Το Ελεγκτικό Συνέδριο «ψαλιδίζει» τόκους 200.000 ευρώ σε υπόθεση ΜΚΟ που δεν υλοποίησε προβλεπόμενο έργο, λόγω πολύχρονης αδράνειας του Δημοσίου και παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας.
Με την υπ’ αριθ. 800/2025 απόφασή της, η Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου επαναβεβαίωσε την υποχρέωση του Δημοσίου να ενεργεί εγκαίρως, βάζοντας «φρένο» σε καταλογισμό τόκων ύψους σχεδόν 200.000 ευρώ εις βάρος μη κυβερνητικής οργάνωσης, με το σκεπτικό ότι η πολύχρονη αδράνεια της Διοίκησης έφτασε στα όρια της παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας.
Η υπόθεση ξεκίνησε το 2004, όταν η οργάνωση υπέγραψε σύμβαση με το Υπουργείο Εξωτερικών – μέσω της Υπηρεσίας Διεθνούς Αναπτυξιακής Συνεργασίας (ΥΔΑΣ) – για την ίδρυση Αφγανο-Ελληνικού Κέντρου Σπουδών και Παροχών Υγείας στην Καμπούλ. Ο προϋπολογισμός του έργου ανερχόταν σε 453.333 ευρώ, εκ των οποίων 340.000 ευρώ θα καλύπτονταν από κρατική χρηματοδότηση. Η πρώτη δόση, 170.000 ευρώ, εκταμιεύτηκε αμέσως μετά την υπογραφή.
Σύμφωνα με τους όρους, η ΜΚΟ όφειλε να υποβάλει ενδιάμεση και τελική έκθεση προόδου, συνοδευόμενες από αναλυτικά παραστατικά δαπανών. Η μη τήρηση αυτών των υποχρεώσεων αποτελούσε «ουσιώδη παραβίαση» της σύμβασης και μπορούσε να οδηγήσει σε καταγγελία και επιστροφή των χρημάτων, εντόκως.
Ωστόσο, η συνέχεια δεν ήταν η αναμενόμενη.
Η υλοποίηση του έργου καθυστέρησε αρχικά λόγω του τσουνάμι του Δεκεμβρίου 2004, με αποτέλεσμα να μετατεθεί η έναρξη για τον Μάρτιο του 2005. Στη συνέχεια, η ΜΚΟ επικαλέστηκε εσωτερικές οργανωτικές αλλαγές και ζήτησε τροποποιήσεις και παρατάσεις, οι οποίες όμως δεν εγκρίθηκαν. Από το 2006 και μετά, το έργο ουσιαστικά «πάγωσε» και δεν κατατέθηκαν οι προβλεπόμενες εκθέσεις και δικαιολογητικά.
Η ΥΔΑΣ επανήλθε στο θέμα μόλις το 2012 – έξι χρόνια μετά τη λήξη των συμβατικών υποχρεώσεων – ζητώντας απολογιστικά στοιχεία. Έλεγχος ορκωτών το 2014 διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν επιλέξιμες δαπάνες και ότι το έργο δεν είχε υλοποιηθεί. Το 2017 εκδόθηκε απόφαση καταλογισμού για το κεφάλαιο των 170.000 ευρώ και τόκους υπερημερίας 196.849,69 ευρώ, σύνολο σχεδόν 367.000 ευρώ.
Η ΜΚΟ προσέφυγε στο Ελεγκτικό Συνέδριο, προβάλλοντας λόγους ανωτέρας βίας λόγω των εχθροπραξιών στην Καμπούλ, έλλειψη νόμιμης αιτιολογίας και καταχρηστική άσκηση δικαιώματος από το Δημόσιο. Το Δικαστήριο απέρριψε τα περισσότερα επιχειρήματα, κρίνοντας ότι η μη υποβολή εκθέσεων και παραστατικών συνιστά ουσιώδη παραβίαση της σύμβασης και ότι η επίκληση ανωτέρας βίας δεν αίρει την υποχρέωση επιστροφής των χρημάτων όταν το έργο δεν εκτελείται.
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της υπόθεσης είναι η χρονική πορεία μέχρι τον καταλογισμό. Η Ολομέλεια διαπίστωσε ότι οι τόκοι είχαν ξεπεράσει το ύψους του κεφαλαίου της πρώτης δόσης εξαιτίας της πολύχρονης αδράνειας του ίδιου του Δημοσίου: η πρώτη υπενθύμιση έγινε έξι χρόνια μετά και η τελική καταλογιστική απόφαση έντεκα χρόνια μετά τη λήξη των υποχρεώσεων. Η επιβολή των τόκων υπό αυτές τις συνθήκες κρίθηκε ότι παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας, καθώς δημιουργεί δυσανάλογη επιβάρυνση που δεν συνδέεται αναγκαία με τον σκοπό της αποκατάστασης της δημόσιας διαχείρισης.
Η απόφαση περιόρισε τον καταλογισμό στο ποσό των 170.000 ευρώ, διαγράφοντας τους τόκους. Διατάχθηκε επίσης επιστροφή του παραβόλου αναίρεσης στη ΜΚΟ, ενώ το παράβολο της έφεσης κατέπεσε υπέρ του Δημοσίου.