Καταχρηστική η στάση της, που οδηγεί σε αδικαιολόγητη οικονομική και κοινωνική εξουθένωση της οφειλέτριας, έκρινε το Μονομελές Πρωτοδικείο Χίου.
Παρά την αρχική συμφωνία που είχε επιτευχθεί μεταξύ τράπεζας και δανειολήπτριας για την εξόφληση της οφειλής της με ευνοϊκή ρύθμιση, με συγκεκριμένη προκαταβολή και ύψος μηνιαίων δόσεων, μία ημέρα πριν την υπογραφή η τράπεζα υπαναχώρησε.
Της ανακοινώθηκε πως δεν ισχύει η συμφωνία, θέτοντας επαχθέστερους όρους για ρύθμιση, στους οποίους δεν μπορούσε να ανταποκριθεί, ενώ σε διαφορετική περίπτωση θα προχωρούσε στον προγραμματισμένο πλειστηριασμό του ακινήτου της.
Δικαίωση, ωστόσο, ήρθε για την οφειλέτρια από το Μονομελές Πρωτοδικείο Χίου στο οποίο προσέφυγε ζητώντας ανακοπή των διαδικασιών. «Η άσκηση της αξίωσης της καθ’ ης (σ.σ. τράπεζας) υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, ώστε να δημιουργείται στην υπόχρεο έντονη εντύπωση αδικίας και να επαπειλείται με αδικαιολόγητη οικονομική και κοινωνική της εξουθένωση, καθώς επαπειλείται να εκπλειστηριαστεί η μοναδική κατοικία της, στην οποία κατοικεί μόνη με τα τρία της τέκνα» αναφέρει.
«Ως εκ τούτου η άσκηση του δικαιώματος από την καθ’ ης είναι προφανώς καταχρηστική, γενομένου δεκτού του λόγου αυτού της ανακοπής και πρέπει να ακυρωθούν η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή, η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου και το προσβαλλόμενο απόσπασμα της έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου» καταλήγει το Δικαστήριο.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Η οφειλέτρια είχε συνάψει με την τράπεζα στεγαστικό δάνειο ποσού 40.000 ευρώ στο οποίο συνεβλήθη και ο σύζυγος αυτής ως συνοφειλέτης. Με την από 7/8/2013 και από 3/8/2013 εξώδικη γνωστοποίηση, καταγγελία και πρόσκληση καταγγέλθηκε η ανωτέρω σύμβαση λόγω μη εξυπηρέτησης του δανείου και εκδόθηκε από την ως άνω τράπεζα η με αριθμό 4/2015 διαταγή πληρωμής, η οποία επέτασσε την ανακόπτουσα και το σύζυγό της να καταβάλλουν εις ολόκληρον έκαστος το ποσόν των 41.431,98 ευρώ εντόκως από την 5/9/2013 με το ανώτατο επιτρεπόμενο κάθε φορά επιτόκιο υπερημερίας ήτοι 2,50% πλέον του ενήμερου συμβατικού επιτοκίου ετησίως και με εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων υπερημερίας από την 5/9/2013 μέχρις εξοφλήσεως.
Έκτοτε και επί μακρό χρονικό διάστημα δεν υπήρξε οποιαδήποτε ενέργεια εκ μέρους της πιστώτριας, η οποία κατόπιν μεταβίβασε το δάνειο στην καθ’ ης. Την 30/5/2024 συντάχθηκε η από 30-5-2024 επιταγή προς εκτέλεση, που επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την 14/6/2024. Την 29/11/2024 συνετάχθη εις βάρος της ανακόπτουσας η υπ’ αριθμ. 1.861/29-11-2024 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακινήτου και συγκεκριμένα της κύριας κατοικίας της ανακόπτουσας.
Η κατάσχεση επεβλήθη για το συνολικό ποσόν των 42.430,78 ευρώ εντόκως, ενώ πλειστηριασμός ορίστηκε να πραγματοποιηθεί μέσω της ιστοσελίδας www.eauction.gr ενώπιον της ειδικά πιστοποιημένης συμβολαιογράφου της Εφετειακής Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου που κατοικοεδρεύει στην Καλλονή του Δήμου Δυτικής Λέσβου και ημερομηνία αυτού η 9/7/2025 ημέρα Τετάρτη από 10πμ. έως 12μμ.
Την 2/12/2024, την 4/12/2024, την 19/12/2024 και την 23/12/2024 έλαβαν χώρα συνομιλίες μεταξύ της ανακόπτουσας και εκπροσώπου της καθ’ ης, οι οποίες ηχογραφήθηκαν, με συναίνεση αμφοτέρων των μερών, τις οποίες προσκομίζει και επικαλείται η ανακόπτουσα. Σύμφωνα με αυτές την 2/12/2024 τηλεφώνησε στην ανακόπτουσα η εκπρόσωπος της πιστώτριας … και της πρότεινε μετ’ επιτάσεως να ρυθμιστεί το δάνειό της με μεταξύ τους συμφωνία, προκειμένου να ανασταλεί η διαδικασία εκτέλεσης εις βάρος της.
