Αριθμός Απόφασης 466 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(3ο ΤΜΗΜΑ)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Μούρτζη Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Των εκκαλούντων : 1) …….. και 2) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Δημήτριο Βλαχόπουλο του Γεωργίου-Μιχαήλ, (ΑΜ …. Δ.Σ. Αθηνών), βάσει δηλώσεως.
Της εφεσίβλητης : Ετερρόρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «…….» και το διακριτικό τίτλο «……», (ΑΦΜ ………), που εδρεύει στον Πειραιά Αττικής (οδός ……….) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Λευκοθέα Σαλβάνου του Αναστασίου (ΑΜ ……….. Δ.Σ.Πειραιώς), βάσει δηλώσεως.
Οι εκκαλούντες, με την από 28-2-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΔ …………./28-2-2024) αγωγή, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησαν να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 187/13-1-2025 οριστική απόφασή του απέρριψε την αγωγή . Την απόφαση αυτή, προσβάλλουν οι ανωτέρω εκκαλούντες με την από 24-3-2025 (ΓΑΚ/ΑΚΕΜ/ ……../24-3-2025) έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………./3-4-2025, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσαν τις από 14-5-2025 και 21-5-2025 μονομερείς δηλώσεις τους, αντίστοιχα, που έγιναν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και προκατέθεσαν προτάσεις.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 24-3-2025 (ΓΑΚ/ΑΚΕΜ/ ……../24-3-2025) έφεση των εναγόντων της από 28-2-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΔ ………../28-2-2024) αγωγής, κατά της με αριθμό 187/13-1-2025 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών -εργατικών διαφορών (άρθρα 591, 614 παρ. 3, 621-622 του Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα στις 24-3-2025, καθόσον η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στον παραστάντα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πληρεξούσιο δικηγόρο των εναγόντων, Δημήτριο Βλαχόπουλο, στις 14-3-2025 (βλ. τη με αριθ. …./14-3-2025 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ………….) και επομένως η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επομένη της επίδοσης (άρθρα 19, 143, 144, 145, 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2, 520 παρ. 2, 591 παρ. 1, 7 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, η κρινόμενη έφεση, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, με την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 614 περ. 3 επ., 591 παρ. 1, 6, 7, 533 ΚΠολΔ).
Από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. του Α.Κ. και 6 του ν. 765/1943, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του Α.Κ. (άρθρο 38 ΕισΝΑΚ), συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας που συμφωνήθηκε, που είναι ο κύριος σκοπός της εργασιακής σύμβασης, και στο μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη. Η εξάρτηση αυτή εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και ν` ασκεί εποπτεία και έλεγχο για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζόμενου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζόμενου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της, ως άνω, εξάρτησης, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του, λόγω των επιστημονικών ή τεχνικών γνώσεών του, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία του ως εξαρτημένη. Η σύμβαση αυτή διακρίνεται από τη σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου (ΑΠ 9/2023, ΑΠ 1034/2020, 849/2020), που υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του (ΑΠ 1402/2023, ΑΠ 351/2021, ΑΠ 953/2020). Δηλαδή, βασικά κριτήρια για να κριθεί το πότε υφίσταται σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ή ανεξάρτητων υπηρεσιών είναι ο βαθμός πρωτοβουλίας που έχει ο παρέχων τις υπηρεσίες του στον αντισυμβαλλόμενο κατά την εκτέλεση της σύμβασης, η μερική ή ολική επιλογή του χρόνου εκτέλεσής της και το αν επιτρέπεται στον εργαζόμενο ή όχι να εκφεύγει του εργοδοτικού ελέγχου, ως προς τον τρόπο (εκτέλεση) της παροχής των συμφωνημένων υπηρεσιών του. Πάντως και στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι` αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, δεν υποδηλώνει, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη, με την έννοια που προεκτέθηκε. