση του Δικαστηρίου να εξασφαλίζει την απαιτούμενη από το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ ταχύτητα στην διεξαγωγή και ολοκλήρωση της δίκης (βλ. ΕΔΔΑ Λιτοσελίτης κατά Ελλάδος 5.2.2004 σκ. 30). Τούτο, δε, διότι ο αιτών άσκησε την αγωγή του στο καθ’ ύλην αρμόδιο Δικαστήριο [καθώς στην εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα των Μονομελών Πρωτοδικείων υπάγονταν (πλην άλλων) οι διαφορές από απαιτήσεις δικηγόρων και αν η αξία του αντικειμένου τους υπερβαίνει τις 250.000,00 ευρώ, ήτοι έστω και αν πρόκειται για διαφορές που άλλως θα υπάγονταν στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, όχι όμως και διαφορές της άνω κατηγορίας αξίας μέχρι το ποσό των είκοσι χιλιάδων (20.000,00) ευρώ, οι οποίες υπάγονταν στην τακτική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου, αφού η εξαιρετική αυτή αρμοδιότητα (του άρθρου 16 ΚΠολΔ) καθιερώθηκε μόνο σε βάρος της καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου, όχι όμως και αυτής του Ειρηνοδικείου (ΑΠ 1162/2001 ΝοΒ2002. 1838, ΕφΛαρ 123/2020 Δικογραφία2020. 367, ΕφΠειρ 164/2016 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ Ι, έκδοση 2012, 16 αρ. 14)], ενώ επιμελήθηκε για τη συζήτηση της αγωγής στο Δικαστήριο της παραπομπής μετά την τελεσιδικία της περί παραπομπής απόφασης, οπότε αυτή καθίστατο υποχρεωτική για το τελευταίο. Εκτιμώντας το παρόν Δικαστήριο το σύνολο των περιστάσεων της υπόθεσης, με βάση τα προαναφερόμενα κριτήρια, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το ανωτέρω χρονικό διάστημα, που μεσολάβησε από την έναρξη έως τη λήξη της διαδικασίας – και το οποίο οφείλεται αποκλειστικώς στο χειρισμό της υπόθεσης από το Δικαστήριο (βλ. απόφαση ΕΔΔΑ, Gumuyten κατά Τουρκίας, Νο. 47116/99, && 24-26 της 30.11.2004, Μιχελιουδάκης κατά Ελλάδας, Νο. Φ09222/4263 της 3.4.2012, Ιωάννου και άλλοι κατά Ελλάδας της 12.6.2012), χωρίς μάλιστα, να δικαιολογείται από τυχόν νομική ιδιαιτερότητα – δεν ικανοποιεί τα κριτήρια της εύλογης διάρκειας της δίκης κατά την έννοια του ν. 4239/2014, ούτε τις απαιτήσεις της «λογικής προθεσμίας» του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ. Περαιτέρω, εν προκειμένω, το διακύβευμα της επίμαχης διαδικασίας για τον αιτούντα αφορούσε σε δικαιούμενη αμοιβή από την εκτέλεση εντολών, δοθεισών εκ μέρους του εναγομένου. Ως προς τη δυνητική, ωστόσο, για το Δικαστήριο, επιδίκαση δίκαιης ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης [βλ. σχετ. ΜεφΑθ 424/2023 ΕλλΔνη 64(2023).861], ως εκ της διαπιστώσεως παραβάσεως της εύλογης διάρκειας (6§1 της Σύμβασης), στο πλαίσιο της νομολογίας του ΕΔΔΑ, κατά το οποίο η διάγνωση αποτελεί ισχυρό -αν και μαχητό- τεκμήριο ότι προκλήθηκε ηθική βλάβη στον αιτούντα, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, όσον αφορά στο διακύβευμα της προκειμένης υπόθεσης για τον αιτούντα, δηλαδή τη σημασία και αξία που είχε γι’ αυτόν η δίκη επί της αγωγής του, ο τελευταίος δεν επικαλείται συγκεκριμένη ηθική βλάβη από την υπέρβαση της εύλογης διάρκειας της δίκης, παρεκτός της ταλαιπωρίας την οποία υπέστη και της καθυστέρησης στην καταψήφιση της απαίτησής του, χωρίς ειδικότερο περαιτέρω προσδιορισμό, ενώ εξάλλου ουδένα ισχυρισμό διαλαμβάνει περί του διακυβεύματος της υπόθεσης για τον ίδιο, περιοριζόμενος μόνον στην αναφορά περί στέρησης του αξιούμενου ποσού ως αναγκαίου για το βιοπορισμό του, τούτο δε αξιολογείται ως ήσσονος εμβέλειας για τον αιτούντα, ενόψει του ύψους της απαίτησης αφενός και του ότι το αποτέλεσμα της απόφασης δεν αποδείχθηκε ότι ήταν τυχόν αναγκαίο για την εικόνα αυτού στον επαγγελματικό του χώρο, ιδιαιτέρως σημαντικό για την επαγγελματική του πορεία και εξέλιξη αφετέρου, ενώ δεν πρέπει να παροραθεί και η επιδίκαση του ποσού των 2.300 ευρώ για δικαστικά του έξοδα με τη με αριθμό 1086/2024 απόφαση του Αρείου Πάγου. Με βάση τα παραπάνω κρίνεται, στην ένδικη περίπτωση, ότι η ηθική βλάβη του αιτούντος επανορθώνεται επαρκώς με μόνη τη διαπίστωση της παραβίασης του δικαιώματός του σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης (πρβλ. ΣτΕ 532/2021, ΣτΕ 1107/2019 δημοσίευση σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει, κατά μερική αποδοχή της κρινόμενης αίτησης, να διαπιστωθεί η παραβίαση του δικαιώματος του αιτούντος σε ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, να απορριφθεί όμως το αίτημα επιδίκασης χρηματικού ποσού ως δίκαιης ικανοποίησης.
Δείτε αναλυτικά την απόφαση στο dsanet.gr.