Συγκεκριμένα ενημερώθηκε η ανακόπτουσα ότι η οφειλή της ανερχόταν σε 78.201 ευρώ και της προτάθηκε από την εκπρόσωπο της πιστώτριας να προβούν σε ρύθμιση δια της οποίας θα διαγραφόταν το 20% της οφειλής της, ότι θα έπρεπε έως την 20/12/2024 να καταβάλλει προκαταβολή ποσού 2.636 ευρώ και ότι από το Φεβρουάριο 2025 θα έπρεπε να καταβάλλει μηνιαίως για 5 έτη το ποσόν των 300 ευρώ, το οποίο είχε εγκριθεί από το σύστημα της Τράπεζας, με σταθερό επιτόκιο 4,73% που συμπεριλαμβανόταν στη δόση αυτή, και ακολούθως ποσό δόσης 316 ευρώ έως τη συμπλήρωση 35 ετών, μετά την πάροδο των οποίων θα έπρεπε η ανακόπτουσα να καταβάλλει εφάπαξ το υπολειπόμενο ποσόν των 2.168 ευρώ. Επίσης ενημερώθηκε η ανακόπτουσα ότι θα έπρεπε να υπογραφεί η ρύθμιση έως την 20/12/2024, άλλως από τον Ιανουάριο του 2025 θα προχωρούσε η καθ’ ης στη διαδικασία του πλειστηριασμού.
Η ανακόπτουσα ανταποκρίθηκε θετικά στην πρόταση ως προς το ποσόν των μηνιαίων δόσεων, καθώς είχε μόλις εξεύρει εργασία και θα μπορούσε να καταβάλλει το ποσό της δόσης, ζήτησε όμως μικρή παράταση της προθεσμίας για την καταβολή της προκαταβολής, προκειμένου να μπορέσει να ανταποκριθεί, αίτημα που απερρίφθη από την πιστώτρια.
Συμφωνήθηκε εν τέλει στη συνομιλία αυτή ότι την 4/12/2024 θα μιλούσαν ξανά η ανακόπτουσα με την εκπρόσωπο της πιστώτριας για να επιβεβαιώσουν ότι η ανακόπτουσα θα είχε διαθέσιμο το ποσόν της προκαταβολής έως την 20/12/2024.
Την 4/12/2024 η ανακόπτουσα, έχοντας διασφαλίσει ότι θα μπορεί να καταβάλλει το ποσόν της προκαταβολής ως τις 20/12/2024, ρητά και προφορικά συμφώνησε με την ίδια εκπρόσωπο ότι θα προβούν στην ανωτέρω ρύθμιση, ότι αυτή θεωρείτο ήδη ισχυρή και για τα δύο μέρη και απέμενε μόνο να μιλήσουν ξανά για να κλείσουν ραντεβού προς υπογραφή της ρύθμισης και ταυτόχρονη καταβολή της προκαταβολής.
Η εκπρόσωπος της πιστώτριας ενημέρωσε την ανακόπτουσα ότι θα της τηλεφωνούσε ξανά την 11/12/2024 και την 18/12/2024 προκειμένου να κλείσουν το ραντεβού. Επειδή την 18/12/2024 η ανακόπτουσα είχε προγραμματίσει ταξίδι στο εξωτερικό με τη μητέρα της λόγω χειρουργικής επέμβασης, ζήτησε από την εκπρόσωπο να συμφωνήσουν για την ώρα του ραντεβού εκείνη τη στιγμή, πλην όμως η εκπρόσωπος την καθησύχασε αναβάλλοντας τη συνεννόηση για το ραντεβού υπογραφής της ρύθμισης για τις ως άνω ημερομηνίες. Σε επίμονη ερώτηση της ανακόπτουσας αν η απουσία της στο εξωτερικό θα ακυρώσει τη ρύθμιση, έλαβε καθησυχαστικά αρνητική απάντηση, και συγκεκριμένα την βεβαίωσε η εκπρόσωπος της καθ’ ης ότι η συμφωνία θα ισχύει ακόμη και αν δεν την έβρισκαν στο τηλέφωνο την ημερομηνία αυτή.
Την 11/12/2024 η ως άνω εκπρόσωπος δεν τηλεφώνησε στην ανακόπτουσα, επικαλούμενη, αργότερα, απουσία της για λόγους υγείας. Την 18/12/2024 η ανακόπτουσα μετέβη στο εξωτερικό, ως είχε ενημερώσει την εκπρόσωπο της καθ’ ης, και την 19/12/2024 η ανακόπτουσα επικοινώνησε με την ίδια εκπρόσωπο της καθ’ ης προκειμένου να συνεννοηθεί για την καταβολή της προκαταβολής, την οποία είχε διαθέσιμη, και να ρωτήσει την ώρα του ραντεβού στο οποίο θα προσήρχετο την επόμενη ημέρα, έχοντας ενημερωθεί από το τοπικό υποκατάστημα της καθ’ ης ότι δεν απαιτείτο ηλεκτρονικό ραντεβού και ότι μπορούσε να προσέλθει οποιαδήποτε ώρα της έλεγαν για την υπογραφή της σύμβασης.