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες, ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει τη συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντίστοιχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία όμως δεν καθορίζεται μόνο από το αν συντρέχουν όλα ή τα περισσότερα από τα στοιχεία αυτά. Διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλαδή η σώρευση περισσότερων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σε αυτή εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία του από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και εν γένει συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση ανάλογα με το είδος και τη φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για τη διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη (ΟλΑΠ 28/2005, ΑΠ 747/2024, ΑΠ 567/2024, ΑΠ 9/2023, ΑΠ 850/2022, ΑΠ 1205/2020, ΑΠ 953/2020, ΑΠ 849/2020, ΑΠ 412/2019, ΑΠ 1432/2018, ΑΠ 997/2017, ΑΠ 171/2016, ΑΠ 608/2014, ΑΠ 2242/2013). Πάντως, ο χαρακτήρας της εργασίας ως εξαρτημένης ή όχι δεν επηρεάζεται από τον τρόπο προσδιορισμού ή καταβολής της αμοιβής του εργαζομένου, ούτε από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία, όπως η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η ασφάλισή του ή μη στο ΙΚΑ και η χορήγηση σ` αυτόν βεβαιώσεων παροχής μισθωτών υπηρεσιών (ΑΠ 567/2024, ΑΠ 573/2018, ΑΠ 997/2017, ΑΠ 602/2017, ΑΠ 608/2014, ΑΠ 2105/2013). Ούτε η υποχρέωση του εργαζομένου να συμμορφώνεται, ως προς την εκτέλεση των υπηρεσιών του, προς, από κοινού, συμφωνούμενους όρους ή να παρέχει αυτές σε καθορισμένο χρόνο και τόπο, ακόμη και σε χώρο του εργοδότη, δεν καθιστά, χωρίς τίποτε άλλο, τη συνδέουσα τους συμβαλλομένους σχέση ως εξαρτημένης εργασίας και συνεπώς μπορεί αυτή να έχει τον χαρακτήρα μίσθωσης έργου ή και ανεξάρτητων υπηρεσιών (ΑΠ 567/2024, ΑΠ 1775/2017, ΑΠ 677/2017, ΑΠ 1110/2017, ΑΠ 44/2017, ΑΠ 608/2014). Σε κάθε περίπτωση, συνεκτιμάται το περιεχόμενο της σύμβασης, αλλά αποφασιστική σημασία έχουν οι συνθήκες, υπό τις οποίες παρέχεται η εργασία, οι οποίες δυνατόν να αποκλίνουν από τους συνομολογημένους όρους. Επίσης συνεκτιμώνται ως σχετικές ενδείξεις και άλλα κατά περίπτωση στοιχεία, όπως ο τρόπος της αμοιβής, η ασφάλιση σε ασφαλιστικό οργανισμό, η έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών, η δυνατότητα του εργαζομένου να παρέχει τις υπηρεσίες του και σε άλλον εργοδότη κλπ (ΑΠ 953/2020, ΑΠ 710/2019, ΑΠ 1110/2017). Η υποχρέωση, δε, του εργαζομένου να συμμορφώνεται, ως προς την εκτέλεση των υπηρεσιών του, προς, από κοινού, συμφωνούμενους όρους ή να παρέχει αυτές σε καθορισμένο χρόνο και τόπο, ακόμη και σε χώρο του εργοδότη, δεν καθιστά, χωρίς τίποτε άλλο, τη συνδέουσα τους συμβαλλομένους σχέση ως εξαρτημένης εργασίας και συνεπώς μπορεί αυτή να έχει τον χαρακτήρα μίσθωσης έργου ή και ανεξάρτητων υπηρεσιών (ΑΠ 747/2024, ΑΠ 9/2023, ΑΠ 2052/2022, ΑΠ 522/2022, ΑΠ 1110/2017). Σε κάθε περίπτωση, εξ άλλου, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως αυτή οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26 παρ. 3 και 87 παρ. 2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, εκτιμώντας όλα τα πραγματικά περιστατικά και τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση, ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ` αυτήν οι συμβαλλόμενοι ή ο νόμος (ΟλΑΠ 3/2021, Ολ ΑΠ 13/2017, Ολ ΑΠ 8/2011, ΟλΑΠ 7/2011, Ολ. ΑΠ 19/2007, ΑΠ 849/2020, ΑΠ 677/2017).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 28-2-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΑΚΔ ………/28-2-2024) αγωγή, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, ισχυρίστηκαν ότι δυνάμει προφορικών συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήψαν με την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη στις 15-6-2023 προσλήφθηκαν προκειμένου να παρέχουν την εργασία τους ως καθαριστές στα ακίνητα που διαχειριζόταν η τελευταία. Ότι συμφωνήθηκε να παρέχουν την εργασία τους επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, για τις ημέρες από Δευτέρα έως Παρασκευή για οκτώ (8) ώρες κάθε μέρα, ενώ η αμοιβή τους ορίστηκε μηνιαία, υπολογιζόμενη στο ποσό των 12,50 ευρώ έως 17,50 ευρώ για κάθε ακίνητο-διαμέρισμα που θα καθάριζαν, με ελάχιστο όριο αμοιβής μηνιαίως το ποσό των 1.014 ευρώ. Ότι για την εκτέλεση των καθηκόντων τους συμμορφώνονταν πλήρως στις εντολές και οδηγίες των