Η απόφαση τονίζει ότι η εκτελεστική διαδικασία δεν μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές με επαναλαμβανόμενες άκαρπες πράξεις, καθώς αυτό αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας και επιβαρύνει αδικαιολόγητα τον καθ’ ου, τόσο οικονομικά όσο και ψυχολογικά.
Με μια νομικά τεκμηριωμένη και σημαντική απόφαση, το Μονομελές Πρωτοδικείο Καστοριάς (απόφαση 35/2025) βάζει «φρένο» στην ανεξέλεγκτη επανάληψη πλειστηριασμών, καθορίζοντας κρίσιμα όρια στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η υπόθεση αφορούσε αίτηση εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων (servicer), η οποία ζητούσε τη διενέργεια έκτου πλειστηριασμού επί ακινήτου, μετά την αποτυχία πέντε διαδοχικών πλειστηριασμών, όλοι χωρίς πλειοδότη.
Το Δικαστήριο, ερμηνεύοντας αυστηρά το άρθρο 966 παρ. 3 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, απέρριψε την αίτηση ως μη νόμιμη, επισημαίνοντας ότι μετά τον τέταρτο άγονο πλειστηριασμό, κάθε περαιτέρω ενέργεια απαιτεί προηγούμενη δικαστική άδεια. Ελλείψει τέτοιας άδειας, τόσο ο πέμπτος όσο και ο αιτούμενος έκτος πλειστηριασμός κρίθηκαν παράτυποι. Η απόφαση τονίζει ότι η εκτελεστική διαδικασία δεν μπορεί να συνεχίζεται στο διηνεκές με επαναλαμβανόμενες άκαρπες πράξεις, καθώς αυτό αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας και επιβαρύνει αδικαιολόγητα τον καθ’ ου, τόσο οικονομικά όσο και ψυχολογικά.
«Ο νομοθέτης […] θέλησε να αποκλείσει τη δυνατότητα στον επισπεύδοντα να διενεργεί, οικεία βουλήσει, συνεχείς πλειστηριασμούς στο διηνεκές, ενώ αυτοί είναι σαφώς ατελέσφοροι», επισημαίνεται στο σκεπτικό.
Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε στην ανάγκη προστασίας του καθ’ ου από την καταχρηστική επιβάρυνση με τα έξοδα της εκτέλεσης. Όπως αναφέρεται, «η εκτελεστική διαδικασία δεν είναι σε καμία περίπτωση εύλογο να παραμένει εκκρεμότητα στο διηνεκές με συνεχείς ατελέσφορους πλειστηριασμούς, γεγονός το οποίο ασφαλώς και προκαλεί βλάβη στον καθού η εκτέλεση, εφόσον επιβαρύνεται αδικαιολόγητα με νέα έξοδα εκτέλεσης, τα οποία μάλιστα αφαιρούνται πρώτα από το πλειστηρίασμα».
Παράλληλα, έγινε δεκτή η δεύτερη αίτηση – αυτή της καθ’ ης οφειλέτριας – με την οποία ζητήθηκε η άρση της κατάσχεσης. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι μετά από πέντε άγονους πλειστηριασμούς και πλήρη απουσία αγοραστικού ενδιαφέροντος, η περαιτέρω συνέχιση της διαδικασίας δεν εξυπηρετεί τον σκοπό της εκτέλεσης και αντιθέτως προκαλεί ζημία. Η άρση της κατάσχεσης κρίθηκε επιβεβλημένη, αφού δεν υπήρχε πλέον νομικό έρεισμα για νέα επίσπευση, και οι προϋποθέσεις του άρθρου 966 παρ. 3 ΚΠολΔ είχαν πλήρως εξαντληθεί.
Με βάση τα παραπάνω, το Δικαστήριο διέταξε την άρση της κατάσχεσης επί του ακινήτου και συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα, σημειώνοντας τη νομική δυσκολία του ζητήματος.
Δείτε την απόφαση στη Qualex: ΜΠρΚαστ 35/2025 (Ασφ)