Πλην όμως η εκπρόσωπος της καθ’ ης επικαλέστηκε την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος από το προηγούμενο τηλεφώνημά τους, και προέβαλε τη μη υπογραφή της ρύθμισης ως λόγο για τον οποίο δεν θα ίσχυε η προηγούμενη διαπραγμάτευση, επιφυλάχθηκε δε ότι θα την ενημέρωνε ξανά την 23/12/2024. Την 23/12/2024 η εκπρόσωπος της καθ’ ης ενημέρωσε την ανακόπτουσα ότι είχε οριστεί ημερομηνία πλειστηριασμού η 9/7/2025, με τιμή πρώτης προσφοράς τα 95.000 ευρώ και ότι το εγκριτικό κλιμάκιο της πιστώτριας ξανακοίταξε το φάκελό της και ζητούσε να της αποστείλει έγγραφα σχετικά με το εισόδημά της, προκειμένου να επανεξεταστεί η πρόταση που της είχε κάνει.
Στις επίμονες υπενθυμίσεις της ανακόπτουσας για την ήδη συμφωνηθείσα ρύθμιση, για την οποία είχε βρει την απαιτούμενη προκαταβολή, η εκπρόσωπος της είπε ότι η συμφωνία ανήκε πλέον στο παρελθόν και έπρεπε να γίνει νέα διαπραγμάτευση. Ακολούθως και αφού η ανακόπτουσα απέστειλε δια της πληρεξουσίας δικηγόρου της τα έγγραφα που της ζητήθηκαν, η πιστώτρια αναπροσάρμοσε την πρότασή της ζητώντας προκαταβολή 8.000 ευρώ και υψηλότερες μηνιαίες δόσεις, ακυρώνοντας την ευνοϊκή ρύθμιση στην οποία μπορούσε να ανταποκριθεί η ανακόπτουσα.
Η απόφαση του Δικαστηρίου
Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χίου «την ακύρωση αυτή δεν την δικαιολογεί ούτε η πάροδος λίγων ημερών μεταξύ των τηλεφωνημάτων των μερών, ούτε οι λόγοι ανωτέρας βίας που δεν επέτρεψαν στα μέρη να επικοινωνήσουν τις συμφωνηθείσες ημερομηνίες, καθώς συνεννόηση μπορούσε να γίνει, όπως όντως έγινε, άλλη ημέρα από την ορισθείσα, ούτε και η ανάγκη να κλειστεί το ραντεβού για τη ρύθμιση 2 ημέρες πριν τις 20/12/2024, ήταν δε επαρκής η επικοινωνία την 19/12/2024 για την συνεννόηση για την υπογραφή της ρύθμισης είτε την 20/12/2024 είτε και κάποιες ημέρες αργότερα, καθώς, εάν η πιστώτρια ήθελε να προχωρήσει στην προταθείσα ρύθμιση, δεν την εμπόδιζε οποιαδήποτε προθεσμία που έθετε η ίδια και η οποία, σύμφωνα με τα κρατούντα στις συναλλαγές, μπορούσε να παραταθεί κατά τη διάρκεια μιας επιτυχούς διαπραγμάτευσης».
Σημειώνεται επίσης ότι «η ανακόπτουσα ευλόγως διαμόρφωσε την εντύπωση ότι η ρύθμιση είχε επιτευχθεί με την ρητή προφορική συμφωνία της με την πιστώτρια, δημιουργήθηκε κατάσταση ασφάλειας σε αυτήν και είχε την εύλογη πεποίθηση ότι, εφόσον βρει το ποσόν της προκαταβολής, το οποίο και έκανε, δεν θα συνέχιζε η καθ’ ης τις δικαστικές εις βάρος της ενέργειες».
Ωστόσο, επισημαίνει το Δικαστήριο «ενώ η ανακόπτουσα σαφώς ήθελε να ρυθμίσει το δάνειό της και υπήρξε συνεπής στην τήρηση των συμφωνηθέντων, παρότι της ήταν δύσκολο λόγω των οικονομικών της δυνατοτήτων να συγκεντρώσει μέσα σε λίγες ημέρες το ποσόν της προκαταβολής, η καθ’ ης αδικαιολόγητα υπαναχώρησε μη επιτρέποντας στην ανακόπτουσα να ρυθμίσει και να εξυπηρετήσει το χρέος της, παρότι υπήρξε συνεργάσιμη, και να διασώσει την κύρια κατοικία της».