προστηθέντων υπαλλήλων της εναγομένης, η οποία ασκούσε πλήρη εποπτεία και έλεγχο στην παρεχόμενη από αυτούς εργασία, οργάνωνε και καθόριζε κατά τρόπο δεσμευτικό για τους ίδιους το χρόνο, τον τόπο και τον τρόπο παροχής της εργασία τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ότι κατά τους μήνες Ιούλιο έως Οκτώβριο του έτους 2023, η εναγόμενη τους κατάβαλε τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά που υπολείπονταν του ελάχιστου συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθού. Ότι κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα εργάζονταν πέραν του νομίμου ωραρίου και κατά τις ημέρες του Σαββάτου και της Κυριακής, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής και η εναγόμενη δεν τους κατέβαλε τη νόμιμη επιπλέον αμοιβή, ενώ επίσης δεν τους κατέβαλε το δώρο Χριστουγέννων-Πάσχα και επίδομα αδείας και δεν τους χορήγησε τη νόμιμη άδεια. Ότι κατά τη διάρκεια της εργασίας τους, η εναγόμενη δεν κατάβαλε τις αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές, ούτε τους χορηγούσε εκκαθαριστικά σημειώματα μισθοδοσίας και στις 30-11-2023 η εναγόμενη κατήγγειλε προφορικά την παραπάνω σύμβαση εργασίας. Ότι η αναφερόμενη στο δικόγραφο της αγωγής υπάλληλος της εναγομένης ανήρτησε σε ιστοσελίδα γνωστής πλατφόρμας βραχυχρόνιων μισθώσεων, κείμενο με συκοφαντικό για τους ενάγοντες περιεχόμενο, προσβάλλοντας την προσωπικότητά τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής. Ζητούσαν δε με την αγωγή τους, μετά τον παραδεκτό περιορισμό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που καταχωρίσθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού : 1) να αναγνωριστεί η ακυρότητα των από 30-11-2023 καταγγελιών από την εναγόμενη των από 15·6·2023 συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήψαν με την τελευταία, 2) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους, με την επιβολή χρηματικής ποινής ποσού 10.000 ευρώ για την περίπτωση μη συμμόρφωσής της προς την υποχρέωσή της αυτή, 3) να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων με βάση τις έγκυρες συμβάσεις εργασίας τους α) το ποσό των 19.657.98 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές, επιδόματα εορτών και αδείας Ιουνίου έως και Νοεμβρίου 2023 και για αποδοχές υπερημερίας χρονικού διαστήματος Δεκεμβρίου 2023 έως Δεκεμβρίου 2024, β) το ποσό των 1.608,12 ευρώ για παροχή υπερεργασίας και παράνομης υπερωριακής απασχόλησης, γ) το ποσό των 1.212,74 ευρώ για παροχή εργασίας κατά τα Σάββατα, δ) το ποσό των 1.650,48 ευρώ για παροχή εργασίας και αποζημίωση κατά τις Κυριακές και ε) το ποσό των 46,80 ευρώ για απασχόληση κατά τις αργίες, 4) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του εν λόγω αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να καταβάλει σε έκαστο των εναγόντων το ποσό των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από τη συκοφαντική σε βάρος τους συμπεριφορά, όλα δε τα άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο επιμέρους κονδύλιό τους κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επόμενη ημέρα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφλησή τους, επικουρικά δε να τους καταβληθούν τα ίδια ποσά με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, 5) επικουρικά και σε περίπτωση που οι συμβάσεις κριθεί ότι έχουν λυθεί ή κριθούν ως άκυρες, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους χορηγήσει κατ’ άρθρο 678 παρ. 1 και 2 Α.Κ. πιστοποιητικό εργασίας με το περιεχόμενο του εκθέτουν, με την επιβολή σε βάρος της χρηματικής ποινής ποσού 10.000 ευρώ για την περίπτωση μη συμμόρφωσής της προς την υποχρέωσή της αυτή, 6) να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και 7) να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη (πλην του αιτήματος να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή αναφορικά με το κονδύλιο υπό στοιχεία 4 λόγω το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο και κατά τούτο δεν εκκαλείται η απόφαση) και μετά από την εκτίμηση των αποδείξεων, απέρριψε την αγωγή κατά την κύρια και επικουρική της βάσεις ως αβάσιμη και συμψήφισε στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τη κρινομένη έφεσή τους οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή τους ως βάσιμη κατ΄ουσίαν και να επιβληθούν σε βάρος της εφεσίβλητης τα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, (εξετάστηκε μία μάρτυρας από κάθε διάδικο μέρος), που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, της με αριθμό ……./5-4-2024 ένορκης βεβαίωσης της . …….., που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πατρών ……., καθώς και της με αριθμό πρωτοκόλλου ΔΣΑ-ΕΒ-……../5-4-2024 ένορκης βεβαίωσης της …….., που δόθηκε ενώπιον της δικηγόρου Αθηνών ………, οι οποίες λήφθηκαν νόμιμα με επιμέλεια των εκκαλούντων κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της αντιδίκου τους, λαμβανομένης επιπλέον υπόψη και της προσκομιζομένης, μετ’επικλήσεως από την εφεσίβλητη με αριθμό ……/14-10-2024 ένορκης βεβαίωσης της ………, που δόθηκε ενώπιον του Συμ/φου Πειραιά …….., που αποκρούστηκε ως απαράδεκτη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διότι προσκομίστηκε μετά τη συζήτηση με την προσθήκη-αντίκρουση των πρωτόδικων προτάσεων κατόπιν κλήσεως των εναγόντων με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, χωρίς να αφορά σε αντίκρουση των προβληθέντων, περιεχόμενων στις πρωτόδικες προτάσεις των εναγόντων ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων και λαμβάνεται υπόψη ως νέο αποδεικτικό μέσο στο Εφετείο, σύμφωνα με το άρθρο 529 παρ.1 Κ.Πολ.Δ. (ΑΠ 179/2021, ΑΠ 308/2020, ΑΠ 613/2018, ΑΠ 74/2017), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν καθώς και των ξενόγλωσσων εγγράφων άνευ μετάφρασης που λαμβάνονται υπόψη ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα και εκτιμώνται ελεύθερα κατά το άρθρο 340§1 ΚΠολΔ καθόσον είναι γραμμένα σε γλώσσα που το παρόν Δικαστήριο γνωρίζει και κατανοεί (ΑΠ 124/2023, ΑΠ 1483/2021) και των προσκομιζομένων φωτογραφιών η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται και εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη εταιρία δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, σε υπηρεσίες ενοικίασης επιπλωμένων διαμερισμάτων, επαύλεων (βιλών), ιδιοκτησίας της ιδίας ή τρίτων, μικρής ή μακράς διαρκείας, με ή χωρίς παροχή υπηρεσιών περιποίησης πελατών (βλ. τη με αρ. πρωτ. 3188381/3-1-2024 ανακοίνωση της Υπηρεσίας Γ.Ε.ΜΗ. του Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Πειραιώς και το καταχωρισμένο καταστατικό της ετερόρρυθμης εταιρίας – άρθρο 3). Διαχειριστής της εναγομένης έχει οριστεί ο ομόρρυθμος εταίρος ………, ο οποίος έχει ποσοστό συμμετοχής στην εταιρία ύψους 99%, το δε λοιπό 1% του ποσοστού συμμετοχής ανήκει στην ……….. (βλ. άρθρα 5 και 6 του οικείου καταστατικού, καθώς και τα οικεία έντυπα αναγγελίας πρόσληψης υπαλλήλων που υπογράφονται από τον προαναφερόμενο νόμιμο εκπρόσωπο). Ειδικότερα, η εφεσίβλητη εκμεταλλεύεται συνολικά έξι (6) διαμερίσματα στην Αθήνα (στις οδούς …………., δύo (2) διαμερίσματα στον Πειραιά (στις οδούς ………..) και ένα (1) στη Νίκαια (στην οδό ……….), το οποίο δεν αμφισβητείται (βλ. προσκομιζόμενο από την εφεσίβλητη πίνακα με στοιχεία ονομασίας διαμερίσματος, διεύθυνσης, ορόφου και τ.μ.). Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι από την 15-6-2023, αμφότεροι οι εκκαλούντες παρείχαν υπηρεσίες καθαρισμού στην εφεσίβλητη, μετά από σχετική προφορική συμφωνία που συνήψαν με την ………., η οποία εργάζεται και ως υπάλληλος γραφείου στην εφεσίβλητη εταιρία. Οι υπηρεσίες καθαρισμού παρέχονταν στα καταλύματα της εφεσίβλητης ανάλογα με τις ανάγκες της που προσδιορίζονταν από τις αναχωρήσεις ή τις αφίξεις των πελατών της στα καταλύματα, έναντι αμοιβής που προσδιοριζόταν ανάλογα με την επιφάνεια του κάθε καταλύματος που καθάριζαν. Συγκεκριμένα αποδεικνύεται ότι η συμφωνηθείσα αμοιβή αφορούσε την επιφάνεια εκάστου διαμερίσματος που θα καθάριζαν κάθε φορά και κυμαινόταν από 25 έως 35 ευρώ ανά διαμέρισμα, ενώ από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδεικνύεται ότι είχε συμφωνηθεί ελάχιστος μηνιαίος μισθός για την περίπτωση που η αξία των υπηρεσιών τους θα υπολείπονταν του ως άνω μισθού, δεδομένου ότι η μάρτυρας που εξετάστηκε με επιμέλεια των εκκαλούντων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, δεν είχε άμεση αντίληψη για την ειδικότερη συμφωνία των διαδίκων και επιπλέον κατέθεσε ότι είχε συμφωνηθεί κατ΄αποκοπή αμοιβή για τις εργασίες καθαρισμού. Οι δε μάρτυρες των εκκαλούντων, …… και ….., οι καταθέσεις των οποίων περιέχονται στις ανωτέρω ένορκες βεβαιώσεις τους, δεν έχουν άμεση αντίληψη για τη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, καθόσον η γνώση της πρώτης προέρχεται από τους ίδιους τους εκκαλούντες, τα αναφερόμενα δε κατά τρόπο γενικό για τις ώρες που παρείχαν τις υπηρεσίες τους οι εκκαλούντες δεν ενισχύονται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, η δε δεύτερη μάρτυρας καταθέτει για τις συνθήκες εργασίας της ίδιας, καθόσον παραιτήθηκε πριν την κατάρτιση της συμφωνίας με τους εκκαλούντες, απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί αντιθέτου ισχυρισμών τους που προβάλλονται με το δεύτερο λόγο της έφεσης. Επίσης, αποδεικνύεται ότι η μετακίνηση των εκκαλούντων προς τους χώρους παροχής της εργασίας τους, γινόταν με δικό τους μεταφορικό μέσο μετά από σχετική ενημέρωσή τους από υπάλληλο της εφεσίβλητης για αναχώρηση των πελατών και στη συνέχεια προέβαιναν στον καθαρισμό των διαμερισμάτων και την αντικατάσταση του χρησιμοποιηθέντος ιματισμού, τον οποίο παρέδιδαν στην εφεσίβλητη χωρίς μάλιστα να έχουν υποχρέωση να προσέρχονται στο γραφείο της. Από τα προαναφερόμενα αποδεικνύεται ότι η αναγκαιότητα προς παροχή εργασίας δεν ήταν καθημερινή, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, ενώ σε καμία περίπτωση δεν υφίστατο ανάγκη πλήρους απασχόλησής τους, καθόσον τις περισσότερες εκ των προαναφερόμενων ημερών υφίσταντο μία έως δύο (1-2) αναχωρήσεις από τα καταλύματα, ενώ κάποιες ημέρες καμία αναχώρηση, επίσης δεν τηρούσαν συγκεκριμένο υποχρεωτικό ωράριο, αφού δεν είχαν σταθερή ώρα προσέλευσης και αποχώρησης, αλλά οι ίδιοι διέθεταν την ευχέρεια να προσέρχονται και να αναχωρούν από τα καταλύματα ανάλογα με τον αναγκαίο κατά την κρίση τους χρόνο για τη διεκπεραίωση της εργασίας τους, τον οποίο καθόριζαν ελεύθερα, λαμβάνοντας βεβαίως υπόψη τις ανάγκες και τον προγραμματισμό της εφεσίβλητης για την εξυπηρέτηση των πελατών της (βλ. ενδεικτικά μήνυμα δεύτερου εκκαλούντος προς εκπρόσωπο της εφεσίβλητης με το όνομα Χριστίνα αναφερόμενος σε ιματισμό καταλύματος «θα τα αφήσει απόψε; Γιατί εμείς ξεκινάμε πρωί»). Άλλωστε η εφεσίβλητη αποβλέποντας αποκλειστικά στο αποτέλεσμα των υπηρεσιών των εκκαλούντων, όπως προαναφέρθηκε, δεν ενδιαφερόταν για τον χρόνο εργασίας τους κατά τον οποίον θα επιτυγχάνονταν το αποτέλεσμα αυτό, ώστε και κατά τούτο οι εκκαλούντες δεν τελούσαν υπό τις οδηγίες της εφεσίβλητης. Επίσης, κατά την παροχή των υπηρεσιών τους οι εκκαλούντες δεν τελούσαν υπό την επίβλεψη, καθοδήγηση, εποπτεία ή έλεγχο της εφεσίβλητης, ως προς τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών, οι φωτογραφίες δε που απέστειλαν οι ίδιοι από τα καταλύματα δεν αποδείχθηκε ότι ήταν απαίτηση της εφεσίβλητης, αλλά γινόταν με πρωτοβουλία των εκκαλούντων (βλ. ιδ. το από 25-7-2023 μήνυμα της πρώτης εκκαλούσας «…… Εγώ δεν περιμένω κάτι … Απλά ενημερώνω σε τι κατάσταση είναι το σπίτι.. Όπως κάνω με όλες τις εταιρίες που συνεργαζόμαστε …Αν υπάρχει πρόβλημα με αυτό πείτε μου για να ξέρω και να μην σας ξαναστείλω φωτογραφίες και ενημέρωση…»). Ακόμη αποδεικνύεται ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα οι εκκαλούντες παρείχαν τις υπηρεσίες τους και σε άλλες εταιρίες, όπως προκύπτει από το από lουλίου 2023 μήνυμα του δεύτερου εκκαλούντος προς την …………, όπου και χαρακτηριστικά αναφέρεται στο ότι του έτυχε έκτακτη κράτηση και θα πάει στο Μαρούσι «πρώτο», όπου η εφεσίβλητη δεν διατηρεί καταλύματα, από το από 25-7-2023 μήνυμα της πρώτης εκκαλούσας απευθυνόμενη προς την ………….., υπάλληλο της εφεσίβλητης, στην οποία αποκρίνεται ότι ενημερώνει σε τι κατάσταση βρήκαν το σπίτι όπως πράττουν με όλες τις εταιρίες που συνεργάζονται και αν δεν το επιθυμεί τούτο η εφεσίβλητη να μην ξαναστείλουν φωτογραφίες για ενημέρωση, από το από 19-10-2023 μήνυμα της πρώτης εκκαλούσας προς την ……, όταν και αιτούμενη την αμοιβή τους, χαρακτηριστικά αναφέρει ότι «όλοι μέχρι τις 15 του μήνα με έχουν πληρώσει (βλ. προσκομιζόμενες συνομιλίες της εφαρμογής WhatsApp Messenger), σε συνδυασμό με την ένορκη κατάθεση της ….., η οποία, κατέθεσε ότι εξ αρχής είχε ενημερωθεί για τη συνεργασία των εκκαλούντων και με άλλες εταιρίες και χαρακτηριστικά εξέθεσε ότι είχε αναφερθεί σε μήνυμα από τους εκκαλούντες ότι έχασαν «μια γενική καθαριότητα 300 ευρώ» γιατί δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν ως προς τον τόπο παροχής της υπηρεσίας τους. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι το μήνα Νοέμβριο του έτους 2023 έγιναν από μέρους της εφεσίβλητης μέσω της ……….. κάποιες συστάσεις ως προς την καθαριότητα των καταλυμάτων, καθόσον υφίσταντο κριτικές πελατών αρνητικές αναφορικά με την καθαριότητα. Ακόμη αποδεικνύεται ότι η σχέση των εκκαλούντων με την ………….. διαρρήχθηκε οριστικά στις 24-11-2023, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο των συνομιλιών της τελευταίας με την πρώτη εκκαλούσα, με αφορμή την αξίωσή τους (των εκκαλούντων) για επιπλέον αμοιβή ύψους 30 ευρώ, που αφορούσε τον καθαρισμό ενός καταλύματος στην οδό Λιοσίων λόγω της κακής κατάστασης στην οποία βρισκόταν και της τρίωρης παραμονής για τον καθαρισμό του. Για το παραπάνω κατάλυμα οι εκκαλούντες δεν παρέδωσαν τα κλειδιά του και τον ιματισμό που είχαν στην κατοχή τους, τα οποία παρέδωσαν στις 13-12-2023 μέσω δικηγόρου (βλ. τη σχετική από 13-12-2023 απόδειξη παράδοσης και παραλαβής). Επίσης, οι εκκαλούντες, που κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή δεν ελάμβαναν κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους με την εφεσίβλητη δώρα εορτών και επίδομα αδείας, καθώς και ασφάλισή τους σε ασφαλιστικό οργανισμό, δεν αποδείχθηκε ότι διαμαρτυρήθηκαν, ούτε αξίωσαν κατά τη διάρκεια της συνεργασίας τους μέχρι το χρόνο που, κατά τα προεκτεθέντα, διαταράχθηκαν οι σχέσεις τους από άλλη αφορμή. Από τα ανωτέρω αποδειχθέντα σε συνδυασμό με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, αποδεικνύεται ότι οι εκκαλούντες δεν τελούσαν υπό την νομική ή προσωπική εξάρτηση της εφεσίβλητης εταιρίας και η σύμβαση που συνέδεε τους διαδίκους ήταν αυτή των ανεξαρτήτων υπηρεσιών, χωρίς να αναιρείται η ανωτέρω κρίση από τον προγραμματισμό στον οποίο προέβαινε η εφεσίβλητη για την παροχή των υπηρεσιών καθαρισμού και τον έλεγχο στον οποίο προέβαινε μετά την ολοκλήρωση αυτής, όπως ανωτέρω περιγράφηκε ως προς την πρωτοβουλία αποστολής φωτογραφιών κατόπιν της παροχής κάθε υπηρεσίας, τα οποία δεν είναι ασύμβατα με την φύση της παροχής των υπηρεσιών ενός συνεργείου καθαρισμού, αφού στην περίπτωση αυτή υφίσταται χαλαρή εξάρτηση και όχι πλήρης προσωπική και νομική δέσμευση του παρέχοντος την υπηρεσία. Άλλωστε αποδείχθηκε ότι οι εκκαλούντες καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα παρείχαν τις υπηρεσίες τους και σε άλλους τρίτους ιδιώτες ή μη, το οποίο είναι κρίσιμο για τον ως άνω χαρακτηρισμό της σύμβασης, αφού σε περίπτωση που επρόκειτο για εξαρτημένη εργασία, θα υφίστατο υποχρέωσή τους να μη συνάπτουν αντίστοιχες σχέσεις με τρίτους και να μην ασκούν εν γένει παράλληλη δραστηριότητα για λογαριασμό τρίτων, ενώ στην προκείμενη περίπτωση δεν αποδείχτηκε η ύπαρξη τέτοιου περιορισμού, αλλά αντίθετα αποδείχθηκε ότι εν γνώσει της εφεσίβλητης παρείχαν και αλλού τις υπηρεσίες τους. Ο ισχυρισμός των εκκαλούντων περί εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και εκτίμησης των αποδείξεων σε σχέση με τον απορριφθέντα πρωτοδίκως αγωγικό ισχυρισμό τους ότι συνδέονταν με την εφεσίβλητη με σύμβαση εξηρτημένης εργασίας καθόσον α)τελούσαν υπό τις απολύτως δεσμευτικές εντολές και οδηγίες της εναγομένης ως προς τον τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας τους και ότι υφίσταντο έλεγχο και εποπτεία, β) τηρούσαν συγκεκριμένο δεσμευτικό ωράριο εργασίας, γ) δεν είχαν άλλο εργοδότη πλην της εφεσίβλητης, δ) χρησιμοποιούσαν εξοπλισμό που παρείχε η εφεσίβλητη, ε) δεν είχαν δική τους επαγγελματική εγκατάσταση και δεν απασχολούσαν δικό τους προσωπικό αλλά εργάζονταν αυτοπροσώπως, στ) δεν υπήρχε έγγραφη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών, ζ) υφίσταται εξώδικη ομολογία του νομίμου εκπροσώπου της εφεσίβλητης για τη φύση της σύμβασης που τους συνέδεε, η) απασχολεί και άλλη εργαζόμενη χωρίς ασφάλιση, θ)ουδόλως συνάγεται ομολογία τους για τη φύση της σύμβασης, από την από 13-12-2023 απόδειξη παράδοσης και παραλαβής, ι) είχε συμφωνηθεί νόμιμος μηνιαίος μισθός, δεν είναι βάσιμος. Και τούτο διότι, όπως προεκτέθηκε στο οικείο μέρος της μείζονος σκέψης που προηγήθηκε, και στη σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, εφόσον αναλαμβάνονται υποχρεώσεις από ενοχική σύμβαση, από τους όρους της σύμβασης που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας, όπως στην προκειμένη περίπτωση, που λόγω του αντικειμένου των υπηρεσιών των εκκαλούντων, ήταν αναγκαία η παροχή τους στα καταλύματα της εφεσίβλητης, ήταν ελεύθεροι να κανονίζουν τις ώρες της απασχόλησής τους σε αυτά, δεν είχαν υποχρέωση τήρησης σταθερού ωραρίου απασχόλησης, παρείχαν τις υπηρεσίες τους σε χρόνο και με τρόπο που καθόριζαν οι ίδιοι, αρκεί να παρέχονταν οι υπηρεσίες τους μεταξύ της αναχώρησης ή προ της άφιξης των πελατών, που υποδείκνυε η εφεσίβλητη ανάλογα με τις κρατήσεις, χωρίς, όμως, τα εν λόγω στοιχεία να υποδηλώνουν, από μόνα τους, εξάρτησή τους από την εφεσίβλητη και επιπλέον δεν συντρέχει, με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν, περίπτωση εξαρτημένης εργασίας, απορριπτομένων των περί αντιθέτου ισχυρισμών των εκκαλούντων ως αβάσιμων. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, δεν αποδείχθηκε ότι οι εκκαλούντες είχαν νομική ή προσωπική εξάρτηση από την εφεσίβλητη ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας και ως προς τον χρόνο, καθώς και ότι τελούσαν υπό τις οδηγίες και τον έλεγχο αυτής, η οποία δεν απέβλεπε στην εργασία αυτή καθαυτή των εκκαλούντων, αλλά αντίθετα στο υπ’ αυτών παραγόμενο έργο και οι εκκαλούντες ήταν ελεύθεροι να κανονίζουν τις ώρες, το χρόνο και τον τρόπο της απασχόλησης τους. Το γεγονός δε ότι η κατονομαζόμενη από τους ενάγοντες ………, που εξετάστηκε ενόρκως ως μάρτυρας στην ένδικη υπόθεση και επίσης ενεπλάκη σε δικαστικούς αγώνες με την εφεσίβλητη, δεν υποδηλώνει οπωσδήποτε και όμοια έννομη σχέση μεταξύ όλων των προαναφερομένων προσώπων και της εφεσίβλητης. Ενόψει των ανωτέρω, η σύμβαση που καταρτίστηκε μεταξύ των διαδίκων ήταν αυτή της σύμβασης ανεξάρτητων υπηρεσιών στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου και όχι αυτή της εξαρτημένης εργασίας, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες με την αγωγή και με το σχετικό λόγο της έφεσης, ενώ εν προκειμένω ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, δεν συντρέχει περίπτωση δυσχερούς διάκρισης περί του χαρακτήρα της συναφθείσας σύμβασης ως εξαρτημένης ή μη ώστε να εφαρμοστεί η επικαλούμενη από τους εκκαλούντες αρχή της ευνοϊκότερης για τον εργαζόμενο λύσης και επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις ορθά εκτίμησε, απορριπτομένου του περί αντιθέτου ισχυρισμού των εκκαλούντων που προβάλλεται με τον πρώτο λόγο έφεσης κατά το οικείο σκέλος αυτού. Η σύμβαση δε αυτή, ως σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών δεν μπορεί να θεμελιώσει οποιαδήποτε δικαιώματα απορρέουν από τη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, η οποία αποτελεί την ιστορική και νομική (κύρια) βάση των ένδικων αξιώσεών τους, απορριπτομένου ως αβάσιμου του σχετικού λόγου πρώτου λόγου της έφεσης αναφορικά με την κύρια βάση της αγωγής. Ενόψει των παραπάνω το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά προέβη στον χαρακτηρισμό της συνδέουσας τους εκκαλούντες με την εφεσίβλητη συμβάσεως, ως συμβάσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και ως εκ τούτου οι εκκαλούντες δεν μπορούν να αξιώσουν τις αιτούμενες με την αγωγή παροχές και ακυρότητα της καταγγελίας, σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία, αφού δεν είχαν σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και συνακόλουθα η αγωγή είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη τόσο κατά την κύρια όσο και κατά την επικουρική της βάση και ως προς το αίτημα χορήγησης πιστοποιητικού εργασίας. Αναφορικά με την επικουρική βάση της αγωγής σημειώνεται επίσης, ότι οι εκκαλούντες δεν μπορούν να αξιώσουν ούτε επικουρικώς την καταβολή δεδουλευμένων μισθών, μισθών υπερημερίας και την καταβολή δώρων εορτών και επιδομάτων αδείας σύμφωνα με τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, διότι δεν είναι μισθωτοί και επίσης η κύρια βάση της αγωγής τους δεν απορρίπτεται λόγω ακυρότητας της συναφθείσας σύμβασης, αλλά επειδή αυτή (σύμβαση) – αν και καθ’ όλα έγκυρη – δεν διέπεται, όπως αναφέρθηκε, από τις διατάξεις του εργατικού δικαίου (ΕφΘες 51/2021). Οι δε συναφείς λόγοι έφεσης που προβάλλουν οι εκκαλούντες με την έφεσή τους και ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένης απόρριψης της κύριας και της επικουρικής βάσης της αγωγής και υποστηρίζουν τα αντίθετα ως προς τα κεφάλαια αυτά της εκκαλουμένης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Περαιτέρω ο ισχυρισμός των εκκαλούντων που προβάλλεται με το δεύτερο λόγο της έφεσης, περί πλημμελούς εκτίμησης της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος (………) που εξετάστηκε στο ακροατήριο με την επιμέλειά τους και της ένορκης βεβαίωση της …….., λόγω αντιδικίας τους με την εφεσίβλητη, αλλά και της ένορκης βεβαίωσης της …….., καθώς και της μάρτυρος (………….) της εφεσίβλητης, η οποία έχει ποσοστό στην εφεσίβλητη εταιρία, δεν είναι βάσιμος, καθόσον οι καταθέσεις των μαρτύρων εκτιμώνται κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, χωρίς το γεγονός ότι οι προαναφερόμενες μάρτυρες των εκκαλούντων τυγχάνουν αντίδικοι της εφεσίβλητης, επειδή έχουν ασκήσει εναντίον της άλλη, δική τους, αγωγή με το ίδιο ή παρόμοιο αντικείμενο, να αποκλείει μόνον αυτό την αποδεικτική αξία των λεγομένων τους (ΜονΕφΠειρ. 483/2024, ΜονΕφΠειρ. 358/2023, ΜονΕφΠειρ. 509/2022, ΕφΑθ. 3978/2012, ΕφΠατρ. 698/2003, ΑχΝομ 2004/266), ως και η ιδιότητα της μάρτυρος της εφεσίβλητης (πρβλ. ΑΠ 908/2017) και εν προκειμένω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προέβη σε αξιολόγηση όλων των μαρτυρικών καταθέσεων κατά το μέτρο της γνώσεως και το βαθμό της αξιοπιστίας εκάστου μαρτυρούντος, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του προκειμένου για την αξιολόγηση αυτή και προσέτι από τη διάταξη του άρθρου 340 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η αξιοπιστία των μαρτύρων και η εκτίμηση των όσων καταθέτουν ανήκει στην κυριαρχική εξουσία του δικαστηρίου το οποίο, εκτιμώντας ελεύθερα τις αποδείξεις, όπως έχει δικαίωμα από το νόμο, μπορεί να αποδώσει στις καταθέσεις των μαρτύρων του ενός διαδίκου μεγαλύτερη βαρύτητα ή αξιοπιστία από τις καταθέσεις των μαρτύρων του αντιδίκου του (πρβλ. ΑΠ 1154/20217). Επίσης από το επικαλούμενο από τους εκκαλούντες από 2-12-2023 ηλεκτρονικό μήνυμα του νομίμου εκπροσώπου της εφεσίβλητης στο οποίο χρησιμοποίησε τους όρους απόλυση και πρόσληψη, ουδόλως μπορεί να συναχθεί εξώδικη ομολογία για τη φύση της σχέσης που συνέδεε τους διαδίκους ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, δεδομένου επίσης ότι σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, δεν αποτελεί αντικείμενο ομολογίας ο νομικός χαρακτηρισμός μιας σύμβασης από το διάδικο, που ανήκει στην εξουσία του δικαστηρίου (πρβλ. και ΑΠ 1438/1995). Επιπλέον όσον αφορά την επικαλούμενη με την αγωγή δυσφήμιση των εκκαλούντων, αποδεικνύεται ότι η …….. ανήρτησε σε ιστοσελίδα πλατφόρμας βραχυχρόνιων μισθώσεων μήνυμα με το περιεχόμενο «Εάν συνεργάζεστε με ένα ζευγάρι που κάνουν καθαριότητες στα καταλύματά σας ΠΡΟΣΟΧΗ», ενώ στη συνέχεια ανήρτησε και τα στοιχεία τους «… και …..». Την παραπάνω ανάρτηση οι εκκαλούντες τη θεωρούν δυσφημιστική στον κύκλο των εταιρειών διαχείρισης βραχυχρόνιων μισθώσεων, ενώ στην αγωγή τους αρνούνται την παροχή υπηρεσιών σε άλλες εταιρείες πλην της εφεσίβλητης. Όμως, το παραπάνω κείμενο, το οποίο δεν περιέχει πλήρη στοιχεία των εκκαλούντων, δεν συνιστά δυσφήμισή τους, καθόσον δεν αναφέρεται σε πραγματικά γεγονότα, αλλά εφιστά την προσοχή των αναγνωστών ενόψει της προηγούμενης συμπεριφοράς των εκκαλούντων προς την εφεσίβλητη, η οποία όμως συμπεριφορά δεν αναγράφεται στην ως άνω ανάρτηση. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε σιγή το αιτούμενο κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι εκκαλούντες από την προαναφερόμενη ανάρτηση, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται με αυτή της παρούσας, δεν έσφαλε κατ` αποτέλεσμα ως προς την αξιολόγηση του όλου αποδεικτικού υλικού της υπόθεσης, απορριπτομένου ως αβασίμου του σχετικού τρίτου λόγου έφεσης.
Κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς έρευνα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και τις αποδείξεις ορθά εκτίμησε, είναι δε αβάσιμοι και απορριπτέοι οι λόγοι της έφεσης καθώς και η έφεση στο σύνολό της προς την ουσιαστική της βασιμότητα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως κατ΄ουσιαν αβάσιμη και να συμψηφιστούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 και 183 του Κ.Πολ.Δ.).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 24-3-2025 (ΓΑΚ/ΑΚΕΜ/ …………./24-3-2025) έφεση, κατά της με αριθμό 187/2025 οριστικής απόφασης του του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία).
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την έφεση.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 15 Ιουλίου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